ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 116/2015
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(Τακτική Διαδικασία)
………………………………………
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και την Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 18 Νοεμβρίου 2014, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: … του …, κατοίκου Κ., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιού του δικηγόρου, Φ. ΠαπαΓ..
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ι. Β. του Φ., κατοίκου Κ. Π., η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιάς της δικηγόρου, Ουρανίας Μητσοπούλου.
Η συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 11ης Μαΐου 2010 ζητήθηκε με την υπ’ αριθ. έκθ. κατ. … κλήση του ενάγοντος, κατόπιν εκδόσεως της υπ’ αριθ. 102/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία παραπέμφθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 21.03.2006 και με αριθμό κατάθεσης … αγωγή. Ήδη η υπόθεση φέρεται προς συζήτηση στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία αυτή εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, με την υπ’ αριθ. έκθ. κατ. … κλήση του ενάγοντος, κατόπιν εκδόσεως της υπ’ αριθ. 4807/2010 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, που διέταξε την αναβολή της συζήτησης έως την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της υπ’ αριθ. κατ. … έφεσης της εναγομένης κατά της ως άνω υπ’ αριθ. 102/2010 παραπεμπτικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με την υπ’ αριθ. έκθ. κατ. … κλήση προς συζήτηση, η από 21.03.2006 υπ’ αριθ. έκθ. κατ. … αγωγή, μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 4807/2010 μη οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου, που διέταξε την αναβολή της συζήτησης έως την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της υπ’ αριθ. κατ. … έφεσης κατά της υπ’ αριθ. 102/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δυνάμει της οποίας παραπέμφθηκε η ως άνω αγωγή, λόγω της φύσεως της διαφοράς, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Ήδη, επί της εν λόγω εφέσεως εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2242/2014 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, δυνάμει της οποίας αυτό αποφάνθηκε ότι είναι καθ’ ύλην αναρμόδιο για την εκδίκαση της ανωτέρω από 21.03.2006 αγωγής και παρέπεμψε αυτή στο αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπον παρόν Δικαστήριο (βλ. και ΕφΠατρ 719/2003 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 1644/1988 ΕλλΔνη 30. 631).
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 534 και 535 ΑΚ, όπως αυτά αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 1 Ν. 3043/21-8-2002, ο πωλητής ευθύνεται αν, κατά το χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή, το πράγμα που πουλήθηκε έχει πραγματικά ελαττώματα ή δεν έχει τις συμφωνημένες ιδιότητες. Η μη ανταπόκριση του πράγματος στη σύμβαση, δηλαδή η ύπαρξη πραγματικών ελαττωμάτων ή η έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων, παρέχουν κατά πρώτο λόγο στον αγοραστή, σε κάθε είδους πώληση και ανεξάρτητα από οποιασδήποτε μορφής υπαιτιότητα του πωλητή, τα δικαιώματα για: α) διόρθωση ή αντικατάσταση του πράγματος (άρθρο 540 αρ. 1 ΑΚ), β) μείωση του τμήματος (άρθρο 540 παρ. 1 αρ. 2 ΑΚ), γ) υπαναχώρηση από τη σύμβαση της πώλησης (άρθρο 540 παρ. 1 αρ. 3 ΑΚ) και, σωρευτικά, δ) αποζημίωση (άρθρο 543 ΑΚ) (ΑΠ 1544/2008 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 158, 159, 180, 181, 361 και 513 του ΑΚ προκύπτει ότι όπου ο νόμος απαιτεί την τήρηση τύπου για την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, ο τύπος απαιτείται για ολόκληρο το περιεχόμενό της. Σύμφωνα δε με το άρθρο 6 του Ν. 3816/1958 περί Κ.Ι.Ν.Δ., η συμφωνία για τη μεταβίβαση της κυριότητας πλοίου γίνεται εγγράφως. Είναι δηλαδή το έγγραφο, ιδιωτικό ή συμβολαιογραφικό, συστατικό στοιχείο όχι μόνο της εμπράγματης, αλλά και της ενοχικής σύμβασης (ΕφΠειρ 74/2006 ΕΝΔ 2006. 203, 1131/2002 ΠειρΝομ 2003. 95). Συνεπώς, για να υπάρχει έγκυρη σύμβαση πωλήσεως πλοίου, πρέπει αυτή να καταρτισθεί εγγράφως, διαφορετικά είναι άκυρη (ΕφΠειρ 472/2011 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», 539/2000 ΠειρΝομ 2000. 