ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
101/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(3540/1725/2020)
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Αντιγόνη – Καλλιόπη Αδάμ, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 20 Απριλίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, κατοίκου …, με ΑΦΜ …, για τον οποίο προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος Δικηγόρος Ιωάννης ΚΑΤΣΟΥΡΙΝΗΣ (ΑΜ/ΔΣΑ 014865), δυνάμει του, από 14.10.2020, πληρεξούσιου εγγράφου κατά το άρθρο 96 ΚΠολΔ και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος Δικηγόρος Χρήστος ΠΛΕΓΚΑΣ (ΑΜ/ΔΣΠ 003150) και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η, από 04.06.2020, αγωγή του κατά της εναγομένης, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 12.06.2020, με γενικό αριθμό κατάθεσης 3540/2020 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 1725/2020, η συζήτηση της οποίας, μετά το πέρας των προθεσμιών των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, προσδιορίστηκε, δυνάμει της, από 19.01.2021, Πράξης ορισμού Δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, στη δικάσιμο της 23.02.2021, οπότε ματαιώθηκε συνεπεία της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω των έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από την πανδημία του Covid-19, ήδη δε η συζήτησή της επαναπροσδιορίστηκε οίκοθεν για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο με την υπ’ αριθ. 1294/2021 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, δυνάμει του άρθρου 21 του Ν. 4786/2021 και γράφτηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7§2 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη Ι), οι συμβάσεις ασφάλισης που καλύπτουν μεγάλους κινδύνους, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 στοιχείο δ΄ της Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1973 «περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής», διέπονται από το δίκαιο που έχουν επιλέξει τα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού. Σύμφωνα δε με το προαναφερόμενο στοιχείο δ΄ του άρθρου 5 της ως άνω Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 5 της Δεύτερης Οδηγίας 88/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1988 «για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής, και τη θέσπιση των διατάξεων που σκοπό έχουν να διευκολύνουν την πραγματική άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ», μεγάλοι κίνδυνοι είναι, μεταξύ άλλων, οι κίνδυνοι που κατατάσσονται στον κλάδο 6 του σημείου Α του παραρτήματος της Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ (στον οποίο υπάγονται τα πλοία, και συγκεκριμένα τα ποτάμια, λιμναία και θαλάσσια σκάφη) και αφορούν κάθε ζημία την οποία υφίστανται ποτάμια, λιμναία και θαλάσσια σκάφη. Περαιτέρω, το αγγλικό δίκαιο της ναυτικής ασφάλισης περιέχεται κωδικοποιημένο στον Αγγλικό νόμο «περί θαλάσσιας ναυτικής ασφάλισης του 1906», γνωστό με την ονομασία “Marine Insurance Act 1906” (στο εξής : Μ.I.A. 1906), ο οποίος τροποποιήθηκε με το νόμο “Insurance Act 2015”, που τέθηκε σε ισχύ 18 μήνες από την ψήφιση του στις 12-2-2015 (ήτοι για περιπτώσεις που έλαβαν χώρα μετά τις 12-8-2016 – βλ. 23.2 αυτού), καθώς και στο κοινό δίκαιο (common law), εφόσον οι διατάξεις του δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ανωτέρω νόμου και στην αγγλική πρακτική (English practice), και ερμηνεύεται από τα αγγλικά δικαστήρια και τους άγγλους νομικούς συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου, σε συνάρτηση και με τις σχετικές ρήτρες ασφάλισης σκαφών αναψυχής “Institute yachts clauses” από 1-11-1985 (ΕφΠειρ 604/2019 ΤΝΠ Νόμος, βλ. σχετ. με τις πηγές του αγγλικού ναυτασφαλιστικού δικαίου το νομικό σύγγραμμα “Templeman its marine insurance, its Principles and Practice”, 6th ed, σ. 190-191). Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα συναλλακτικά ήθη, τα οποία ρυθμίζουν πολλά θέματα για τα οποία δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο νόμο, σε βαθμό μάλιστα τέτοιο ώστε αυτά να επικρατούν και όταν ακόμα υπάρχει έμμεση ρύθμιση από το νόμο (ΕφΠειρ 604/2019 ό.