ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 4067 /2015
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Τακτική Διαδικασία)
………………………………………
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Θεόκλητο Καρακατσάνη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ιωάννη Ναυπλιώτη, Πρωτοδίκη, Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Ελένη Χαριτοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 9-6-2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α. ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: … του …, δικηγόρου και κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως με την ιδιότητά του ως δικηγόρου.
ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: … του …, κατοίκου … Αττικής, ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου του, Γεωργίας Πιερράτου.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 29-2-2012 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης … και φέρεται προς συζήτηση με την υπ’ αριθ. έκθ. κατ. … κλήση του ιδίου (ενάγοντος), η οποία προσδιορίσθηκε, μετά από αναβολές κατά τις δικασίμους της 9ης Δεκεμβρίου 2014 και της 20ης Ιανουαρίου 2015, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Β. ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΑΝΑΚΟΙΝΩΝΟΝΤΟΣ ΔΙΚΗ – ΠΡΟΣΕΠΙΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: … του …, κατοίκου … Αττικής, ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου του, Γεωργίας Πιερράτου.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΔΙΚΗΣ – ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ – ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στην πόλη … της Γερμανίας και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της, Ανάργυρου Κουτσούκου.
Ο ανακοινώνων δίκη – προσεπικαλών – παρεμπιπτόντως ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 20-4-2012 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθ. κατ. … και φέρεται προς συζήτηση με τη με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … κλήση του, η οποία προσδιορίσθηκε, μετά από αναβολή κατά τη δικάσιμο της 20ης Ιανουαρίου 2015, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Γ. ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στην πόλη … της Γερμανίας και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της, Ανάργυρου Κουτσούκου.
ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ – ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: … του …, δικηγόρου και κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως με την ιδιότητά του ως δικηγόρου.
TOY ΥΠΕΡ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ – ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: … του …, κατοίκου … Αττικής, ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου του, Γεωργίας Πιερράτου.
Η παρεμβαίνουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 18-10-2013 πρόσθετη παρέμβασή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθ. κατ. … και φέρεται προς συζήτηση με τη με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … κλήση της (παρεμβαίνουσας), η οποία προσδιορίσθηκε, μετά από αναβολή κατά τη δικάσιμο της 20ης Ιανουαρίου 2015, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι υπ’ αριθ. καταθέσεως: α) … αγωγή, β) … ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή και γ) … πρόσθετη παρέμβαση, που νομίμως φέρονται προς συζήτηση με τις υπ’ αριθ. έκθ. κατ. …, /… και /… κλήσεις, αντίστοιχα, είναι προδήλως συναφείς μεταξύ τους, έχοντας σχέση κυρίου (αγωγή) και παρεπομένου (ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή και παρέμβαση), επιπλέον δε είναι εκκρεμείς ενώπιον του αυτού (παρόντος) Δικαστηρίου και υπάγονται στην ίδια (τακτική) διαδικασία. Πρέπει, επομένως, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 31 παρ. 1 και 246 του ΚΠολΔ, να διαταχθεί η ένωση και συνεκδίκασή τους, αφού, κατά τον τρόπο αυτό, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, ενώ επέρχεται και μείωση των εξόδων.
Α. Στην ελληνική νομοθεσία υπάρχουν τρία νομοθετικά κείμενα, τα οποία ρυθμίζουν τις έννομες σχέσεις ιδιωτικού δικαίου που απορρέουν από την επιθαλάσσια αρωγή. Αυτά είναι κατά χρονολογική σειρά: α) η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών του 1910 για την επιθαλάσσια αρωγή και τη ναυαγιαίρεση, η οποία κυρώθηκε με το ν. ΓΩΠΣΤ/1911, β) οι διατάξεις του δέκατου τρίτου τίτλου του ΚΙΝΔ «περί των εκ της επιθαλασσίου αρωγής απαιτήσεων» και γ) η Διεθνής Σύμβαση του Λονδίνου του 1989 για την επιθαλάσσια αρωγή, με τις συνημμένες δύο ερμηνευτικές δηλώσεις, οι οποίες κυρώθηκαν με το ν. 2391/1996. Η τελευταία Διεθνής Σύμβαση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 29 αυτής, άρχισε να ισχύει διεθνώς και στην Ελλάδα στις 3 Ιουνίου 1997 (βλ. ανακοίνωση ΥΠΕΞ της 19.6/4.7.1996 ΦΕΚ Α΄ 145/1996). Κατά το άρθρο 2 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, αυτή καταλαμβάνει τις δικαστικές ή διοικητικές διαδικασίες, οι οποίες αφορούν θέματα που ρυθμίζονται από αυτήν, οποτεδήποτε οι διαδικασίες αυτές εισάγονται σε Κράτος – Μέλος, δηλαδή διέπει, μεταξύ άλλων, και τις σχετικές υποθέσεις που εισάγονται στα ελληνικά δικαστήρια, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια του αρωγού ή του βοηθούμενου πλοίου και χωρίς να απαιτείται άλλο στοιχείο αλλοδαπότητας της διαφοράς (Α. Αντάπαση : Θαλάσσια αρωγή και διάσωση, 1992, Ι σελ. 151). Εξάλλου, εφόσον η Ελλάδα δεν διατύπωσε καμία επιφύλαξη από αυτές που προβλέπει το άρθρο 30 της εν λόγω Σύμβασης, οι διατάξεις της διέπουν και τις εσωτερικές θαλάσσιες αρωγές, δηλαδή αυτές που παρέχονται σε εσωτερικά ύδατα και από (ή σε) πλοία εσωτερικής ναυσιπλοΐας. Η διεθνής αυτή Σύμβαση καταργεί το δίκαιο της Σύμβασης των Βρυξελλών του 1910 και όσες διατάξεις του ΚΙΝΔ ρυθμίζουν τα θέματα, τα οποία υπάγονται στη ρύθμιση της νέας Σύμβασης (σχόλια Ι. Κοροτζή σε Ναυτική Δικαιοσύνη 2002, σελ. 54-55). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 6, 8, 12, 13 Ν. 2391/21.3.1996 «Κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης για την επιθαλάσσια αρωγή, 1989», 246, 247, 251 και 254 ΚΙΝΔ, συνάγεται ότι για τη γένεση του δικαιώματος αμοιβής από επιθαλάσσια αρωγή (της οποίας αναγκαία προϋπόθεση δεν είναι η ύπαρξη έγκυρης σχετικής συμβάσεως – ΕφΠειρ 537/1979 ΕΝΔ 7. 