ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ |
Αριθμός 24/2022 (Αριθ. καταθ. 6666/1500/2021) ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) |
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ελένη Αντωνοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίσθηκε με κλήρωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 3327/2005.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 22 Οκτωβρίου 2021, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «…» η οποία εδρεύει στη … όπως εκπροσωπείται νόμιμα με αριθμό μητρώου …, η οποία έχει ιδρύσει υποκατάστημα στον ………….., με ΑΦΜ … που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Κεχαγιόπουλο (Α.Μ.Δ.Σ.Α. …), ο οποίος κατέθεσε έγγραφο σημείωμα. ΤΩΝ ΚΑΘ ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ : 1) Εταιρίας με την επωνυμία « …» η οποία εδρεύει τυπικά στις … ουσιαστικά δε στη … όπου ασκείται η επιχειρηματική δραστηριότητα και λαμβάνονται όλες οι αποφάσεις για τις εταιρικές υποθέσεις μέσω της εταιρείας υπό την επωνυμία «….» και το διακριτικό τίτλο «…», η οποίοι εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της |
Βασίλειο Οικονομίδη (Α.Μ.Δ.Σ.Α. …), ο οποίος κατέθεσε έγγραφο σημείωμα και 2) της εταιρίας με την επωνυμία «…», νομίμως εκπροσωπούμενης και στερούμενης ΑΦΜ, η οποία εδρεύει τυπικά στις … ουσιαστικά δε στη … όπου ασκείται η επιχειρηματική δραστηριότητα και λαμβάνονται όλες οι αποφάσεις για τις εταιρικές υποθέσεις μέσω της εταιρείας υπό την επωνυμία «….» και το διακριτικό τίτλο «…», η οποίοι εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Ρήγα (Α.Μ.Δ.Σ.Α. …), ο οποίος κατέθεσε έγγραφο σημείωμα.
Η αιτούσα ζητά να γίνει δεκτή η από 01.09.2021 αίτησή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό 6666/1500/2021 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί, καθώς και όσα αναφέρονται στα έγγραφα σημειώματα που κατέθεσαν, εντός της χορηγηθείσας προθεσμίας έως την 3.11.2021. ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 725 §1 του ΚΠολΔ το Δικαστήριο δικαιούται να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο τη δικαστική μεσεγγύηση κινητών ή ακινήτων ή ομάδας πραγμάτων ή επιχείρησης, αν υπάρχει διαφορά σχετική με την κυριότητα, τη νομή ή την κατοχή ή οποιαδήποτε άλλη διαφορά σχετική με αυτά ή αν κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου μπορεί να ζητηθεί η μεσεγγύηση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το ασφαλιστικό μέτρο της δικαστικής μεσεγγύησης αναγνωρίζεται ως αυτοτελές ασφαλιστικό μέτρο, το οποίο δικαιούται να διατάξει το Δικαστήριο (βλ. ΜονΠρωτΚω 1041/2011, ΜονΠρωτΑΘ 1495/2009, Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΜονΠρωτΑΘ 3601/2008, ΕλλΔνη 2008.1111). Υπό τον όρο δικαστική μεσεγγύηση νοείται η |
2ο φύλλο της υπ1 αριθ. 24 /2022 απόφασης
του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων |
παράδοση σε κάποιον, καλούμενο μεσεγγυούχο, δυνάμει δικαστικής απόφασης του εριζόμενου πράγματος, κινητού ή ακινήτου ή ομάδας πραγμάτων ή επιχείρησης, για την εξασφάλιση του επ’ αυτού δικαιώματος ενός ή περισσοτέρων προσώπων, τα οποία (δικαιώματα) αμφισβητούνται ή είναι αβέβαια, ο μεσεγγυούχος δε υποχρεούται να αποδώσει αυτούσιο το πράγμα μόνο μετά από δικαστική απόφαση. Έτσι, η δικαστική μεσεγγύηση, που αντικατέστησε «τη συντηρητική κατάσχεση επί σκοπώ διεκδικήσεως» του προϊσχύσαντος δικαίου, διαφοροποιείται από το άλλο ασφαλιστικό μέτρο της συντηρητικής κατάσχεσης (βλ. άρθρα 707 επ. ΚΠολΔ), ως προς το ότι η μεν δικαστική μεσεγγύηση, που διατάσσεται για την εξασφάλιση μη χρηματικών απαιτήσεων, δεσμεύει προσωρινά το πράγμα, προκειμένου να καταστεί δυνατή η μελλοντική άμεση αναγκαστική εκτέλεση για την παράδοση ή απόδοση αυτούσιου του δεσμευμένου πράγματος, η δε συντηρητική κατάσχεση, που διατάσσεται για την εξασφάλιση χρηματικών απαιτήσεων (βλ. άρθρα 723, 724 του ΚΠολΔ), δεσμεύει προσωρινά το περιουσιακό αντικείμενο του οφειλέτη, που κατασχέθηκε, προκειμένου να καταστεί δυνατή μετά την τροπή της συντηρητικής κατασχέσεως σε αναγκαστική (βλ. άρθρο 722 παρ. 1 του ΚΠολΔ), η μελλοντική έμμεση αναγκαστική εκτέλεση, για την ικανοποίηση της χρηματικής απαιτήσεως του δανειστή που την επέβαλε από το προϊόν του πλειστηριασμού (βλ. ΕφΑθ 4224/2011, Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 939, 941, 942, 943 ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι οι δανειστές δικαιούνται να απαιτήσουν τη διάρρηξη κάθε απαλλοτρίωσης που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη τους, εφόσον η υπόλοιπη περιουσία δεν αρκεί για την ικανοποίηση τους. Αυτός που ασκεί την αγωγή διαρρήξεως πρέπει να έχει την ιδιότητα του δανειστή κατά το χρόνο που ο οφειλέτης του επιχειρεί την απαλλοτρίωση (ΑΠ 602/05, δημοσίευση Νόμος). Από τις πιο πάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 725 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι, για να διαταχθεί το ασφαλιστικό μέτρο της δικαστικής μεσεγγύησης, το οποίο αναγνωρίζεται ως αυτοτελές ασφαλιστικό μέτρο και έχει ως συνέπεια την απαγόρευση διάθεσης του πράγματος, αφού αποβλέπει στη διατήρηση του πράγματος με σκοπό απόδοσης του αυτούσιου στο δικαιούχο (ΜΠΑ 1495/2009 ΝΟΜΟΣ, ΜΠΑ 3601/2008 Δ/νη 2008/1111), πρέπει να υπάρχει, εκτός από τη βασική προϋπόθεση λήψης κάθε ασφαλιστικού μέτρου, δηλαδή επείγουσα |
περίπτωση και επικείμενος κίνδυνος (ΚΠολΔ 682 παρ. 1) και διαφορά για το πράγμα, στην οποία περιλαμβάνεται και η ενοχική έστω αξίωση, βάσει της οποίας, ο αϊτών δικαιούται να ζητήσει αυτούσιο το πράγμα, όπως στην περίπτωση της απαλλοτρίωσης προς βλάβη των δανειστών (ΑΚ 939 επ.), οπότε, δικαιούται να ασκήσει την αγωγή διάρρηξης της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας κατά του τρίτου, που απέκτησε το πράγμα προκειμένου να επιληφθεί αυτού και να ικανοποιήσει την πιο πάνω απαίτηση του (ΜΠΑ 4953/2011, ΜΠΑ 1495/2009, δημοσίευση Νόμος). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 682 και 688 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η λήψη ασφαλιστικών μέτρων επιτρέπεται και διατάσσεται σε περίπτωση που υπάρχει επικείμενος κίνδυνος, ο οποίος απειλεί το επίδικο δικαίωμα ή την απαίτηση και προς αποτροπή του, ή, σε περίπτωση συνδρομής επείγουσας περίπτωσης η οποία επιβάλλει την ταχεία και άμεση λήψη μέτρων πριν ή κατά τη διάρκεια της τακτικής διαγνωστικής δίκης. Αν οι πραγματικές αυτές προϋποθέσεις δεν υπάρχουν ή δεν πιθανολογούνται δεν δικαιολογείται η λήψη ασφαλιστικών μέτρων, καθόσον αυτά αποτελούν την εξαίρεση του κανόνα κατά τον οποίο τα εξαναγκαστικά μέτρα κατά της περιουσίας ή του προσώπου διατάσσονται και λαμβάνονται μόνο μετά την οριστική και τελεσίδικη διάγνωση της απαιτήσεως και με τις