ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
102/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(αρ. έκθ. κατ. αγωγής: 3594/1748/2020)
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Αντιγόνη – Καλλιόπη Αδάμ, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 20 Απριλίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …), κατόχου του υπ’ αριθμόν … ολλανδικού διαβατηρίου, το οποίο εκδόθηκε στις 12.06.2019, με ΑΦΜ … Δ.Ο.Υ. Κατοίκων Εξωτερικού, για τον οποίο προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος Δικηγόρος Κωνσταντίνος ΤΣΕΓΑΣ (ΑΜ/ΔΣΑ 014343), δυνάμει του, από 19.10.2020, πληρεξούσιου εγγράφου κατά το άρθρο 96 ΚΠολΔ και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1. Εταιρείας με την επωνυμία … ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ» που εδρεύει στη Μύκονο …, νομίμως εκπροσωπούμενης, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος Δικηγόρος Νικόλαος ΜΑΘΙΟΠΟΥΛΟΣ (Α.Μ./Δ.Σ.Π. 002984) δυνάμει του, από 01.10.2020, πληρεξούσιου εγγράφου κατά το άρθρο 96 ΚΠολΔ και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, 2. Εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία … που εδρεύει στον Άλιμο Αττικής, επί της Λεωφόρου …, νομίμως εκπροσωπούμενης, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος Δικηγόρος ΝΙΚΟΛΑΡΑΚΟΣ-ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗΣ (Α.Μ./Δ.Σ.Α. 018907) δυνάμει του, από 20.10.2020, πληρεξούσιου εγγράφου κατά το άρθρο 96 ΚΠολΔ και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο και 3. Εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία διατηρεί γραφεία στην περιοχή της Καλλιθέας Αττικής, επί της οδού … νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία δεν προκατέθεσε προτάσεις και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η, από 22.01.2020, αγωγή του κατά των εναγομένων, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 12.06.2020, με γενικό αριθμό κατάθεσης 3594/2020 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 1748/2020, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, προσδιορίστηκε, δυνάμει της, από 19.01.2021, Πράξης ορισμού Δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, στη δικάσιμο της 23.02.2021, οπότε ματαιώθηκε λόγω της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω των έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από την πανδημία του Covid-19, ήδη δε η συζήτησή της επαναπροσδιορίστηκε οίκοθεν για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο με την υπ`αριθ. 1294/2021 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, δυνάμει του άρθρου 21 του Ν. 4786/2021 και γράφτηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά …, την οποία προσκομίζει, με επίκληση, η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της αγωγής, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου και πράξη με την οποία ορίζεται η προθεσμία κατάθεσης των προτάσεων, με παραγγελία προς επίδοση, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην τρίτη εναγόμενη εταιρεία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 122 παρ.1, 123, 126γ και 135, 134 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθώς σύμφωνα με