π.). Οι διατάξεις του ανωτέρω νόμου, Μ.I.A. 1906, ίσχυσαν αναλλοίωτες μέχρι την εισαγωγή του νεότερου (και γενικότερου) Insurance Act, ο οποίος αναδιατύπωσε βασικές αρχές του δικαίου της ιδιωτικής ασφάλισης, που βρίσκουν εφαρμογή τόσο στο κοινό δίκαιο (common law), όσο και στις θαλάσσιες ασφαλίσεις, επιφέροντας ουσιώδεις τροποποιήσεις στο νόμο ΜΙΑ 1906, ως προς την αρχή της υπέρτατης καλής πίστης, αλλά και ως προς τα warranties, ήτοι τις υποσχετικές εγγυήσεις του ασφαλισμένου, που υποδηλώνουν συμβατική δέσμευση. Ο ως άνω νόμος, Μ.I.A. 1906, εξακολουθεί να ισχύει (ΕφΠειρ 319/2018 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα www.efeteio-peir.gr, Clarke Malcolm/Soyer Baris, The Insurance Act 2015: A new Regime for Commercial and Marine Insurance Law, 2017, Bennett Howard, Ship safety, policy terms and the Insurance Act 2015, σε Θαλάσσια Ασφάλεια, Νομικά ζητήματα σχετικά με το πλοίο, το φορτίο και τον ανθρώπινο παράγοντα, σε Πρακτικά 9ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 2016, έκδ. ΔΣΠ 2016, σελ. 139 επ., Thomas, D. Rhidian, The Modern Law of Marine Insurance, vol. one, 2015, Α. Σινανιώτη – Μαρούδη, Ασφαλιστικό Δίκαιο, 2017, σελ. 260 – 264) και οι διατάξεις του έχουν αποκλειστική μεν εφαρμογή επί συμβάσεων που καταρτίστηκαν πριν την εισαγωγή του Insurance Act 2015, ισχύουν δε παραλλήλως, όπως τροποποιήθηκαν, και μετά από αυτήν σε κάθε περίπτωση ασφάλισης πλοίων ή πλωτών ναυπηγημάτων ή θαλασσίων μέσων, αδιακρίτως μεγέθους, τύπου και προορισμού, περιλαμβανομένων και των θαλαμηγών πλοίων και των σκαφών αναψυχής. Στην περίπτωση μάλιστα των τελευταίων η ασφάλιση, σχεδόν κατά κανόνα, παρέχεται με βάση ειδικούς όρους που περιλαμβάνονται στις «Ρήτρες του Ινστιτούτου της Ένωσης των Ασφαλιστών του Λονδίνου [Institute of London Underwriters] για την ασφάλιση σκαφών αναψυχής» (Institute Yacht Clauses) της 1ης-11-1985 (ΕφΠειρ 319/2018 ό.π., ΕφΠειρ 143/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με τον “Insurance Act 2015” επήλθαν σοβαρές τροποποιήσεις στον Μ.I.A. 1906, ως προς την αρχή της υπέρτατης καλής πίστης και δη της υποχρέωσης του ασφαλισμένου μη αποκρύψεως (non disclosure) ουσιωδών στοιχείων προς τον ασφαλιστή και της γνώσης ή μη του τελευταίου, αλλά και ως προς τα warranties ήτοι τις υποσχετικές εγγυήσεις του ασφαλισμένου που υποδηλώνουν συμβατική δέσμευση, με βάση την οποία ο ασφαλισμένος είτε αναλαμβάνει την υποχρέωση να συμβεί ή να μη συμβεί ένα συγκεκριμένο γεγονός ή να πληρωθεί ένας όρος είτε βεβαιώνει ή αρνείται την ύπαρξη ορισμένων γεγονότων [παρ. 33(1) ΜΙΑ 1906]. Σε περίπτωση μη συμμορφώσεώς του με τον όρο αυτό και εφόσον α) δεν υπήρχε αντίθετη πρόβλεψη στο ασφαλιστήριο ή β) παραίτηση του ασφαλιστή από το δικαίωμα επικλήσεως της μη συμμορφώσεως, ο ασφαλιστής απαλλασσόταν της ευθύνης προς αποζημίωση (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 996/1999, ΕφΠειρ 981/2002, Στυλιανέα, Αι δηλώσεις εγγυήσεως (WARRANTIES) εις την Ναυτικήν Ασφάλισιν, EΝΔ 4.55) και εξακολουθεί να απαλλάσσεται υπό τις προϋποθέσεις όμως που ορίζονται στον “Insurance Act 2015” και δη στο άρθρο 10 αυτού. Τέλος, ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης ασφάλισης είναι ο κίνδυνος, ήτοι η επέλευση ενός περιστατικού που είτε είναι αβέβαιο αν θα επέλθει, είτε είναι βέβαιο το ότι κάποτε θα επέλθει, αλλά αβέβαιο το πότε θα επέλθει και το οποίο, θα επιφέρει, ή είναι πιθανόν να επιφέρει, άμεσες δυσμενείς οικονομικές συνέπειες και το οποίο στο αγγλικό δίκαιο της θαλάσσιας ασφάλισης συναρτάται προς τον ασφαλισμένο κίνδυνο, όπως αυτός αποτυπώνεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο (βλ. άρθρα 3§2, 1 και 55 ΜΙΑ 1906), ήτοι σε συνάρτηση με τις σχετικές (τυποποιημένες) ρήτρες ασφάλισης σκαφών, προκειμένου δε περί σκαφών αναψυχής, σε συνάρτηση με τους “Institute yachts clauses” από 1.11.1985 που στο κεφάλαιο 9 περιγράφουν τους ασφαλιζόμενους κινδύνους και στους οποίους οι συμβαλλόμενοι αναφέρονται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο (αρχή της εξειδίκευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, βλ. και Κοροτζή, ΝαυτΔ ΙΙΙ, σ. 557).
Εν προκειμένω, με την υπό κρίση αγωγή, ο ενάγων εκθέτει ότι την 10.08.2019 συνήψε με την εναγομένη, σε συνέχεια προηγούμενων συμβάσεων, το υπ’ αριθ. … ασφαλιστήριο συμβόλαιο, δυνάμει του οποίου η τελευταία ανέλαβε την ασφαλιστική κάλυψη, για τη χρονική περίοδο από 10.08.2019 έως 10.08.2020, του υπό ελληνική σημαία σκάφους, ιδιοκτησίας του, με την ονομασία «…», μήκους 7,85 μ., φέροντος εξωλέμβια μηχανή εργοστασίου κατασκευής Mercury Χ 300 Hp, μεταξύ άλλων, και για τον κίνδυνο κλοπής ολόκληρου του σκάφους ή του κινητήρα του, με ασφαλισμένο κεφάλαιο για τον εν λόγω ασφαλιστικό κίνδυνο έως το ποσό των 40.000€. Ότι με την υπ’ αριθ. … πρόσθετη πράξη, που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ασφαλιστήριου συμβολαίου, δηλώθηκε η αντικατάσταση της μηχανής του σκάφους με νέα, τύπου επίσης MERCURY 300HP, με συνολική ασφαλιζόμενη αξία 40.420,00€. Ότι κατά τη χρονική διάρκεια κατά την οποία δηλώθηκε ότι το σκάφος του θα βρισκόταν σε ακινησία (01.11 έως 30.04) αυτό φυλασσόταν στις εγκαταστάσεις της εταιρείας «….», στο …, που αποτελεί οικογενειακή επιχείρηση