Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ

4384/2015

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

—————————

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Θεόκλητο Καρακατσάνη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ιωάννη Ναυπλιώτη, Πρωτοδίκη – Εισηγητή, Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη, και από τη Γραμματέα Ελένη Χαριτοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 09-06-2015 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α. Των καλούντων – εναγόντων: α) εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στη Σ. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, β) εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στη Σ. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, γ) εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στη Σ. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, δ) εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στη Σ. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, ε) εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στη Σ. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, στ) εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στη Σ. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, ζ) εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στη Σ. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η) εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στη Σ. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, θ) εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στη Σ. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, ι) εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, ια) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» και το διακριτικό τίτλο «….» που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, ιβ) Γ. Κ. του Ν., κατοίκου Α. Σ.ς Αττικής, ιγ) Σ.  Δ. … του Ν., κατοίκου Α. Σ.ς Αττικής, και ιδ) Ν. … του Γ., κατοίκου Α. Σ.ς Αττικής, οι δωδέκατος και δέκατος τέταρτος εκ των οποίων παραστάθηκαν μετά των πληρεξούσιων δικηγόρων τους Πανάγου Αναγνωστόπουλου, Ηλία Χαλιακόπουλου και Δημητρίου Γκαβέλα, ενώ οι λοιποί εκπροσωπήθηκαν από τους ίδιους ως άνω πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

Των καθ’ ων η κλήση – εναγομένων: α) εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στο Λ.  Η. Β. και εκπροσωπείται νόμιμα, β) P. P., διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας με την επωνυμία «…», κατοίκου Λ.  Η. Β., γ) εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στο Λ.  Η. Β. και εκπροσωπείται νόμιμα, δ) H. A., προέδρου της εταιρείας με την επωνυμία «…», κατοίκου Λ.  Η. Β., ε) C. A., διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας με την επωνυμία «…», κατοίκου Λ.  Η. Β., στ) εταιρείας με την επωνυμία «…» (πρώην «A. T. I.C. L.») που εδρεύει στο Γ. (G.) των Νήσων της Μ. (C. I.) και εκπροσωπείται νόμιμα, ζ) εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στο Τ. (J.) των Νήσων της Μ. (C. I.) και εκπροσωπείται νόμιμα, η) J. D., διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας με την επωνυμία «…», κατοίκου Τ. (J.) των Νήσων της Μ. (C. I.), θ) R. R., κατοίκου Π. (P.) του Η. Β., και ι) E. C., κατοίκου Τ. (J.) των Νήσων της Μ. (C. I.), οι πρώτη, δεύτερος, τρίτη και πέμπτος εκ των οποίων εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Γεώργιο Σιαφάκα και Πάνο Αλεξανδρή, ενώ οι τέταρτος, έκτη, έβδομη, όγδοος, ένατος και δέκατη εξ αυτών εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Νίκη Πανταζή, Ελένη Λάζαρη και Παναγιώτη Βρυώνη.

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 21-12-2012 αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 22-10-2013, κατά την οποία η συζήτησή της αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 06-05-2014, οπότε [και ειδικότερα κατά τη συνεδρίαση του Δικαστηρίου τούτου που ξεκίνησε κατά την ημέρα της ως άνω δικασίμου (06-05-2014) και, κατόπιν διαδοχικών διακοπών, συνεχίσθηκε κατά την 03-06-2014, τη 18-06-2014, την 27-06-2014 και την 30-06-2014, κατά την οποία και ολοκληρώθηκε] και συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων και εκδόθηκε επ’ αυτής η υπ’ αριθμ. 3805/2014 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία, ανεστάλη η συζήτηση της αγωγής και υποχρεώθηκαν οι ενάγοντες να παράσχουν εγγυοδοσία υπέρ των εναγομένων προς εξασφάλιση των δικαστικών εξόδων από την ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου διαδικασία με κατάθεση χρηματικού ποσού 139.722 ευρώ στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων εντός προθεσμίας τριών μηνών από τη νόμιμη επίδοση της ανωτέρω απόφασης. Η εν λόγω απόφαση ερμηνεύθηκε με την υπ’ αριθμ. 5204/2014 απόφαση του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε επί της από 31-10-2014 και υπ’ αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως … αιτήσεως των εναγόντων, ως προς το ότι η καταβολή της επιβληθείσας με αυτήν εγγυοδοσίας βαρύνει κατ’ ίσα μέρη τους ενάγοντες. Ήδη η αγωγή αυτή επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 12-02-2015 κλήση που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …, προσδιορίσθηκε να δικασθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

Β. Των αιτούντων – καλούντων: α) εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στο Λ.  Η. Β. και εκπροσωπείται νόμιμα, β) P. P., διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας με την επωνυμία «…», κατοίκου Λ.  Η. Β., γ) εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στο Λ.  Η. Β. και εκπροσωπείται νόμιμα, δ) H. A., προέδρου της εταιρείας με την επωνυμία «…», κατοίκου Λ.  Η. Β., ε) C. A., διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας με την επωνυμία «…», κατοίκου Λ.  Η. Β., στ) εταιρείας με την επωνυμία «…» (πρώην «A. T. I.C. L.») που εδρεύει στο Γ. (G.) των Νήσων της Μ. (C. I.) και εκπροσωπείται νόμιμα, ζ) εταιρείας με την επωνυμία «…» και νυν «…» που εδρεύει στο Γ. (G.) των Νήσων της Μ. (C. I.) και εκπροσωπείται νόμιμα, η) J. D., διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας με την επωνυμία «…», κατοίκου Γ. (G.) των Νήσων της Μ. (C. I.), θ) R. R., κατοίκου Π. (P.) του Η. Β., και ι) E. C., κατοίκου Ν. Υ. των Η.Π.Α., οι πρώτη, δεύτερος, τρίτη και πέμπτος εκ των οποίων εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Γεώργιο Σιαφάκα και Πάνο Αλεξανδρή, ενώ οι τέταρτος, έκτη, έβδομη, όγδοος, ένατος και δέκατη εξ αυτών εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Νίκη Πανταζή, Ελένη Λάζαρη και Παναγιώτη Βρυώνη.

Των καθ’ ων η αίτηση – κλήση: α) εταιρείας με την επωνυμία «…» που έχει συσταθεί στη Δ. των Ν. Μ. (M. I.) με έδρα το A.   M., στην πραγματικότητα, όμως, εδρεύει στα Α. Σ.ς Αττικής, όπου ασκείται η διοίκησή της, και εκπροσωπείται νόμιμα, β) εταιρείας με την επωνυμία «…» που έχει συσταθεί με έδρα τις Ν. Μ., στην πραγματικότητα, όμως, εδρεύει στον Πειραιά, και εκπροσωπείται νόμιμα, γ) εταιρείας με την επωνυμία «…» που έχει συσταθεί με έδρα τις Ν. Μ., στην πραγματικότητα, όμως, εδρεύει στον Πειραιά, και εκπροσωπείται νόμιμα, δ) εταιρείας με την επωνυμία «…» που έχει συσταθεί με έδρα τις Ν. Μ., στην πραγματικότητα, όμως, εδρεύει στον Πειραιά, και εκπροσωπείται νόμιμα, ε) εταιρείας με την επωνυμία «…» που έχει συσταθεί με έδρα τις Ν. Μ., στην πραγματικότητα, όμως, εδρεύει στον Πειραιά, και εκπροσωπείται νόμιμα, στ) εταιρείας με την επωνυμία «…» που έχει συσταθεί με έδρα τις Ν. Μ., στην πραγματικότητα, όμως, εδρεύει στον Πειραιά, και εκπροσωπείται νόμιμα, ζ) εταιρείας με την επωνυμία «…» που έχει συσταθεί με έδρα τις Ν. Μ., στην πραγματικότητα, όμως, εδρεύει στον Πειραιά, και εκπροσωπείται νόμιμα, η) εταιρείας με την επωνυμία «…» που έχει συσταθεί με έδρα τις Ν. Μ., στην πραγματικότητα, όμως, εδρεύει στον Πειραιά, και εκπροσωπείται νόμιμα, θ) εταιρείας με την επωνυμία «…» που έχει συσταθεί στη Δ. των Ν. Μ. (M. I.) με έδρα το A.   M., στην πραγματικότητα, όμως, εδρεύει στα Α. Σ.ς Αττικής, όπου ασκείται η διοίκησή της, και εκπροσωπείται νόμιμα, ι) εταιρείας με την επωνυμία «…» που έχει συσταθεί στις Ν. Μ., διατηρεί γραφεία στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, ια) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» και το διακριτικό τίτλο «….» που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, ιβ) Γ. Κ. του Ν., κατοίκου Κηφισιάς Αττικής άλλως Α. Σ.ς, ιγ) Σ.  Δ. … του Ν., κατοίκου Κηφισιάς Αττικής άλλως Α. Σ.ς Αττικής, και ιδ) Ν. … του Γ., κατοίκου Κηφισιάς Αττικής άλλως Α. Σ.ς Αττικής, οι δωδέκατος και δέκατος τέταρτος εκ των οποίων παραστάθηκαν μετά των πληρεξούσιων δικηγόρων τους Πανάγου Αναγνωστόπουλου, Ηλία Χαλιακόπουλου και Δημητρίου Γκαβέλα, ενώ οι λοιποί εκπροσωπήθηκαν από τους ίδιους ως άνω πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

Οι αιτούντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 16-02-2015 αίτησή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο του Δικαστηρίου τούτου συζητήθηκαν οι εξής υποθέσεις: Α) η από 21-12-2012 αγωγή των: α) εταιρείας με την επωνυμία «…», β) εταιρείας με την επωνυμία «…», γ) εταιρείας με την επωνυμία «…», δ) εταιρείας με την επωνυμία «…», ε) εταιρείας με την επωνυμία «…», στ) εταιρείας με την επωνυμία «…», ζ) εταιρείας με την επωνυμία «…», η) εταιρείας με την επωνυμία «…», θ) εταιρείας με την επωνυμία «…», ι) εταιρείας με την επωνυμία «…», ια) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» και το διακριτικό τίτλο «….», ιβ) Γ. Κ. του Ν., ιγ) Σ.  Δ. … του Ν. και ιδ) Ν. … του Γ. κατά των α) εταιρείας με την επωνυμία «…», β) P. P., γ) εταιρείας με την επωνυμία «…», δ) H. A., ε) C. A., στ) εταιρείας με την επωνυμία «…» (πρώην «A. T. I.C. L.»), ζ) εταιρείας με την επωνυμία «…», η) J. D., θ) R. R. και ι) E. C., η οποία (αγωγή) επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 12-02-2015 κλήση των εναγόντων, και Β) η από 16-02-2015 αίτηση – κλήση των εναγομένων της ανωτέρω από 21-12-2012 αγωγής κατά των εναγόντων της ίδιας αγωγής, με την οποία ζητείται να αποφασίσει το Δικαστήριο ότι ανακλήθηκε η αγωγή αυτή με βάση τη διάταξη του άρθρου 172 ΚΠολΔ. Οι ως άνω αγωγή και αίτηση, οι οποίες υπάγονται στην ίδια (τακτική) διαδικασία και είναι συναφείς, πρέπει να συνεκδικασθούν προκειμένου να διευκολυνθεί και επιταχυνθεί η δίκη και να επέλθει μείωση των εξόδων.

Σύμφωνα με το άρθρο 169 ΚΠολΔ, το Δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του εναγομένου ή του διαδίκου εναντίον του οποίου ασκήθηκε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο, μπορεί να υποχρεώσει σε εγγυοδοσία τον ενάγοντα ή το διάδικο που άσκησε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο για τα έξοδα της διαδικασίας που γίνεται στο ίδιο δικαστήριο, αν αυτό κρίνει ότι υπάρχει προφανής κίνδυνος αδυναμίας να εκτελεσθεί η ενδεχόμενη καταδίκη του διαδίκου αυτού στη δικαστική δαπάνη του αντιδίκου του. Από τη διάταξη αυτή, που αποσκοπεί στην εξασφάλιση του εναγομένου (του καθ’ ου η κύρια παρέμβαση ή του καθ’ ου ασκήθηκε το ένδικο μέσο) για την είσπραξη των εξόδων της διαδικασίας ενώπιον του οικείου δικαστηρίου, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 171 και 172 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι: α) για να υπάρξει υποχρέωση προς παροχή εγγυοδοσίας του ενεργούντος την επιθετική πράξη διαδίκου υπέρ του αντιδίκου του απαιτείται να υποβληθεί αίτηση του τελευταίου, και μάλιστα, κατά την πρώτη συζήτηση επί ποινή απαραδέκτου (άρθρ. 263 περ. γ΄ ΚΠολΔ), β) κριτήριο της υποχρεώσεως εγγυοδοσίας είναι εδώ η προφανής οικονομική αδυναμία του επιτιθέμενου διαδίκου, ανεξάρτητα από τις πιθανότητες ουσιαστικής κρίσεως της διαφοράς υπέρ του ενός ή του άλλου διαδίκου μέρους. Ο σχετικός κίνδυνος πρέπει να είναι προφανής, και τούτο ισχύει, λόγου χάρη, όταν ο επιτιθέμενος διάδικος στερείται εμφανούς περιουσίας, είναι άγνωστης διαμονής, αναξιόχρεος λόγω πολλαπλών χρεών έναντι τρίτων ή και του ίδιου του διαδίκου και ήδη αιτούντος και εν γένει αφερέγγυος, γ) για να διαταχθεί η ανωτέρω εγγυοδοσία πρέπει, κατά την κρίση του δικαστηρίου που δικάζει και σχηματίζεται με ελεύθερη απόδειξη προαποδεικτικώς από τα στοιχεία που έχουν τεθεί υπ’ όψιν του (αρθρ. 162 ΚΠολΔ), να υπάρχει προφανής κίνδυνος για την αδυναμία εκτέλεσης της διατάξεως για τα δικαστικά έξοδα σε περίπτωση ενδεχόμενης καταδίκης σ’ αυτά του υπόχρεου στην καταβολή της εγγυοδοσίας διαδίκου, δ) το δικαστήριο, που δέχεται τη διακωλυτική της δίκης ένσταση για εγγυοδοσία, καθορίζει όχι μόνο το μέγεθος αυτής, αλλά και την προθεσμία εντός της οποίας οφείλει ο υπόχρεος να την καταβάλει (αρθρ. 162 ΚΠολΔ). Αν αυτή παρέλθει άπρακτη, το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση εκείνου που είχε ζητήσει την εγγυοδοσία, αποφασίζει ότι ανακλήθηκε η αγωγή, η κύρια παρέμβαση ή το ένδικο μέσο, πράγμα που είναι υποχρεωτικό για το δικαστήριο και δεν απόκειται στη διακριτική του ευχέρεια. Η ανάκληση δε, θεωρείται πως αφορά το δικόγραφο και όχι το δικαίωμα προς άσκηση της αγωγής, της κύριας παρεμβάσεως ή του ένδικου μέσου, ε) Το βάρος αποδείξεως των προϋποθέσεων της εν λόγω δικονομικής αναβλητικής ενστάσεως (που εισάγει εξαιρετικού χαρακτήρα δικονομικό κανόνα) φέρει ο εναγόμενος, ο καθ’ ου η κύρια παρέμβαση ή εκείνος κατά του οποίου ασκείται το ένδικο μέσο, ενώ αυτή (ένσταση) είναι βάσιμη αν αποδειχθεί πλήρως, χωρίς να αρκεί απλή πιθανολόγηση (ΑΠ 1875/2014, ΧρΙδΔ 2015,283, ΑΠ 990/2008, αμφότερες δημοσιευθείσες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Πρέπει δε ιδιαίτερα να τονισθεί ότι η ως άνω εγγυοδοσία αφορά μόνο τα δικαστικά έξοδα συγκεκριμένου βαθμού δικαιοδοσίας και όχι τυχόν αξιώσεις αποζημιώσεως από τη διενέργεια του δικαστικού αγώνα. Το είδος της αγωγής ως αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής είναι αδιάφορο (ΑΠ 990/2008, ο.π.).

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 309 εδ. β΄ ΚΠολΔ, όσες αποφάσεις δεν κρίνουν οριστικά μπορούν είτε αυτεπαγγέλτως είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου, που υποβάλλεται μόνο στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς, να ανακληθούν σε κάθε στάση της δίκης από το δικαστήριο που τις εξέδωσε (έστω και υπό άλλη σύνθεση – βλ. ΕφΘεσ 38/2011, ΕΠολΔ 2011,240, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ) εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρ. 513§§1 περ. β΄ εδ. γ΄ και 2, 539§§1 εδ. β΄ και 2 και 553§§1 περ.β΄ εδ. β΄ και 2 ΚΠολΔ, που ορίζουν ότι αν η απόφαση είναι κατά ένα μέρος οριστική δεν επιτρέπεται έφεση, αναψηλάφηση ή αναίρεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων πριν να εκδοθεί στη δίκη οριστική απόφαση, η οποία, όμως, αν εκδοθεί και προσβληθεί με τα ένδικα αυτά μέσα, θεωρούνται ότι έχουν προσβληθεί και οι μη οριστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν προηγουμένως, έστω και αν δεν απευθύνεται ρητώς εναντίον τους το συγκεκριμένο ένδικο μέσο, συνάγεται ότι η ανάκληση των μη οριστικών αποφάσεων δεν λειτουργεί ως αυτοτελές ένδικο βοήθημα, έτσι ώστε οι αποφάσεις αυτές, παρόλο που μόνον από κοινού με την αντίστοιχη οριστική απόφαση μπορούν να προσβληθούν με τα ως άνω ένδικα μέσα, να μπορούν ωστόσο να ελεγχθούν ως προς την ορθότητά τους και αναλόγως να ανακληθούν ανεξάρτητα από την ύπαρξη στάσης της δίκης, αλλά ορίζοντας ο νομοθέτης ότι η ανάκληση των μη οριστικών αποφάσεων είναι δυνατή και με πρόταση, δηλαδή με αίτηση, κάποιου διαδίκου, που υποβάλλεται όμως όχι αυτοτελώς, αλλά στη διάρκεια μόνον της δίκης, απαιτεί την ύπαρξη πάντοτε στάσης της δίκης, που δημιουργεί και η κλήση προς συζήτηση της υπόθεσης, εφόσον όμως η υπόθεση φέρεται παραδεκτά προς συζήτηση για άλλο νόμιμο λόγο και όχι με μοναδικό αίτημα την ανάκληση της μη οριστικής απόφασης, αφού τότε δεν πρόκειται για νόμιμη στάση της δίκης. Η αίτηση, δηλαδή, ανάκλησης της μη οριστικής απόφασης δεν συνιστά από μόνη της ικανό λόγο για τη δημιουργία νόμιμης στάσης της δίκης και παραδεκτής συζήτησης της υπόθεσης, η οποία αν παρόλα αυτά συζητηθεί, ιδρύεται λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 14 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, με την προϋπόθεση βέβαια ότι έτσι επήλθε κατά την έννοια του άρθρ. 159 αριθ. 3 ΚΠολΔ βλάβη στον αντίδικο αυτού που ζήτησε και πέτυχε την ανάκληση της μη οριστικής απόφασης (ΑΠ 1515/2013, δημοσιευθείσα στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, με την απαγόρευση της αυτοτελούς ανάκλησης των μη οριστικών δικαστικών αποφάσεων εξυπηρετείται η οικονομία και η ταχύτερη διεξαγωγή της δίκης, ο σκοπός όμως αυτός δεν βλάπτεται και συνεπώς δεν ισχύει η ως άνω απαγόρευση στις περιπτώσεις που ορίσθηκε μέτρο ανέφικτο ή η πρόοδος της διαδικασίας εξαρτήθηκε από την άρση εμποδίου, η οποία όμως (άρση) κρίνεται τελικά μάταιη, η δε αναμονή γι’ αυτή θα προκαλέσει άσκοπη μόνον επιβράδυνση στη διεξαγωγή της δίκης (ΑΠ 926/2014, ΧρΙδΔ 2015,38, ΑΠ 1515/2013, ο.π., ΑΠ 1638/2005, ΑΠ 649/1996, ΔΕΕ 1996,1085, Δίκη 1996,1191, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ) ή πρόκειται για περιπτώσεις προφανώς εσφαλμένης μη οριστικής απόφασης η εμμονή στην ισχύ της οποίας θα σήμαινε τη συνειδητή αναμονή μιας μάταιης διαδικασίας (ΑΠ 926/2014, ο.π.). Έτσι, στις περιπτώσεις αυτές είναι δυνατή, με τελολογική ερμηνευτική συστολή της διάταξης του άρθρ. 309 ΚΠολΔ, η δημιουργία με κλήση διαδίκου στάσης της δίκης με βασικό αίτημα την ανάκληση μη οριστικής απόφασης (ΑΠ 1515/2013, ο.π., βλ. και ΑΠ 926/2014, ο.π., ΑΠ 1638/2005, ο.π., ΑΠ 649/1996, ο.π.).