την υπ’ αριθ. … έκθεση ματαίωσης επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών …, κατά την επιτόπια μετάβασή της στην οδό …, στην Καλλιθέα Αττικής, διαπίστωσε ότι δεν υπάρχουν διακριτικά της, ούτε κάποιος από τους ενοίκους γνωρίζει την ύπαρξή της, κατόπιν δε τούτου έλαβε χώρα επίδοση στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, καθώς και δημοσίευση της περίληψης του αγωγικού δικογράφου, της έκθεσης κατάθεσης αυτού και της πράξης ορισμού προθεσμίας προς κατάθεση προτάσεων στις ημερήσιες εφημερίδες «Ο ΛΟΓΟΣ» και «ΗΧΩ των Δημοπρασιών» (βλ. την υπ’ αριθ… έκθεση επίδοσης της ίδιας ως άνω Δικαστικής Επιμελήτριας και τα προσκομιζόμενα, από 14.07.2020, φύλλα των παραπάνω εφημερίδων). Η εναγομένη, ωστόσο, δεν έλαβε μέρος στη δίκη, με την κατάθεση προτάσεων και πρέπει, επομένως, να δικαστεί ερήμην (άρθρο 271§§1,2 του ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με το άρθρο 264 ΚΠολΔ, αν η διαφορά υπάγεται σε διαιτησία, το δικαστήριο παραπέμπει την υπόθεση στη διαιτησία, διατηρούνται όμως οι συνέπειες της άσκησης της αγωγής. Αν πάψει να ισχύει η συμφωνία της διαιτησίας, η υπόθεση επαναφέρεται με κλήση, κατά δε το άρθρο 263 εδ. β` του ίδιου Κώδικα, κατά την πρώτη συζήτηση πρέπει να προτείνεται, με ποινή απαραδέκτου, η υπαγωγή της διαφοράς σε διαιτησία. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι αν έχει συμφωνηθεί η υπαγωγή της διαφοράς σε διαιτησία και προταθεί κατά την πρώτη συζήτηση η σχετική ένσταση, το πολιτικό δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να δικάσει την υπόθεση και πρέπει να παραπέμψει αυτήν στη διαιτησία, δηλαδή να παραπέμψει εκεί όλη τη διαφορά και όχι μεμονωμένα στοιχεία αυτής (ΑΠ 45/2013 ΕφΑΔ 2013. 463). Τούτο ισχύει ανεξαρτήτως αν πρόκειται για ημεδαπή ή αλλοδαπή διαιτησία, διότι η ανωτέρω διάταξη δεν διακρίνει. Η διαιτητική, δε, συμφωνία αποτελεί ιδίαν δικονομικού δικαίου συμφωνία, η οποία σαφώς διακρίνεται από την ουσιαστική κυρία σύμβαση και είναι ανεξάρτητη και αυτοτελής, χωρίς να επηρεάζεται από την πρώτη (ΑΠ 816/1983 ΝοΒ 32, 638, ΕφΑΘ 1213/2006 ΕλλΔνη 2006, 1105, ΕφΑΘ 1944/2006 ΔΕΕ 2006. 1298, ΕφΑΘ 5522/2002 Αρμ 2003, 1658). Στην περί διαιτησίας συμφωνία υπάγονται όλες οι υφιστάμενες ή μελλοντικές διαφορές σε σχέση προς την ερμηνεία ή την εκτέλεση της συμβάσεως στην οποίαν αναφέρεται η διαιτητική συμφωνία, οι απαιτήσεις που απορρέουν από αυτήν, το κύρος ή η ακυρότητα της συμβάσεως και οι συνέπειες της ακυρότητας, η λύση και οι συνέπειες αυτής και γενικώς κάθε διαφορά η οποία αφορά απαιτήσεις ή υποχρεώσεις που έχουν σχέση με τη σύμβαση ή σχέσεις που αναφέρονται σε αυτή σε οποιαδήποτε διάταξη νόμου και αν στηρίζονται (ΕφΛαρ 338/2012 Δικογρ. 2012, 692, Β. Βαθρακοκοίλη ό.π., άρθρο 867, αριθμ 57 με τις εκεί παραπομπές), ως και απαιτήσεις αποζημιώσεως εξ αδικοπραξίας, οι οποίες συρρέουν με απαιτήσεις αποζημιώσεως από την σύμβαση, καθ’ όσον και αυτές συνάπτονται με τη σύμβαση (ΕφΑΘ 1213/2006 ΕλλΔνη 2006, 1105, ΕφΑΘ 5522/2002 Αρμ 2003, 1658). Τούτο, δε, διότι κατά τη διάταξη του άρθρου 867 του ΚΠολΔ: «Διαφορές ιδιωτικού δικαίου μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία με συμφωνία, αν εκείνοι που τη συνομολογούν έχουν την εξουσία να διαθέτουν ελεύθερα το αντικείμενο της διαφοράς. Οι διαφορές που αναφέρονται στο άρθρο 663 δεν μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία». Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό και με τη διάταξη του άρθρου 868 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι αντικείμενο της συμφωνίας περί διαιτησίας δύναται να αποτελέσει ό,τι αποτελεί και αντικείμενο δίκης ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων, ήτοι κάθε διαφορά ιδιωτικού δικαίου αναφυείσα ήδη ή μέλλουσα να προκύψει από ορισμένη έννομη σχέση, εάν οι ενδιαφερόμενοι έχουν την εξουσία ελεύθερης διαθέσεως του αντικειμένου της διαφοράς και δεν πρόκειται για τις διαφορές που διαλαμβάνονται στο άρθρο 663 του ΚΠολΔ (ΠολΠρωτΑθ 2953/2010 δημ. στη ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ). Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγεται ότι η έννομη συνέπεια της, κατόπιν εγκαίρου προτάσεως της σχετικής ενστάσεως υπό του εναγομένου, υπαγωγής της διαφοράς στη διαιτησία, είναι η παραπομπή της υποθέσεως στη διαιτησία και όχι η απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας, όπως όντως θα συνέβαινε εάν δεν υπήρχε η δια της ως άνω διατάξεως ειδική νομοθετική πρόβλεψη (ΑΠ 459/1988 ΕλλΔνη 1989.961, ΕφΑΘ 1213/2006 ΕλλΔνη 2006.1105). Η διαιτητική, δε, συμφωνία αποτελεί ιδίαν δικονομικού δικαίου συμφωνία, η οποία σαφώς διακρίνεται από την ουσιαστική κυρία σύμβαση και είναι ανεξάρτητη και αυτοτελής, χωρίς να επηρεάζεται από την πρώτη (ΑΠ 816/1983 ΝοΒ 32.638, ΕφΑΘ 1213/2006 ΕλλΔνη 2006.1105, ΕφΑΘ 1944/2006 ΔΕΕ 2006.1298, ΕφΑΘ 5522/2002 Αρμ 2003.1658).
Εν προκειμένω, με την υπό κρίση αγωγή, ο ενάγων ιστορεί ότι είναι μόνιμος κάτοικος Ολλανδίας και ότι, κατόπιν των εκτιθέμενων σε αυτήν διαπραγματεύσεων μεταξύ υπαλλήλων προστηθέντων αφενός του ιδίου και αφετέρου της πρώτης εναγομένης, η οποία δραστηριοποιείται στον χώρο της μεσιτείας ακινήτων, αλλά και της μεσιτείας στη ναύλωση επαγγελματικών σκαφών αναψυχής, κατήρτισε με την τελευταία, στις 20.06.2018, σύμβαση ναύλωσης του σκάφους «…», πλοιοκτησίας της τρίτης των εναγομένων, με πραγματικό φορέα της επιχείρησης – stakeholder – manager τη δεύτερη εξ αυτών, επανδρωμένο με πενταμελές πλήρωμα, για το χρονικό διάστημα από 17.08.2018 έως 22.08.2018, αντί συνολικού ναύλου ποσού 39.250,00€, πλέον ΦΠΑ ποσού 4.720,00€ και με υποχρέωση προκαταβολής αποζημίωσης παροχών ανερχόμενης σε ποσοστό 30% επί του συνολικού ναύλου, ήτοι ποσού 11.775,00€ για την κάλυψη μελλοντικών δαπανών για τις ανάγκες της κρουαζιέρας που συμφωνήθηκε να πραγματοποιηθεί (καύσιμα, τρόφιμα, τέλη ελλιμενισμού κλπ). Ότι, ειδικότερα, συμφωνήθηκε όπως το σκάφος εκτελέσει το ακόλουθο δρομολόγιο ξεκινώντας από τη Μαρίνα του Αλίμου: Αθήνα – Κόρινθος – Επίδαυρος (1η ημέρα), Επίδαυρος – Μήλος (2η ημέρα), Μήλος – Σαντορίνη (3η ημέρα), Σαντορίνη – Μύκονος (4η ημέρα), Μύκονος – Κύθνος (5η ημέρα) και Κύθνος – Αθήνα (6η ημέρα), προκειμένου ο ενάγων και τέσσερα μέλη της οικογένειάς του που θα επέβαιναν επίσης σε αυτό να επισκεφτούν τα ανωτέρω ελληνικά νησιά, τα οποία ο ίδιος είχε επιλέξει καθιστώντας σαφή στην πρώτη εναγομένη τη βούλησή του να επισκεφτεί οπωσδήποτε τα νησιά της Μυκόνου και