Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ        599/2015

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

(Τακτική Διαδικασία)

………………………………………

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και την Γραμματέα Σοφία Δέδε.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 13 Ιανουαρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» και το διακριτικό τίτλο «…», που εδρεύει στο Δ. Ε.-Α. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιού της δικηγόρου Χρίστου Κυθρεώτη, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Α. Θ. του Θ., κατοίκου Κ. Σ., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιού του δικηγόρου Βασιλείου Σαξώνη, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.  .

Ο εφεσίβλητος – ενάγων άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς τη με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή του κατά της εκκαλούσας – εναγομένης, με την οποία ζήτησε ό, τι αναφέρει σ’ αυτήν. Το Δικαστήριο, με την υπ’ αριθ. 32/2014 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, την έκανε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγομένη με την υπό κρίση έφεσή της (αριθμός έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς 112/11-6-2014), η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … και προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

           Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθ. 32/2014 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή του εφεσιβλήτου κατά της εκκαλούσας, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1, 516, 517 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Πρέπει, συνεπώς, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την από 10-11-2012 αγωγή του κατά της εκκαλούσας, την οποία άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, ο εφεσίβλητος εξέθετε ότι, δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία καταρτίσθηκε στις 16-6-2011 μεταξύ αυτού και της πρώτης, ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο υπό ελληνική σημαία Ρ/Κ πλοίο “…”, νηολογίου Χαλκίδας με αριθμό …, πλοιοκτησίας της, ως ναύτης, αντί των προβλεπομένων από την εκάστοτε ισχύουσα σσνε πληρωμάτων ρυμουλκών πλοίων, αποδοχών, απολύθηκε δε «αμοιβαία συναινέσει» στο λιμάνι του Αλιβερίου την 1-8-2012· ότι, κατά το χρονικό διάστημα που υπηρέτησε στο ανωτέρω πλοίο, εργαζόταν συνεχώς επί 10 ώρες τις καθημερινές και κάποια Σάββατα, Κυριακές και αργίες, πραγματοποιώντας ταξίδια εσωτερικού για τη μεταφορά πλωτών γερανών και φορτηγίδων, χωρίς η εναγομένη να του καταβάλλει τη νόμιμη υπερωριακή του αμοιβή και το προβλεπόμενο στην οικεία συλλογική σύμβαση ειδικό επίδομα ταξιδιού. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, ζητούσε να υποχρεωθεί η τελευταία να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 4.290,13 ευρώ για διαφορές υπερωριακής αμοιβής και ειδικού επιδόματος ταξιδίου, με το νόμιμο τόκο από τότε που έκαστο κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την απόλυσή του, επικουρικά δε από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 3.860,95 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τις 2-8-2012. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα η εκκαλούσα – εναγομένη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στην έφεσή της, και ζητεί να εξαφανιστεί αυτή (εκκαλούμενη απόφαση), ώστε να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.

Για το κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ ορισμένο της αγωγής, με την οποία διώκεται η επιδίκαση υπερωριακής αμοιβής, αρκεί ο κατά μέσο όρο προσδιορισμός της υπερωριακής απασχόλησης, χωρίς να απαιτείται η αναφορά του είδους των κατ’ ιδίαν εκτελεσθεισών εργασιών, εφόσον στην αγωγή αναφέρεται η ειδικότητα και ο βαθμός του ναυτικού, αφού το είδος των καθηκόντων εκάστου ναυτικού και των εργασιών που αυτός εκτελεί κατά πλουν ή όταν το πλοίο ναυλοχεί, καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν αμείβονται ειδικώς βάσει ρητών προβλέψεων των οικείων Συλλογικών Συμβάσεων Ναυτικής Εργασίας, ενώ ομοίως δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής ο προσδιορισμός του χρόνου, από τον οποίο αρχίζει η υπερωριακή εργασία κάθε ημέρα, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο, αλλά ούτε και της ανάγκης που επέβαλε την εκτέλεσή της, ή του προσώπου, το οποίο έδωσε τη σχετική εντολή (ΕφΠειρ 140/2004 ΕΝΔ 2004. 114, 892/2002 ΕΝΔ 30. 437, 608/2001 ΕΝΔ 29. 446). Στην προκείμενη περίπτωση, η υπό κρίση αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, καθόσον περιέχονται σ’ αυτή με σαφήνεια και πληρότητα όλα τα απαιτούμενα, κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ και σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, στοιχεία, ενώ εξειδικεύονται στο δικόγραφο ποια ακριβώς ποσά έχουν καταβληθεί στον ενάγοντα από την εναγόμενη εταιρεία για κάθε επίδικη αιτία (βλ. και ΑΠ 337/2003 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 714/1999 ΠειρΝομ 2000. 41), χωρίς να απαιτείται για το ορισμένο της αγωγής η ρητή αναφορά του γεγονότος αν έχουν λάβει χώρα ή όχι περαιτέρω καταβολές εκ μέρους της εναγομένης για τα αιτούμενα από τον ενάγοντα κονδύλια, διότι αυτές (καταβολές) αποτελούν περιεχόμενο σχετικής ενστάσεως εξόφλησης (ΑΠ 2018/2007 ΕΕργΔ 67. 1191, 1171/2007 ΕΕργΔ 68. 259, ΕφΠειρ 546/2010 ΕΝΔ 2010. 397), την οποία άλλωστε και προέβαλε η πρώτη (εναγομένη) με τις προτάσεις της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχτηκε τα ίδια, δεν έσφαλε αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο. Κατά συνέπεια, τα όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζεται η εναγομένη με το σχετικό πρώτο λόγο εφέσεως, είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα.

