ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
(Αγωγή από σύμβαση πρακτορείας, βάσει της οποίας η εναγομένη ανέλαβε την υποχρέωση να εκδίδει και να πωλεί εισιτήρια πλοίων, εισπράττοντας το αντίστοιχο αντίτιμο για λογαριασμό της ενάγουσας πλοιοκτήτριας, στην οποία και όφειλε να αποδίδει τα εισπραχθέντα ποσά, μετά από αφαίρεση της συμφωνηθείσας προμήθειας. Αξίωση για μη απόδοση, εκ μέρους εναγομένης, συνολικού εισπραχθέντος ποσού 343.133,17 ευρώ. Αόριστη η αγωγή για το πλέον των 302.358,52 ευρώ, χρηματικό ποσό. Δεκτή εν μέρει η αγωγή ερήμην εναγομένης.)
Αριθμός απόφασης
4602/2015
Αριθμός κατάθεσης κλήσης …
Αριθμός κατάθεσης αγωγής …
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δωροθέα Νικάνδρου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ηλία Πολλάκη, Πρωτοδίκη – Εισηγητή, Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη, και από τη Γραμματέα Βασιλική Αναγνωστοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 29 Σεπτεμβρίου 2015 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: της Ναυτικής Εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο Μαρία Δαμίγου.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: 1) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 16.09.2014 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 02.12.2014 και μετ’ αναβολή για τις 19.05.2015, οπότε ματαιώθηκε. Ήδη η υπόθεση φέρεται προς συζήτηση με την από 20.05.2015 κλήση της ενάγουσας, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η πληρεξούσια δικηγόρος της ενάγουσας ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις της.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση με την από 20.05.2015 και με αριθμ. έκθεσης κατάθεσης δικογράφου … κλήση της καλούσας – ενάγουσας, η από 16.09.2014 και με αριθμ. έκθεσης κατάθεσης δικογράφου … αγωγή της, μετά από ματαίωση της συζητήσεώς της κατά τη δικάσιμο της 19.05.2015.
Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 271 ΚΠολΔ, αν ο εναγόμενος δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος σε αυτήν κανονικά, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή και η κλήση για τη συζήτηση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα, κατά δε την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκαν εμπρόθεσμα, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση, διαφορετικά συζητεί την υπόθεση ερήμην του εναγομένου. Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 271 ΚΠολΔ, στην περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι, εκτός αν πρόκειται για γεγονότα για τα οποία δεν επιτρέπεται ομολογία και η αγωγή γίνεται δεκτή, εφόσον κρίνεται νομικά βάσιμη και δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 72 του Ν. 3994/2011, στις δίκες που κατά την εισαγωγή του παρόντος νόμου (27-06-2011) είναι εκκρεμείς στον πρώτο βαθμό, οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται από τις διατάξεις του, όσες όμως είχαν ενεργηθεί πριν την εισαγωγή του ρυθμίζονται από το προγενέστερο δίκαιο. Ως διαδικαστική πράξη, νοείται, κατά τα ανωτέρω, κάθε πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, η οποία, οριζόμενη από δικονομικούς κανόνες, αποτελεί μέσο προς κίνηση, διεξαγωγή και περάτωση της δίκης, όπως είναι και η συζήτηση της αγωγής, ανεξάρτητα με ποιου διαδίκου επιμέλεια προκλήθηκε ή επιχειρήθηκε η πράξη (ΟλΑΠ 1/2011, ΝοΒ 2011. 949, ΑΠ 2365/2009, αδημ.).
Στην προκειμένη περίπτωση, από τις υπ’ αριθμ. … και … δύο εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς Θ. Κ. και Σ. Α., αντίστοιχα, που προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της από 16.09.2014 αγωγής και της από 20.05.2015 κλήσης, με την οποία επαναφέρεται προς συζήτηση η υπό κρίσιν αγωγή, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτησή της για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εναγομένη. Ωστόσο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου, η εναγομένη δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, επομένως, θα πρέπει να δικαστεί ερήμην, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 271 ΚΠολΔ, που τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, όσον αφορά στη διαδικαστική πράξη της συζήτησης.
