Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

 

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 340/2015

…/2014

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ)

——————————

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Ναυπλιώτη, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Γεωργία Καραχάλιου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 16-09-2014 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στα Χανιά Κρήτης και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αικατερίνη Σταματελοπούλου.

Του εφεσίβλητου – αντεκκαλούντος: Κ. Ν. του Χ., κατοίκου Πάτρας, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Ανδρουλάκη.

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 19-12-2011 (αριθμ. εκθ. καταθ. …) αγωγή του κατά της εκκαλούσας και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 58/2013 οριστική απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την ανωτέρω αγωγή. Ήδη η εκκαλούσα με την από 21-10-2013 (αριθμ. εκθ. καταθ. του Ειρηνοδικείου Πειραιώς …) έφεσή της προσβάλλει την προαναφερόμενη απόφαση. Η έφεση αυτή κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/24-01-2014, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο. Ο εφεσίβλητος άσκησε με τις προτάσεις της παρούσας συζητήσεως αντέφεση, με την οποία προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 58/2013 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί από την εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εναγομένη κατά του αντιδίκου της (αρθρ. 516§1, 517 ΚΠολΔ), νομότυπα, με την κατάθεση δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (αρθρ. 495§§1,2 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, ήτοι προ πάσης επιδόσεως της εν λόγω απόφασης (αρθρ. 499, 518 ΚΠολΔ), καθόσον δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης. Επομένως, η έφεση αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (αρθρ. 533§1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια ως άνω διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Επιπλέον, η αντέφεση που ασκήθηκε με τις προτάσεις που κατέθεσε νομότυπα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά τη συζήτηση της έφεσης ο εν μέρει ηττηθείς στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας ενάγων και ήδη εφεσίβλητος και με την οποία προσβάλλονται κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης, τα οποία πλήττονται με λόγους έφεσης, δηλαδή τα κεφάλαια της διαφοράς επί της αμοιβής της υπερωριακής εργασίας που παρείχε ο εφεσίβλητος – ενάγων κατά την απασχόλησή του στο πλοίο της εναγομένης τόσο κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές όσο και κατά τα Σάββατα και τις αργίες, είναι παραδεκτή (αρθρ. 523§1, 674§1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, συνεκδικαζόμενη με την έφεση κατ’ αρθρ. 246 ΚΠολΔ, προκειμένου να κριθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (αρθρ. 533§1 ΚΠολΔ).Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος – αντεκκαλών, με την προαναφερόμενη από 19-12-2011 αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, εξέθετε ότι κατόπιν προσυμφώνου σύμβασης ναυτικής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίσθηκε μεταξύ αυτού και του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία μεσογειακού επιβατηγού πλοίου με την ονομασία «…», αριθμό νηολογίου Χανίων  και ολικής χωρητικότητας … κόρων, ναυτολογήθηκε τη 19-06-2009 σ’ αυτό με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου αντί των καθοριζομένων στην οικεία Σ.Σ.Ε. πληρωμάτων μεσογειακών τουριστικών επιβατηγών πλοίων όρων και αποδοχών, υπηρέτησε δε στο εν λόγω πλοίο ανελλιπώς, πλην μικρών διαστημάτων άδειας (ήτοι από 19-02-2010 έως 11-03-2010 και από 02-04-2010 έως 08-04-2010) μέχρι και την 23-12-2010, οπότε και απολύθηκε στον λιμένα της Πάτρας λόγω καταγγελίας της σύμβασής του από τον πλοίαρχο του πλοίου χωρίς υπαιτιότητά του. Περαιτέρω, εξέθετε ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του επί του πλοίου αυτού εργαζόταν υπερωριακά όλες τις ημέρες τις εβδομάδος, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών, και συγκεκριμένα α) κατά τα χρονικά διαστήματα από 01-01-2010 έως 18-02-2010, από 12-03-2010 έως 01-04-2010, από 09-04-2010 έως 02-11-2010 και από 25-11-2010 έως 23-12-2010, κατά τα οποία το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια, απασχολείτο επί δεκατέσσερις ώρες ημερησίως προς κάλυψη των αναγκών που δημιουργούντο από την πραγματοποίηση των ανωτέρω δρομολογίων, ενώ β) κατά το χρονικό διάστημα από 03-11-2010 έως 24-11-2010, κατά το οποίο το πλοίο δεν πραγματοποιούσε πλόες λόγω εκτέλεσης εργασιών συντήρησης, απασχολείτο επί δώδεκα ώρες ημερησίως. Εν συνεχεία, ιστορούσε ότι η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα – αντεφεσίβλητη δεν του έχει καταβάλει μέρος της οφειλόμενης αμοιβής για την παροχή της υπερωριακής του εργασίας τόσο κατά τις καθημερινές όσο και κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, το οποίο ανέρχεται συνολικά στο ποσό των (1.955,67 + 5.779,98 =) 7.735,65 €, ενώ, επιπλέον, του οφείλει ολόκληρη την αποζημίωση απόλυσής του, ποσού 2.069,67 €, καθώς και τη διαφορά επί του βασικού μισθού του και του επιδόματος Κυριακών, συνολικού ποσού 274,60 €. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 8.279,92 € με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της απολύσεώς του, άλλως από την επίδοση της ένδικης αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, κυρίως μεν με βάση την προαναφερόμενη σύμβαση εργασίας, επικουρικώς δε κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, και να καταδικασθεί αυτή στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Με την εκκαλούμενη απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η αγωγή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη κατά την κύρια βάση της, πλην α) του αιτήματος για καταβολή αμοιβής για την πέραν του οκταώρου υπερωριακή εργασία κατά τις Κυριακές με προσαύξηση υπολογιζόμενη επί του βασικού μισθού σε ποσοστό 50%, το οποίο κρίθηκε νόμιμο μόνον ως προς την προσαύξηση ποσοστού 25%, ενώ απορρίφθηκε ως νόμω αβάσιμο ως προς το επιπλέον ποσοστό (25%) της προσαύξησης και β) του αιτήματος για επιδίκαση νομίμων τόκων υπερημερίας επί του κονδυλίου της αποζημιώσεως απολύσεως από την επομένη της απολύσεως, το οποίο απορρίφθηκε ως μη νόμιμο, ενώ απορρίφθηκε ως νομικά αβάσιμη κατά την επικουρική βάση της περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ακολούθως, εξετάσθηκε κατ’ ουσίαν ως προς την κύρια βάση της και έγινε εν μέρει δεκτή. Ειδικότερα, κρίθηκαν κατά ένα μέρος ουσία βάσιμα α) το κονδύλιο της διαφοράς επί της αμοιβής της υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές καθώς και κατά τα Σάββατα και τις αργίες (και δη για το συνολικό ποσό των 5.569,72 €) και β) το κονδύλιο της αποζημίωσης απόλυσης (και δη για το ποσό των 1.913,70 €). Κατόπιν αυτών, υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 7.483,32 € με το νόμιμο τόκο ως προς το μεν επιμέρους ποσό των 5.569,72 € από την επομένη της απόλυσής του, ως προς το δε επιμέρους ποσό των 1.913,70 € από την επομένη της επίδοσής της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, ενώ, επιπλέον, κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή η απόφαση για το ποσό των 3.000 € και καταδικάσθηκε η εναγομένη στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, η οποία ορίσθηκε στο ποσό των 250 €. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με την κρινόμενη έφεση και αντέφεση και για τους σε αυτές διαλαμβανόμενους λόγους, οι οποίοι ανάγονται στην κακή εκτίμηση των αποδείξεων τόσο η εκκαλούσα – εναγομένη, διώκουσα την εξαφάνισή της και την καθ’ ολοκληρίαν απόρριψη της αγωγής, όσο και ο αντεκκαλών – ενάγων, διώκων τη μεταρρύθμισή της και την καθ’ ολοκληρίαν παραδοχή της αγωγής του.