εγγυήσεις και διατυπώσεις της τακτικής διαδικασίας. Συνεπώς, όταν ο νόμος απαιτεί επικείμενο κίνδυνο ή επείγουσα περίπτωση εννοεί προδήλως την ύπαρξη ασυνήθους ανάγκης έκτακτης δικαστικής προστασίας του διαδίκου, η οποία να δικαιολογείται από τη συνδρομή πραγματικών περιστατικών, και, συγκεκριμένα κινδύνου να ματαιωθεί η απαίτηση ή επείγουσα περίπτωση της παρούσας στιγμής. Περαιτέρω, στην αίτηση για συντηρητική κατάσχεση (άρθρο 707 ΚΠολΔ) ή δικαστική μεσεγγύηση (άρθρο 725 ΚΠολΔ), ως επικείμενος κίνδυνος νοείται η πιθανολόγηση ότι επίκειται προσεχής αποξένωση του οφειλέτη από την κατασχετή περιουσία του, ούτως ώστε να είναι αδύνατη η επίσπευση εναντίον του αναγκαστικής εκτέλεσης, όταν κάποτε ο αϊτών δανειστής θα αποκτήσει εκτελεστό τίτλο μετά τον τερματισμό της διαγνωστικής δίκης. Δεν μπορεί δε να θεωρηθεί ότι αποτελεί επικείμενο κίνδυνο ή επείγουσα περίπτωση, πιθανή μεταβολή στο μέλλον της περιουσιακής κατάστασης κάποιου προσώπου, γιατί με την εκδοχή αυτή θα δικαιολογούνταν η λήψη ασφαλιστικών μέτρων και δη υπό την ενδιαφέρουσα εν προκειμένω μορφή της συντηρητικής κατάσχεσης σε κάθε εκκρεμή αγωγή, |
3ο φύλλο της υπ’ αριθ. 24/2022 απόφασης
τον Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων |
ενόψει της ενδεχόμενης, κατά την κοινή λογική, μεταβολής ή ελάττωσης της περιουσιακής κατάστασης του διαδίκου. Έτσι, η ελαττωμένη περιουσιακή κατάσταση του καθ’ ου δεν αρκεί για να δικαιολογήσει τη λήψη του ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης (ΜΠρΑΘ 7810/2003 Αρμ 2004.121, ΜΠρΑΘ 31951/1996 Αρμ 1997.1499, ΜΠΘεσ 37955/2008 δημοσίευση ΤΝΠ ΔΣΑ).
Με την υπό κρίση αίτηση η αιτούσα, ιστορεί ότι δραστηριοποιείται εμπορικά στο χώρο της ναυτιλίας αναλαμβάνοντας μεταξύ άλλων την εκτέλεση ναυπηγικών επισκευαστικών και άλλων εργασιών σε πλοία ή σκάφη, είτε με δικά της μέσα, είτε μέσω υπεργολάβων. Ότι η πρώτη καθ ής τύγχανε πλοιοκτήτρια της θαλαμηγού (Θ/Γ) υπό την ονομασία … με σημαία … αριθμό ΙΜΟ …, νηολογημένης στον λιμένα της πόλεως … με αριθμό νηολογίου …, διεθνές διακριτικό σήμα …, ολικού μήκους 76μ, πλάτους 12,9μ, βυθίσματος 5,8μ, κοχ ……. και κκχ …….., η οποία θαλαμηγός εντός του Αυγούστου 2020 μεταβιβάστηκε στη δεύτερη των καθ’ ων, ενώ κατά το χρόνο υποβολής της αιτήσεως βρίσκεται στο ναυπηγείο εκμεταλλεύσεως της εταιρίας «….» του Ομίλου … στο ……….. Ότι την 2-4-2018 υπεγράφη μεταξύ της αιτούσας ως εργολάβου και της πρώτης καθ’ ής ως εργοδότριας, σύμβαση έργου, κατά το περιεχόμενο της οποίας η αιτούσα ανέλαβε την ενοχική υποχρέωση να εκτελέσει εξωτερικές εργασίες ανακαίνισης μετασκευής του πλοίου πλοιοκτησίας τότε της πρώτης καθ’ ής, σύμφωνα με το προσαρτημένο στη Σύμβαση Παράρτημα I ( Schedule 1). Ότι ειδικότερα το έργο συνίστατο στη μετασκευή του πρυμναίου τμήματος του πλοίου, ώστε να προσεγγίζει κατά το δυνατόν («possibly to be followed» κατά τον όρο 3.2 της Σύμβασης) την επιθυμητή γενική όψη («desirable general view» κατά τον όρο 3.2 της Σύμβασης) που επισυνάφθηκε σε αυτήν ως Παράρτημα 3. Ότι για το σκοπό αυτό η αιτούσα θα αναλάμβανε δια υπεργολάβων την εκπόνηση ναυπηγικών μελετών, ώστε να υλοποιηθεί κατά το δυνατόν σε ορθό ναυπηγικό σχέδιο «ακριβής» αποτύπωση της «επιθυμητής» νέας πρύμνης. Ότι η ανακαίνιση-μετασκευή συμφωνήθηκε εντός συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος και με συγκεκριμένο κόστος, προκειμένου αυτό να προσεγγίσει «όσο ήταν δυνατόν με ακρίβεια» την αρχιτεκτονική όψη των |