Από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία απαγορεύει την άσκηση του δικαιώματος, αν αυτή υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, προκύπτει ότι το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς, κατά νόμο, να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (ΟλΑΠ 17/1995 ΕλλΔνη 36. 1531, 62/1990 ΕλλΔνη 1991. 501). Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηριστεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΑΠ 321/2002 ΕλλΔνη 44. 143, 294/1992 ΝοΒ 41. 708). Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν προσθέτως ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ (ΟλΑΠ 8/2001 ΕλλΔνη 2001. 382). Τέλος, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, η οποία συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 ν. 2112/1920 και 8 παρ. 4 ν. 4020/1959, κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των νόμιμων αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και υπό τη μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (ΑΠ 587/2006 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 34/2008 ΕΝΔ 2008. 290). Στην προκείμενη περίπτωση, η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα προέβαλε, με δήλωση του πληρεξούσιού της δικηγόρου, που καταχωρίσθηκε νομότυπα στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αλλά και με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της ενώπιόν του, την ένσταση της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος εκ μέρους του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου, ισχυριζόμενη ότι η άσκηση των αγωγικών αξιώσεών του λαμβάνει χώρα μετά από μακροχρόνια εργασία του στο επίδικο πλοίο της, χωρίς να έχει προηγηθεί οιαδήποτε σχετική διαμαρτυρία του και ενώ υπέγραφε απαρέγκλιτα τους μισθοδοτικούς του λογαριασμούς χωρίς επιφύλαξη, με αποτέλεσμα να της δημιουργηθεί η πεποίθηση ότι ο τελευταίος δεν διατηρούσε κάποια απαίτηση από τη μεταξύ τους εργασιακή σχέση. Η εν λόγω ένσταση, έχουσα το προδιαληφθέν περιεχόμενο, είναι, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην αμέσως ανωτέρω μείζονα πρόταση, μη νόμιμη και εντεύθεν απορριπτέα, εφόσον τα προεκτιθέμενα περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν συνιστούν περιστατικά καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος εκ μέρους του ενάγοντος μισθωτού κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, δεδομένου, εκτός των άλλων, ότι η τυχόν σιωπηρή παραίτησή του από το δικαίωμα λήψης των νόμιμων εν γένει από την εργασία του παροχών, έστω και υπό τη μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε ως νόμω αβάσιμη την ως άνω ένσταση, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από την εναγομένη με το συναφή τρίτο λόγο εφέσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα κατ’ ουσίαν.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που περιέχονται στα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα, ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση, πρακτικά, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων στην Σαλαμίνα, στις 16-6-2011, ο ενάγων ναυτολογήθηκε αυθημερόν στον Πειραιά, με την ειδικότητα του ναύτη, στο υπό ελληνική σημαία Ρ/Κ πλοίο “…”, νηολογίου Χαλκίδας με αριθμό …, κοχ 99,30, πλοιοκτησίας της εναγόμενης εταιρείας, στο οποίο απασχολήθηκε, έναντι συμφωνηθεισών μηνιαίων αποδοχών των προβλεπόμενων από την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ρυμουλκών Πλοίων, μέχρι την 1-8-2012, οπότε και απολύθηκε «αμοιβαία συναινέσει» στο λιμάνι του Αλιβερίου. Το ανωτέρω πλοίο, καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολόγησης του ενάγοντος σ’ αυτό, διενεργούσε βοηθητικές υπηρεσίες στην κατασκευή ή την εκμετάλλευση έργων (κατασκευές λιμένων, προσχώσεις κλπ.), τα οποία ανήκουν ή διαχειρίζονται διάφορες ιδιωτικές εργοληπτικές, τεχνικές εταιρείες, πραγματοποιώντας πλείστα ταξίδια εσωτερικού από την Χαλκίδα, όπου ήταν η έδρα του (επίδικου πλοίου), προς άλλους λιμένες της Χώρας, για τη μεταφορά πλωτών γερανών και φορτηγίδων. Όπως δε αποδεικνύεται, εκτός των άλλων, και από τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τον ενάγοντα, αντίγραφα ημερολογίου γέφυρας του εν λόγω πλοίου, ο τελευταίος, κατά το χρονικό διάστημα που υπηρέτησε επ’ αυτού (πλοίου), παρείχε, επί 249 καθημερινές και 4 Κυριακές, εργασία 10 ωρών ημερησίως, ήτοι από 07:00΄ έως 17:00΄, και, επί τρεις αργίες, εργασία 3 ωρών ημερησίως μετά τη λήξη της 7ωρης έξτρα απασχόλησης. Η ως άνω διαπίστωση δεν αναιρείται από όσα διαλαμβάνονται στην περιεχόμενη στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατάθεση του μάρτυρα της εναγομένης, η οποία, ως μη ενισχυόμενη από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο, δεν παρέχει πίστη στο παρόν Δικαστήριο, καθόσον, όπως ανέφερε και ο ίδιος ο μάρτυρας, δεν συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα στο ένδικο πλοίο, αφού εργαζόταν ως εργοταξιάρχης της επιχείρησης, και, συνεπώς, κρίνεται εξ αυτού του λόγου ότι δεν δύναται να έχει άρτια ιδία γνώση και αντίληψη περί των συνθηκών και του ακριβούς χρόνου εργασίας του ενάγοντος επ’ αυτού (πλοίου). Για τις προεκτιθέμενες άλλωστε αιτίες ο τελευταίος δικαιούνταν, σύμφωνα και την οικεία ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ρυμουλκών Πλοίων, το συνολικό ποσό των [(249 καθημερινές X 2 ώρες υπερωρία την ημέρα = 498 ώρες υπερωρία X 7,7 ευρώ η ώρα=) 3.834,6 ευρώ + (4 Κυριακές X 2 ώρες υπερωρία + 3 αργίες X 3 ώρες υπερωρία = 17 ώρες υπερωρία X 11,55 ευρώ η ώρα=) 196,35 ευρώ=] 4.030,95 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε από την εναγομένη, και ειδικότερα για την υπερωριακή του εργασία κατά τις Κυριακές και τις αργίες, το ποσό των 170 ευρώ, όπως αναφέρει ο ίδιος στην αγωγή του, με αποτέλεσμα να του οφείλεται το υπόλοιπο ύψους 3.860,95 ευρώ. Πέραν δε του ως άνω ποσού των 170 ευρώ δεν αποδείχθηκε οιαδήποτε άλλη καταβολή εκ μέρους της εναγομένης για τις εν λόγω αιτίες, δεδομένου ότι αφενός οι σχετικές αποδείξεις μισθοδοσίας που προσκομίζει η τελευταία προς επίρρωση της προβαλλόμενης εκ μέρους της ένστασης εξοφλήσεως, δεν φέρουν την υπογραφή του ενάγοντος, οπότε εξ αυτού του λόγου δεν κρίνονται από το Δικαστήριο τούτο ως αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο, αφετέρου δεν προέκυψε ότι στο διαλαμβανόμενο στις αποδείξεις αυτές κωδικό «ΕΚΤΑΚ. ΑΜΟΙΒ. ΝΑΥΤ.», περιλαμβάνεται, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εναγομένη, η οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος. Το γεγονός μάλιστα που επικαλείται στις προτάσεις της η εναγομένη προς θεμελίωση της ως άνω ενστάσεώς της, περί απουσίας οιασδήποτε διαμαρτυρίας του ενάγοντος στις αρμόδιες αρχές για μη καταβολή υπερωριακής αμοιβής, αφενός δικαιολογείται στην προσπάθειά του να μην θέσει σε κίνδυνο την εργασιακή του θέση, αφετέρου ουδεμία νομική επιρροή ασκεί, δεδομένου ότι, όπως μνημονεύεται ανωτέρω, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, κάθε παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμα λήψης των νόμιμων αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και υπό τη μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη. Κατ’ ακολουθίαν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχτηκε τα ίδια και επιδίκασε στον ενάγοντα, για τις προεκτιθέμενες αιτίες, το ποσό των 3.860,95 ευρώ, απορρίπτοντας ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν την προβληθείσα από την εναγομένη ένσταση εξοφλήσεως, δεν έσφαλε, αλλά ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, με συνέπεια, τα όσα περί του αντιθέτου διαλαμβάνονται στο σχετικό δεύτερο λόγο έφεσης, να είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα.

