ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 598 /2015
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(Τακτική Διαδικασία)
………………………………………
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και την Γραμματέα Σοφία Δέδε.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 13 Ιανουαρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Γ. Α. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιάς της δικηγόρου, Αναστασίας Μπαγιάτη.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» και το διακριτικό τίτλο «….», που εδρεύει στο Ρ. και εκπροσωπείται νόμιμα, και 2) Κ. Κ. του Ν., κατοίκου Ρ., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 20-3-2013 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης …, προσδιορίσθηκε, μετά από αναβολή κατά τη δικάσιμο της 22ας Οκτωβρίου 2013, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η πληρεξούσια δικηγόρος της ενάγουσας ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις της.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις υπ’ αριθ. … και … εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Ρεθύμνης, Ε. Κ., που νομίμως προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 22ας Οκτωβρίου 2013, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στους εναγομένους (άρθρα 126 παρ. 1 περ. α΄ και δ΄, 129 παρ. 1, 228 και 229 ΚΠολΔ), η ως άνω δε αναβολή και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο επέχει θέση νόμιμης κλήτευσης των ανωτέρω εναγομένων (άρθρο 226 παρ. 4 εδ. γ΄ ΚΠολΔ). Οι τελευταίοι, όμως, δεν εμφανίσθηκαν κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και, επομένως, πρέπει να δικαστούν ερήμην [άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 29 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25-07-2011)].
Με την υπό κρίση αγωγή της, η ενάγουσα εκθέτει ότι ο β΄ εναγόμενος εξέδωσε στο Ρέθυμνο ως νόμιμος εκπρόσωπος της α΄ εναγόμενης εταιρείας, τις υπ’ αριθ. … επιταγές της …, ποσού 3.561,00 ευρώ έκαστη, φέρουσες ημερομηνία εκδόσεως 31-01-2012, 20-01-2012, 9-01-2012, 12-02-2012 και 25-02-2012, αντίστοιχα, σε διαταγή της εταιρείας με την επωνυμία «….», η οποία εν συνεχεία τις μεταβίβασε με οπισθογράφηση και τις παρέδωσε στην ίδια (ενάγουσα)· ότι αυτή τις εμφάνισε νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή στο κατάστημα της πληρώτριας τράπεζας στη Γλυφάδα, όπου δεν πληρώθηκαν ελλείψει αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας εταιρείας· ότι ο β΄ εναγόμενος γνώριζε, τόσο κατά το χρόνο της έκδοσης όσο και κατά το χρόνο εμφάνισης των επιταγών προς πληρωμή, την έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων στο τραπεζικό λογαριασμό της α΄ εναγόμενης εταιρείας από τον οποίο σύρονταν η επιταγή· ότι από την προεκτεθείσα παράνομη και υπαίτια πράξη του β΄ εναγομένου, τελεσθείσα κατ’ εξακολούθηση, ζημιώθηκε κατά τη συνολική αξία των επίδικων επιταγών, δηλαδή κατά το ποσό των 17.805,00 ευρώ. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να της καταβάλουν εις ολόκληρον, α) το ως άνω ποσό ως αποζημίωση, νομιμοτόκως από την επομένη της εμφανίσεως των επιταγών προς πληρωμή, άλλως από την επίδοση της αγωγής, β) τα έξοδα της δίκης, συμπεριλαμβανομένων εξόδων συνολικού ύψους 2.490,49 ευρώ, τα οποία αφορούν σε αμοιβή δικηγόρου για τον έλεγχο τίτλων του β΄ εναγομένου στα Υποθηκοφυλακεία Ρεθύμνου και Σπηλίου (1.230 ευρώ), σε έξοδα σφραγίσεως των επίδικων επιταγών (75 ευρώ), σε έξοδα επίδοσης της κρινόμενης αγωγής (28,29 ευρώ) και σε αμοιβή δικηγόρου για τη σύνταξη αυτής (αγωγής) και τη σύνταξη και κατάθεση προτάσεων, κατά τις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων (Ν. 4194/2013) και γ) το ποσό των 13.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προπεριγραφόμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του β΄ εναγομένου, συνιστάμενης στην τρώση της εμπορικής της πίστης και της φερεγγυότητας αυτής, όπως και να απαγγελθεί εις βάρος του τελευταίου προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί. Με τα ανωτέρω ως περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην [άρθρα 9, 10, 12 παρ. 1 και 14 παρ. 2 ΚΠολΔ] και κατά τόπον (άρθρο 35 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51 Ν. 2172/1993), και είναι νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 65, 67, 68, 71, 297, 298, 299, 330, 346, 481, 914 και 932 ΑΚ, 79 ν. 5960/1933, 907, 