Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός Απόφασης: 692/2022

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 2934/1373/2021)

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 5563/2473/2021)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

(ειδική διαδικασία περιουσιακών – εργατικών διαφορών)

 

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 28η Σεπτεμβρίου 2021, για να δικάσει την ακόλουθη υπόθεση μεταξύ:

Α) ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία «…», με διακριτικό τίτλο «…» και ΑΦΜ … ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά, που εδρεύει στην … όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Παρασκευά Ζουρντό του Δημητρίου (ΑΜ/ΔΣΑ …), κάτοικο Αθήνας (…, που κατέθεσε προτάσεις και υπέβαλε το υπ’ αριθ. …/27.9.2021 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, κατοίκου …, με ΑΦΜ … ΔΟΥ …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Στέφανο Λύρα του Μενελάου (ΑΜ/ΔΣΠ …), κάτοικο …, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις και υπέβαλε το υπ’ αριθ. …/27.9.2021 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ.

Β) ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, κατοίκου …, με ΑΦΜ … ΔΟΥ …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Στέφανο Λύρα του Μενελάου (ΑΜ/ΔΣΠ …), κάτοικο …, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις και υπέβαλε το υπ’ αριθ. …/27.9.2021 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία «…», με διακριτικό τίτλο «…» και ΑΦΜ … ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά, που εδρεύει στην … όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Παρασκευά Ζουρντό του Δημητρίου (ΑΜ/ΔΣΑ …), κάτοικο Αθήνας (…, που κατέθεσε προτάσεις και υπέβαλε το υπ’ αριθ. …/27.9.2021 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά με την από 11.9.2019 υπ’ αριθ. εκθ. κατάθεσης 12589/124/2019 αγωγή του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου – εκκαλούντος κατά της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας – εφεσίβλητης. Το Δικαστήριο εκείνο με την υπ’ αριθ. 3/2021 οριστική απόφασή του (ειδική διαδικασία περιουσιακών – εργατικών διαφορών) δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων. Κατά της οριστικής αυτής απόφασης ασκήθηκαν στο Δικαστήριο που την εξέδωσε, απευθυνόμενες στο παρόν: α) η ένδικη από 19.4.2021 υπ’ αριθ. εκθ. κατάθεσης 4493/53/22.4.2021 έφεση της εναγόμενης, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, υπ’ αριθ. εκθ. κατάθεσης 2934/1373/17.5.2021, και β) η ένδικη από 9.7.2021 υπ’ αριθ. εκθ. κατάθεσης 9423/132/19.7.2021 έφεση του ενάγοντος, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, υπ’ αριθ. εκθ. κατάθεσης 5563/2473/21.7.2021. Για τη συζήτηση δε αυτών, που γράφτηκαν νόμιμα με τη σειρά τους στο σχετικό πινάκιο, ορίσθηκε δικάσιμος αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το οικείο πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας – εφεσίβλητης – εναγόμενης αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσιβλήτου – εκκαλούντος – ενάγοντος προκατέθεσε προτάσεις με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι υπό κρίση: α) από 19.4.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Ειρηνοδικείου 4493/53/22.4.2021 και ΓΑΚ/ΕΑΚ παρόντος Δικαστηρίου 2934/1373/17.5.2021) έφεση της εναγόμενης και β) από 9.7.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Ειρηνοδικείου 9423/132/19.7.2021 και ΓΑΚ/ΕΑΚ παρόντος Δικαστηρίου 5563/2473/21.7.2021) έφεση του ενάγοντος στρέφονται κατά της υπ’ αριθ. 3/2021 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 παρ. 3, 621 ΚΠολΔ) και δέχθηκε εν μέρει την από 11.9.2019 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθέσεως 12589/124/13.12.2019) αγωγή. Οι εφέσεις έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμες, εφόσον τα εφετήρια κατατέθηκαν προ πάσης επιδόσεως και πάντως πριν τη συμπλήρωση διετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης (άρθρα 495 παρ. 1,2, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516, 517, 518 παρ. 2, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), φέρονται δε αρμόδια ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρο 17Α ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 γ του Ν. 2172/1993, ως εκ της ναυτικής φύσεως της διαφοράς). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω από ουσιαστική άποψη ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 532 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), κατά την ίδια ειδική διαδικασία, με την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 591 παρ. 7 ΚΠολΔ), αφού συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας (άρθρο 246 ΚΠολΔ).

Με την ένδικη αγωγή του ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 19.491,76 ευρώ, νομιμοτόκως από την ημέρα της τελευταίας απόλυσής του (3.6.2019), άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ως αμοιβή παρασχεθείσας υπερωριακής εργασίας και αναλογία επιδομάτων (δώρων) εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα 2018 και 2019, καθώς και επίδομα άγονης γραμμής και διαφορά πρόσθετης αμοιβής λόγω πραγματοποίησης δρομολογίων «εξπρές», από την απασχόλησή του ως ναύτη στα αναφερόμενα επιβατηγά – οχηματαγωγά πλοία της εναγόμενης «…», «…» και «…», κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στην αγωγή χρονικά διαστήματα που ναυτολογήθηκε σε αυτά, δυνάμει αντίστοιχων συμβάσεων, με μηνιαίες αποδοχές τις προβλεπόμενες από την ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφαση, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 11.389,02 ευρώ, με το νόμιμο τόκο για το μεν επιμέρους ποσό των 11.192,80 ευρώ από την επομένη της τελευταίας απολύσεως του ενάγοντος, για το δε επιμέρους ποσό των 196,22 ευρώ από την επομένη της 1.1.2020, μέχρις εξοφλήσεως, κήρυξε δε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς το ποσό των 6.000 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησαν τις υπό κρίση εφέσεις αμφότεροι οι διάδικοι, παραπονούμενοι για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε την εξαφάνισή της, με σκοπό, ο μεν ενάγων, όπως η έφεσή του παραδεκτά διορθώθηκε με τις προτάσεις (βλ. ΠΠρΑθ 167/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η αγωγή του, η δε εναγόμενη να απορριφθεί αυτή στο σύνολό της, καθώς και να διαταχθεί κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, ως προς το ανωτέρω προσωρινά εκτελεστό και ήδη καταβληθέν ποσό.

Κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της άσκησής του, καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε, δημιούργησε στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα, σε τρόπο ώστε η μεταγενέστερη άσκησή του, που θα είχε επαχθείς συνέπειες για τον οφειλέτη, να μη δικαιολογείται επαρκώς και να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον ν’ ασκηθεί δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν και πρόσθετες ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου η επακολουθήσασα άσκηση του δικαιώματος που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της ως άνω κατάστασης δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάσταχτες συνέπειες για τον οφειλέτη και να θέτει έτσι σε κίνδυνο την οικονομική κατάσταση της επιχείρησής του, αλλ’ αρκεί απλώς να έχει δυσμενείς συνέπειες για τα συμφέροντά του (ΟλΑΠ 8/2001 ΕλλΔνη 2001.382, ΑΠ 1023/2011 και ΑΠ 90/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, η εναγόμενη πρωτοδίκως πρότεινε τον ισχυρισμό, τον οποίο, κατόπιν της απόρριψής του ως μη νομίμου, επαναφέρει με λόγο της κρινόμενης έφεσής της ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, ότι οι επίδικες αξιώσεις του ενάγοντος ασκούνται κατά κατάχρηση δικαιώματος, διότι αυτός ουδέποτε την όχλησε περί την εξόφληση των επίδικων απαιτήσεων, αντιθέτως ελάμβανε τις οικειοθελείς παροχές της, καθώς και αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης πέραν της νομίμου, χωρίς να εγείρει θέμα άλλων αξιώσεων, παρέλαβε ανεπιφύλακτα όλες τις αναλυτικές αποδείξεις για τα καταβληθέντα χρηματικά ποσά, χωρίς να εκφράσει την παραμικρή αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αμοιβών, που κατατίθεντο σε τραπεζικό του λογαριασμό, υπέγραφε χωρίς επιφύλαξη τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής του απασχόλησης, ουσιαστικά αναγνωρίζοντας και διαβεβαιώνοντάς την με την υπογραφή των καταστάσεων αυτών ότι δεν υπάρχουν ώρες εργασίας του, που δεν περιλαμβάνονται στα εν λόγω έγγραφα, και, συνακόλουθα, δημιουργώντας της με τις ανωτέρω ενέργειές του την εύλογη πεποίθηση ότι δε θα διεκδικήσει στο μέλλον απαιτήσεις του εκ της εργασίας του στα πλοία της, σε συνδυασμό με το μεγάλο ύψος των αγωγικών αξιώσεων, όπερ, σε περίπτωση παραδοχής της αγωγής, συνεπάγεται τεράστια επιβάρυνσή της σε δυσχερή οικονομική συγκυρία, με δυσβάσταχτες συνέπειες, όχι μόνο για την ίδια, αλλά και για τους εργαζομένους της, και τον άψογο τρόπο που του συμπεριφέρθηκε κατά τα διαστήματα των ναυτολογήσεών του, καταβάλλοντάς του αποδοχές, που υπερβαίνουν τις νόμιμες, για τους λόγους δε αυτούς η κρινόμενη αγωγή πρέπει ν’ απορριφθεί. Καταρχάς ο ισχυρισμός περί παραίτησης του ενάγοντος εκ των αξιώσεών του σε βάρος της εναγομένης, απορρεουσών από τις εργασιακές του συμβάσεις, και αληθής υποτιθέμενος, στερείται εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του, που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτατα όρια προστασίας, είναι άκυρη (βλ. σχετ. ΑΠ 927/1997 ΔΕΝ 1999.854, ΕφΠειρ 755/2019 δημοσιευμένη σε http://www.efeteio-peir.gr, ΕφΠειρ 901/2002 ΠειρΝομ 2003.70). Εκ του λόγου ότι η συμφωνία η περιορίζουσα τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι άκυρη από λόγους δημόσιας τάξης, έπεται ότι ο εργαζόμενος, αν ασκήσει το δικαίωμά του αυτό, παρά την ύπαρξη συμφωνίας περί παραίτησης, δε δύναται να αποκρουσθεί για το λόγο αυτό διά της προβολής του περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος αυτοτελούς ισχυρισμού του άρθρου 281 του ΑΚ. Σε κάθε περίπτωση η απλή αδράνεια του εργαζομένου, κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη, και αν ακόμη δημιούργησε στον εργοδότη την πεποίθηση ότι ποτέ δεν θα ασκήσει το συγκεκριμένο δικαίωμά του, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα πρόταση, δεν αρκεί για να καταστήσει την επακολουθήσασα άσκησή του καταχρηστική. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, ο ως άνω ισχυρισμός ελέγχεται ως μη νόμιμος, γιατί και αληθών υποτιθεμένων όσων πραγματικών περιστατικών εκτίθενται από την εναγόμενη, δε στοιχειοθετείται καταχρηστική άσκηση των επίδικων αξιώσεων, καθόσον ο ενάγων με την άσκηση της αγωγής του ούτε επέδειξε κακοπιστία ούτε παραιτήθηκε νόμιμα των οφειλομένων αποδοχών του. Επομένως, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμος ο ισχυρισμός αυτός από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ο σχετικός τέταρτος λόγος της έφεσης της εναγομένης, που πλήττει την εκκαλουμένη για την απόρριψη του ως άνω ισχυρισμού, αβάσιμος και απορριπτέος τυγχάνει.