474) απαιτείται κατ’ αρχήν η συνδρομή των ακολούθων προϋποθέσεων: 1) πράξη παροχής βοηθείας από πλοίο προς πλοίο, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται τα πράγματα που ευρίσκονται πάνω στο τελευταίο, το φορτίο κλπ., με την επισήμανση ότι στο πλαίσιο εφαρμογής της ως άνω Διεθνούς Συμβάσεως δεν απαιτείται πλέον η παροχή αρωγής μόνο μεταξύ πλοίων, αλλά αρκεί η βοήθεια να προέρχεται από την ξηρά, ενώ παραλλήλως δεν απαιτείται να ευρίσκονται επί του πλοίου τα πράγματα που κινδυνεύουν, 2) το δεχόμενο την αρωγή πλοίο να διατρέχει κίνδυνο απώλειας ή βλάβης πραγματικό, έστω μη άμεσο, αλλά αναμενόμενο με πιθανότητα, που προϋπάρχει των σωστικών υπηρεσιών και δεν προκαλείται από αυτές, χωρίς να απαιτείται αδυναμία ελικτικής ικανότητας ή αυτοδύναμης προώσεως του κινδυνεύοντος πλοίου. Η ύπαρξη δε και ο βαθμός του σοβαρού αυτού κινδύνου πρέπει να εκτιμηθούν με τη συνολική εξέταση των περιστάσεων που συντρέχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση. Τέτοιες περιστάσεις, δυνάμενες να υποδηλώσουν κίνδυνο, είναι (ενδεικτικώς): α) η εγκατάλειψη του ταξιδιού, β) η χρήση των σημάτων κινδύνου, εφόσον με αυτά ζητείται βοήθεια εξαιτίας λ.χ. βλαβών του πλοίου, γ) η ολική ή ουσιώδης απώλεια των μέσων προωθήσεως με την παρούσα μείωση της ικανότητας του πλοίου να αντιπαρέλθει δυσκολίες και δ) απώλεια αγκυρών και αλυσίδων κλπ. Και 3) η πράξη αρωγής να είχε ωφέλιμο αποτέλεσμα, νοείται δε ως ωφέλιμο αποτέλεσμα η διατήρηση του πράγματος με την αντιμετώπιση του κινδύνου απώλειας ή βλάβης, με την οποία αυτό απειλείται, είτε ολικώς είτε κατά ένα μέρος (ΕφΠειρ 6/2009 ΕΝΔ 2009. 42, 1172/2005 ΕΝΔ 34. 187, Ι. Κοροτζής, Το δίκαιο της επιθαλάσσιας αρωγής κατά τον ΚΙΝΔ και τη Σύμβαση των Βρυξελλών του 1910, 1988, σ. 46 επ.). Κριτήρια για τον καθορισμό της αμοιβής από την επιθαλάσσια αρωγή, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει την αξία του βοηθούμενου πλοίου, αποτελούν περιοριστικώς: α) η διασωθείσα αξία του πλοίου και των άλλων περιουσιακών στοιχείων, β) η επιτηδειότητα και οι προσπάθειες που κατέβαλε ο αρωγός για να αποτρέψει ή να ελαχιστοποιήσει βλάβη του περιβάλλοντος, γ) το μέγεθος της επιτυχίας που επιτεύχθηκε από τον αρωγό, δ) η φύση και η έκταση του κινδύνου, ε) η επιτηδειότητα και οι προσπάθειες που κατέβαλε ο αρωγός για να σώσει το πλοίο, στ) ο χρόνος που διατέθηκε, οι δαπάνες και οι απώλειες που είχε ο αρωγός, ζ) ο κίνδυνος ευθύνης και άλλοι κίνδυνοι τους οποίους διέτρεξε ο αρωγός ή ο εξοπλισμός του, η) το έγκαιρο των υπηρεσιών που παρασχέθηκαν, θ) η δυνατότητα διάθεσης και χρησιμοποίησης πλοίων ή άλλου εξοπλισμού που προορίζονται για επιχειρήσεις αρωγής και ι) ο βαθμός ετοιμότητας και επάρκειας του εξοπλισμού του αρωγού και η αξία αυτού. Ενόψει των ανωτέρω τίθεται το ερώτημα κατά πόσον οι ως άνω διατάξεις περί επιθαλάσσιας αρωγής τυγχάνουν εφαρμογής σε περίπτωση παροχής συνδρομής όχι μόνο από πλοίο προς πλοίο, αλλά και από άλλα (φυσικά ή νομικά) πρόσωπα, που δεν έχουν την ιδιότητα του πλοιοκτήτη, του πλοιάρχου και του πληρώματος του παρέχοντος αρωγή πλοίου. Υπό το καθεστώς του ΚΙΝΔ υποστηρίζεται (ΕφΠειρ 231/1980 ΕΝΔ 8. 207, Δ. Καμβύσης, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, υπό το άρθρο 246, σ. 648) ότι από τη διατύπωση του άρθρου 246 ΚΙΝΔ συνάγεται ότι ο νομοθέτης θέλησε την εφαρμογή των περί επιθαλάσσιας αρωγής διατάξεων μόνο μεταξύ πλοίων υπό την έννοια του άρθρου 1 ΚΙΝΔ. Όμως, υπό το καθεστώς της κυρωθείσας από την Ελλάδα (και έχουσας υπερνομοθετική ισχύ κατ’ άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος) Διεθνούς Συμβάσεως για την επιθαλάσσια αρωγή του έτους 1989 δεν τίθεται, όπως ήδη προαναφέρθηκε, τέτοια προϋπόθεση και οι διατάξεις αυτής εφαρμόζονται και επί αρωγής προς πλοίο που δεν παρέχεται από άλλο πλοίο. Στο συμπέρασμα αυτό άγει η γενική αναφορά των διατάξεων της Σύμβασης σε «αρωγό» εν γένει και όχι σε «αρωγό πλοίο», αλλά και η ειδικότερη διάταξη του άρθρου 15 αυτής (Σύμβασης), η οποία ορίζει ότι «1. Ο επιμερισμός, μεταξύ των αρωγών, της αμοιβής που προβλέπεται από το άρθρο 13, θα γίνεται με βάση τα κριτήρια που περιέχονται σ’ εκείνο το άρθρο. 2. Ο επιμερισμός μεταξύ του πλοιοκτήτη, του πλοιάρχου και των άλλων προσώπων, που υπηρετούν σε καθένα από τα αρωγά πλοία, θα καθορίζεται από το δίκαιο της σημαίας του πλοίου. Εάν η αρωγή δεν παρασχέθηκε από πλοίο, ο επιμερισμός θα καθορίζεται από το δίκαιο, που διέπει τη σύμβαση μεταξύ του αρωγού και των προστηθέντων του» (βλ. και ΕφΠειρ 24/2011 ΕΝΔ 2011. 45, 831/2009 ΕΝΔ 2010. 71, 1172/2005 ό.π., 696/2000 ΕΕμπΔ 2001. 578). Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων, με την από 29-2-2012 και με αριθμό κατάθεσης … υπό κρίση αγωγή του (εφεξής : κύρια αγωγή), κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου της, εκθέτει ότι παρέσχε, κατά τα λεπτομερώς περιγραφόμενα στο δικόγραφο, υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής στο ταχύπλοο σκάφος «…», με αριθμό Τ.Π. …, που ανήκε στην κυριότητα του εναγομένου, το οποίο διέτρεξε άμεσο πραγματικό κίνδυνο ολικής καταστροφής και διασώθηκε εντέλει χάρη στις ανωτέρω ενέργειες του ιδίου (ενάγοντος)· ότι, για τις παρασχεθείσες ως άνω υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής, δικαιούται ως αμοιβή, επί τη βάσει των αναφερομένων στην αγωγή κριτηρίων καθορισμού της (αμοιβής) κατ’ άρθρο 13 Ν. 2391/21.3.1996 «Κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης για την επιθαλάσσια αρωγή, 1989», λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, το υποσχεθέν άλλωστε εκ μέρους του εναγομένου ποσό των 172.500,00 ευρώ, στο οποίο ανέρχονται τα τρία τέταρτα της αξίας του διασωθέντος σκάφους. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής, το ανωτέρω ποσό των 172.500,00 ευρώ. Με τα ανωτέρω ως περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην [άρθρα 9, 12 παρ. 1, 14 παρ. 2 και 18 ΚΠολΔ, όπως η παρ. 2 του άρθρου 14 και το άρθρο 18 ίσχυαν μετά την αντικατάστασή τους με τα άρθρα 2 και 4 παρ. 1 του Ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25.7.2011) αντίστοιχα] και κατά τόπον (άρθρο 22 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 1α, 2, 3Β περ. ιε΄ Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), είναι δε, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου αιτιάσεων του εναγομένου και της προσθέτως παρεμβαίνουσας, επαρκώς ορισμένη, δεδομένου ότι περιέχει ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, παραθέτοντας όλα τα απαραίτητα κατά το νόμο πραγματικά περιστατικά και λοιπά στοιχεία για τη θεμελίωση της αξίωσης του ενάγοντος και του δικαιώματός του να προτείνει αυτή κατά του εναγομένου, και νόμιμη, ως στηριζόμενη στα άρθρα, 1, 2, 6, 8, 12 και 13 Ν. 2391/21.3.1996 «Κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης για την επιθαλάσσια αρωγή, 1989», σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 246 επ. του Ν. 3816/1958 περί Κ.Ι.Ν.