908 παρ. 1 στοιχ. δ΄ ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί επιδικάσεως τόκων από την επομένη της εμφάνισης κάθε επιταγής προς πληρωμή, το οποίο είναι νόμιμο μόνο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής (άρθρο 346 ΑΚ), ενώ για τον προγενέστερο αυτής (επιδόσεως) χρόνο είναι μη νόμιμο και εντεύθεν απορριπτέο, διότι η ενάγουσα δεν επικαλείται συγκεκριμένη ημερομηνία όχλησης των εναγομένων προς καταβολή της αιτούμενης αποζημίωσης ούτε αποτελεί δήλη ημέρα προς καταβολή η χρονολογία εμφανίσεως των επιταγών προς πληρωμή, δεδομένου ότι η αγωγή έχει ως βάση την αξίωση από την αδικοπραξία και όχι από επιταγές (ΕφΑθ 6966/2000 ΔΕΕ 2001. 1258, 6922/1994 ΕΕμπΔ 1995. 250). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι, για το παραδεκτό της συζήτησής της, έχει καταβληθεί το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ’ αριθ. … σειρά VI διπλότυπο είσπραξης τύπου Β της ΔΟΥ Γ΄ Πειραιά, με τα επικολληθέντα σ’ αυτό ένσημα υπέρ του Τ.Ν. και του Ε.Τ.Α.Α.).
Κατά της αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, ενώ για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Πρέπει, συνεπώς, αυτή (αγωγή) να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, καθόσον, λόγω της ερημοδικίας των εναγομένων, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας αποδεικνύονται πλήρως, αφού θεωρούνται ομολογημένοι από αυτούς [άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδ. με 271 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 29 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25-07-2011)]. Αφού, περαιτέρω, ληφθεί υπ’ όψιν το είδος και η έκταση της προσβολής της εμπορικής πίστης και της φερεγγυότητας της ενάγουσας εταιρείας, εξαιτίας της προπεριγραφόμενης παράνομης και υπαίτιας πράξης του β΄ εναγομένου, του βαθμού του πταίσματος του τελευταίου (δόλος) και της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των διαδίκων, σύμφωνα δε με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, η ανάλογη χρηματική ικανοποίηση που δικαιούται η ενάγουσα, ο καθορισμός του ύψους της οποίας δεν καλύπτεται από το τεκμήριο της ερημοδικίας αλλά γίνεται κατά την εύλογη κρίση του Δικαστηρίου, ανέρχεται στο ποσό των 2.000,00 ευρώ. Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει οι εναγόμενοι να υποχρεωθούν να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των (17.805,00 + 2.000,00=) 19.805,00 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής. Ωστόσο, το αίτημα περί κηρύξεως της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί, γιατί η καθυστέρηση της εκτέλεσης δεν θα επιφέρει σημαντική ζημία στην ενάγουσα ούτε συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι, ενώ το έτερο παρεπόμενο αίτημα περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης κατά του β΄ εναγομένου ως μέσου αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, κρίνεται επίσης απορριπτέο ως αβάσιμο, αφού, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1047 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 62 του ν. 3994/2011, προσωπική κράτηση για απαίτηση μικρότερη των 30.000,00 ευρώ, όπως εν προκειμένω, δεν διατάσσεται. Τέλος, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), για την περίπτωση της εκ μέρους των εναγομένων άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της, μέρος δε της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, κατόπιν και του σχετικού αιτήματός της, συνυπολογιζομένων των προεκτιθέμενων εξώδικων εξόδων στα οποία, όπως πιθανολογήθηκε, υποβλήθηκε η ενάγουσα για την παρούσα δίκη, πρέπει να επιβληθεί εις βάρος των εναγομένων, ανάλογα με την έκταση της ήττας τους (άρθρα 178 παρ. 1, 180 παρ. 3, 190 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα διαλαμβάνονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των εναγομένων.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό, τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγομένους να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των δέκα εννέα χιλιάδων οκτακοσίων πέντε (19.805,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγομένους στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το οποίο καθορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500,00) ευρώ
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις -2-2015, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