343). Στον έγγραφο αυτό τύπο μάλιστα υπόκειται, όπως προαναφέρθηκε, όχι μόνο η εμπράγματη σύμβαση μεταβίβασης πλοίου, αλλά και η ενοχική της πωλήσεώς του, ως προς όλα τα ουσιώδη στοιχεία της, ήτοι το πράγμα και το τίμημα. Η μη τήρηση όμως του τύπου αυτού ως προς μέρος του τιμήματος, όπως στην περίπτωση κατά την οποία το τελευταίο συμφωνήθηκε μεγαλύτερο από αυτό που αναγράφεται στο συμφωνητικό, δεν συνεπάγεται ακυρότητα όλης της σύμβασης, αλλά αυτή είναι άκυρη μόνο κατά τη συμφωνία του τιμήματος που δόθηκε επιπλέον του αναγραφομένου στο συμφωνητικό, για το οποίο δεν τηρήθηκε ο επιβαλλόμενος με ποινή ακυρότητας τύπος. Το μη αναγραφόμενο στο συμφωνητικό επιπλέον μέρος του συμφωνηθέντος τιμήματος, αν δεν έχει καταβληθεί, δεν μπορεί να απαιτηθεί από τον πωλητή ούτε με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού ο αγοραστής έλαβε από νόμιμη αιτία ολόκληρο το πωληθέν πλοίο με βάση το νομίμως συμφωνηθέν, ως καλυπτόμενο από τον τηρηθέντα τύπο, μικρότερο τίμημα, ώστε κατά το επιπλέον τίμημα ο μη καταβαλών αγοραστής δεν ωφελήθηκε χωρίς νόμιμη αιτία. Στην αντίθετη περίπτωση που το επιπλέον τίμημα έχει καταβληθεί, μπορεί να αναζητηθεί από τον αγοραστή με τις ανωτέρω διατάξεις μόνο κατά το μέρος που υπερβαίνει την αγοραία (αληθινή) αξία του πωληθέντος πλοίου (πρβλ. ΟλΑΠ 560/1974 ΝοΒ 23. 147, ΑΠ 920/2011 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», 1566/2001 ΕλλΔνη 2002. 454). Εξάλλου, η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, είναι δυνατόν, πέραν της αξίωσης από τη σύμβαση, να στηρίξει και αξίωση από αδικοπραξία, εάν χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαιτίως ζημία σε άλλον (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22. 505, ΑΠ 455/2014 ΔΕΕ 2014. 822). Έτσι, αν ο πωλητής δολίως αποκρύψει από τον αγοραστή ότι το πωληθέν πράγμα είχε κατά την παράδοσή του πραγματικό ελάττωμα, η συμπεριφορά του αυτή συνιστά αδικοπραξία και συγκεκριμένα αστική απάτη (άρθρα 147, 149 ΑΚ). Ειδικότερα, όταν υπάρχει ενδοσυμβατική ευθύνη για πραγματικό ελάττωμα ή έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας του πωληθέντος πράγματος, για τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης από αδικοπραξία του πωλητή θα πρέπει η ύπαρξη του ελαττώματος ή η έλλειψη της συνομολογηθείσας ιδιότητας, κατά το χρόνο που ο κίνδυνος του πράγματος μεταβαίνει στον αγοραστή, να αποδίδεται σε υπαίτια συμπεριφορά του πρώτου (πωλητή), με την οποία αυτός με πρόθεση επιδιώκει να παραγάγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση στον αγοραστή, αναφορικά με την ύπαρξη του ελαττώματος ή την έλλειψη της συνομολογηθείσας ιδιότητας του πράγματος, ανεξάρτητα από το αν η συμπεριφορά αυτή συνίσταται σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή σε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση των αληθινών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στον αγοραστή που τα αγνοεί επιβαλλόταν από την καλή πίστη ή την υφιστάμενη ιδιαίτερη σχέση μεταξύ αυτού και του πωλητή (ΑΠ 1190/2007 ΔΕΕ 2008. 88). Πρόκειται, δηλαδή, για συρροή δύο αξιώσεων, εφόσον η παραπάνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του πωλητή αποτελεί και αδικοπραξία χωρίς τη συμβατική σχέση της πώλησης. Από τις δύο αυτές αξιώσεις για αποζημίωση, η πρώτη στηρίζεται στη συμβατική ευθύνη, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις περί πωλήσεως, και η δεύτερη στην αδικοπραξία, με βάση τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ. Στην περίπτωση δε της συρροής αξιώσεων, που αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό, δηλαδή στην ίδια παροχή, είναι δυνατή η παράλληλη άσκηση όλων των αξιώσεων, όχι όμως και η ικανοποίηση όλων, αφού η ικανοποίηση της μιας έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση και των λοιπών, εκτός αν με αυτές ζητείται κάτι περισσότερο, όπως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την αδικοπραξία (άρθρα 299, 932 ΑΚ), οπότε σώζονται μόνον ως προς αυτό (ΑΠ 1381/2013 ΔΕΕ 2014. 260, ΕφΠειρ 11/2010 ΕλλΔνη 2011. 