Σύμφωνα με το Β.Δ. 683/1960 «Κανονισμός εσωτερικής υπηρεσίας επί ελληνικών επιβατηγών πλοίων άνω 500 κ.ο.χ.», τα καθήκοντα των ναυτών προσδιορίζονται ως εξής: «Οι Ναύται τελούσιν υπό τας διαταγάς και τον έλεγχον του Ναυκλήρου και βοηθούσιν αυτόν και τον Υποναύκληρον εις την εκτέλεσιν των καθηκόντων των (άρθρο 62). Ειδικώτερον οι Ναύται εκτελούσι κατά φυλακάς τας εργασίας πηδαλιούχου, οπτήρος, αγγελιοφόρου γεφύρας και εκτός φυλακής τας γενικάς συντηρήσεως και καθαριότητος του σκάφους και του εξαρτισμού αυτού, πρωρατικά έργα, συντήρησιν και χειρισμόν σωσιβίων μέσων, εργασίαν υπολόγου αποθηκαρίου υλικών συντηρήσεως σκάφους, κυτωρού, τοποθέτησιν παραφραγμάτων φορτίου και εν γένει πάσαν εργασίαν σχετικήν προς την ειδικότητά των (άρθρο 63)». Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 136, «1. Οι διηρημένοι εις τας γενικάς εργασίας καταστρώματος άνδρες εργάζονται υπό την επίβλεψιν του Ναυκλήρου και του Υπαναυκλήρου ένδον εις καθαρισμούς, αποσκωρίασιν ελασμάτων, χρωματισμούς, καθαρισμόν των υδροσυλλεκτών και δεξαμενών πρωραίας και πρυμναίας ζυγοσταθμίσεως, προετοιμασίαν των κυτών διά φόρτωσιν ή εκφόρτωσιν, ευθέτισιν εξαρτίων και αγομένων, εις πρωρατικά έργα, ευθέτισιν εξαρτίων και αγομένων, εις πρωρατικά έργα, ευθέτισιν των αποθηκών υλικών συντηρήσεως σκάφους και των κυτών προς πρόσληψιν μετατοπίσεως, αναμίξεως, βλάβης, φθοράς ή κλοπής του φορτίου πυρκαϊάς, τοποθέτησιν παραφραγμάτων φορτίου και εις πάσαν άλλην εργασίαν της ειδικότητός των, διατασσομένην υπό του Υπάρχου. 2. Απαγορεύονται, εν πλώ ή εν όρμω ή λιμένας επηρεαζομένους εκ παλιρροιακών φαινομένων, αι εργασίαι αποσκωριάσεως και χρωματισμού των εξωτερικών πλευρών του σκάφους, καθαρισμού και χρωματισμού των επιστηλίων, των ιστών και της καπνοδόχου, επιτρεπομένης εν καλοκαιρία της εργασίας καθαρισμού και χρωματισμού των ιστών μέχρι της βάσεως των επιστηλίων αυτών. Εργασίαι αποσκωριάσεως πλησίον των διαμερισμάτων των επιβατών, χρωματισμού, εις χώρους διαμονής επιβατών, πλύσεως καταστρώματος και καθαρισμού δυνάμεναι να παρενοχλήσωσι τους επιβάτας δύνανται να μη ενεργώνται μετά την επιβίβασιν και προ της αποβιβάσεως των επιβατών, κατά την κρίσιν του Πλοιάρχου. 3. Οι εν παραγράφω 1 οφείλουσι να είναι έτοιμοι επί του καταστρώματος, ίνα αρχίσωσι την εργασίαν των την 07.00΄ ώραν κατά το θερινόν ωρολόγιον πρόγραμμα ημερησίας εργασίας εν πλώ και την 06.00΄ ώραν κατά το χειμερινόν τοιούτον, περατώνουσι δε την εργασίαν των την 17.00΄ ώραν με διακοπήν μιάς ώρας την μεσημβρίαν διά το γεύμα, όταν δε η εργασία αρχίζη την 07.00΄ ώραν με μιάς ώραν (08.00΄ – 09.00΄) διακοπήν διά το πρωϊνόν ρόφημα. Πλήν των ανωτέρω ωρών εργασίας, ούτοι δεν υποχρεούνται να εκτελέσωσιν άλλην εργασίαν, εκτός εάν πρόκειται περί απάρσεως αγκυροβολίας ή γυμνασίων διαρροής, πυρκαϊάς, καθαιρέσεως, εφολκίων ή εγκαταλείψεως του πλοίου κατά τους οικείους πίνακας διαιρέσεως προσωπικού. 4. Κατά Σάββατον η εργασία των εν παραγράφω περατούται την 13.00 ώραν, μετά δε το γεύμα ασχολούνται υποχρεωτικώς εις τον καθαρισμόν των διαμερισμάτων των, κατά δε τας Κυριακάς και εξαιρετέας εορτασίμους ημέρας δεν εργάζονται, αλλ’ ασχολούνται εις ατομικόν καθαρισμόν και ανάπαυσιν». Περαιτέρω, στο άρθρο 137 αυτού (Κατάπλους. Αγκυροβολία. Άπαρσις. Απόπλους.) προβλέπεται ότι «…2. Κατά τον κατάπλουν και την αγκυροβολίαν, την μεθόρμισιν ως και την άπαρσιν και τον απόπλουν, δεν τηρούνται αι συνήθεις ώραι εργασίας, αλλά πάντες εργάζονται διά την κανονικήν και ασφαλή αγκυροβολίαν και όρμισιν του πλοίου ή διά την κανονικήν άπαρσιν αυτού και πέραν έτι των ωρών εργασίας, χωρίς τούτο να θεωρήται υπερωρία. 3. Εάν το πλοίον είναι ηγκυροβολημένον εις ανοικτόν όρμον ή εις άλλο αγκυροβόλιον ουχί ασφαλές δύναται κατά την κρίσιν του Πλοιάρχου να εξακολουθήση η εργασία κατά φυλακάς ως εν πλώ». Εξάλλου, στο άρθρο 13 της Απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής με αριθμό 2242.5-1.5/80350/2018 (ΦΕΚ Β 5084/2018): Κύρωση ΣΣΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2018, που επαναλαμβάνεται αυτούσιο και στην 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β 3170/2019): Κύρωση ΣΣΕ Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων, έτους 2019, ορίζονται τα εξής: «Υπερωριακή αμοιβή. 1. Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 11 και 12 της παρούσης, περιλαμβανομένων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολουμένους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή η οποία υπολογίζεται ως εξής: Το ποσόν του μηνιαίου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου 4,3 επί τας ώρας της εκάστοτε ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού, οι ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης ανέρχονται σε εκατόν εβδομήντα τρεις (173). 2. Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας η προηγούμενη παράγραφος, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακής αμοιβής του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%. 3. Οι εργασίες καθαρισμού των αυλών, των λεβήτων εν θερμώ και καθαρισμού των διπυθμένων είναι υποχρεωτικές έκτακτοι και αμείβονται με την πρόσθετη αμοιβή της προηγουμένης παραγράφου. 4. Οι πρόσθετες αμοιβές για πρόσθετη εργασία και αποζημίωση της προηγούμενης παραγράφου εκκαθαρίζονται κατά μήνα μαζί με την εξόφληση του μηνιαίου μισθού. 5. Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες όπως αυτές ορίζονται από το άρθρο 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών. 6. Με βάση τις παραπάνω ρυθμίσεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου καταχωρούνται παρακάτω πίνακες υπερωριακής αμοιβής: ΚΑΤΩΤΕΡΟ ΠΛΗΡΩΜΑ ΚΑΤ/ΤΟΣ… 3. Ναύτης: ΩΡΟΜΙΣΘΙΟ 6,83 8,54 10,25 (για το έτος 2018) και 6,96 8,70 10,44 (για το έτος 2019) […]». Άρθρο 14. Δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα. 1. Στα πληρώματα των πλοίων που αναφέρεται η παρούσα Συλλογική Σύμβαση καταβάλλεται ως δώρο ο μισθός ενός μηνός επ’ ευκαιρία των εορτών των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους και ο μισθός (15) ημερών επ’ ευκαιρία των εορτών του Πάσχα. 2. Τα δώρα εορτών υπολογίζονται επί των πράγματι καταβαλλομένων παγίων και σταθερών αποδοχών ήτοι μισθού ενεργείας και επιδομάτων, περιλαμβανομένων και των υπερωριών. 3. Κατά την απόλυσή του ο Ναυτικός δικαιούται και την καταβολή τής αναλογίας τού Δώρου Εορτών». Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 14 των προαναφερθεισών ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των παραγράφων 1, 2, 3 και 7 της υπ’ αριθ. 70109/8008/14.12.1982 απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β΄ 1/7.1.1982), προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών, αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα, αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκησε καθ’ όλο το ως άνω διάστημα, αντιστοίχως. Επίσης, για τον υπολογισμό των προαναφερθέντων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός τη 10η Δεκεμβρίου και τη 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται κάθε παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού τακτικώς κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς σε ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΑΠ 1224/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1013/2003 ΕΝαυτΔ 2003.345, ΕφΠειρ 218/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες, προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην ως άνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νομίμου και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία, εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσον όρο αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς και γ) το επίδομα αδείας και οι λοιπές τακτικές παροχές. Δεν συνυπολογίζεται όμως το επίδομα ιματισμού, γιατί δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθώς και λόγω της παροχής σε είδος αυτού (ΑΠ 774/2003 ΕΕργΔ 2005.237, ΑΠ 226/2003 ΕΕργΔ 2004.790, ΕφΠειρ (Μον) 48/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ (Μον) 55/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 των ως άνω ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων, που τιτλοφορείται «Δρομολόγια εξπρές», σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται από την αρμόδια Υπηρεσία του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης, καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ’ εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατό ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, κατά τη διαδικασία του Ν. 2932/2001 ή του ΚΔΝΔ, η περί εγκρίσεως του οποίου απόφαση κοινοποιείται στην Π.