τριασδιάστατων σχεδίων του Παραρτήματος 3 της Σύμβασης. Ότι η συμφωνηθείσα αμοιβή της εργολάβου του έργου αιτούσας ορίσθηκε με τον όρο 5.1 της σύμβασης στο ποσό των 3.820.000 ευρώ, καταβλητέο σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο παράρτημα 2 της σύμβασης, ενώ χρόνος παράδοσης του έργου ορίσθηκε η 20η-7-2018. Ότι η αιτούσα ξεκίνησε εγκαίρως το έργο ο δε μελετητής υπεργολάβος της αποπεράτωσε άμεσα τις απαιτούμενες ναυπηγικές μελέτες, την δε 20-4-2018 η αιτούσα (με τη βοήθεια της υπεργολάβου της) παρουσίασε στην πρώτη καθ’ ής την πρότασή της. Ότι η πρώτη καθ’ ής ενήργησε αυθαίρετα και αντισυμβατικά παρεκκλίνοντας από τον όρο 3.2 της Σύμβασης που ρητά προέβλεπε την «κατά το δυνατόν» προσέγγιση του τρισδιάστατου σχεδίου που είχε προσαρτηθεί στο παράρτημα 3 της συμβάσεως, αποκρούοντας την πρόταση της αιτούσας και απαιτώντας, σε αντίθεση με τους όρους της σύμβασης, την πλήρη ταύτιση του έργου με το τρισδιάστατο σχέδιο, που είχε περιληφθεί επί του Προσαρτήματος 3 στη Σύμβαση. Ότι η αιτούσα κατόπιν των ως άνω εξελίξεων διαμαρτυρήθηκε εγγράφως για την ουσιώδη εκτροπή από τα συμφωνηθέντα, όπως και για την υπερημερία της πρώτης καθ’ ής στις πληρωμές της τρέχουσας σύμβασης και για την ολιγωρία της να απαντήσει στην πρόταση της αιτούσας για τροποποίηση της συμβάσεως. Ότι η αιτούσα στις 9-7-2018 απέστειλε την πρότασή της για τα απαιτούμενες νέες εργασίες ο προϋπολογισμός των οποίων ανερχόταν σε 1.580.000 ευρώ, τις οποίες αποδέχθηκε τελικώς η καθ’ ης με ποσό μειωμένο κατά 10%. Ότι ακολούθησε πληθώρα επιστολών μεταξύ τους και πρόταση διορισμού τεχνικού πραγματογνώμονα από τον κατάλογο του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος προς άρση κάθε αμφισβήτησης κατά τους ορισμούς του όρου 37 παρ 2β της Σύμβασης που προέβλεπε τη δυνατότητα αυτή. Ότι η πρώτη καθ’ ής δια της από 25-9-2018 έγγραφης επιστολής της επιδοθείσα στην αιτούσα την 27-92018 ενεργώτας όλως αντισυμβατικώς υπαναχώρησε από τη σύμβαση έργου, αρνούμενη ότι συντρέχει η περίπτωση του όρου 37 παρ 2β της Σύμβασης περί ορισμού πραγματογνώμονα. Ότι η πρώτη καθ’ ής της οφείλει το ποσό των 1.553.440 ευρώ που αντιστοιχεί στις πρώτες 14 προβλέψεις του παραρτήματος 2 της σύμβασης, πλέον των σχετικών ποινικών ρητρών ποσού 157.516,00 ευρώ, πλέον ποσού 631.940,00 ευρώ που αφορούν τις αναλυτικά αναφερόμενες στο δικόγραφο εργασίες που προβλέπονται με τους |
4ο φύλλο της υπ’ αριθ. /2022 απόφασης
του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων |
αριθμούς 32, 33, 20, 21, 39, 42, 26, 27, 47, 48 και 52 στο παράρτημα 2 και αφαιρουμένου του ποσού της προκαταβολής ύψους 1.138.000 ευρώ, της οφείλει συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες 1.204.896 ευρώ. Ότι επί αγωγών που ασκήθηκαν από τα συμβαλλόμενα μέρη εκδόθηκε η με αριθμό 850/2021 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σύμφωνα με την οποία αναγνωρίστηκε η ακυρότητα της από 25.9.2018 δήλωσης υπαναχώρησης της πρώτης καθ’ ης, ενώ διαρκούσης της αντιδικίας τους την 8.8.2020 η τελευταία μεταβίβασε στην δεύτερη των καθ’ ων το ανωτέρω πλοίο, γεγονός που πληροφορήθηκε η αιτούσα μετά την έκδοση της ως άνω δικαστικής κρίσης. Ότι η μεταβίβαση αυτή παρίσταται εικονική, καθόσον κατά τα εκτιθέμενα, έλαβε χώρα ενόσω