268). Τέλος, η αξίωση περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. του ΑΚ) είναι επιβοηθητικής φύσης τόσο από ουσιαστική άποψη, όσο και από δικονομική, υπό την έννοια ότι ασκείται μόνο αν λείπουν ή είναι ανίσχυρες οι αξιώσεις από σύμβαση ή αδικοπραξία. Αυτό σημαίνει ότι, αν η αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η από τη σύμβαση ή από αδικοπραξία αγωγή, ο ενάγων μπορεί να ασκήσει τις αξιώσεις αυτές και όχι την επικουρική αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθόσον, στην περίπτωση αυτή, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ανυπαρξία ή ελαττωματικότητα της νόμιμης αιτίας, ούτως ώστε ο πλουτισμός να παρίσταται χωρίς αυτήν. Επομένως, αν υπόκειται αγωγή με την οποία αναζητείται ευθέως ο πλουτισμός του εναγομένου, εξαιτίας της ακυρότητας της σύμβασης, για να είναι ορισμένη η αγωγή αυτή, πρέπει στο δικόγραφό της να αναφέρονται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1α του ΚΠολΔ, τα περιστατικά στα οποία οφείλεται ή τα οποία επέφεραν την ακυρότητα αυτή και που συνιστούν το λόγο για τον οποίο η αιτία της περιουσιακής μετακίνησης δεν είναι νόμιμη (βλ. και ΟλΑΠ 22/2003 ΕλλΔνη 44. 1261, ΑΠ 981/2013 ΔΕΕ 2014. 852). Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων, με την υπό κρίση αγωγή του, εκθέτει ότι, δυνάμει συμβάσεως πώλησης που καταρτίστηκε εγγράφως στις 11-7-2005, μεταξύ αυτού και της εναγομένης, αγόρασε από την τελευταία το ανήκον στην κυριότητά της, φουσκωτό σκάφος μάρκας …, λεμβολογημένο τότε στα λεμβολόγια Κύθνου με αριθμό εγγραφής …, αντί καταβληθέντος πραγματικού τιμήματος 43.000,00 ευρώ, το οποίο όμως συμφωνήθηκε να μην αναγραφεί στο σύνολό του στο σχετικό ιδιωτικό συμφωνητικό· ότι προέβη στη σύναψη της ανωτέρω σύμβασης ύστερα από τις διαβεβαιώσεις της εναγομένης ότι το επίδικο σκάφος βρισκόταν σε άριστη κατάσταση· ότι, περί τα τέλη Αυγούστου του 2005, καθώς το ως άνω σκάφος έπλεε γύρω από τις ακτές της Αναβύσσου, εμφανίστηκε το προϋπάρχον της ένδικης πώλησης, πρόβλημα στο σύστημα κίμπαλ αυτού (σκάφους), το οποίο (κίμπαλ) είναι απολύτως αναγκαίο για την ασφαλή πλοήγησή του· ότι, η εναγομένη, αν και γνώριζε κατά την κατάρτιση της σύμβασης πώλησης την ύπαρξη του εν λόγω ελαττώματος, εντούτοις του παρέστησε ψευδώς και τον διαβεβαίωσε αναληθώς ότι το σκάφος ήταν σε άριστη κατάσταση και χωρίς πραγματικά ελαττώματα· ότι, εξαιτίας της προπεριγραφόμενης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της (εναγομένης) υπέστη περιουσιακή ζημία ύψους 6.000,00 ευρώ, καθώς στο ποσό αυτό ανέρχεται η διαφορά μεταξύ της αγοραίας αξίας του επίδικου σκάφους με το προαναφερθέν ελάττωμα και του καταβληθέντος εκ μέρους του συνολικού τιμήματος. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, ζητεί, κατ’ ορθή εκτίμηση του αιτητικού της αγωγής, να υποχρεωθεί η εναγομένη, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να του καταβάλει, νομιμοτόκως από την επίδοση σ’ αυτή σχετικής εξώδικης δήλωσής του, άλλως από την επίδοση της αγωγής, το ποσό των 6.000,00 ευρώ, κατά τις διατάξεις περί συμβάσεως πώλησης και περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, αναγνωριζομένου του δικαιώματος μείωσης του συνομολογηθέντος ως άνω τιμήματος πώλησης του επίδικου σκάφους, αλλά και ως αποζημίωση για την ισόποση περιουσιακή ζημία που υπέστη από την προεκτιθέμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της, καθώς και 6.500,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, να απαγγελθεί δε κατ’ αυτής (εναγομένης) προσωπική κράτηση, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης. Με τα ανωτέρω ως περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση, με την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 46 εδ. β΄ ΚΠολΔ, ως εκ της παραπομπής της υπό κρίση υπόθεσης προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος ειδικού τμήματος ναυτικών διαφορών του Δικαστηρίου τούτου, δυνάμει της τελεσίδικης με αριθμό 2242/2014 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών) και είναι, ως προς την παραδεκτώς σωρευόμενη στο δικόγραφο αξίωση από αδικοπραξία, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας, επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου αιτιάσεων της εναγομένης, και νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 147, 149, 297, 298, 299, 330, 340, 345, 346, 914 και 932 ΑΚ, 907 και 908 παρ. 