Ν.Ο., καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Δρομολόγια για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου η, κατά την επομένη παράγραφο 7, πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού (παρ. 3). Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται δια του αριθμού 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή (παρ. 4). Ειδικά, ωστόσο, προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των πέντε (5) δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του, κατά την προηγούμενη παράγραφο 2, προσδιορισμού (παρ. 5). Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή υπολογιζόμενη, εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή η μετάβαση στο λιμένα ή τους λιμένες προορισμού και η επιστροφή στο λιμάνι αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7). Δηλαδή, κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοία που εκτελούν περισσότερα από πέντε (5) κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα (6 ή 7), είτε παραμένουν στο λιμάνι αφετηρίας 6 ώρες είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην παρ. 7, η οποία δεν υπολογίζεται κατά την παρ. 4, αλλά όπως ορίζεται στην παρ. 5. Επομένως, λαμβάνουν στην περίπτωση κατά την οποία η διάρκεια του κάθε δρομολογίου (κυκλικού ταξιδιού) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, όπως στην προκειμένη περίπτωση, πρόσθετη αμοιβή ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών για κάθε δρομολόγιο. Δηλαδή, αν εκτελούν 6 τακτικά δρομολόγια την εβδομάδα λαμβάνουν ως πρόσθετη αμοιβή το 1/30 των ως άνω αποδοχών, και, αν εκτελούν 7 τακτικά δρομολόγια, λαμβάνουν τα 2/30. Αν εκτελούν, όμως, πέντε (5) δρομολόγια ή λιγότερα των πέντε (5), τότε έχει εφαρμογή η προαναφερθείσα παρ. 4 του άρθρου αυτού. Τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη για κάθε ημέρα ώρα (έστω και αν η ώρα κάθε ημέρας δεν είναι ίδια, αρκεί να είναι προκαθορισμένη), σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή, για το χαρακτηρισμό του δρομολογίου ως τακτικού, η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων κατά την εκτέλεσή του (ΕφΠειρ 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012.19, ΕφΠειρ 34/2008 ΕΝαυτΔ 2008.290, ΕφΠειρ 111/2007 ΕΝαυτΔ 2007.406, ΕφΠειρ 540/2006 ΕΝαυτΔ 2006.363, ΕφΠειρ 740/2005 ΕΝαυτΔ 2005.341). Εξάλλου, κατά τη σαφή έννοια της παρ. 1 του πιο πάνω άρθρου, ως δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται μία και μοναδική φορά σε κάθε δρομολόγιο και συγκεκριμένα στο λιμάνι αφετηρίας «πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο». Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται και με το άρθρο 1 του Π.Δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως «το κατά ημέραν και ώραν ιδιαίτερον ταξίδιον προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής», ο δε λιμένας αφετηρίας ως «ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του». Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 33 των πιο πάνω ΣΣΝΕ δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση από εκείνη της παρ. 1, με την έννοια ότι το πλοίο πρέπει να παραμείνει 6 ώρες τόσο στο λιμάνι αφετηρίας όσο και στο λιμάνι προορισμού. Παρέχεται, όμως, η δυνατότητα, με τη διάταξη αυτή, παραμονής του πλοίου επί εξάωρο για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1, είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, οπότε, στη δεύτερη περίπτωση, δρομολόγιο, για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7, θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν 6 τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Το ότι η αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί 6 ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του προκύπτει και από τον αναφερόμενο στην παρ. 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου έως την επιστροφή του (ΕφΠειρ 716/2011 ΕΝαυτΔ 2012.107, ΕφΠειρ 34/2008 ό.π.). Τέλος, με την παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου 33 ορίζεται ότι οι διατάξεις αυτού δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια, καθώς και σε πλοία δευτερευουσών και τοπικών γραμμών, εκτός αν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή από 23.00 μέχρι 07.00 (ΑΠ 259/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που οι διάδικοι νόμιμα επαναπροσκομίζουν μετ’ επικλήσεως, και συγκεκριμένα από τις από 15.10.2020 (υπ’ αριθ. πρωτ. ηλεκτρονικής απόδειξης ΔΣΠ …) ένορκες βεβαιώσεις που ελήφθησαν με επιμέλεια του εφεσιβλήτου – εκκαλούντος – ενάγοντος, κατ’ άρθρο 74 παρ. 6 ν. 4690/2020, ενώπιον του δικηγόρου Πειραιώς Ανδρέα Τσάκου, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου του (βλ. την υπ’ αριθ… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …), με τη σημείωση ότι οι μαρτυρίες τους λαμβάνονται υπόψη κατά το μέτρο αξιοπιστίας και κατά το λόγο γνώσεώς τους και συνεκτιμώνται ελευθέρως μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, το δε γεγονός ότι οι εν λόγω μάρτυρες βρίσκονται σε αντιδικία με την εναγόμενη σε άλλες εκκρεμείς δίκες επί ασκηθεισών αγωγών τους για την προάσπιση των εργασιακών τους δικαιωμάτων δεν αναιρεί τη μαρτυρία τους ούτε την καθιστά αναξιόπιστη, ως αβασίμως υποστηρίζει η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη, μήτε εξαιρετέα, εφόσον δεν θεωρείται ότι έχουν άμεσο και βέβαιο συμφέρον, ως αναγκαία συνέπεια της έκβασης της προκείμενης δίκης (ΜονΕφΠειρ 243/2020, ΜονΕφΠειρ 176/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), από τις υπ’ αριθ. 563/14.10.2020, 566/15.10.2020 … ένορκες βεβαιώσεις που ελήφθησαν με επιμέλεια της εκκαλούσας – εφεσίβλητης – εναγόμενης ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Ζωής Βενίτη, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του αντιδίκου της (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …), απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσκομίστηκαν μετ’ επικλήσεως, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν παραδεκτά στην παρούσα κατ’ έφεση δίκη (άρθρο 529 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με όσα ισχυρίζονται και συνομολογούν, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Σε εκτέλεση διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων, η μεν πρώτη στο Λαύριο, οι δε λοιπές στον Πειραιά, ο ενάγων ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του ναύτη αρχικά στο με ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο της εναγόμενης πλοιοκτήτριας εταιρίας «…» υπ’ αριθ. νηολ. …, κοχ 4.863,46, όπου εργάστηκε από την 25.10.2017 έως την 21.2.2018, οπότε η σύμβασή του λύθηκε στο λιμάνι της Λήμνου αμοιβαία συναινέσει, στη συνέχεια στο ομοίως με ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ ταχύπλοο πλοίο της εναγόμενης «…» υπ’ αριθ. νηολ. …, κοχ 4.156,33, όπου εργάστηκε από την 29.3.2018 έως την 16.4.2018, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά αμοιβαία συναινέσει, για να επαναναυτολογηθεί στο ίδιο πλοίο στις 25.5.2018, όπου εργάστηκε ως την 30.9.2018, οπότε η σύμβασή του λύθηκε επίσης στον Πειραιά αμοιβαία συναινέσει, και, τέλος, στο Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «…» της εναγόμενης, υπ’ αριθ. νηολ. …, κοχ 13.902,04, από 23.11.2018 έως 22.3.2019, οπότε και απολύθηκε στον Πειραιά με αμοιβαία συναίνεση, για να επαναναυτολογηθεί στο ίδιο πλοίο στις 24.4.2019, όπου εργάστηκε ως την 3.6.2019, οπότε η σύμβασή του λύθηκε στον Πειραιά με αίτηση του ναυτικού για προσωπικούς του λόγους και εναντίωση του Πλοιάρχου [άρθρο 6 παρ. 6 ΚΥΑ 3522.2/08/2013 (ΦΕΚ Β΄ 1671/5.7.2013)].Ο ενάγων ναυτολογήθηκε κατά τις ανωτέρω ημερομηνίες στα πλοία της εναγόμενης σύμφωνα με τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου και τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες της εκάστοτε ισχύουσας αναφερόμενης ανωτέρω στην παρούσα οικείας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων των Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων ετών 2018 (μέχρι 31.12.2018) και 2019 (από 1.1.2019 και εντεύθεν). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τα πλοία αυτά εκτελούσαν πλόες στις κάτωθι δρομολογιακές γραμμές: Κατά το χρονικό διάστημα απασχόλησης του ενάγοντος από 1.1.2018 έως 7.1.2018, από 12.2.2018 έως 21.2.2018, το πλοίο «…» εκτελούσε το ακόλουθο δρομολόγιο: Κάθε Δευτέρα και Τετάρτη αναχωρούσε από το Λαύριο στις 21.00 προς Άγιο Ευστράτιο (ώρα αφίξεως 4.30 της Τρίτης και Πέμπτης και ώρα αναχώρησης 4.40 της ίδιας ημέρας), Λήμνο (ώρα αφίξεως 6.00 και αναχωρήσεως 8.00 της ίδιας ημέρας), Καβάλα (ώρα αφίξεως 12.30 και αναχωρήσεως 16.00 της ίδιας ημέρας), Λήμνο (ώρα αφίξεως 20.30 και αναχωρήσεως 21.30 της ίδιας ημέρας), Άγιο Ευστράτιο (ώρα αφίξεως 23.00 και αναχωρήσεως 23.10 της ίδιας ημέρας), με επιστροφή στο Λαύριο (ώρα αφίξεως 06.40 της Τετάρτης και Παρασκευής αντίστοιχα), β) Κάθε Παρασκευή αναχωρούσε από το Λαύριο στις 14.30 προς Άγιο Ευστράτιο (ώρα αφίξεως 22.00 και αναχωρήσεως 22.10 της ίδιας ημέρας), Λήμνο (ώρα αφίξεως 23.40 της ίδιας ημέρας και αναχωρήσεως 00.45 του Σαββάτου), Καβάλα (ώρα αφίξεως 05.15 του Σαββάτου και αναχωρήσεως 16.00 της Κυριακής), Λήμνο (ώρα αφίξεως 20.30 και αναχωρήσεως 21.30 της ίδιας ημέρας), Άγιο Ευστράτιο (ώρα αφίξεως 23.00 και αναχωρήσεως 23.10 της ίδιας ημέρας), με επιστροφή στο Λαύριο (ώρα αφίξεως 06.40 της Δευτέρας). Το υπόλοιπο διάστημα της απασχόλησης του ενάγοντος στο πλοίο αυτό, από 8.1 έως 11.2.2018, αυτό ήταν ακινητοποιημένο και εκτελούνταν επ’ αυτού εργασίες συντήρησης. Περαιτέρω, κατά το χρονικό διάστημα απασχόλησης του ενάγοντος, από 30.3 έως 15.4.2018, το πλοίο «…» εκτελούσε το ακόλουθο δρομολόγιο: Κάθε Παρασκευή, Κυριακή, Δευτέρα και την Πέμπτη 6.4.2018, αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά στις 07.15 για Πάρο, όπου κατέπλεε στις 10.20, Νάξο, όπου κατέπλεε στις 11.10, Πάρο, όπου κατέπλεε στις 12.05, Πειραιά, όπου κατέπλεε στις 15.25, Σύρο, όπου κατέπλεε στις 19.20, Μύκονο, όπου κατέπλεε στις 20.05, Σύρο, όπου κατέπλεε στις 20.55 και επέστρεφε στον Πειραιά στις 23.55 της ίδιας ημέρας, ενώ κάθε Τρίτη, Τετάρτη, Σάββατο και την Πέμπτη 12.4.2018 αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά στις 07.15 για Πάρο, όπου κατέπλεε στις 10.20, Νάξο, όπου κατέπλεε στις 11.10, Πάρο, όπου κατέπλεε στις 12.05 και επέστρεφε στον Πειραιά, όπου κατέπλεε στις 15.25 της ίδιας ημέρας. Το ίδιο πλοίο («…»), από 25.5.2018 έως 15.6.2018 και από 15.9.2018 έως 30.9.2018 εκτελούσε κάθε Δευτέρα, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή (και καθημερινά από 16.6.2018 έως 28.6.2018 και από 10.9.2018 έως 14.9.2018) το παρακάτω δρομολόγιο: Αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά στις 07.15 για Πάρο, όπου κατέπλεε στις 10.20, Νάξο, όπου κατέπλεε στις 11.10, Κουφονήσι, όπου κατέπλεε στις 12.10, Κατάπολα, όπου κατέπλεε στις 13.05, Κουφονήσι, όπου κατέπλεε στις 15.50, Νάξο, όπου κατέπλεε στις 16.50, Πάρο, όπου κατέπλεε στις 17.40 και επέστρεφε στον Πειραιά στις 20.55 της ίδιας ημέρας. Κατά το χρονικό διάστημα απασχόλησης του ενάγοντος από 28.6.2018 έως 9.9.2018 το πλοίο «…» εκτελούσε το παρακάτω δρομολόγιο: Α) Κάθε Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη και Σάββατο αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά στις 07.15 για Πάρο, όπου κατέπλεε στις 10.20, Νάξο, όπου κατέπλεε στις 11.10, Κουφονήσι, όπου κατέπλεε στις 12.10, Κατάπολα, όπου κατέπλεε στις 13.10, Κουφονήσι, όπου κατέπλεε στις 14.15, Νάξο, όπου κατέπλεε στις 15.15, Πάρο, όπου κατέπλεε στις 16.05 και επέστρεφε στον Πειραιά στις 19.20 της ίδιας ημέρας, Β) Κάθε Παρασκευή αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά στις 07.15 για Πάρο, όπου κατέπλεε στις 10.20, Νάξο, όπου κατέπλεε στις 11.10, Κουφονήσι, όπου κατέπλεε στις 12.10, Νάξο, όπου κατέπλεε στις 13.20, Πάρο, όπου κατέπλεε στις 14.10, Πειραιά, όπου κατέπλεε στις 17.25, Πάρο, όπου κατέπλεε στις 21.20, Νάξο, όπου κατέπλεε στις 22.05 και επέστρεφε στον Πειραιά στη 01.20 της επόμενης ημέρας και Γ) Κάθε Κυριακή αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά στις 07.15 για Πάρο, όπου κατέπλεε στις 10.20, Νάξο, όπου κατέπλεε στις 11.10, Κουφονήσι, όπου κατέπλεε στις 12.10, Νάξο, όπου κατέπλεε στις 13.20, Πάρο, όπου κατέπλεε στις 14.10, Πειραιά, όπου κατέπλεε στις 17.25, Νάξο, όπου κατέπλεε στις 21.30, Πάρο, όπου κατέπλεε στις 22.15 και επέστρεφε στον Πειραιά στη 01.25 της επόμενης ημέρας. Τέλος, κατά τη διάρκεια απασχόλησης του ενάγοντος από 23.11.2018 έως την 22.3.2019 και από την 24.4.2019 έως την 3.6.2019, το πλοίο «…» εκτελούσε το κάτωθι δρομολόγιο: Α) Κάθε Δευτέρα αναχωρούσε από τον Πειραιά στις 20.00 προς Χίο (ώρα αφίξεως 4.15 της Τρίτης και αναχωρήσεως 4.45 της ίδιας ημέρας), Μυτιλήνη (ώρα αφίξεως 07.45 και αναχωρήσεως 18.00 της ίδιας ημέρας), Χίο (ώρα αφίξεως 21.00 και αναχωρήσεως 21.30 της ίδιας ημέρας), Οινούσσες (ώρα αφίξεως 22.00 και αναχωρήσεως 22.10 της ίδιας ημέρας), Ψαρά (ώρα αφίξεως 00.10 της Τετάρτης και αναχωρήσεως 00.20 της ίδιας ημέρας), με επιστροφή στον Πειραιά (ώρα αφίξεως 06.55 της Τετάρτης και Παρασκευής αντίστοιχα), Β) Κάθε Τετάρτη αναχωρούσε από τον Πειραιά στις 20.00 προς Χίο (ώρα αφίξεως 4.15 της Πέμπτης και αναχωρήσεως 04.45 της ίδιας ημέρας), Μυτιλήνη (ώρα αφίξεως 07.45 και αναχωρήσεως 19.00 της ίδιας ημέρας), Χίο (ώρα αφίξεως 22.00 και αναχωρήσεως 22.30 της ίδιας ημέρας), με επιστροφή στον Πειραιά (ώρα αφίξεως 06.30 της Παρασκευής), Γ) Κάθε Παρασκευή αναχωρούσε από τον Πειραιά στις 20.00 προς Ψαρά (ώρα αφίξεως 02.40 του Σαββάτου και αναχωρήσεως 02.50 της ίδιας ημέρας), Οινούσσες (ώρα αφίξεως 04.45 και αναχωρήσεως 04.55 της ίδιας ημέρας), Χίο (ώρα αφίξεως 05.25 και αναχωρήσεως 05.55 της ίδιας ημέρας), Μυτιλήνη (ώρα αφίξεως 08.50 και αναχωρήσεως 19.00 της ίδιας ημέρας), Χίο (ώρα αφίξεως 22.00 και αναχωρήσεως 22.30 της Κυριακής), με επιστροφή στον Πειραιά (ώρα αφίξεως 06.30 της Δευτέρας). Στις 24.12.2018, 25.12.2018, 31.12.2018, 1.1.2019 και 10.3.2019 τα δρομολόγια παρέμειναν ανεκτέλεστα. Άλλωστε, η οργανική σύνθεση του πληρώματος στα ανωτέρω πλοία ήταν σύμφωνη με το νόμο (π.δ. 177/1974) και, συγκεκριμένα, στο πλοίο «…» απασχολούνταν ως προσωπικό σκάφους, πέραν του Πλοιάρχου, ένας Ύπαρχος, ένας Υποπλοίαρχος, ένας Ανθυποπλοίαρχος, ένας Ναύκληρος, ένας Υποναύκληρος, οχτώ Ναύτες και ένας Ναυτόπαις, ήτοι συνολικά δεκαπέντε άτομα, στο ταχύπλοο «…» απασχολούνταν ως προσωπικό σκάφους, πέραν του Πλοιάρχου, ένας Ύπαρχος, ένας Υποπλοίαρχος, ένας Ναύκληρος και πέντε Ναύτες, ήτοι συνολικά εννιά άτομα, ενώ στο πλοίο «…» απασχολούνταν ως προσωπικό σκάφους, πέραν του Πλοιάρχου, ένας Ύπαρχος, ένας Υποπλοίαρχος, ένας Ανθυποπλοίαρχος, τρεις Αξιωματικοί σκάφους, ένας Δόκιμος Αξιωματικός, ένας Ναύκληρος, δύο Υποναύκληροι, δώδεκα Ναύτες και δύο Ναυτόπαιδες, ήτοι συνολικά είκοσι δύο άτομα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, καθ’ όλο το διάστημα της ναυτολόγησής του στα πλοία της εναγόμενης, απασχολούνταν καθημερινά με τα καθήκοντα που του ανατέθηκαν, τα συναφή με την ειδικότητά του, όπως προσδιορίζονται ανωτέρω στη μείζονα πρόταση της παρούσας. Συγκεκριμένα, στο πλοίο «…» ο ενάγων εκτελούσε καθημερινά δυο τετράωρες βάρδιες, απασχολούμενος επιπλέον σε εργασίες συντήρησης και καθαρισμού του πλοίου, όπως χρωματισμοί, ματσακόνι, επισκευές διαφόρων ζημιών, καθαρισμοί στο κατάστρωμα και το γκαράζ, με την πρόσδεση και απόδεση του πλοίου και με τη φόρτωση και εκφόρτωση των οχημάτων σ’ αυτό σε κάθε λιμάνι, σύμφωνα με την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα του ενάγοντος …, καθώς οι ενόρκως βεβαιώσαντες μάρτυρες της εναγόμενης δεν αναφέρονται στην απασχόληση του ενάγοντος ναυτικού στο πλοίο αυτό. Περαιτέρω, στο ταχύπλοο «…», ο ενάγων απασχολούνταν στο γκαράζ για τη φόρτωση και εκφόρτωση των οχημάτων, καθώς και στο δέσιμο και λύσιμο των κάβων και στο κλείσιμο του καταπέλτη.Ειδικότερα, δεκαπέντε λεπτά περίπου πριν την άφιξη του πλοίου στο κάθε λιμάνι μετέβαινε στο γκαράζ του πλοίου προκειμένου να απασφαλίσει, από κοινού με τους λοιπούς ναύτες, τα οχήματα από τους ιμάντες στους οποίους ήταν δεμένα για να μη μετακινούνται εν πλω και στη συνέχεια καταπιανόταν με τις εργασίες κατάπλου, περαιτέρω δε, μετά τη φόρτωση των οχημάτων, τα στερέωνε με ειδικές δέστρες και ιμάντες. Η όλη διαδικασία κατάπλου – απόπλου διαρκούσε δεκαπέντε με είκοσι λεπτά, όπως προκύπτει από τον πίνακα δρομολογίων του πλοίου. Στο λιμάνι αφετηρίας μετέβαινε μία ώρα περίπου πριν την αναχώρηση του πλοίου, για εργασίες φορτοεκφόρτωσης, μετά δε την επιστροφή του πλοίου σ’ αυτό παρέμενε επί μία ώρα, προκειμένου να γίνουν εργασίες καθαριότητας, όπως και εργασίες συντήρησης (χρωματισμοί, ματσακονίσματα, επισκευές), που δεν επιτρεπόταν να γίνουν και δεν γίνονταν κατά τους πλόες, παρά μόνο περιορισμένα, σε μεμονωμένα σημεία, λόγω της υψηλής ταχύτητας του συγκεκριμένου πλοίου. Άλλωστε, στο εν λόγω σκάφος δεν εκτελούνταν φυλακές γέφυρας, αλλά οι ναύτες πραγματοποιούσαν κατά τους πλόες κυλιόμενες βάρδιες δύο έως δυόμιση ωρών, οπότε βρίσκονταν σε επιφυλακή μήπως προκύψει κάποια ανάγκη. Τέλος, όσον αφορά στο πλοίο «…», ο ενάγων πραγματοποιούσε δύο τετράωρες βάρδιες εντός