Εξαιτίας της έλλειψης νομοθετικής πρόβλεψης, γίνεται δεκτό ότι σύμβαση πρακτορείας θεωρείται η ανάληψη με αντάλλαγμα υποχρέωσης παροχής στο κοινό ιδιωτικών υπηρεσιών ποικίλης φύσεως (Λουκόπουλος ΕμπΔικ Β` έκδ. σελ. 59, Ν. Ρόκας Στοιχεία Εμπ. Δικ. 1984, Γεν. Μέρος σελ. 48, 49, Λιακόπουλος, Η σύμβαση πρακτορείας, ΕΕμπΔ ΜΑ` σελ. 561, 569). Πράκτορες, με την πιο πάνω έννοια, είναι και οι πράκτορες ταξιδιών, στους οποίους περιλαμβάνεται και εκείνος, ο οποίος κρατεί θέσεις για θαλάσσιο ταξίδι και εκδίδει τα εισιτήρια με καταβολή του αντίστοιχου τιμήματος. Ναυτικός πράκτορας είναι αυτός που με σύμβαση με τον πλοιοκτήτη ή το διαχειριστή του πλοίου αναλαμβάνει τη διεξαγωγή ναυτικών υποθέσεων για λογαριασμό του τελευταίου με αμοιβή (πράκτορας πλοίου). Η σχέση που συνδέει τον πράκτορα με τον πλοιοκτήτη ή τον διαχειριστή του πλοίου είναι σχέση του καθολικού εντολοδόχου (ΑΚ 713 επ.), όσον αφορά στην διαχείριση των υποθέσεων του πλοιοκτήτη, απόδοση λογαριασμού κ.λπ. και του εκμισθωτή ανεξάρτητων υπηρεσιών, όσο αφορά στην αμοιβή του, την οποία μπορεί να ζητήσει κατά τις διατάξεις των άρθρων 648, 649 ΑΚ, που εφαρμόζονται αναλογικώς στη σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών, η οποία δεν ρυθμίζεται ειδικώς στον ΑΚ. Η μικτή αυτή σύμβαση δεν ενέχει κύρια και δευτερεύουσα παροχή, ώστε να απορροφάται η τελευταία από την πρώτη, αλλά κάθε μία από τις επί μέρους συμβάσεις διατηρεί την αυτοτέλεια της (ΑΠ 1566/1979 ΝοΒ 28.1102, ΑΠ 3/1979, ΕΕμπΔ Λ.616, ΕφΠειρ 1059/1995 ΔΕΕ 1996.41, ΕφΑθ 450/1981 ΕΕμπΔ ΛΓ.115, Κιάντου-Παμπούκη Ναυτ. Δικ. 1992, σελ. 236, Δελούκα Ναυτ. Δικ. 1979 παρ. 163, και Καποδίστρια στην Ερμ ΑΚ Εισ. αρθρ. 648-680 αριθ. 86, 87 και 122, Θ. Μητρούλη, Η νομική φύση των εργασιών των πρακτορείων ταξιδιών στο Αφιέρωμα εις Ανδρέα Λουκόπουλο, σελ. 371, 376, έτσι μάλλον Λιακόπουλος ό.π. σελ. 580, Λουκόπουλος ό.π. σελ. 60).
Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα πλοιοκτήτρια εταιρία εκθέτει με την υπό κρίση αγωγή, κατά τη δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, ότι δυνάμει συμβάσεων πρακτορείας που συνήψε με την εναγομένη στις 10.08.2012 και 04.09.2012, η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση να εκδίδει και να πωλεί σε τρίτους (επιβάτες) εισιτήρια για τη διακίνηση με τα πλοία αυτής επιβατών και οχημάτων, προς τους λιμένες της Χίου και της Μυτιλήνης, αντίστοιχα, εισπράττοντας το αντίστοιχο τίμημα, για λογαριασμό της ίδιας (ενάγουσας), στην οποία έπρεπε να αποδίδει τα οφειλόμενα ποσά, κατόπιν αφαιρέσεως της συμφωνηθείσας προμήθειάς της. Ότι παρά την άνω υποχρέωσή της, η εναγομένη παρέλειψε να της αποδώσει το συνολικό ποσό που εισέπραξε από τα πωληθέντα εισιτήρια, αφήνοντας ανεξόφλητο υπόλοιπο, ποσού 302.358,52 ευρώ, όπως αυτό προκύπτει από τις σχετικές εκκαθαρίσεις λογαριασμών και το οποίο επιμερίζεται σε, α) 122.561,65 ευρώ από την εκκαθάριση λογαριασμού φορτηγών μηνός Αυγούστου 2013, β) 78.427,05 ευρώ από την εκκαθάριση φορτηγών μηνός Σεπτεμβρίου 2013 και γ) 101.396,82 ευρώ από την εκκαθάριση φορτηγών μηνός Οκτωβρίου 2013. Ότι το παραπάνω ανεξόφλητο υπόλοιπο η εναγομένη όφειλε να της έχει αποδώσει, ήδη κατά τη λήξη των ως άνω συμβάσεων, στις 31.10.2013, ωστόσο η τελευταία παρακράτησε αντισυμβατικά το ποσό αυτό, αρνούμενη να της το αποδώσει. Ότι η ίδια (ενάγουσα), με την από 17.01.2014 επιστολή της προς την εναγομένη, κάλεσε την τελευταία να της καταβάλει την ως άνω οφειλή της, η οποία τότε ανήρχετο στο ποσό των 324.928,93 ευρώ, η δε εναγομένη αναγνώρισε την οφειλή αυτή, αποδεχόμενη δύο (2) συναλλαγματικές, εις διαταγήν της ιδίας (ενάγουσας), ποσού εκάστης 100.000 ευρώ, με ημερομηνίες πληρωμής 30.03.2014 και 15.05.2014 αντίστοιχα, τις οποίες και παρέδωσε σ’ αυτήν, υποσχόμενη παράλληλα ότι εντός των προσεχών ημερών θα εξοφλούσε και το υπόλοιπο της οφειλής της, εκ ποσού 124.928,93 ευρώ. Ότι παρά τις ανωτέρω υποσχέσεις της, η εναγομένη ουδέν κατέβαλε, για το λόγο αυτό η ίδια με την από 18.03.2014 εξώδικη δήλωσή της προς την εναγομένη, απαίτησε από την τελευταία την άμεση εξόφληση του ανωτέρω υπολοιπομένου ποσού των 124.928,93 ευρώ. Ότι η εναγομένη με την από 27.03.2014 απαντητική επιστολή της, ζήτησε από την ίδια να εκπέσει, από το ανωτέρω ποσό των 124.928,93 ευρώ, ποσό 30.649,54 ευρώ, για τους αναφερόμενους στην επιστολή της λόγους, αποδεχόμενη ως υπόλοιπο οφειλής της, το ποσό των 94.279,39 ευρώ, για το οποίο η ίδια (ενάγουσα) δεν αντέλεξε, αναμένοντας την εξόφλησή του. Ότι η εναγομένη, για την εξόφληση του τελευταίου ως άνω ποσού των 94.279,39 ευρώ, πρότεινε στην ίδια την έκδοση εις διαταγήν της νέας συναλλαγματικής, πρόταση που ωστόσο δεν έγινε αποδεκτή από αυτήν. Ότι κατόπιν τούτου, η ίδια με την από 07.04.2014 εξώδικη δήλωσή της προς την εναγομένη, κατήγγειλε την από 23.09.2013 πρόσθετη σύμβαση πρακτορείας – με την οποία είχε ήδη παραταθεί για ένα έτος, η ανωτέρω αρχική από 04.09.2012 σύμβαση πρακτορείας – και επιπλέον κάλεσε την τελευταία να της καταβάλει το ανωτέρω παρακρατηθέν και μη αποδοθέν από αυτήν ποσό οφειλής από τις επίδικες συμβάσεις. Ότι η εναγομένη δεν ανταποκρίθηκε στην ανωτέρω πρόσκληση της ίδιας και ουδέν κατέβαλε, ενώ οι ανωτέρω αποδεχθείσες από αυτήν συναλλαγματικές, ποσού 100.000 ευρώ εκάστης, ουδόλως πληρώθηκαν, με αποτέλεσμα η ως άνω οφειλή της να εξακολουθεί να διατηρείται και να ανέρχεται σήμερα στο ποσό των 343.133,17 ευρώ, ποσό το οποίο η εναγομένη αρνείται να της καταβάλει παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το παραπάνω ποσό των 343.133,17 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, καθώς