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι και οι μη οριστικές (παρεμπίπτουσες) αποφάσεις παράγουν θετικής μορφής ενδοδιαδικαστική δέσμευση, με την έννοια ότι, μέχρις ότου ανακληθούν, παράγουν την ενέργεια που τους αρμόζει, ανεξάρτητα από τα τυχόν ελαττώματά τους. Δεν μπορούν, συνεπώς, οι διάδικοι (ή τα δικαστικά όργανα), επικαλούμενοι σφάλματα, έστω και σοβαρά, να αρνηθούν την εκτέλεση εκείνων που διατάσσονται με τις αποφάσεις αυτές (βλ. Δ. Κονδύλη, Το Δεδικασμένο, Β΄ έκδοση, έτος 2007, σελ. 266-267, ΕφΑθ 10739/1997, Δνη 1999,1111, ΠΠρΑθ 2555/2011, ΕΠολΔ 2012,98, ΠΠρΑθ 1309/1995, Αρμ 1996,76, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Ρητά, δε, τάσσεται από το νόμο ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αιτήσεως ανακλήσεως μη οριστικής αποφάσεως όπως η αίτηση αυτή υποβάλλεται όχι αυτοτελώς, αλλά κατά τη διάρκεια της συζητήσεως της υποθέσεως (εξαιρουμένων των προαναφερόμενων περιπτώσεων στις οποίες δεν ισχύει η απαγόρευση της αυτοτελούς ανάκλησης μη οριστικής απόφασης). Αυτονόητο είναι ότι ως συζήτηση της υποθέσεως νοείται κατά τη διάταξη του ως άνω άρθρου 309 εδ. β΄ ΚΠολΔ, εκείνη που χωρεί μετά τη διενέργεια και ολοκλήρωση των πράξεων που επιτάσσονται με τη μη οριστική απόφαση ή την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας που τάχθηκε προς τούτο, διότι διαφορετικά το άρθρο 309 εδ. β΄ ΚΠολΔ δεν θα είχε πρακτική αξία, αφού θα μπορούσε τότε αμέσως να ζητείται, χωρίς οτιδήποτε άλλο, η ανάκληση των μη οριστικών αποφάσεων με μόνη τη συνυποβολή του αιτήματος για περαιτέρω συζήτηση της υποθέσεως (ΕφΘεσ 2728/1995, Αρμ 1996,492, ΕφΑθ 8941/1991, Δνη 1993,1358, ΠΠρΑθ 172/2011, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ. Βλ. και Ν. Κλαμαρή, Κλήση προς συζήτηση με αυτοτελές αίτημα ή με αυτοτελή σκοπό την ανάκληση μη οριστικής αποφάσεως – Συμβολή στην ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 309 ΚΠολΔ, ΝοΒ 2005, σελ. 1033). Από την απαγόρευση της υποβολής αυτοτελούς αιτήσεως για ανάκληση μη οριστικής αποφάσεως συνάγεται, αφενός μεν ότι δεν μπορεί να υποβληθεί αυτοτελές δικόγραφο με ονομασία ή χαρακτηρισμό «αίτηση ανακλήσεως μη οριστικής αποφάσεως» και αντίστοιχο αυτοτελές αίτημα, αφετέρου δε ότι δεν μπορεί να ασκηθεί – υποβληθεί δικόγραφο με την ονομασία «κλήση» ή «κλήση για συζήτηση» με μοναδικό αίτημα είτε την ανάκληση μη οριστικής αποφάσεως και την εν συνεχεία της ανακλήσεως συζήτηση της υποθέσεως, είτε τη συζήτηση επί της ανακλήσεως και εν συνεχεία την ανάκληση της μη οριστικής αποφάσεως και τη συζήτηση της υποθέσεως, είτε την επίκληση οποιουδήποτε λόγου μη παραδεκτού για την επανάληψη της συζητήσεως της υποθέσεως και τη στο πλαίσιο αυτής – της ενδεχομένως μεθοδευμένης διαδικαστικής ενέργειας – ανάκληση της μη οριστικής αποφάσεως. Μια τέτοιας μορφής κλήση (ή αίτηση) συνιστά σαφή καταστρατήγηση, άλλως θεσμική κατάχρηση δικονομικού δικαιώματος – η οποία απαγορεύεται στο πλαίσιο του αστικού δικονομικού δικαίου – και είναι ευθέως αντίθετη με το γράμμα της διατάξεως, τη σαφή βούληση του νομοθέτη και την τελολογική θεώρηση της διατάξεως του άρθρου 309 του ΚΠολΔ, αφού έτσι με το πρόσχημα και την επικάλυψη της «κλήσεως» δημιουργείται – μη παραδεκτή πάντως – στάση δίκης όχι για να συζητηθεί η υπόθεση, αλλά για να συζητηθεί στην πραγματικότητα η ανάκληση της μη οριστικής αποφάσεως. Επομένως, με κλήση προς συζήτηση δεν μπορεί να επιτευχθεί η ανάκληση μίας μη οριστικής αποφάσεως, όταν στη συζήτηση που λαμβάνει χώρα με αφορμή την κλήση αυτή δεν υποβάλλεται κάποιο άλλο αίτημα που μπορεί παραδεκτά να οδηγεί μόνο του στη συζήτηση χωρίς την παράλληλη υποβολή αιτήματος για ανάκληση. Μία τέτοια κλήση θα είναι απαράδεκτη, δεν δημιουργεί με νόμιμο τρόπο στάση δίκης, η δε συζήτηση με βάση αυτή την κλήση είναι επίσης απαράδεκτη (ΕφΑθ 10739/1997, ο.π., ΕφΘεσ 2728/1995, ο.π., ΠΠρΑθ 2555/2011. Βλ. και Ν. Κλαμαρή, ο.π., σελ. 1041-1043).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή, η οποία συζητήθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη δικάσιμο της 06-05-2014 και, κατόπιν διαδοχικών διακοπών, κατά τις συνεδριάσεις της 03-06-2014, της 18-06-2014, της 27-06-2014 και της 30-06-2014, ιστορούντο τα ακόλουθα: Η πρώτη εναγομένη (εταιρεία με την επωνυμία «…»), της οποίας ο δεύτερος εναγόμενος (P. P.) τυγχάνει διευθύνων σύμβουλος, αποτελεί έναν γιγαντιαίο χρηματοπιστωτικό οργανισμό του Η. Β. με κύριο έργο τα διαχείριση επενδύσεων των ασφαλιστικών οργανισμών και των κεφαλαίων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης αλλά και του ιδιωτικού τομέα. Η τρίτη εναγομένη (εταιρεία με την επωνυμία «…»), της οποίας διευθύνων σύμβουλος ετύγχανε κατά την κατωτέρω αναφερόμενη κρίσιμη περίοδο ο πέμπτος εναγόμενος (C. A.), αποτελεί θυγατρική εταιρεία της πρώτης εναγομένης και έχει ως έργο της τη διαχείριση, διεύθυνση και εποπτεία των αγγλικών επενδυτικών εταιρειών (funds) ανοικτού τύπου (OEICs = Open Ended Investment Companies), οι οποίες υπόκεινται στον έλεγχο της Αρχής Οικονομικών Υπηρεσιών (FSA = Financial Services Authority), δηλαδή της ρυθμιστικής Αρχής του κλάδου των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών στο Η. Β.. Για την αποτελεσματική άσκηση του εποπτικού της ελέγχου, η FSA διορίζει στο διοικητικό συμβούλιο της κάθε OEIC έναν εξουσιοδοτημένο εταιρικό διευθυντή (ACD = Authorised Corporate Director), ήτοι μία εταιρεία προς την οποία έχει χορηγήσει ειδική άδεια λειτουργίας και της οποίας το έργο συνίσταται στον έλεγχο της συνολικής δραστηριότητας της OEIC, έργο για το οποίο λογοδοτεί προς την FSA. Συνήθως, η διαχείριση της OEIC γίνεται από τον ACD, ο οποίος, όμως, έχει τη διακριτική ευχέρεια να αναθέτει την αρμοδιότητά του αυτή σε τρίτο διαχειριστή, ο οποίος διενεργεί κατά την κρίση του και τις επενδύσεις της OEIC, πάντοτε, όμως, με την έγκριση του ACD. Η τρίτη εναγομένη έχει διορισθεί από την FSA εξουσιοδοτημένος εταιρικός διευθυντής (ACD) σε πλήθος επενδυτικών εταιρειών ανοικτού τύπου (OEICs), μεταξύ των οποίων και στους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες με την επωνυμία «C.F. A. C. F.» που δημιουργήθηκαν κατόπιν συμφωνίας που συνήφθη κατά το έτος 2006 στη Μεγάλη Βρετανία μεταξύ της εταιρείας με την επωνυμία «A. I. G. H. L.» και του επενδυτικού οργανισμού με την επωνυμία «C. I. H. L.» με σκοπό τη συλλογή επενδυτικών κεφαλαίων από φυσικά και νομικά πρόσωπα στη Μεγάλη Βρετανία. Τα κεφάλαια που συγκεντρώθηκαν από τα C.F. A. C. F., τον οποίων τη διαχείριση είχε κατά νόμο η τρίτη εναγομένη ως ACD τους και την ανέθεσε στη συνέχεια στη (μη διάδικο) εταιρεία με την επωνυμία «A. F. P. L.», επενδύθηκαν στη συνέχεια στην απόκτηση μετοχών διαφόρων εταιρειών (συνήθως θυγατρικών των C.F. A. C. F. ή συνδεόμενων μ’ αυτά εταιρειών), οι οποίες εισήχθησαν στο Χρηματιστήριο των Νήσων της Μ. (C. I.) και ειδικότερα σ’ αυτό του G., όπου και ήταν διαπραγματεύσιμες. Οι τελευταίες αυτές εταιρείες, που ονομάζονται « » ( ), ελέγχονταν μετοχικά κατά ποσοστό 75% από τα C.F. A. C. F. και ανέθεσαν τη διαχείριση των επενδύσεών τους στην προαναφερόμενη εταιρεία με την επωνυμία «A. F. P. L.», δηλαδή στην εταιρεία που είχε αναλάβει και τη διαχείριση των C.F. A. C. F.. Οι   πραγματοποίησαν επενδύσεις σε διάφορους τομείς στο Η. Β. αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Μεταξύ των εταιρειών αυτών ήταν και η έκτη εναγομένη [εταιρεία με την επωνυμία «A. T. I.C. L.» και ήδη «…»], η οποία πραγματοποίησε επενδύσεις στη ναυτιλιακή αγορά. Κατά το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2009 η τρίτη εναγομένη κατήργησε την ως άνω εταιρεία A. F. P. L. από διαχειρίστρια των C.F. A. C. F.. Στην ως άνω κατάργηση είχε προβεί ουσιαστικά η τρίτη εναγομένη ήδη από το μήνα Μάρτιο του έτους 2009, διατηρώντας έκτοτε την πλήρη ευθύνη της διαχείρισής των C.F. A. C. F.. Κατά τους ίδιους χρόνους την κατήργησε και από διαχειρίστρια των επενδύσεων των  , τοποθετώντας στη θέση της την έβδομη εναγομένη (εταιρεία με την επωνυμία «…»). Συγχρόνως, κατήργησε και τις αυτόνομες καταστατικές διοικήσεις όλων των  , ήτοι και της έκτης εναγομένης, διευθυντής του Δ.Σ. των οποίων τοποθετήθηκε έκτοτε, από τον δεύτερο εναγόμενο (διευθύνοντα σύμβουλο της πρώτης εναγομένης), ο τέταρτος εναγόμενος (H. A.), ο οποίος ετύγχανε πρόεδρος μίας εκ των θυγατρικών εταιρειών της πρώτης εναγομένης. Κατά τον ανωτέρω μήνα (Δεκέμβριο του έτους 2009) ο όγδοος εναγόμενος (J. D.) διορίσθηκε διευθύνων σύμβουλος της έβδομης εναγομένης από τους δεύτερο και τέταρτο των εναγομένων. Περαιτέρω, κατά το μήνα Ιούλιο του έτους 2007 οι εκπρόσωποι της εταιρείας A. F. P. L., που είχε αναλάβει τόσο τη διαχείριση των C.F. A. C. F. όσο και τη διαχείριση των επενδύσεών των προαναφερόμενων   κατά τα προεκτεθέντα, προέβησαν σε διαπραγματεύσεις με τους δωδέκατο και δέκατο τρίτο των εναγόντων (Γ. Κ. και Σ. – Δ. Κ. αντιστοίχως), οι οποίοι ήταν οι απώτατοι δικαιούχοι των μετοχών της εδρεύουσας στη Δ. των Ν. Μ. εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία, με τη σειρά της, ήταν η μοναδική μέτοχος της όγδοης ενάγουσας (εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία έχει την καταστατική της έδρα στη Δ. των Ν. Μ., στην πραγματικότητα, όμως, εδρεύει στη Σ. Αττικής), πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Παναμά πλοίου μεταφοράς χύδην φορτίου (bulk carrier) με την ονομασία «…», διαχειρίστρια του οποίου ήταν η δέκατη ενάγουσα (εταιρεία με την επωνυμία «N. S. L.», η οποία εδρεύει στη Δ. των Ν. Μ. και έχει εγκαταστήσει γραφείο στον Πειραιά δυνάμει του α.ν. 378/1968 και των ν. 27/1975, 2234/1994 και 3752/2009, τυγχάνει δε συμφερόντων των δωδέκατου και δέκατου τρίτου των εναγόντων, οι οποίοι έχουν και την ιδιότητα των διευθυντών της), οι οποίες (διαπραγματεύσεις) είχαν ως αντικείμενο την αναχρηματοδότηση της αγοράς του ανωτέρω πλοίου και την περαιτέρω χρηματοδότηση της ανακατασκευής του. Μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, οι οποίες έλαβαν χώρα στον Πειραιά, συνήφθη στις 27-07-2007 στο Λονδίνο σύμβαση δανείου μεταξύ αφενός μεν της έκτης εναγομένης [πρώην «A. T. I.C. L.» και ήδη «…», η οποία ήταν η εταιρεία κυψέλη μέσω της οποίας τα C.F. A. C. F. πραγματοποιούσαν επενδύσεις στην παγκόσμια ναυτιλιακή αγορά], ως δανειοδότριας, και της A. F. P. L., ως αντιπροσώπου (agent) της έκτης εναγομένης και ως θεματοφύλακα ασφαλείας (trustee) αφετέρου δε της όγδοης ενάγουσας (πλοιοκτήτριας του πλοίου …), ως δανειολήπτριας, δυνάμει της οποίας η έκτη εναγομένη δάνεισε στην όγδοη ενάγουσα το ποσό των 9.700.000 $, μέρος του οποίου (ύψους 4.600.000 $) αφορούσε τις επισκευές του πλοίου και το υπόλοιπο (ύψους 5.100.000 $) αφορούσε την αναχρηματοδότηση της αγοράς του. Σύμφωνα με ρητή πρόβλεψη της ως άνω σύμβασης, οι εργασίες ανακατασκευής θα διενεργούντο στους χώρους του ναυπηγείου της ενδέκατης ενάγουσας (εταιρείας με την επωνυμία «Ν. Σ. Α.Ε..»), στο μετοχικό κεφάλαιο της οποίας συμμετέχουν οι δωδέκατος και δέκατος τρίτος των εναγόντων, οι οποίοι τυγχάνουν αδελφοί, μαζί με άλλα συγγενικά τους πρόσωπα. Την 28-09-2007 συνήφθη συμπληρωματική και τροποποιητική της ανωτέρω σύμβαση δανείου μεταξύ των ίδιων ως άνω συμβαλλομένων και επιπλέον της δέκατης ενάγουσας, με την οποία αυξήθηκε το ποσό του δανείου στο ύψος των 11.530.000 $. Η εκτέλεση των εργασιών μετασκευής του πλοίου … Τ από το προσωπικό των ναυπηγείων της ενδέκατης ενάγουσας υπήρξε υποδειγματική ενώ και η διαχείριση του ως άνω πλοίου από τη δέκατη ενάγουσα υπήρξε επιτυχής, γεγονότα που πιστοποιήθηκαν από τους αξιωματούχους της εταιρείας A. F. P. L. (και περιήλθαν σε γνώση της τρίτης εναγομένης), οι οποίοι, αφού συνεκτίμησαν και τις ικανότητες και τα προσόντα των δωδέκατου και δέκατου τρίτου των εναγόντων, οι οποίοι ασχολήθηκαν προσωπικά με το ως άνω εγχείρημα, συνεπικουρούμενοι και από τον πατέρα τους, δέκατο τέταρτο ενάγοντα (Ν. Κ.), ο οποίος διέθετε πολυετή εμπειρία στον κλάδο της ναυτιλίας και της ναυπήγησης πλοίων, αποφάσισαν να επεκτείνουν τη συνεργασία τους με τους δωδέκατο και δέκατο τρίτο των εναγόντων επενδύοντας τα κεφάλαια που διαχειρίζονταν στην αγορά δεξαμενοπλοίων και τη μετατροπή τους σε φορτηγά πλοία, των οποίων οι ναύλοι εκείνη την εποχή ήταν πολύ ανώτεροι αυτών των δεξαμενοπλοίων. Ειδικότερα, αποφάσισαν να προβούν στη χρηματοδότηση της αγοράς και της μετασκευής των ανωτέρω πλοίων μέσω της έκτης εναγομένης, η οποία πλέον θα καθίστατο και μέτοχος της πλοιοκτήτριας εταιρείας του κάθε πλοίου. Έτσι, συνήφθησαν οι ακόλουθες συμβάσεις δανείου μεταξύ αφενός μεν της έκτης εναγομένης ως δανειοδότριας και της εταιρείας A. F. P. L. ως αντιπροσώπου της αφετέρου δε της εκάστοτε πλοιοκτήτριας του κάθε πλοίου ως δανειολήπτριας: α) η από 24-08-2007 σύμβαση δυνάμει της οποίας η έκτη εναγομένη δάνεισε στην πέμπτη ενάγουσα (εταιρεία με την επωνυμία «…», η οποία έχει την καταστατική της έδρα στη Δ. των Ν. Μ., στην πραγματικότητα, όμως, εδρεύει στη Σ. Αττικής) το ποσό των 24.000.000 $, προκειμένου με το ποσό αυτό να προβεί η τελευταία στην αγορά του υπό σημαία Παναμά δεξαμενοπλοίου (oil product tanker) με την ονομασία «…» (καθιστάμενη έτσι πλοιοκτήτριά του) και στη μετασκευή – μετατροπή του σε πλοίο διπλού κύτους (double side και double bottom). Μέτοχοι της πλοιοκτήτριας του ως άνω πλοίου – πέμπτης ενάγουσας κατέστησαν αφενός μεν η έκτη εναγομένη κατά ποσοστό 25%, αφετέρου δε η ένατη ενάγουσα (εταιρεία με την επωνυμία «…», η οποία έχει την καταστατική της έδρα στη Δ. των Ν. Μ., στην πραγματικότητα, όμως, εδρεύει στη Σ. Αττικής) κατά ποσοστό 75%. Η τελευταία αυτή εταιρεία συστήθηκε από τους δωδέκατο και δέκατο τρίτο των εναγόντων, οι οποίοι ήταν και οι μοναδικοί της μέτοχοι, με ποσοστό 50% ο καθένας. Τη διαχείριση του πλοίου ανέλαβε η δέκατη ενάγουσα, β) η από 18-10-2007 σύμβαση δυνάμει της οποίας η έκτη εναγομένη δάνεισε στην τέταρτη ενάγουσα (εταιρεία με την επωνυμία «L. S. C.», η οποία έχει την καταστατική της έδρα στη Δ. των Ν. Μ., στην πραγματικότητα, όμως, εδρεύει στη Σ. Αττικής) το ποσό των 27.400.000 $, προκειμένου με το ποσό αυτό να προβεί η τελευταία στην αγορά του υπό σημαία Παναμά δεξαμενοπλοίου (oil product tanker) με την ονομασία «….» (καθιστάμενη έτσι πλοιοκτήτριά του) και στη μετασκευή – μετατροπή του σε πλοίο διπλού κύτους (double side και double bottom). Μέτοχοι της πλοιοκτήτριας του ως άνω πλοίου – πέμπτης ενάγουσας κατέστησαν η έκτη εναγομένη και η ένατη ενάγουσα κατά ποσοστό 50% η καθεμία, γ) η από 20-10-2007 σύμβαση δυνάμει της οποίας η έκτη εναγομένη δάνεισε στη δεύτερη ενάγουσα (εταιρεία με την επωνυμία «…», η οποία έχει την καταστατική της έδρα στη Δ. των Ν. Μ., στην πραγματικότητα, όμως, εδρεύει στη Σ. Αττικής) το ποσό των 25.700.000 $, προκειμένου με το ποσό αυτό να προβεί η τελευταία στην αγορά του υπό σημαία Παναμά δεξαμενοπλοίου (oil product tanker) με την ονομασία «…» (καθιστάμενη έτσι πλοιοκτήτριά του), στη μετασκευή – μετατροπή του σε πλοίο μεταφοράς χύδην φορτίου (geared bulk carrier) και στην κάλυψη των αρχικών δαπανών και εξόδων από τη λειτουργία του. Μέτοχοι της πλοιοκτήτριας του ως άνω πλοίου – δεύτερης ενάγουσας κατέστησαν η έκτη εναγομένη και η ένατη ενάγουσα κατά ποσοστό 50% η καθεμία και δ) η από 20-11-2007 σύμβαση δυνάμει της οποίας η έκτη εναγομένη δάνεισε στην έκτη ενάγουσα (εταιρεία με την επωνυμία «…», η οποία έχει την καταστατική της έδρα στη Δ. των Ν. Μ., στην πραγματικότητα, όμως, εδρεύει στη Σ. Αττικής) το ποσό των 27.700.000 $, προκειμένου με το ποσό αυτό να προβεί η τελευταία στην αγορά του υπό σημαία Παναμά δεξαμενοπλοίου (oil product tanker) με την ονομασία «…» (καθιστάμενη έτσι πλοιοκτήτριά του), στη μετασκευή – μετατροπή του σε πλοίο μεταφοράς χύδην φορτίου (geared bulk carrier) και στην κάλυψη των αρχικών δαπανών και εξόδων από τη λειτουργία του. Μέτοχοι της πλοιοκτήτριας του ως άνω πλοίου – έκτης ενάγουσας κατέστησαν η έκτη εναγομένη και η ένατη ενάγουσα κατά ποσοστό 50% η καθεμία. Oι εργασίες επισκευής και μετασκευής των ανωτέρω πλοίων θα διενεργούντο στους χώρους του ναυπηγείου της ενδέκατης ενάγουσας, ενώ τη διαχείριση αυτών ανέλαβε η δέκατη ενάγουσα. Μετά την αγορά του πλοίου …, τα προαναφερόμενα συμβαλλόμενα μέρη των δανειακών συμβάσεων, τα οποία ετύγχαναν συγχρόνως και συνεταίροι σε όλα τα παραπάνω πλοία πλην του πρώτου (…), αποφάσισαν να συνάψουν ένα συμφωνητικό μετόχων (shareholders agreement), στο οποίο θα καθορίζονταν οι εκατέρωθεν υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των μετόχων των πλοιοκτητριών εταιρειών του κάθε πλοίου και συγχρόνως να εντάξουν τις σχέσεις τους υπό μία ενιαία δανειακή σύμβαση. Για την υλοποίηση της ως άνω αποφάσεως η δανειοδότρια εταιρεία – έκτη εναγομένη συνέστησε την πρώτη ενάγουσα (εταιρεία με την επωνυμία «…») με σκοπό η τελευταία να καταστεί αποκλειστική μέτοχος των πλοιοκτητριών εταιρειών (πλην της πλοιοκτήτριας του πλοίου …, όγδοης ενάγουσας), ενώ παράλληλα συνέστησε μία ακόμη εταιρεία, την «A.», με σκοπό η τελευταία να αποκτήσει τις μετοχές της πρώτης ενάγουσας που αναλογούσαν στη συμφωνηθείσα συμμετοχή της σε κάθε πλοίο. Έτσι, καταρτίσθηκε η από 09-04-2008 συμφωνία των μετόχων των ως άνω πλοιοκτητριών εταιρειών (shareholders agreement), με βάση την οποία: Η πρώτη ενάγουσα καθίστατο μοναδική μέτοχος των πλοιοκτητριών εταιρειών των προαναφερόμενων πλοίων …, … και …, καθώς και των κατωτέρω αναφερόμενων πλοίων … και …, και μέτοχος κατά ποσοστό 50% της πλοιοκτήτριας του πλοίου …. Η ένατη ενάγουσα κατέστη μέτοχος κατά ποσοστό 50% της πλοιοκτήτριας του πλοίου … και κατά ποσοστό 50% της πρώτης ενάγουσας. Η (μη διάδικος) εταιρεία A., που αποτελούσε εταιρικό όχημα της έκτης εναγομένης, κατέστη (μη εκτελεστική) μέτοχος κατά ποσοστό 50% της πρώτης ενάγουσας. Επίσης, ανέλαβε την υποχρέωση επιμέλειας για τη χρηματοδότηση των πλοιοκτητριών εταιρειών μέσω της πυραμίδας του επιχειρηματικού ομίλου της πρώτης εναγομένης, και δη μέσω της έκτης εναγομένης, προς το σκοπό της απρόσκοπτης χρηματοδότησης τόσο της μετασκευής των πλοίων μέχρι την πλήρη αποπεράτωσή της όσο και της κατοπινής λειτουργίας του εταιρικού σχήματος. Η ένατη ενάγουσα (διαχειριστική – εκτελεστική μέτοχος της πρώτης ενάγουσας) δεν ανέλαβε οιαδήποτε υποχρέωση οικονομικής συνεισφοράς στο κοινό επιχειρηματικό σχέδιο παρά μόνον υποχρεώθηκε να συνεισφέρει την εμπορική της τεχνογνωσία στον τομέα της ναυτιλίας (ήτοι τις τεχνικές γνώσεις των οργάνων της αναφορικά με την απόκτηση, κατοχή, συντήρηση, εμπορία και λειτουργία των πλοίων και στην υπόδειξη ευκαιριών για περαιτέρω επενδύσεις στον ως άνω τομέα) και την εν γένει επιμέλειά της για τη διαχείριση των πλοίων του στόλου και τη μετασκευή των δεξαμενοπλοίων σε πλοία μεταφοράς ξηρού φορτίου στο χώρο των ναυπηγείων της ενδέκατης ενάγουσας. Με την ως άνω συμφωνία δεσμεύθηκε, μέσω της εταιρείας A., η δανειοδότρια εταιρεία – έκτη εναγομένη, και μέσω αυτής και το επενδυτικό σχήμα όλων των εναγόμενων εταιρειών, ότι θα παρείχαν απεριόριστη χρηματοδότηση για τις επενδύσεις σε αγορές, μετασκευές κλπ πλοίων στις οποίες θα αποφάσιζαν να προβούν από κοινού τα συμβαλλόμενα μέρη. Ειδικότερα προβλέφθηκε ότι τα επενδυτικά κεφάλαια των εναγομένων εταιρειών θα παρέμεναν διαθέσιμα προς χρηματοδότηση της πρώτης ενάγουσας καθ’ όλο τον ιστορικά προβλέψιμο κύκλο μιας ναυτιλιακής επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων και των περιόδων κρίσης και κάμψης των ναυτιλιακών αγορών. Επίσης, αμφότερες οι ομάδες μετόχων της πρώτης ενάγουσας δεσμεύθηκαν να ενεργούν με βάση την καλή πίστη και να καταβάλλουν προσπάθειες επίλυσης των προβλημάτων προς το σκοπό διατήρησης του συνεταιρικού συστήματος. Τέλος, συμφωνήθηκε ότι η καθεμία από τις δύο ομάδες μετόχων θα ευθυνόταν έναντι της άλλης και έναντι της εταιρείας (πρώτης ενάγουσας) για κάθε υποχρέωση που αναλήφθηκε στο πλαίσιο εκπλήρωσης του εταιρικού σκοπού ενόσω διαρκούσε η εταιρεία, αλλά ακόμη και μετά τη λύση της ή την αποχώρηση μίας εκ των δύο ομάδων, εφόσον οι υποχρεώσεις είχαν αναληφθεί πριν από τα γεγονότα αυτά. Ταυτόχρονα με τη συμφωνία των μετόχων υπογράφηκε την 09-04-2008 σύμβαση δανείου ποσού 200.000.000 $ μεταξύ αφενός μεν της έκτης εναγομένης ως δανειοδότριας και της εταιρείας A. F. P. L. ως αντιπροσώπου της αφετέρου δε της πρώτης ενάγουσας ως δανειολήπτριας, προκειμένου με το ποσό του δανείου, το οποίο θα χορηγείτο τμηματικά, να αναχρηματοδοτηθούν τα ήδη υπάρχοντα πλοία (…, …, …, …), να χρηματοδοτηθεί τόσο η αγορά των πλοίων με την ονομασία «…» και «…» καθώς και νέων πλοίων στο μέλλον, όσο και η μετασκευή και μετατροπή τους, και να καλυφθούν οι αρχικές δαπάνες και έξοδα που σχετίζονταν με τη λειτουργία τους αλλά και έκτακτες ανάγκες. Στο πλαίσιο της ανωτέρω συμβάσεως δανείου καταρτίσθηκαν την ίδια ημέρα (09-04-2008) δύο συμπληρωματικές συμφωνίες μεταξύ της έκτης εναγομένης, εκπροσωπούμενης από την ως άνω αντιπρόσωπό της (εταιρεία A. F. P. L.), και της πρώτης ενάγουσας, δυνάμει των οποίων η εν λόγω εναγομένη χορήγησε στην εν λόγω ενάγουσα από το ανωτέρω συμφωνηθέν συνολικό ποσό του δανείου: α) αφενός μεν το επιμέρους ποσό των 31.250.000 $ για την αγορά (έναντι ποσού 16.000.000 $) του υπό σημαία Παναμά δεξαμενοπλοίου (chemical/oil product tanker) με την ονομασία «…» και τη μετασκευή του σε πλοίο μεταφοράς χύδην φορτίου (geared bulk carrier) (έναντι ποσού 15.250.000 $), β) αφετέρου δε το επιμέρους ποσό των 31.750.000 $ για την αγορά (έναντι ποσού 16.500.000 $) του υπό σημαία Παναμά δεξαμενοπλοίου (chemical/oil product tanker) με την ονομασία «…» και τη μετασκευή του σε πλοίο μεταφοράς χύδην φορτίου (geared bulk carrier) (έναντι ποσού 15.250.000 $). Στην αγορά των ως άνω πλοίων συμφωνήθηκε να προβούν αντίστοιχα οι έβδομη και τρίτη των εναγόντων (εταιρείες με την επωνυμία «…» και «…», οι οποίες έχουν την καταστατική τους έδρα στη Δ. των Ν. Μ., στην πραγματικότητα, όμως, εδρεύουν στη Σ. Αττικής). Μοναδική μέτοχος των ως άνω πλοιοκτητριών εταιρειών κατέστη, σύμφωνα με τα ανωτέρω συμφωνηθέντα, η πρώτη ενάγουσα, ενώ τη διαχείριση των πλοίων ανέλαβε η δέκατη ενάγουσα. Μετά τη σύναψη των προαναφερόμενων από 09-04-2008 συμφωνίας μετόχων και συμβάσεως δανείου και μέχρι το μήνα Οκτώβριο του έτους 2008 τα μεν πλοία …, …, … και … παρέμεναν στο ναυπηγείο της ενδέκατης ενάγουσας προς εκτέλεση των εργασιών μετασκευής τους, τα δε πλοία …, … και … ήταν ναυλωμένα με υψηλότατους ναύλους και απέδιδαν σημαντικά χρηματικά ποσά τα οποία εισέπραττε η δανειοδότρια εταιρεία (έκτη εναγομένη). Ωστόσο, ενώ κατά την έναρξη της συνεργασίας μεταξύ των ως άνω μερών η διεθνής ναυλαγορά χύδην φορτίου ήταν σε διαρκή άνοδο, λόγος για τον οποίο αποφασίσθηκε, άλλωστε, από κοινού η αγορά δεξαμενοπλοίων και η μετασκευή τους σε πλοία μεταφοράς χύδην φορτίου, κατά το μήνα Αύγουστο του έτους 2008, εξαιτίας της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, σημειώθηκε κατακόρυφη πτώση των ναύλων των πλοίων αυτού του είδους, γεγονός που είχε ως συνέπεια τη ραγδαία και απότομη πτώση της αξίας των πλοίων αυτών. Εξαιτίας δε αφενός μεν των σφοδρών πιέσεων που δέχονταν η πρώτη και τρίτη των εναγομένων από το επενδυτικό κοινό, το οποίο απαιτούσε την επιστροφή των επενδυθέντων κεφαλαίων του, αφετέρου δε της έναρξης της διαδικασίας ελέγχου των δραστηριοτήτων των εναγομένων από την FSA, αυτές αποφάσισαν στις 13-03-2009 την αναστολή λειτουργίας των C.F. A. C. F. (η οποία συνοδεύθηκε και από την προσωρινή αναστολή διαπραγμάτευσης των μετοχών των   στο Χρηματιστήριο του Γ.) και κατά συνέπεια την αναστολή της χρηματοδότησης της πρώτης ενάγουσας, κατά παράβαση των ανωτέρω αναφερόμενων σχετικών υποχρεώσεων που είχαν αναλάβει με την από 09-04-2008 συμφωνία μετόχων (shareholders agreement). Συγχρόνως, διέταξαν διαχειριστικό έλεγχο και αποτίμηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων (assets) των C.F. A. C. F., προαναγγέλλοντας προς τις εποπτεύουσες Αρχές και το επενδυτικό κοινό ότι, προκειμένου να εξευρεθούν πόροι για πληρωμή των επενδυτών σε διάφορα στάδια, η τρίτη εναγομένη θα προχωρούσε εντός των επόμενων 3-5 ετών σε εύρυθμη ρευστοποίηση των ως άνω περιουσιακών στοιχείων (assets) των C.F. A. C. F.. Δηλαδή, κατά τον μήνα Μάρτιο του έτους 2009 οι ανωτέρω εναγόμενες έλαβαν την απόφαση να προβούν σε ρευστοποίηση της επένδυσής τους στη ναυτιλία διά της αναγκαστικής εκποιήσεως των προαναφερόμενων πλοίων. Τις αποφάσεις τους αυτές οι εναγόμενες τις απέκρυψαν από τους ενάγοντες, οι οποίοι, την ίδια χρονική περίοδο, κατέβαλαν τεράστιες προσπάθειες για την ολοκλήρωση της μετασκευής των πλοίων και την εξεύρεση ναύλων, εν μέσω της δυσμενούς διεθνούς οικονομικής συγκυρίας, προκειμένου να διατηρηθεί η βιωσιμότητα του στόλου και να εξυπηρετείται το δάνειο, προς το σκοπό ευόδωσης του επιχειρηματικού εγχειρήματος που είχαν αναλάβει από κοινού με τις εναγόμενες εταιρείες. Έτσι, από το μήνα Οκτώβριο του έτους 2008 και μέχρι τα τέλη του έτους 2009 άλλα από τα πλοία του στόλου ήταν ναυλωμένα συνεχώς ή κατά περιόδους, παραμένοντας ελλιμενισμένα στο ναυπηγείο της ενδέκατης ενάγουσας ή αγκυροβολημένα σε αλλοδαπούς λιμένες κατά τα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία δεν υπήρχε ναύλωση (…, …, …), άλλα υποβάλλονταν σε εργασίες μετασκευής σε δεξαμενόπλοια (…, …, …), συντήρησης, επισκευής (…) ή επιθεώρησης (…) στο ναυπηγείο της ενδέκατης ενάγουσας, για την αποπεράτωση των οποίων η ως άνω ενάγουσα ανέλαβε από κοινού με τη διαχειρίστρια των πλοίων (δέκατη ενάγουσα) και τους δωδέκατο και δέκατο τρίτο των εναγόντων προσωπικές υποχρεώσεις έναντι ασφαλιστικών οργανισμών, προμηθευτών και άλλων πιστωτών, και άλλα παρέμεναν παροπλισμένα στα ναυπηγεία της ενδέκατης ενάγουσας εν αναμονή της εκτέλεσης των εργασιών μετασκευής τους (…). Κατά τις αρχές του μηνός Ιουλίου του έτους 2009 οι ένατος και δέκατη των εναγομένων, αξιωματούχοι της A. F. P. L., επισκέφθηκαν τα γραφεία της διαχειρίστριας των πλοίων εταιρείας (δέκατης ενάγουσας) και τους χώρους των ναυπηγείων της ενδέκατης ενάγουσας προκειμένου να διενεργήσουν έλεγχο όλων των οικονομικών στοιχείων της κοινής επιχειρήσεως στο πλαίσιο της προετοιμασίας ενός νέου σχεδίου αναδιαρθρώσεως των οικονομικών σχέσεων της δανειοδότριας εταιρείας (έκτης εναγομένης) και των δανειοληπτριών εταιρειών (πρώτης και όγδοης των εναγουσών). Ο έλεγχος αυτός τελούσε υπό την εποπτεία της τρίτης εναγομένης. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής τους οι ως άνω εναγόμενοι ρητά διαβεβαίωσαν τους ενάγοντες ότι η απόφαση της τρίτης εναγομένης ήταν να στηριχθεί το κοινό επιχειρηματικό σχέδιο τον καιρό της κρίσεως, όπως προέβλεπε και η από 09-04-2008 συμφωνία μετόχων, παρά τους διαχειριστικούς περιορισμούς που αντιμετώπιζε η A. F. P. L. λόγω των ελέγχων που διενεργούνταν από την FSA και το πρόβλημα ρευστότητας, το οποίο επίσης διαβεβαίωσαν ότι ήταν προσωρινό. Μετά από σχετικές διαπραγματεύσεις υπογράφηκε κατά τη 17-07-2009 το σχέδιο όρων αναδιαρθρώσεως του δανείου (MoU), με το οποίο καθορίσθηκε η διάρκεια αποπληρωμής του δανείου (15 έτη με επιτόκιο 1%), ενώ επιπλέον συμφωνήθηκε ότι η χρηματοδότηση των εξελισσόμενων επισκευών – μετασκευών των πλοίων και η αποπληρωμή των οφειλών τους προς την ενδέκατη ενάγουσα, οι οποίες είχαν ελεγχθεί ενδελεχώς από τους ένατη και δέκατο των εναγομένων, θα διενεργείτο μέσω των ναύλων τους. Κατά το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2009 συνήφθη η υπ’ αριθμ. 8 τροποποίηση της από 09-04-2008 δανειακής συμβάσεως, σύμφωνα με τους όρους του από 17-07-2009 σχεδίου αναδιαρθρώσεως. Περί τα μέσα Οκτωβρίου και τα μέσα Νοεμβρίου του έτους 2009 οι ένατος και δέκατη των εναγομένων επισκέφθηκαν εκ νέου την Ελλάδα. Κατά τις επισκέψεις τους αυτές οι ως άνω εναγόμενοι, ενεργώντας υπό τις εντολές των λοιπών εναγομένων, αφενός μεν διαβεβαίωναν τους ενάγοντες ότι η τρίτη εναγομένη εξακολουθούσε να στηρίζει το κοινό επιχειρηματικό τους σχέδιο, αφετέρου δε τους παρίσταναν ψευδώς ότι η πλευρά των εναγομένων ενδιαφερόταν για την ολοκλήρωση, με κάθε μέσο και με θυσίες κυρίως των εναγόντων, των ναυπηγικών εργασιών, προκειμένου να αρχίσει η μακρόχρονη και επικερδής κοινή εκμετάλλευσή τους μέσω της πρώτης ενάγουσας κατά τις συμφωνίες της 09-04-2008. Κατά το μήνα Νοέμβριο του έτους 2009 ο διευθυντής της A. F. P. L. ενημέρωσε τους ενάγοντες ότι η τρίτη των εναγομένων είχε αποφασίσει, κατόπιν εντολής της πρώτης αυτών, να αντικαταστήσει στη διαχείριση των επενδύσεων των   την ως άνω εταιρεία (A. F. P. L.) με την έβδομη εναγομένη (εταιρεία με την επωνυμία «…»), η οποία θα διαχειριζόταν στο εξής τις υποθέσεις τόσο της δανειοδότριας εταιρείας (έκτης εναγομένης) όσο και της εταιρείας A., μετόχου της πρώτης ενάγουσας. Ο διευθυντής της έβδομης εναγομένης, J. D. (όγδοος εναγόμενος), ήταν αυτός που, ενεργώντας κατ’ εντολή του τετάρτου εναγομένου (H. A.), διευθυντή του Δ.Σ. της έκτης εναγομένης, ο οποίος με τη σειρά του ενεργούσε κατ’ εντολή του δεύτερου εναγομένου (P. P.), διευθύνοντος συμβούλου της πρώτης εναγομένης, και του πέμπτου εναγομένου (C. A.), διευθύνοντος συμβούλου της τρίτης εναγομένης, ανέλαβε την υλοποίηση, με τη συνδρομή των προαναφερόμενων ένατου και δέκατης των εναγομένων, οι οποίοι είχαν πλέον καταστεί αξιωματούχοι (chief financial officer και head of finance) της έβδομης εναγομένης, της ήδη ειλημμένης σε προγενέστερο χρόνο, κατά τα προεκτεθέντα, απόφασης των εναγομένων να προβούν στην αναγκαστική εκποίηση των προαναφερόμενων πλοίων. Αμέσως μετά την ανάληψη της διαχειρίσεως των   από την έβδομη εναγομένη, ο όγδοος εναγόμενος δήλωσε προς τους ενάγοντες ότι ήταν αναγκαία η αναδιάρθρωση των σχέσεων της δανειοδότριας με τις δανειολήπτριες εταιρείες και ότι το Δ.Σ. των   επιθυμούσε την αποχώρησή τους από τη μετοχική σύνθεση της πρώτης ενάγουσας εταιρείας και κατ’ επέκταση από τη μετοχική σύνθεση των πλοιοκτητριών εταιρειών (δεύτερης έως έβδομης των εναγουσών), των οποίων η τελευταία ήταν μοναδική μέτοχος, ώστε αυτές να περιορισθούν στο ρόλο του δανειοδότη των εναγόντων. Ακολούθησαν διαπραγματεύσεις σχετικά με την αναδιάρθρωση των σχέσεων δανειοδότριας και δανειοληπτριών, οι οποίες διεξήχθησαν μεταξύ των όγδοου, ένατου και δέκατης των εναγομένων από την πλευρά των εναγομένων και των δωδέκατου, δέκατου τρίτου και δέκατου τέταρτου των εναγόντων από την πλευρά των εναγόντων. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, οι οποίες έλαβαν χώρα κατά κύριο λόγο στη Σ. αλλά και στο Λονδίνο, οι ως άνω εναγόμενοι αφενός μεν παρέστησαν ψευδώς στους ενάγοντες ότι η αποχώρηση της A. (θυγατρικής των  ) από τη μετοχική σύνθεση της πρώτης ενάγουσας είχε υπαγορευθεί από την FSA και ήταν επιβεβλημένη προκειμένου να εξακολουθήσει απρόσκοπτα η συνεργασία των δύο πλευρών και η χρηματοδότηση του όλου εγχειρήματος, αφετέρου δε τους διαβεβαίωσαν ότι το Δ.Σ., και δη ο πρόεδρος των   (τέταρτος εναγόμενος), είχε αποφασίσει, μετά την αναδιάρθρωση της δανειακής συμβάσεως, να χορηγηθούν στις πλοιοκτήτριες εταιρείες τα απαραίτητα κεφάλαια για την κάλυψη των απαιτούμενων δαπανών για την εκτέλεση των εργασιών μετασκευής των πλοίων τους και των λειτουργικών τους εξόδων σε βάθος συμβατικού χρόνου, να ορισθεί ως χρόνος αποπληρωμής του δανείου η δωδεκαετία και, παράλληλα, η δανειοδότρια εταιρεία να διατηρήσει το δικαίωμα συμμετοχής στα μελλοντικά κέρδη από την εκμετάλλευση των πλοίων τόσο κατά τη διάρκεια του συμβατικού χρόνου όσο και πέραν αυτού, πείθοντας έτσι τους ενάγοντες ότι οι εναγόμενοι εξακολουθούσαν να θεωρούν εαυτούς ως συνεταίρους σε μία μακροχρόνια επένδυση. Στο πλαίσιο των ως άνω διαπραγματεύσεων υπεγράφη το από 07-12-2009 μνημόνιο κατανόησης (memorandum of understanding) μεταξύ της έκτης εναγομένης (ως δανειοδότριας), της πρώτης ενάγουσας (ως δανειολήπτριας), της ένατης ενάγουσας (ως εκτελεστικής μετόχου της πρώτης ενάγουσας), της δέκατης ενάγουσας (ως διαχειρίστριας των πλοίων – εγγυήτριας) και του δέκατου τέταρτου ενάγοντος (ως εγγυητή), με το οποίο συμφωνήθηκε η έξοδος της εταιρείας A. από τη μετοχική σύνθεση της πρώτης ενάγουσας, η μεταβίβαση των μετοχών της στην ένατη ενάγουσα, η οποία έτσι κατέστη μοναδική μέτοχος της πρώτης ενάγουσας, ο περιορισμός των C.F. A. C. F. σε θέση μόνο δανειοδότη και όχι εταίρου, όπως συνέβαινε έως τότε, και η αποτίμηση του δανείου στο ποσό των 80.000.000 $. Μάλιστα, το δάνειο αποτιμήθηκε στο ποσό αυτό παρότι με εντολή της FSA τα δάνεια έπρεπε να αναπροσαρμοσθούν στις τρέχουσες αξίες των περιουσιακών στοιχείων των δανειοληπτριών εταιρειών και την εποχή εκείνη η αξία των πλοίων του ως άνω στόλου αποτιμάτο στο ποσό των 43.300.000 $. Οι εναγόμενοι, όμως, επέτυχαν, κατόπιν άσκησης πιέσεων στους ενάγοντες, να συμπεριληφθούν και οι τόκοι της δωδεκαετίας στην ονομαστική αξία του δανείου, το οποίο στη συνέχεια παραπλανητικά ονόμασαν άτοκο. Επιπλέον, με το ως άνω μνημόνιο οι ενάγοντες ανέλαβαν τις ακόλουθες υποχρεώσεις: α) να μεταβιβασθούν στην πρώτη ενάγουσα όλες τις μετοχές της πλοιοκτήτριας εταιρείας του πλοίου … (όγδοης ενάγουσας), που μέχρι τότε ανήκαν σε τρίτα πρόσωπα, και όλες οι μετοχές της πλοιοκτήτριας εταιρείας του πλοίου … (πέμπτης ενάγουσας) που μέχρι τότε ανήκαν κατά ποσοστό 50% μόνο στην πρώτη ενάγουσα, ούτως ώστε η τελευταία να καταστεί αποκλειστική μέτοχος των πλοιοκτητριών και των επτά πλοίων του στόλου, και εν συνεχεία να παραχωρηθούν υποθήκες επ’ αυτών προς εξασφάλιση της αξίωσης της έκτης εναγομένης προς απόδοση του δανείου, β) να εγγυηθεί την αποπληρωμή του δανείου η δέκατη ενάγουσα, γ) να χορηγηθεί σε τρεις δόσεις το συνολικό ποσό των 2.500.000 $ από τον δέκατο τέταρτο ενάγοντα προς την πρώτη ενάγουσα υπό τη μορφή κεφαλαίου και όχι ως δάνειο (τελικά καταβλήθηκε μόνο η πρώτη δόση ποσού 500.000 $ κατά την 30-06-2010) και δ) να προβεί η ενδέκατη ενάγουσα σε μερική άφεση του χρέους της πρώτης ενάγουσας προς αυτήν που απέρρεε από την εκτέλεση των εργασιών μετασκευής και επισκευής των ένδικων πλοίων. Ειδικότερα, η ενδέκατη ενάγουσα υποχρεώθηκε να περιορίσει την απαίτησή της έναντι της πρώτης ενάγουσας από την ανωτέρω αιτία (το ύψος της οποίας ανερχόταν στο ποσό των 7.100.000 $ και αφορούσε οφειλές ασφαλιστικών εισφορών προς το Ι.Κ.Α. και λοιπούς ασφαλιστικούς οργανισμούς και συναφή πρόστιμα και τόκους, όπως ρητά αναγνωρίσθηκε από τις έκτη και έβδομη των εναγομένων) στο ποσό των 4.600.000 $, το οποίο συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση αναγκαστικής εκποίησης των πλοίων θα εξοφλείτο από το υπόλοιπο του πλειστηριάσματος, μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης και ποσού 30.000.000 $, που θα εισέπραττε η δανειοδότρια εταιρεία, άλλως η εξόφλησή του θα γινόταν μέσω της αυστηρής διαχείρισης των οικονομικών των πλοίων, άλλως εξ ιδίων με τη μορφή του ατόκου δανείου διάρκειας 5 ετών που υποχρεώθηκε να παράσχει η ενδέκατη ενάγουσα στη δανειοδότρια εταιρεία που αναδέχθηκε την ανωτέρω οφειλή, και ε) να προβεί η δέκατη ενάγουσα σε διαγραφή του ποσού των 500.000 $ που ήδη είχε καταβάλει προς τη δανειοδότρια εταιρεία. Η πλευρά των εναγόντων ωθήθηκε στην υπογραφή του ως άνω μνημονίου και στη συνέχεια στη σύναψη της κατωτέρω αναφερόμενης από 04-02-2010 δανειακής συμβάσεως, τόσο επειδή υπέκυψε στους εκβιασμούς των όγδοου, ένατου και δέκατης των εναγομένων, οι οποίοι απείλησαν ότι σε διαφορετική περίπτωση οι εναγόμενοι θα προέβαιναν σε ενέργειες που θα οδηγούσαν στη διάλυση του στόλου, όσο και λόγω της ύπαρξης στη συμφωνία των ακόλουθων όρων: α) η αποπληρωμή του δανείου θα γινόταν σταδιακώς σε δώδεκα έτη, β) η δανειοδότρια εταιρεία θα συμμετείχε στα καθαρά κέρδη των πλοιοκτητριών εταιρειών κατά ποσοστό 30% κατά τη διάρκεια του ορισθέντος χρόνου για την αποπληρωμή του δανείου και κατά ποσοστό 70% στη συνέχεια, γεγονός δηλωτικό της απόφασης της δανειοδότριας εταιρείας να παραμείνει συνεταίρος των εναγόντων επί μία δωδεκαετία τουλάχιστον και γ) θα καταβάλλονταν στους ενάγοντες ποσό 13.300.000 $ για την ολοκλήρωση της μετασκευής και επισκευής των πλοίων. Σε εκτέλεση του μνημονίου κατανόησης της 07-12-2009 καταρτίσθηκε στις 04-02-2010 μεταξύ της πρώτης ενάγουσας ως δανειολήπτριας και, μεταξύ άλλων, της έκτης εναγομένης ως δανειοδότριας σύμβαση άτοκου δανείου ποσού 93.300.000 $, ο χρόνος αποπληρωμής του οποίου ορίσθηκε δωδεκαετής. Από το συνολικό ποσό του δανείου, το επιμέρους ποσό των 80.000.000 $ αφορούσε την αναχρηματοδότηση του δανείου της προηγούμενης από 09-04-2008 δανειακής σύμβασης, το ποσό του οποίου θεωρήθηκε έτσι εξοφληθέν, το επιμέρους ποσό των 8.000.000 $ εκταμιεύθηκε κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 08-12-2009 και της 07-04-2010 και αφορούσε κεφάλαιο κίνησης της πρώτης ενάγουσας, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 5.300.000 $ εκταμιεύθηκε κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 08-12-2009 και της 22-06-2010 και αφορούσε τη δαπάνη μετασκευής και διενέργειας επιθεώρησης από το Νηογνώμονα των πλοίων …, … και …. Την απόδοση του συνολικού ποσού του δανείσματος εγγυήθηκαν ως αυτοφειλέτες, ενεχόμενοι εις ολόκληρον με τη δανειολήπτρια εταιρεία, η δέκατη (διαχειρίστρια των πλοίων) και ο δέκατος τέταρτος των εναγόντων. Περαιτέρω, άπασες οι πλοιοκτήτριες εταιρείες (δεύτερη έως όγδοη των εναγόντων) παρέσχαν υποθήκες επί των πλοίων τους, περιλαμβανομένων και των πλοίων … και …, τα οποία δεν ανήκαν μέχρι τότε είτε καθόλου (το πρώτο) είτε εξ ολοκλήρου (το δεύτερο) στο στόλο της πρώτης ενάγουσας, αφού η τελευταία δεν είχε καμία μετοχή της πλοιοκτήτριας εταιρείας του πρώτου πλοίου (όγδοης ενάγουσας), ενώ ήταν μέτοχος μόνο κατά ποσοστό 50% της πλοιοκτήτριας εταιρείας του δεύτερου (πέμπτης ενάγουσας). Μάλιστα, η υποθήκη επί του καθενός πλοίου παρασχέθηκε προς εξασφάλιση του συνόλου του δανείου και όχι του μέρους αυτού που αφορούσε την εκάστοτε πλοιοκτήτρια. Στη δανειακή σύμβαση έλαβε μέρος και η ενδέκατη ενάγουσα, όχι ως υπόχρεη προς καταβολή κάποιου ποσού αλλά ως τρίτο μέρος που έλαβε γνώση των όρων της σύμβασης που αναφέρονταν στη μετασκευή και επισκευή των πλοίων, αφού την εκτέλεση των εργασιών αυτών είχε αναλάβει η ίδια και οι συγκεκριμένοι όροι αφορούσαν τον τρόπο εξόφλησης των σχετικών απαιτήσεών της, τις οποίες αναγνώρισαν οι εναγόμενοι. Τέλος, σύμφωνα με ρητό όρο της σύμβασης τα C.F. A. C. F. θα δικαιούνταν μερίδιο από τα κέρδη της πρώτης ενάγουσας, το οποίο θα ανερχόταν σε ποσοστό 30% αρχικά (ήτοι για τα πρώτα 40.000.000 $) και σε ποσοστό 70% στη συνέχεια. Την ίδια ημέρα (04-02-2010) υπεγράφη και η πράξη πέρατος της εταιρικής σχέσης που συνέδεε από το μήνα Απρίλιο του έτους 2008 έως τότε τη δανειοδότρια έκτη εναγομένη με την ένατη ενάγουσα. Μετά την κατάρτιση της από 04-02-2010 δανειακής σύμβασης, οι εναγόμενοι έθεσαν υπό ασφυκτικό καθημερινό λογιστικό έλεγχο τις πλοιοκτήτριες εταιρείες (δεύτερη έως όγδοη των εναγόντων), τη μοναδική μέτοχο αυτών (πρώτη ενάγουσα) και τη διαχειρίστρια των πλοίων (δέκατη ενάγουσα) με σκοπό να δημιουργήσουν προσκόμματα στην ομαλή επιχειρηματική λειτουργία τους σε καιρό κατά τον οποίο ο κλάδος της ναυτιλίας διερχόταν κρίση διεθνώς και, συνακόλουθα, να τις καταστήσουν υπερήμερες ως προς την εξόφληση των δόσεων του δανείου, ώστε να κηρύξουν αυτό ληξιπρόθεσμο και απαιτητό στο σύνολό του και να προβούν στη συνέχεια στην κατάσχεση και τον πλειστηριασμό των πλοίων, σε υλοποίηση της προαναφερόμενης απόφασής τους για ρευστοποίηση της επένδυσής τους στον τομέα της ναυτιλίας. Επειδή, ωστόσο, ο πλειστηριασμός όσων από τα πλοία τελούσαν ακόμα από επισκευή ή μετασκευή (…, …, …) ενόσω βρίσκονταν ακόμα στα ναυπηγεία της ενδέκατης ενάγουσας, θα απέβαινε ασύμφορος για τους εναγόμενους αφού από το ούτως ή άλλως εξαιρετικά χαμηλό πλειστηρίασμα που θα επιτυγχανόταν από την αναγκαστική εκποίηση των ανωτέρω πλοίων στην κατάσταση που βρίσκονταν τότε αυτά θα ικανοποιούνταν προνομιακά οι απαιτήσεις της εν λόγω ενάγουσας, αυτοί επέλεξαν να αναμείνουν την αποπεράτωση των ανωτέρω ναυπηγικών εργασιών και τον απόπλου των πλοίων από το χώρο των ως άνω ναυπηγείων. Μάλιστα, προκειμένου να αποκρύψουν τις αληθινές προθέσεις τους από τους ενάγοντες και να τους πείσουν να επισπεύσουν τη μετασκευή των ανωτέρω πλοίων, οι εναγόμενοι προφασίσθηκαν, διά των εκπροσώπων τους ένατου και δέκατης των εναγομένων, κατά το μήνα Μάρτιο του έτους 2010 ότι σκόπευαν να επενδύσουν στην αγορά και άλλων πλοίων (επωφελούμενοι από την πτώση των τιμών τους) κατά τον τρόπο που είχαν πράξει στο παρελθόν (χρηματοδοτώντας, δηλαδή, την αγορά τους και συμμετέχοντας εν συνεχεία στο μετοχικό κεφάλαιο της εκάστοτε πλοιοκτήτριας εταιρείας εξ ημισείας με τους ενάγοντες). Κατ’ αυτόν τον τρόπο προκάλεσαν την απατηλή εντύπωση στους ενάγοντες ότι όχι μόνο διατηρούσαν την πρόθεση να συνεχίσουν την εταιρική τους συνεργασία με τους τελευταίους, παρά τις τροποποιήσεις που επέφεραν στις μεταξύ τους συμβατικές σχέσεις το μνημόνιο κατανόησης της 07-12-2009 και η δανειακή σύμβαση της 04-02-2010, αλλ’ ότι σκόπευαν και να την επεκτείνουν με την από κοινού αγορά και εκμετάλλευση νέων πλοίων. Μετά την ολοκλήρωση, όμως, κατά το μήνα Αύγουστο του έτους 2010 της μετασκευής και του τελευταίου πλοίου (…) και τον απόπλου του από τα ναυπηγεία της ενδέκατης ενάγουσας, και αφού κατά τον ίδιο μήνα υποχρέωσαν τον δέκατο τέταρτο των εναγομένων, μετερχόμενοι απατηλά μέσα και απειλές κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, να προβεί σε σύναψη σύμβασης αφέσεως χρέους με την πρώτη ενάγουσα, με την οποία παραιτήθηκε από την αξίωσή του έναντι της τελευταίας προς απόδοση του ποσού των 369.500 $ που της είχε δανείσει κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 01-03-2010 και της 18-06-2010, οι εναγόμενοι έπαυσαν πλέον να προφασίζονται ότι επιθυμούσαν τη συνέχιση της συνεργασίας τους με τους ενάγοντες και επεδίωξαν την άμεση αναγκαστική εκποίηση των πλοίων ώστε να ικανοποιήσουν έστω εν μέρει το επενδυτικό κοινό που απαιτούσε την επιστροφή των επενδυθέντων στα C.F. A. C. F. κεφαλαίων του. Έτσι, εκμεταλλευμένη η δανειοδότρια εταιρεία (έκτη εναγομένη) τη μη πληρωμή ολόκληρης της δόσης του δανείου που είχε ορισθεί καταβλητέα κατά την 29-10-2010 (και ειδικότερα της πληρωμής μόνο ποσού 100.000 $ έναντι του οφειλόμενου για την ανωτέρω δόση ποσού των 542.000 $), κατήγγειλε τη σύμβαση δανείου και κήρυξε ολόκληρο το δάνειο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό στις 16-11-2010. Κατόπιν αυτού η ως άνω εναγομένη προέβη διαδοχικά: α) κατά την 08-12-2010 στη Σ. στην κατάσχεση του πλοίου …, το οποίο πλειστηριάσθηκε κατά το μήνα Ιούλιο του έτους 2011 στον ίδιο τόπο έναντι πλειστηριάσματος ποσού 6.000.000 $, β) κατά τα τέλη του μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2010 στο Χ. Κ. στην κατάσχεση του πλοίου …, το οποίο πλειστηριάσθηκε στον ίδιο τόπο στις 02-03-2011 έναντι πλειστηριάσματος ποσού 4.751.100 $, γ) κατά τα τέλη του μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2010 στη Σ. στην κατάσχεση του πλοίου …, το οποίο πλειστηριάσθηκε στον ίδιο τόπο στις 18-03-2011 έναντι πλειστηριάσματος ποσού 4.409.708 $, δ) κατά το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2011 στο Γ. στην κατάσχεση του πλοίου …, το οποίο πλειστηριάσθηκε στον ίδιο τόπο κατά τα μέσα του ίδιου ως άνω μηνός έναντι πλειστηριάσματος ποσού 4.121.392 $, και ε) κατά την 26-01-2011 στη Ν.α στην κατάσχεση των πλοίων …, … και …, τα δύο πρώτα εκ των οποίων πλειστηριάσθηκαν στον ίδιο τόπο στις 12-05-2011 έναντι πλειστηριάσματος ποσού 3.000.000 $ περίπου για το καθένα, ενώ το τρίτο επίσης πλειστηριάσθηκε στον ανωτέρω τόπο έναντι πλειστηριάσματος ποσού 3.500.000 $. Το σύνολο του επιτευχθέντος πλειστηριάσματος από τον πλειστηριασμό των ανωτέρω πλοίων ανήλθε στο ποσό των 28.000.000 $ περίπου, το οποίο υπολειπόταν σημαντικά της αξίας των πλοίων (43.300.000 $), όπως αυτή είχε αποτιμηθεί περί τα τέλη του έτους 2009 σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Μάλιστα, από το ανωτέρω συνολικό ποσό του πλειστηριάσματος, ποσό άνω των 10.000.0000 $ αναλώθηκε για την κάλυψη των εξόδων εκτέλεσης. Στην αναγκαστική εκποίηση των πλοίων προέβη η έκτη εναγομένη αφού προηγουμένως είχαν απορριφθεί εκ μέρους των εναγομένων καταχρηστικά, με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή, οι προτάσεις αναχρηματοδότησης του δανείου που υποβλήθηκαν, κατόπιν ενεργειών των εναγόντων, από τον πιστωτικό  οργανισμό F. κατά τα τέλη του έτους 2010 και από την ελληνική τράπεζα … κατά τις αρχές του έτους 2011. Μάλιστα, η κατάσχεση των πλοίων επιβλήθηκε σε χρόνο κατά τον οποίο άπαντα ήταν ναυλωμένα, αναμενόταν δε η είσπραξη δεδουλευμένων ναύλων ύψους 1.000.000 $ από τη ναύλωση του πλοίου … ειδικότερα, γεγονότα τα οποία, συνδυαζόμενα με τη διαφαινόμενη άνοδο των ναύλων των δεξαμενοπλοίων, καθιστούσαν βέβαιη τη μελλοντική πλήρη εξυπηρέτηση του δανείου.