Από τη συνεκτίμηση των υπ’ αριθμ. … και … ενόρκων βεβαιώσεων των Ε. Χ. του Ν. και Δ. Σ. του Ν. αντιστοίχως, οι οποίες συντάχθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, παραδεκτώς δε λαμβάνονται υπ’ όψιν κατ’ αρθρ. 671§1 εδ. δ΄ ΚΠολΔ, καθώς τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία, ήτοι η κλήτευση της αντιδίκου του ενάγοντος προ είκοσι τεσσάρων τουλάχιστον ωρών, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Χανιών … προς την εναγομένη, της υπ’ αριθμ. … ένορκης βεβαίωσης του Ν. Π. του Π., η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, παραδεκτώς δε λαμβάνεται υπ’ όψιν κατ’ αρθρ. 671§1 εδ. δ΄ ΚΠολΔ, καθώς τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία, ήτοι η κλήτευση του αντιδίκου της εναγομένης προ είκοσι τεσσάρων τουλάχιστον ωρών, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Γ. Σ. προς την υπογράφουσα την αγωγή, ως πληρεξούσια δικηγόρος του ενάγοντος, Μαρία Χάλαρη – Ανδρουλάκη, καθώς και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψε ο ενάγων – εφεσίβλητος – αντεκκαλών, ο οποίος τυγχάνει Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, στην Πάτρα με το νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης – εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης εταιρείας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου με την ονομασία «…», Δ.Δ.Σ. …, αριθμό νηολογίου Χανίων.. και ολικής χωρητικότητας … κόρων, προσλήφθηκε (ο ενάγων) και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο ως άνω πλοίο αρχικά κατά τη 19-06-2010 και εν συνεχεία κατά τη 12-03-2010 και κατά την 09-04-2010, με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, απασχολήθηκε δε σ’ αυτό μέχρι και τη 18-02-2010, την 01-04-2010 και την 23-12-2010 αντιστοίχως, απολυθείς κάθε φορά στον ίδιο ως άνω λιμένα λόγω αμοιβαίας συναίνεσης μεταξύ αυτού και του πλοιάρχου, σύμφωνα με τη σχετική αναγραφή στο ναυτικό του φυλλάδιο και στο ναυτολόγιο του πλοίου. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολόγησης του ενάγοντος οι αποδοχές και οι όροι εργασίας του διέπονταν από τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2010, η οποία συνήφθη μεταξύ συνδικαλιστικών οργανώσεων, μέλη των οποίων δεν αμφισβητείται ότι ήταν οι διάδικοι, κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 3525.5/01/25-10-2010 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β΄ 1743/05-11-2010) και καθόριζε ως χρονική διάρκεια της ισχύος της το διάστημα από 01-01-2010 έως 31-12-2010 (αρθρ. 42 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε.). Επίσης, με τις ένδικες συμβάσεις εργασίας συμφωνήθηκε κλειστή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, που αντιστοιχούσε σε 99 συνολικά ώρες τέτοιας εργασίας ανά μήνα, και για την παροχή υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, που αντιστοιχούσε σε 35 ώρες τέτοιας εργασίας ανά μήνα. Τα ανωτέρω προκύπτουν από τις μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενες από 19-06-2009 και από 25-11-2010 έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας που καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων σε συνδυασμό και με την από … βεβαίωση υπηρεσίας του ενάγοντος που εκδόθηκε από το Τμήμα Πληρωμάτων της εναγομένης. Προσέτι, αποδεικνύεται ότι το ένδικο πλοίο, κατά την περίοδο απασχόλησης του ενάγοντος σ’ αυτό, εκτελούσε το δρομολόγιο Πάτρα – Κέρκυρα – Ηγουμενίτσα – Βενετία μετ’ επιστροφής δύο φορές εβδομαδιαίως κατά τους θερινούς μήνες. Ειδικότερα, κάθε Παρασκευή αναχωρούσε από το λιμένα της Πάτρας περί ώρα 00:00 και ακολούθως προσέγγιζε διαδοχικά τους λιμένες της Κέρκυρας και της Ηγουμενίτσας (περί ώρα 06:00 και 08:00 αντιστοίχως της ίδιας ημέρας), από τους οποίους απέπλεε αμέσως για να αφιχθεί τελικά στο λιμένα της Βενετίας περί ώρα 08:00 της επομένης (Σαββάτου). Κατά τον πλου της επιστροφής αναχωρούσε από το λιμένα της Βενετίας περί ώρα 13:00 του Σαββάτου και, αφού προσέγγιζε διαδοχικά τους λιμένες της Ηγουμενίτσας και της Κέρκυρας (περί ώρα 13:00 και 15:00 αντιστοίχως της επομένης, δηλαδή της Κυριακής), από τους οποίους απέπλεε αμέσως, κατέπλεε τελικά στο λιμένα της Βενετίας περί ώρα 21:30 της Κυριακής. Επίσης, κάθε Δευτέρα αναχωρούσε από το λιμένα της Πάτρας περί ώρα 00:00 και ακολούθως προσέγγιζε διαδοχικά τους λιμένες της Κέρκυρας και της Ηγουμενίτσας (περί ώρα 06:00 και 08:00αντιστοίχως της ίδιας ημέρας), από τους οποίους απέπλεε αμέσως για να αφιχθεί τελικά στο λιμένα της Βενετίας περί ώρα 08:00 της επομένης (Τρίτης). Κατά τον πλου της επιστροφής αναχωρούσε από το λιμένα της Βενετίας περί ώρα 20:00 της Τρίτης και, αφού προσέγγιζε διαδοχικά τους λιμένες της Ηγουμενίτσας και της Κέρκυρας (περί ώρα 20:00 και 22:00 αντιστοίχως της επομένης, δηλαδή της Τετάρτης), από τους οποίους απέπλεε αμέσως, κατέπλεε τελικά στο λιμένα της Βενετίας περί ώρα 06:00 της Πέμπτης. Κατά τους χειμερινούς μήνες το πλοίο εκτελούσε και πάλι δύο δρομολόγια μεταξύ Πάτρας και Βενετίας, με τη διαφορά ότι μόνο στο ένα απ’ αυτά προσέγγιζε και στο λιμένα της Κέρκυρας ενώ στο άλλο ο μοναδικός ενδιάμεσος λιμένας προσέγγισης ήταν η Ηγουμενίτσα. Τα ανωτέρω προκύπτουν από το συνδυασμό των όσων αναφέρουν στις ένορκες βεβαιώσεις τους τα κατωτέρω αναφερόμενα μέλη του προσωπικού ενδιαιτημάτων του ένδικου πλοίου, Ν. Π.ς, Ε. Χ. και Δ. Σ.. Εξάλλου, όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση του προαναφερόμενου Ν. Π., ο οποίος υπήρξε προϊστάμενος του ενάγοντος στο πλοίο «…», καθώς υπηρετούσε καθ’ όλο το ένδικο χρονικό διάστημα στο πλοίο αυτό με την ειδικότητα του βοηθού αρχιθαλαμηπόλου, το πλήρωμα ενδιαιτημάτων του εν λόγω πλοίου αριθμούσε 24 θαλαμηπόλους και 14 επίκουρους κατά τους χειμερινούς μήνες και 26 θαλαμηπόλους και 15 επίκουρους κατά τους θερινούς μήνες. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του π.δ. 177/1974 [«Οργανική σύνθεση πληρωμάτων των επιβατηγών (ακτοπλοϊκών – μεσογειακών – τουριστικών) πλοίων], όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τα άρθρα 1 έως 4 του π.δ. 319/1996, τα επιβατηγά πλοία υποχρεούνται στην πρόσληψη θαλαμηπόλων, επικούρων και τραπεζοκόμων ως κάτωθι: α) ανά είκοσι τέσσερις (24) κλίνες ένας (1) θαλαμηπόλος, β) ανά τρεις (3) θαλαμηπόλους, συμπεριλαμβανομένων και των αρχιθαλαμηπόλων, ένας (1) επίκουρος, γ) ανά τρεις (3) θαλαμηπόλους ένας (1) τραπεζοκόμος. Στον αριθμό των κλινών συνυπολογίζονται οι κλίνες των αξιωματικών. Στην περίπτωση που εντός θαλαμίσκων ή κοιτώνων υπάρχουν περισσότερες των έξι κλινών, συνυπολογίζονται κατά τα 3/4. Οι κλίνες της Γ΄ θέσεως δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν. Εάν κατά τον υπολογισμό των θαλαμηπόλων προκύπτει υπόλοιπο μεγαλύτερο των δέκα κλινών, προσλαμβάνεται ένας (1) θαλαμηπόλος. Σε πλοία που διαθέτουν έως 400 κλίνες προσλαμβάνεται ένας αρχιθαλαμηπόλος προϊστάμενος, σε πλοία που διαθέτουν από 401 έως 800 κλίνες, προστίθεται ένας ακόμη αρχιθαλαμηπόλος, ενώ σε πλοία που διαθέτουν άνω των 800 κλινών προσλαμβάνεται ένας ακόμη αρχιθαλαμηπόλος και αφαιρείται ένας θαλαμηπόλος. Κατά τη χειμερινή περίοδο η οργανική σύνθεση σε θαλαμηπόλους, επικούρους και τραπεζοκόμους μειώνεται κατά το 1/3. Εάν δεν προσφέρεται τροφή στους επιβάτες ή προσφέρεται μόνο κατά το σύστημα της αυτοεξυπηρέτησης (self service) δεν είναι υποχρεωτική η πρόσληψη τραπεζοκόμων. Εάν στο πλοίο λειτουργεί τραπεζαρία καθώς και σύστημα αυτοεξυπηρέτησης (self service) για την παροχή τροφής στους επιβάτες, ο ανωτέρω προβλεπόμενος αριθμός των τραπεζοκόμων αντικαθίσταται από ίσο αριθμό επικούρων. Κατά τη χρονική περίοδο από την 1η Απριλίου έως και την 30η Σεπτεμβρίου ναυτολογούνται δύο επιπλέον θαλαμηπόλοι. Στην προκείμενη περίπτωση ουδείς από τους διαδίκους προσκομίζει τον συνταχθέντα από την αρμόδια λιμενική αρχή πίνακα οργανικής σύνθεσης του πληρώματος του ένδικου πλοίου. Ωστόσο, όπως αποδεικνύεται από τις υπ’ αριθμ. … και … ένορκες βεβαιώσεις των Ε. Χ. και Δ. Σ., οι οποίοι συνυπηρέτησαν με τον ενάγοντα στο πλοίο «…» καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησης του τελευταίου σ’ αυτό και μάλιστα με την ίδια ειδικότητα (θαλαμηπόλοι), το εν λόγω πλοίο διέθετε 170 κοιτώνες επιβατών με 640 περίπου κλίνες και 20 κοιτώνες αξιωματικών, τρία μπαρ, εκ των οποίων το ένα λειτουργούσε καθ’ όλο το 24ωρο, μία τραπεζαρία πρώτης θέσης, μία τραπεζαρία self service και δύο τραπεζαρίες για το πλήρωμα (μία για τους αξιωματικούς και μία για το κατώτερο πλήρωμα). Δεν γίνεται, όμως, μνεία από τους ανωτέρω ενόρκως βεβαιούντες του αριθμού των κλινών των αξιωματικών, που, όπως προεκτέθηκε, συνυπολογίζεται στον αριθμό των κλινών του πλοίου προς εξεύρεση του αριθμού των θαλαμηπόλων που έπρεπε να υπηρετούν σ’ αυτό με βάση τις διατάξεις του άρθρου 6 του π.