Δ., οι οποίες εφαρμόζονται συμπληρωματικά, καθώς επίσης και στο άρθρο 346 ΑΚ (σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 24 της ως άνω Διεθνούς Συμβάσεως, κατά την οποία «Το δικαίωμα του αρωγού για τόκους σε κάθε πληρωμή αμοιβής που οφείλεται, σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, θα καθορίζεται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους, που εδρεύει το δικαστήριο που επιλήφθηκε της υπόθεσης»), καθόσον στο αγωγικό δικόγραφο περιγράφεται η επίδικη επιχείρηση επιθαλάσσιας αρωγής του σκάφους «…» του εναγομένου, ως διενεργηθείσα αποκλειστικά εκ μέρους του ίδιου του ενάγοντος, με αποτέλεσμα να μην απαιτείται εν προκειμένω για το ορισμένο και το νόμιμο της κρινόμενης αγωγής, όπως αβασίμως ισχυρίζονται ο εναγόμενος και η προσθέτως παρεμβαίνουσα, ο υπολογισμός της ενιαίας αμοιβής επιθαλάσσιας αρωγής και ακολούθως ο επιμερισμός αυτής (αμοιβής) μεταξύ των περισσοτέρων αρωγών, σύμφωνα με το άρθρο 13 του Ν. 2391/21.3.1996, αφού αυτό είναι αναγκαίο μόνο στην περίπτωση που οι υπηρεσίες έχουν παρασχεθεί από περισσότερους του ενός αρωγούς, ενεργούντες είτε από διαφορετικά πλοία είτε από το ίδιο. Επομένως, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι, για το παραδεκτό της συζήτησής της, έχει καταβληθεί το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις.
Β. Ο ως άνω εναγόμενος, με την από 20-4-2012 (αριθμός κατάθεσης …) ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, αφού εκθέτει ότι ο ανωτέρω ενάγων άσκησε εναντίον του, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, την υπό στοιχείο α΄ αναφερόμενη κύρια αγωγή, το περιεχόμενο της οποίας παραθέτει κατά λέξη, και ότι η καθ’ ης η ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία, κατά το χρόνο που έλαβε χώρα το επίδικο περιστατικό επιθαλάσσιας αρωγής, είχε αναλάβει έναντι αυτού την ασφαλιστική κάλυψη του σκάφους του «…», συμπεριλαμβανομένης και της εν λόγω περιπτώσεως της παροχής υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής σ’ αυτό (ασφαλιζόμενο σκάφος), σύμφωνα με τους όρους του σχετικού ασφαλιστηρίου και τις διατάξεις των ενσωματωμένων σε αυτό Ρητρών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου για την Ασφάλιση Σκαφών Αναψυχής, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στο δικόγραφο, προσεπικαλεί την καθ’ ης, ώστε να παρέμβει στην κύρια δίκη και να υποστηρίξει τα αιτήματά του σε αυτήν, και ζητεί, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η εις βάρος του κύρια αγωγή, να υποχρεωθεί η τελευταία (καθ’ ης) να του καταβάλει το ποσό που θα καταβάλει ο ίδιος στον ενάγοντα της εν λόγω κύριας αγωγής, δυνάμει της απόφασης που θα εκδοθεί επ’ αυτής. Με το περιεχόμενο αυτό και με τη σημείωση ότι, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 91 και 92 KΠολΔ, η ανακοίνωση δίκης δεν αποτελεί μορφή αιτήσεως παροχής ένδικης προστασίας και δεν δημιουργεί υποχρέωση του Δικαστηρίου ν’ αποφανθεί επ’ αυτής (AΠ 1012/1991 EλλΔνη 34. 571, ΕφΑθ 5601/2009 ΕλλΔνη 2011. 222), η υπό κρίση προσεπίκληση μετά της ενωμένης σ’ αυτήν παρεμπίπτουσας αγωγής αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 31 παρ. 1, 89 και 283 ΚΠολΔ) κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία. Επιπροσθέτως, ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο στην προκείμενη ιδιωτική διαφορά, δεδομένου ότι αυτή απορρέει από διεθνή έννομη σχέση, ήτοι σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας ως προς την καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία, λεκτέα τα εξής: Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)», οι συμβάσεις ασφάλισης που καλύπτουν μεγάλους κινδύνους, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 στοιχείο δ΄ της Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1973, «περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής», διέπονται από το δίκαιο που έχουν επιλέξει τα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3 του εν λόγω Κανονισμού. Σύμφωνα δε με το προαναφερόμενο στοιχείο δ΄ του άρθρου 5 της ως άνω Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 5 της Δεύτερης Οδηγίας 88/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1988 «για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής, και τη θέσπιση των διατάξεων που σκοπό έχουν να διευκολύνουν την πραγματική άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ», μεγάλοι κίνδυνοι είναι, μεταξύ άλλων, οι κίνδυνοι που κατατάσσονται στον κλάδο 6 του σημείου Α του παραρτήματος της Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ (στον οποίο υπάγονται τα πλοία, και συγκεκριμένα τα ποτάμια, λιμναία και θαλάσσια σκάφη) και αφορούν κάθε ζημία την οποία υφίστανται ποτάμια, λιμναία και θαλάσσια σκάφη. Εν προκειμένω, αμφότεροι οι διάδικοι στην υπό στοιχείο β΄ προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή ισχυρίζονται ότι με ρήτρα του ασφαλιστηρίου συμβολαίου έχει συμφωνηθεί μεταξύ τους ότι εφαρμοστέο στην ένδικη σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης είναι το αγγλικό δίκαιο και η αγγλική πρακτική. Όπως πράγματι προκύπτει από το προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από αμφότερα τα διάδικα μέρη υπ’ αριθ. … πιστοποιητικό ασφάλισης, έχει ρητώς συμφωνηθεί ότι η ένδικη σύμβαση ασφάλισης διέπεται από το προαναφερόμενο ουσιαστικό δίκαιο. Επομένως, εφόσον η σύμβαση αυτή συγκαταλέγεται μεταξύ αυτών που καλύπτουν μεγάλους κινδύνους, καθώς αφορά στην ασφαλιστική κάλυψη ζημιών σε θαλάσσιο σκάφος, εφαρμοστέο στην προκείμενη υπόθεση τυγχάνει το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο ως το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 2 και 3 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008. Περαιτέρω δε, ενόψει του ότι η καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένη προσκομίζει, κατά το μεγαλύτερο μέρος, τις διατάξεις και τους κανόνες του εν λόγω αλλοδαπού δικαίου (σε νόμιμη αποσπασματική μετάφραση), οι οποίοι έχουν εφαρμογή στην επίδικη διαφορά και θεμελιώνουν τους εκατέρωθεν προβαλλόμενους ισχυρισμούς των διαδίκων, σε σχέση με το ένδικο ασφαλιστήριο, δεν απαιτείται το Δικαστήριο να διατάξει σχετικά με το δίκαιο απόδειξη, αλλά θα προβεί στην εφαρμογή του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 337 ΚΠολΔ. Κατ’ ακολουθίαν, η κρινόμενη προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή είναι, απορριπτομένων ως αβάσιμων των αντίθετων ισχυρισμών της προσεπικαλουμένης – παρεμπιπτόντως εναγομένης, επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 3, 5, 16, 17, 55 του Marine Insurance Act 1906, στις ρήτρες 9 και 14 των «Ρητρών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1-11-1985 για την ασφάλιση θαλαμηγών σκαφών» (Institute Yacht Clauses) και στα άρθρα 69 παρ. 1 περ. δ΄ και ε΄, 88, 89 ΚΠολΔ (οι τελευταίες διατάξεις, ως δικονομικού περιεχομένου, είναι εφαρμοστέες ως lex fori). Επομένως, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι, για το παραδεκτό της συζήτησής της, έχει καταβληθεί το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις.