Από την προπεριγραφόμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων, η οποία συνιστά, κατά τους ισχυρισμούς των εναγόντων, και την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής απάτης, οι ενάγοντες υπέστησαν τις ακόλουθες περιουσιακές ζημίες: Οι πλοιοκτήτριες των πλειστηριασθέντων πλοίων (δεύτερη έως όγδοη των εναγόντων) απώλεσαν τα πλοία τους, που αποτελούσαν και τα μοναδικά περιουσιακά τους στοιχεία. Υπέστη, έτσι, η καθεμία εξ αυτών ζημία ισόποση με την αξία που είχε το πλοίο της κατά το χρόνο του πλειστηριασμού του, κατά την οποία (αξία) μειώθηκε αντιστοίχως το ενεργητικό της περιουσίας της. Έτσι, η ζημία της δεύτερης ενάγουσας (πλοιοκτήτριας του πλοίου …) ανήλθε στο ποσό των 9.250.000 $, η ζημία της τρίτης ενάγουσας (πλοιοκτήτριας του πλοίου …) ανήλθε στο ποσό των 5.500.000 $, η ζημία της τέταρτης ενάγουσας (πλοιοκτήτριας του πλοίου …) ανήλθε στο ποσό των 6.250.000 $, η ζημία της πέμπτης ενάγουσας (πλοιοκτήτριας του πλοίου …) ανήλθε στο ποσό των 5.750.000 $, η ζημία της έκτης ενάγουσας (πλοιοκτήτριας του πλοίου …) ανήλθε στο ποσό των 10.500.000 $, η ζημία της έβδομης ενάγουσας (πλοιοκτήτριας του πλοίου …) ανήλθε στο ποσό των 7.250.000 $ και η ζημία της όγδοης ενάγουσας (πλοιοκτήτριας του πλοίου …) ανήλθε στο ποσό των 7.500.000 $. Η μοναδική μέτοχος των ανωτέρω πλοιοκτητριών εταιρειών και εφοπλίστρια όλων των πλοίων (πρώτη ενάγουσα) απώλεσε, συνεπεία της αναγκαστικής εκποιήσεως αυτών, τα έσοδα που θα αποκόμιζε με πιθανότητα από την εκμετάλλευση (εκναύλωσή) τους, σύμφωνα με τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και με βάση τα προπαρασκευαστικά μέτρα που είχαν ληφθεί από τη διαχειρίστρια και τις πλοιοκτήτριες των πλοίων εταιρείες για την εκμετάλλευσή τους, κατά τη χρονική περίοδο των ετών 2011 έως 2023. Τα έσοδα αυτά συνίσταντο στο μερίδιο που αναλογούσε στην πρώτη ενάγουσα επί των καθαρών κερδών από την εκναύλωση των πλοίων (70%), με βάση την προαναφερόμενη σχετική συμφωνία της με τη δανειοδότρια εταιρεία (έκτη εναγομένη). Τα δε καθαρά κέρδη συνίσταντο στο υπόλοιπο που θα προέκυπτε από την αφαίρεση των λειτουργικών εξόδων των πλοίων (αμοιβές και έξοδα πληρώματος, ασφάλιστρα, δαπάνες συντήρησης, δαπάνες προμήθειας εφοδίων, τροφοεφοδίων και λιπαντικών, δαπάνες τηλεπικοινωνιών και αμοιβές και δαπάνες της διαχειρίστριας εταιρείας) και των ποσών που έπρεπε να καταβληθούν για την αποπληρωμή των δόσεων της δανειακής συμβάσεως, τα οποία αναλυτικώς προσδιορίζονται στην αγωγή, από το ποσό των ναύλων που επρόκειτο να εισπραχθεί κατά την προαναφερόμενη χρονική περίοδο, το οποίο επίσης εξειδικεύεται στην αγωγή. Με βάση δε τους μαθηματικούς υπολογισμούς που αποτυπώνονται στο αγωγικό δικόγραφο, η συνολική αποθετική ζημία της πρώτης ενάγουσας από την ανωτέρω αιτία ανήλθε στο ποσό των 28.309.714,30 $. Η διαχειρίστρια των πλοίων εταιρεία (δέκατη ενάγουσα) απώλεσε, συνεπεία της απατηλής συμπεριφοράς των εναγομένων, το ποσό των 500.000 $, το οποίο είχε καταβάλει τμηματικά για τις ανάγκες ενίσχυσης του στόλου, υπό τη μορφή δανείου προς τη δανειοδότρια εταιρεία (έκτη εναγομένη), κατά το δεύτερο ήμισυ του έτους 2009, με τη συμφωνία να της αποδοθεί με την πρώτη ευκαιρία ρευστότητας. Την απαίτησή της προς απόδοση του ως άνω δανείσματος η δέκατη ενάγουσα υποχρεώθηκε να διαγράψει (άφεση χρέους) με το από 07-12-2009 μνημόνιο κατανόησης, πειθόμενη στις ψευδείς διαβεβαιώσεις των εναγομένων ότι θα ανακτούσε το ποσό αυτό μέσω των εσόδων που θα αποκόμιζε από τη μελλοντική διαχείριση των πλοίων στο πλαίσιο της εταιρικής συνεργασίας μεταξύ των διαδίκων, η οποία επρόκειτο να είναι μακροχρόνια. Επιπλέον, απώλεσε και το ποσό των 213.750 $, στο οποίο συνίστατο η αμοιβή που της οφειλόταν από την πρώτη ενάγουσα για την παροχή των υπηρεσιών διαχείρισης των ένδικων πλοίων κατά τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο του έτους 2010. Το ανωτέρω ποσό επρόκειτο να της καταβληθεί με την είσπραξη των ναύλων του επόμενου χρονικού διαστήματος, πλην όμως κάτι τέτοιο ουδέποτε συνέβη λόγω της μεσολαβήσασας αναγκαστικής εκποίησης των πλοίων. Επομένως, το σύνολο της θετικής ζημίας που υπέστη η δέκατη ενάγουσα από τις ανωτέρω ζημίες ανήλθε στο ποσό των 713.750 $. Πέραν αυτών, η εν λόγω ενάγουσα υπέστη αποθετική ζημία, καθώς απώλεσε, συνεπεία της αναγκαστικής εκποιήσεως των πλοίων, τα έσοδα που θα αποκόμιζε με πιθανότητα από τη διαχείρισή τους, σύμφωνα με τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, κατά τη χρονική περίοδο των ετών 2011 έως 2023. Τα έσοδα αυτά συνίσταντο στο καθαρό κέρδος της ενάγουσας από την παροχή των διαχειριστικών υπηρεσιών της, το οποίο υπολογίζεται σε ποσοστό 20% επί της συμφωνηθείσας αμοιβής της (η οποία ανερχόταν στο ποσό των 750 $ ημερησίως για κάθε πλοίο). Με βάση δε τους μαθηματικούς υπολογισμούς που αποτυπώνονται στο αγωγικό δικόγραφο, η συνολική αποθετική ζημία της δέκατης ενάγουσας από την ανωτέρω αιτία ανήλθε στο ποσό των 3.939.600 $. Η εταιρεία που ανέλαβε εργολαβικά και εκτέλεσε τις εργασίες μετασκευής και επισκευής των ένδικων πλοίων (ενδέκατη ενάγουσα) απώλεσε το συνολικό ποσό των 6.600.000 $. Ειδικότερα, από το σύνολο της οφειλόμενης από την πρώτη ενάγουσα προς την ενδέκατη ενάγουσα αμοιβής για την εκτέλεση των ανωτέρω εργασιών, η οποία ανήλθε στο ποσό των 28.046.684,79 € κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή, απέμενε ανεξόφλητο κατά το χρόνο κατάρτισης του από 07-12-2009 μνημονίου κατανόησης, ένα επιμέρους ποσό σε ευρώ το ισάξιο του οποίου σε δολάρια Η.Π.Α. με βάση την τότε ισχύουσα συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ των δύο νομισμάτων ανερχόταν στο ποσό των 7.100.000 $. Την ύπαρξη της οφειλής αυτής της πρώτης ενάγουσας αναγνώρισαν με το προαναφερόμενο μνημόνιο κατανόησης και την από 04-02-2010 σύμβαση δανείου άπαντα τα εκεί συμβαλλόμενα μέρη. Όπως, όμως, προεκτέθηκε, η ενδέκατη ενάγουσα υποχρεώθηκε τόσο με το από 07-12-2009 μνημόνιο κατανόησης όσο και με την από 04-02-2010 δανειακή σύμβαση να περιορίσει την ως άνω απαίτησή της έναντι της πρώτης ενάγουσας στο ποσό των 4.600.000 $, προβαίνοντας σε μερική άφεση του ως άνω χρέους ως προς το ποσό των 2.500.000 $, επειδή πείσθηκε στις ψευδείς διαβεβαιώσεις των εναγομένων ότι η εταιρική συνεργασία μεταξύ των διαδίκων θα συνεχιζόταν επί 12 τουλάχιστον ακόμη έτη, κατά τη διάρκεια των οποίων αφενός μεν θα εισέπραττε το οφειλόμενο, μετά τον ως άνω περιορισμό, χρηματικό ποσό, αφετέρου δε θα αποκόμιζε επιπλέον κέρδη ως ο αποκλειστικός ναυπηγικός συνεργάτης του ανωτέρω στόλου. Προκειμένου δε να ενισχύσουν την πλάνη της, οι εναγόμενοι της υποσχέθηκαν ότι θα μεριμνούσαν οι ίδιοι για την εξόφληση της μειωθείσας, κατά τα ανωτέρω, απαίτησής της. Τελικά, πλην του ποσού ύψους 500.000 $ που της καταβλήθηκε κατά το μήνα Ιανουάριο του έτους 2010 σε μερική εξόφληση της ως άνω απαίτησής της, ουδέν άλλο ποσό εισέπραξε η ενδέκατη ενάγουσα για την ανωτέρω αιτία. Αντιθέτως, παραπλανηθείσα από τις παραπάνω ψευδείς δηλώσεις των εναγομένων, δεν προέβη στην κατάσχεση των πλοίων όσο αυτά βρίσκονταν στο χώρο των ναυπηγείων της, παρά επέτρεψε τον απόπλου τους και την απομάκρυνσή τους από την Ελλάδα, με αποτέλεσμα να κατασχεθούν αυτά από την έκτη εναγομένη σε τρίτες χώρες, όπου και διενεργήθηκε ο πλειστηριασμός τους, και να στερηθεί έτσι τη δυνατότητα προνομιακής ικανοποίησης της απαίτησής της. Ενόψει αυτών, η ενδέκατη ενάγουσα υπέστη θετική ζημία ίση με το ποσό της μη ικανοποιηθείσας απαίτησής της, το οποίο ανέρχεται στα 6.600.000 $, αφού η προαναφερόμενη μερική άφεση χρέους είναι άκυρη, καθώς προέβη σ’ αυτήν επειδή παρασύρθηκε με απάτη. Ο δέκατος τέταρτος εναγόμενος απώλεσε το συνολικό ποσό του 1.233.500 $. Ειδικότερα, ο εν λόγω εναγόμενος, πειθόμενος στις ψευδείς διαβεβαιώσεις των εναγομένων περί συνέχισης της εταιρικής συνεργασίας τους με τους ενάγοντες επί δώδεκα τουλάχιστον ακόμη έτη, αφενός μεν προέβη περί τα τέλη του μηνός Αυγούστου του έτους 2010 σε σύναψη σύμβασης αφέσεως χρέους με την πρώτη ενάγουσα, με την οποία παραιτήθηκε από την αξίωσή του έναντι της τελευταίας προς απόδοση του ποσού των 369.500 $ που της είχε δανείσει κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 01-03-2010 και της 18-06-2010 και η οποία τυγχάνει άκυρη ως προϊόν απάτης, αφετέρου δε κατέβαλε στη δανειοδότρια εταιρεία (έκτη εναγομένη) κατά την 30-06-2010 το ποσό των 500.000 $ συμμορφούμενος σε σχετικό όρο του από 07-12-2009 μνημονίου κατανόησης και της από 04-02-2010 δανειακής συμβάσεως, ενώ, τέλος, κατέβαλε στην ίδια διάδικο κατά την 29-07-2010 το υπόλοιπο της δόσης του δανείου που έπρεπε να πληρωθεί από τη δανειολήπτρια πρώτη ενάγουσα προς τη δανειοδότρια έκτη εναγομένη κατά το μήνα Ιούλιο του έτους 2010, το οποίο ανερχόταν στο ποσό των 364.000 $. Υπέστη έτσι θετική ζημία ίση με το άθροισμα των ανωτέρω ποσών (369.500 + 500.000 + 364.000 = 1.233.500 $).