του εικοσιτετραώρου και περαιτέρω συμμετείχε στις εργασίες κατάπλου και απόπλου του πλοίου στα λιμάνια του δρομολογίου, σε εργασίες φορτοεκφόρτωσης, καθώς και σε εκτεταμένες επισκευές και εργασίες καθαριότητας στα λιμάνια αφετηρίας και προορισμού, εν πλω δε, γίνονταν περιορισμένες εργασίες συντήρησης και καθαριότητας των χώρων και καταστρωμάτων του πλοίου. Κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα ίσχυαν οι αναφερόμενες στη μείζονα πρόταση της παρούσας ΣΣΕ ετών 2018 και 2019, όπως κυρώθηκαν με τις προεκτεθείσες ΥΑ, οι ρυθμίσεις των οποίων, ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής, καταλαμβάνουν και τους διαδίκους. Με βάση τα προεκτεθέντα, το Δικαστήριο συνεκτιμώντας το είδος, τις συνθήκες και τα καθήκοντα της ειδικότητας του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, κρίνει ότι κατέστη αναγκαίο, προς εξυπηρέτηση των αναγκών λειτουργίας του πλοίου, να εργαστεί υπερωριακά, είτε αρχίζοντας τη βάρδιά του νωρίτερα είτε ολοκληρώνοντας αυτήν αργότερα από τον καθοριζόμενο χρόνο αυτής. Συγκεκριμένα, στο πλοίο «…» εργαζόταν 12 ώρες ημερησίως κατά μέσο όρο τις καθημερινές και τις Κυριακές και 10 ώρες ημερησίως τα Σάββατα. Άλλωστε, κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα ακινησίας του εν λόγω πλοίου (8.1-11.2.2018), ο ενάγων απασχολείτο επί δεκάωρο ημερησίως, απασχολούμενος με εκτεταμένες εργασίες επισκευής και συντήρησης του πλοίου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν από 1.1.2018 έως 7.1.2018 και από 12.2.2018 έως 21.2.2018 επί 10 ώρες κατά μέσο όρο ημερησίως και κατά το χρονικό διάστημα ακινησίας του πλοίου επί 10 ώρες κατά μέσο όρο ημερησίως έσφαλε εν μέρει ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και, συνεπώς, πρέπει ο τρίτος λόγος έφεσης του ενάγοντος να γίνει εν μέρει δεκτός ως κατ’ ουσία βάσιμος. Περαιτέρω, κατά το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του στο ταχύπλοο «…», ο ενάγων παρείχε την εργασία του επί 10 ώρες κατά μέσο όρο ανά ημέρα, κατά το χρονικό διάστημα από 29.3. έως 16.4.2018, και επί 13 ώρες κατά μέσο όρο ανά ημέρα, κατά το χρονικό διάστημα από 25.5 έως 30.9.2018, κατά το οποίο η κίνηση στα επιβατηγά πλοία είναι ιδιαίτερα αυξημένη, χωρίς να κρίνεται αναγκαίος ο ειδικότερος προσδιορισμός των ωρών απασχόλησης του ενάγοντος κατά τα επιμέρους χρονικά διαστήματα ανάλογα με την πυκνότητα των δρομολογίων, αφού η ως άνω εργασιακή του απασχόληση προκύπτει από τον μέσο όρο αυτών. Σημειώνεται ότι η αυξημένη ή μη επιβατική κίνηση επηρεάζει τον χρόνο εργασίας του ενάγοντος, ανεξαρτήτως των λιμένων που το πλοίο προσεγγίζει, καθώς, μεταξύ άλλων, συνδέεται άμεσα με τον αριθμό των οχημάτων που φορτώνονται και εκφορτώνονται. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν από 29.3.2018 έως 16.4.2018 επί 10 ώρες κατά μέσο όρο ημερησίως και από 24.5.2018 έως 30.9.2018 επί 12 ώρες κατά μέσο όρο ημερησίως έσφαλε εν μέρει ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και, συνεπώς, πρέπει ο πρώτος λόγος έφεσης του ενάγοντος να γίνει εν μέρει δεκτός ως κατ’ ουσία βάσιμος. Τέλος, η κατά μέσο όρο ημερήσια απασχόλησή του στο πλοίο «…» ανερχόταν στις 10 ώρες κατά το χρονικό διάστημα από 23.11.2018 έως 22.3.2019 και στις 11 ώρες κατά το χρονικό διάστημα από 24.4.2019 έως 3.6.2019. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και, συνεπώς, πρέπει ο δεύτερος λόγος έφεσης του ενάγοντος ν’ απορριφθεί κατ’ ουσίαν. Ο ενάγων, συνεπώς, εκτέλεσε υπερωριακή εργασία στα πλοία κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα της εργασίας του, ωστόσο δεν είναι βάσιμος ο ισχυρισμός του ότι η εργασία του αυτή υπερέβαινε τις ως άνω αναφερόμενες ώρες, ενώ οι ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν με την επιμέλειά του δεν αρκούν για να πεισθεί το Δικαστήριο σχετικά, αφού αντικρούονται επαρκώς από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής. Από την άλλη πλευρά, ο ισχυρισμός της εναγόμενης, που επαναφέρει με την έφεσή της, ότι ο ενάγων απασχολείτο κατά κανόνα το οκτάωρό του και ότι είχε συμφωνήσει και ελάμβανε μηνιαίως ένα ποσό για υπερωρίες καθημερινών, Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, το οποίο του καταβαλλόταν σταθερά και ανεξάρτητα των πραγματικά παρασχεθεισών ωρών υπερωριακής εργασίας, δεν κρίνεται, ενόψει των προεκτεθέντων, πειστικός, συνεκτιμωμένου ότι τα πλοία της εναγομένης εκτελούσαν πολύωρης διάρκειας ταξίδια σε δρομολογιακές γραμμές με αφετήριο λιμένα τον Πειραιά και προορισμό νησιά των Κυκλάδων, Δωδεκάνησα και νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, που έχουν αυξημένη κίνηση τόσο επιβατών όσο και οχημάτων, και τα καθήκοντα του ενάγοντα, μεταξύ των οποίων βάρδια στη γέφυρα, συμμετοχή στο δέσιμο του πλοίου κατά τον κατάπλου αλλά και στην προετοιμασία του για τον απόπλου, όπως επίσης και σε εργασίες συντήρησης και καθαρισμού αυτού, δεν ήταν εφικτό να εκτελούνται μέσα στο νόμιμο οκτάωρο ή έστω σε εννιάωρη απασχόληση, η εκτέλεση δε υπερωριακής εργασίας ήταν αναγκαία καθημερινά και κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες. Το γεγονός ότι τα ως άνω πλοία τα εν λόγω χρονικά διαστήματα ταξίδευαν με πλήρη σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του Κώδικα Δημόσιου Ναυτικού Δικαίου (Ν.Δ. 187/1973), η πληρότητα με βάση την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία. Περαιτέρω δε η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων αλλά και η επί σειρά ετών ναυτολόγησή του κατόπιν σχετικής συμφωνίας με την εναγόμενη στα πλοία της, χωρίς να προβάλλει περαιτέρω απαιτήσεις και χωρίς να διαμαρτυρηθεί για μη καταβολή της ανάλογης υπερωριακής αμοιβής δικαιολογείται αφενός από την επιθυμία του να μη θέσει σε κίνδυνο την εργασιακή του θέση, σε περίοδο υψηλού, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, δείκτη ανεργίας των ναυτικών, αφετέρου δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτησή του από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του, διότι κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, η παραίτηση του εργαζόμενου, ακόμα και με τη μορφή άφεσης χρέους των εν λόγω δικαιωμάτων του, είναι χωρίς έννομη επιρροή, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (η παραίτηση) έλαβε χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003, ΕφΠειρ 361/2013, ΕφΠειρ 185/2012, ΕφΠειρ 506/2011, ΕφΠειρ 377/2011, ΕφΠειρ 795/2010, ΕφΠειρ 34/2008, ΕφΠειρ 1/2003, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), απορριπτομένων κατά συνέπεια των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εναγόμενης, που επαναφέρονται με την έφεσή της, όπως και ο πρώτος λόγος αυτής στο σύνολό του ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, καθόσον αποδείχθηκε κατά τα ανωτέρω η υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος, για την οποία του οφείλεται αμοιβή κατά τα κατωτέρω αναλυτικώς παρατιθέμενα. Εξάλλου, οι διάδικοι, με τους λόγους έφεσης που αφορούν τον αριθμό των υπερωριών, παραπονούνται για τον αριθμό των ωρών που πρωτοδίκως κρίθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν υπερωριακά και συνακόλουθα της οφειλόμενης αμοιβής, αντίθετα δεν αμφισβητούν το ύψος του εκάστοτε νόμιμου ωρομισθίου αυτού, τις καταβληθείσες με βάση τις μισθοδοτικές καταστάσεις αμοιβές και επιδόματα και εν γένει τα ποσά ως προς τα οποία έγινε εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσία με την εκκαλούμενη η προταθείσα από την εναγόμενη ένσταση εξόφλησης ή τον αριθμό των καθημερινών, Κυριακών, Σαββάτων και αργιών που εργάστηκε. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται για αμοιβή της υπερωριακής απασχόλησής του τα ακόλουθα ποσά: A) Για το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο πλοίο «…» από 1.1 έως 7.1.2018 και από 12.2 έως 21.2.2018, όταν αυτό εκτελούσε δρομολόγια, καθώς και από 8.1 έως 11.2.2018, όταν επ’ αυτού εκτελούνταν εργασίες επισκευής: 1) για παροχή εργασίας επί 6 Σάββατα και 3 αργίες (Πρωτοχρονιά, Θεοφάνεια, Καθαρή Δευτέρα) = 9 ημέρες επί 10 ώρες υπερωριακής εργασίας ημερησίως = 90 ώρες υπερωριακής εργασίας επί 10,25 ευρώ ως ωρομίσθιο υπερωριακής εργασίας = 922,50 ευρώ. Για την αιτία αυτή έλαβε 273,35 ευρώ και του οφείλονται 649,15 ευρώ. 2) για παροχή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές α) για το χρονικό διάστημα από 1.1 έως 7.1 και από 12.2 έως 21.2.2018, ήτοι για 11 καθημερινές και 2 Κυριακές, 13 ημέρες επί 4 ώρες υπερωριακής εργασίας ημερησίως = 52 ώρες υπερωριακής εργασίας επί 8,54 ευρώ ως ωρομίσθιο υπερωριακής εργασίας = 444,08 ευρώ, και β) για το χρονικό διάστημα από 8.1 έως 11.2.2018, ήτοι για 25 καθημερινές και 5 Κυριακές, 30 ημέρες επί 2 ώρες υπερωριακής εργασίας ημερησίως = 60 ώρες υπερωριακής εργασίας επί 8,54 ευρώ ως ωρομίσθιο υπερωριακής εργασίας = 512,4 ευρώ, ήτοι συνολικά (444,08 + 512,4 =) 956,48 ευρώ. Για την αιτία αυτή έλαβε 485,21 ευρώ και του οφείλονται 471,27 ευρώ. Β) Για το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο πλοίο «…»: 1) Για παροχή υπερωριακής εργασίας Σαββάτου και αργιών α) κατά τη μισθολογική περίοδο από 29.3.2018 έως 16.4.2018, ήτοι για παροχή εργασίας επί 3 Σάββατα και 2 αργίες (Μεγάλη Παρασκευή και Δευτέρα του Πάσχα) = 5 ημέρες επί 10 ώρες υπερωριακής εργασίας ημερησίως = 50 ώρες υπερωριακής εργασίας επί 10,25 ευρώ ως ωρομίσθιο υπερωριακής εργασίας = 512,50 ευρώ. Για την αιτία αυτή έλαβε 257,94 ευρώ και του οφείλονται 254,56 ευρώ, β) κατά τη μισθολογική περίοδο από 25.5.2018 έως 30.9.2018, ήτοι για παροχή εργασίας επί 19 Σάββατα και 2 αργίες (Δεκαπενταύγουστος και Τιμίου Σταυρού) = 21 ημέρες επί 13 ώρες υπερωριακής εργασίας ημερησίως = 273 ώρες υπερωριακής εργασίας επί 10,25 ευρώ ως ωρομίσθιο υπερωριακής εργασίας = 2.798,25 ευρώ. Για την αιτία αυτή έλαβε 1.907,90 ευρώ και του οφείλονται 890,35 ευρώ. Επομένως, συνολικά για παροχή εργασίας Σαββάτου και αργιών κατά το χρονικό διάστημα ναυτολόγησής του στο πλοίο «…» του οφείλονται (254,56 + 890,35 =) 1.144,91 ευρώ, 2) για παροχή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές α) κατά τη μισθολογική περίοδο από 29.3.2018 έως 16.4.2018, ήτοι για 10 καθημερινές και 3 Κυριακές, 13 ημέρες επί 2 ώρες υπερωριακής εργασίας ημερησίως = 26 ώρες υπερωριακής εργασίας επί 8,54 ευρώ ως ωρομίσθιο υπερωριακής εργασίας = 222,04 ευρώ. Για την αιτία αυτή έλαβε 140,31 ευρώ και του οφείλονται 81,73 ευρώ, και β) για το χρονικό διάστημα από 25.5 έως 30.9.2018, ήτοι για 90 καθημερινές και 20 Κυριακές, 110 ημέρες επί 5 ώρες υπερωριακής εργασίας ημερησίως = 550 ώρες υπερωριακής εργασίας επί 8,54 ευρώ ως ωρομίσθιο υπερωριακής εργασίας = 4.697 ευρώ. Για την αιτία αυτή έλαβε 1.023,97 ευρώ και του οφείλονται 3.673,03 ευρώ. Επομένως, συνολικά για παροχή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές κατά το χρονικό διάστημα ναυτολόγησής του στο πλοίο «…» του οφείλονται (81,73 + 3.673,03 =) 3.754,76 ευρώ. Γ) Για το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο πλοίο «…»: 1) Για παροχή υπερωριακής εργασίας Σαββάτου και αργιών, α) κατά τη μισθολογική περίοδο από 23.11.2018 έως 22.3.2019, ήτοι για παροχή εργασίας επί 6 Σάββατα και 3 αργίες (Αγίου Νικολάου, Χριστούγεννα και επόμενη ημέρα Χριστουγέννων) κατά το έτος 2018 = 9 ημέρες επί 10 ώρες υπερωριακής εργασίας ημερησίως = 90 ώρες υπερωριακής εργασίας επί 10,25 ευρώ ως ωρομίσθιο υπερωριακής εργασίας = 922,50 ευρώ και για παροχή εργασίας επί 11 Σάββατα και 3 αργίες (Πρωτοχρονιά, Θεοφάνεια, Καθαρά Δευτέρα) κατά το έτος 2019 = 14 ημέρες επί 10 ώρες υπερωριακής εργασίας ημερησίως = 140 ώρες υπερωριακής εργασίας επί 10,44 ευρώ ως ωρομίσθιο υπερωριακής εργασίας = 1.461,60 ευρώ, και συνολικά (922,50 + 1.461,60 =) 2.384,10 ευρώ. Για την αιτία αυτή έλαβε (592,32 + 1.278,16 =) 1.870,48 ευρώ και του οφείλονται (2.384,10 – 1.870,48 =) 513,62 ευρώ, β) κατά τη μισθολογική περίοδο από 24.4 έως 3.6.2019, ήτοι για παροχή εργασίας επί 6 Σάββατα και 3 αργίες (Μεγάλη Παρασκευή, Κυριακή και Δευτέρα του Πάσχα) = 9 ημέρες επί 11 ώρες υπερωριακής εργασίας ημερησίως = 99 ώρες υπερωριακής εργασίας επί 10,44 ευρώ ως ωρομίσθιο υπερωριακής εργασίας = 1.033,56 ευρώ. Για την αιτία αυτή έλαβε 614,72 ευρώ και του οφείλονται 418,84 ευρώ, 2) για παροχή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές, α) κατά τη μισθολογική περίοδο από 23.11.2018 έως 22.3.2019, ήτοι για 25 καθημερινές και 6 Κυριακές κατά το έτος 2018, 31 ημέρες επί 2 ώρες υπερωριακής εργασίας ημερησίως = 62 ώρες υπερωριακής εργασίας επί 8,54 ευρώ ως ωρομίσθιο υπερωριακής εργασίας = 529,48 ευρώ και 58 καθημερινές και 10 Κυριακές κατά το έτος 2019, 68 ημέρες επί 2 ώρες υπερωριακής εργασίας ημερησίως = 136 ώρες υπερωριακής εργασίας επί 8,70 ευρώ ως ωρομίσθιο υπερωριακής εργασίας = 1.183,20 ευρώ, και συνολικά (529,48 + 1.183,20 =) 1.712,68 ευρώ. Για την αιτία αυτή έλαβε (324,31 + 1.399,63 =) 1.723,94 ευρώ και ουδέν ποσό του οφείλεται, και β) κατά τη μισθολογική περίοδο από 24.4 έως 3.6.2019, ήτοι για 27 καθημερινές και 5 Κυριακές, 32 ημέρες επί 3 ώρες υπερωριακής εργασίας ημερησίως = 96 ώρες υπερωριακής εργασίας επί 8,70 ευρώ ως ωρομίσθιο υπερωριακής εργασίας = 835,20 ευρώ. Για την αιτία αυτή έλαβε 673,18 ευρώ και του οφείλονται 162,02 ευρώ. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι μεταξύ της εναγόμενης ναυτικής εταιρείας και του αρμόδιου Υπουργού είχε συναφθεί σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας, δυνάμει της οποίας τα πλοία «…» και «…» κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα εκτελούσαν δρομολόγια σε επιδοτούμενες ακτοπλοϊκές γραμμές. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται για την περίοδο ναυτολόγησής του στα ως άνω πλοία ως επίδομα άγονης γραμμής, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 των εφαρμοστέων εν προκειμένω ΣΣΕ, το συνολικό ποσό των (12,00 + 65,02 + 212,21 =) 289,23 ευρώ, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, κονδύλι το οποίο δεν προσβάλλεται με ειδικό λόγο έφεσης. Εξάλλου, για αμοιβή δρομολογίων εξπρές τα οποία πραγματοποίησε το πλοίο «…» κατά τα χρονικά διαστήματα από 30.3 έως 8.4.2018, από 9.4 έως 15.4.2018 και από 29.6 έως 9.9.2018, καθόσον, βάσει του προαναφερθέντος προγράμματος των δρομολογίων του, αναχωρούσε από την αφετηρία του πριν τη συμπλήρωση 6ώρης παραμονής σε αυτήν, η δε διάρκεια εκάστου των κυκλικών ταξιδιών ήταν μεγαλύτερη των δώδεκα ωρών, ο ενάγων δικαιούται, σύμφωνα με τα παραπάνω αναλυθέντα και το αίτημα της αγωγής, το 1/30 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του. Συγκεκριμένα το πλοίο πραγματοποίησε, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη και δεν προσβάλλεται με ειδικό λόγο έφεσης, α) για τη χρονική περίοδο από 30.3.2018 έως 8.4.2018, 19,64 ώρες πρόωρης αναχώρησης εβδομαδιαίως ήτοι 3,48 εξπρές δρομολόγια, β) για τη χρονική περίοδο από 9.4.2018 έως 15.4.2018, 14,73 ώρες πρόωρης αναχώρησης εβδομαδιαίως ήτοι 1,84 εξπρές δρομολόγια και γ) για τη χρονική περίοδο από 29.6.2018 έως 9.9.2018, 10,48 ώρες πρόωρης αναχώρησης εβδομαδιαίως ήτοι 13,65 εξπρές δρομολόγια. Άλλωστε, οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο πλοίο «…» ανέρχονταν στο ποσό των 4.147,08 ευρώ [μισθός ενεργείας 1.181,15 ευρώ + επίδομα Κυριακών 259,86 ευρώ + επίδομα ανθυγιεινής εργασίας 35,92 ευρώ + άδεια μετά τροφής 327,50 ευρώ + αντίτιμο τροφής 97,95 ευρώ + μηνιαία τροφοδοσία 587,70 ευρώ + μέσος όρος υπερωριών 1.657,00 ευρώ {ήτοι, αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος 8.229,79 ευρώ (= 512,50 + 2.798,25 + 222,04 + 4.697): 149 ημέρες × 30 ημέρες}, μη συνυπολογιζομένου του επιδόματος έχμασης, το οποίο, κατά το σχετικό υπολογισμό στην αγωγή, δεν συμπεριλαμβάνει στις μηνιαίες αποδοχές του, με συνέπεια να θεωρείται ότι έτσι συνομολογεί το γεγονός ότι η παροχή αυτή δεν καταβάλλονταν σ’ αυτόν παγίως και σταθερώς ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του – βλ. ΜονΕφΠειρ 48/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Σημειώνεται ότι στις εν λόγω αποδοχές συμπεριλαμβάνονται η αμοιβή για την υπερωριακή εργασία, οι αποδοχές αδείας με το αντίτιμο τροφής (ΜονΕφΠειρ 48/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και το ημερήσιο αντίτιμο τροφής, το οποίο αποτελεί μέρος των παγίων και σταθερών αποδοχών του ναυτικού, ανεξαρτήτως αν παρέχεται σε χρήμα ή αυτούσια (ΜονΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013.220, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011.262), απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας – εφεσίβλητης. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται ως πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια «εξπρές» το ποσό των [(4.147,08 επί 1/30 =) 138,24 ευρώ επί 18,97 «εξπρές» δρομολόγια =] 2.622,41 ευρώ. Η εκκαλουμένη απόφαση που έκρινε ότι ο ενάγων δικαιούται για την αιτία αυτή το ποσό των 2.601,73 ευρώ έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και, συνεπώς, πρέπει ο συναφής πέμπτος λόγος έφεσης του εκκαλούντος – ενάγοντος να γίνει δεκτός ως και κατ’ ουσία βάσιμος, αντίστοιχα δε ν’ απορριφθεί ο τρίτος λόγος έφεσης της εκκαλούσας – εναγόμενης. Τέλος, επειδή η σχέση εργασίας του ενάγοντος δεν διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου ετών 2018 και 2019 και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου αντιστοίχως, δικαιούται για τον ένδικο χρόνο απασχόλησής του, σύμφωνα με τις νομικές διατάξεις που παρατέθηκαν στη μείζονα πρόταση της παρούσας, αναλογία δώρου εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ετών 2018 και 2019. Συγκεκριμένα, δικαιούται: Α) ως αναλογία δώρου Πάσχα έτους 2018: α) για το χρονικό διάστημα απασχόλησής του από 1.1 έως 21.2.2018, το ποσό των 774,39 ευρώ [μισθός ενεργείας 1.181,15 ευρώ + επίδομα Κυριακών 259,86 ευρώ + επίδομα ανθυγιεινής εργασίας 35,92 ευρώ + άδεια μετά τροφής 327,50 ευρώ + αντίτιμο τροφής 97,95 ευρώ + μηνιαία τροφοδοσία 587,70 ευρώ + μέσος όρος υπερωριών ευρώ 1.084,02 {ήτοι, αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος 1.878,98 ευρώ (= 922,50 + 956,48): 52 ημέρες × 30 ημέρες}, και συνολικά 3.574,10 ευρώ μηνιαίες αποδοχές : 2 × 1/15 × 6,5 (=52 ημέρες : 8)], β) για το χρονικό διάστημα απασχόλησής του από 29.3 έως 16.4.2018, το ποσό των 328,31 ευρώ [4.147,08 ευρώ μηνιαίες αποδοχές, κατά τα προεκτεθέντα : 2 × 1/15 × 2,375 (=19 ημέρες : 8)], και συνολικά για αναλογία δώρου Πάσχα έτους 2018, το ποσό των (774,39 + 328,31 =) 1.102,70. Έναντι του ποσού αυτού έλαβε το ποσό των 588,81 ευρώ και, επομένως, του οφείλεται (1.102,70 – 588,81 =) 513,89 ευρώ. Β) ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων έτους 2018: α) για το χρονικό διάστημα απασχόλησής του από 25.5 έως 30.9.2018, αναλογία των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, ως εξής: 4.147,08 ευρώ σύνολο των μηνιαίων αποδοχών × 2/25 × 6,78 (129 ημέρες : 19)= 2.249,38 ευρώ. Έναντι αυτού, έλαβε το ποσό των 1.102,29 ευρώ, επομένως του οφείλεται ποσό 1.147,08 ευρώ, β) για το χρονικό διάστημα απασχόλησής του από 23.11 έως 31.12.2018, αναλογία των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, ως εξής: 3.690,92 ευρώ σύνολο των μηνιαίων αποδοχών ευρώ [μισθός ενεργείας 1.181,15 ευρώ + επίδομα Κυριακών 259,86 ευρώ + επίδομα ανθυγιεινής εργασίας 35,92 ευρώ + άδεια μετά τροφής 327,50 ευρώ + αντίτιμο τροφής 97,95 ευρώ + μηνιαία τροφοδοσία 587,70 ευρώ + μέσος όρος υπερωριών 1.116,90 ευρώ {ήτοι, αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος 1.451,98 ευρώ (= 922,50 + 529,48): 39 ημέρες × 30 ημέρες} + μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής 83,94 ευρώ]× 2/25 ×2,05 (39 ημέρες : 19)= 605,31 ευρώ. Έναντι αυτού, έλαβε το ποσό των 275,07 ευρώ, επομένως του οφείλεται ποσό 330,24 ευρώ, Γ) ως αναλογία δώρου Πάσχα έτους 2019, για το χρονικό διάστημα απασχόλησής του από 1.1 έως 22.3.2019 και από 24.4 έως 30.4.2019, το ποσό των 1.369,14 ευρώ [μισθός ενεργείας 1.204,77 ευρώ + επίδομα Κυριακών 265,05 ευρώ + επίδομα ανθυγιεινής εργασίας 36,64 ευρώ + άδεια μετά τροφής 334,05 ευρώ + αντίτιμο τροφής 99,90 ευρώ + μηνιαία τροφοδοσία 599,40 ευρώ + μέσος όρος υπερωριών ευρώ 1.109,89 ευρώ {ήτοι, αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος 4.513,56ευρώ (= 1.461,60 + 1.033,56 + 1.183,20 + 835,20): 122 ημέρες × 30 ημέρες} + μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής 84,33 ευρώ], και συνολικά 3.734,03 ευρώ μηνιαίες αποδοχές : 2 × 1/15 × 11 (=88 ημέρες : 8)]. Έναντι του ποσού αυτού έλαβε το ποσό των 911,40 ευρώ και επομένως του οφείλεται ποσό 457,74 ευρώ, και Δ) ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων έτους 2019, για το χρονικό διάστημα απασχόλησής του από 1.5 έως 3.6.2019, αναλογία των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, ως εξής: 3.734,03 ευρώ σύνολο των μηνιαίων αποδοχών × 2/25 × 1,789 (34 ημέρες : 19)= 534,41 ευρώ. Έναντι αυτού, έλαβε το ποσό των 338,19 ευρώ, επομένως του οφείλεται ποσό 196,22 ευρώ. Το επίδομα ιματισμού δεν συγκαταλέγεται στις πάγιες και σταθερές, τακτικές αποδοχές, επί των οποίων υπολογίζεται, μεταξύ άλλων, η οφειλόμενη κατά τα ανωτέρω αποζημίωση, αφού τούτο δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθόσον, κατά τα προλεχθέντα, η κύρια και βασική αιτία χορηγήσεώς του είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003 ΕΕργΔ 2005.237, ΑΠ 226/2003 ΕΕργΔ 2004.790, ΜονΕφΠειρ 48/2021 ό.π.). Συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν ούτε η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ 164/2014, ΜονΕφΠειρ 328/2014, ΕφΠειρ 177/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΤριμΕφΠειρ 66/2013, ΜονΕφΠειρ 464/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 590/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον επί σκοπώ καθορισμού των επιδομάτων δώρων εορτών που εδικαιούτο ο ενάγων προσδιορισμό των τακτικών σε μηνιαία κλίμακα καταβαλλόμενων αποδοχών του δεν συνυπολόγισε το επίδομα ιματισμού και την πρόσθετη αμοιβή για τα εξπρές δρομολόγια που εκτέλεσε το πλοίο «…», με την σαφώς υπονοούμενη παραδοχή της μη σταθερής καταβολής του από την εργοδότρια εναγόμενη, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο τρίτος λόγος της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, κατά το συναφές σκέλος του, με το οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο. Αντιθέτως, πλημμέλεια της εκκαλουμένης ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων αποτελεί κατά τα προαναφερθέντα και κατά μερική παραδοχή ως προς το σκέλος αυτό του ιδίου λόγου, ο για τον ίδιο σκοπό συνυπολογισμός του μέσου όρου υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος επί τη βάσει αμοιβών ελαττωμένων έναντι αυτών που πράγματι δικαιούται. Αντίστοιχα, αβάσιμος κατ’ ουσία και απορριπτέος τυγχάνει ο δεύτερος λόγος έφεσης της εναγόμενης – εκκαλούσας. Συνολικά επομένως οι ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος, γενομένης δεκτής ως εν μέρει βάσιμης και κατ’ ουσία της πρωτοδίκως προταθείσας και νομίμως επαναφερόμενης με τις προτάσεις της ένστασης εξόφλησης της εναγόμενης (άρθρο 416 ΑΚ), ανέρχονται σε (649,15 + 471,27 + 1.144,91 + 3.754,76 + 513,62 + 418,84 + 162,02 + 289,23 + 2.622,41 + 513,89 + 1.147,08 + 330,24 + 457,74 + 196,22 =) 12.671,38 ευρώ.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η έφεση της εναγόμενης πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να καταδικαστεί αυτή, λόγω της ήττας της, στη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου – ενάγοντος για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρς 176, 183 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, πρέπει η έφεση του ενάγοντος να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, η εκκαλουμένη απόφαση να εξαφανιστεί (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) στο σύνολό της, να κρατηθεί η αγωγή και να δικαστεί κατ’ ουσία από το Δικαστήριο τούτο, ακολούθως δε, να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δώδεκα χιλιάδων εξακοσίων εβδομήντα ενός ευρώ και τριάντα οχτώ λεπτών (12.671,38 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της τελευταίας απολύσεως του ενάγοντος (3.6.2019) κατ’ άρθρο 655 του ΑΚ, ως προς το ποσό των 12.475,16 ευρώ, εκτός από την αναλογία δώρου εορτών Χριστουγέννων 2019, ποσού 196,22 ευρώ, το οποίο είναι καταβλητέο με το νόμιμο τόκο από την 1.1.2020 και μέχρι την εξόφληση. Το αίτημα να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή καθίσταται πλέον άνευ αντικειμένου, γιατί η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ως τελεσίδικη, μπορεί σε κάθε περίπτωση να εκτελεστεί (άρθρα 321, 904 παρ. 2 ΚΠολΔ), ενώ το αίτημα της εναγόμενης, κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ, περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση είναι αβάσιμο κατ’ ουσία, αφού το τελικά επιδικασθέν ποσό είναι μεγαλύτερο του ποσού των 6.000,00 ευρώ που καταβλήθηκε σε εκτέλεση της προσωρινά εκτελεστής διάταξης της εκκαλουμένης απόφασης (ΜονΕφΠειρ 48/2021 ό.π.). Τέλος, λόγω της μερικής νίκης του εκκαλούντος – εφεσιβλήτου – ενάγοντος πρέπει να καταδικαστεί η εφεσίβλητη – εκκαλούσα – εναγόμενη στην καταβολή μέρους των δικαστικών του εξόδων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 178 αρ. 1, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Ενώνει και συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων: α) την από 19.4.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Ειρηνοδικείου 4493/53/22.4.2021 και ΓΑΚ/ΕΑΚ παρόντος Δικαστηρίου 2934/1373/17.5.2021) έφεση της εναγόμενης και β) την από 9.7.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Ειρηνοδικείου 9423/132/19.7.2021 και ΓΑΚ/ΕΑΚ παρόντος Δικαστηρίου 5563/2473/21.7.2021) έφεση του ενάγοντος, κατά της υπ’ αριθ. 3/2021 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών – εργατικών διαφορών).