της Σαντορίνης, καθώς είχε προγραμματίσει σε αυτά, επ’ ευκαιρία των θερινών του διακοπών, επαγγελματικές συναντήσεις με επιχειρηματίες, αλλά και συναντήσεις με φιλικά του πρόσωπα. Ότι ενώ ο ίδιος, κατά τη μεταξύ τους συμφωνία, προεξόφλησε τον συνολικό ναύλο, καθώς και την ορισθείσα πρόσθετη αποζημίωση, στις 17.07.2018, ο Πλοίαρχος του σκάφους τροποποίησε μονομερώς, άνευ δικής του εγκρίσεως, το συμβατικά προκαθορισμένο δρομολόγιο, επικαλούμενος αρχικά την ανάγκη ανεφοδιασμού του σκάφους στο νησί του Πόρου, αν και αυτό θα έπρεπε να είναι πλήρως εφοδιασμένο με καύσιμα ήδη πριν τον απόπλου του, και ακολούθως τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες που κατά τη μετεωρολογική πρόβλεψη θα επικρατούσαν στην περιοχή του προγραμματισμένου δρομολογίου, με αποτέλεσμα, με υπαιτιότητα του Πλοιάρχου, να μην επισκεφθούν εν τέλει κανέναν από τους επιλεγέντες νησιωτικούς προορισμούς, αλλά και να μην ικανοποιηθεί η απαίτησή τους να δειπνούν κάθε ημέρα εκτός σκάφους, σε εστιατόρια των λιμένων προσέγγισης του δρομολογίου. Ότι πριν την αποβίβασή του από το σκάφος ένα μέλος του πληρώματος τον ενημέρωσε ότι υπήρξε υπέρβαση της προϋπολογισθείσας δαπάνης που είχε προκαταβάλει -χωρίς να έχει ο ίδιος ενημερωθεί γι αυτό κατά τη διάρκεια του ταξιδιού σύμφωνα με σχετικό συμβατικό όρο- και δη ότι όφειλε ακόμη το ποσό των 3.575,00€, το οποίο και κατέβαλε προκειμένου να αποβιβαστεί από το σκάφος, ενώ αντί για αναλυτικό λογαριασμό εξόδων συνοδευόμενο από τα σχετικά νόμιμα παραστατικά του παραδόθηκε ένα πρόχειρο χειρόγραφο σημείωμα και ορισμένες αποδείξεις αγοράς, με υπέρογκες χρεώσεις και δη για είδη κατανάλωσης που δεν καταναλώθηκαν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό ο ενάγων ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, έκαστος εις ολόκληρον, η πρώτη ευθυνόμενη ως ναυλομεσίτρια και για την επίβλεψη τήρησης των όρων του καταρτισθέντος ναυλοσυμφώνου, η δεύτερη ως διαχειρίστρια του πλοίου συμπράττουσα στη σύμβαση ναύλωσης ως εκναυλώτρια και συνυπεύθυνη για την τήρηση των όρων του ναυλοσυμφώνου και η τρίτη ως πλοιοκτήτρια, η οποία είχε τη ναυτική διεύθυνση του πλοίου, άπασες ευθυνόμενες για τις πράξεις και παραλείψεις του Πλοιάρχου και για τη συνεπεία τούτων μη εκπλήρωση των ανωτέρω κύριων συμβατικών παροχών, να του καταβάλουν ως αποζημίωση το ποσό των 43.960,00€ που αντιστοιχεί στον συνολικό ναύλο που κατέβαλε, προσέτι δε να του καταβάλουν, υπό την ιδιότητα των προστησάντων τον Πλοίαρχο του σκάφους, ως αποζημίωση κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, το ποσό των 9.709,39€, το οποίο συνιστά παράνομο περιουσιακό όφελος που αποκόμισαν οι εναγόμενοι ζημιώνοντας αντίστοιχα την περιουσία του διαβεβαιώνοντάς τον με πρόθεση ψευδώς ότι οι δαπάνες του ταξιδίου ανήλθαν στο ποσό των 15.375,00€, ενώ αυτές στην πραγματικότητα ανέρχονταν στο ποσό των 5.665,61€, επικουρικά δε ζητεί να του καταβληθεί το τελευταίο ως άνω χρηματικό ποσό κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθόσον οι εναγόμενοι κατέστησαν κατά το ποσό αυτό πλουσιότεροι για αιτία που δεν επακολούθησε, όλα δε τα ανωτέρω νομιμότοκα από την επομένη επίδοσης της αγωγής του έως την πλήρη εξόφληση. Ζητεί, τέλος, ο ενάγων