Γ. Η καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένη, επικαλούμενη έννομο συμφέρον, άσκησε τη με αριθμό κατ. … παρέμβαση υπέρ του εναγομένου και κατά του ενάγοντος της κύριας αγωγής, με την οποία, αφού εκθέτει ότι ο πρώτος (εναγόμενος) ήταν ασφαλισμένος στην ίδια, με ισχυρή κατά το χρόνο του επίδικου περιστατικού επιθαλάσσιας αρωγής, σύμβαση ασφαλίσεως για ζημίες που θα προκαλούνταν από τη λειτουργία του στην κύρια αγωγή αναφερθέντος ταχύπλοου σκάφους, ζητεί ν’ απορριφθεί η εν λόγω αγωγή. Με το περιεχόμενο και αίτημα αυτό, η ως άνω παρέμβαση παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση, κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 1 ΚΠολΔ, και είναι νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 80, 81 παρ. 1 και 82 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.
Από την εκτίμηση της ανωμοτί εξέτασης των διαδίκων της κύριας αγωγής και των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων τους, που εξετάσθηκαν νόμιμα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα στη συνέχεια, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, της υπ’ αριθ. … ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα του ενάγοντος στην κύρια αγωγή, …, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, η οποία ελήφθη μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εναγομένου (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …), και της υπ’ αριθ. … ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα του εναγομένου στην κύρια αγωγή, …, ενώπιον της συμβολαιογράφου Ύδρας, Δέσποινας Τσερκεζή, η οποία ελήφθη μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …), μη λαμβανομένων υπόψη αφενός μεν της απαραδέκτως προσκομιζόμενης με την προσθήκη των προτάσεων του κυρίως ενάγοντος, έκθεσης του πραγματογνώμονα ναυπηγού μηχανολόγου – μηχανικού, …, αφού αυτή, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό της, δεν αφορά σε αντίκρουση αυτοτελούς ισχυρισμού που πρότεινε η αντίδικη πλευρά με τις προτάσεις της, ούτε, άλλωστε, επικαλείται κάτι τέτοιο ο κυρίως ενάγων (άρθρο 237 παρ. 3 εδ. γ΄ του ΚΠολΔ, βλ. και ΑΠ 1272/2002 ΕλλΔνη 2004. 405), αφετέρου δε της υπ’ αριθ. … ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα της προσεπικαλουμένης – παρεμπιπτόντως εναγομένης, …, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που προσκομίζεται με το δικόγραφο της κατατεθείσας μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, προσθήκης στις προτάσεις της, καθώς επίσης και των εγγράφων που προσκομίζονται ομοίως με την κατατεθείσα μετά τη συζήτηση προσθήκη στις προτάσεις των διαδίκων, δεδομένου ότι η εν λόγω προσθήκη περιορίζεται, κατ’ άρθρο 237 παρ. 4 του ΚΠολΔ, στην αξιολόγηση των αποδείξεων και στην αντίκρουση ισχυρισμών που προβλήθηκαν οψίμως σύμφωνα με το άρθρο 269 παρ. 2 του ΚΠολΔ (ΑΠ 546/2011 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), τα δε ως άνω αποδεικτικά μέσα (υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση και έγγραφα) δεν αφορούν σε αντίκρουση τέτοιων ισχυρισμών ούτε άλλωστε επικαλούνται κάτι τέτοιο οι προσκομίζοντες αυτά διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την Κυριακή, 4 Σεπτεμβρίου του έτους 2011, περί ώρα 17:00΄, απέπλευσε από τις Σπέτσες με προορισμό την Ανάβυσσο Αττικής το ταχύπλοο φουσκωτό σκάφος με το όνομα «…», μήκους 7,60 μέτρων, με αριθμό εγγραφής Τ.Π. 1957-ΣΤ΄ στο λιμένα Πειραιώς, με κυβερνήτη τον κυρίως ενάγοντα, στον οποίο ανήκε και η αποκλειστική κυριότητά του (σκάφους), και επιβαίνοντες σ’ αυτό τα φιλικά του (ενάγοντος) πρόσωπα, …, … και …. Την ημέρα και ώρα εκείνη έπνεαν στην περιοχή μέτριοι έως ισχυροί άνεμοι βόρειοι βορειοανατολικοί 5 έως 6 μποφόρ, με ριπές που έφταναν τους πολύ ισχυρούς 7 μποφόρ (βλ. το υπ’ αριθ. πρωτ. 2136/13.9.2011 πιστοποιητικό της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας). Περί τα 45 λεπτά μετά τον απόπλου του ως άνω σκάφους από τις Σπέτσες, καθώς αυτό διέσχιζε τη θαλάσσια περιοχή ανάμεσα στην Ύδρα και τη νησίδα Δοκό Ύδρας και ενώ οι ισχυροί άνεμοι προκαλούσαν έντονη αναταραχή στην επιφάνεια της θάλασσας και υψηλό κυματισμό, ο οποίος κατέβρεχε τον κυρίως ενάγοντα και τους επιβαίνοντες στο σκάφος περιορίζοντας συγχρόνως την ορατότητά τους, ο τελευταίος έλαβε σήμα βοήθειας στο Ολυμπία Ράδιο, κανάλι 16 των ραδιοσυχνοτήτων VHF, ως εξής: «MAYDAY MAYDAY MAYDAY. Πέφτω στα βράχια. Είμαι ακυβέρνητος. MAYDAY MAYDAY MAYDAY. Πνέουν θυελλώδεις άνεμοι οι οποίοι με σπρώχνουν πάνω στα βράχια της Δοκού. MAYDAY MAYDAY MAYDAY. Είμαι ακυβέρνητος. Χρειάζομαι επειγόντως βοήθεια !» (βλ. σχετ. και το νομίμως προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από τον κυρίως ενάγοντα, υπ’ αριθ. πρωτ. 929/274281/15.12.2011 νομίμως θεωρημένο φωτοαντίγραφο του από 4.9.2011 αποσπάσματος Ημερολογίου Ανταπόκρισης του Τμήματος Ναυτιλιακού Δικτύου «ΟΛΥΜΠΙΑ ΡΑΔΙΟ» της Διευθύνσεως Λειτουργίας Δικτύου & Πλατφορμών της ΟΤΕ Α.Ε.). Λίγες στιγμές αργότερα ο κυρίως ενάγων είδε αμυδρά στον ορίζοντα καπνό να βγαίνει από τη θάλασσα σε απόσταση περίπου ενός μιλίου, λόγω της χρήσης καπνογόνου από το κινδυνεύον σκάφος, ενώ συνέχιζε να εκπέμπεται επαναλαμβανόμενα σήμα κινδύνου ως εξής: «MAYDAY MAYDAY MAYDAY. Είμαι ακυβέρνητος. Χρειάζομαι βοήθεια αμέσως. Πλησιάζω σε βράχια!». Εντέλει, στις 17:57΄, ανεύρε το ταχύπλοο σκάφος «…», μήκους 10,00 μέτρων, πλάτους 3,80 μέτρων, με αριθμό Τ.