και να καταδικαστεί αυτή στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή, αρμοδίως και παραδεκτώς, εισάγεται για να συζητηθεί, κατά την τακτική διαδικασία, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, το οποίο το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 9, 10, 14 παρ. 2, 18 παρ. 1, 42 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του ν. 2172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Η αγωγή, ως προς το επιπλέον των 302.358,52 ευρώ, αιτούμενο ποσό, τυγχάνει αόριστη και απορριπτέα, καθόσον δεν εκτίθεται στο αγωγικό δικόγραφο πώς η επίδικη οφειλή, από το αρχικό ποσό των 302.358,52 ευρώ, στο οποίο ανήρχετο κατά τη λήξη των επίδικων συμβάσεων πρακτορείας, στις 31.10.2013, όπως το ποσό αυτό προέκυπτε από τις αναλυτικές εκκαθαρίσεις λογαριασμών των μηνών Αυγούστου έως και Οκτωβρίου 2013, ανήλθε στο ποσό των 343.133,17 ευρώ κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής, ενώ σε περίπτωση που ήθελε υποτεθεί ότι το επιπλέον αυτό ποσό των 40.774,65 ευρώ (343.133,17 – 302.358,52) αφορά σε τόκους υπερημερίας και πάλι το ποσό αυτό τυγχάνει αόριστο και απορριπτέο, αφού παραλείπεται παντελώς να αναφερθεί στο δικόγραφο της αγωγής ο χρόνος ενάρξεως της τοκοφορίας, καθώς και το ποσοστό επιτοκίου, βάσει του οποίου υπολογίστηκαν οι τόκοι, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο λογιστικός έλεγχος της ορθότητας του εν λόγω υπολογισμού. Κατά τα λοιπά, η αγωγή τυγχάνει ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη, στις διατάξεις των άρθρων 346, 361, 648, 649, 713, 714, 719 ΑΚ και 176 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου με τις ανάλογες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ’ αριθμ. … διπλ. είσπρ. της Γ΄ Δ.Ο.Υ. Πειραιά, το υπ’ αριθμ. … γραμμ. είσπρ. της ΕΤΕ και την υπ’ αριθμ. … αποδ. είσπρ. του ΕΤΑΑ – ΤΥΔΠ), προσκομίζεται δε και το κατ’ αρθρ. 61 ν. 4194/2013 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών (βλ. το υπ’ αριθμ. … γραμμάτιο ΔΣΠ).
Κατά της υπό κρίσιν αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Πρέπει, επομένως, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 302.358,52 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση διότι, εφόσον η εναγομένη ερημοδικεί, αποδεικνύονται πλήρως οι πραγματικοί ισχυρισμοί που περιέχονται στο δικόγραφο της αγωγής, δεδομένου ότι θεωρούνται ως ομολογημένοι εκ μέρους της εναγομένης, σύμφωνα με το άρθρο 352 παρ. 1 και την παρ. 3 του άρθρου 271 ΚΠολΔ, που τυγχάνουν εν προκειμένω εφαρμογής, κατά τα προεκτεθέντα, ενόψει του χρόνου που έλαβε χώρα η διαδικαστική πράξη της συζήτησης. Περαιτέρω, λόγω της ερημοδικίας της εναγομένης, θα πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από αυτή (άρθρα 501, 502 παρ.1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό ενώ, τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας θα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης, λόγω της εν μέρει ήττας της (άρθρα 178 παρ. 1, 184 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εναγομένης.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από την εναγομένη στο ποσό των διακοσίων πενήντα ευρώ (250 €).
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τριακοσίων δύο χιλιάδων τριακοσίων πενήντα οκτώ ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (302.358,52 €), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην εναγομένη μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων ευρώ (4.600 €).
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 08.12.2015 και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στον Πειραιά στις
χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