και δη εντός προαύλιου χώρου που περικλείεται με φράχτη συρματοπλέγματος ύψους 1,30μ. επί τοιχίου 0,70μ., προστατεύεται από κλειστό κύκλωμα βιντεοσκόπησης επί 24ωρης βάσης και παρακολουθείται από εταιρεία παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, που ελέγχει τον χώρο με περιπολίες σε τακτά διαστήματα. Ότι στις 16.01.2020 και περί ώρα 20.20΄ τέσσερα άγνωστα άτομα, που φορούσαν κουκούλες, έκοψαν την περίφραξη του ως άνω χώρου, εισήλθαν στον προαύλιο χώρο και αφαίρεσαν από το σταθμευμένο σκάφος την ασφαλισμένη μηχανή του, αμέσως δε ο ίδιος κατήγγειλε το περιστατικό στις αστυνομικές αρχές και ακολούθως ανήγγειλε αυτό στην εναγομένη, η οποία ωστόσο αρνήθηκε να καταβάλει την ασφαλιστική αποζημίωση ισχυριζόμενη ότι είχε παραβιαστεί η περιεχόμενη στο ασφαλιστήριο εγγύηση κατά την οποία το σκάφος δεν καλύπτεται για κλοπή ή ζημίες συνεπεία κλοπής ή απόπειρας κλοπής, παρά μόνο αν ελλιμενίζεται ή/και αποθηκεύεται σε αναγνωρισμένο Λιμάνι, Μαρίνα, Ναυπηγείο ή σε ασφαλή εσωτερικό χώρο, κλειστό από όλες τις πλευρές και κλειδωμένο εφόσον το σκάφος βρίσκεται στην ξηρά ή σε περιφραγμένο επαγγελματικό parking σκαφών το οποίο διαθέτει φύλακα 24 ώρες το 24ωρο ή/και έχει κάμερες ασφαλείας και σύστημα συναγερμού σε λειτουργία και συνδεδεμένο με εταιρία παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, που κάνει περιπολίες σε καθορισμένα χρονικά διαστήματα. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, ο ενάγων ζητεί, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει για την ανωτέρω αιτία, το ποσό των 30.000 ευρώ, που αντιστοιχεί στην εμπορική αξία της κλαπείσας εξωλέμβιας μηχανής, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής, έως την εξόφληση. Ζητεί, επίσης, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική του δαπάνη. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή, η οποία επιδόθηκε στην εναγομένη εντός της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 215παρ.2 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθμόν … έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών …) και για το παραδεκτό της συζήτησής της προσκομίζεται η, από 03.06.2020, έγγραφη ενημέρωση του ενάγοντος από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του για τη δυνατότητα επίλυσης διαφοράς με διαμεσολάβηση, κατ’ άρθρο 3§2 Ν. 4640/2019, παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 7, 9, 10 και 14 § 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον, δυνάμει της συμπεριληφθείσας στους γενικούς όρους που προσαρτώνται στην ένδικη σύμβαση ασφάλισης ρήτρας (άρθρο 14ο) που θεμελιώνει την αποκλειστική δωσιδικία των Δικαστηρίων του Πειραιά (42 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51§2 εδ.α, §3 Α, Β περ. θ του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς. Περαιτέρω, η επίδικη διαφορά δεν προέρχεται μεν από διεθνή ιδιωτική έννομη σχέση, αναφέρεται όμως, ως εκ του αντικειμένου της, σε θέματα διεθνούς ναυτικής ασφάλισης, ώστε να τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου (βλ. ΠΠρΠειρ 1336/1990 ΕΝΔ 19.6). Εν προκειμένω, εφαρμοστέο τυγχάνει το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη, με έντυπη ρήτρα του ασφαλιστήριου συμβολαίου, το οποίο εκδόθηκε σε απόδειξη της ένδικης ασφαλιστικής σύμβασης, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 2 και 3 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)» και σύμφωνα με τα σχετικώς αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο επιλέγεται εξάλλου κατά διεθνή συναλλακτική πρακτική από τα συμβαλλόμενα μέρη στις ναυτασφαλιστικές συναλλαγές, ανεξαρτήτως, μάλιστα, του ουσιώδους ή μη συνδέσμου με αυτές, περιέχεται δε κωδικοποιημένο στον αγγλικό Νόμο «Περί θαλασσίας ασφαλίσεως του 1906», στο Κοινό Δίκαιο (COMMON LAW), εφόσον οι ρυθμίσεις αυτού δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ως άνω Νόμου, καθώς και στην αγγλική πρακτική (ENGLISH PRACTICE), όπως ερμηνεύεται από τα αγγλικά Δικαστήρια και τους άγγλους νομικούς συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου, σε συνδυασμό με τις αναφερόμενες στο ασφαλιστήριο Ρήτρες του Ινστιτούτου για Ασφάλιση Θαλαμηγών CL.328 της 1.11.1985 (INSTITUTE YACHT CLAUSES 1.11.1985). Ακολούθως και δεδομένου ότι δεν απαιτείται εν προκειμένω να διαταχθεί, κατ’ άρθρο 337 ΚΠολΔ, η απόδειξη του περιεχομένου του ισχύοντος στην υπό κρίση περίπτωση αγγλικού δικαίου, ενόψει του ότι αυτό είναι γνωστό στο Δικαστήριο, η αγωγή κρίνεται ορισμένη και νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις του αγγλικού ουσιαστικού δικαίου 1, 3, 5, 6, 16, 22, 23, 24, 27, 52, 55, 56, 57, 60, 61, 67 του Marine Insurance Act 1906, καθώς και σε αυτές των άρθρων 345, 346 Α.Κ., 907, 908 και 176 ΚΠολΔ, οι οποίες ως δικονομικού περιεχομένου εφαρμόζονται, ως lex fori. Κατόπιν τούτων, πρέπει η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, εφόσον για το αντικείμενό της έχει καταβληθεί το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (βλ. το υπ’ αριθ. … e-παράβολο, σε συνδυασμό με την από 14.10.2020 ηλεκτρονική απόδειξη είσπραξης).