Π. …, το οποίο βρισκόταν ακυβέρνητο λόγω μηχανικής βλάβης σε απόσταση περί τα 15 μέτρα από τα βράχια της νησίδας Δοκού και με ορμητική κατεύθυνση προς αυτά (τα ανωτέρω αποδεικνύονται, εκτός των άλλων, ιδίως από τις καταθέσεις των εχόντων ιδία αντίληψη περί των αποδεικτέων πραγματικών περιστατικών, μαρτύρων του κυρίως ενάγοντος, … και …, που επέβαιναν στο σκάφος «…» κατά το χρόνο του επίδικου συμβάντος, χωρίς να αναιρούνται, ως προς τη θέση του σκάφους «…» του κυρίως εναγομένου, από το στίγμα αυτού που καταγράφεται στο ως άνω απόσπασμα Ημερολογίου Ανταπόκρισης του Τμήματος Ναυτιλιακού Δικτύου «ΟΛΥΜΠΙΑ ΡΑΔΙΟ», αφού η ακρίβεια του διδόμενου στίγματος στις περιπτώσεις φωνητικής κλήσεως στο δίαυλο 16 VHF, όπως εν προκειμένω, στερείται εγγυήσεων, γεγονός που συνομολογεί και η προσθέτως παρεμβαίνουσα στην προσθήκη των προτάσεών της). Στο εν λόγω σκάφος «…» επέβαιναν ο κυρίως εναγόμενος, κυβερνήτης και ιδιοκτήτης αυτού, η σύζυγός του, τα τρία ανήλικα τέκνα τους και ο ανήλικος ανιψιός του πρώτου, φορώντας σωσίβια. Μόλις το σκάφος «…» τους προσέγγισε, ο εναγόμενος παρακάλεσε έντρομος τον ενάγοντα να ρυμουλκήσει το σκάφος του μακριά από τα βράχια, αφού σε διαφορετική περίπτωση αυτό, που παρέμενε ακυβέρνητο λόγω της προεκτιθέμενης μηχανικής βλάβης, θα καταστρεφόταν ολοσχερώς επάνω σ’ αυτά με τη δύναμη των ορμητικών κυμάτων. Ευθύς αμέσως ο ενάγων προέβη στους αναγκαίους ελιγμούς προκειμένου να αναλάβει από τη θάλασσα το σχοινί στο οποίο είχε δέσει ο εναγόμενος την πλωτή άγκυρα (η οποία επιβράδυνε ελαφρώς τη μετακίνηση του σκάφους του προς τα βράχια), ακολούθως δε το έλυσε από την άγκυρα και εν συνεχεία το προσέδεσε στη δεξιά πλευρά της πρυμναίας μπάρας του δικού του σκάφους και προχώρησε στη ρυμούλκηση και απομάκρυνση από τα βράχια του κινδυνεύοντος σκάφους, με ιδιαίτερη προσοχή και αντιμετωπίζοντας σημαντικές δυσκολίες, δεδομένων των ισχυρών ανέμων, του έντονου κυματισμού και, ιδίως, του γεγονότος ότι το ρυμουλκούμενο σκάφος ήταν κατά πολύ βαρύτερο και ογκωδέστερο από το σκάφος του (ενάγοντος), το οποίο ήταν μήκους 7,60 μέτρων και έφερε μία εξωλέμβια μηχανή τριακοσίων ίππων και καλούνταν να ρυμουλκήσει ένα σκάφος μήκους 10 μέτρων και βάρους περί τους πέντε τόνους, που έφερε δύο μηχανές 4.200 κυβικών και 320 ίππων εκάστης, πλέον των έξι επιβαινόντων σ’ αυτό. Εντούτοις, η αρωγή του σκάφους «…» εξελίχθηκε ομαλά και, μετά από τη ρυμούλκηση αυτού για χρονικό διάστημα περί των είκοσι λεπτών, ενώ βρισκόταν ήδη σε απόσταση δύο μιλίων από τη νησίδα Δοκό και είχε παρέλθει οιοσδήποτε κίνδυνος, ο ενάγων το παρέδωσε στο Ε/Γ-Τ/Ρ σκάφος «…», με αριθμό Νηολογίου Ύδρας …, το οποίο θα το ρυμουλκούσε προς το λιμάνι της Ύδρας, προκειμένου ο ίδιος (κυρίως ενάγων) να συνεχίσει το ταξίδι του προς την Ανάβυσσο Αττικής {βλ. τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τον κυρίως ενάγοντα, α) υπ’ αριθ. πρωτ. …13/34/11 έγγραφο της Διευθύνσεως Έρευνας – Διάσωσης του Αρχηγείου Λιμενικού Σώματος, δυνάμει του οποίου διαβιβάζεται η απομαγνητοφώνηση της καταγεγραμμένης τηλεφωνικής συνομιλίας που είχε η ανωτέρω Υπηρεσία με τον κυρίως ενάγοντα κατά το χρόνο του επίδικου περιστατικού, σύμφωνα με την οποία το σκάφος «…» βρισκόταν «πάρα πολύ κοντά στα βράχια», ρυμουλκήθηκε από το φουσκωτό «…» «κάνα 20λεπτο» και εν συνεχεία, μόλις παρήλθε ο κίνδυνος πρόσκρουσής του, παραδόθηκε σε θαλάσσιο ταξί της Ύδρας, β) το ως άνω απόσπασμα Ημερολογίου Ανταπόκρισης του Τμήματος Ναυτιλιακού Δικτύου «ΟΛΥΜΠΙΑ ΡΑΔΙΟ», το οποίο αναφέρει ότι «Φουσκωτό … τον έχει δέσει [το «…»] και το ρυμουλκεί (τηλ. φουσκ. …)» και γ) την από 4-9-2011 έκθεση κατάθεσης του κυρίως εναγομένου, ο οποίος εξεταζόμενος ενώπιον του ανθυποπλοιάρχου Λ.Σ., …, Λιμενάρχη Ύδρας, ανέφερε ότι, κατά το χρόνο του ένδικου συμβάντος, τον προσέγγισε ένα σκάφος [το φουσκωτό «…»] το οποίο τον συγκράτησε για να μην χτυπήσει στα βράχια}. Η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται ούτε από τα έγγραφα που προσκομίζουν σχετικά ο εναγόμενος και η προσθέτως παρεμβαίνουσα, και συγκεκριμένα το ελλιπές από 20-9-2013 απόσπασμα του Ημερολογίου Συμβάντων του Λιμεναρχείου Ύδρας και το ακριβές αντίγραφο του ημερολογίου συμβάντων του Ενιαίου Κέντρου Συντονισμού ‘Ερευνας και Διάσωσης (ΕΚΣΕΔ) του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου (το οποίο βασίζεται σε αναφορά του Λιμεναρχείου Ύδρας), δυνάμει των οποίων περιγράφεται το επίδικο περιστατικό από την πρόσδεση του βοηθούμενου σκάφους «…» στο Ε/Γ-Τ/Ρ σκάφος «…» και εντεύθεν, χωρίς να διαλαμβάνεται σ’ αυτά η καθοριστική για τη διάσωση του εν λόγω σκάφους διαδικασία ρυμούλκησής του από τον κυρίως ενάγοντα, ούτε από την κατάθεση του μάρτυρα του κυρίως εναγομένου, …, ο οποίος ανέφερε ότι δεν υπέπεσε στην αντίληψή του κάποια παροχή βοήθειας εκ μέρους του ενάγοντος προς το σκάφος «…» του εναγομένου, αφού το τελευταίο ουδέποτε διέτρεξε πραγματικό κίνδυνο κατά το επίδικο συμβάν, καθόσον με τα εν λόγω αποδεικτικά μέσα ουδαμώς εξηγείται η εκπομπή του ύστατος σήματος κινδύνου «MAYDAY» και η χρήση καπνογόνου από τον εναγόμενο, κυβερνήτη του ανωτέρω σκάφους, χωρίς να υφίσταται ο προπεριγραφόμενος σοβαρότατος, άμεσος και πραγματικός κίνδυνος αυτού. Με βάση τις πιο πάνω παραδοχές προκύπτει ότι, χωρίς τη συνδρομή του ενάγοντος και του ταχύπλοου φουσκωτού σκάφος του με το όνομα «…», το κινδυνεύον σκάφος «…» του