Πέραν των ανωτέρω, η άκαιρη, παράνομη και καταχρηστική επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης εκ μέρους των εναγομένων σε βάρος των πλοιοκτητριών εταιρειών (δεύτερης έως όγδοης των εναγόντων), που κατέληξε στην αναγκαστική εκποίηση όλων των πλοίων του στόλου του οποίου ασκούσε την εκμετάλλευση η πρώτη ενάγουσα, ως εφοπλίστρια, σε συνδυασμό με τις αναλυτικά εκτιθέμενες στην αγωγή ενέργειες στις οποίες προέβησαν οι εναγόμενοι με σκοπό τη δυσφήμηση της εν λόγω ενάγουσας στο επενδυτικό κοινό και τις Χρηματοοικονομικές Αρχές του Η. Β., είχαν ως συνέπεια να πληγεί το κύρος, η φήμη, το εμπορικό σήμα και η πίστη της ανωτέρω ενάγουσας σε διεθνές επίπεδο και να υποστεί αυτή ηθική βλάβη. Για τους ίδιους λόγους αλλά και εξαιτίας του γεγονότος ότι στο πλαίσιο της διαχείρισης των ως άνω πλοίων και λόγω της ελλιπούς χρηματοδότησής τους εκ μέρους των εναγομένων, ανέλαβε η ίδια υποχρεώσεις τις οποίες κατέστη αδύνατο να εκπληρώσει, και συγκεκριμένα ανέλαβε την πληρωμή χρεών των πλοίων αυτών προς τρίτους πιστωτές, το ύψος των οποίων ανερχόταν στο ποσό των 9.000.000 $ περίπου, υπέστη ηθική βλάβη και η δέκατη ενάγουσα. Εξάλλου, η διενέργεια της αναγκαστικής εκποίησης των μετασκευασθέντων από την ενδέκατη ενάγουσα πλοίων υπό τις προεκτεθείσες συνθήκες που στέρησαν στην τελευταία τη δυνατότητα να ικανοποιηθεί προνομιακά από το επιτευχθέν πλειστηρίασμα, είχε ως αποτέλεσμα την αδυναμία της να εξοφλήσει της οφειλές της προς το Ι.Κ.Α. και άλλους ασφαλιστικούς οργανισμούς, με περαιτέρω συνέπεια την απώλεια της ασφαλιστικής της ενημερότητας, τη λήψη διοικητικών μέτρων σε βάρος της και την άσκηση ποινικών διώξεων σε βάρος των νομίμων εκπροσώπων της, την αδυναμία χρηματοδότησής της από πιστωτικά ιδρύματα και τελικά την οικονομική καταστροφή της. Επιπλέον, οι εναγόμενοι τη δυσφήμησαν στο Η. Β. εμφανίζοντάς την ως μία εταιρεία ανίκανων και απατεώνων ελλήνων επιχειρηματιών. Εξαιτίας της ανωτέρω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων τρώθηκε ανεπανόρθωτα το κύρος, η φήμη και η επαγγελματική πίστη της ενδέκατης ενάγουσας και, συνακόλουθα, προκλήθηκε σ’ αυτήν ηθική βλάβη. Αλλά και οι δωδέκατος, δέκατος τρίτος και δέκατος τέταρτος υπέστησαν ηθική βλάβη, εξαιτίας της τρώσης της φήμης τους ως ικανών ναυτιλιακών παραγόντων, συμβούλων και επιχειρηματιών με την αναγκαστική εκποίηση του στόλου τον οποίο διαχειρίσθηκαν και τη συστηματική δυσφήμησή τους από τους εναγόμενους μέσω δημοσιεύσεων στον βρετανικό τύπο και το διαδίκτυο και ανακοινώσεων προς τις αγγλικές Αρχές στις οποίες παρουσιάζονταν οι ως άνω ενάγοντες ως αποκλειστικά υπαίτιοι της αποτυχίας της ως άνω επένδυσης των εναγομένων στον τομέα της ναυτιλίας, και της άσκησης ποινικών διώξεων εις βάρος του δωδέκατου ενάγοντος για μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών προς το Ι.Κ.Α., καθώς και σε βάρος του ίδιου και του δέκατου τρίτου ενάγοντος για έκδοση ακάλυπτων μεταχρονοληγημένων επιταγών. Ηθική βλάβη, τέλος, υπέστη και η ένατη ενάγουσα. Επομένως, οι συγκεκριμένοι ενάγοντες δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση.

Με βάση τα περιστατικά αυτά, οι ενάγοντες ζητούσαν, όπως τα καταψηφιστικά αιτήματα της αγωγής που αφορούν την αποζημίωση και τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του καθενός από τους ενάγοντες παραδεκτά περιορίσθηκαν, εν όλω ή εν μέρει, σε αναγνωριστικά, κατ’ άρθρ. 295 και 297 ΚΠολΔ, με δήλωση των πληρεξουσίων τους δικηγόρων που καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την υπ’ αριθμ. 3805/2014 μη οριστική απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, α) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, (i) στην πρώτη ενάγουσα το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 28.255.491,48 $ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο ανωτέρω νομισμάτων κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής, άλλως κατά το χρόνο πληρωμής, άλλως κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής (οπότε το ισάξιο σε ευρώ του ως άνω ποσού δολαρίων Η.Π.Α. ήταν 21.400.000 €) ως αποζημίωση και το ποσό των 4.949.956 € ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, (ii) στη δεύτερη ενάγουσα το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 9.250.000 $ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο ανωτέρω νομισμάτων κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής, άλλως κατά το χρόνο πληρωμής, άλλως κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής (οπότε το ισάξιο σε ευρώ του ως άνω ποσού δολαρίων Η.Π.Α. ήταν 7.005.718,10 €) ως αποζημίωση, (iii) στην τρίτη ενάγουσα το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 5.500.000 $ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο ανωτέρω νομισμάτων κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής, άλλως κατά το χρόνο πληρωμής, άλλως κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής (οπότε το ισάξιο σε ευρώ του ως άνω ποσού δολαρίων Η.Π.Α. ήταν 4.165.562,10 €) ως αποζημίωση, (iv) στην τέταρτη ενάγουσα το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 6.250.000 $ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο ανωτέρω νομισμάτων κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής, άλλως κατά το χρόνο πληρωμής, άλλως κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής (οπότε το ισάξιο σε ευρώ του ως άνω ποσού δολαρίων Η.Π.Α. ήταν 4.733.593,30 €) ως αποζημίωση, (v) στην πέμπτη ενάγουσα το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 5.750.000 $ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο ανωτέρω νομισμάτων κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής, άλλως κατά το χρόνο πληρωμής, άλλως κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής (οπότε το ισάξιο σε ευρώ του ως άνω ποσού δολαρίων Η.Π.Α. ήταν 4.354.905 €) ως αποζημίωση, (vi) στην έκτη ενάγουσα το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 10.500.000 $ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο ανωτέρω νομισμάτων κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής, άλλως κατά το χρόνο πληρωμής, άλλως κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής (οπότε το ισάξιο σε ευρώ του ως άνω ποσού δολαρίων Η.Π.Α. ήταν 7.952.436,80 €) ως αποζημίωση, (vii) στην έβδομη ενάγουσα το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 7.250.000 $ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο ανωτέρω νομισμάτων κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής, άλλως κατά το χρόνο πληρωμής, άλλως κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής (οπότε το ισάξιο σε ευρώ του ως άνω ποσού δολαρίων Η.Π.Α. ήταν 5.490.968,30 €) ως αποζημίωση, (viii) στην όγδοη ενάγουσα το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 7.500.000 $ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο ανωτέρω νομισμάτων κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής, άλλως κατά το χρόνο πληρωμής, άλλως κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής (οπότε το ισάξιο σε ευρώ του ως άνω ποσού δολαρίων Η.Π.Α. ήταν 5.680.312 €) ως αποζημίωση, (ix) στην ένατη ενάγουσα το ποσό των 100.000 € ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, (x) στη δέκατη ενάγουσα το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 4.439.600 $ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο ανωτέρω νομισμάτων κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής, άλλως κατά το χρόνο πληρωμής, άλλως κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής (οπότε το ισάξιο σε ευρώ του ως άνω ποσού δολαρίων Η.Π.Α. ήταν 3.362.441,46 €) ως αποζημίωση και το ποσό των 960.356 € ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, (xi) στην ενδέκατη ενάγουσα το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 6.071.859,99 $ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο ανωτέρω νομισμάτων κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής, άλλως κατά το χρόνο πληρωμής, άλλως κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής (οπότε το ισάξιο σε ευρώ του ως άνω ποσού δολαρίων Η.Π.Α. ήταν 4.598.674,50 €) ως αποζημίωση και το ποσό των 3.900.000 € ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, (xii) στo δωδέκατο ενάγοντα το ποσό των 2.900.000 € ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, (xiii) στο δέκατο τρίτο ενάγοντα το ποσό των 1.900.000 € ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και (xiv) στο δέκατο τέταρτο ενάγοντα το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 1.233.500 $ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο ανωτέρω νομισμάτων κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής, άλλως κατά το χρόνο πληρωμής, άλλως κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής (οπότε το ισάξιο σε ευρώ του ως άνω ποσού δολαρίων Η.Π.Α. ήταν 934.221,98 €) ως αποζημίωση και το ποσό των 9.949.956 € ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, και β) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, να καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, (i) στην πρώτη ενάγουσα το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 54.222,82 $ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο ανωτέρω νομισμάτων κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής, άλλως κατά το χρόνο πληρωμής, άλλως κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής (οπότε το ισάξιο σε ευρώ του ως άνω ποσού δολαρίων Η.Π.Α. ήταν 41.067 €) ως αποζημίωση και το ποσό των 50.000 € ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, (ii) στη δέκατη ενάγουσα το ποσό των 39.600 € ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, (iii) στην ενδέκατη ενάγουσα το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 528.140,01 $ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο ανωτέρω νομισμάτων κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής, άλλως κατά το χρόνο πληρωμής, άλλως κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής (οπότε το ισάξιο σε ευρώ του ως άνω ποσού δολαρίων Η.Π.Α. ήταν 400.000 €) ως αποζημίωση και το ποσό των 99.956 € ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, (iv) στο δωδέκατο ενάγοντα το ποσό των 99.956 € ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, (v) στο δέκατο τρίτο ενάγοντα το ποσό των 99.956 € ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και (iv) στο δέκατο τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 50.000 € ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, επιφυλασσόμενοι να ζητήσουν επιπλέον χρηματική ικανοποίηση ποσού 44 € ο καθένας από τους πρώτη, δέκατη, ενδέκατη, δωδέκατο, δέκατο τρίτο και δέκατο τέταρτο των εναγόντων λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν, παριστάμενοι ως πολιτικώς ενάγοντες στην ποινική δίκη κατά των εναγόμενων φυσικών προσώπων. Επίσης, ζητούσαν να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική τους δαπάνη.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, σωρεύονταν υποκειμενικά στο ως άνω αγωγικό δικόγραφο δεκατέσσερις αυτοτελείς αγωγές, μία εκ μέρους καθενός από τους ενάγοντες, οι οποίοι συνδέονταν μεταξύ τους με το δεσμό της (ενεργητικής) απλής ομοδικίας, ενόψει του ότι τα δικαιώματά τους στηρίζονταν στην ίδια πραγματική και νομική αιτία, επρόκειτο δηλαδή περί αγωγών περισσοτέρων ζημιωθέντων από τις ίδιες πράξεις (βλ. αρθρ. 74 περ. 1 υποπερ. β΄ ΚΠολΔ). Επί των ανωτέρω σωρευόμενων στο ίδιο δικόγραφο αγωγών, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’ αριθμ. 3805/2014 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία έγινε δεκτή ως νόμω (αρθρ. 169 ΚΠολΔ) και ουσία βάσιμη η δικονομική, αναβλητική της δίκης, ένσταση περί εγγυοδοσίας που προέβαλαν παραδεκτώς οι εναγόμενοι με προφορική δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, η οποία καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την ως άνω απόφαση πρακτικά της συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου αλλά και με τις προτάσεις τους, και, συνακόλουθα, ανεστάλη η συζήτηση των αγωγών και υποχρεώθηκαν οι ενάγοντες και ήδη καλούντες της από 12-02-2015 κλήσης και καθ’ ων η από 16-02-2015 αίτηση – κλήση να παράσχουν εγγυοδοσία υπέρ των εναγομένων και ήδη αιτούντων – καλούντων της από 16-02-2015 αίτησης – κλήσης και καθ’ ων η από 12-05-2015 κλήση προς εξασφάλιση των εξόδων της δίκης, εντός προθεσμίας τριών μηνών από τη νόμιμη επίδοση σ’ αυτούς (τους ενάγοντες) της ως άνω απόφασης, με κατάθεση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων χρηματικού ποσού 139.722 €, καταθέτοντας στη συνέχεια το σχετικό γραμμάτιο μέσα στην ίδια ως άνω προθεσμία στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου. Η εν λόγω απόφαση ερμηνεύθηκε με την υπ’ αριθμ. 5204/2014 απόφαση του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε επί της από 31-10-2014 και υπ’ αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως … αιτήσεως των εναγόντων, ως προς το ότι η καταβολή της επιβληθείσας με αυτήν εγγυοδοσίας βαρύνει κατ’ ίσα μέρη τους ενάγοντες.

Ήδη η ως άνω αγωγή επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 12-02-2015 κλήση των εναγόντων, όπως προεκτέθηκε. Στην κλήση τους αυτή οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι ορισμένοι εξ αυτών έχουν καταβάλει ήδη το μέρος της εγγυοδοσίας που τους αναλογεί, ενώ οι υπόλοιποι θα προβούν στην αντίστοιχη καταβολή κατά το δέοντα χρόνο. Ωστόσο, όπως ρητά ομολογούν στο δικόγραφο των προτάσεών τους οι ενάγοντες, πλην της ενδέκατης ενάγουσας ουδείς άλλος εξ αυτών προέβη στην καταβολή του χρηματικού ποσού που αναλογεί στον καθένα τους από την εγγυοδοσία που υποχρεώθηκαν να παράσχουν με την ανωτέρω υπ’ αριθμ. 3805/2014 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου (όπως αυτή ερμηνεύθηκε με την υπ’ αριθμ. 5204/2014 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου) για τα έξοδα της δίκης. Υποβάλλουν, μάλιστα, με προφορική δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, η οποία καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την ως άνω απόφαση πρακτικά της συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου αλλά και με τις προτάσεις τους, αίτημα ανάκλησης της ως άνω απόφασης για τους λόγους που εκθέτουν ειδικότερα στις προτάσεις τους.

Περαιτέρω, με την κρινόμενη από 16-02-2015 αίτησή τους οι εναγόμενοι της ανωτέρω από 21-12-2012 αγωγής και ήδη αιτούντες ζητούν να αποφασίσει το Δικαστήριο ότι η αγωγή αυτή ανακλήθηκε επειδή η προθεσμία που ορίσθηκε με την προαναφερόμενη υπ’ αριθμ. 3805/2014 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου για την εγγυοδοσία πέρασε άπρακτη, καθώς μολονότι η εν λόγω απόφαση επιδόθηκε νομίμως στους ενάγοντες και ήδη καθ’ ων η αίτηση κατά τη 10-10-2014 από τους τέταρτο, έκτη, έβδομη, όγδοο, ένατο και δέκατη των εναγομένων και κατά την 21-10-2014 και την 22-10-2014 από τους πρώτη, δεύτερο, τρίτη και πέμπτο των εναγομένων, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου κατατέθηκε μόνον το υπ’ αριθμ. … γραμμάτιο σύστασης παρακαταθήκης ποσού 9.980,15 € από την ενδέκατη ενάγουσα κατά τη 12-01-2015, σε συμμόρφωση με το διατακτικό της ως άνω απόφασης όπως αυτή ερμηνεύθηκε με την υπ’ αριθμ. 5204/2014 απόφαση, ενώ ουδέν άλλο χρηματικό ποσό κατέθεσαν οι ενάγοντες εντός της ορισθείσας τρίμηνης προθεσμίας από την επίδοση της απόφασης έναντι του συνολικού ποσού των 139.722 € της εγγυοδοσίας που υποχρεώθηκαν να παράσχουν με την εν λόγω απόφαση. Επίσης ζητούν να καταδικασθούν οι καθ’ ων η αίτηση στη δικαστική τους δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αίτηση παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ’ ύλην, λειτουργικά και κατά τόπον αρμόδιο (αρθρ. 172 ΚΠολΔ), εφόσον η αγωγή για την ανάκληση της οποίας καλείται να αποφανθεί εκκρεμεί ενώπιόν του, ενώ, εξάλλου, αυτό είναι το Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση με την οποία διατάχθηκε η παροχή εγγυοδοσίας, στη μη εμπρόθεσμη καταβολή της οποίας θεμελιώνεται η εν λόγω αίτηση (αρθρ. 172 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, η αίτηση αυτή είναι ορισμένη και νόμιμη, καθώς στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 172, 188§1, 192 και 191 ΚΠολΔ. Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.