να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη. Η πρώτη και η δεύτερη των εναγομένων ισχυρίζονται με τις προτάσεις τους ότι η επίδικη σύμβαση ναύλωσης περιείχε ρήτρα διαιτησίας, σύμφωνα με την οποία κάθε διαφωνία σε σχέση με την ερμηνεία και την εκτέλεση του συμφωνητικού αυτού θα επιλύεται με διαιτησία στην Ελλάδα και σύμφωνα με τους νόμους της Ελλάδας. Ο ισχυρισμός αυτός των εναγομένων συνιστά ένσταση υπαγωγής της κρινόμενης διαφοράς σε διαιτησία και, κατά συνέπεια, έλλειψης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου τούτου για την εκδίκασή της, η οποία προτείνεται παραδεκτώς με τις προτάσεις των εναγομένων (άρθρο 263 περ. β` του ΚΠολΔ), είναι δε ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 264 και 867 επ. του ΚΠολΔ. Όπως προκύπτει από την επισκόπηση της επίδικης σύμβασης ναύλωσης έργου (ηλεκτρονική σύμβαση -e contract- Νο …), η πρόταση για την κατάρτιση της οποίας έγινε στις 19.06.2018 και η αποδοχή αυτής, σε χωριστό αντίτυπο, στις 20.06.2018, με την υπογραφή του συμφωνητικού εκ μέρους του ενάγοντος – ναυλωτή, προκύπτει ότι περιέχεται σε αυτήν και δη στην υπ’ αριθμόν 23 ρήτρα, η οποία, όπως συμφωνήθηκε από τα μέρη, αποτελεί μέρος της σύμβασης ναύλωσης, συμφωνία υπαγωγής σε διαιτησία. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο και από τον ενάγοντα σε νόμιμη μετάφραση συμφωνητικό, στο Κεφάλαιο «Ειδικές Προϋποθέσεις» ορίζεται ως προς τη Ρήτρα 23: «Τυχόν διαφορά σε σχέση με την ερμηνεία και εκπλήρωση της παρούσας σύμβασης επιλύεται με διαιτησία στην Ελλάδα και σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ελλάδας αντί του Λονδίνου Αγγλίας». Ήτοι τα διάδικα μέρη κατά την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης ναύλωσης έχουν συμφωνήσει με το ανωτέρω συμφωνητικό κάθε συμβατική διαφωνία μεταξύ τους να επιλύεται με διαιτησία, οι επίδικες δε αξιώσεις του ενάγοντος είναι δεκτικές διαθέσεως και συνεπώς, κατά τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαιτησίας. Όσον αφορά δε ειδικότερα την επίδικη αξίωση αποζημίωσης από αδικοπραξία και επικουρικώς την αξίωσή του από αδικαιολόγητο πλουτισμό, αυτές συνδέονται άμεσα με την εκτέλεση της σύμβασης ναύλωσης και την ερμηνεία των όρων αυτής και συνεπώς υπάγονται επίσης στη μεταξύ των διαδίκων συμφωνηθείσα ρήτρα διαιτησίας. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή, ως βάσιμη και κατ` ουσίαν η σχετική δικονομική ένσταση των εναγομένων και να παραπεμφθεί η υπόθεση στη συμφωνηθείσα από τους διαδίκους διαιτησία, δεδομένου ότι, λόγω της σχετικής συμβατικής ρήτρας, το Δικαστήριο τούτο δεν έχει δικαιοδοσία να δικάσει την επίδικη διαφορά, τέλος δε να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη, στο σύνολό της, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ ότι το Δικαστήριο τούτο δεν έχει δικαιοδοσία να δικάσει την υπό κρίση αγωγή.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπό κρίση αγωγή στην αναφερόμενη στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης διαιτησία.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Ιανουαριου 2022 , χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων Δικηγόρων των διαδίκων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