1 στοιχ. δ΄ ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης κατά της εναγομένης ως μέσου αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, το οποίο κρίνεται απορριπτέο ως νόμω αβάσιμο, αφού, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1047 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 62 του ν. 3994/2011 και εφαρμόζεται κατ’ άρθρο 72 παρ. 12 του ίδιου νόμου και στις αγωγές που εκκρεμούν κατά τη δημοσίευσή του, προσωπική κράτηση για απαίτηση μικρότερη των 30.000,00 ευρώ, όπως εν προκειμένω, δεν διατάσσεται. Περαιτέρω, όσον αφορά στην παράλληλα ασκούμενη αξίωση από την ένδικη σύμβαση πωλήσεως, αυτή κρίνεται απορριπτέα ως μη νόμιμη, διότι ο ενάγων επικαλείται στο δικόγραφο ότι το συνομολογηθέν τίμημα είναι μεγαλύτερο από το αναγραφόμενο στο σχετικό ιδιωτικό συμφωνητικό, ήτοι επικαλείται σύμβαση η οποία είναι άκυρη κατά τη συμφωνία του τιμήματος που δόθηκε επιπλέον του αναγραφομένου στο συμφωνητικό, για το οποίο δεν τηρήθηκε ο επιβαλλόμενος με ποινή ακυρότητας τύπος, σύμφωνα δε με όσα διαλαμβάνονται στην ως άνω μείζονα πρόταση της παρούσας, η μείωση του τιμήματος πωλήσεως προϋποθέτει έγκυρη σύμβαση ως προς όλα τα ουσιώδη στοιχεία της, μεταξύ των οποίων και το τίμημα (βλ. και ΕφΔωδ 338/2005 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Τέλος, η αγωγική βάση κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη, ενόψει του ότι επιχειρείται να θεμελιωθεί στα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία ερείδεται η αξίωση από την ένδικη σύμβαση πωλήσεως, την ακυρότητα της οποίας άλλωστε δεν επικαλείται ο ενάγων. Επομένως, πρέπει η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι, για το παραδεκτό της συζήτησής της, έχει καταβληθεί το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ’ αριθ. 111852 αγωγόσημο με τα επικολληθέντα σ’ αυτό ένσημα υπέρ του Τ.Ν. και Τ.Π.Δ.Α.).
Από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία απαγορεύει την άσκηση του δικαιώματος αν αυτή υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, προκύπτει ότι το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς, κατά νόμο, να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (ΟλΑΠ 17/1995 ΕλλΔνη 36. 1531, 62/1990 ΕλλΔνη 1991. 501). Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηριστεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 10/2012 ΧρΙδΔ 2013. 433, ΑΠ 321/2002 ΕλλΔνη 44. 143). Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν προσθέτως ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ (ΟλΑΠ 8/2001 ΕλλΔνη 2001. 382). Στην προκείμενη περίπτωση, η εναγομένη παραδεκτώς προέβαλε, με δήλωση της πληρεξούσιάς της δικηγόρου, που καταχωρίσθηκε νομότυπα στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου, αλλά και με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της {άρθρο 238 εδ. β΄ ΚΠολΔ, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθ. 24 Ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25-7-2011)}, την ένσταση της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος εκ μέρους του ενάγοντος, ισχυριζόμενη ότι η άσκηση των αγωγικών αξιώσεών του λαμβάνει χώρα κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, ο κοινωνικός και ο οικονομικός σκοπός του ένδικου δικαιώματος, αφού έρχεται σε αντίθεση με την προηγούμενη συμπεριφορά του, καθόσον αυτός αφενός μεν χρησιμοποιούσε το πωληθέν σκάφος συνεχώς επί εξάμηνο χωρίς να την ενημερώσει ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα μ’ αυτό, αφετέρου δε εξόφλησε αδιαμαρτύρητα δυο από τις τρεις συνολικά δόσεις του πιστωθέντος τιμήματος, μετά την εμφάνιση του επίδικου ελαττώματος του σκάφους, από την εν λόγω δε συμπεριφορά του (ενάγοντος) δημιουργήθηκε σε αυτή ευλόγως η πεποίθηση ότι αυτός ουδεμία απαίτηση έχει ή θα εγείρει στο μέλλον εναντίον της από τη μεταξύ τους συναφθείσα πώληση του σκάφους της ή εξ αφορμής αυτής. Ο ως άνω ισχυρισμός, έχων το προδιαληφθέν περιεχόμενο, αποτελεί, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην αμέσως ανωτέρω μείζονα πρόταση, καταλυτική της αγωγής ένσταση, η οποία είναι νόμω βάσιμη σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και πρέπει, επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.