Επί των αμιγώς διαδικαστικών πράξεων που ενεργούνται στον χώρο του δικονομικού δικαίου, όπως είναι η άσκηση της προβλεπόμενης στη διάταξη του άρθρου 172 ΚΠολΔ αιτήσεως ανακλήσεως της αγωγής λόγω άπρακτης παρόδου της προθεσμίας που ορίσθηκε για την εγγυοδοσία, δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση δικαιωμάτων του ουσιαστικού δικαίου. Στις διαδικαστικές αυτές πράξεις προσήκει η ρύθμιση του άρθρου 116 ΚΠολΔ, από το οποίο, όμως, δεν προβλέπεται ρητώς ότι η κατά παράβασή του επιχειρηθείσα διαδικαστική πράξη είναι απαράδεκτη. Αν, όμως, η παραβίαση των επιταγών του άρθρου 116 ΚΠολΔ καταφάσκει την έλλειψη εννόμου συμφέροντος προς επιχείρηση της διαδικαστικής πράξεως, τότε η πράξη αυτή είναι απαράδεκτη, διότι δεν συντρέχει η διαδικαστική προϋπόθεση του εννόμου συμφέροντος (άρθρο 68 ΚΠολΔ) (βλ. ΑΠ 1142/2006, ΝοΒ 2006,1295, ΧρΙδΔ 2006,903, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, οι καθ’ ων η αίτηση – ενάγοντες προβάλλουν με τις προτάσεις τους τον ισχυρισμό ότι η άσκηση της ένδικης αίτησης ανάκλησης της από 21-12-2012 αγωγής τους είναι καταχρηστική, διότι αφενός μεν η αίτηση αυτή κατατείνει στον αποκλεισμό τους από την παροχή δικαστικής προστασίας από την Ελληνική Δικαιοσύνη, αφετέρου δε η δυσχέρειά τους να παράσχουν εγγυοδοσία υπέρ των αιτούντων – εναγομένων για τα έξοδα της παρούσας δίκης οφείλεται ακριβώς στην περιουσιακή ζημία που προκάλεσε σ’ αυτούς (τους καθ’ ων η αίτηση – ενάγοντες) η άδικη και αξιόποινη συμπεριφορά που επέδειξαν εις βάρος τους οι αντίδικοί τους (αιτούντες – εναγόμενοι), η οποία αποτελεί και το αντικείμενο της αγωγής της οποίας ζητείται η ανάκληση. Ο ισχυρισμός τους αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, διότι τα προς θεμελίωσή του αναφερόμενα περιστατικά δεν αποκλείουν το έννομο συμφέρον των αιτούντων για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως.

Από τη συνεκτίμηση των εγγράφων που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν καθώς και από τις ομολογίες των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Όπως προεκτέθηκε, επί των ανωτέρω υποκειμενικά σωρευόμενων στο δικόγραφο της από 21-12-2012 αγωγής δεκατεσσάρων αυτοτελών αγωγών, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 3805/2014 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου με την οποία ανεστάλη η συζήτηση των αγωγών και υποχρεώθηκαν οι ενάγοντες και ήδη καλούντες της από 12-02-2015 κλήσης και καθ’ ων η από 16-02-2015 αίτηση – κλήση να παράσχουν εγγυοδοσία υπέρ των εναγομένων και ήδη αιτούντων – καλούντων της από 16-02-2015 αίτησης – κλήσης και καθ’ ων η από 12-05-2015 κλήση προς εξασφάλιση των εξόδων της δίκης, εντός προθεσμίας τριών μηνών από τη νόμιμη επίδοση σ’ αυτούς (τους ενάγοντες) της ως άνω απόφασης, με κατάθεση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων χρηματικού ποσού 139.722 €, καταθέτοντας στη συνέχεια το σχετικό γραμμάτιο μέσα στην ίδια ως άνω προθεσμία στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου. Ενόψει δε του ότι η εν λόγω απόφαση ερμηνεύθηκε με την υπ’ αριθμ. 5204/2014 απόφαση του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου ως προς το ότι η καταβολή της επιβληθείσας με αυτήν εγγυοδοσίας βαρύνει κατ’ ίσα μέρη τους ενάγοντες, η εγγύηση που υποχρεούτο να παράσχει ο κάθε ενάγων εντός της ως άνω προθεσμίας ανερχόταν στο ποσό των (139.722 € ÷ 14 ενάγοντες =) 9.980,15 €. Τη 10-10-2014 η ως άνω υπ’ αριθμ. 3805/2014 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, επιδόθηκε νομότυπα στους ενάγοντες από τους τέταρτο, έκτη, έβδομη, όγδοο, ένατο και δέκατη των εναγομένων (αρθρ. 122 επ., 124§2, 126§1 περ. α΄ και δ΄ και 129§1 ΚΠολΔ), και συγκεκριμένα: α) επειδή ο νόμιμος εκπρόσωπος της καθεμίας εκ των πρώτης και ένατης των εναγόντων δεν βρέθηκε στο κατάστημα της πραγματικής έδρας εκάστης εκ των ανωτέρω διαδίκων (το οποίο βρίσκεται επί της οδού Τ.  48 στα Α. Σ.ς Αττικής, όπως οι ίδιες οι ενάγουσες συνομολογούν στο δικόγραφο της αγωγής τους), παραδόθηκε νόμιμα επικυρωμένο ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο της απόφασης στα χέρια της υπαλλήλου τους, Π. Γ. (βλ. τις υπ’ αριθμ. … και … εκθέσεις επίδοσης προς τις πρώτη και ένατη των εναγόντων αντιστοίχως που συντάχθηκαν από το διενεργήσαντα τις επιδόσεις δικαστικό επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς Μ.  Ζ. Κ.), β) επειδή ο νόμιμος εκπρόσωπος της καθεμίας εκ των δεύτερης, τρίτης, τέταρτης, πέμπτης, έκτης, έβδομης και όγδοης των εναγόντων δεν βρέθηκε στο κατάστημα της πραγματικής έδρας εκάστης εκ των ανωτέρω διαδίκων (το οποίο βρίσκεται επί της … στον Πειραιά, όπως οι ίδιες οι ενάγουσες συνομολογούν στο δικόγραφο της αγωγής τους), ο νόμιμος εκπρόσωπος της δέκατης ενάγουσας δεν βρέθηκε στο γραφείο που έχει εγκαταστήσει η τελευταία στην Ελλάδα (το οποίο βρίσκεται επί της … στον Πειραιά, όπως η ίδια η ενάγουσα συνομολογεί στο δικόγραφο της αγωγής της) και ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενδέκατης ενάγουσας δεν βρέθηκε στο κατάστημα της έδρας της ανωτέρω διαδίκου (το οποίο επίσης βρίσκεται επί της … στον Πειραιά, όπως η ίδια η ενάγουσα συνομολογεί στο δικόγραφο της αγωγής της), παραδόθηκε νόμιμα επικυρωμένο ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο της απόφασης στα χέρια του υπαλλήλου τους, Μ. Ι. (βλ. τις υπ’ αριθμ. …, …. …, …, …, …, …, … και … εκθέσεις επίδοσης προς τις δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη, έκτη, έβδομη, όγδοη, δέκατη και ενδέκατη των εναγόντων αντιστοίχως που συντάχθηκαν από το διενεργήσαντα τις επιδόσεις δικαστικό επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς Μ.  Ζ. Κ.), και γ) επειδή οι δωδέκατος, δέκατος τρίτος και δέκατος τέταρτος των εναγόντων δεν βρέθηκαν στο κατάστημα της επαγγελματικής κατοικίας τους (η οποία βρίσκεται επί της οδού Τ.  48 στα Α. Σ.ς Αττικής, όπως οι ίδιοι οι ενάγοντες συνομολογούν στο δικόγραφο της αγωγής τους), παραδόθηκε νόμιμα επικυρωμένο ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο της απόφασης στα χέρια της υπαλλήλου τους, Π. Γ. (βλ. τις υπ’ αριθμ. 4327/10-10-2014, 4328/10-10-2014 και 4329/10-10-2014 εκθέσεις επίδοσης προς τους δωδέκατο, δέκατο τρίτο και δέκατο τέταρτο των εναγόντων αντιστοίχως που συντάχθηκαν από το διενεργήσαντα τις επιδόσεις δικαστικό επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς Μ.  Ζ. Κ.). Επιπλέον, στις 21-10-2014 και στις 22-10-2014 η ίδια ως άνω υπ’ αριθμ. 3805/2014 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, επιδόθηκε νομότυπα στους ενάγοντες από τους πρώτη, δεύτερο, τρίτη και πέμπτο των εναγομένων (αρθρ. 122 επ., 124§2, 126§1 περ. α΄ και δ΄, 128§4 και 129§§1 και 2 ΚΠολΔ), και συγκεκριμένα: α) επειδή ο νόμιμος εκπρόσωπος της καθεμίας εκ των πρώτης και ένατης των εναγόντων δεν βρέθηκε στο κατάστημα της πραγματικής έδρας εκάστης εκ των ανωτέρω διαδίκων (το οποίο βρίσκεται επί της οδού Τ.  48 στα Α. Σ.ς Αττικής, όπως οι ίδιες οι ενάγουσες συνομολογούν στο δικόγραφο της αγωγής τους), ούτε, όμως, και τα αναφερόμενα στη διάταξη του άρθρου 129§1 ΚΠολΔ πρόσωπα βρέθηκαν στο ως άνω κατάστημα, έγινε θυροκόλληση του αντιγράφου της απόφασης στο κατάστημα αυτό (βλ. τις υπ’ αριθμ. … και … εκθέσεις επίδοσης προς τις πρώτη και ένατη των εναγόντων αντιστοίχως που συντάχθηκαν από το διενεργήσαντα τις επιδόσεις δικαστικό επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …) και τηρήθηκαν περαιτέρω οι διατυπώσεις του άρθρου 128§4 ΚΠολΔ, β) επειδή ο νόμιμος εκπρόσωπος της καθεμίας εκ των δεύτερης, τρίτης, τέταρτης, πέμπτης, έκτης, έβδομης και όγδοης των εναγόντων δεν βρέθηκε στο κατάστημα της πραγματικής έδρας εκάστης εκ των ανωτέρω διαδίκων (το οποίο βρίσκεται επί της … στον Πειραιά, όπως οι ίδιες οι ενάγουσες συνομολογούν στο δικόγραφο της αγωγής τους), ο νόμιμος εκπρόσωπος της δέκατης ενάγουσας δεν βρέθηκε στο γραφείο που έχει εγκαταστήσει η τελευταία στην Ελλάδα (το οποίο βρίσκεται επί της … στον Πειραιά, όπως η ίδια η ενάγουσα συνομολογεί στο δικόγραφο της αγωγής της) και ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενδέκατης ενάγουσας δεν βρέθηκε στο κατάστημα της έδρας της ανωτέρω διαδίκου (το οποίο επίσης βρίσκεται επί της … στον Πειραιά, όπως η ίδια η ενάγουσα συνομολογεί στο δικόγραφο της αγωγής της), παραδόθηκε αντίγραφο της απόφασης στα χέρια του αρμοδίου για την παραλαβή εγγράφων και δικογράφων υπαλλήλου τους, Μ. Ι. (βλ. τις υπ’ αριθμ. …, …. …, …, …, …, … … και … εκθέσεις επίδοσης προς τις δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη, έκτη, έβδομη, όγδοη, δέκατη και ενδέκατη των εναγόντων αντιστοίχως που συντάχθηκαν από το διενεργήσαντα τις επιδόσεις δικαστικό επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …), και γ) επειδή οι δωδέκατος, δέκατος τρίτος και δέκατος τέταρτος των εναγόντων δεν βρέθηκαν στο κατάστημα της επαγγελματικής κατοικίας τους (η οποία βρίσκεται επί της οδού Τ.  48 στα Α. Σ.ς Αττικής, όπως οι ίδιοι οι ενάγοντες συνομολογούν στο δικόγραφο της αγωγής τους), ούτε, όμως, και τα αναφερόμενα στη διάταξη του άρθρου 129§1 ΚΠολΔ πρόσωπα βρέθηκαν στο ως άνω κατάστημα, έγινε θυροκόλληση του αντιγράφου της απόφασης στο κατάστημα αυτό (βλ. τις υπ’ αριθμ. …, … και … εκθέσεις επίδοσης προς τους δωδέκατο, δέκατο τρίτο και δέκατο τέταρτο των εναγόντων αντιστοίχως που συντάχθηκαν από το διενεργήσαντα τις επιδόσεις δικαστικό επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …) και τηρήθηκαν περαιτέρω οι διατυπώσεις του άρθρου 128§4 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 144§1 και 145§2 ΚΠολΔ, οι προθεσμίες που ορίζονται από το νόμο ή τα δικαστήρια αρχίζουν από την επόμενη ημέρα μετά την επίδοση ή μετά την τέλεση του γεγονότος που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας και λήγουν στις 7 το βράδυ της τελευταίας ημέρας, και αν αυτή είναι κατά το νόμο εξαιρετέα, την ίδια ώρα της επόμενης μη εξαιρετέας ημέρας· η προθεσμία δε που προσδιορίζεται σε μήνες λήγει μόλις περάσει η ημέρα του τελευταίου μήνα που αντιστοιχεί αριθμητικά στην ημέρα έναρξης, και αν δεν υπάρχει τέτοια αντιστοιχία, τότε υπολογίζεται η τελευταία ημέρα του μήνα. Με βάση τα ανωτέρω, η τρίμηνη προθεσμία που τάχθηκε στους ενάγοντες με την ανωτέρω (υπ’ αριθμ. 3805/2014) απόφαση για την καταβολή της εγγυοδοσίας, άρχιζε από την επομένη της επίδοσης της απόφασης που διενεργήθηκε κατά τη 10-10-2014 από τους τέταρτο, έκτη, έβδομη, όγδοο, ένατο και δέκατη των εναγομένων, ήτοι από την 11-10-2014, και έληγε στις 7 το βράδυ της 12-01-2015, δεδομένου ότι η ημέρα του τελευταίου μήνα της εν λόγω, προσδιορισθείσας σε μήνες, προθεσμίας που αντιστοιχούσε αριθμητικά στην ημέρα έναρξής της (ήτοι η 11-01-2015) ήταν κατά νόμο εξαιρετέα (Κυριακή). Πράγματι, την τελευταία ημέρα της ως άνω προθεσμίας (12-01-2015) και προ της 7ης βραδινής ώρας, η ενδέκατη ενάγουσα κατέθεσε στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων το ποσό της εγγυοδοσίας που της αναλογούσε σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δηλαδή το ποσό των 9.980,15 €. Για την κατάθεση αυτή εκδόθηκε το μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο υπ’ αριθμ. …/12-01-2015 γραμμάτιο συστάσεως παρακαταθήκης, το οποίο κατέθεσε στη συνέχεια η εν λόγω ενάγουσα στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου (βλ. τη μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. … έκθεση κατάθεσης εγγυοδοσίας που συντάχθηκε από το Γραμματέα του ως άνω Δικαστηρίου). Τα ανωτέρω συνομολογούνται, άλλωστε, και στα δικόγραφα της κρινόμενης αίτησης των εναγομένων και των προτάσεων αυτών. Αντιθέτως, ως προς τους υπόλοιπους ενάγοντες η ως άνω τρίμηνη προθεσμία παρήλθε άπρακτη, καθώς ουδείς εξ αυτών είχε καταθέσει στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων το ποσό της εγγυοδοσίας που του αναλογούσε, ούτε βέβαια είχε καταθέσει το σχετικό γραμμάτιο συστάσεως παρακαταθήκης στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου τόσο μέχρι την 08-02-2015 (βλ. τη μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη σχετική από 09-02-2015 βεβαίωση της Γραμματέα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς Β. Σ.) όσο και μέχρι και τη συζήτηση της κρινόμενης αγωγής (που επαναφέρεται με την από 12-02-2015 κλήση των εναγόντων) και της κρινόμενης αίτησης των εναγομένων που διενεργήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (της 09-06-2015), πράγμα το οποίο ομολογούν, άλλωστε, στο δικόγραφο των προτάσεών τους οι ενάγοντες, όπως προεκτέθηκε.

Εφόσον, λοιπόν, μόνον η ενδέκατη των εναγόντων προέβη στην παροχή της εγγυοδοσίας στην οποία υποχρεώθηκε με την προαναφερόμενη υπ’ αριθμ. 3805/2014 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου (όπως αυτή ερμηνεύθηκε με την υπ’ αριθμ. 5204/2014 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου), ενώ οι υπόλοιποι δεν εκπλήρωσαν την αντίστοιχη υποχρέωσή τους, η από 12-02-2015 κλήση προς συζήτηση του κρινόμενου αγωγικού δικογράφου είναι παραδεκτή μόνον ως προς τη σωρευόμενη σ’ αυτό αυτοτελή αγωγή της ενδέκατης ενάγουσας, ενώ αντιθέτως ως προς τις αγωγές των υπολοίπων είναι απαράδεκτη και δεν δημιουργεί με νόμιμο τρόπο στάση δίκης. Κατ’ επέκταση, η συζήτηση της αγωγής της ενδέκατης ενάγουσας με βάση αυτή την κλήση είναι παραδεκτή, ενώ η συζήτηση των αγωγών των υπολοίπων εναγόντων με βάση την ίδια κλήση είναι απαράδεκτη. Και τούτο διότι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, η ως άνω απόφαση, ως μη οριστική (βλ. ΑΠ 1875/2014, ο.π.), παράγει θετικής μορφής ενδοδιαδικαστική δέσμευση, με την έννοια ότι, μέχρι την ανάκλησή της, δεν μπορούν οι διάδικοι (και εν προκειμένω οι ενάγοντες), επικαλούμενοι σφάλματά της, έστω και σοβαρά, να αρνηθούν την εκτέλεση εκείνων που διατάσσονται με αυτήν. Προκειμένου δε να ανακληθεί η ως άνω απόφαση, απαιτείται η υποβολή σχετικής αιτήσεως κατά τη διάρκεια της συζητήσεως της υποθέσεως και όχι αυτοτελώς. Αυτοτελής αίτηση ανακλήσεως μη οριστικής απόφασης είναι παραδεκτή μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες με την απόφαση ορίσθηκε μέτρο ανέφικτο ή η πρόοδος της διαδικασίας εξαρτήθηκε από την άρση εμποδίου, η οποία όμως (άρση) κρίνεται τελικά μάταιη, η δε αναμονή γι’ αυτή θα προκαλέσει άσκοπη μόνον επιβράδυνση στη διεξαγωγή της δίκης στις περιπτώσεις προφανώς εσφαλμένης μη οριστικής απόφασης η εμμονή στην ισχύ της οποίας θα σήμαινε τη συνειδητή αναμονή μιας μάταιης διαδικασίας. Τέτοια περίπτωση, όμως, δεν συντρέχει εν προκειμένω, ούτε, άλλωστε, οι ενάγοντες επικαλούνται τη συνδρομή της. Ως συζήτηση δε της υπόθεσης νοείται κατά τη διάταξη του άρθρου 309 εδ. β΄ ΚΠολΔ, εκείνη που χωρεί μετά τη διενέργεια των πράξεων που επιτάχθηκαν με την ως άνω μη οριστική απόφαση, δηλαδή μετά την εμπρόθεσμη κατάθεση της εγγυοδοσίας, πράξη, όμως, στην οποία δεν προέβησαν οι πρώτη έως δέκατη και δωδέκατος έως δέκατος τέταρτος των εναγόντων, παρά τα αναφερόμενα στην από 12-02-2015 κλήση τους, με το πρόσχημα και την επικάλυψη της οποίας επιχειρούν, κατά καταστρατήγηση της ανωτέρω διατάξεως, να δημιουργήσουν – μη παραδεκτή πάντως – στάση δίκης όχι για να συζητηθεί η υπόθεση, αλλά για να συζητηθεί στην πραγματικότητα η αίτηση ανάκλησης της ανωτέρω αναφερόμενης μη οριστικής αποφάσεως που υπέβαλαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με προφορική δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων τους αλλά και με τις προτάσεις τους. Διευκρινίζεται ότι ενόψει της αυτοτέλειας των υποκειμενικά σωρευόμενων στο κρινόμενο αγωγικό δικόγραφο δεκατεσσάρων αγωγών, η παραδεκτή κλήση προς συζήτηση της αγωγής της ενδέκατης ενάγουσας δημιουργεί νόμιμη στάση δίκης μόνον ως προς την αγωγή αυτή, στο πλαίσιο της οποίας δεν είναι παραδεκτή η υποβολή αιτήματος ανάκλησης της ως άνω μη οριστικής απόφασης εκ μέρους των λοιπών εναγόντων – απλών ομοδίκων της ανωτέρω ενάγουσας. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη τόσο η αίτηση ανάκλησης της υπ’ αριθμ. 3805/2014 μη οριστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, που υπέβαλαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με προφορική δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων τους αλλά και με τις προτάσεις τους οι πρώτη έως δέκατη και δωδέκατος έως δέκατος τέταρτος των καλούντων – εναγόντων, όσο και η από 12-02-2015 κλήση των εν λόγω εναγόντων προς περαιτέρω συζήτηση των υποκειμενικά σωρευόμενων στο από 21-12-2012 αγωγικό δικόγραφο αγωγών τους και, συνακόλουθα, να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση των συγκεκριμένων αγωγών. Δεν πρέπει, όμως, να επιδικασθούν δικαστικά έξοδα εις βάρος των ως άνω καλούντων – εναγόντων, δεδομένου ότι η παρούσα απόφαση δεν είναι οριστική κατά το σκέλος της αυτό (αρθρ. 191 ΚΠολΔ).