Tο εφαρμοστέο στην υπό κρίση υπόθεση αγγλικό δίκαιο διαλαμβάνει περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ασφαλιστής είτε δεν δεσμεύεται από την ασφαλιστική σύμβαση, είτε απαλλάσσεται από τις υποχρεώσεις του από την ασφάλιση. Η πρώτη ομάδα κανόνων που ρυθμίζει τέτοιες περιπτώσεις είναι αυτοί του γενικού δικαίου των συμβάσεων που ισχύουν σε κάθε σύμβαση, οι περιλαμβανόμενοι στη δεύτερη ομάδα δε, προβλέπονται από το ασφαλιστικό δίκαιο και ισχύουν ειδικώς επί των συμβάσεων ασφαλίσεως. Ειδικότερα, οι τελευταίοι διακρίνονται: 1) στους κανόνες των άρθρων 17 έως 21 Marine Insurance Act 1906, που αφορούν στην αρχή της υπέρτατης καλής πίστεως, που πρέπει να διέπει την ασφαλιστική σύμβαση και τις προσυμβατικές δηλώσεις και παρέχουν στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αποστεί από τη σύμβαση (to avoid the contract) στην περίπτωση κατά την οποία ο ασφαλισμένος ή ο αντισυμβαλλόμενος παραβούν την αρχή της υπέρτατης καλής πίστεως και τα σχετικά προς τις προσυμβατικές δηλώσεις ασφαλιστικά βάρη, δηλαδή να αρνηθεί την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλισμένου κινδύνου και 2) των κανόνων περί warranties των άρθρων 33 επ. Marine Insurance Act 1906, των οποίων η αθέτηση απαλλάσσει τον ασφαλιστή της ευθύνης από την ασφαλιστική σύμβαση και η απόδειξη της ως άνω παραβίασης βαρύνει τον ασφαλιστή. Ειδικότερα, σχετικά με τους ανωτέρω κανόνες πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Α) Όσον αφορά στην πρώτη ομάδα κανόνων, στο άρθρο 17 του Μ.Ι.Α. 1906 ορίζεται ότι «η ναυτική ασφάλιση βασίζεται επί της αρχής της υπέρτατης καλής πίστεως και αν η υπέρτατη καλή πίστη δεν τηρηθεί από οποιονδήποτε των συναλλασσομένων, η σύμβαση δύναται να ακυρωθεί από το άλλο μέρος». Η έννοια της «απόλυτης καλής πίστεως» εκτείνεται πολύ πέρα από την έννοια του δόλου και συγκεκριμένα έχει ως αφετηρία απλώς την αποσιώπηση ή απόκρυψη ενός ουσιώδους περιστατικού ή την λανθασμένη ή πεπλανημένη δήλωση ή, σε επίγνωση του ασφαλισμένου, τη μη τήρηση ορισμένων βασικών προϋποθέσεων, αδιάφορα αν αυτές οι εσφαλμένες απεικονίσεις έγιναν με δόλια πρόθεση, από απλή αμέλεια, εκ παραδρομής ή από αδιαφορία (βλ. Γερ. Βλάχου «Η θαλάσσια ασφάλιση», σελ. 36-37 επ.). Περαιτέρω, στο άρθρο 18 του Μ.Ι.Α. 1906 ορίζεται ότι: «1) Ο ασφαλιζόμενος οφείλει να αποκαλύψει στον ασφαλιστή, πριν ολοκληρωθεί το συμβόλαιο, οποιοδήποτε ουσιώδες περιστατικό που είναι γνωστό σε αυτόν και ο ασφαλιζόμενος θεωρείται ότι είναι γνώστης όλων των περιστατικών που κατά την κανονική πορεία των εργασιών, θα έπρεπε να του ήταν γνωστά. Αν ο ασφαλιζόμενος παραλείψει να προβεί σε τέτοια αποκάλυψη, ο ασφαλιστής έχει τη δυνατότητα να ακυρώσει το συμβόλαιο, 2) Κάθε περιστατικό θεωρείται ουσιώδες, εφόσον μπορεί να επηρεάσει ένα συνετό ασφαλιστή στον προσδιορισμό του ασφαλίστρου ή στην απόφασή του να αναλάβει τον κίνδυνο… 4) Κατά πόσον ένα περιστατικό συγκεκριμένο, το οποίο δεν ανακοινώθηκε, είναι ή όχι ουσιώδες, κρίνεται κατά περίσταση». Σύμφωνα δε, με το άρθρο 20 του Μ.Ι.Α. 1906, «1) Οποιαδήποτε ουσιώδης απεικόνιση που δίνεται από τον ασφαλιζόμενο ή τον πράκτορά του στον ασφαλιστή, κατά τη διαπραγμάτευση του συμβολαίου και πριν αυτό οριστικοποιηθεί, πρέπει να είναι αληθής. Εάν είναι αναληθής, ο ασφαλιστής έχει τη δυνατότητα να ακυρώσει το συμβόλαιο. 2) Η απεικόνιση είναι ουσιώδης, εφόσον θα επηρέαζε την κρίση ενός συνετού ασφαλιστή ως προς τον προσδιορισμό του ασφαλίστρου ή ως προς την ανάληψη του κινδύνου». Τόσο δε η παράλειψη ανακοινώσεως (non disclosure), που αναφέρεται στο άρθρο 18 του Μ.Ι.Α. 1906, όσο και η αναληθής απεικόνιση (mistepresentation) του άρθρου 20 του Μ.Ι.