Από τις διατάξεις των άρθρων 270 παρ. 2, 339, 393 και 394 ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι μαρτυρίες των τρίτων δίνονται είτε με εξέταση αυτών ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο είτε με ένορκη βεβαίωση ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου και ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση και, αν πρόκειται να δοθεί στην αλλοδαπή, οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν απ’ αυτή. Μαρτυρία που δόθηκε μ’ άλλον τρόπο δεν λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση των αποδείξεων ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Αυτό ισχύει και για τις δηλώσεις ή βεβαιώσεις τρίτων που αποτελούν μαρτυρίες τους, εφόσον έγιναν για να χρησιμοποιηθούν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, ως αποδεικτικά μέσα στην ορισμένη μεταξύ άλλων πολιτική δίκη, χωρίς να τηρηθούν οι πιο πάνω δικονομικές διατάξεις (ΟλΑΠ 8/1987 ΕλλΔνη 28. 629, ΑΠ 624/2013 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 53/2012 ΕΝΔ 2012. 125). Στην προκείμενη περίπτωση, από τις ένορκες καταθέσεις του μάρτυρα του ενάγοντος, Γ. …, που εξετάσθηκε νόμιμα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι οποίες περιέχονται στα υπ’ αριθ. 4807/2010 και 102/2010 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής τους, αντίστοιχα, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα, κάποια εκ των οποίων θα αναφερθούν ειδικότερα στη συνέχεια, μη λαμβανομένης υπόψη ούτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην αμέσως προπαρατεθείσα μείζονα πρόταση, της από 5-12-2005 υπεύθυνης δήλωσης του Β. Ζ., που δόθηκε κατ’ άρθρο 8 ν. 1599/1986, την οποία προσκομίζει ο ενάγων, δοθέντος ότι αυτή, όπως συνάγεται από το εν γένει περιεχόμενό της, έγινε για να χρησιμοποιηθεί στην παρούσα δίκη, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως πώλησης που καταρτίστηκε εγγράφως στις 11-7-2005, η εναγομένη πώλησε και παρέδωσε στον ενάγοντα, την ίδια ημέρα, με παρακράτηση κυριότητας, ένα φουσκωτό σκάφος μάρκας …, λεμβολογημένο τότε στα λεμβολόγια Κύθνου με αριθμό εγγραφής …, διαστάσεων μήκους 8,50 μέτρα, χρώματος γκρι, έτος κατασκευής 2001, υλικό κατασκευής πολυεστερικό, μηχανοκίνητο, με μηχανή MERCRUISER 225 hp, πετρέλαιο και με αριθμό σειράς … και βοηθητική μηχανή MERCURY 15hp, βενζίνη και με αριθμό σειράς …, αντί συνολικού τιμήματος 43.000,00 ευρώ (μεγαλύτερο από το αναγραφόμενο στο ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό τίμημα ύψους 20.000,00 ευρώ), εκ των οποίων καταβλήθηκαν 25.000,00 ευρώ ως προκαταβολή με την υπογραφή του ιδιωτικού συμφωνητικού (στοιχεία που δεν αμφισβητούνται ειδικώς από την εναγομένη, συναγομένης τοιουτοτρόπως σιωπηρής ομολογίας της ως προς το αντικείμενο της πώλησης, το ύψος του συμφωνηθέντος τιμήματος και της καταβληθείσας προκαταβολής, κατ’ άρθρο 261 εδ. β΄ ΚΠολΔ), τα δε υπόλοιπα 18.000,00 ευρώ πιστώθηκαν σε τρεις ισόποσες δόσεις των 6.000 ευρώ εκάστης, για τις οποίες εκδόθηκαν εκ μέρους του ενάγοντος σε διαταγή της εναγομένης τρεις επιταγές της τράπεζας …, με αριθμούς … και ημερομηνία λήξεώς τους την 15-9-2005, 15-11-2005 και 15-1-2006, αντιστοίχως. Η προμνημονευόμενη, άλλωστε, παρακράτηση κυριότητας τελούσε υπό την αναβλητική αίρεση της αποπληρωμής από τον ενάγοντα προς την εναγομένη του πιστωθέντος κατά τα ανωτέρω