Περαιτέρω, ως προς τους λόγους της αίτησης ανάκλησης της υπ’ αριθμ. 3805/2014 μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, η οποία παραδεκτά υποβάλλεται από την ενδέκατη ενάγουσα με προφορική δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων της στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου αλλά και με τις προτάσεις της, δεδομένου ότι αφενός μεν ως προς τη συζήτηση της σωρευόμενης στο από 21-12-2012 αγωγικό δικόγραφο αυτοτελούς αγωγής της ως άνω ενάγουσας υφίσταται νόμιμη στάση δίκης, που δημιουργήθηκε με την προαναφερόμενη από 12-02-2015 κλήση μετά την παροχή εκ μέρους της συγκεκριμένης ενάγουσας του μέρους της εγγυοδοσίας που της αναλογούσε από τη διαταχθείσα με την ανωτέρω απόφαση (όπως αυτή ερμηνεύθηκε με την υπ’ αριθμ. 5204/2014 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου) εγγυοδοσία, αφετέρου δε δεν απαιτείται ως προς τη συγκεκριμένη αίτηση η τήρηση προδικασίας, ενόψει του ότι η θεσπιζόμενη στη διάταξη του άρθρου 111 ΚΠολΔ αρχή της τηρήσεως προδικασίας αφορά αυτοτελείς αιτήσεις δικαστικής προστασίας, δηλαδή αιτήσεις που εισάγουν στο δικαστήριο αυτοτελές αμφισβητούμενο δικαίωμα και όχι αιτήματα που έχουν καθαρά δικονομικό περιεχόμενο όπως η προκείμενη αίτηση [βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (- Ν. Νίκας), ΚΠολΔ Ι (2000), αρθρ. 111, αρ. 2], λεκτέα τα εξής: Όπως προεκτέθηκε, επί των αμιγώς διαδικαστικών πράξεων που ενεργούνται στον χώρο του δικονομικού δικαίου, όπως είναι και η δικονομική, αναβλητική της δίκης, ένσταση περί εγγυοδοσίας, δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση δικαιωμάτων του ουσιαστικού δικαίου. Στις διαδικαστικές αυτές πράξεις προσήκει η ρύθμιση του άρθρου 116 ΚΠολΔ, η παραβίαση των επιταγών του οποίου συνεπάγεται το απαράδεκτο της επιχειρηθείσας διαδικαστικής πράξης, μόνον αν η παραβίαση αυτή καταφάσκει την έλλειψη εννόμου συμφέροντος προς επιχείρηση της διαδικαστικής πράξης. Στην προκείμενη περίπτωση, η ενδέκατη ενάγουσα ισχυρίζεται με τον πρώτο λόγο της αιτήσεώς της ότι η προβολή εκ μέρους των εναγόμενων της ένστασης εγγυοδοσίας, η οποία έγινε δεκτή με την ανωτέρω αναφερόμενη υπ’ αριθμ. 3805/2014 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, ήταν καταχρηστική λόγω του μεγάλου ύψους της αιτούμενης εγγυοδοσίας. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, διότι τα προς θεμελίωσή του αναφερόμενα περιστατικά δεν αποκλείουν το έννομο συμφέρον των εναγομένων για την προβολή της εν λόγω ενστάσεως και, σε κάθε περίπτωση, επειδή το μέγεθος της εγγυοδοσίας καθορίζεται από το Δικαστήριο, και όχι από τον ενιστάμενο εναγόμενο, με αποκλειστικό κριτήριο τη δικαστική δαπάνη του εναγομένου την οποία θα καταδικασθεί να πληρώσει ο ενάγων σε περίπτωση ήττας του, το ύψος της οποίας συναρτάται ευθέως με την αξία του αντικειμένου της αγωγής (αρθρ. 189 ΚΠολΔ σε συνδυασμό αρθρ. 68 και 63 του ν. 4194/2013). Εξάλλου, με τους υπόλοιπους (δεύτερο και τρίτο) λόγους της αιτήσεώς της η ως άνω ενάγουσα ισχυρίζεται ότι με την απόφαση της οποία ζητεί την ανάκληση υπολογίσθηκε εσφαλμένα το ύψος της δικαστικής δαπάνης που θα καταδικάζονταν να πληρώσουν στους εναγομένους οι ενάγοντες σε περίπτωση ήττας τους, και κατ’ επέκταση το ύψος της εγγυοδοσίας που υποχρεώθηκαν να παράσχουν αυτοί προς εξασφάλιση της ως άνω δαπάνης των εναγομένων. Ειδικότερα, με τον δεύτερο λόγο της εν λόγω αιτήσεως ισχυρίζεται ότι ο υπολογισμός της δικαστικής δαπάνης των εναγομένων έγινε εσφαλμένα κλιμακωτά ενώ έπρεπε να γίνει με βάση το συντελεστή 0,05% για το σύνολο της αξίας του αντικειμένου της αγωγής· με τον ορθό δε υπολογισμό η δικαστική δαπάνη των εναγομένων, και συνακόλουθα η διαταχθείσα εγγυοδοσία, θα είχε καθορισθεί στο ποσό των {[95.219.633 € (= άθροισμα των αιτούμενων από τους ενάγοντες ποσών) x 0,05% =] 47.609,81 € + [47.609,81 € x 9 εντολείς εναγομένους x 5% (προσαύξηση δικηγορικής αμοιβής για κάθε επιπλέον εντολέα =) 21.424,41 € =} 69.034,22 €. Με τον τρίτο λόγο της αιτήσεώς της ισχυρίζεται ότι οι εναγόμενοι, ενώ αποτελούν ενιαία ομάδα συμφερόντων, δεν εκπροσωπήθηκαν ενιαία κατά τη συζήτηση της αγωγής, αλλά εμφανίσθηκαν προσχηματικά ως δύο διακριτές ομάδες με αντικρουόμενα συμφέροντα, εκπροσωπούμενοι από διαφορετικούς δικηγόρους· η κάθε δε ομάδα εναγομένων υπέβαλε χωριστά ένσταση εγγυοδοσίας ζητώντας να καθορισθεί αυτή ως προς την πρώτη ομάδα (η οποία αποτελείτο από τους πρώτη, δεύτερο, τρίτη και πέμπτο των εναγομένων) στο ποσό των 99.047 € και ως προς τη δεύτερη ομάδα (η οποία αποτελείτο από τους τέταρτο, έκτη, έβδομη, όγδοη, ένατο και δέκατη των εναγομένων) στο ποσό των 123.373,03 €, γεγονός το οποίο συνεκτιμήθηκε από το Δικαστήριο κατά τον καθορισμό του ύψους της εγγυοδοσίας και είχε ως συνέπεια τη διόγκωση του ποσού αυτής. Ωστόσο, οι λόγοι αυτοί τυγχάνουν επίσης απορριπτέοι ως μη νόμιμοι, καθώς ακόμη και αν υποτεθούν αληθή όσα ισχυρίζεται η ενδέκατη ενάγουσα, ο γενόμενος με την απόφαση της οποίας ζητείται η ανάκληση καθορισμός του ύψους της δικαστικής δαπάνης που θα έπρεπε να καταβάλουν οι ενάγοντες στους εναγομένους σε περίπτωση ήττας τους και, κατ’ επέκταση, της διαταχθείσας εγγυοδοσίας για την εξασφάλιση της ως άνω δικαστικής δαπάνης που θα έπρεπε να παράσχουν αυτοί ήταν ορθός. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 63§1 του ν. 4194/2013, όπως η υποπερίπτωση ζ΄ της περίπτωσης i αυτής αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7§10 β΄ του ν. 4205/2013, «Η (δικηγορική) αμοιβή για τη σύνταξη κύριας αγωγής ορίζεται με βάση την αξία του αντικειμένου της αγωγής όπως παρακάτω: α) 2% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται μέχρι το ποσό των 200.000 ευρώ. β) 1,5% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό των 200.001 ευρώ μέχρι 750.000 ευρώ. γ) 1% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό των 750.001 ευρώ μέχρι 1.500.000 ευρώ. δ) 0,5% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό των 1.500.001 ευρώ μέχρι 3.000.000 ευρώ. ε) 0,3% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό των 3.000.001 ευρώ μέχρι 6.000.000 ευρώ. στ) 0,2% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό των 6.000.001 ευρώ μέχρι 12.000.000 ευρώ. ζ) 0,1% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό των 12.000.001 ευρώ μέχρι 25.000.000 ευρώ. η) 0,05% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται πέραν από το ποσό των 25.000.001 ευρώ». Σκοπός του νομοθέτη με τη θέσπιση της ως άνω διάταξης ήταν ο ορθολογικότερος προσδιορισμός του ύψους της δικηγορικής αμοιβής σε σχέση με αυτόν της προϊσχύσασας διάταξης του άρθρου 100§1 εδ. α΄ του ν.δ. 3026/1954, η οποία όριζε ως ελάχιστο όριο της αμοιβής για τη σύνταξη κύριας αγωγής ποσοστό 2% επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής χωρίς περαιτέρω διακρίσεις. Ο ως άνω σκοπούμενος εξορθολογισμός επιτυγχάνεται με τη νέα διάταξη μέσω του κλιμακωτού περιορισμού του ποσοστού, με βάση το οποίο υπολογίζεται η δικηγορική αμοιβή, κατά τρόπο αντιστρόφως ανάλογο με το ύψος της αξίας του αντικειμένου της αγωγής. Όσο αυξάνεται, δηλαδή, η αξία του αντικειμένου της αγωγής, τόσο μειώνεται το ποσοστό επί της ως άνω αξίας με βάση το οποίο υπολογίζεται η αμοιβή του δικηγόρου. Η μείωση, όμως, αυτή αφορά μόνο το επιμέρους ποσό της κάθε βαθμίδας της κλίμακας υπολογισμού της δικηγορικής αμοιβής. Έτσι, λ.χ. επί αγωγής η αξία του αντικειμένου της οποίας ανέρχεται στο ύψος του 1.500.000 €, το ποσοστό υπολογισμού της δικηγορικής αμοιβής διαμορφώνεται ως εξής: α) 2% ως προς τις πρώτες 200.000 € (δηλαδή από το 1 € έως τις 200.000 €), β) 1,5% ως προς τις επόμενες 550.000 € (δηλαδή από τις 200.001 € έως τις 750.000 €) και γ) 1% ως προς τις υπόλοιπες 750.000 € (δηλαδή από τις 750.001 € έως τις 1.500.000 €), και, επομένως, το συνολικό ύψος αυτής ανέρχεται στις (2% x 200.000 € + 1,5% x 550.000 € + 1% x 750.000 € =) 19.750 €. Υπό την υποστηριζόμενη από την ενδέκατη ενάγουσα αντίθετη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία ο υπολογισμός του ύψους της δικηγορικής αμοιβής δεν πρέπει να γίνεται με βάση το ποσοστό της κάθε επιμέρους βαθμίδας για το αντίστοιχο μέρος της αξίας του αντικειμένου της δίκης, αλλά με βάση το ποσοστό της τελικής βαθμίδας για το σύνολο της αξίας του αντικειμένου της δίκης, στο ως άνω παράδειγμα το συνολικό ύψος της αμοιβής θα ανερχόταν στις (1% x 1.500.000 € =) 15.000 €. Η εκδοχή, όμως, αυτή δεν είναι ορθή καθώς οδηγεί σε παράδοξα και ανεπιεική αποτελέσματα, αντίθετα με το σκοπό του νομοθέτη της ως άνω διάταξης. Τούτο καθίσταται εμφανές στο ακόλουθο παράδειγμα: Επί αγωγής η αξία του αντικειμένου της οποίας είναι 200.002 €, κατά την ως άνω εκδοχή, το ποσοστό υπολογισμού της δικηγορικής αμοιβής ανέρχεται για το σύνολο της αξίας του αντικειμένου της δίκης σε ποσοστό 1,5% και, συνακόλουθα, το συνολικό ύψος της αμοιβής ανέρχεται στο ποσό των (1,5% x 200.002 € =) 3.000,03 €, ήτοι σε ποσό μειωμένο κατά 999,97 € σε σχέση με το ύψος στο οποίο θα ανερχόταν η αμοιβή αν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ήταν 200.000 € (οπότε το ποσοστό της αμοιβής θα ήταν 2% και άρα αυτή θα ανερχόταν στις 4.000 €). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 68§1 του ν. 4194/2013 «Για τη σύνταξη προτάσεων κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, η αμοιβή του δικηγόρου του εναγόμενου είναι ίση με την αμοιβή της παραγράφου 1 του άρθρου 63 του Κώδικα (δηλ. του ν. 4194/2013)…», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 75§1 του ίδιου ως άνω νόμου «Εάν οι αναφερόμενες στα προηγούμενα άρθρα πράξεις και εργασίες έγιναν κατόπιν εντολής περισσοτέρων του ενός εντολέων, σε περίπτωση μη ύπαρξης γραπτής συμφωνίας, η αμοιβή του δικηγόρου αυξάνεται κατά 5% για καθέναν των πέραν του ενός από αυτούς. Σε καμία περίπτωση η αμοιβή αυτή δεν μπορεί να υπερβεί το διπλάσιο». Με βάση τις προαναφερόμενες διατάξεις (63§1, 68§1 και 75§1 του ν. 4194/2013) και ενόψει του ότι το σύνολο των απαιτήσεων των εναγόντων της από 21-12-2012 αγωγής ανερχόταν στο ποσό των 95.219.633 €, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στον προαναφερόμενο δεύτερο λόγο της κρινόμενης αίτησης της ενδέκατης ενάγουσας, ορθώς υπολογίσθηκε με την υπ’ αριθμ. 3805/2014 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου το ύψος της δικαστικής δαπάνης που θα καταδικάζονταν να πληρώσουν στους εναγομένους οι ενάγοντες σε περίπτωση ήττας τους στο συνολικό ποσό των 139.722 €, και κατ’ επέκταση ορθώς καθορίσθηκε στο ίδιο ποσό το ύψος της εγγυοδοσίας που θα έπρεπε να παράσχουν αυτοί προς εξασφάλιση της ως άνω δαπάνης των εναγομένων, χωρίς, μάλιστα, να συνεκτιμηθεί κατά τον ως άνω καθορισμό από το Δικαστήριο η συγκρότηση δύο διακριτών ομάδων εναγομένων και η εκπροσώπησή τους από διαφορετικούς δικηγόρους. Ειδικότερα, το ποσοστό υπολογισμού της αμοιβής του δικηγόρου των εναγομένων για τη σύνταξη προτάσεων κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης διαμορφώνεται ως εξής: α) 2% ως προς τις πρώτες 200.000 € (δηλαδή από το 1 € έως τις 200.000 €), β) 1,5% ως προς τις επόμενες 550.000 € (δηλαδή από τις 200.001 € έως τις 750.000 €), γ) 1% ως προς τις επόμενες 750.000 € (δηλαδή από τις 750.001 € έως τις 1.500.000 €), δ) 0,5% ως προς το επόμενο 1.500.000 € (δηλαδή από τις 1.500.001 € έως τις 3.000.000 €), ε) 0,3% ως προς τα επόμενα 3.000.000 € (δηλαδή από τα 3.000.001 € έως τα 6.000.000 €), στ) 0,2% ως προς τα επόμενα 6.000.000 € (δηλαδή από τα 6.000.001 € έως τα 12.000.000 €), ζ) 0,1% ως προς τα επόμενα 12.000.000 € (δηλαδή από τα 12.000.001 € έως τα 25.000.000 €) και η) 0,05% ως προς τα υπόλοιπα 70.219.633 € (δηλαδή από τα 25.000.001 € έως τα 95.219.633 €) και, επομένως, το συνολικό ύψος αυτής ανέρχεται στις (2% x 200.000 € + 1,5% x 550.000 € + 1% x 750.000 € + 0,5% x 1.500.000 € + 0,3% x 3.000.000 € + 0,2% x 6.000.000 € + 0,1% x 13.000.000 € + 0,05% x 70.219.633 € =) 96.360 € και τελικά, με την προσαύξηση ποσοστού 5% για καθέναν των πέραν του ενός από τους εναγόμενους, στο ποσό των [96.360 € + (96.360 € x 9 εναγόμενοι x 5% =) 43.362 € =} 139.722 €. Επομένως, ορθώς υποχρεώθηκε η ενδέκατη ενάγουσα να παράσχει εγγυοδοσία ύψους (139.722 € ÷ 14 ενάγοντες =) 9.980,15 € με την υπ’ αριθμ. 3805/2014 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, όπως αυτή ερμηνεύθηκε με την υπ’ αριθμ. 5204/2014 απόφαση του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου. Η δε αίτηση της ως άνω ενάγουσας περί ανακλήσεως της εν λόγω απόφασης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

Έτι περαιτέρω, εφόσον, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η ενδέκατη ενάγουσα – καθ’ ης η από 16-02-2015 αίτηση προέβη στην κατάθεση του αναλογούντος σ’ αυτήν μέρους της διαταχθείσας με την προαναφερόμενη υπ’ αριθμ. 3805/2014 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου εγγυοδοσίας εντός της τρίμηνης προθεσμίας που ορίσθηκε προς το σκοπό αυτό με την ως άνω απόφαση, ενώ ως προς τους λοιπούς ενάγοντες – καθ’ ων η από 16-02-2015 η προθεσμία αυτή παρήλθε άπρακτη, πρέπει η κρινόμενη από 16-02-2015 αίτηση των αιτούντων – εναγομένων να απορριφθεί μεν ως ουσία αβάσιμη κατά το σκέλος της κατά το οποίο στρέφεται κατά της ενδέκατης ενάγουσας – καθ’ ης η αίτηση, να γίνει δεκτή δε και ως βάσιμη κατ’ ουσίαν κατά το σκέλος της κατά το οποίο στρέφεται κατά των υπολοίπων εναγόντων – καθ’ ων η αίτηση και να αποφασισθεί από το Δικαστήριο, όπως είναι υποχρεωτικό κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, ότι οι υποκειμενικά σωρευόμενες στο από 21-12-2012 αγωγικό δικόγραφο αυτοτελείς αγωγές των εν λόγω εναγόντων – καθ’ ων η αίτηση (πρώτης έως δέκατης και δωδέκατου έως δέκατου τέταρτου) ανακλήθηκαν. Πρέπει, επίσης, να καταδικασθούν αφενός μεν οι αιτούντες, λόγω της ήττας τους, στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της ενδέκατης καθ’ ης, με βάση και το σχετικό αίτημά της, αφετέρου δε οι πρώτη έως δέκατη και δωδέκατος έως δέκατος τέταρτος των καθ’ ων η αίτηση, λόγω της ήττας τους, στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης των αιτούντων, με βάση και το σχετικό αίτημα των τελευταίων (αρθρ. 176, 188§1, 192 και 191 ΚΠολΔ σε συνδ. με αρθρ. 63§2 και Παράρτημα Ι του ν. 4194/2013, ενόψει του ότι το αντικείμενο της δίκης επί της κρινόμενης αιτήσεως ανακλήσεως αγωγής δεν αποτιμάται σε χρήμα). Η ως άνω δικαστική δαπάνη συνίσταται, ως προς αμφότερες τις διάδικες πλευρές, μόνο στα έξοδα εκείνα που ήταν αναγκαία για τη διεξαγωγή και υπεράσπιση της δίκης επί της συγκεκριμένης αίτησης. Δεν θα αποδοθεί, επομένως, στη μεν ενδέκατη καθ’ ης ποσό μεγαλύτερο απ’ αυτό που αντιστοιχεί στην αμοιβή ενός μόνο δικηγόρου για τη σύνταξη των προτάσεών της καθώς και για την παράσταση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στους δε αιτούντες ποσό μεγαλύτερο απ’ αυτό που αντιστοιχεί στην αμοιβή ενός μόνο δικηγόρου για τη σύνταξη της αίτησης και των προτάσεών τους καθώς και για την παράσταση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, δεδομένου ότι από τη φύση της υπόθεσης (αίτηση ανάκλησης αγωγής κατ’ αρθρ. 172 ΚΠολΔ) δεν δικαιολογείται η εκπροσώπηση των διαδίκων πλευρών από περισσότερους δικηγόρους. Επομένως, η σχετική δαπάνη για την αμοιβή των πλέον του ενός δικηγόρων δεν συμπεριλαμβάνεται στα αποδοτέα έξοδα καθώς έγινε από υπερβολική πρόνοια τόσο της ενδέκατης καθ’ ης όσο και των αιτούντων [αρθρ. 189§2 ΚΠολΔ – βλ. και Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (- Γ. Ορφανίδης), ΚΠολΔ Ι (2000), αρθρ. 189, αρ. 3]. Σημειωτέον ότι το Δικαστήριο προβαίνει στην επιδίκαση δικαστικής δαπάνης εις βάρος των ανωτέρω καθ’ ων η αίτηση επειδή η παρούσα απόφαση είναι οριστική κατά το σκέλος της αυτό, αφού με το να αποφανθεί το Δικαστήριο ότι το δικόγραφο των υποκειμενικά σωρευόμενων αγωγών των εν λόγω καθ’ ων ανακλήθηκε, δεν διαμορφώνει τη διαδικασία ούτε προετοιμάζει την οριστική επίλυση της διαφοράς, αλλ’ αντιθέτως απεκδύεται κάθε άλλης εξουσίας στη δικαζόμενη υπόθεση. Οι δε ανωτέρω ενάγοντες – καθ’ ων η αίτηση δεν δύνανται, μετά την έκδοση της ανωτέρω απόφασης, να επανέλθουν στη συζήτηση των συγκεκριμένων αγωγών, παρά μόνο να ασκήσουν νέες αγωγές [βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (- Γ. Ορφανίδης), ΚΠολΔ Ι (2000), αρθρ. 172, αρ. 1, Β. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, έκδοση 1994, Τόμος Α΄, αρθρ. 172, αρ. 1]. Εξάλλου, υπό την εκδοχή ότι η απόφαση περί ανακλήσεως της αγωγής κατ’ αρθρ. 172 ΚΠολΔ είναι μη οριστική (όπως έγινε δεκτό με την προαναφερόμενη ΑΠ 1875/2014), θα ήταν δυνατή η ανάκλησή της κατ’ άρθρο 309 εδ. β΄ ΚΠολΔ, πράγμα άτοπο.

Εξάλλου, ως προς την υποκειμενικώς σωρευόμενη στο από 21-12-2012 αγωγικό δικόγραφο αυτοτελή αγωγή της ενδέκατης ενάγουσας, η οποία νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 12-02-2015 κλήση, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, και ειδικότερα ως προς το ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων προς εκδίκαση της κρινόμενης υπόθεσης, και ενόψει του σχετικού ισχυρισμού των εναγομένων ότι το Δικαστήριο τούτο στερείται τέτοιας δικαιοδοσίας (κατά τα κατωτέρω αναλυτικά εκτιθέμενα), πρέπει να αναφερθούν τα εξής:

Κατά τη διάταξη του άρθρου 3§1 του ΚΠολΔ στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται ημεδαποί και αλλοδαποί εφόσον παρίσταται αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι καθιερώνεται διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων επί ιδιωτικών διαφορών, εφόσον αυτές συνδέονται με την ελληνική πολιτεία με κάποιο στοιχείο που θεμελιώνει δωσιδικία και δη αρμοδιότητα κάποιου ελληνικού δικαστηρίου. Κατά τη διάταξη του άρθρου 4 δε του ΚΠολΔ, το Δικαστήριο απορρίπτει την αγωγή ή την αίτηση αν δεν έχει δικαιοδοσία (ΑΠ 313/2015, δημοσιευθείσα στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, στο σύστημα του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 22ας Δεκεμβρίου 2000 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» [ο οποίος εξακολουθεί να εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκήθηκαν πριν τη 10-01-2015, όπως η κρινόμενη, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 66§1 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις], η διεθνής δικαιοδοσία του κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πλην της Δανίας – βλ. αρθρ. 1§3), στο έδαφος του οποίου ο εναγόμενος έχει την κατοικία του – ή την καταστατική του έδρα ή την κεντρική του διοίκηση ή την κύρια εγκατάστασή του, αν πρόκειται περί εταιρείας ή άλλου νομικού προσώπου (αρθρ. 60 σημ. 1 και 2) – αποτελεί τη γενική αρχή (άρθρο 2), μόνο δε κατά παρέκκλιση από την αρχή αυτή προβλέπει ο Κανονισμός περιοριστικά απαριθμούμενες περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο εναγόμενος, ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί (στις ειδικές δικαιοδοσίες) ή οφείλει (στις αποκλειστικές δικαιοδοσίες ή στην περίπτωση παρεκτάσεως της δικαιοδοσίας) να εναχθεί ενώπιον δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους (ΑΠ 1551/2003, ΧρΙδΔ 2004,350, Δνη 2004,422, ΕφΑθ 392/2008, Δνη 2009,838, ΕφΠειρ 61/2008, ΕΝαυτΔ 2008,233, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Έτσι, το άρθρο 5 προβλέπει περιπτώσεις ειδικής δωσιδικίας, κατά τις οποίες ο ενάγων μπορεί να επιλέξει να εναγάγει τον εναγόμενο σε τόπο άλλον από την κατοικία του τελευταίου, για το λόγο ότι υπάρχει στενός σύνδεσμος μεταξύ της διαφοράς και του δικαστηρίου που μπορεί να κληθεί να επιληφθεί αυτής, προς το σκοπό της αποτελεσματικής εκδίκασης της υπόθεσης και της οικονομίας της δίκης. Μία από τις περιπτώσεις αυτές συντρέχει και ως προς τις ενοχές από αδικοπραξία ή οιονεί αδικοπραξία για τις οποίες καθιερώνεται η ειδική δωσιδικία «του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός» (άρθρ. 5 σημ. 3). Η ανωτέρω δωσιδικία είναι η πλέον αόριστη και επιδεχόμενη πολλαπλής ερμηνείας. Ο κρίσιμος σύνδεσμος, συνδεόμενος με τον τόπο όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός, μπορεί να ποικίλει ή να διαφοροποιείται αναλόγως του τόπου όπου έλαβε χώρα το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός ή, αντίστοιχα, του τόπου όπου εκδηλώθηκε η ζημία, του τόπου επελεύσεως των άμεσων ή, αντίστοιχα, άλλων έμμεσων ζημιογόνων συνεπειών, του τόπου όπου εκδηλώνεται η κύρια ζημία επί σύνθετης ή διαδοχικής συμπεριφοράς κ.ο.κ. Ερμηνεύοντας τη διάταξη αυτή στο πλαίσιο της υιοθετούμενης αυτόνομης ερμηνείας (βλ. ΔΕΚ, 27.9.1988, C-189/87, Καλφέλης/Schröder, ΣυλλΝομολ 1988. 556, ΔΕΚ, 26.3.1992, C-261/90, Reichert II, ΣυλλΝομολ 1992. Ι-2149. Από την ελληνική νομολογία βλ. ΑΠ 1865/2009, ΧρΙδΔ 2010,630, ΑΠ 18/2006, ΧρΙδΔ 2006,442, ΑΠ 1551/2003, ο.π., ΕφΘεσ 121/2010, ΕΠολΔ 2010,844, ΕφΑθ 392/2008, ο.π., ΕφΠειρ 61/2008, ο.π., άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ και ήδη ΔΕΕ) δέχθηκε μεν ευθύς εξ αρχής ότι η διάταξη του άρθρου 5 σημ. 3 της Σύμβασης των Βρυξελλών (και ήδη του Κανονισμού 44/2001) αναφέρεται τόσο στον τόπου όπου έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός όσο και στον τόπο όπου εκδηλώθηκε η ζημία, καθιερώνοντας με τον τρόπο αυτό τη λεγόμενη αρχή της πολλαπλότητας των δικαιοδοτικών βάσεων (ΔΕΚ, 30.11.1976, C-21/76, Bier/Mines de potasse d’ Alsace, ΣυλλΝομολ 1976. 1735-1748). Η απόφαση, ωστόσο, αυτή αποτέλεσε ευθύς εξαρχής αντικείμενο έντονων αμφισβητήσεων, κυρίως επειδή η υιοθέτησή της οδηγεί σε γενικευμένη καθιέρωση του forum actoris, της δωσιδικίας δηλαδή του τόπου κατοικίας του ενάγοντος, σε προφανή διάσταση προς τη βασική αρχή του άρθρου 2 της Σύμβασης των Βρυξελλών (και ήδη του Κανονισμού 44/2001), που επιβάλλει, αντίθετα, την προστασία του εναγομένου με τη θέσπιση γενικής δικαιοδοτικής βάσεως υπέρ των δικαστηρίων του τόπου της δικής του κατοικίας. Συγχρόνως, ο πολλαπλασιασμός των fora delicti εγκυμονεί κινδύνους δημιουργίας ενός forum shopping προς όφελος του ενάγοντος, μιας δηλαδή επιλεκτικής αναζητήσεως της πλέον συμφέρουσας γι’ αυτόν δικαιοδοσίας. Έτσι, η αρχικώς υιοθετηθείσα λύση των πολλαπλών δωσιδικιών στο ζήτημα της ερμηνείας της έννοιας του «τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός», περιορίσθηκε σημαντικά από το ίδιο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, με συνεχόμενες, μάλιστα, μεταγενέστερες αποφάσεις του. Με το πνεύμα αυτό οι αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Dumez/Hessische Landesbank (ΔΕΚ, 11.3.1990, C-220/88, ΣυλλΝομολ 1990. I-49) και Marinari/Lloyd’s Bank (ΔΕΚ, 19.9.1995, C-364-93, ΣυλλΝομολ 1995. Ι-2719) έκριναν ότι, προκειμένου να αποφευχθεί ο πολλαπλασιασμός των αρμόδιων δικαστηρίων, κρίσιμος για τη θεμελίωση της συγκεκριμένης δικαιοδοτικής βάσεως είναι μόνον ο τόπος επελεύσεως της άμεσης ζημίας, ανεξάρτητα αν ο φορέας της έμμεσης ζημίας είναι, αντίστοιχα, τρίτος ή ο ίδιος ο παθών. Ειδικότερα, με την απόφαση Dumez/Hessische Landesbank έγινε δεκτό ότι τόπος επελεύσεως της ζημίας θεωρείται μόνον εκείνος όπου το ζημιογόνο γεγονός παρήγαγε αμέσως τα ζημιογόνα αποτελέσματά του εις βάρος του ζημιωθέντος και όχι εκεί όπου παρήχθησαν άλλες δυσμενείς συνέπειες εις βάρος τρίτων. Με τον τρόπο αυτό απέφυγε το ΔΕΚ να εμμείνει σε μια διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 5 σημ. 3 της Σύμβασης των Βρυξελλών (και ήδη του Κανονισμού 44/2001), ώστε να αποφύγει το ενδεχόμενο, μέσω του πολλαπλασιασμού των αρμοδίων δικαστηρίων, να λειτουργήσει η συγκεκριμένη δικαιοδοτική βάση ως forum actoris. Με τη μεταγενέστερη απόφαση Marinari/Lloyd’s Bank κρίθηκε ότι η έννοια του «τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» θα πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά, ώστε να μην είναι δυνατό να συμπεριλαμβάνει κάθε τόπο στον οποίο θα μπορούσαν να γίνουν αισθητές οι επιζήμιες συνέπειες ενός γεγονότος που έχει ήδη προκαλέσει ζημία επελθούσα σε άλλον τόπο. Με την απόφαση αυτή διευκρινίσθηκε ότι κρίσιμη για τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας δυνάμει του άρθρου 5 σημ. 3 της Σύμβασης των Βρυξελλών (και ήδη του Κανονισμού 44/2001) είναι αποκλειστικά η άμεση ζημία που επήλθε στον ενάγοντα, και όχι άλλη ενδεχόμενη ζημία που ο ίδιος υπέστη. Στο ίδιο ακριβώς πνεύμα και η μεταγενέστερη απόφαση του Δικαστηρίου Kronhofer/Maier (ΔΕΚ, 10.6.2004, C-168-02, ΣυλλΝομολ 2004. Ι-6009) επανέλαβε τον κανόνα ότι το άρθρο 5 σημ. 3 της Σύμβασης των Βρυξελλών (και ήδη του Κανονισμού 44/2001) δεν μπορεί να ερμηνευθεί τόσο ευρέως ώστε να καλύπτει κάθε τόπο στον οποίο θα μπορούσαν να γίνουν αισθητές οι επιζήμιες συνέπειες ενός γεγονότος που είχε ήδη προκαλέσει ζημία σε άλλον τόπο, καταλήγοντας εν τέλει στο συμπέρασμα ότι, για να αποφευχθεί η καθιέρωση ενός forum actoris, η έννοια του «τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» δεν επεκτείνεται και στον τόπο κατοικίας του ενάγοντος, όπου βρίσκεται το επίκεντρο της περιουσίας του, για το λόγο και μόνον ότι ο ενάγων υπέστη στον τόπο αυτό οικονομική ζημία λόγω της απώλειας περιουσιακών στοιχείων σε άλλο συμβαλλόμενο στη Σύμβαση των Βρυξελλών κράτος. Προς την κατεύθυνση αυτήν περιορισμού των fora delicti μέσω της αναζητήσεως του στενότερα συνδεόμενου με την αδικοπρακτική συμπεριφορά του ενάγοντος δικαστηρίου κινείται και η πρόσφατη απόφαση του ΔΕΚ Zuid-Chemie/Philippo’s Mineralenfabrik (ΔΕΚ, 16.7.2009, C-189-08, ΣυλλΝομολ 2009. Ι-6917, δημοσιευθείσα και στην ΕΠολΔ 2009,547 καθώς και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ) (ως προς τα ανωτέρω βλ: Π. Αρβανιτάκη, Η έννοια του «τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» επί σύνθετης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς κατά το άρθρο 5 σημ. 3 Σύμβασης Λουγκάνο/Κανονισμού Βρυξελλών Ι, ΕΠολΔ 2009,472 επ., Σημείωμα του ιδίου στην ΕΠολΔ 2009, σελ. 551. Βλ. επίσης, Ι. Δεληκωστόπουλο, Ζητήματα από την εφαρμογή του Κανονισμού 44/2001 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων, εκδ. 2011, σελ. 107 επ., Ευ. Βασιλακάκη, Εισήγηση με θέμα «Δωσιδικία του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός ή όπου ασκείται η ποινική δίωξη» που περιέχεται στον τόμο «Η Σύμβαση των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων, Δέκα χρόνια εφαρμογής της στην Ελλάδα, Liber Amicorum Κ. Κεραμέως», 2000, σελ. 39 επ. Βλ. τέλος και την προσκομιζόμενη από τους εναγομένους από 09-12-2013 σχετική γνωμοδότηση του Γ. Ορφανίδη). Ο κατά τα ανωτέρω τρόπος προσδιορισμού του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός υιοθετείται και από τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων. Έτσι, έχει κριθεί ότι για τις ενοχές από αδικοπραξία ή οιονεί αδικοπραξία ιδρύεται δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων, με βάση τη διάταξη του άρθρου 5 σημ. 3 του Κανονισμού 44/2001, εφόσον στην Ελλάδα συνέβη το ζημιογόνο γεγονός, υπό την έννοια της απ’ ευθείας παραγωγής στην Ελλάδα των ζημιογόνων αποτελεσμάτων του γεγονότος αυτού εις βάρος του αμέσως ζημιωθέντος, και όχι της τυχόν περαιτέρω (έμμεσης ή απώτερης ή από αντανάκλαση) ζημίας, ως συνέπειας της αρχικώς επελθούσας στο άλλο κράτος μέλος, που υπέστη ο ενάγων στην Ελλάδα (ΑΠ 1027/2011, ΕΠολΔ 2011,606, ΕφΑΔ 2011,1195, ΑΠ 1865/2009, ο.π., ΑΠ 18/2006, ο.π., ΑΠ 1551/2003, ο.π., ΕφΑθ 392/2008, ο.π., ). Επίσης, έχει κριθεί ότι η έννοια «τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός», όπως χρησιμοποιείται στην ανωτέρω διάταξη, μπορεί να καλύπτει τόσο τον τόπο όπου επήλθε η ζημία όσο και τον τόπο όπου συνέβη το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός, και δεν αναφέρεται στον τόπο της κατοικίας του ενάγοντος, όπου βρίσκεται το επίκεντρο της περιουσίας του, για τον μοναδικό λόγο ότι ο ενάγων υπέστη στον τόπο αυτόν περιουσιακή ζημία λόγω της σημειωθείσας σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος απώλειας ορισμένων περιουσιακών του στοιχείων (ΕφΘεσ 121/2010, ο.π.).

Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 5 σημ. 4 του ανωτέρω Κανονισμού καθιερώνεται, σε περιπτώσεις αγωγής αποζημίωσης που θεμελιώνεται σε αξιόποινη πράξη, ειδική συντρέχουσα δωσιδικία του δικαστηρίου όπου ασκείται η ποινική δίωξη, κατά το μέτρο που σύμφωνα με το δίκαιό του το δικαστήριο αυτό μπορεί να επιληφθεί της πολιτικής αγωγής. Το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως είναι περιορισμένο καθώς η λειτουργία της συνίσταται στη δυνατότητα του ενάγοντος να προσφύγει στο ποινικό δικαστήριο, ασκώντας ενώπιον αυτού την αστικής φύσης αξίωσή του. Η εν λόγω ειδική δωσιδικία αφορά, δηλαδή, το ίδιο το ποινικό δικαστήριο, και όχι το πολιτικό αντίστοιχο του ποινικού, στο οποίο ασκείται η ποινική δίωξη (βλ. Ευ. Βασιλακάκη, ο.π., σελ. 55, Ι. Δεληκωστόπουλο, ο.π., σελ. 103).

Εξάλλου, στο άρθρο 6 του ίδιου ως άνω Κανονισμού προβλέπεται η συνάφεια ως στοιχείο θεμελιωτικό της διεθνούς δικαιοδοσίας, μεταξύ άλλων και επί παθητικής ομοδικίας. Πιο συγκεκριμένα, κατά το σημείο 1 του ως άνω άρθρου, πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί, αν υπάρχουν πολλοί εναγόμενοι, ενώπιον του δικαστηρίου της κατοικίας ενός εξ αυτών, εφόσον υπάρχει τόσο στενή συνάφεια μεταξύ των αγωγών ώστε να ενδείκνυται να συνεκδικασθούν και να κριθούν συγχρόνως, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος έκδοσης ασυμβίβαστων αποφάσεων που θα μπορούσαν να προκύψουν από τη χωριστή εκδίκασή τους. Ως κρίσιμος δικαιοδοτικός σύνδεσμος στο εν λόγω άρθρο καθιερώνεται η εντός των ορίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατοικία ή έδρα, με την έννοια του άρθρου 60, ενός των ομοδίκων. Στο πλαίσιο του Κανονισμού 44/2001 δεν στοιχειοθετείται, λοιπόν, σε αντίθεση προς το ελληνικό δίκαιο (αρθρ. 37 ΚΠολΔ), η δωσιδικία της ομοδικίας στον τόπο της ειδικής δωσιδικίας ενός των ομοδίκων. Αν δεν συντρέχει ο σύνδεσμος του άρθρου 6 σημ. 1, διεθνής δικαιοδοσία επί αγωγής κατά περισσοτέρων μπορεί να στοιχειοθετηθεί μόνον όταν ο εκάστοτε κρίσιμος δικαιοδοτικός σύνδεσμος συντρέχει στο πρόσωπο όλων των ομοδίκων, λ.χ. επί συνδρομής της δωσιδικίας της αδικοπραξίας (αρθρ. 5 σημ. 3 του Κανονισμού) στο πρόσωπο όλων των εναγομένων. Επομένως, κάτοικος κράτους μέλους της Ε.Ε. δεν μπορεί να εναχθεί ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους, τα οποία εκδικάζουν δυνάμει άλλης δικαιοδοτικής βάσεως αγωγή κατά συνεναγομένου μη κατοικούντος στο έδαφος κράτους μέλους της Ε.Ε. [βλ. Π. Αρβανιτάκη, Εισήγηση με θέμα «Διεθνής δικαιοδοσία στις σύνθετες δίκες κατά τη Σύμβαση των Βρυξελλών» που περιέχεται στον τόμο «Η Σύμβαση των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων, Δέκα χρόνια εφαρμογής της στην Ελλάδα, Liber Amicorum Κ. Κεραμέως», 2000, σελ. 122-123, βλ. και Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Νίκας), ΚΠολΔ Ι (2000), αρθρ. 37, αρ. 6].

Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 35 ΚΠολΔ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 5§1 του ν. 3994/2011, «διαφορές από αδικοπραξία μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός ή επίκειται η επέλευσή του». Με την ως άνω αντικατάσταση, το ελληνικό αστικό δικονομικό δίκαιο εναρμονίσθηκε με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 5 σημ. 3 του Κανονισμού 44/2001. Προ της ως άνω αντικαταστάσεώς του, το εν λόγω άρθρο όριζε ότι «διαφορές από αξιόποινη πράξη μπορούν να εισαχθούν στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου έχει τελεστεί η αξιόποινη πράξη, ακόμη και αν η απαίτηση στρέφεται εναντίον προσώπου που δεν έχει ποινική ευθύνη», καταλάμβανε, δηλαδή, μόνον τις αξιόποινες πράξεις. Όπως αναφέρεται δε στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3994/2011 «δεν κρίνεται σκόπιμη η περαιτέρω διευκρίνιση του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός (ή «επήλθε το ζημιογόνο αποτέλεσμα»), μολονότι το ισχύον άρθρο 35 ΚΠολΔ ερμηνεύεται έτσι ως προς την τέλεση αξιόποινων πράξεων, μέσω παραπομπής στο άρθρο 16 ΠΚ. Η ίδια ερμηνεία θα εξακολουθεί να ισχύει ως προς τις αξιόποινες πράξεις και υπό το νέο άρθρο 35 ΚΠολΔ. Επειδή, όμως ο σχετικός όρος δεν έχει ακόμη απολύτως αποκρυσταλλωθεί στη νομολογία του ΔΕΕ όσον αφορά γενικότερα στις αδικοπραξίες, φαίνεται ορθότερο να επαφίεται στη νομολογία η ερμηνεία και η εννοιολογική οριοθέτηση, ιδίως όταν πρόκειται για αδικοπραξία, η οποία δεν στοιχειοθετεί και ποινικό αδίκημα». Από τα ως άνω αναφερόμενα συνάγεται ότι ως προς τις αδικοπραξίες οι οποίες στοιχειοθετούν και ποινικό αδίκημα, η ερμηνεία του όρου «τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» για τη θεμελίωση της συντρέχουσας ειδικής δωσιδικίας της αδικοπραξίας με βάση τη διάταξη του νέου άρθρου 35 ΚΠολΔ, και κατ’ επέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων στις περιπτώσεις όπου δεν χωρεί εφαρμογή του Κανονισμού 44/2001, εξακολουθεί να γίνεται μέσω παραπομπής στη διάταξη του άρθρου 16 του ΠΚ. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 5, 16 και 386§1 του ΠΚ, επί του εγκλήματος της απάτης, για την αντικειμενική υπόσταση της οποίας, σε τετελεσμένη μορφή, απαιτείται και η επέλευση βλάβης στον παθόντα, τόπος τελέσεώς της είναι τόσο ο τόπος όπου έγινε η παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών, όσο και ο τόπος όπου επήλθε στον παθόντα η βλάβη, καθώς και ο τόπος όπου επήλθαν τα ενδιάμεσα αποτελέσματα, δηλαδή η πλάνη του παραπλανηθέντος και η περιουσιακή διάθεση. Κατά συνέπεια, η Ελλάδα είναι τόπος τελέσεως του εγκλήματος της απάτης ακόμη και αν στην Ελλάδα έχει πραγματωθεί μόνο η αξιόποινη συμπεριφορά, δηλαδή η παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών ή μέρος αυτής ή επήλθε έστω και ένα από τα αποτελέσματα της πράξης (βλ. ΣυμβΑΠ 244/2008, ΠοινΛογ 2008,191, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, τόσο οι πρώτος, δεύτερος, τρίτη και πέμπτος των εναγομένων, όσο και οι τέταρτος, έκτη, έβδομη, όγδοος, ένατος και δέκατη των εναγομένων, με προφορική δήλωση των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, η οποία καταχωρίσθηκε τόσο στα ταυτάριθμα με την υπ’ αριθμ. 3805/2014 μη οριστική απόφαση όσο και στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά της συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, αλλά και με τα δικόγραφα των προτάσεων που κατέθεσαν τόσο κατά την πρώτη όσο και κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση της υπόθεσης, προβάλλουν την ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου τούτου προς εκδίκαση της υποκειμενικά σωρευόμενης στο από 21-12-2012 αγωγικό δικόγραφο αυτοτελούς αγωγής της ενδέκατης ενάγουσας και ζητούν την απόρριψη της αγωγής αυτής λόγω απαραδέκτου. Προς θεμελίωση του ισχυρισμού τους αυτού επικαλούνται ότι: α) σε όλες τις συμβάσεις που μνημονεύονται στην αγωγή υπάρχει συμφωνημένη ρήτρα περί αποκλεισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων για οιαδήποτε διαφορά, συμπεριλαμβανομένων τυχόν εξωσυμβατικών διαφορών, πηγαζουσών ή συνδεομένων με προσφυγές, αγωγές ή δίκες, μπορεί να προκύψει ή συνδέεται με τις ανωτέρω συμβάσεις, με ταυτόχρονη πρόβλεψη ότι αποκλειστικά αρμόδια για τις διαφορές αυτές είναι τα δικαστήρια της Α.ς. Η συμφωνία δε αυτή καλύπτει και τις συναφείς αξιώσεις που απορρέουν από τις συγκεκριμένες έννομες σχέσεις και στηρίζονται στις περί αδικοπραξιών διατάξεις, όπως ρητά προβλέπεται στην ως άνω ρήτρα, και β) αφενός μεν η κατοικία ή η έδρα τους βρίσκεται εκτός Ελλάδος, και συγκεκριμένα ότι η έδρα της πρώτης και τρίτης των εναγομένων και η κατοικία των δεύτερου, τέταρτου και πέμπτου εξ αυτών βρίσκεται στο Λ.  Η. Β., η κατοικία του ένατου βρίσκεται στο Π. του Η. Β., η έδρα των έκτης και έβδομης και η κατοικία του όγδοου βρίσκεται στο Γ. των Νήσων της Μ. και η κατοικία της δέκατης εναγομένης βρίσκεται στη Ν. Υ. των Η.Π.Α., αφετέρου δε με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή, αμέσως ζημιωθείσες από την εκεί περιγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά τους (των εναγομένων) είναι οι πλοιοκτήτριες των πλειστηριασθέντων πλοίων εταιρείες (δεύτερη έως όγδοη των εναγόντων), η άμεση ζημία δε των εν λόγω εναγουσών (η οποία συνίσταται στην απώλεια των πλοίων τους) επήλθε στους τόπους όπου διενεργήθηκε η κατάσχεση και ο πλειστηριασμός των ανωτέρω πλοίων, ήτοι στη Σ., το Γ., το Χ. Κ. και τη Ν.α· αυτοί είναι και οι τόποι στους οποίους συνέβη το ζημιογόνο γεγονός, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 5 σημ. 3 του Κανονισμού 44/2001 και του άρθρου 35 του ΚΠολΔ, και όχι η Ελλάδα, στην οποία υπέστη η εμμέσως ζημιωθείσα ενδέκατη ενάγουσα την ιστορούμενη στην αγωγή ζημία της, ως συνέπεια της προαναφερόμενης άμεσης ζημίας των δεύτερης έως όγδοης των εναγόντων.

Κατ’ αρχήν, ως προς την προαναφερόμενη ρήτρα παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας με την οποία κατέστησαν αποκλειστικά αρμόδια προς εκδίκαση των διαφορών κάθε είδους (συμπεριλαμβανομένων και των εξωσυμβατικών) που θα προέκυπταν από τις μνημονευόμενες στην αγωγή συμβάσεις τα αγγλικά δικαστήρια, λεκτέα τα εξής: Όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων των δανειακών και των λοιπών συμβάσεων που επικαλούνται η ενδέκατη ενάγουσα με την αγωγή και τις προτάσεις της και οι εναγόμενοι με τις προτάσεις τους και προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως σε επίσημη μετάφραση νομίμως επικυρωμένη, τέτοια ρήτρα υφίσταται τόσο στην από 09-04-2008 σύμβαση δανείου (βλ. τον υπ’ αριθμ. 28.2 όρο της εν λόγω σύμβασης), όσο και στην από 04-02-2010 σύμβαση δανείου (βλ. τον υπ’ αριθμ. 30.2 όρο της εν λόγω σύμβασης) και στην πράξη συμφωνίας διανομής κερδών που προσαρτάται στην ανωτέρω δανειακή σύμβαση (βλ. τον υπ’ αριθμ. 9.2 όρο της ανωτέρω πράξης) αλλά και στο από 04-02-2010 συμφωνητικό λύσης της από 09-04-2008 σύμβασης των μετόχων της πρώτης ενάγουσας (βλ. τον υπ’ αριθμ. 12.2 όρο του ως άνω συμφωνητικού). Ωστόσο, η ενδέκατη ενάγουσα δεν βρίσκεται μεταξύ των συμβαλλόμενων στις ανωτέρω συμβάσεις και πράξεις μερών. Ειδικότερα, στο προοίμιο της από 09-04-2008 δανειακής σύμβασης (loan agreement) ρητά αναφέρεται ότι σ’ αυτήν συμβάλλονται η πρώτη ενάγουσα ως δανειολήπτρια (borrower), η έκτη εναγομένη ως δανειοδότρια (lender) και η μη διάδικος εταιρεία με την επωνυμία «A. F. P. L.» ως εκπρόσωπος (agent) και θεματοφύλακας ασφαλείας (security trustee) της έκτης εναγομένης, ενώ στο τέλος του κειμένου της ανωτέρω σύμβασης έχουν τεθεί μόνον οι υπογραφές των νομίμων εκπροσώπων και των εξουσιοδοτημένων εκπροσώπων των προαναφερόμενων συμβαλλόμενων εταιρειών. Περαιτέρω, στο προοίμιο της από 04-02-2010 δανειακής σύμβασης (loan agreement) ρητά αναφέρεται ότι σ’ αυτήν συμβάλλονται η πρώτη ενάγουσα ως δανειολήπτρια (borrower), η έκτη εναγομένη ως δανειοδότρια (lender) και η έβδομη εναγομένη ως εκπρόσωπος (agent) και θεματοφύλακας ασφαλείας (security trustee) της έκτης εναγομένης. Επιπλέον, στο προοίμιο της πράξης συμφωνίας διανομής κερδών (profit sharing deed) που προσαρτάται στην ανωτέρω σύμβαση δανείου ρητά αναφέρεται ότι σ’ αυτήν συμβάλλονται η ένατη ενάγουσα ως μέτοχος (shareholder) της πρώτης ενάγουσας, η πρώτη ενάγουσα ως δανειολήπτρια (borrower) και η έκτη εναγομένη ως δανειοδότρια (lender). Στο τέλος του κειμένου της ανωτέρω σύμβασης και της προσαρτηθείσας σ’ αυτήν πράξης έχουν τεθεί όχι μόνον οι υπογραφές των νομίμων εκπροσώπων και των εξουσιοδοτημένων εκπροσώπων των προαναφερόμενων συμβαλλόμενων εταιρειών, αλλά, επιπλέον, και του νομίμου εκπροσώπου της εταιρικής εγγυήτριας (corporate guarantor) δέκατης ενάγουσας, του προσωπικού εγγυητή (personal guarantor) δέκατου τέταρτου ενάγοντα και του νομίμου εκπροσώπου της ενδέκατης ενάγουσας. Τέλος, στο προοίμιο του από 04-02-2010 συμφωνητικού λύσης της από 09-04-2008 σύμβασης των μετόχων της πρώτης ενάγουσας (deed of termination in relation to a shareholders’ agreement dated 9 April 2008 in respect of ….) ρητά αναφέρεται ότι σ’ αυτό συμβάλλονται η μη διάδικος εταιρεία με την επωνυμία «A. Limited» ως η μη εκτελεστική μέτοχος (non-executive shareholder) της πρώτης ενάγουσας, η ένατη ενάγουσα ως η διαχειριστική μέτοχος (managing shareholder) της πρώτης ενάγουσας και η ίδια η πρώτη ενάγουσα, ενώ στο τέλος του κειμένου του ανωτέρω συμφωνητικού έχουν τεθεί μόνον οι υπογραφές των νομίμων εκπροσώπων και των εξουσιοδοτημένων εκπροσώπων των προαναφερόμενων συμβαλλόμενων εταιρειών. Εφόσον, επομένως, η ενδέκατη ενάγουσα δεν έχει συμβληθεί στις προαναφερόμενες συμβάσεις και πράξεις, δεν δεσμεύεται από τις εμπεριεχόμενες σ’ αυτές συμφωνίες παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας των αγγλικών δικαστηρίων. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η ως άνω ενάγουσα έχει συμβληθεί στην από 04-02-2010 δανειακή σύμβαση, επειδή το έγγραφο της σύμβασης αυτής φέρει την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της (παρότι, όπως προεκτέθηκε, στο προοίμιο της σύμβασης η εν λόγω ενάγουσα δεν συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών), η εμπεριεχόμενη στον υπ’ αριθμ. 30.2 συμβατικό όρο συμφωνία παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας των αγγλικών δικαστηρίων δεν την αφορά. Και τούτο διότι το περιεχόμενο του ως άνω όρου έχει ως εξής: «Οι οφειλέτες με την παρούσα συμφωνούν ανεκκλήτως προς αποκλειστικό όφελος της δανειοδότριας (έκτης εναγομένης), του εκπροσώπου ή/και του θεματοφύλακα ασφαλείας (έβδομης εναγομένης) ότι τα αγγλικά δικαστήρια θα έχουν δικαιοδοσία ως προς οποιαδήποτε διαφορά, συμπεριλαμβανομένων τυχόν εξωσυμβατικών διαφορών πηγαζουσών ή συνδεομένων με προσφυγές, αγωγές ή δίκες (συλλήβδην στον παρόντα όρο αποκαλουμένων ως «νομικές διαδικασίες»), δυνατόν προκύψει ή συνδέεται με την παρούσα σύμβαση ή/και τα λοιπά εξασφαλιστικά έγγραφα, για τον σκοπό δε αυτό ανεκκλήτως υποβάλουν εαυτούς στη δικαιοδοσία των ως άνω δικαστηρίων». Ως «οφειλέτες», δε, νοούνται, σύμφωνα με τον υπ’ αριθμ. 1.1 όρο της σύμβασης, η δανειολήπτρια (πρώτη ενάγουσα), οι πλοιοκτήτριες (δεύτερη έως όγδοη ενάγουσες), ο προσωπικός εγγυητής (δέκατος τέταρτος ενάγων), η ένατη ενάγουσα και ο εγκεκριμένος διαχειριστής (δέκατη ενάγουσα). Επομένως, η ως άνω συμφωνία παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας έχει καταρτισθεί αποκλειστικά μεταξύ των πρώτης έως δέκατης και του δέκατου τέταρτου των εναγόντων αφενός και των έκτης και έβδομης των εναγομένων αφετέρου και ρυθμίζει τις μεταξύ τους σχέσεις. Με βάση τα ανωτέρω, ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι το Δικαστήριο τούτο δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία ως προς την εκδίκαση της αγωγής της ενδέκατης ενάγουσας, επειδή αποκλειστικά αρμόδια προς τούτο έχουν καταστεί τα δικαστήρια της Α.ς με βάση σχετική συμφωνία των διαδίκων μερών, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος.

Περαιτέρω, αναφορικά με τον ισχυρισμό των εναγομένων περί ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου τούτου προς εκδίκαση της κρινόμενης αγωγής της ανωτέρω ενάγουσας, επειδή ούτε η κατοικία ή η καταστατική τους έδρα αλλ’ ούτε και ο τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός βρίσκονται στην Ελλάδα, λεκτέα τα εξής: Πράγματι, η έδρα (κατά την έννοια του άρθρου 60 του Κανονισμού 44/2001) της πρώτης και της τρίτης των εναγομένων και η κατοικία του δεύτερου, του τέταρτου, του πέμπτου και του ένατου των εναγομένων βρίσκεται στο Η. Β., ενώ η έδρα (κατά την έννοια του άρθρου 60 του Κανονισμού 44/2001 και του άρθρου 25§2 του ΚΠολΔ) της έκτης και της έβδομης των εναγομένων και η κατοικία του όγδοου εναγομένου βρίσκεται στις Ν. της Μ. (C. I.), γεγονός που συνομολογείται στο δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής. Η κατοικία της δέκατης εναγομένης βρίσκεται κατά μεν τους ισχυρισμούς της ιδίας στις Η.Π.Α., κατά δε τους ισχυρισμούς της ενάγουσας στις Ν. της Μ.. Επομένως, το ζήτημα της συνδρομής ή μη διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου τούτου για την εκδίκαση της κρινόμενης αγωγής θα κριθεί όσον αφορά μεν τους πρώτη, δεύτερο, τρίτη, τέταρτο, πέμπτο και ένατο των εναγομένων (που κατοικούν ή εδρεύουν στο Η. Β., ήτοι σε κράτος μέλος της Ε.Ε.) με βάση τους σχετικούς κανόνες του Κανονισμού 44/2001, αναφορικά δε με τους λοιπούς εναγομένους [που κατοικούν ή εδρεύουν στις Ν. της Μ. ή έστω (αν υποτεθεί αληθής ο σχετικός ισχυρισμός της δέκατης εναγομένης) στις Η.Π.Α.] με βάση τους αντίστοιχους κανόνες του ΚΠολΔ, ενόψει του ότι: α) ο ως άνω Κανονισμός δεν τυγχάνει εφαρμογής στις Ν. της Μ., αφού, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 355§5 περ. γ΄ της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία ισχύει και για το παράγωγο δίκαιο και, επομένως, και για τον Κανονισμό 44/2001 (βλ. την προαναφερόμενη γνωμοδότηση του Γ. Ορφανίδη), ως προς τις Ν. αυτές οι διατάξεις των Συνθηκών που θεμελιώνουν την Ευρωπαϊκή Ένωση (δηλαδή της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης) εφαρμόζονται μόνον εφόσον αυτό είναι αναγκαίο για να διασφαλισθεί η εφαρμογή του καθεστώτος που προβλέπει για τις Ν. αυτές η Συνθήκη της 22-01-1972 περί προσχωρήσεως νέων κρατών μελών στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας· το δε Πρωτόκολλο 3 της προαναφερόμενης Συνθήκης της 22-01-1972 εμπεριέχει προβλέψεις για τις Ν. της Μ. μόνο σε σχέση με την τελωνειακή ένωση και τα αγροτικά προϊόντα και β) η Ελλάδα δεν έχει συνάψει σύμβαση με αντικείμενο τη διεθνή δικαιοδοσία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις με τις Ν. της Μ. αλλ’ ούτε και με τις Η.Π.Α. Περαιτέρω, από τα ιστορούμενα στο αγωγικό δικόγραφο, κρίσιμα εν προκειμένω ως προς το ζήτημα της θεμελίωσης της διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου τούτου είναι τα ακόλουθα: α) ότι η ενδέκατη ενάγουσα υπέστη, εξαιτίας της αδικοπρακτικής (απατηλής) συμπεριφοράς των εναγομένων, ζημία ισόποση με τη μη εξοφληθείσα εργολαβική αμοιβή της για την εκτέλεση των εργασιών μετασκευής και επισκευής των ένδικων πλοίων, β) ότι οφειλέτρια της ως άνω αμοιβής, το ύψος της οποίας ανερχόταν στο ποσό των 6.600.000 $, ήταν η πρώτη ενάγουσα, η οποία ετύγχανε μοναδική μέτοχος των εταιριών στην κυριότητα των οποίων ανήκαν τα ανωτέρω πλοία (δεύτερη έως όγδοη των εναγόντων) και συνάμα εφοπλίστρια των πλοίων αυτών. Σημειωτέον ότι για την καταβολή της ως άνω αμοιβής ευθύνονταν παράλληλα με την εφοπλίστρια των πλοίων (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή) και οι απλές κυρίες αυτών, δεύτερη έως όγδοη των εναγόντων, μόνον, όμως, διά των συγκεκριμένων πλοίων τους και μέχρι της αξίας αυτών (πραγματοπαγής και περιορισμένη ευθύνη), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του ΚΙΝΔ, οι οποίες τυγχάνουν εν προκειμένω εφαρμογής, δεδομένου ότι ως προς το ζήτημα της ευθύνης των ως άνω εναγουσών, ως κυριών των πλοίων, από τις πράξεις της δεύτερης ενάγουσας ως εφοπλίστριας αυτών [εξωσυμβατική (ex lege) ενοχή], εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο που αρμόζει στις μεταξύ τους σχέσεις από το σύνολο των ειδικών συνθηκών, και ιδίως ως εκ του γεγονότος ότι η πραγματική έδρα τόσο της εφοπλίστριας όσο και των κυριών των πλοίων βρίσκεται στην Ελλάδα [βλ. αρθρ. 4§4 του υπ’ αριθμ. 593/2008 Κανονισμού (ΕΚ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι). και αρθρ. 25 εδ. β΄ ΑΚ], γ) ότι η ως άνω ζημία της ενδέκατης ενάγουσας προκλήθηκε εξαιτίας του ότι οι νόμιμοι εκπρόσωποι αυτής, όπως και οι νόμιμοι εκπρόσωποι των λοιπών εναγουσών εταιρειών καθώς και τα ενάγοντα φυσικά πρόσωπα, πείσθηκαν στις ψευδείς διαβεβαιώσεις των εναγομένων, οι οποίες έλαβαν χώρα κατά κύριο λόγο στον Πειραιά και τη Σ. και κατά δεύτερο λόγο στην Α., ότι η εταιρική τους συνεργασία με τον όμιλο των εναγομένων εταιρειών θα συνεχιζόταν επί μακρό χρόνο και θα ήταν επικερδής, δ) ότι, πλανηθέντες από τις ανωτέρω ψευδείς παραστάσεις των εναγομένων, οι νόμιμοι εκπρόσωποι των πρώτης και ένατης των εναγόντων προέβησαν στην κατάρτιση του από 04-02-2010 συμφωνητικού λύσης της από 09-04-2008 συμφωνίας μετόχων της πρώτης ενάγουσας και της με την αυτή ημερομηνία δανειακής σύμβασης, επιτρέποντας έτσι στον όμιλο των εναγόμενων εταιρειών να εξέλθει από τη μετοχική σύνθεση της πρώτης ενάγουσας, μοναδικής μετόχου των εταιρειών στην κυριότητα των οποίων ανήκαν τα ανωτέρω πλοία (δεύτερης έως όγδοης των εναγόντων), και να απαλλαγεί έτσι από την ιδιότητα του εταίρου στο εταιρικό σχήμα που είχε συσταθεί με τον όμιλο των εναγουσών εταιρειών, διατηρώντας πλέον μόνο την ιδιότητα του δανειοδότη των εναγόντων, ε) ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο κατέστη δυνατό πλέον στους εναγόμενους να προβούν στην αναγκαστική εκποίηση των πλοίων και στ) ότι, πλανηθέντες από τις ανωτέρω ψευδείς παραστάσεις των εναγομένων, οι νόμιμοι εκπρόσωποι της ενδέκατης ενάγουσας δεν προέβησαν στην κατάσχεση των ανωτέρω αναφερόμενων πλοίων όσο αυτά βρίσκονταν στο χώρο των ναυπηγείων της, αλλ’ αντιθέτως επέτρεψαν τον απόπλου τους και την απομάκρυνσή τους από την Ελλάδα, με αποτέλεσμα να κατασχεθούν αυτά από την έκτη εναγομένη σε τρίτες χώρες (και δη τo πλοίο … στο Γ., το πλοίο … στο Χ. Κ., τα πλοία … και … στη Σ. και τα πλοία …, … και … στη Ν.α), όπου και διενεργήθηκε ο πλειστηριασμός τους, και να στερηθεί έτσι η εν λόγω ενάγουσα τη δυνατότητα προνομιακής ικανοποίησης της απαίτησής της. Όπως συνάγεται από τα ανωτέρω αναφερόμενα, παθούσες, εκ της ως άνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων είναι, με βάση τα αναφερόμενα στην αγωγή, μεταξύ άλλων, τόσο οι κυρίες των πλοίων εταιρείες (δεύτερη έως όγδοη των εναγόντων), οι οποίες απώλεσαν τα πλοία τους συνεπεία της αναγκαστικής εκποίησής τους, όσο και η ενδέκατη ενάγουσα, η οποία στερήθηκε τη δυνατότητα προνομιακής ικανοποίησης (με βάση τη διάταξη του άρθρου 205 περ. β΄ του ΚΙΝΔ) της απαίτησής της (που απέρρεε από την εκτέλεση των προαναφερόμενων ναυπηγικών εργασιών) από το πλειστηρίασμα που θα προέκυπτε από την αναγκαστική εκποίηση των πλοίων στην Ελλάδα. Τόπος τέλεσης της αξιόποινης πράξης που αποδίδεται στους εναγομένους (κακουργηματική απάτη, που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 386§§1 και 3 περ. β΄ ΠΚ) και συνιστά συγχρόνως και την ένδικη αδικοπραξία αυτών, είναι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, και η Ελλάδα, όπου πραγματώθηκε, με βάση τα προεκτεθέντα, η παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών προς τους ενάγοντες (και δη προς τους νομίμους εκπροσώπους της ενδέκατης ενάγουσας) εκ μέρους των εναγομένων (και δη εκ μέρους των όγδοου, ένατου και δέκατης αυτών). Ενόψει δε του ότι ως προς τις αδικοπραξίες οι οποίες στοιχειοθετούν και ποινικό αδίκημα, η ερμηνεία του όρου «τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» για τη θεμελίωση της συντρέχουσας ειδικής δωσιδικίας της αδικοπραξίας με βάση τη διάταξη του νέου άρθρου 35 ΚΠολΔ, και κατ’ επέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων στις περιπτώσεις όπου δεν χωρεί εφαρμογή του Κανονισμού 44/2001, γίνεται μέσω παραπομπής στη διάταξη του άρθρου 16 του ΠΚ, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, το Δικαστήριο τούτο έχει εν προκειμένω διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της αγωγής της ενδέκατης ενάγουσας κατά των έκτης, έβδομης, όγδοου και δέκατης των εναγομένων, η κατοικία ή η έδρα (κατά την έννοια του άρθρου 60 του Κανονισμού 44/2001) των οποίων δεν βρίσκεται στο έδαφος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός των ως άνω εναγομένων.