δ. 177/1974. Επίσης, δεν εξειδικεύεται αν υπήρχαν κοιτώνες (καμπίνες) με περισσότερες από 6 κλίνες, οι οποίες λαμβάνονται υπ’ όψιν μόνο κατά τα 3/4 για τον υπολογισμό των απαιτούμενων θέσεων θαλαμηπόλων, ούτε αν υπήρχαν κλίνες Γ΄ θέσεως, οι οποίες δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν για τον ως άνω υπολογισμό, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις του άρθρου 6 του π.δ. 177/1974. Επιπλέον, οι ανωτέρω ενόρκως βεβαιούντες δεν αρνούνται το γεγονός ότι οι 24 θαλαμηπόλοι και 14 επίκουροι που υπηρετούσαν στο πλοίο κατά τους χειμερινούς μήνες και οι 26 θαλαμηπόλοι και 15 επίκουροι που υπηρετούσαν σ’ αυτό κατά τους θερινούς μήνες επαρκούσαν για τη νόμιμη επάνδρωση του πλοίου, ούτε, άλλωστε, ο ενάγων προβάλλει τέτοιον ισχυρισμό. Σημειωτέον ότι, εφόσον στο ένδικο πλοίο λειτουργούσε τόσο τραπεζαρία όσο και σύστημα αυτοεξυπηρέτησης (self service) για την παροχή τροφής στους επιβάτες, δεν απαιτείτο να υπηρετούν σ’ αυτό τραπεζοκόμοι, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 6 του π.δ. 177/1974, αλλά ισάριθμοι με τον προβλεπόμενο στις ανωτέρω διατάξεις αριθμό τραπεζοκόμων επίκουροι. Με βάση τα προεκτεθέντα, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο απασχολήθηκε ο ενάγων στο ένδικο πλοίο, αυτό διέθετε οργανική πληρότητα ως προς το προσωπικό υπηρεσίας ενδιαιτημάτων, χωρίς, ωστόσο, η πληρότητα αυτή ως προς την οργανική σύνθεση του προσωπικού υπηρεσίας ενδιαιτημάτων του πλοίου να συνεπάγεται αυτοδικαίως την ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία, καθώς αυτή (η πληρότητα) αποσκοπεί πρωτίστως στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2§§1 και 2 της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. οι μισθοί ενεργείας που προβλέπονται από την προηγούμενη Συλλογική Σύμβαση της 14-07-2009 αυξάνονται κατά ποσοστό 2% από 01-01-2010 μέχρι 31-12-2010 σε σχέση με την προηγούμενη συλλογική σύμβαση του έτους 2009. Για κάθε Κυριακή που διανύεται εν πλω και στο λιμάνι καταβάλλεται επίδομα Κυριακών ανερχόμενο μηνιαίως σε ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατό (22%) επί του μισθού ενεργείας του άρθρου 2§1 της εν λόγω Σ.Σ.Ν.Ε. Το ανωτέρω επίδομα χορηγείται σε όλα ανεξαιρέτως τα μέλη του πληρώματος ανεξαρτήτως της παροχής ή μη εκ μέρους αυτών υπηρεσίας, καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολογήσεως τους. Ειδικά για τον θαλαμηπόλο ο μισθός ενεργείας καθορίζεται στο ποσό των 1.047,10 € και το επίδομα Κυριακών στο ποσό των 230,36 €, συνολικά δε ο βασικός μισθός στο ποσό των 1.277,46 €. Προσέτι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5§1, 13§§1,2,3,5 και 6, 17§§1,2,3,5 και 6, 18§§1 και 2, 20§§1,2,3,3α και 4, 21§§2 και 2, 23 και 24 της ίδιας ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. οι ώρες εργασίας για όλους εν γένει τους ναυτικούς παντός βαθμού και ειδικότητας που εργάζονται στα μεσογειακά και τουριστικά πλοία εν πλω και στα λιμάνια καθορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως ήτοι σε οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι και Παρασκευή, της πέραν των ωρών τούτων εργασίας των μελών του πληρώματος εν γένει, ως και της εργασίας του Σαββάτου, αμειβομένης υπερωριακώς. Οι άνδρες των φυλακών υποχρεούνται να εκτελούν εν πλω την υπηρεσία των φυλακών κατά Σάββατο και Κυριακή επί 8ωρο, αμειβόμενοι υπερωριακώς για το Σάββατο, της εργασίας της Κυριακής, και μέχρι οκτώ (8) ωρών καλυπτομένης διά του εξ 22% ειδικού επιδόματος Κυριακών. Για τις Κυριακές που διανύονται εν πλω και στο λιμάνι, η ιδιαίτερη αμοιβή που προβλέπεται από την παράγραφο 1 του άρθρου 5 της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. αφορά την μέχρι οκτώ (8) ωρών εργασία κατά την Κυριακή. Καθ’ ον χρόνο το πλοίο ευρίσκεται στο λιμάνι, σε όλους τους ναυτικούς που απασχολούνται κατά την ήμερα του Σαββάτου και για όσες ώρες απασχοληθούν καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή. Η απασχόληση του πληρώματος της Κυριακής στο λιμάνι θα πραγματοποιείται μόνον όταν λαμβάνει χώρα επιβίβαση ή αποβίβαση επιβατών ή εφόσον απαιτούν αυτή την απασχόληση οι ανάγκες του πλοίου και κατ’ αναλογία του αριθμού των επιβατών που παραμένουν στο πλοίο και σύμφωνα με τα μέχρι τώρα κρατούντα. Άλλως, σε περίπτωση απασχόλησής του για άλλη εργασία του πλοίου, θα καταβάλλεται σε αυτό υπερωριακή αμοιβή. Οι ώρες εργασίας του προσωπικού γενικών υπηρεσιών (στο οποίο περιλαμβάνονται και οι θαλαμηπόλοι) εν πλω ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως ήτοι σε οκτώ (8) ώρες ημερησίως από τη Δευτέρα μέχρι και την Παρασκευή, του Σαββάτου και της Κυριακής θεωρουμένων ως ημερών αργίας. Μετά την καθιέρωση όμως του ειδικού επιδόματος Κυριακών εξ 22% επί του μισθού ενεργείας του άρθρου 2§1 της εν λόγω Σ.Σ.Ν.Ε., το προσωπικό των γενικών υπηρεσιών υποχρεούται σε 8ωρη εργασία κατά τις Κυριακές, εν πλω, χωρίς άλλη αμοιβή. Οι ώρες εργασίας του προσωπικού γενικών υπηρεσιών στο λιμάνι ορίζονται σε (40) εβδομαδιαίως ήτοι σε οκτώ (8) ώρες ημερησίως από τη Δευτέρα μέχρι και την Παρασκευή, του Σαββάτου και της Κυριακής θεωρουμένων ως ημερών αργίας. Μετά την καθιέρωση όμως του ειδικού επιδόματος Κυριακών εξ 22%, εάν το προσωπικό Γενικών Υπηρεσιών ήθελε υποχρεωθεί, λόγω ειδικών αναγκών του πλοίου, να εργασθεί κατά Κυριακή στο λιμάνι, δεν δικαιούται ιδιαίτερης αμοιβής για τη μέχρι των (8) ωρών προσφερθησομένη εργασία. Ως ειδικές ανάγκες του πλοίου στην περίπτωση αυτή θεωρούνται η επιβίβαση και αποβίβαση επιβατών, η παραμονή επί του πλοίου επιβατών, η εξυπηρέτηση των αξιωματικών και του πληρώματος, η παραλαβή τροφίμων εφοδίων και υλικών της ειδικότητας τους. Σε όλες τις περιπτώσεις αυτές ο αριθμός των υποχρεουμένων προς εργασία ανδρών θα είναι ανάλογος προς τον απαιτούμενο για τη διεκπεραίωση της ειδικής αυτής εργασίας. Η 8ωρη εργασία του προσωπικού των θαλαμηπόλων πάσης διαβαθμίσεως (αρχιθαλαμηπόλου, θαλαμηπόλων, επικούρων κλπ.) κατανέμεται κατά την κρίση του Πλοιάρχου ως ακολούθως: α) Εν πλω και εν όρμω εφόσον δεν διαλύονται οι φυλακές του λοιπού πληρώματος, μεταξύ των ωρών 06:00 και 21:00 με μια διακοπή. Β) Στο λιμάνι, εφόσον διαλύονται οι φυλακές του λοιπού πληρώματος, έστω και αν διατηρούνται ειδικώς οι φυλακές μηχανολεβητοστασίου, μεταξύ των ωρών 06:00 – 18:00, εφόσον δεν επιβαίνουν επιβάτες στο πλοίο. Εφόσον επιβαίνουν στο πλοίο επιβάτες ή διενεργείται επιβίβαση ή αποβίβαση επιβατών, οι ώρες εργασίας του προσωπικού των Γενικών Υπηρεσιών εν γένει διέπονται από τις ώρες εργασίας εν πλω. Στο λιμάνι, τόσο οι Αξιωματικοί όσο και το κατώτερο προσωπικό παραμένουν εκ περιτροπής επί του πλοίου βάσει πίνακα ο οποίος καταρτίζεται από τον πλοίαρχο και γνωστοποιείται καταλλήλως στο πλήρωμα ως ο νόμος και οι κανονισμοί ορίζουν και είναι ελεύθεροι την 8η πρωινή της επομένης. Οι εργάσιμες ώρες των νυκτοφυλάκων ορίζονται σε δώδεκα (12) συνεχείς ώρες, περιλαμβανόμενες μεταξύ της 18:00 ώρας και της 06:00 ώρας της επομένης ημέρας. Οι ώρες νυκτοφυλάκων του προσωπικού των θαλαμηπόλων πάσης διαβαθμίσεως ορίζονται εν πλω μεν από την 21η ώρα μέχρι και την 6η πρωινή της επομένης και εν όρμω από τη 18η ώρα μέχρι και την 6η πρωινή της επομένης. Εάν ο ναυτικός διαταχθεί να εκτελέσει πρόσθετη εργασία, πέραν δηλαδή των κανονισμένων ωρών, είναι υποχρεωμένος να την εκτελέσει, δεν δύναται όμως η πρόσθετη αυτή εργασία να υπερβαίνει τις τέσσερις ώρες εντός του 24ώρου. Για την πρόσθετη αυτή εργασία ο εκτελέσας αυτήν ναυτικός δικαιούται σε πρόσθετη αμοιβή (υπερωρία) η οποία υπολογίζεται ως εξής: Το ποσό του μισθού ενεργείας του άρθρου 2§1 διαιρείται διά των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως, τούτων εξευρισκομένων διά της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους διά δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του πηλίκου που προκύπτει από τη διαίρεση αυτή (4,33) επί τις ώρες της εκάστοτε ισχύουσας εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού οι ώρες μηνιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως ανέρχονται σε 173. Για κάθε πρόσθετη εργασία, πέραν δηλαδή των κανονισμένων ωρών, η υπερωριακή αμοιβή των ναυτικών που προκύπτει από την εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 20, προσαυξάνεται κατά ποσοστό 25%. Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρο 10 της εν λόγω Σ.Σ.Ν.