τιμήματος. Πριν τη σύναψη της επίδικης ως άνω συμβάσεως ο ενάγων πραγματοποίησε ένα μικρό δοκιμαστικό πλου με το πωληθέν σκάφος, κατά τον οποίο διαπίστωσε ότι η εικόνα του (σκάφους), όπως διαλαμβάνεται και στο καταρτισθέν ιδιωτικό συμφωνητικό, ήταν πολύ καλή και συνέπιπτε απόλυτα προς την ικανότητά του προς πλεύση και χρήση του από τον ίδιο. Ωστόσο, αυτός ενημέρωσε την εναγομένη ότι δεν διέθετε συναλλακτική εμπειρία όσον αφορά στις αγοραπωλησίες σκαφών ούτε εξειδικευμένες γνώσεις για τον έλεγχο του πωλούμενου σκάφους από μηχανικής, τεχνικής και εν γένει κατασκευαστικής πλευράς. Εντούτοις, αυτή (εναγομένη) τον καθησύχασε, διαβεβαιώνοντάς τον ότι δύο μέρες πριν ο μηχανικός του σκάφους, Β. Ζ., ο οποίος κατά τους ισχυρισμούς της ήταν της απολύτου εμπιστοσύνης της και διέθετε εμπειρία και αρίστη κατάρτιση σε τέτοια θέματα, διενήργησε γενικό έλεγχο στο σκάφος και δεν διαπίστωσε κάποιο πρόβλημα σ’ αυτό. Προς επίρρωση, μάλιστα, της ανωτέρω διαβεβαίωσής της, η εναγομένη του επισήμανε ότι η ίδια φρόντιζε σε τακτά χρονικά διαστήματα να πραγματοποιεί προληπτικό έλεγχο στο σκάφος και ότι εξ αυτού του λόγου ουδέποτε είχε παρουσιάσει αυτό οποιασδήποτε μορφής μηχανική, τεχνική ή άλλης φύσεως βλάβη κατά το παρελθόν, αλλά ήταν πάντα σε άριστη κατάσταση και συνεπώς ήταν κατάλληλο για τη συμφωνημένη μεταξύ τους χρήση. Πάρα ταύτα, περί τα τέλη Αυγούστου του 2005, καθώς το επίδικο σκάφος έπλεε γύρω από τις ακτές της Αναβύσσου, παρουσιάστηκε βλάβη στο σύστημα κίμπαλ αυτού, με αποτέλεσμα ο ενάγων να κινδυνεύσει να χάσει τον έλεγχό του (σκάφους), αφού η βλάβη αυτή επέφερε πρόβλημα στη ζυγοστάθμιση του τιμονιού και στην περαιτέρω ευθυγράμμισή του. Ακολούθως, τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, όπως επιβεβαίωσε και ο μάρτυρας απόδειξης στο ακροατήριο, ο ενάγων κάλεσε τον προαναφερθέντα μηχανικό και συντηρητή του σκάφους, με τον οποίο συνεργαζόταν και η εναγομένη, Β. Ζ., προκειμένου να επιδιορθώσει την ανωτέρω βλάβη. Κατά το διενεργηθέντα έλεγχο του σκάφους από τον τελευταίο ο ενάγων πληροφορήθηκε απ’ αυτόν ότι και κατά το Σεπτέμβριο του 2004 το επίδικο σκάφος είχε παρουσιάσει πάλι βλάβη στο σύστημα κίμπαλ, η οποία επιδιορθώθηκε μερικώς από τον ίδιο (ως άνω μηχανικό), αν και αυτός είχε επιστήσει στην εναγομένη την προσοχή στο ότι υπάρχει ανάγκη προς άμεση αντικατάστασή του (συστήματος κίμπαλ), καθόσον η επιδιόρθωση επέφερε μόνο πρόσκαιρη άρση της βλάβης, αφού αυτή (βλάβη), μετά από συνήθη χρήση του σκάφους, θα εμφανιζόταν και πάλι, όπως και πράγματι συνέβη κατά τα προεκτεθέντα. Το εν λόγω ελάττωμα στο σύστημα κίμπαλ του σκάφους, που είναι απαραίτητο για την ασφαλή πλοήγησή του (σκάφους), καθώς λειτουργεί ως σταθεροποιητικό της κλίσεώς του σε σχέση προς τον κάθετο άξονά του, εξισορροπώντας τοιουτοτρόπως οιεσδήποτε τάσεις ανατροπής του (σκάφους) σε πιθανή κυματαγωγή, δεν το γνώριζε ο ενάγων κατά τη σύναψη της ένδικης σύμβασης πώλησης, διότι σχετίζεται με τη μηχανική λειτουργία του πωληθέντος σκάφους και η διαπίστωσή του απαιτούσε έλεγχο από ειδικό τεχνικό, είναι δε βέβαιο, κατά την κοινή λογική, ότι, εφόσον το γνώριζε, δεν θα προέβαινε στην αγορά του, αφού αυτό θα ήταν επικίνδυνο κατά την πλοήγησή του και, συνεπώς, ουσιαστικά άχρηστο για τη χρήση που το προόριζε. Εν συνεχεία, ο ενάγων επικοινώνησε τηλεφωνικά με την εναγομένη και την ενημέρωσε διεξοδικά