Α. 1906, οι οποίες αμφότερες είναι αρχές που απορρέουν και έχουν τις ρίζες τους στην «απόλυτη καλή πίστη», έχουν ως συνέπεια, σε περίπτωση παραβάσεών τους, ότι καθιστούν τη σύμβαση ακυρώσιμη κατά την απόλυτη διακριτική ευχέρεια του βλαπτόμενου μέρους και συγκεκριμένα του ασφαλιστή, ο οποίος δικαιούται να αποστεί του συμβολαίου (ΕφΠειρ 890/2003 ΕΝΔ 31.372, ΠΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝΔ 27.370). Η υπέρτατη καλή πίστη που προβλέπεται ως άνω, έχει την έννοια ότι οι πληροφορίες που παρέχονται, κατά τη σύναψη της σύμβασης, πρέπει να είναι απολύτως ειλικρινείς. Αυτό δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, από το γεγονός δηλαδή ότι ο ασφαλιστής, προκειμένου να προβεί σε ασφάλιση, βασίζεται αποκλειστικά στον ασφαλιζόμενο, ο οποίος είναι ο μόνος που εκ των πραγμάτων μπορεί να γνωρίζει την κατάσταση της ασφαλιζόμενης περιουσίας και να του παράσχει τις πληροφορίες τις σχετιζόμενες με τη φύση και το χαρακτήρα του κινδύνου που αναλαμβάνει, για να κρίνει, αν θα αναλάβει ή όχι την ασφάλιση. Αν ένα συγκεκριμένο περιστατικό, το οποίο δεν αποκαλύφθηκε, είναι ουσιώδες ή όχι, είναι ζήτημα πραγματικό (ΕφΠειρ 619/2008 ΕΝΔ 2009.137). Το βάρος απόδειξης βαρύνει εκείνον που επικαλείται τη μη αποκάλυψη (ΑΠ 1651/2005 ΕΝΔ 2005.241, ΕφΠειρ 1141/2004 ΠειρΝομ 2005.72). Επιπροσθέτως, πρέπει να σημειωθεί ότι και για τον μετά την κατάρτιση της συμβάσεως χρόνο εξακολουθεί να ισχύει η υποχρέωση του άρθρου 17 Μ.Ι.Α. του 1906 και διατηρείται έτσι ενεργό το καθήκον του ασφαλισμένου για μετασυμβατική (post contractual) επίδειξη της υπέρτατης καλής πίστεως προς τον ασφαλιστή σε σχέση με κάθε ζήτημα, για το οποίο απαιτείται ο ασφαλισμένος να παρέχει πληροφορίες προς τον ασφαλιστή, ιδίως δε όπου υπάρχει περίπτωση επίτασης του κινδύνου. Έτσι, ο ασφαλισμένος υπόκειται στο καθήκον της υπέρτατης καλής πίστεως και κατά το χρόνο υποβολής στοιχείων της ζημιάς προς τον σκοπό υποβολής απαίτησης της αποζημιώσεως και για το λόγο αυτό επιβάλλεται η από τον ασφαλισμένο πλήρης και ολοκληρωμένη επίδειξη των εγγράφων του πλοίου καθώς και άλλων ουσιωδών εγγράφων (βλ. Essential Law “Marine Insurance Legislation” by Robert Merkin, ed 2000, σελ. 15 και 16). Στην περίπτωση δε κατά την οποία ο ασφαλιστής διόρισε έναν πραγματογνώμονα να επιθεωρήσει το προς ασφάλιση πλοίο, τότε όλα τα στοιχεία και οι πληροφορίες που εξέθεσε ο πραγματογνώμονας, ιδιαίτερα αν λειτουργούσε ως αντιπρόσωπος, στον ασφαλιστή λογίζονται σε γνώση του τελευταίου ακόμα και αν δεν τα είχε αναφέρει στην πρόταση ασφάλισης ο ασφαλισμένος [Joel v. Law Union & Crown Insurance Co. (1908) ΚΒ 863]. Συνεπώς, ανεξαρτήτως της πηγής γνώσεως ουσιωδών στοιχείων, ο ασφαλιστής θεωρείται ότι τελεί σε γνώση και δεν μπορεί να καταγγείλει ή να ισχυρισθεί ακυρότητα της ασφαλιστικής σύμβασης, επειδή δεν αποτέλεσε την πηγή πληροφόρησης ο ίδιος ο ασφαλισμένος. Β) Όσον αφορά στη δεύτερη ομάδα κανόνων, οι όροι αυτοί ονομάζονται εγγυήσεις (warranties). Το άρθρο 33 του Marine Insurance Act 1906 δίδει τον ακόλουθο ορισμό για το τι σημαίνει «warranty»: «warranty», για τους σκοπούς των επομένων άρθρων που αναφέρονται ως «warranties», σημαίνει υποσχετική εγγύηση (promissory warranty), δηλ. εγγύηση, δια της οποίας ο ασφαλισμένος αναλαμβάνει την ευθύνη ότι ένα συγκεκριμένο πράγμα θα γίνει ή δεν θα γίνει, ή ότι κάποιος όρος θα πληρωθεί ή δια του οποίου ο ασφαλισμένος καταφάσκει ή αρνείται την ύπαρξη μιας ορισμένης καταστάσεως πραγμάτων. «Warranty» μπορεί να έχει συμφωνηθεί ρητώς ως «συμφωνηθείσα εγγύηση» (express warranty) ή να εξυπακούεται (implied warranty) και υπό την έννοια του άρθρου 33 επ. Μ.Ι.Α. του 1906, αποτελεί ουσιώδη όρο της ασφαλιστικής συμβάσεως, προς το περιεχόμενο του οποίου απαιτείται πάντοτε ακριβής, αυστηρή και κατά γράμμα συμμόρφωση. Η μη συμμόρφωση ελευθερώνει τον ασφαλιστή από κάθε ευθύνη εκ της ασφαλιστικής συμβάσεως. Από τα εκτεθέντα προκύπτει ότι ο όρος «warranty», διατηρεί στο ασφαλιστικό δίκαιο έννοια διαφορετική από εκείνη που επικράτησε στο γενικό δίκαιο των συμβάσεων. Στο ασφαλιστικό δίκαιο και στο δίκαιο της θαλάσσιας ασφαλίσεως ειδικότερα «warranty» σημαίνει «condition». Αποτελεί ακριβέστερα ιδιαίτερο είδος «condition» που απαντά στις ασφαλιστικές συμβάσεις και του οποίου η παράβαση παρέχει στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αρνηθεί τη δέσμευση εκ της ασφαλιστικής συμβάσεως (ΕφΠειρ 85/2001 ΕΝΔ 29.225, ΕφΠειρ 996/1999 ΕΝΔ 29.165, ΠΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝΔ 27.370). Η επέλευση της αυστηρής αυτής έννομης συνέπειας δεν εξαρτάται από το αν η μη συμμόρφωση συνετέλεσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην επέλευση της ζημίας, ούτε επηρεάζεται από το αν η παράβαση ήρθη ενδεχομένως προ πάσης ζημίας (ad hoc ΕφΠειρ 996/1999 ΕΝΔ 29.165, ΠΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝΔ 27.370, βλ. και Arnould’s «Law of Marine Insurance and Average» 16th ed. 1981 παρ. 683, Colinvaux «The law of insurance» 3rd ed. , παρ. 181). Μόνη η παράβαση, καθ’ εαυτή, παρέχει στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αρνηθεί την ευθύνη από την ασφαλιστική σύμβαση, έτσι ώστε ο ασφαλιστής να ελευθερώνεται από την ημερομηνία της παραβάσεως (βλ. ΕφΠειρ 85/2001 ΕΝΔ 29.225, ΕφΠειρ 996/1999 ΕΝΔ 29.165), το βάρος δε της αποδείξεως φέρει ο ασφαλιστής (ΠΠρΠειρ 5462/1999, ό.π.). Εξ άλλου, οι ως άνω εγγυήσεις (warranties) μπορούν να δημιουργηθούν με μία ποικιλία τρόπων, όταν δε η ασφάλιση ξεκινάει με την συμπλήρωση πρότασης ασφαλίσεως από τον ασφαλιζόμενο ή για λογαριασμό του, είναι σύνηθες να εγγυάται ο ασφαλιζόμενος, δυνάμει ρήτρας «βάσης της σύμβασης» («Basis of the contract» clause), που περιέχεται στην πρόταση, ότι οι απαντήσεις του είναι αληθείς. Η συνέπεια τέτοιας δήλωσης είναι να μετατρέψει όλες τις απαντήσεις του ασφαλισμένου στη σύμβαση σε εγγυήσεις (βλ. Colinvaux & Merkins Insurance Contract Law τόμος 1 ας παρ. Α – 0654).
Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγομένη συνομολογεί την κατάρτιση και το περιεχόμενο της σύμβασης ασφάλισης, περαιτέρω, προς απόκρουση της αγωγής, ισχυρίζεται ότι απαλλάσσεται από την ευθύνη προς αποζημίωση του ενάγοντος, καθώς ο τελευταίος παραβίασε τον εγγυητικό όρο (warranty) για την ύπαρξη συγκεκριμένων μέτρων ασφαλείας στον χώρο που φύλασσε το σκάφος του κατά τη δηλωθείσα περίοδο ακινησίας αυτού, γεγονός που συνιστά επιπλέον ηθελημένη εκ μέρους του κακή διαχείριση του ασφαλισμένου σκάφους [άρθρο 55παρ.2, 33παρ.2,3 ΜΙΑ 1906, σε συνδυασμό με τον όρο 9.2 της υπ’ αριθ. 328 Ρήτρας IYC (1/11/85) που ενσωματώνεται στο ένδικο ασφαλιστήριο και άρθρο 10παρ. 2, 6 Ι.Α. 2015].
Από όλα, ανεξαιρέτως, τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ιδιαιτέρως παρακάτω, χωρίς να παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, από την προσκομιζόμενη, με επίκληση, από τον ενάγοντα υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Αγγελικής Αντωνίου Τζιμοπούλου, που δόθηκε κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της εναγομένης (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών … και την, από 14.10.2020, εξώδικη κλήση προς την εναγομένη), από τις προσκομιζόμενες, με επίκληση, από την εναγομένη υπ’ αριθ. … ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που δόθηκαν κατόπιν νόμιμης κλήτευσης του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, … και την, από 15.10.2020, εξώδικη κλήση προς τον ενάγοντα), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι ιδιοκτήτης του υπό ελληνική σημαία ταχύπλοου φουσκωτού σκάφους «…», …, εργοστασίου κατασκευής …, έτους κατασκευής 2006, μήκους 7,85 μέτρων και πλάτους 2,98 μέτρων. Η εναγομένη υπέβαλε προς τον ενάγοντα την υπ’ αριθ. …../12.05.2016 προσφορά προς ασφάλιση του σκάφους του και της εξωλέμβιας μηχανής που έφερε κατά τον χρόνο αυτό, τύπου MERCURY 300ΗP, μεταξύ άλλων και για τον κίνδυνο της κλοπής του σκάφους, με τις μηχανές και τα εξαρτήματά του. Στην ως άνω πρόταση, εκτός από τα στοιχεία του λήπτη της ασφάλισης και του προς ασφάλιση σκάφους, καταγράφονταν οι προσφερόμενες καλύψεις κινδύνων, οι απαλλαγές του ασφαλιστή και οι εγγυήσεις που έπρεπε να τηρηθούν από τον λήπτη της ασφάλισης, μεταξύ των οποίων υπήρχε και η ακόλουθη εγγύηση, η οποία έπρεπε να τηρηθεί ώστε να καλύπτεται ασφαλιστικά ο κίνδυνος της κλοπής του σκάφους: «Κλοπή ολική ή μερική του σκάφους καλύπτεται μόνον εφόσον το σκάφος ελλιμενίζεται ή/και αποθηκεύεται σε αναγνωρισμένο Λιμάνι, Μαρίνα, Ναυπηγείο ή σε ασφαλή εσωτερικό χώρο, κλειστό από όλες τις πλευρές και κλειδωμένο ή σε περιφραγμένο επαγγελματικό χώρο parking σκαφών το οποίο διαθέτει φύλακα 24 ώρες το 24ωρο ή/και έχει κάμερες ασφαλείας και σύστημα συναγερμού, σε λειτουργία και συνδεδεμένο με Εταιρεία παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, που κάνει περιπολίες σε καθορισμένα χρονικά διαστήματα. Κατόπιν αποδοχής της ως άνω προσφοράς από τον ενάγοντα εκδόθηκε από την εναγομένη το υπ’ αριθ. … ασφαλιστήριο συμβόλαιο κλάδου σκαφών για την ασφαλιστική κάλυψη του ως άνω σκάφους έναντι των αναγραφόμενων σε αυτό κινδύνων, μεταξύ των οποίων και ο κίνδυνος κλοπής του σκάφους, της μηχανής και των εξαρτημάτων του, για τη χρονική περίοδο από 16.05.2016 έως 16.05.2017, με ασφαλιζόμενο κεφάλαιο για το σώμα του σκάφους το ποσό των 40.000,00€ και για την αστική ευθύνη έναντι τρίτων το ποσό των 800.000,00€ και υπό τους διαλαμβανόμενους σε αυτό ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων και η προαναφερόμενη εγγύηση που όφειλε να τηρήσει ο ενάγων ως προς την φύλαξη του σκάφους του κατά την περίοδο ακινησίας του, η οποία κατά δήλωσή του θα διαρκούσε έξι μήνες και δη από 01.11 έως 30.04. Πριν από την κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης η εναγομένη έδωσε εντολή στον συνεργάτη της Πραγματογνώμονα αυτοκινήτων … να προβεί σε προασφαλιστικό έλεγχο του σκάφους του ενάγοντος, προκειμένου να επιβεβαιώσει το αληθές των δηλωθέντων εκ του τελευταίου στοιχείων και να περιγράψει την εν γένει κατάσταση του σκάφους, κατόπιν δε της επιθεώρησης που