εναγομένου θα καθίστατο έρμαιο των ισχυρών ανέμων και θα επέπιπτε με κάθε βεβαιότητα στους βράχους της νησίδας Δοκού, με αποτέλεσμα να κινδυνεύσει η ζωή και η σωματική ακεραιότητα των επιβαινόντων σ’ αυτό και να προκληθούν στο ίδιο (σκάφος) μεγάλες υλικές ζημιές, ακόμα δε και η ολοσχερής καταστροφή του. Η αποτροπή δε του σοβαρότατου, άμεσου και πραγματικού αυτού κινδύνου έγινε αποκλειστικά χάρη στις προσπάθειες του ενάγοντος, ο οποίος έδεσε το κινδυνεύον πλοίο στη δεξιά πλευρά της πρυμναίας μπάρας του δικού του σκάφους και το ρυμούλκησε εν μέσω θαλασσοταραχής σε απόσταση δύο μιλίων από τη νησίδα Δοκό, όπου το παρέδωσε με ασφάλεια στο Ε/Γ-Τ/Ρ σκάφος «…». Ας σημειωθεί ότι δεν προέκυψε από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο η παροχή υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής στο σκάφος «…» εκ μέρους κάποιου άλλου προσώπου πλην του ενάγοντος, ήτοι των λοιπών επιβαινόντων στο φουσκωτό «…», ή εκ μέρους του σκάφους «…», όπως αβασίμως ισχυρίζονται ο εναγόμενος και η προσθέτως παρεμβαίνουσα, ώστε να απαιτείται ο υπολογισμός της ενιαίας οφειλόμενης σ’ αυτούς αμοιβής επιθαλάσσιας αρωγής και ακολούθως ο επιμερισμός της (αμοιβής) μεταξύ των περισσοτέρων αρωγών, σύμφωνα με το άρθρο 13 του Ν. 2391/21.3.1996, αφού, κατά την παράδοση του «…» στο Ε/Γ-Τ/Ρ σκάφος «…», με την παρουσία και άλλων παραπλεόντων σκαφών, σε απόσταση δύο και πλέον μιλίων από τα βράχια της νησίδας Δοκού, είχε παρέλθει οιοσδήποτε κίνδυνος, με αποτέλεσμα οι υπηρεσίες που προσέφερε μετέπειτα το σκάφος αυτό («…») να φέρουν το χαρακτήρα υπηρεσιών ρυμούλκησης και όχι αρωγής. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η αξία του σκάφους «…» του ενάγοντος, μάρκας SEAQUEST, μήκους 7,60μ και φέροντος μία κύρια μηχανή μάρκας SUZUKI ισχύος 300 ίππων και μίας βοηθητικής ισχύος 10 ίππων, κατά το χρόνο του ένδικου συμβάντος, ανερχόταν σε 48.000,00 ευρώ (βλ. και τη νομίμως προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τον ενάγοντα, από 29-1-2009 δήλωση μεταβίβασης του εν λόγω σκάφους από τον Δονάτο Στρατή), η δε αξία του διασωθέντος σκάφους «…», μάρκας SCANNER, τύπου Galileo, μήκους 9,99 μέτρων, πλάτους 3,80 μέτρων, φέροντος δύο εσωλέμβιες μηχανές, μάρκας MERCRUISER 4.200 κυβικών και 320 ίππων εκάστης, κατασκευής 2008, κατά τον ίδιο χρόνο του ανωτέρω συμβάντος, ανερχόταν σε 230.000 ευρώ {βλ. το νομίμως προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από τον ενάγοντα, υπ’ αριθ. 79 (134) Νοεμβρίου 2010 περιοδικό «Σκάφος & Τρέιλερ ΦΟΥΣΚΩΤΟ», όπου δημοσιεύεται αγγελία του εναγομένου για το ως άνω σκάφος του}. Έτσι, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε η επικαλούμενη στην υπό κρίση κύρια αγωγή συμφωνία μεταξύ των διαδίκων περί της οφειλόμενης στον ενάγοντα για τις προπεριγραφόμενες υπηρεσίες του αμοιβής, ανερχόμενης στα τρία τέταρτα της αξίας του διασωθέντος σκάφους (η εξέταση του ενάγοντος στο ακροατήριο αλλά και οι επικαλούμενες απ’ αυτόν καταθέσεις των μαρτύρων του, δεν κρίνονται πειστικές ως προς την ύπαρξη της προεκτιθέμενης συμφωνίας αμοιβής του, ενόψει κυρίως των αντιφάσεων στις οποίες αυτοί υπέπεσαν ως προς το ύψος της εν λόγω αμοιβής), η εύλογη αμοιβή για την επιθαλάσσια αρωγή που παρασχέθηκε σύμφωνα με τα ανωτέρω, ανέρχεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, λαμβανομένων υπόψη του επιτευχθέντος ωφέλιμου αποτελέσματος παροχής των σωστικών υπηρεσιών του ενάγοντος, της προσπάθειας, του ζήλου και του κινδύνου που διέτρεξε αυτός (ενάγων), καθώς και της αξίας των ως άνω σκαφών (διασωθέντος και αρωγού), στο ποσό των 10.000,00 ευρώ. Κατόπιν όλων των προδιαλαμβανομένων και σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη στην αρχή της παρούσας, πρέπει η κύρια αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και από ουσιαστική άποψη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ως άνω ποσό των 10.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής. Σημειωτέον ότι στην απόφαση δεν θα περιληφθεί διάταξη περί απόρριψης ως ουσιαστικά αβάσιμης της ασκηθείσας πρόσθετης παρέμβασης, καθόσον η τελευταία δεν περιέχει αίτημα παροχής έννομης προστασίας για την παρεμβαίνουσα, ούτε υποβάλλεται δικαίωμά της προς διάγνωση (Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση, Τ. Α΄, 1996, υπ’ άρθρο 80, αριθ. 3, σελ. 560). Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, κατόπιν και του σχετικού αιτήματός του, πρέπει να επιβληθεί εις βάρος του εναγομένου και της προσθέτως παρεμβαίνουσας, ανάλογα με την έκταση της ήττας τους (άρθρα 178 παρ. 1, 180 παρ. 1, 182 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