για το πρόβλημα που ανέκυψε στο σύστημα κίμπαλ και την ανάγκη ολικής αντικατάστασής του, ώστε το σκάφος να είναι κατάλληλο και ασφαλές για πλοήγηση, της γνωστοποίησε δε ότι θα αφαιρούσε τις σχετικές δαπάνες, ύψους 5.500,00 ευρώ, από το υπόλοιπο του οφειλομένου τιμήματος (βλ. για το κόστος αντικατάστασης του συστήματος κίμπαλ και τη σχετικώς προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από τον ενάγοντα, προσφορά της εταιρείας …). Έτσι, ο ενάγων, έχοντας εν τω μεταξύ εξοφλήσει εμπρόθεσμα τις δύο εκ των τριών ως άνω δόσεων και, ειδικότερα, το ποσό των 6.000 ευρώ με την υπ’ αριθμ … επιταγή και ομοίως το ποσό των 6.000 ευρώ με την υπ’ αριθμ 10222366-1 επιταγή, προέβη στη σύνταξη της από 9-1-2006 εξώδικης δήλωσης – γνωστοποίησης – ένστασης μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος, που επεδόθη στην εναγομένη στις 13-1-2006 (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Λ. Σ.), δυνάμει της οποίας ο ίδιος (ενάγων) αρνήθηκε να καταβάλει σ’ αυτή την τελευταία δόση ποσού 6.000 ευρώ, με την εξόφληση της υπ’ αριθ. … επιταγής της τράπεζας …, πληρωτέα την 15-1-2006, και για όσο χρόνο η εναγομένη δεν εκπλήρωνε την υποχρέωσή της προς αποκατάσταση της ζημίας στο σύστημα κίμπαλ του πωληθέντος ως άνω σκάφους, ενώ της γνωστοποίησε και την πρόθεσή του να προβεί σε ανάκληση της προαναφερθείσας επιταγής. Ωστόσο, στις 10-2-2006, ο ενάγων, προς αποφυγή της εμφανίσεως των στοιχείων του ως δυσμενών στα τραπεζικά συστήματα πληροφοριών «…», κατέβαλε στην εναγομένη το ποσό των 6.000 ευρώ, προκειμένου να εξοφληθεί η ανωτέρω επιταγή (βλ. σχετ. την από 7-2-2006 εξώδικη δήλωση του ενάγοντος, που επεδόθη στην εναγομένη στις 10-2-2006, και την από 10-2-2006 δήλωση είσπραξης του ως άνω ποσού από τον δικηγόρο της εναγομένης, Ι. Χ., που νομίμως προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων), να επέλθει η πλήρωση της προεκτιθέμενης αναβλητικής αίρεσης υπό την οποία τελούσε η ένδικη σύμβαση και να παραχθούν τα έννομα αποτελέσματα της σχετικής εκποιητικής συμφωνίας, ώστε ο ενάγων στο εξής να είναι αποκλειστικός κύριος του πωληθέντος ως άνω σκάφους. Κατ’ ακολουθίαν, αποδείχθηκε εν προκειμένω παραπλάνηση του ενάγοντος συνεπεία δόλιας απόκρυψης του προπεριγραφόμενου ελαττώματος του επίδικου σκάφους από την εναγομένη, η οποία, μολονότι γνώριζε την ύπαρξη αυτού και παρά την υφιστάμενη υποχρέωσή της από τη συναλλακτική καλή πίστη, δεν το γνωστοποίησε στον ενάγοντα, με σκοπό να τον παραπείσει και να αποφύγει τη ματαίωση σύναψης της ένδικης σύμβασης πώλησης, καθώς και ότι η δόλια και παράνομη αυτή συμπεριφορά της εναγομένης, η οποία, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην αρχή της παρούσας, συνιστά αδικοπραξία και συγκεκριμένα αστική απάτη υπό την έννοια του άρθρου 147 ΑΚ, προκάλεσε αιτιωδώς στον ενάγοντα ζημία ανερχόμενη στο ποσό των 6.000,00 ευρώ, που ισούται με τη διαφορά μεταξύ αφενός του πραγματικά συμφωνηθέντος και καταβληθέντος τιμήματος πώλησης του ως άνω σκάφους, ποσού 43.000,00 ευρώ, στο οποίο ανέρχεται η αγοραία αξία του χωρίς το προεκτιθέμενο ελάττωμα κατά το χρόνο παράδοσης αυτού (σκάφους) στον ενάγοντα, και αφετέρου της αγοραίας αξίας του με την ύπαρξη του ελαττώματος κατά τον ίδιο χρόνο, ύψους 37.000,00 ευρώ, λαμβανομένης υπόψη και της μεγάλης σημασίας του συστήματος κίμπαλ για την ασφαλή χρήση του