αυτός πραγματοποίησε συνέταξε το, από 18.05.2016, έγγραφο, το οποίο υπέβαλε προς την εναγομένη και στο οποίο καταγράφονταν, μεταξύ άλλων, η τρέχουσα αγοραστική αξία του σκάφους, η οποία προσδιορίστηκε στο ποσό των 40.000,00€ (15.000,00€ για το σκάφος και 23.500,00€ για την κύρια μηχανή και 1.500,00€ για τη βοηθητική μηχανή), βεβαιώθηκε ότι το σκάφος βρέθηκε σε καλή κατάσταση και ότι η μηχανή του Mercury 300 HP ήταν ολοκαίνουρια, ενώ ουδεμία μνεία γινόταν για τον χώρο στον οποίο βρισκόταν το επιθεωρηθέν σκάφος. Ακολούθως αποδείχθηκε ότι τα μέρη προέβησαν σε ανανέωση της ως άνω ασφαλιστικής σύμβασης, εκδοθέντος προς τούτο του υπ’ αριθ. … ασφαλιστήριου συμβολαίου για τη χρονική περίοδο από 16.05.2018 έως 16.05.2019, με τους ίδιους ως άνω όρους. Εν συνεχεία, με την υπ’ σριθ. … αίτηση ασφάλισης σκάφους που υποβλήθηκε στην εναγομένη καταρτίστηκε εκ νέου ασφάλιση αυτού, για τους ίδιους κινδύνους και με τις ίδιες προϋποθέσεις, εκδοθέντος προς τούτο του υπ’ αριθ. … ασφαλιστήριου συμβολαίου, το οποίο παρέλαβε μαζί με τα έντυπα άσκησης του δικαιώματος εναντίωσης ή υπαναχώρησης του άρθρου 2 παρ. 5 και 6 του Ν. 2496/1997 ο ενάγων, ο οποίος κατέβαλλε τα ασφάλιστρα, ποσού 528,73€, χωρίς ουδέποτε να εναντιωθεί στους περιεχόμενους σε αυτό όρους και εγγυήσεις. Στις 09.03.2020 καταρτίστηκε η υπ’ αριθ. … πρόσθετη πράξη, ως αναπόσπαστο μέρος του ως άνω ασφαλιστήριου συμβολαίου, με την οποία δηλώθηκε ότι αντικαταστάθηκε η μηχανή του σκάφους με νέα MERCURY 300 HP (s/n …), διευκρινίστηκε ότι η συνολική ασφαλιζόμενη αξία ανερχόταν σε 40.420,00€, ότι το νηολόγιο του σκάφους είναι Τ.Σ. 458, ενώ δηλώθηκε ότι οι λοιποί όροι, ρήτρες και εγγυήσεις του συμβολαίου παραμένουν ως έχουν. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά την περίοδο ακινησίας του το ασφαλισμένο σκάφος «…» βρισκόταν σταθμευμένο επί τρέιλερ, στον εξωτερικό χώρο των εγκαταστάσεων της οικογενειακής επιχείρησης με την επωνυμία «…», στην οποία μετέχει κατά ποσοστό 50% ο ενάγων, στο 7ο χλμ. της Παλαιάς Εθνικής Οδού Λαμίας – Στυλίδας. Ειδικότερα οι εγκαταστάσεις της ως άνω εταιρείας, η οποία έχει ως αντικείμενο την κατασκευή μεταλλικών κτιρίων, βρίσκονται σε αγροτική περιοχή πλησίον της ΒΙ.ΠΕ. Λαμίας και αποτελούνται από βιομηχανικό κτίριο επιφανείας 3.000 τ.μ. εντός περίφρακτου οικοπέδου συνολικής έκτασης περί των 8.000 τ.μ., με πρόσοψη επί της Π.Ε.Ο. Λαμίας – Στυλίδας. Για την είσοδο στον προαύλιο χώρο της επιχείρησης υπάρχει ηλεκτροκίνητη γκαραζόπορτα για τα αυτοκίνητα και μεταλλική θύρα για τους πεζούς, οι οποίες παραμένουν κλειδωμένες αφού αποχωρήσουν όλοι οι εργαζόμενοι από τις εγκαταστάσεις, ήτοι μετά τις 17.00΄. Η περίφραξη του οικοπέδου αποτελείται από συρματόπλεγμα ύψους 2 μέτρων πακτωμένο σε τσιμεντένιο τοιχίο ύψους 80 εκ., εκτός της προσόψεως και τμήματος της ανατολικής πλευράς, όπου το τοιχίο είναι υψηλότερο και η περίφραξη αποτελείται από κιγκλίδωμα. Επί μήκους εκατό μέτρων η περίφραξη της ανατολικής πλευράς καλύπτεται από πράσινης απόχρωσης διάτρητο ύφασμα πολυπροπυλενίου (ελαιόπανο). Εξ ανατολών και βόρεια η ιδιοκτησία συνορεύει με άφρακτο ελαιώνα, ενώ δυτικά με όμορη ιδιοκτησία άλλης επιχείρησης. Το βιομηχανικό κτίριο βρίσκεται κεντρικά τοποθετημένο εντός του οικοπέδου αφήνοντας πλευρικές πρασιές πλάτους 8 μέτρων έως την περίφραξη. Στη δεξιά πλευρά του κτιρίου τμήμα της πρασιάς καλύπτει μεταλλικό στέγαστρο προβόλου 8 μέτρων και πλευράς εφαπτόμενης στον τοίχο του κτιρίου μήκους 30 μέτρων, κάτω από το οποίο βρίσκεται, επί τρέιλερ, το ασφαλισμένο στην εναγομένη σκάφος. Περιμετρικά του κτιρίου ο προαύλιος χώρος φωτίζεται επαρκώς από επιτοίχιους λαμπτήρες, ενώ στην επιχείρηση υπάρχει εγκατεστημένο κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης με δέκα επιτοίχιες κάμερες τοποθετημένες περιμετρικά του κτιρίου, στο οποίο έχει πρόσβαση ο ενάγων ανά πάσα στιγμή μέσω του κινητού του τηλεφώνου. Στις 16.01.2020 και περί ώρα 20.20΄ τέσσερις άγνωστοι δράστες προσέγγισαν τον χώρο από τον όμορο εξ Ανατολών ελαιώνα και αφού έκοψαν το συρματόπλεγμα και έσκισαν στο επ΄ αυτού ελαιόπανο εισήλθαν στον προαύλιο χώρο της επιχείρησης και αφαίρεσαν από το ασφαλισμένο σκάφος τον εξωλέμβιο προωστήριο κινητήρα του κόβοντας με χρήση κόπτη τις καλωδιώσεις παροχής ρεύματος, εντολών χειριστηρίου και συστήματος διεύθυνσης, καθώς και τον ελαστικό σωλήνα παροχής καυσίμου του κινητήρα. Οι κινήσεις τους καταγράφονταν από μία εκ των καμερών που ήταν τοποθετημένες στον προαύλιο χώρο της επιχείρησης, έως ότου ο ένας εκ των δραστών, με τη χρήση ξύλου, έστρεψε την κάμερα προς άλλη κατεύθυνση ώστε να μην καταγράφει τις κινήσεις τους. Ο ενάγων ανακάλυψε την κλοπή την επομένη ημέρα, όταν μετέβη προς εργασία στην επιχείρησή του, αμέσως δε, στις 13.40΄ της ίδιας ημέρας, δήλωσε την κλοπή στο Τ.