διαρκούσε η αντιδικία τους, η ειδική διάδοχος δεύτερη καθ’ ης ουδέποτε ήρθε σε επικοινωνία με την αιτούσα, δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο κατά την εκδίκαση των αγωγών, αλλά ούτε και προέβη σε αλλαγή του ονόματος του πλοίου. Άλλως ότι η μεταβίβαση είναι καταδολιευτική, καθόσον η δεύτερη καθ’ ης είχε πλήρη γνώση ότι βλάπτονται τα συμφέροντα της απούσας, δεδομένου ότι αμφότερες οι αντίδικες ανήκουν στους ίδιους πραγματικούς δικαιούχους, την διαχείρισή τους έχει αναλάβει η ίδια εταιρία και η πραγματική έδρα τους στην Ελλάδα τυγχάνει κοινή. Άλλως και όλως επικουρικώς ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση ευθύνης της δεύτερης καθ ης εταιρίας κατά τη διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ, καθόσον μεταβιβάστηκε το σύνολο της περιουσίας της πρώτης καθ’ ης, ενώ προυφίσταντο απαιτήσεις της αιτούσας εναντίον της πρώτης. Υπό τα ως άνω πραγματικά περιστατικά και επικαλούμενη περαιτέρω κίνδυνο ματαιώσεως της ένδικης αξίωσής της για την οποία έχει ασκήσει τακτική αγωγή, η αιτούσα επιζητεί να διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο, κατ’ εκτίμηση του αιτητικού της αιτήσεως σωρευτικά: α) η μεσεγγύηση της, υπό σημαία …, θαλαμηγού υπό την ονομασία «… με αριθμό ΙΜΟ … νηολογημένου στο λιμένα της πόλης …… … με αριθμό νηολογίου … διεθνές διακριτικό σήμα … ολικού μήκους 76 μέτρων πλάτους 12,9 μέτρων βυθίσματος 5,8 μ κοχ 1855 και κκχ 432 το οποίο βρίσκεται εντός του ναυπηγείου εκμεταλλεύσεως της εταιρίας «….» του Ομίλου … και να οριστεί μεσεγγυούχος η εταιρία «….», όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον σύμβουλο – διαχειριστή αυτής …, μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της ασκηθείσας τακτικής αγωγής και β) η συντηρητική κατάσχεση του ανωτέρω πλοίου έως του ποσού του 1.500.000 ευρώ μέχρι την έκδοση τελεσιδίκου αποφάσεως επί της ασκηθείσας αγωγής της απούσας, για την εξασφάλιση της απαίτησής της, από την προπεριγραφόμενη έννομη σχέση, η οποία απαίτηση κινδυνεύει λόγω του κινδύνου ολοκλήρωσης των εργασιών από άλλο εργολάβο και πιθανότητα να αποπλεύσει σε άγνωστη διεύθυνση. Τέλος ζητεί να καταδικασθούν οι καθ’ ων στα δικαστικά της έξοδα. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα η αίτηση, με βάση τα ιστορούμενα σε αυτήν, παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 683 – 703 Κ.Πολ.Δ (άρθρο 682 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπο (άρθρ.3 9, 14 παρ. 2, 591 παρ. 1 εδ. α’, 40 παρ 1 683 παρ. 1 και 4 Κ.Πολ.Δ.) ως εκ της δωσιδικίας της περιουσίας κατοίκου αλλοδαπής κατ’ άρθρο 40 παρ 1 ΚΠολΔ, περιουσία δε νοείται και το πλοίο (για τη θεμελίωση της δωσιδικίας της περιουσίας κατοίκου αλλοδαπής, σε περίπτωση πλοίου που ναυλοχεί σε ελληνικό λιμένα όπου πρόκειται να εκτελεστούν τα ασφαλιστικά μέτρα βλ. Εφ.Πειρ. 928/2007, Δ.Ε.Ε. 2008, 1165, Μ.Π.Καβ. 440/2011, Ε.Ν.Δ. 2011, 189, Μ.Π.Ροδ. 44/2009, Δημοσ. Νόμος, Μ.Π.Πειρ. 8280/2006, Ε.Εμπ.Δ. 2006, 1017, Μ.Π.Θεσ. 6666/2001, Επ.Εμπ.Δ. 2001, 798), και συνακόλουθα ως εκ του τόπου εκτελέσεως των αιτούμενων ασφαλιστικών μέτρων ( 682 παρ 4 ΚΠολΔ) Επισημαίνεται, ότι και χωρίς τη θεμελίωση διεθνούς δικαιοδοσίας κατά τις παραπάνω διατάξεις, τα ελληνικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να διατάξουν ασφαλιστικά μέτρα, προκειμένου να αποφευχθεί αναπότρεπτη βλάβη του αιτούντος (ΜΠΚαβ 440/2011, δημοσίευση Νόμος). Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Κρίσπη, Ιδ. Διεθν. Δικ., Γεν. Μερ, παρ. 2), τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Σχετικά με το ζήτημα αυτό πρέπει να αναφερθούν τα εξής: α) ως προς τη διερεύνηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσία – οι οποίες εξετάζονται πριν τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αίτησης (Εφ.ΑΘ. 5009/1987, Ελλ.Δνη 29, 1218), εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δικονομικό δίκαιο (lex fori), ως το δικονομικό δίκαιο της χώρας του |
5ο φύλλο της υπ’ αριθ. 24/2022 απόφασης
του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων |
Δικαστηρίου που δικάζει (Εφ.Πειρ. 542/2012, Ε.Ν.Δ. 2012, 418, Εφ.ΑΘ. 5419/2007, Δημοσ. Νόμος, Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, υπ’ άρθρο 682, αριθ. 1, σ. 1323), το οποίο εν προκειμένω καθορίζει, εκτός άλλων, το ορισμένο της αίτησης, τα είδη των προσωρινών μέτρων που μπορεί να ληφθούν, εάν το ζητούμενο αποτελεί πράγματι ασφαλιστικό μέτρο και το ζήτημα της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης μεταξύ των διαδίκων, β) ως προς την επίδικη έννομη σχέση αφενός της της συμβάσεως έργου, από όπου πηγάζει η απαίτηση, ως εφαρμοστέο προκρίνεται το ελληνικό δίκαιο διότι σε αυτό το δίκαιο επέλεξαν να υπαχθούν τα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I) – που αντικατέστησε την κυρωθείσα στην Ελλάδα με το Ν. 1792/1988, από 19.6.1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» – το οποίο ορίζει ότι οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα συμβαλλόμενα μέρη σε συνδ.με το άρθρο 25 ΑΚ, (βλ στην ένδικη σύμβαση τον υπό την αρίθμηση 37 όρο) και αφετέρου ως προς την εικονικότητα και τις επικουρικές βάσεις καθόσον στο δίκαιο αυτό επέλεξαν τα μέρη να προτείνουν τους ισχυρισμούς επίθεσης και άμυνας. Κατόπιν τούτων η κρινομένη αίτηση τυγχάνει νόμιμη ως προς τις προϋποθέσεις συντηρητικής κατασχέσεως του πλοίου και ως προς την υποκείμενη αιτία της αξιώσεως ως ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361 , 681, 340, 341, 343, Α.Κ, 1 παρ. 1 περίπτωση ιβ’, 4, 5 και 8 παρ. 2 της κυρωθείσας στην Ελλάδα με το Ν.Δ. 4570/1966 Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών της 10-5-1952 «περί ενοποιήσεως κανόνων τινών επί συντηρητικής κατασχέσεως θαλασσοπλοούντων πλοίων» καθόσον το κράτος του οποίου τη σημαία φέρει το πλοίο και ζητείται η συντηρητική κατάσχεση (Ν Βερμούδες ) είναι συμβαλλόμενο στην άνω Σύμβαση, και συμπληρωματικώς στα άρθρα 707, 708, 709, 713, 715 και 720, 106, 176 191 παρ 1 Κ.Πολ.Δ., ενώ ως προς τις προϋποθέσεις δικαστικής μεσεγγύησης του πλοίου είναι νόμιμη ως ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 725, 726, 727, 709, 711, 720, 722 , 175, 109 , 591 παρ 1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 939, 941, 942, 943 ΑΚ, στις οποίες στηρίζεται η επικουρική βάση της ένδικης αίτησης. Πρέπει, επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω για να διαπιστωθεί εάν |
είναι βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, δοθέντος ότι για το παραδεκτό της παράστασης των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά τη συζήτηση προσκομίζονται τα απαιτούμενα γραμμάτια προκαταβολής εισφορών (άρθρα 165 παρ. 11,61 παρ. 1 και 4. Ν. 4194/2013 Κώδικα περί Δικηγόρων).