Ε. (1η του Έτους, εορτή των Θεοφανείων, Καθαρή Δευτέρα, 25η Μαρτίου, Μεγάλη Παρασκευή, Δευτέρα του Πάσχα, ημέρα του Αγίου Γεωργίου, 1η Μαΐου, ημέρα της Αναλήψεως, 15η Αυγούστου, 14η Σεπτεμβρίου, 28η Οκτωβρίου, ημέρα του Αγίου Νικολάου, ημέρα των Χριστουγέννων, δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων και οι εις τους ελληνικούς λιμένες αναγνωρισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές εφόσον το πλοίο ναυλοχεί σε κάποιον απ’ αυτούς), καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας του άρθρου 2§1, προσαυξημένου κατά ποσοστό 50%, για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Ο πλέον της ημισείας ώρας χρόνος απασχόλησης λογίζεται σαν ολόκληρη ώρα. Ειδικά για τον θαλαμηπόλο η πρόσθετη αμοιβή για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές καθορίζεται στο ποσό των 7,57 € και για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις αργίες στο ποσό των 9,08 €. Στους απασχολουμένους σε πρόσθετη εργασία (υπερωρία) ναυτικούς καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 20. Πρόσθετες εργασίες αμειβόμενες κατά την προηγουμένη παράγραφο θεωρούνται μεταξύ άλλων: Οι κατά το Σάββατο εν πλω και στο λιμάνι, πέραν της υποχρεωτικής φυλακής, ώρες απασχόλησης (άρθρο 13§1), η απασχόληση των ναυτικών κατά το Σαββάτο στο λιμάνι, η απασχόληση του πληρώματος κατά τις Κυριακές και τις αργίες στο λιμάνι σε εργασίες μη απαιτούμενες εκ των αναγκών του πλοίου η μη έχουσες σχέση με την επιβίβαση και αποβίβαση επιβατών (άρθρο 10§2 και άρθρον 13§6), η πέραν του 8ώρου κατά 24ωρο εν πλω απασχόληση των ανδρών φυλακών για τη νυκτερινή ασφάλεια του πλοίου, η επί τετράωρο πέραν του 8ώρου ανά 24ωρο απασχόληση του νυκτοφύλακα στο λιμάνι, απασχόληση για την οποία καταβάλλεται αμοιβή (4) ωρών από Δευτέρα μέχρι και Παρασκευή και (12) ωρών κατά το Σάββατο και την Κυριακή. Αντιθέτως, δεν οφείλεται πρόσθετη αμοιβή (υπερωρία), μεταξύ άλλων, για τις εργασίες χρωματισμού κλειστών χώρων και των διαμερισμάτων που έχουν σχέση με το κατάστρωμα, εφόσον αυτές εκτελούνται εντός των εργασίμων ωρών ή κατά τις ώρες φυλακής. Σε κάθε περίπτωση, όλοι οι ναυτικοί υποχρεούνται στην εντός των εργασίμων ωρών εκτέλεση όλων των εργασιών που καθορίζονται από τον Κανονισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας επί των επιβατηγών πλοίων άνω των 500 κ.ο.χ. και ανάγονται στην ειδικότητά τους. Τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 26§§1,2 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., οι υπερωρίες καταβάλλονται επί τη βάσει του βιβλίου υπερωριών, το οποίο τηρείται από τον πλοίαρχο ή τον αξιωματικό που ορίζεται απ’ αυτόν. Οι εγγραφές στο βιβλίο αυτό, αφού επικυρωθούν από τον πλοίαρχο ή οριζόμενο απ’ αυτόν αξιωματικό, θεωρούνται δεσμευτικές για αμφότερα τα μέρη και δεν δύναται να αμφισβητηθούν εφόσον καθημερινά προσυπογράφονται από τους υπερωριακώς εργασθέντος ναυτικούς. Ο αρχιθαλαμηπόλος τηρεί το βιβλία υπερωριών του τμήματός του υπό τον έλεγχο του πλοιάρχου ή του οριζόμενου απ’ αυτόν αξιωματικού.Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 116 έως 119 του β.δ. 683 της 04-08/04-10-1960 (ΦΕΚ Α΄ 158) «περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί ελληνικών επιβατηγών πλοίων 500 κ.ο.χ. και άνω», οι θαλαμηπόλοι τελούν υπό τις άμεσες διαταγές και τον έλεγχο του αρχιθαλαμηπόλου της θέσεως στην οποία ανήκουν και βοηθούν αυτόν στην εκτέλεση των καθηκόντων του, ειδικότερα δε, μεταξύ άλλων, επιμελούνται της απολύτου καθαριότητος, καλής συντηρήσεως και ευπρέπειας των ανατιθεμένων σ’ αυτούς ενδιαιτημάτων των θέσεων, εκτελούν φυλακές αναλόγως των προσεγγίσεων του εκτελουμένου δρομολογίου και αναφέρουν αμέσως στον αρχιθαλαμηπόλο κάθε ανωμαλία ή οιοδήποτε έκτακτο γεγονός. Ανάλογα δε με την εκτελούμενη απ’ αυτούς ειδική εργασία, διακρίνονται σε θαλαμηπόλους α) ενδιαιτημάτων, β) εστιατορίων και γ) κυλικείων. Οι θαλαμηπόλοι εστιατορίων, βοηθούμενοι από επίκουρους και υπό την άμεση εποπτεία και διεύθυνση του αρχιθαλαμηπόλου, επιμελούνται του ευπρεπισμού των αιθουσών των επιβατών (φαγητού, υποδοχής, χορού, μουσικής, αναγνωστηρίου, καπνιστηρίου κλπ.) και της κοινωνικής προετοιμασίας των τραπεζιών για το πρωινό ρόφημα, πρόγευμα, γεύμα, πρόδειπνο και δείπνο και εξυπηρετούν τους επιβάτες που επισκέπτονται αυτές. Οι θαλαμηπόλοι κυλικείων, βοηθούμενοι από επίκουρους, επιμελούνται του ευπρεπισμού του κυλικείου και εξυπηρετούν τους επιβάτες, παρέχοντας σ’ αυτούς κατά την παραγγελία τους αφεψήματα, ποτά και είδη κυλικείου. Οι θαλαμηπόλοι ενδιαιτημάτων, βοηθούμενοι από επίκουρους, επιμελούνται του ευπρεπισμού των κοιτωνίσκων (καμπίνων) των επιβατών και τίθενται προθύμως, και ανελλιπώς στη διάθεσή τους για την αρτιότερη εξυπηρέτησή τους κατά τη διάρκεια του ταξιδίου, εξασφαλίζουν την ησυχία κατά τη νυκτερινή φυλακή τους και επιμελούνται της παραλαβής και μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών κατά την επιβίβαση και αποβίβασή τους. Επίσης, για την καθαριότητα και τον ευπρεπισμό εν γένει των διαμερισμάτων και των κοιτωνίσκων (καμπίνων) του πλοιάρχου και των αξιωματικών του πλοίου και για την περιποίηση και εξυπηρέτηση αυτών, διατίθενται θαλαμηπόλοι των θέσεων, οι οποίοι μετά το πέρας της ειδικής αυτής εργασίας τους, ασχολούνται με τα κύρια καθήκοντά τους. Άλλωστε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 141§§1 και 2, 143§§1 και 2 και 154§§1 και 2 του ανωτέρω β.δ. 683 της 04-08/04-10-1960, το προσωπικό γενικών υπηρεσιών (στο οποίο περιλαμβάνονται και οι θαλαμηπόλοι, όπως προεκτέθηκε) κατανέμεται εν πλω στην εργασία με μέριμνα των προϊσταμένων των οικείων Υπηρεσιών. Φυλακές δε εκτελούν και οι θαλαμηπόλοι. Τη νύκτα τηρείται φυλακή στις θέσεις επιβατών από θαλαμηπόλους και επίκουρους, οι οποίοι, πέραν των υπολοίπων καθηκόντων τους, αγρυπνούν φροντίζοντας όπως εξυπηρετήσουν τους επιβάτες κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, μεριμνούν για τον ευπρεπισμό των διαμερισμάτων, τη διατήρηση απολύτου ησυχίας στην περιοχή των κοιτωνίσκων των κοιμώμενων επιβατών, επαγρυπνούν για την ασφάλεια των επιβατών και των διαμερισμάτων. Για τη φύλαξη και ασφάλειαν των θέσεων επιβατών και την εξυπηρέτηση αυτών εν όρμω και εφόσον υπάρχουν σ’ αυτές επιβάτες, παραμένουν σε καθεμία εξ αυτών ένας ή περισσότεροι Θαλαμηπόλοι κατά τη διάρκεια της ημέρας, από πρωίας μέχρις εσπέρας, όταν και εναλλάσσονται με άλλους μέχρι την επόμενη πρωΐα. Αυτοί παραμένουν άγρυπνοι κατά τις νυκτερινές ώρες, οφείλει δε να κυκλοφορεί ο καθένας εξ αυτών στα διαμερίσματα της θέσεως επιβατών, των οποίων η φύλαξη έχει ανατεθεί σ’ αυτόν, και να επιβλέπει την τάξη σ’ αυτά, όπως συμβαίνει όταν το πλοίο βρίσκεται εν πλω, και να ειδοποιούν αμέσως σε περίπτωση οιασδήποτε ανωμαλίας ή εκτάκτου περιστατικού τον ευρισκόμενο στο πλοίο αξιωματικό καταστρώματος, στις έμμεσες διαταγές του οποίου υπάγονται.Στην προκείμενη περίπτωση, όπως αποδεικνύεται από το συνδυασμό των αναφερόμενων στις υπ’ αριθμ. …2, … και … ένορκες βεβαιώσεις των Ε. Χ., Δ. Σ. και Ν. Π., οι οποίοι συνυπηρέτησαν με τον ενάγοντα στο πλοίο «…» καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησης του τελευταίου σ’ αυτό, με την ίδια ειδικότητα με εκείνον οι δύο πρώτοι (θαλαμηπόλοι) και με την ειδικότητα του βοηθού αρχιθαλαμηπόλου, ήτοι με την ιδιότητα του άμεσου προϊσταμένου του ενάγοντος, ο τρίτος, ο ενάγων, κατά τις χρονικές περιόδους κατά τις οποίες το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια, απασχολείτο στο χώρο υποδοχής (ρεσεψιόν) αυτού κατά τις βραδινές και τις πρώτες πρωινές ώρες, εκτελούσε δηλαδή καθημερινά νυκτερινή φυλακή, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Με βάση, λοιπόν, την εκτελούμενη απ’ αυτόν ειδική εργασία, ο ενάγων δεν συγκαταλεγόταν μεταξύ των θαλαμηπόλων εστιατορίων ή κυλικείων, καθώς δεν του είχε ανατεθεί η επιμέλεια των χώρων των αιθουσών των επιβατών, των τραπεζαρίων ή των κυλικείων και η εξυπηρέτηση των επισκεπτών των χώρων αυτών, αλλά η υποδοχή όσων επιβατών επιβιβάζονταν στο πλοίο κατά τη διάρκεια της βάρδιάς του καθώς και η εξυπηρέτηση όλων των επιβατών από το χώρο της ρεσεψιόν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Συγκαταλεγόταν, επομένως, μεταξύ των θαλαμηπόλων ενδιαιτημάτων, χωρίς, όμως, να του έχει ανατεθεί η επιμέλεια συγκεκριμένων κοιτωνίσκων. Ειδικότερα, κατά την εκτέλεση της βάρδιάς του ο ενάγων παρέμενε άγρυπνος στο χώρο της ρεσεψιόν του πλοίου και είχε την ευθύνη για την τήρηση της τάξης στα διαμερίσματα των επιβατών και για τη διατήρηση της ησυχίας στους χώρους των κοιτωνίσκων αυτών καθώς και για την ασφάλειά τους. Η επίβλεψη των ανωτέρω χώρων γινόταν