Α. Λαμίας και παρέδωσε στους προανακριτικούς υπαλλήλους το σχετικό βιντεοληπτικό υλικό. Ακολούθως, ο ενάγων ανήγγειλε το περιστατικό στην εναγομένη, η οποία, αφού ανέθεσε στον …, Ναυτικό Επιθεωρητή – Πραγματογνώμονα, τη διερεύνηση των συνθηκών της κλοπής του εξωλέμβιου κινητήρα και βασιζόμενη στο πόρισμα της υπ’ αριθ. …, από Απριλίου 2020, έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του ως άνω Πραγματογνώμονα, αρνήθηκε να καταβάλει στον ενάγοντα ασφαλιστική αποζημίωση με την αιτιολογία της εκ μέρους του παραβίασης του εγγυητικού όρου λήψης των προαναφερόμενων μέτρων φύλαξης του σκάφους. Εκ του συνόλου των ανωτέρω προκύπτει ότι το ασφαλισμένο σκάφος «…» βρισκόταν στον περίφρακτο προαύλιο χώρο της επιχείρησης «…», ήτοι δεν βρισκόταν σε εσωτερικό χώρο, κλειστό από όλες τις πλευρές (όπως αποθήκη ή γκαράζ) και κλειδωμένο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη σχετική ρήτρα εγγύησης του ένδικου ασφαλιστηρίου, ούτε και σε επαγγελματικό parking σκαφών, σε κάθε δε περίπτωση τα μέτρα ασφαλείας που είχαν ληφθεί στον συγκεκριμένο χώρο δεν ανταποκρίνονταν στις προϋποθέσεις που όριζε το ασφαλιστήριο ότι πρέπει να πληροί ένας επαγγελματικός χώρος στάθμευσης σκαφών προκειμένου το σκάφος να καλύπτεται ασφαλιστικά έναντι του κινδύνου της κλοπής, καθώς ο συγκεκριμένος υπαίθριος χώρος ήταν μεν περιφραγμένος, με επαρκή φωτισμό και με εγκατεστημένο και σε λειτουργία κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης, πλην όμως δεν διέθετε φύλακα επί 24ωρου βάσεως, ούτε διέθετε -εναλλακτικά- σύστημα συναγερμού σε λειτουργία και συνδεδεμένο με εταιρεία παροχής υπηρεσιών ασφαλείας που να πραγματοποιεί περιπολίες σε καθορισμένα χρονικά διαστήματα, αφού το σύστημα συναγερμού που υπήρχε στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης κάλυπτε μόνον τις εισόδους και το εσωτερικό του κτιρίου και όχι τον προαύλιο χώρο όπου βρισκόταν το σκάφος, ενώ το προσωπικό ασφαλείας της εταιρείας … με την οποία ήταν συνδεδεμένος ο συναγερμός εκτελούσε μεν καθημερινά περιπολίες από τις 22.00 έως τις 06.00, όπως βεβαιώνει ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτής, …, πλην όμως κατά τις περιπολίες αυτές δεν γινόταν έλεγχος του χώρου στον οποίον βρισκόταν στο σκάφος καθώς δεν υπήρχε οπτική επαφή αυτού από τον δημόσιο δρόμο. Επομένως, η κλοπή του εξωλέμβιου κινητήρα του σκάφους του ενάγοντος δεν προκλήθηκε από ασφαλισμένο, με το ένδικο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, κίνδυνο, αφού ο ενάγων παραβίασε το συμφωνημένο ρητό εγγυητικό όρο (warranty) για την ύπαρξη συγκεκριμένων μέτρων ασφαλείας στον χώρο φύλαξης που βρισκόταν αυτό παροπλισμένο και άρα, δεν δικαιούται την ένδικη ασφαλιστική αποζημίωση. Ο ισχυρισμός δε του ενάγοντος κατά τον οποίον η εναγομένη τελούσε σε γνώση του χώρου στάθμευσης του σκάφους κατά την περίοδο ακινησίας του, καθώς ο συνεργάτης της -Πραγματογνώμονας αυτοκινήτων- … είχε προβεί σε προασφαλιστικό έλεγχο του σκάφους, με επιτόπια μετάβαση στην επιχείρησή του και λήψη φωτογραφιών τόσο του σκάφους όσο και των εγκαταστάσεων της επιχείρησης, η δε εναγομένη δεν έφερε αντιρρήσεις ως προς τον επιεθωρηθέντα χώρο παροπλισμού του σκάφους, ο οποίος, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του, συνιστά ισχυρισμό περί σιωπηρής παραίτησης του ασφαλιστή από το δικαίωμα επικλήσεως της μη συμμορφώσεως, πρέπει να απορριφθεί, καθότι δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων δήλωσε στον ως προστηθέντα της εναγομένης ότι ο συγκεκριμένος χώρος θα αποτελούσε τον μόνιμο χώρο στον οποίο θα παροπλίζεται το προς ασφάλιση σκάφος, ούτε ότι ο ως άνω Πραγματογνώμονας επιθεώρησε τον χώρο αυτό, ενώ στην υπ’ αριθ. … αίτηση ασφάλισης σκάφους δεν δηλώθηκε από τον ενάγοντα ο τόπος παροπλισμού του σκάφους (στην ξηρά ή σε μαρίνα), ούτε και γνωστοποιήθηκε ο συγκεκριμένος χώρος παροπλισμού του με άλλον τρόπο στην εναγομένη. Πρέπει, επομένως, κατά παραδοχήν της σχετικής προβληθείσας από την εναγόμενη (καταλυτική της αγωγής) ένστασης περί απαλλαγής της από την ασφαλιστική κάλυψη, η οποία θεμελιώνεται στις διατάξεις του προαναφερόμενου άρθρου 10 §§ 2 και 6 του Insurance Act 2015, ως ουσιαστικά βάσιμης, να απορριφθεί η κρινόμενη αγωγή, ως ουσιαστικά αβάσιμη, ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών ισχυρισμών και ενστάσεων της εναγομένης. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστούν, στο σύνολό τους, λόγω του δυσερμηνεύτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (179, 191§2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 2022.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