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης των μαρτύρων … που εξετάστηκαν με επιμέλεια των διαδίκων, από τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως έγγραφα, τους ισχυρισμούς που περιέχονται στα σημειώματα που κατέθεσαν νομίμως και εμπροθέσμως και από όλη εν γένει τη διαδικασία, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από …… σύμβασης έργου, που υπογράφηκε μεταξύ της αιτούσας, της πρώτης των καθ’ ων και της μη διαδίκου εταιρίας με την επωνυμία «….», η πρώτη των καθ’ ων, ως πλοιοκτήτρια – κατά τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης- της θαλαμηγού «…», νηολογημένης υπό τη σημαία των … στο λιμάνι του …… (υπ’ αριθμ. …), με ΙΜΟ … και επίσημο αριθμό …, μήκους 73,45μ και πλάτους 12,80μ, ανέθεσε στην αιτούσα – εργολήπτρια -, σύμφωνα με τους προβλεπόμενους στη σύμβαση όρους και προϋποθέσεις, την εκτέλεση εξωτερικών εργασιών μετασκευής επί του ως άνω σκάφους, όπως λεπτομερής κατάλογός τους προσαρτήθηκε στη σύμβαση ως Παράρτημα 1 και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της. Ως ημερομηνία παράδοσης του σκάφους συμφωνήθηκε η 20.7.2018, ενώ το συνολικό εργολαβικό αντάλλαγμα συμφωνήθηκε στο κατ’ αποκοπή ποσό των 3.820.000 ευρώ, καταβλητέο σε δόσεις, με τμηματική καταβολή της πρώτης δόσης – προκαταβολής, ποσού 1.138.000 ευρώ την 11.4.2018 και 13.4.2018. Με ηλεκτρονικό της όμως μήνυμα η εργολήπτρια – αιτούσα την 24.4.2018 επεσήμανε την διαφωνία της αναφορικά με το ύψος της προκαταβολής, το οποίο καθόριζε σύμφωνα με το Παράρτημα 2 της σύμβασης σε 1.553.440 ευρώ. Ακολούθως, κατόπιν παρουσίασης την ίδια ημεροχρονολογία (24.4.2018) στην πρώτη καθ’ ης – εργοδότρια εταιρία – των εκπονηθέντων, από την υπεργολάβο εταιρία «…» ναυπηγικών κατασκευαστικών σχεδίων, προέκυψε άρνηση της πρώτης καθ’ ης να τα εγκρίνει, δηλώνοντας ότι επιθυμούσε νέο σχεδίασμά «απολύτως ίδιο» με το |
6ο φύλλο της υπ’ αριθ. 24/2022 απόφασης
του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων |
τρισδιάστατο σχέδιο που είχε περιληφθεί στη σύμβαση, ήτοι την πλήρη ταύτιση με το αρχιτεκτονικό σχέδιο του Ιταλού σχεδιαστή …, γεγονός ωστόσο, που συνεπαγόταν τη μετασκευή της γάστρας του πλοίου σε μεγαλύτερη έκταση, προκειμένου να επιτευχθεί και διαπλάτυνσή της, διατεινόμενη ότι εξαρχής είχε συμφωνηθεί συμβατικά η απόλυτη ταύτιση των ναυπηγικών σχεδίων που θα κατάρτιζε η υπεργολάβος εταιρία με τα αρχιτεκτονικά σχέδια του Ιταλού σχεδιαστή. Συνεπεία της άρνησης, της τότε πλοιοκτήτριας, να εγκρίνει τα σχέδια και θεωρώντας η αιτούσα, ότι σύμφωνα με το κείμενο της σύμβασης και δη τον όρο 3.2 αυτής, όπου γίνεται λόγος για «επιθυμητή γενική όψη» του σκάφους που θα ακολουθηθεί στο μέτρο του δυνατού, δεν υποχρεούνταν σε ακριβή και πιστή κατασκευή, ζήτησε τροποποίηση της σύμβασης και συμφωνία για επιπρόσθετες εργασίες, προκειμένου να επιτευχθεί το ακριβές σχήμα και φορτίο του σχεδίου του …. Κατόπιν ανταλλαγής ηλεκτρονικών μηνυμάτων, υποβολή νέου σχεδίου μετασκευής της θαλαμηγού, με συνημμένη νέα προσφορά, συναντήσεων με τη διαχειρίστρια του πλοίου, ακολούθησε από τον Σεπτέμβριο του 2018 