σκάφος. Επομένως, αποδείχθηκε πλήρως η υπό κρίση αγωγή ως προς την αξίωση αποζημίωσης του ενάγοντος από την προαναφερθείσα αδικοπραξία και, συνεπώς, ενόψει και του ότι για να γίνουν αντιληπτά από το Δικαστήριο τα αποδεικτέα ως άνω ζητήματα δεν απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, αρκεί δε για το σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποίθησης περί αυτών η εκτίμηση των λοιπών αποδεικτικών μέσων, δεν κρίνεται αναγκαία η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, όπως αβασίμως αιτείται η εναγομένη με τις προτάσεις της (άρθρο 368 ΚΠολΔ, βλ. και ΑΠ 37/2014 ΧρΙδΔ 2014. 451). Τέλος, όπως αποδείχθηκε, ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη από την ανωτέρω αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης, λόγω της στενοχώριας που δοκίμασε, αλλά και της ταλαιπωρίας στην οποία υποβλήθηκε, εξαιτίας του ελαττώματος που εμφανίστηκε στο πωληθέν σκάφος. Επομένως, δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης, την οποία το Δικαστήριο καθορίζει στο εύλογο, κατά την κρίση του, ποσό των 1.000,00 ευρώ, λαμβάνοντας προς τούτο υπόψη του: α) την έλλειψη οποιασδήποτε υπαιτιότητας του ίδιου (ενάγοντος), β) τις εν γένει περιστάσεις υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης, γ) το είδος και τη βαρύτητα του ως άνω ελαττώματος του πωληθέντος σκάφους και δ) την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων μερών. Κατόπιν όλων των ανωτέρω και απορριπτομένης ως αβάσιμης κατ’ ουσίαν της προβαλλόμενης από την εναγομένη ένστασης καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του ενάγοντος, αφού δεν προέκυψε η επικαλούμενη προς θεμελίωση του εν λόγω ισχυρισμού της, μακρά αδράνεια του ενάγοντος ούτε εν γένει τέτοια συμπεριφορά του που να της δημιουργεί ευλόγως την πεποίθηση ότι ο τελευταίος (ενάγων) δεν πρόκειται να ασκήσει το ένδικο δικαίωμά του, πρέπει η αγωγή, ως προς τις σωρευόμενες σ’ αυτή αξιώσεις από αδικοπραξία, να γίνει εν μέρει δεκτή και από ουσιαστική άποψη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 7.000,00 ευρώ (6.000 + 1.000), εκ των οποίων τα 6.000,00 ευρώ (αφού ως προς το κονδύλιο της χρηματικής ικανοποίησης δεν υπάρχει στην αγωγή αίτημα τοκοδοσίας) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής, καθόσον δεν προέκυψε ότι έλαβε χώρα σχετική όχλησή της (εναγομένης), κατά την έννοια του άρθρου 340 ΑΚ, στις 13-1-2006, με την κοινοποίηση σ’ αυτή της από 9-1-2006 εξώδικης δήλωσης του ενάγοντος, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο ίδιος. Ωστόσο, το αίτημα περί κηρύξεως της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί, γιατί η καθυστέρηση της εκτέλεσης δεν θα επιφέρει σημαντική ζημία στον ενάγοντα ούτε συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι. Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων του τελευταίου, κατόπιν και του σχετικού αιτήματός του, πρέπει να επιβληθεί εις βάρος της εναγομένης, ανάλογα με την έκταση της ήττας της (άρθρα 178 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό, τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των επτά χιλιάδων (7.000,00) ευρώ, εκ των οποίων τα έξι χιλιάδες (6.000,00) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το οποίο καθορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις -1-2015, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