μέσω του επικούρου που εκτελούσε βάρδια μαζί με τον ενάγοντα και περιφερόταν στους χώρους αυτούς ώστε να είναι σε θέση να διαπιστώσει άμεσα την οιαδήποτε ανωμαλία ή έκτακτο περιστατικό και να ενημερώσει εγκαίρως τον ενάγοντα προκειμένου ο τελευταίος να προβεί στη διευθέτησή τους ή να ενημερώσει περαιτέρω τον αρμόδιο αξιωματικό καταστρώματος. Το ωράριο απασχόλησης του ενάγοντος εκτεινόταν μεταξύ της 8ης βραδινής ώρας της μίας ημέρας και της 8ης πρωινής ώρας της επομένης. Το γεγονός ότι η βάρδιά του ξεκινούσε στις 20:00 το βράδυ αποδεικνύεται από τα όσα βεβαιώνουν ενόρκως οι έτεροι θαλαμηπόλοι του πλοίου Ε. Χ. και Δ. Σ., το ότι δε αυτή έληγε στις 08:00 του επόμενου πρωινού αποδεικνύεται από τα εκτιθέμενα στην ένορκη βεβαίωση του βοηθού αρχιθαλαμηπόλου και συνάμα άμεσα προϊσταμένου του ενάγοντος Ν. Π.. Ενόψει δε του ότι κατά τη διάρκεια της ημέρας εκτελούνταν από τους άλλους θαλαμηπόλους του πλοίου δύο εξάωρες βάρδιες στο χώρο υποδοχής (ρεσεψιόν) αυτού (ήτοι μία πρωινή μεταξύ των ωρών 08:00 και 14:00 και μία απογευματινή μεταξύ των ωρών 14:00 20:00), όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των ενόρκων βεβαιώσεων των Ε. Χ. και Δ. Σ., γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε αναιρείται από τα ιστορούμενα στην ένορκη βεβαίωση του Ν. Π., δεν κρίνεται πειστικός ούτε ο ισχυρισμός του ανωτέρω βοηθού αρχιθαλαμηπόλου (Ν. Πετρίτη) περί της έναρξης της βάρδιας του ενάγοντος στις 21:00 κάθε βράδυ αλλ’ ούτε και ο ισχυρισμός των παραπάνω δύο θαλαμηπόλων (Ε. Χ. και Δ. Σ.) περί της λήξης της εν λόγω βάρδιας στις 09:00 κάθε πρωί. Σημειωτέον ότι οι ως άνω θαλαμηπόλοι κάνουν λόγο για εκτέλεση δύο διαδοχικών εξάωρων βαρδιών κατά τη διάρκεια της ημέρας (εκτεινόμενων χρονικά από τις 08:00 το πρωί μέχρι τις 20:00 το βράδυ) από τους θαλαμηπόλους του πλοίου στο χώρο υποδοχής αυτού, μόνο κατά το διάστημα κατά το οποίο το πλοίο παρέμενε στον λιμένα της Πάτρας μετά την ολοκλήρωση του δρομολογίου του με την επιστροφή του από τη Βενετία και πριν αναχωρήσει για την εκτέλεση του επόμενου δρομολογίου του. Τούτο, όμως, δεν σημαίνει ότι όταν το πλοίο βρισκόταν εν πλω ή στο λιμένα της Βενετίας δεν εκτελούνταν αντίστοιχες ημερινές βάρδιες από τους υπόλοιπους θαλαμηπόλους στη ρεσεψιόν του. Αντιθέτως, εφόσον είχε ορισθεί η εκτέλεση διαδοχικών βαρδιών κατά τρόπον ώστε ο ως άνω χώρος να μην μένει ποτέ χωρίς προσωπικό, ακόμη και κατά την πολύωρη παραμονή του πλοίου στο λιμένα αφετηρίας του (Πάτρα), κατά την οποία δεν υπήρχαν επιβάτες στο πλοίο, δεν θα μπορούσε να υπάρχει διαφοροποίηση ως προς την εκτέλεση τέτοιων βαρδιών και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ή κατά την ολιγόωρη παραμονή του πλοίου στο λιμένα προορισμού του (Βενετία). Πέραν της προαναφερόμενης απασχόλησής του στον ως άνω χώρο (της ρεσεψιόν) και με το ανωτέρω καθημερινό ωράριο (20:00 – 08:00), δεν αποδεικνύεται ότι ο ενάγων απασχολείτο σε άλλο χώρο του πλοίου κατά τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας. Οι συνάδελφοί του, Ε. Χ. και Δ. Σ. βεβαιώνουν μεν ότι ο ενάγων αφενός μεν συμμετείχε, όπως και άπαντες οι θαλαμηπόλοι του πλοίου, στις εργασίες γενικής καθαριότητας που εκτελούνταν στους κοιτωνίσκους (καμπίνες) και όλους τους εσωτερικούς χώρους του ξενοδοχειακού τμήματος αυτού, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στους λιμένες αφετηρίας και τελικού προορισμού (Πάτρα, Βενετία) και ενόσω δεν επέβαιναν σ’ αυτό επιβάτες, αφετέρου δε πραγματοποιούσε τις αναγκαίες επιδιορθώσεις στα σαλόνια, τις καμπίνες και τους λοιπούς χώρους του πλοίου, εργαζόμενος, έτσι, επί δύο περίπου επιπλέον ώρες ημερησίως, πλην όμως, οι ισχυρισμοί τους αυτοί δεν κρίνονται πειστικοί. Και τούτο διότι, όπως σαφώς βεβαιώνει ο άμεσος προϊστάμενός του Ν. Π.ς, ο οποίος και ήταν αρμόδιος για την κατανομή των εργασιών μεταξύ των θαλαμηπόλων που υπηρετούσαν στο ένδικο πλοίο και για τη διαμόρφωση του ωραρίου αυτών, έχει, επομένως, ίδια αντίληψη των πραγμάτων αναφορικά με τα καθήκοντα που είχαν ανατεθεί στον ενάγοντα και τις ώρες της καθημερινής του απασχόλησης, ο τελευταίος απασχολείτο αποκλειστικά στο χώρο υποδοχής του πλοίου κατά τις νυκτερινές ώρες και ουδεμία άλλη εργασία εκτελούσε σε οιονδήποτε άλλο χώρο του πλοίου καθ’ οιανδήποτε άλλη ώρα της ημέρας. Τα όσα αναφέρει ο ανωτέρω βοηθός αρχιθαλαμηπόλος συνάδουν τόσο με τους ορισμούς των διατάξεων του β.δ. 683 της 04-08/04-10-1960 που προεκτέθηκαν όσο και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής. Ειδικότερα, ενόψει του ότι ο ενάγων δεν συγκαταλεγόταν μεταξύ των θαλαμηπόλων εστιατορίων ή κυλικείων αλλά μεταξύ αυτών των ενδιαιτημάτων, χωρίς όμως να έχει χρεωθεί με συγκεκριμένους κοιτωνίσκους του πλοίου, δεν θα μπορούσε να επιμελείται της καθαριότητας, της καλής συντηρήσεως και της ευπρέπειας χώρων εκτός της αρμοδιότητάς του (κυλικεία, εστιατόρια ή καμπίνες). Την ευθύνη του ευπρεπισμού των διαμερισμάτων αυτών είχαν οι θαλαμηπόλοι των κυλικείων και εστιατορίων καθώς και όσοι από τους θαλαμηπόλους των ενδιαιτημάτων είχαν αναλάβει την επιμέλεια των κοιτωνίσκων. Από το σύνολο των προεκτεθέντων και ιδίως ενόψει α) των συνθηκών και περιστάσεων που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του πλοίου τις χρονικές περιόδους κατά τις οποίες αυτό πραγματοποιούσε δρομολόγια, β) της σταθερής καταβολής κάθε μήνα ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, τόσο κατά τις καθημερινές και Κυριακές όσο και κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αναλυτικά εκτίθεται κατωτέρω, γ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του ενάγοντος και ιδίως του γεγονότος ότι το ωράριο εργασίας του παρέμενε αμετάβλητο, ανεξάρτητα από τις αυξομειώσεις στην επιβατική κίνηση και τον αριθμό των υπηρετούντων στο πλοίο θαλαμηπόλων και επικούρων, και τέλος δ) από τα διδάγματα της κοινής πείρας, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο ένδικο πλοίο και όσο αυτό εκτελούσε πλόες, ήταν δώδεκα (12) ώρες και όχι δεκατρείς (13), όπως εσφαλμένα έκρινε το Πρωτοβάθμιο ΔΙκαστήριο. Παρείχε, συνεπώς, σύμφωνα με την ανωτέρω αναφερόμενη Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2010, κατά τις καθημερινές και Κυριακές τέσσερις (4) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και τις αργίες δώδεκα (12) ώρες τέτοιας εργασίας. Εξάλλου, όπως συνομολογείται στα δικόγραφα της αγωγής και των προτάσεων της εναγομένης που κατατέθηκαν ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ της 03-11-2010 και της 24-11-2010 το ένδικο πλοίο διέκοψε προσωρινά τα δρομολόγιά του προκειμένου να υποβληθεί σε εργασίες συντήρησης, μετά το πέρας των οποίων συνέχισε κανονικά, όπως και προηγουμένως, τους πλόες του. Κατά την πρόσληψη και ναυτολόγηση του ο ενάγων είχε αναλάβει την υποχρέωση να συμμετέχει ως μέλος οργανικά συγκροτημένου πληρώματος στους πλόες του ανωτέρω πλοίου της εναγομένης, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που θα εκτελούνταν μετά την αποπεράτωση της επισκευής του, όπως πράγματι συνέβη, ενώ δεν υπήρξε συμφωνία με το νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης ότι ο ενάγων, μετά τη διακοπή των πλόων του ένδικου πλοίου για τον ως άνω λόγο, θα παρέμενε σ’ αυτό ειδικώς και αποκλειστικώς για όσο χρόνο τούτο θα παρέμενε αργό, για το σκοπό αυτό, στο λιμάνι και χωρίς να έχει αυτός υποχρέωση, περαιτέρω, συμμετοχής στους πλόες του. Τα ανωτέρω δεν αμφισβητούνται ειδικώς από την εναγομένη, συναγομένης, ενόψει και των λοιπών ισχυρισμών της, σχετικής ομολογίας της (αρθρ. 261 ΚΠολΔ). Επομένως, η εξαρχής σύμβαση ναυτικής εργασίας, την οποίαν είχαν, κατά τα ανωτέρω, συνάψει ο ενάγων με το νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης, διατήρησε το χαρακτήρα της αυτό και δεν τον απέβαλε, μεταλλαχθείσα σε σύμβαση χερσαίας εργασίας, μετά τη διακοπή των πλόων του πλοίου για τη διενέργεια των εργασιών συντήρησης (βλ. ΑΠ 1602/2012, ΕΝαυτΔ 2013,17, ΑΠ 1285/2006, ΔΕΕ 2007,978, ΑΠ 1643/2003, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων συμμετείχε στην εκτέλεση εργασιών βαφής, αλλαγής ταπετσαριών και ξυλουργικών επισκευών στους κοιτωνίσκους και σε άλλους χώρους των διαμερισμάτων των επιβατών του πλοίου, απασχολούμενος επί δώδεκα (12) περίπου ώρες ημερησίως, όπως βεβαιώνεται στις υπ’ αριθμ. …2 και … ένορκες βεβαιώσεις των Ε. Χ. και Δ. Σ., πλην των Κυριακών, κατά τις οποίες το ωράριο εργασίας του δεν υπερέβαινε το οκτάωρο. Οι εν λόγω