Ας σημειωθεί ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τις αξιώσεις του ενάγοντος για αμοιβή υπερωριακής εργασίας Σαββάτων και ειδικό επίδομα ταξιδιού, κρίνοντας τα σχετικά αγωγικά κονδύλια ως αβάσιμα κατ’ ουσίαν, ενώ, αφού απέρριψε σιγή το αίτημα της αγωγής περί επιδικάσεως του νόμιμου τόκου από την ημέρα που κάθε μερικότερο κονδύλιο κατέστη απαιτητό, δέχτηκε ότι οφείλεται στον ενάγοντα ο νόμιμος τόκος από την επομένη της απολύσεώς του από το επίδικο πλοίο. Κατά των εν λόγω διατάξεών της η εκκαλουμένη δεν πλήττεται με λόγο έφεσης ή αντέφεσης και, επομένως, το παρόν Δικαστήριο, λαμβανομένων υπόψη και των άρθρων 522 και 536 παρ. 1 του ΚΠολΔ, δεν δύναται να ασχοληθεί περαιτέρω με αυτές. Κατόπιν όλων των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει αυτή ν’ απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατόπιν και του σχετικού αιτήματός του (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

            ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση κατά το τυπικό της μέρος.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων τριάντα (430,00) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις       -2-2015, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