Δέχεται αυτές τυπικά.

Α)        Απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 19.4.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Ειρηνοδικείου 4493/53/22.4.2021 και ΓΑΚ/ΕΑΚ παρόντος Δικαστηρίου 2934/1373/17.5.2021) έφεση της εναγόμενης.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300,00) ευρώ.

Β)        Δέχεται κατ’ ουσίαν την από 9.7.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Ειρηνοδικείου 9423/132/19.7.2021 και ΓΑΚ/ΕΑΚ παρόντος Δικαστηρίου 5563/2473/21.7.2021) έφεση του ενάγοντος.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 3/2021 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών).

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει κατ’ ουσία.

Δέχεται την αγωγή ως εν μέρει ουσιαστικά βάσιμη.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δώδεκα χιλιάδων εξακοσίων εβδομήντα ενός ευρώ και τριάντα οχτώ λεπτών (12.671,38 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της τελευταίας απολύσεως του ενάγοντος (3.6.2019) κατ’ άρθρο 655 του ΑΚ, εκτός από την αναλογία δώρου εορτών Χριστουγέννων 2019, ποσού εκατόν ενενήντα έξι ευρώ και είκοσι δύο λεπτών (196,22 €), το οποίο είναι καταβλητέο με το νόμιμο τόκο από την 1.1.2020, και μέχρι την εξόφληση.

Επιβάλλει μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος – ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ, σε βάρος της εφεσίβλητης – εναγόμενης.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