ενόρκως βεβαιούντες αναφέρονται αφηρημένα σε δωδεκάωρη απασχόλησή του ενάγοντος και κατά τις Κυριακές που συνέπεσαν με τις τελευταίες ημέρες πριν την επανέναρξη των πλοών του πλοίου. Από την ως άνω αόριστη αναφορά, όμως, δεν προκύπτει με σαφήνεια ο αριθμός των Κυριακών κατά τις οποίες ο ενάγων απασχολήθηκε πέραν του οκταώρου. Ο αριθμός αυτός δεν προσδιορίζεται ούτε από τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία που τέθηκαν υπ’ όψιν του Δικαστηρίου. Επομένως, εφόσον η εναγομένη αρνείται ρητώς την παροχή υπερωριακής εργασίας του αντιδίκου της κατά τις Κυριακές του εν λόγω χρονικού διαστήματος, ο δε ενάγων, που φέρει το βάρος απόδειξης του σχετικού ισχυρισμού του, δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος αυτό, πρέπει ο συγκεκριμένος ισχυρισμός να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος. Η εναγομένη αρνείται, επιπλέον, και την υπερωριακή απασχόληση του αντιδίκου της κατά τις καθημερινές του ίδιου ως άνω χρονικού διαστήματος, ισχυριζόμενη ότι αυτός απασχολείτο επί οκτώ ώρες ημερησίως κατά τις ημέρες εκείνες. Επίσης, ισχυρίζεται ότι κατά τα Σάββατα της συγκεκριμένης περιόδου ο ενάγων εργαζόταν μόνον επί τέσσερις ώρες ημερησίως. Ωστόσο, οι ισχυρισμοί της αυτοί, δεν επιβεβαιώνονται ούτε από το περιεχόμενο της υπ’ αριθμ. … ένορκης βεβαίωσης του Ν. Π., στην οποία ουδεμία μνεία γίνεται περί του αντικειμένου και του ωραρίου εργασίας του ενάγοντος κατά την παραπάνω περίοδο, αλλ’ ούτε και από οποιοδήποτε άλλο από τα αποδεικτικά στοιχεία που τέθηκαν υπ’ όψιν του Δικαστηρίου. Αντιθέτως, από τα αναφερόμενα στις υπ’ αριθμ. …2 και … ένορκες βεβαιώσεις των Ε. Χ. και Δ. Σ. σαφώς προκύπτει η υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος κατά τις ανωτέρω ημέρες, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν αναλυτικά ανωτέρω. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ορθώς μεν ότι ο ενάγων απασχολείτο κατά τις καθημερινές και τα Σάββατα της χρονικής περιόδου από 03-11-2010 έως και 24-11-2010 επί δώδεκα ώρες ημερησίως, εσφαλμένα δε ότι ισάριθμες ώρες απασχολείτο και κατά τις Κυριακές της ίδιας χρονικής περιόδου.  Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα, ο ενάγων εργάσθηκε υπερωριακώς (πέραν του οκταώρου τις καθημερινές και τις Κυριακές και καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασίας του κατά τα Σάββατα και τις αργίες): α) κατά το μήνα Ιανουάριο [24 ημέρες (ήτοι 19 καθημερινές + 5 Κυριακές) χ 4 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 96 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (96 ώρες χ 7,57 € =) 726,72 €, και [7 ημέρες (ήτοι 5 Σάββατα και 2 αργίες, την 1η του έτους και την εορτή των Θεοφανείων – 06/01) χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 84 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (84 ώρες χ 9,08 € =) 762,72 €, β) κατά το μήνα Φεβρουάριο [15 ημέρες (ήτοι 13 καθημερινές + 2 Κυριακές) χ 4 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 60 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (60 ώρες χ 7,57 € =) 454,20 €, και [3 ημέρες (ήτοι 2 Σάββατα και 1 αργία, την Καθαρά Δευτέρα – 15/02) χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 36 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (36 ώρες χ 9,08 € =) 326,88 €, γ) κατά το μήνα Μάρτιο [16 ημέρες (ήτοι 13 καθημερινές + 3 Κυριακές) χ 4 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 64 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (64 ώρες χ 7,57 € =) 484,48 €, και [4 ημέρες (ήτοι 3 Σάββατα και 1 αργία, την 25η Μαρτίου) χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 48 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (48 ώρες χ 9,08 € =) 435,84 €, δ) κατά το μήνα Απρίλιο [19 ημέρες (ήτοι 16 καθημερινές + 3 Κυριακές) χ 4 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 76 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (76 ώρες χ 7,57 € =) 575,32 €, και [4 ημέρες (ήτοι 3 Σάββατα και 1 αργία, την ημέρα του Αγίου Γεωργίου – 23/04) χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 48 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (48 ώρες χ 9,08 € =) 435,84 €, ε) κατά το μήνα Μάιο [25 ημέρες (ήτοι 20 καθημερινές + 5 Κυριακές) χ 4 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 100 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (100 ώρες χ 7,57 € =) 757 €, και [6 ημέρες (ήτοι 4 Σάββατα και 2 αργίες, την 1η Μαΐου, η οποία συνέπεσε με ημέρα Σάββατο, και την εορτή της Αναλήψεως – 13/05) χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 72 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (72 ώρες χ 9,08 € =) 653,76 €, στ) κατά το μήνα Ιούνιο [26 ημέρες (ήτοι 22 καθημερινές + 4 Κυριακές) χ 4 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 104 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (104 ώρες χ 7,57 € =) 787,28 €, και [4 ημέρες (ήτοι 4 Σάββατα) χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 48 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (48 ώρες χ 9,08 € =) 435,84 €, ζ) κατά το μήνα Ιούλιο [26 ημέρες (ήτοι 22 καθημερινές + 4 Κυριακές) χ 4 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 104 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (104 ώρες χ 7,57 € =) 787,28 €, και [5 ημέρες (ήτοι 5 Σάββατα) χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 60 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (60 ώρες χ 9,08 € =) 544,80 €, η) κατά το μήνα Αύγουστο [26 ημέρες (ήτοι 22 καθημερινές + 4 Κυριακές) χ 4 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 104 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (104 ώρες χ 7,57 € =) 787,28 €, και [5 ημέρες (ήτοι 4 Σάββατα και 1 αργία, τη 15η Αυγούστου, η οποία συνέπεσε με ημέρα Κυριακή) χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 60 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (60 ώρες χ 9,08 € =) 544,80 €, θ) κατά το μήνα Σεπτέμβριο [25 ημέρες (ήτοι 21 καθημερινές + 4 Κυριακές) χ 4 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 100 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (100 ώρες χ 7,57 € =) 757 €, και [5 ημέρες (ήτοι 4 Σάββατα και 1 αργία, τη 14η Σεπτεμβρίου) χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 60 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (60 ώρες χ 9,08 € =) 544,80 €, ι) κατά το μήνα Οκτώβριο [25 ημέρες (ήτοι 20 καθημερινές + 5 Κυριακές) χ 4 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 100 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (100 ώρες χ 7,57 € =) 757 €, και [6 ημέρες (ήτοι 5 Σάββατα και 1 αργία, την 28η Οκτωβρίου) χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 72 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (72 ώρες χ 9,08 € =) 653,76 €, ια) κατά το μήνα Νοέμβριο [23 ημέρες (ήτοι 22 καθημερινές + 1 Κυριακή, την 28/09, καθώς κατά τις υπόλοιπες 3 Κυριακές του μήνα αυτού, 7/09, 14/09 και 21/09, το ωράριο εργασίας του ενάγοντος δεν υπερέβη το οκτάωρο ημερησίως ) χ 4 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 92 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (92 ώρες χ 7,57 € =) 696,44 €, και [4 ημέρες (ήτοι 4 Σάββατα) χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 48 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (48 ώρες χ 9,08 € =) 435,84 €, και ιβ) κατά το μήνα Δεκέμβριο [19 ημέρες (ήτοι 16 καθημερινές + 3 Κυριακές) χ 4 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 76 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (76 ώρες χ 7,57 € =) 575,32 €, και [4 ημέρες (ήτοι 3 Σάββατα και 1 αργία, την ημέρα του Αγίου Ν. – 06/12) χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 48 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (48 ώρες χ 9,08 € =) 435,84 €. Εδικαιούτο, επομένως, ο ενάγων ως αμοιβή υπερωριακής εργασίας το συνολικό ποσό των [(726,72 + 454,20 + 484,48 + 575,32 + 757 + 787,28 + 787,28 + 787,28 + 757 + 757 + 696,44 + 575,32 =) 8.145,32 € που συνιστά τη συνολική αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές + (762,72 + 326,88 + 435,84 + 435,84 + 653,76 + 435,84 + 544,80 + 544,80 + 544,80 + 653,76 + 435,84 + 435,84 =) 6.210,72 € που συνιστά τη συνολική αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις αργίες =] 14.356,04 €. Έναντι του ποσού αυτού αυτός έλαβε, σύμφωνα με τους προσκομιζόμενους λογαριασμούς μισθοδοσίας του και τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής: α) για αμοιβή υπερωριών κατά τις καθημερινές και Κυριακές: 734,33 € για το μήνα Ιανουάριο + 440,60 € για το μήνα Φεβρουάριο + 489,55 € για το μήνα Μάρτιο + (24,48 + 538,51 =) 562,99 € για το μήνα Απρίλιο + 734,33 € για το μήνα Μάιο + 734,33 € για το μήνα Ιούνιο + 734,33 € για το μήνα Ιούλιο + 734,33 € για το μήνα Αύγουστο + 734,33 € για το μήνα Σεπτέμβριο + 734,33 € για το μήνα Οκτώβριο + (48,96 + 146,87 =) 195,83 € για το μήνα Νοέμβριο + 562,99 € για το μήνα Δεκέμβριο + 147,76 € αναδρομικά = 7.540,03 €, β) για αμοιβή εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες: (311,53 + 71,21 =) 382,74 € για το μήνα Ιανουάριο + (186,92 + 71,21 =) 258,13 € για το μήνα Φεβρουάριο + (207,69 + 71,21 =) 278,90 € για το μήνα Μάρτιο + (10,38 + 228,46 + 71,21 =) 310,05 € για το μήνα Απρίλιο + (311,53 + 71,21 =) 382,74 € για το μήνα Μάιο + 311,53 € για το μήνα Ιούνιο + 311,53 € για το μήνα Ιούλιο + (311,53 + 71,21 =) 382,74 € για το μήνα Αύγουστο + (311,53 + 71,21 =) 382,74 € για το μήνα Σεπτέμβριο + (311,53 + 71,21 =) 382,74 € για το μήνα Οκτώβριο + (20,77 + 62,31 =) 83,08 € για το μήνα Νοέμβριο + (238,84 + 71,21 =) 310,05 € για το μήνα Δεκέμβριο + (62,70 + 12,78 =) 75,48 € αναδρομικά = 3.852,45 €. Συνεπώς, το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στον ενάγοντα για την υπερωριακή του απασχόληση στο πλοίο «…» κατά το ένδικο χρονικό διάστημα ανήλθε στις (7.540,03 + 3.852,45 =) 11.392,48 €. Πλην όμως, ο ίδιος ο ενάγων συνομολογεί στο δικόγραφο της αγωγής του ότι έλαβε ως αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση το ποσό των 11.793,73 € συνολικά (και συγκεκριμένα το συνολικό ποσό των 7.930,75 € για την απασχόλησή του κατά τις καθημερινές και Κυριακές και το συνολικό ποσό των 3.862,98 € για την απασχόλησή του κατά τα Σάββατα και τις αργίες), προβαίνοντας, μάλιστα, στην αφαίρεση αυτού από την αμοιβή που δικαιούται, κατά τους ισχυρισμούς του, για την αιτία αυτή. Η ως άνω ομολογία του ενάγοντος συνιστά πλήρη απόδειξη του ύψους του ποσού που του καταβλήθηκε για τις ανωτέρω αιτίες (αρθρ. 352§1 ΚΠολΔ). Με βάση τα ανωτέρω, το ποσό που οφείλεται στον ενάγοντα ως διαφορά επί της πρόσθετης αμοιβής για την υπερωριακή εργασία του ανέρχεται στις (14.356,04 – 11.793,73 =) 2.562,31 €. Συνακόλουθα, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την προσβαλλομένη απόφαση του, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως προς το κονδύλιο της διαφοράς επί της αμοιβής της υπερωριακής εργασίας που παρείχε ο ενάγων τόσο κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές όσο και κατά τα Σάββατα και τις αργίες, και επεδίκασε σ’ αυτόν το συνολικό ποσό των 5.569,62 €, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, και συνεπώς, ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός ενώ ο αντίστοιχος λόγος της αντέφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 72 ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολογήσεως μπορεί κατά πάντα χρόνο να λυθεί με καταγγελία από τον πλοίαρχο, ο οποίος δεν υποχρεούται να τηρήσει προθεσμία καταγγελίας. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 75§2 εδ. β΄ ΚΙΝΔ, στην περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως κατά το άρθρο 72 ΚΙΝΔ ο ναυτικός δικαιούται αποζημίωση, εκτός αν η καταγγελία δικαιολογείται από παράπτωμα αυτού. Αντίθετα αποζημίωση δεν οφείλεται, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση λύσης της σύμβασης με αμοιβαία συναίνεση (ΕφΠειρ 22/2003, ΕΝαυτΔ 2003,284, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, ο ενάγων αποναυτολογήθηκε την 23-12-2010 από το ένδικο πλοίο, σύμφωνα με τη σχετική αναγραφή στο ναυτικό του φυλλάδιο και στο ναυτολόγιο του πλοίου, λόγω αμοιβαίας συναίνεσης μεταξύ αυτού και του πλοιάρχου, στην πραγματικότητα, όμως, η τελευταία ένδικη σύμβαση ναυτικής εργασίας λύθηκε, λόγω μονομερούς καταγγελίας της από τον πλοίαρχο, χωρίς να υπάρχει παράπτωμα του ενάγοντος και χωρίς να επαναναυτολογηθεί μετέπειτα αυτός στο ίδιο ή σε άλλο πλοίο της εναγομένης. Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι μετά την ως άνω αποναυτολόγησή του ο ενάγων επέλεξε να διακόψει το ναυτικό επάγγελμα και να συνταξιοδοτηθεί, αφενός μεν ουδόλως αποδεικνύεται από όσα στοιχεία τέθηκαν υπ’ όψιν του Δικαστηρίου, αφετέρου δε αναιρείται από το περιεχόμενο των υπ’ αριθμ. …2 και … ενόρκων βεβαιώσεων των Ε. Χ. και Δ. Σ., σύμφωνα με το οποίο ο ενάγων απολύθηκε κατά την 23-12-2010 με το πρόσχημα της χορήγησης αδείας, εκ των υστέρων, όμως, η εναγομένη αρνήθηκε να τον επαναναυτολογήσει στο ένδικο ή σε άλλο πλοίο της, παρότι αυτός ζήτησε επανειλημμένως να αναλάβει και πάλι κανονικά υπηρεσία. Τα όσα αναφέρουν οι ανωτέρω ενόρκως βεβαιούντες επιβεβαιώνονται και από τη μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη από την εναγομένη από … βεβαίωση υπηρεσίας του ενάγοντος, στην οποία αναγράφεται ότι η λύση των προγενέστερων συμβάσεων ναυτικής εργασίας αυτού κατά τις 18-02-2010 και 01-04-2010 επήλθε κατόπιν αμοιβαίας συναινέσεως αυτού και του πλοιάρχου του ένδικου πλοίου, μολονότι ο πραγματικός λόγος λύσεως των ως άνω συμβάσεων ήταν η χορήγηση αδείας, όπως ιστορείται στο αγωγικό δικόγραφο και δεν αμφισβητείται ειδικά από την εναγομένη, συναγομένης, ενόψει και των λοιπών ισχυρισμών της, σχετικής ομολογίας της (αρθρ. 261 ΚΠολΔ). Άλλωστε, ακόμη και αν υποτεθεί αληθής ο ανωτέρω ισχυρισμός της εναγομένης, η μεταγενέστερη της απόλυσής του αίτηση που τυχόν υπέβαλε ο ενάγων για συνταξιοδότηση, δεν δικαιολογεί λύση της σύμβασης μετά από δική του πρωτοβουλία ούτε σχετίζεται με αδυναμία του να συνεχίσει το βιοποριστικό του επάγγελμα μέχρι να υλοποιηθεί η οριστική διακοπή της άσκησης του. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η λύση της τελευταίας σύμβασης έγινε ανυπαίτια και χωρίς τη θέληση του ενάγοντος, ενώ η αναγραφή από τον πλοίαρχο ότι η λύση επήλθε με αμοιβαία συναίνεση αυτών, είναι δεκτική ανταποδείξεως (ΕφΠειρ 346/2011, ΕΝαυτ 2011,271, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Επομένως, ο ενάγων δικαιούται αποζημίωση απολύσεως, κατά τα άρθρα 75, 76 και 77 ΚΙΝΔ, η οποία ισούται με το μισθό 15 ημερών και υπολογίζεται με βάση τις τακτικές αποδοχές κατά τον τελευταίο μήνα με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, στις αποδοχές δε αυτές συνυπολογίζονται το αντίτιμο τροφής, η αποζημίωση αδείας, η αμοιβή για υπερωριακή εργασία, εφόσον αυτή παρέχεται τακτικά, και η αναλογία δώρων εορτών (ΕφΠειρ 346/2011, ο.π., ΕφΠειρ 172/2008, ΕΝαυτΔ 2008,100, ΕφΠειρ 719/2006, ΕΝαυτΔ 2006,355, ΕφΠειρ 140/2004, ΕΝαυτΔ 2004,114, ΔΕΕ 2004,1043, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονταν, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2, 3, 5§1, 8§§1,2,3 και 4 και 36 της ισχύουσας πιο πάνω Σ.Σ.Ν.Ε., κατά τον τελευταίο μήνα της ναυτολόγησής του στο ένδικο πλοίο στο ποσό των {1.047,10 € ο μισθός ενεργείας + 230,36 € το επίδομα Κυριακών + (15,93 € χ 30 ημέρες =) 477,90 € το αντίτιμο τροφής + 21,24 € το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας + [(1.047,10 € μισθός ενεργείας + 230,36 € επίδομα Κυριακών) χ 1/22 + 15,93 ημερήσιο αντίτιμο τροφής] χ 8 ημέρες = 591,97 € η αποζημίωση αδείας με τροφοδοσία + (14.356,04 € η συνολική αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση ÷ 329 ημέρες απασχόλησης χ 30 ημέρες =) 1.309,06 € ο μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής εργασίας =] 3.677,63 €. Στο ποσό αυτό δεν θα προστεθεί ο μέσος όρος μηνιαίας αναλογίας των επιδομάτων εορτών, εφόσον ο ίδιος ο ενάγων δεν προβαίνει στο συνυπολογισμό αυτού στις αποδοχές του. Κατόπιν αυτών, η οφειλόμενη στον ενάγοντα αποζημίωση ανέρχεται στο ποσό των (3.677,63 € χ 1/2 =) 1.838,82 €, έναντι του οποίου η εναγομένη ουδέν του κατέβαλε. Συνακόλουθα, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την προσβαλλομένη απόφαση του, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως προς το κονδύλιο της αποζημίωσης απόλυσης και επεδίκασε στον ενάγοντα το ποσό των 1.913,70 €, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, και συνεπώς, ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, ο ενάγων δικαιούται συνολικά για τις παραπάνω αιτίες, ήτοι ως διαφορά επί της αμοιβής της υπερωριακής του εργασίας και ως αποζημίωση απολύσεως, το συνολικό ποσό των (2.562,31 + 1.838,82 =) 4.401,13 €.