Ωστόσο, ως προς την εκδίκαση της ίδιας αγωγής κατά των λοιπών εναγομένων (πρώτης, δεύτερου, τρίτης, τέταρτου, πέμπτου και ένατου), που κατοικούν ή εδρεύουν στο Η. Β., το Δικαστήριο τούτο στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας. Και τούτο για τους ακόλουθους λόγους: Η ζημία την οποία επικαλείται ότι υπέστη η ενδέκατη ενάγουσα είναι απότοκος της κατάσχεσης και του πλειστηριασμού των πλοίων των δεύτερης έως όγδοης των εναγόντων που διενεργήθηκαν στις προαναφερόμενες τρίτες χώρες. Δηλαδή, η ανωτέρω ζημία της ενδέκατης ενάγουσας αποτελεί περαιτέρω (αντανακλαστική) δυσμενή συνέπεια της άμεσης ζημίας που υπέστησαν οι δεύτερη έως όγδοη των εναγόντων, η οποία συνίσταται στην απώλεια των πλοίων τους που επήλθε διά της αναγκαστικής εκποιήσεώς τους. Σύμφωνα δε με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η έννοια του «τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός», όπως χρησιμοποιείται στη διάταξη του άρθρου 5 σημ. 3 του Κανονισμού 44/2001, περιλαμβάνει μόνον τον τόπο εκείνο όπου το ζημιογόνο γεγονός παρήγαγε αμέσως τα ζημιογόνα αποτελέσματά του εις βάρος του ζημιωθέντος και όχι εκείνον όπου παρήχθησαν άλλες δυσμενείς συνέπειες εις βάρος του ανωτέρω αμέσως ζημιωθέντος ή τρίτων. Δεν συμπεριλαμβάνει, δηλαδή, κάθε τόπο στον οποίο θα μπορούσαν να γίνουν αισθητές οι επιζήμιες συνέπειες ενός γεγονότος που έχει ήδη προκαλέσει ζημία επελθούσα σε άλλον τόπο ούτε επεκτείνεται και στον τόπο κατοικίας του ενάγοντος, όπου βρίσκεται το επίκεντρο της περιουσίας του, για το λόγο και μόνον ότι ο ενάγων υπέστη στον τόπο αυτό οικονομική ζημία λόγω της απώλειας περιουσιακών στοιχείων (του ιδίου ή τρίτου) σε άλλο κράτος. Στην προκείμενη δε περίπτωση, ο τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός δεν είναι η Ελλάδα, αλλά αυτός της κατάσχεσης και του πλειστηριασμού του κάθε πλοίου, ήτοι, ως προς το πλοίο … το Γ., ως προς το πλοίο … το Χ. Κ., ως προς τα πλοία … και … η Σ. και ως προς τα πλοία …, … και … τη Ν.α. Στους τόπους αυτούς παρήχθησαν απ’ ευθείας τα ζημιογόνα αποτελέσματα του ζημιογόνου γεγονότος εις βάρος των αμέσως ζημιωθεισών δεύτερης έως όγδοης των εναγόντων, αφού εκεί απωλέσθηκαν τα πλοία τους. Σημειωτέον ότι για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 5 σημ. 3 του Κανονισμού 44/2001 είναι αδιάφορο σε ποια ζημιογόνο ενέργεια οφείλεται η αδικοπραξία, αν δηλαδή θεμελιώνεται στις διατάξεις περί απάτης ή άλλης ενδεχομένως ενέργειας. Ο νομικός αυτός χαρακτηρισμός δεν μπορεί να οδηγήσει σε παράκαμψη της αυτόνομης ερμηνείας του άρθρου 5 σημ. 3 του Κανονισμού 44/2001, που ισχύει ειδικότερα και για τον «τόπο όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός», υπό την έννοια ότι ο συγκεκριμένος τόπος επελεύσεως της ζημίας θα αναζητηθεί με βάση τις ειδικότερες εθνικές διατάξεις, που προσδιορίζουν από άποψη εσωτερικού ουσιαστικού (αστικού ή ποινικού) δικαίου τον τόπο τέλεσης της άδικης πράξης. Έτσι, σε περίπτωση όπως στην επίδικη, όπου κατά τους ισχυρισμούς της ενδέκατης ενάγουσας η αδικοπραξία έγκειται σε απάτη εκ μέρους των εναγομένων, κρίσιμος για τον προσδιορισμό του «τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» κατ’ αρθρ. 5 σημ. 3 του Κανονισμού 44/2001, δεν μπορεί να είναι ο κατά το εθνικό δίκαιο τόπος τελέσεως του εγκλήματος της απάτης. Αν, λοιπόν, ο τόπος αυτός κατά το εθνικό δίκαιο προσδιορίζεται εναλλακτικά από τον τόπο όπου έλαβε χώρα η ψευδής παράσταση των γεγονότων ή από τον τόπο όπου επήλθε η περιουσιακή διάθεση ή, γενικότερα, η ζημία του παθόντος (όπως συμβαίνει εν προκειμένω με βάση τις προαναφερθείσες διατάξεις του ΠΚ), ο προσδιορισμός αυτός είναι αδιάφορος για την εφαρμογή του άρθρου 5 σημ. 3 του Κανονισμού 44/2001. Και τούτο επειδή ο συγκεκριμένος προσδιορισμός αντιστρατεύεται την αυτόνομη ερμηνεία, που κυριαρχεί στον τρόπο προσεγγίσεως της δωσιδικίας της αδικοπραξίας κατά το άρθρο 5 σημ. 3 του Κανονισμού 44/2001 (βλ. Π. Αρβανιτάκη, Η έννοια του «τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» επί σύνθετης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς κατά το άρθρο 5 σημ. 3 Σύμβασης Λουγκάνο/Κανονισμού Βρυξελλών Ι, ΕΠολΔ 2009,477).

Εξάλλου, και η ηθική βλάβη που υπέστη, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η ενδέκατη ενάγουσα, λόγω της ανεπανόρθωτης τρώσης του κύρους, της φήμης και της επαγγελματικής πίστης της από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, είναι κατά ένα μέρος (και δη καθ’ ο μέρος προκλήθηκε από την ιστορούμενη στην αγωγή απάτη) απότοκος της κατάσχεσης και του πλειστηριασμού των πλοίων των δεύτερης έως όγδοης των εναγόντων στις προαναφερόμενες τρίτες χώρες. Ειδικότερα, η αδυναμία της να ικανοποιηθεί προνομιακά από το πλειστηρίασμα που επιτεύχθηκε από την αναγκαστική εκποίηση των ένδικων πλοίων και, κατ’ επέκταση, η αδυναμία της να εξοφλήσει της οφειλές της προς το Ι.Κ.Α. και άλλους ασφαλιστικούς οργανισμούς, η απώλεια της ασφαλιστικής της ενημερότητας, η λήψη διοικητικών μέτρων σε βάρος της και η άσκηση ποινικών διώξεων σε βάρος των νομίμων εκπροσώπων της, η αδυναμία χρηματοδότησής της από πιστωτικά ιδρύματα και τελικά η οικονομική καταστροφή της, συνιστούν περαιτέρω (αντανακλαστική) δυσμενή συνέπεια της άμεσης ζημίας που υπέστησαν οι δεύτερη έως όγδοη των εναγόντων (δηλαδή της απώλειας των πλοίων τους). Ο τόπος, επομένως, όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός, κατά την έννοια του άρθρου 5 σημ. 3 του Κανονισμού 44/2001, και ως προς την ηθική βλάβη της ενδέκατης ενάγουσας που οφείλεται στην απατηλή συμπεριφορά των εναγομένων, είναι αυτός της κατάσχεσης και του πλειστηριασμού του κάθε πλοίου, κατά τα προεκτεθέντα. Εξάλλου, ο τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, ως προς την ηθική βλάβη της εν λόγω ενάγουσας που προκλήθηκε από τις αναφερόμενες στην αγωγή δυσφημιστικές διαδόσεις, στις οποίες προέβησαν οι εναγόμενοι εις βάρος της, είναι ο τόπος όπου παρήχθησαν απ’ ευθείας τα ζημιογόνα αποτελέσματα της ως άνω δυσφήμησης (δηλαδή η τρώση του κύρους, της φήμης και της επαγγελματικής πίστης της), ήτοι το Η. Β..

Περαιτέρω, ενόψει του ότι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, η ειδική συντρέχουσα δωσιδικία του δικαστηρίου όπου ασκείται η ποινική δίωξη, η οποία καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 5 σημ. 4 του Κανονισμού 44/2001 σε περιπτώσεις αγωγής αποζημίωσης που θεμελιώνεται σε αξιόποινη πράξη, αφορά αποκλειστικά τα ποινικά δικαστήρια, και όχι τα πολιτικά, δεν δύναται να θεμελιωθεί διεθνής δικαιοδοσία του Δικαστηρίου τούτου ως προς την εκδίκαση της αγωγής της ενδέκατης ενάγουσας κατά των δεύτερου, τέταρτου, πέμπτου και ένατου των εναγομένων (που κατοικούν ή εδρεύουν στο Η. Β.), εκ μόνου του γεγονότος ότι κατά των ανωτέρω εναγομένων έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής απάτης εις βάρος, μεταξύ άλλων, και της ως άνω ενάγουσας, στην οποία θεμελιώνεται και η κρινόμενη αγωγή αποζημίωσης της εν λόγω ενάγουσας. Άλλωστε, κατά το χρόνο κατάθεσης της ανωτέρω αγωγής (21-12-2012), με βάση τον οποίο κρίνεται η συνδρομή των προϋποθέσεων θεμελίωσης της διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου τούτου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 221§1 περ. β΄ ΚΠολΔ, δεν είχε ασκηθεί η ως άνω ποινική δίωξη, δεδομένου ότι η έγκληση των δέκατης, ενδέκατης και δέκατου τέταρτου των εναγόντων επί της οποίας ασκήθηκε η ποινική δίωξη αυτή εγχειρίσθηκε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς την 22-04-2013 (βλ. το μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο υπ’ αριθμ… πιστοποιητικό του ως άνω Εισαγγελέα).

Τέλος, όπως προεκτέθηκε, στο πλαίσιο του Κανονισμού 44/2001 δεν στοιχειοθετείται η δωσιδικία της ομοδικίας στον τόπο της ειδικής δωσιδικίας ενός των ομοδίκων, παρά μόνο στον τόπο της γενικής δωσιδικίας αυτού. Επομένως, το γεγονός ότι το Δικαστήριο τούτο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της αγωγής της ενδέκατης ενάγουσας καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά των έκτης, έβδομης, όγδοου και δέκατης των εναγομένων (που δεν κατοικούν ή εδρεύουν στην Ελλάδα) δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 3§1 και 35 ΚΠολΔ, δεν αρκεί από μόνο του για τη θεμελίωση διεθνούς δικαιοδοσίας αυτού (του Δικαστηρίου τούτου) προς εκδίκαση της ανωτέρω αγωγής καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά των λοιπών εναγόμενων – ομοδίκων (δηλαδή των πρώτης, δεύτερου, τρίτης, τέταρτου, πέμπτου και ένατου αυτών, που κατοικούν ή εδρεύουν στο Η. Β.).

Περαιτέρω, η ενδέκατη ενάγουσα ισχυρίζεται, τόσο με την από 10-07-2014 προσθήκη των προτάσεων που κατέθεσε μετά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης προς αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων όσο και με τις προτάσεις που κατέθεσε κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση της υπόθεσης, ότι το Δικαστήριο τούτο έχει αποκτήσει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της αγωγής της και κατά το σκέλος της κατά το οποίο στρέφεται κατά των πρώτης, δεύτερου, τρίτης, τέταρτου, πέμπτου και ένατου των εναγομένων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 24 του Κανονισμού 44/2001, επειδή οι ως άνω εναγόμενοι παρέστησαν ενώπιον αυτού και προέβαλαν συγχρόνως με την ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας και όχι επικουρικά, πλείστους άλλους ισχυρισμούς προς αντίκρουση των αγωγικών ισχυρισμών, όπως την ένσταση εγγυοδοσίας, την ένσταση απαραδέκτου κατ’ αρθρ. 116 ΚΠολΔ, την ένσταση εφαρμοστέου δικαίου, την ένσταση ακυρότητας κατ’ αρθρ. 63 ΚΠολΔ περί την ταυτότητα των διαδίκων και την ένσταση αοριστίας της αγωγής, ενώ, επιπλέον, αρνήθηκαν τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα αυτής. Επί του ανωτέρω ισχυρισμού της ενδέκατης ενάγουσας λεκτέα τα εξής:

Στη διάταξη του άρθρου 24 του Κανονισμού 44/2001, το οποίο είναι αντίστοιχο με το άρθρο 18 της Σύμβασης των Βρυξελλών, ορίζεται ότι «περάν των περιπτώσεων, όπου η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις του παρόντος Κανονισμού, το δικαστήριο κράτους – μέλους ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται αποκτά διεθνή δικαιοδοσία. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται, αν η παράσταση έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας ή αν υπάρχει άλλο δικαστήριο με αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία, σύμφωνα με το άρθρο 22». Η ερμηνευτική δυσχέρεια της πιο πάνω διάταξης έγκειται στην περίπτωση που ο εναγόμενος, πέραν από την ένσταση της έλλειψης της διεθνούς δικαιοδοσίας, επικαλείται και άλλους λόγους απόρριψης της αγωγής είτε ως απαράδεκτης, είτε ως μη νόμιμης, είτε ως αβάσιμης στην ουσία. Έχει δε κριθεί, παγίως πλέον, πως το άρθρο 18 της Σύμβασης των Βρυξελλών (το οποίο είναι ταυτόσημο με το άρθρο 24 του Κανονισμού 44/2001, όπως προεκτέθηκε) πρέπει να ερμηνευθεί κατά την έννοια ότι επιτρέπεται στον εναγόμενο όχι μόνο να αμφισβητήσει την αρμοδιότητα, αλλά να προβάλλει, ταυτόχρονα, επικουρικά, ισχυρισμούς άμυνας για την ουσία, χωρίς να χάνει, από αυτό το λόγο το δικαίωμα προβολής των λοιπών ενστάσεων για την ουσία της υπόθεσης. Το επιτρεπτό, δηλαδή, της προβολής των ισχυρισμών για την ουσία της υπόθεσης τελεί υπό τον όρο ότι ο ισχυρισμός της έλλειψης δικαιοδοσίας προηγείται αυτών [βλ. ΑΠ 1697/2013, ΧρΙδΔ 2014,371, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, καθώς και τις εκεί αναφερόμενες αποφάσεις: ΔΕΚ 24.6.1989 (Elefanten Schuh/Jacqmain) 150/1980, ΔΕΚ 22.10.1981 (Rohr/Ossberger) 27/81, ΔΕΚ 31.3.1982 (C.H.W/GJ.H) 25/81, ΔΕΚ 14.7.1983 (Gerling/ Amminstratione del Tesoro dello strato) 201/82, ΔΕΚ 7.3.1985 (Spitzlen Isomev) 48/54].

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου των προτάσεων που κατέθεσαν, μεταξύ άλλων, οι τέταρτος και ένατος των εναγομένων κατά την πρώτη συζήτηση της κρινόμενης υπόθεσης, στο προοίμιο αυτού προτάσσεται η ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας και έπονται οι λοιποί ισχυρισμοί περί αοριστίας, νομικής και ουσιαστικής αβασιμότητας και καταχρηστικότητας της αγωγής (βλ. σελ. 3 των προτάσεων). Ρητά δε αναφέρεται ότι οι εναγόμενοι αποκρούουν την αγωγή ως απαράδεκτη «πρωτίστως λόγω έλλειψης δωσιδικίας των ελληνικών δικαστηρίων». Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι οι λοιποί ισχυρισμοί που αναφέρονται στις προτάσεις των ανωτέρω εναγομένων και αφορούν την ουσία της υπόθεσης, υποβάλλονται επικουρικά, για την πληρότητα της άμυνάς τους κατά της αγωγής, σε περίπτωση που ήθελε κριθεί από το Δικαστήριο ότι υφίσταται διεθνής δικαιοδοσία αυτού. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου των προτάσεων που κατέθεσαν οι πρώτη, δεύτερος, τρίτη και πέμπτος των εναγομένων κατά την πρώτη συζήτηση της κρινόμενης υπόθεσης, σ’ αυτό γίνεται κατά σειρά: α) σύντομη παράθεση του ιστορικού της υπόθεσης και του νομικού πλαισίου που διέπει τις εναγόμενες εταιρείες και β) επισήμανση των περιπτώσεων κατά τις οποίες οι ενάγοντες παρέβησαν τη διάταξη του άρθρου 116 ΚΠολΔ που θεσπίζει την αρχή της καλόπιστης διεξαγωγής της πολιτικής δίκης και το καθήκον αληθείας εκ μέρους των διαδίκων, με την αναφορά αναληθειών ή εικασιών και την ελλιπή έκθεση των πραγματικών γεγονότων στο δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής, και ακολούθως προβάλλονται γ) η ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας, δ) η ένσταση εφαρμοστέου δικαίου, ε) η ένσταση εγγυοδοσίας, στ) η ένσταση απαραδέκτου λόγω ακυρότητας της αγωγής, ζ) η ένσταση αοριστίας, η) ισχυρισμοί περί της νομικής αβασιμότητας της αγωγής και θ) ισχυρισμοί περί της ουσιαστικής αβασιμότητας της αγωγής. Από τα ανωτέρω καθίσταται πρόδηλο πως ο ισχυρισμός περί ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας προβάλλεται αρχικά, κατά λογική προβολή, και στη συνέχεια, κατά λογική ακολουθία, προβάλλονται οι λοιποί ισχυρισμοί επί της ουσίας (ανωτέρω υπό στοιχ. δ΄ – θ΄), για την περίπτωση, προφανώς, κατά την οποία το Δικαστήριο χωρήσει στην ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης, ήτοι επικουρικά, χωρίς να απαιτείται η χρησιμοποίηση συγκεκριμένων πανηγυρικών εκφράσεων. Σημειωτέον ότι η παράθεση του ιστορικού της υπόθεσης και του νομικού πλαισίου που διέπει τις εναγόμενες εταιρείες καθώς και η επισήμανση των περιπτώσεων παράβασης της διάταξης του άρθρου 116 ΚΠολΔ εκ μέρους των εναγόντων (ανωτέρω υπό στοιχ. α΄ και β΄), που πράγματι προηγούνται κατά σειρά στο δικόγραφο των προτάσεων των ανωτέρω εναγομένων, δεν αποτελούν ισχυρισμούς για την ουσία της υπόθεσης (βλ. ΑΠ 1697/2013, ο.π.).

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τόσο οι τέταρτος και ένατος όσο και οι πρώτη, δεύτερος, τρίτη και πέμπτος των εναγομένων πρωτίστως αμφισβήτησαν τη διεθνή δικαιοδοσία του Δικαστηρίου τούτου, παραστάντες ενώπιόν του προς το σκοπό αυτόν, και επικουρικά, προέβαλαν ισχυρισμούς άμυνας για την ουσία της υπόθεσης. Συνεπώς, δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις του άρθρου 24 εδ. α΄ του Κανονισμού 44/2001, ώστε να κριθεί ότι εχώρησε παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας ως εκ μόνης της παραστάσεως των ανωτέρω εναγομένων κατά τη δίκη. Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος ο σχετικός ισχυρισμός της ενδέκατης ενάγουσας.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, ενόψει του ότι το Δικαστήριο τούτο στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας προς εκδίκαση της υποκειμενικά σωρευόμενης στο από 21-12-2012 αγωγικό δικόγραφο αυτοτελούς αγωγής της ενδέκατης ενάγουσας καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά των πρώτης, δεύτερου, τρίτης, τέταρτου, πέμπτου και ένατου των εναγομένων, πρέπει, αφού γίνει δεκτή ως νόμω και ουσία βάσιμη η σχετική ένσταση των εν λόγω εναγομένων, να απορριφθεί κατά το μέρος της αυτό ως απαράδεκτη η εν λόγω αγωγή. Ωστόσο, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολο τους, λόγω του ιδιαιτέρως δυσχερούς της ερμηνείας των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

Περαιτέρω, όπως προεκτέθηκε, η ενδέκατη ενάγουσα (από κοινού με τη δέκατη και τον δέκατο τέταρτο των εναγόντων) υπέβαλε στις 22-04-2013 ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς την από … (Α.Β.Μ. Α13-394) έγκλησή της κατά των όγδοου και δέκατης των εναγομένων (όπως και κατά των δεύτερου, τέταρτου, πέμπτου και ένατου των εναγομένων), η οποία (έγκληση) αφορά την άδικη πράξη στην οποία θεμελιώνεται η κρινόμενη αγωγή της και η οποία είναι, κατά τους ισχυρισμούς της, αξιόποινη (κακουργηματική απάτη). Επί της εγκλήσεως αυτής ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Πειραιώς άσκησε, μετά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης προς διερεύνηση κακουργηματικών πράξεων, σχετική ποινική δίωξη (για την τέλεση αξιόποινων πράξεων που προβλέπονται στις διατάξεις των άρθρων 1, 5, 14, 18, 26§1 εδ. α΄, 27, 45, 51, 52, 79, 98, 386§§1 και 3 περ. β΄ ΠΚ) κατά των ανωτέρω εναγομένων. Την 22-01-2015 η σχηματισθείσα ποινική δικογραφία διαβιβάσθηκε στον ΣΤ΄ Ανακριτή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ενώπιον του οποίου και εκκρεμεί (βλ. το προαναφερόμενο υπ’ αριθμ… πιστοποιητικό του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς). Σημειωτέον ότι ο αξιόποινος ή μη χαρακτήρας της αναφερόμενης στην αγωγή πράξης ασκεί επιρροή στην εν λόγω υπόθεση λόγω της θεμελίωσης σ’ αυτόν του στοιχείου του παρανόμου (αρθρ. 914 ΑΚ).

Κατόπιν αυτών, κρίνεται αναγκαίο προς πληρέστερη διάγνωση της ένδικης υπόθεσης, ανεξαρτήτως παντός άλλου, να αναβληθεί κατ’ αρθρ. 250 ΚΠολΔ η συζήτηση της ένδικης υποκειμενικά σωρευόμενης στο από 21-12-2012 αγωγικό δικόγραφο αγωγής της ενδέκατης των εναγόντων καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά των έκτης, έβδομης, όγδοου και δέκατης των εναγομένων, μέχρι να περατωθεί αμετακλήτως η προαναφερόμενη ποινική διαδικασία που αφορά την ως άνω έγκληση, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό. Δικαστικά έξοδα δεν πρέπει να επιδικασθούν, διότι η παρούσα απόφαση, κατά το σκέλος της αυτό, είναι μη οριστική (αρθρ. 191 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων, το από 21-12-2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αγωγικό δικόγραφο, που επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 12-02-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … κλήση, και την από 16-02-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αίτηση.

Απορρίπτει την από 12-02-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  … κλήση των πρώτης έως δέκατης και δωδέκατου έως δέκατου τέταρτου των καλούντων – εναγόντων προς περαιτέρω συζήτηση των υποκειμενικά σωρευόμενων στο από 21-12-2012 αγωγικό δικόγραφο αγωγών τους.

Απορρίπτει την αίτηση ανάκλησης της υπ’ αριθμ. 3805/2014 μη οριστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, που υπέβαλαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με προφορική δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων τους αλλά και με τις προτάσεις τους οι καλούντες – ενάγοντες.

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση των υποκειμενικά σωρευόμενων στο από 21-12-2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αγωγικό δικόγραφο αγωγών των πρώτης έως δέκατης και δωδέκατου έως δέκατου τέταρτου των καλούντων – εναγόντων.

Απορρίπτει την από 16-02-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αίτηση καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά της ενδέκατης των καθ’ ων.

Καταδικάζει τους αιτούντες στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της ενδέκατης των καθ ων η αίτηση, την οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων ενενήντα ευρώ (290 €).

Δέχεται την από 16-02-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αίτηση καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά των πρώτης έως δέκατης και δωδέκατου έως δέκατου τέταρτου των καθ’ ων.

Αποφασίζει ότι οι υποκειμενικά σωρευόμενες στο από 21-12-2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αγωγικό δικόγραφο αγωγές των πρώτης έως δέκατης και δωδέκατου έως δέκατου τέταρτου των καλούντων – εναγόντων ανακλήθηκαν.

Καταδικάζει τους πρώτη έως δέκατη και δωδέκατο έως δέκατο τέταρτο των καθ’ ων η αίτηση στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης των αιτούντων, την οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων είκοσι ευρώ (420 €)

Απορρίπτει την υποκειμενικά σωρευόμενη στο από 21-12-2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αγωγικό δικόγραφο αγωγή της ενδέκατης των εναγόντων καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά των πρώτης, δεύτερου, τρίτης, τέταρτου, πέμπτου και ένατου των εναγομένων.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

Αναβάλλει τη συζήτηση της υποκειμενικά σωρευόμενης στο από 21-12-2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αγωγικό δικόγραφο αγωγής της ενδέκατης των εναγόντων καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά των έκτης, έβδομης, όγδοου και δέκατης των εναγομένων, μέχρι να περατωθεί αμετακλήτως η αναφερομένη στο σκεπτικό ποινική διαδικασία που αφορά την από … έγκληση (…) της ως άνω ενάγουσας κατά των όγδοου και δέκατης των εναγομένων.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 12-11-2015, δημοσιεύθηκε δε στις 03-12-2015, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, μετά την προαγωγή και αναχώρηση του Προέδρου Πρωτοδικών Θεόκλητου Καρακατσάνη, με νέα σύνθεση αποτελούμενη από την Πρόεδρο Πρωτοδικών Δωροθέα Νικάνδρου και τους Πρωτοδίκες Ιωάννη Ναυπλιώτη και Χαρίλαο Παππά με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.

 

Η Πρόεδρος                                                                   Η Γραμματέας