Το αγγλικό δίκαιο της ναυτικής ασφάλισης περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό νόμο περί θαλάσσιας ναυτικής ασφαλίσεως του 1906 (Marine Insurance Act 1906), οι δε διατάξεις του, ερμηνευόμενες και εμπλουτιζόμενες διαρκώς υπό της νομολογίας των αγγλικών δικαστηρίων και τους άγγλους συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου, ισχύουν αναλλοίωτες μέχρι σήμερα. Οι εν λόγω διατάξεις του ως άνω αγγλικού νόμου (Μ.Ι.Α. 1906) έχουν εφαρμογή σε κάθε περίπτωση ασφαλίσεως πλοίων ή πλωτών ναυπηγημάτων ή θαλασσίων μέσων, αδιακρίτως μεγέθους, τύπου και προορισμού, περιλαμβανομένων και των θαλαμηγών πλοίων και των σκαφών αναψυχής. Αποτελεί διεθνή συναλλακτική συνήθεια στον κλάδο ασφαλίσεως πλοίων, σκαφών και φορτίων να διέπεται η ασφάλιση, πέραν των διατάξεων του ανωτέρω εφαρμοστέου νόμου, και υπό εντύπων κωδικοποιημένων όρων ασφαλίσεως, εκπονημένων κατά κανόνα υπό του συλλογικού φορέως των άγγλων ασφαλιστών, εδρεύοντος στο Λονδίνο υπό την επωνυμία «Ινστιτούτο Ασφαλιστών του Λονδίνου» (Institute of London Underwriters). Σε περίπτωση συμβάσεως ναυτικής ασφαλίσεως, διεπομένης υπό του αγγλικού δικαίου, αυτή ερμηνεύεται βάσει των διατάξεων του περί ναυτικής ασφαλίσεως νόμου, του κοινού δικαίου και της αγγλικής πρακτικής, σε συνδυασμό προς τους εκάστοτε εντύπους όρους ασφαλίσεως του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών, οι οποίοι προσιδιάζουν στο ασφαλιζόμενο αντικείμενο και, κατά τη συμφωνία των μερών, ενσωματώνονται στο ασφαλιστήριο. Για την περίπτωση ασφαλίσεως θαλαμηγών σκαφών, η ασφάλιση, σχεδόν κατά κανόνα, παρέχεται βάσει των όρων της Ρήτρας Θαλαμηγών Σκαφών του Ινστιτούτου με την κωδική ονομασία Institute Yacht Clauses 1-11-1985 (ΕφΠειρ 566/2007 ΕΝΔ 2008. 56, 618/2005 ΕΝΔ 2005. 250, 525/2003 ΕΝΔ 31. 377). Εξάλλου, το αγγλικό δίκαιο διαλαμβάνει περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο ασφαλιστής είτε δεν δεσμεύεται από την ασφαλιστική σύμβαση είτε απαλλάσσεται από τις υποχρεώσεις του από την ασφάλιση. Η πρώτη ομάδα κανόνων που ρυθμίζει τέτοιες περιπτώσεις είναι αυτοί του γενικού δικαίου των συμβάσεων που ισχύουν σε κάθε σύμβαση, η δεύτερη δε ομάδα κανόνων προβλέπονταν από το ασφαλιστικό δίκαιο και ισχύουν συγκεκριμένα επί των συμβάσεων ασφάλισης και διακρίνονται ειδικότερα: 1) στους κανόνες των άρθρων 18 έως 21 του Μ.Ι.Α. 1906, που αφορούν τις προσυμβατικές δηλώσεις και παρέχουν στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αποστεί από τη σύμβαση (to avoid the contract), στην περίπτωση κατά την οποία ο ασφαλισμένος ή ο αντισυμβαλλόμενος παραβούν τα σχετικά προς τις προσυμβατικές δηλώσεις ασφαλιστικά βάρη (περιπτώσεις non disclosure και misrepresantation), δηλαδή να αρνηθεί την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλισμένου κινδύνου, και 2) των κανόνων περί εγγυήσεων (warranties) των άρθρων 33 έως 41 του Μ.Ι.Α. 1906, των οποίων η αθέτηση απαλλάσσει τον ασφαλιστή της ευθύνης από την ασφαλιστική σύμβαση. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 33 παρ. 1 του ως άνω νόμου εγγύηση (warranty) σημαίνει υποσχετική εγγύηση και υποδηλώνει συμβατική δέσμευση, με βάση την οποία ο ασφαλισμένος είτε αναλαμβάνει την υποχρέωση να συμβεί ή να μη συμβεί ένα συγκεκριμένο γεγονός ή να πληρωθεί ένας όρος είτε βεβαιώνει ή αρνείται την ύπαρξη ορισμένων γεγονότων. Εγγύηση μπορεί να έχει συμφωνηθεί ρητώς (express warranty) ή σιωπηρώς (implied warranty) (αρθρ. 33 παρ. 2 του Μ.Ι.Α. 1906). Ρητή εγγύηση ισχύει δυνάμει ρήτρας περιεχόμενης ή ενσωματωμένης στην ασφαλιστική σύμβαση (αρθρ. 35 παρ. 2 του Μ.Ι.Α. 1906). Πρέπει δε εξ αυτής να προκύπτει πρόθεση του υποσχόμενου να αναλάβει την αντίστοιχη ευθύνη. Σιωπηρή εγγύηση θεωρείται ισχύουσα εκ του νόμου, όπου ο νόμος προβλέπει, χωρίς να υπάρχει στη σύμβαση ρητή μνεία ή να υπήρξε μεταξύ των μερών συμφωνία περί αυτής. Η «εγγύηση», όπως παραπάνω ορίσθηκε, αποτελεί προϋπόθεση (condition) ισχύος της ασφαλιστικής σύμβασης, με την οποία πρέπει να συμμορφώνεται απόλυτα ο ασφαλισμένος. Η επέλευση της προεκτιθέμενης αυστηρής έννομης συνέπειας, ήτοι της απαλλαγής του ασφαλιστή από τις υποχρεώσεις του που πηγάζουν από το ασφαλιστήριο, λόγω της αθέτησης οιασδήποτε εγγυήσεως από τον ασφαλισμένο, δεν εξαρτάται από το αν η μη συμμόρφωση συνετέλεσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην επέλευση της ζημίας, ούτε επηρεάζεται από το αν η παράβαση ήρθη ενδεχομένως προ πάσης ζημίας. Η απαλλαγή από την ευθύνη είναι αυτόματη και δεν εξαρτάται από οποιαδήποτε δήλωση του ασφαλιστή περί περατώσεως της ασφαλιστικής σύμβασης. Γενικός κανόνας είναι ότι τίποτε δεν δικαιολογεί τη μη συμμόρφωση προς ρητή εγγύηση. Αναφέρεται, συγκεκριμένως, ότι καμία αιτία οσονδήποτε επαρκής, κανένα κίνητρο οσονδήποτε αγαθό, καμία ανάγκη οσονδήποτε επαρκής, καμία ανάγκη οσονδήποτε αναπόφευκτη δεν δικαιολογεί τη μη συμμόρφωση προς ρητή εγγύηση. Εξαιρέσεις από το γενικό αυτό κανόνα προβλέπονται στο άρθρο 34, το οποίο ορίζει ειδικότερα τα εξής: “1. Μη συμμόρφωση προς μία εγγύηση δικαιολογείται, όταν, λόγω αλλαγής των συνθηκών, η εγγύηση παύει να είναι εφαρμοστέα στις συνθήκες της συμβάσεως ή όταν η συμμόρφωση προς την εγγύηση καθίσταται παράνομη, δυνάμει οποιουδήποτε μεταγενέστερου νόμου. 2. Όταν μια εγγύηση παραβιάζεται, ο ασφαλισμένος δεν μπορεί να προβάλλει την άμυνα ότι έγινε επανόρθωση της παραβιάσεως και συμμόρφωση προς την εγγύηση πριν από τη ζημία. 3. Ο ασφαλιστής μπορεί να παραιτηθεί από την επίκληση παραβιάσεως της εγγυήσεως. Μόνη η παράβαση, καθ’ εαυτήν, παρέχει στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αρνηθεί την ευθύνη από την ασφαλιστική σύμβαση, έτσι ώστε ο ασφαλιστής να ελευθερώνεται από την ημερομηνία της παραβάσεως. Το βάρος δε της απόδειξης της παράβασης φέρει ο ασφαλιστής” (ΑΠ 1651/2005 ΕΝΔ 2005. 241, ΕφΠειρ 480/2014 ΕλλΔνη 2015. 470, 11/2011 ΕΝΔ 2011. 211). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προέκυψε περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, το εν λόγω ταχύπλοο σκάφος «…» ήταν ασφαλισμένο, κατά την ημερομηνία που επισυνέβη το επίδικο περιστατικό, στην παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία, σύμφωνα με το υπ’ αριθ. … πιστοποιητικό ασφάλισης, και η τελευταία είχε αναλάβει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον παρεμπιπτόντως ενάγοντα για όποια ποσά μπορεί να καταστεί κατά νόμο υπεύθυνος να καταβάλει εξαιτίας παροχής υπηρεσίας επιθαλάσσιας αρωγής στο ανωτέρω σκάφος του {βλ. το άρθρο 14 των Ρητρών του Ινστιτούτου για την Ασφάλιση Σκαφών 01.11.85 (Institute Yacht Clauses 01.11.85), που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του προαναφερθέντος ασφαλιστήριου συμβολαίου). Εντούτοις, όπως αποδείχθηκε, ο παρεμπιπτόντως ενάγων παραβίασε ουσιώδη όρο της ένδικης ασφαλιστικής σύμβασης και συγκεκριμένα τον όρο που εμπεριέχεται στην υπ’ αριθ. 13.1 ρήτρα του Ινστιτούτου της Ένωσης των Ασφαλιστών του Λονδίνου για την ασφάλιση σκαφών αναψυχής της 1.11.1985, κατά την οποία προβλέπεται η υποχρέωση του ασφαλισμένου να ειδοποιήσει πάραυτα τον ασφαλιστή στην περίπτωση κατά την οποία οποιοδήποτε συμβάν είναι δυνατόν να δώσει αφορμή για να εγερθεί απαίτηση από την ασφαλιστική σύμβαση. Συγκεκριμένα, η παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία πληροφορήθηκε το περιστατικό της προεκτιθέμενης ακυβερνησίας του σκάφους «…» και της συνδρομής σ’ αυτό του σκάφους «…» του κυρίως ενάγοντος τον Ιούλιο 2012, δυνάμει του επιδοθέντος σ’ αυτή δικογράφου της υπό κρίση προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής, ήτοι δέκα μήνες μετά το επίδικο συμβάν και έξι μήνες μετά τη συμβατική λήξη της ασφαλιστικής περιόδου που έλαβε χώρα στις 17-1-2012, χωρίς να προηγηθεί κάποια σχετική ασφαλιστική αναγγελία εκ μέρους του παρεμπιπτόντως ενάγοντος {βλ. και τη νομίμως προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την παρεμπιπτόντως εναγομένη, από 1-8-2012 ηλεκτρονική επιστολή του ελληνικού υποκαταστήματος της ασφαλειομεσιτικής εταιρείας με την επωνυμία …. προς τους γερμανούς αντιπροσώπους της (παρεμπιπτόντως εναγομένης) για τη λήψη αναγγελιών ζημιών, με κοινοποίηση στον πληρεξούσιό της δικηγόρο}. Έτσι, παρά το γεγονός της συνομολογούμενης από τον προσεπικαλούντα ακυβερνησίας του σκάφους του «…» κατά τα ανωτέρω και της προσέλευσης τρίτων σε βοήθειά του, σε απάντηση των ραδιοτηλεφωνικών κλήσεών του, δηλαδή γεγονός που θα μπορούσε να δώσει λαβή στην ίδρυση απαιτήσεων υπό την επίδικη ασφάλιση, ο πρώτος (προσεπικαλών) δεν ενημέρωσε πάραυτα την προσεπικαλουμένη, αποκλείοντας με την εν λόγω συμπεριφορά του τη δυνατότητα εξέλεγξης της αιτίας που έδρασε και αν πληρούνταν εν προκειμένω οι τυπικές προϋποθέσεις για την έγερση απαιτήσεων, ενόψει και του ισχυρισμού της περί αναξιοπλοΐας του σκάφους «…», κατ’ άρθρο 39 (5) Μ.Ι.Α. 1906, κατά το χρόνο του επίδικου συμβάντος. Επομένως, η προεκτιθέμενη παράλειψη του παρεμπιπτόντως ενάγοντος συνιστά παράβαση του ανωτέρω ουσιώδους όρου της επίδικης ασφαλιστικής σύμβασης, η οποία (παράβαση) επέφερε εν προκειμένω, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην αμέσως προπαρατεθείσα μείζονα πρόταση της παρούσας και γενομένης δεκτής ως βάσιμης κατ’ ουσίαν της παραδεκτώς προβληθείσας (άρθρα 262 παρ. 1 και 269 παρ. 1 ΚΠολΔ), ερειδόμενης στις διατάξεις του άρθρου 33 σε συνδ. με 17 Μ.Ι.Α. 1906, καταλυτικής της αγωγής ενστάσεως της παρεμπιπτόντως εναγομένης, την απαλλαγή της τελευταίας από την υποχρέωση καταβολής της αιτούμενης αποζημίωσης, λόγω μη συμμόρφωσης του παρεμπιπτόντως ενάγοντος με την προαναφερθείσα ρήτρα που έχει ενσωματωθεί στην ως άνω σύμβαση ασφάλισης. Όσα δε ισχυρίζεται ο τελευταίος περί μη ενημέρωσης της αντιδίκου του το Σεπτέμβριο 2011, οπότε συνέβη το επίδικο περιστατικό, διότι δεν είχε πρόθεση να αξιώσει οποιαδήποτε αποζημίωση από αυτή προβάλλεται, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, αλυσιτελώς και είναι νομικά αδιάφορα (άρθρο 34 Μ.Ι.Α. 1906). Κατόπιν όλων των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένης, κατόπιν και του σχετικού αιτήματός της, σε βάρος του προσεπικαλούντος – παρεμπιπτόντως ενάγοντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την ένωση και συνεκδίκαση: α) της από 29-2-2012 και με αριθμό κατάθεσης … αγωγής, β) της από 20-4-2012 και με αριθ. κατ. … ανακοίνωσης δίκης – προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής και γ) της από 18-10-2013 και με αριθ. κατ. … πρόσθετης παρέμβασης.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό, τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο και την προσθέτως παρεμβαίνουσα στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το οποίο καθορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800,00) ευρώ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ως άνω υπό στοιχείο β΄ προσεπίκληση μετά της ενωμένης σ’ αυτήν παρεμπίπτουσας αγωγής.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον προσεπικαλούντα – παρεμπιπτόντως ενάγοντα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένης, τα οποία καθορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 30-10-2015 και δημοσιεύθηκε στις 12-11-2015, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, μετά την προαγωγή και αναχώρηση του Προέδρου Πρωτοδικών Θεόκλητου Καρακατσάνη, με νέα σύνθεση αποτελούμενη από την Πρόεδρο Πρωτοδικών Δωροθέα Νικάνδρου και τους Πρωτοδίκες Ιωάννη Ναυπλιώτη και Χαρίλαο Παππά, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.
Η Πρόεδρος Η Γραμματέας