Με βάση τα προεκτεθέντα, πρέπει αφενός μεν να απορριφθεί η αντέφεση ως ουσία αβάσιμη, αφετέρου δε να γίνει δεκτή η έφεση και από ουσιαστικής πλευράς και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της ώστε να προκύψει ενιαίος εκτελεστός τίτλος με ενότητα περιεχομένου (ΑΠ 784/1984, Δνη 1985,642, ΕφΑθ 2875/2006, ΕπΔΠολ 2007,321, ΕφΠειρ 172/2003, ΕπΝαυτΔ 2003,133, ΕφΑθ 6731/1992, Δνη 1993,158, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί από το Δικαστήριο τούτο η υπόθεση (αρθρ. 535§1 ΚΠολΔ), πρέπει η ένδικη αγωγή, η οποία – κατά την κύρια βάση της – στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 53, 60 εδ. α΄, 84 ΚΙΝΔ, 648, 649, 653, 655, 680, 293, 340, 341, 345, 346 και 361 ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2010, η οποία κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 3525.5.10/01/25-10-2010 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β΄ 1743/05-11-2010), καθώς και τη διάταξη του άρθρου 176 ΚΠολΔ, να γίνει εν μέρει δεκτή στην ουσία της και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων ενός ευρώ και δεκατριών λεπτών (4.401,13 €) με το νόμιμο τόκο α) ως προς το επιμέρους ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα δύο ευρώ και τριάντα ενός λεπτών (2.562,31 €) από την επομένη της ημέρας της τελευταίας απολύσεώς του (ήτοι από την 24-12-2010) και β) ως προς το επιμέρους ποσό των χιλίων οκτακοσίων τριάντα οκτώ ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών (1.838,82 €) από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως, αφού για τις περί τόκων διατάξεις της εκκαλουμένης δεν υποβλήθηκε σχετικό παράπονο με την έφεση της εναγομένης και την αντέφεση του ενάγοντος (ΑΠ 2085/1984, Δίκη 1986,78, ΝοΒ 1985,1166, ΕφΑθ 1716/2004, ΝοΒ 2005,94). Εξάλλου, μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, ήδη εφεσίβλητου – αντεκκαλούντος, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει, με βάση και το σχετικό αίτημά του, να επιβληθεί σε βάρος της εναγομένης, ήδη εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης, ανάλογα με το ποσοστό της ήττας της τελευταίας (άρθρα 178§1, 183, 189§1 και 191§2 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 21-10-2013 έφεση και την υποβληθείσα με τις από 15-09-2014 προτάσεις του εφεσίβλητου αντέφεση.

Δέχεται τυπικώς την έφεση και την αντέφεση.

Απορρίπτει κατ’ ουσίαν την αντέφεση.

Δέχεται ουσιαστικώς την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 58/2013 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.

Δέχεται εν μέρει την από 19-12-2011 αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων ενός ευρώ και δεκατριών λεπτών (4.401,13 €) με το νόμιμο τόκο α) ως προς το επιμέρους ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα δύο ευρώ και τριάντα ενός λεπτών (2.562,31 €) από την επομένη της ημέρας της τελευταίας απολύσεώς του (ήτοι από την 24-12-2010) και β) ως προς το επιμέρους ποσό των χιλίων οκτακοσίων τριάντα οκτώ ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών (1.838,82 €) από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης – εναγομένης ένα μέρος των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου – αντεκκαλούντος – ενάγοντος, το οποίο ορίζει και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας στο ποσό των εξακοσίων ευρώ (600 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στον Πειραιά στις 03-02-2015.

 

Ο Δικαστής                                                                     Η Γραμματέας