η αποστολή εξωδίκων και τελικώς η από 25.9.2018 εξώδικη δήλωση της πλοιοκτήτριας – πρώτης καθ’ ης, που κοινοποιήθηκε την 27.9.2018 τόσο στην εργολήπτρια αιτούσα, όσο και στην μη διάδικο υπεργολάβο εταιρία, σύμφωνα με την οποία δήλωνε ότι υπαναχωρεί από την σύμβαση έργου, για λόγους αναγόμενους σε αποκλειστική υπαιτιότητα της εργολάβου, εξαιτίας καθυστέρησης εκτέλεσης των εργασιών και έγκαιρης αποπεράτωσης του έργου και προσπάθειας μεταβολής του αντικειμένου της σύμβασης. Περαιτέρω πιθανολογήθηκε ότι η αιτούσα άσκησε την από ……. (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …….) αίτηση συντηρητικής κατάσχεσης της ανωτέρω θαλαμηγού μέχρι του ποσού των 1.500.000 ευρώ, η οποία συνεκδικάστηκε με την από 2.11.2018 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 11451/2168/2018) αίτηση της πρώτης καθ’ ης εναντίον της, με την οποία αιτούνταν ομοίως την συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της (καθώς και της μη διαδίκου υπεργολάβου εταιρίας) μέχρι του ποσού των 1.500.000 ευρώ και επικουρικά μέχρι του ποσού των 700.000 ευρώ και εκδόθηκε η με αριθμό 2039/2018 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκαν αμφότερες οι αιτήσεις ως ουσιαστικά αβάσιμες. Ακολούθως συνεκδικάστηκαν |
οι από 22.10.2018 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 10967/4932/2018) αγωγή της πρώτης των καθ’ ων κατά της αιτούσας και της μη διαδίκου υπεργολάβου εταιρίας και η από 10.5.2019 (με αριθμό έκθεσης σικογράφου 4391/2184/2019) αγωγή της αιτούσας κατά της πρώτης καθ’ ης, επί των οποίων εκδόθηκε η με αριθμό 850/2021 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σύμφωνα με την οποία αφού απορρίφθηκαν ως μη νόμιμα τα αιτούμενα από την αιτούσα κονδύλια συνολικού ύψους 905.735,14 ευρώ (οφειλόμενα στους υπεργολάβους για εργασίες και υλικά), καθώς και η αξίωση ποινικής ρήτρας λόγω υπερημερίας της εργοδότριας εταιρίας ως προς την καταβολή του ποσού που αντιστοιχεί στις εκτελεσθείσες εργασίες και τα υλικά, ήτοι του πέραν της προκαταβολής οφειλομένου ποσού, απέρριψε την από 22.10.2018 αγωγή, δέχτηκε εν μέρει την από 10.5.2019 αγωγή και αναγνώρισε την ακυρότητα της από 25.9.2018 δήλωσης υπαναχώρησης της εργοδότριας (πρώτης καθ’ ης) και την υποχρέωσή της να καταβάλει στην ενάγουσα – ήδη αιτούσα το ποσό των 157.516,00 ευρώ, ως καταπεσούσα ποινική ρήτρα, που ερείδεται στην ακυρότητα της δήλωσης υπαναχώρησης. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε από την πρώτη καθ’ ης έφεση, ενώ την 18.10.2021, η τελευταία, κατήγγειλε εκ νέου την ως άνω σύμβαση έργου, λόγω συνδρομής σπουδαίου λόγου, αυτού της διάρρηξης των μεταξύ τους σχέσεων, που επιδόθηκε την 21.10.2021 στην αιτούσα και την υπεργολάβο εταιρία. Εξάλλου πιθανολογήθηκε ότι πριν τη συζήτηση των ως άνω αγωγών η πρώτη καθ’ ης μεταβίβασε στη δεύτερη των καθ’ ων έναντι τιμήματος 16.910.984,00 ευρώ την θαλαμηγό «…», όπως συνάγεται από το από 3.8.2020 «Bill of sale» και το από 4.8.2020 πρωτόκολλο παράδοσης – παραλαβής του σκάφους, το οποίο έκτοτε βρίσκεται στο ναυπηγείο της εταιρίας «….» στο …….., όπου διενεργούνται εργασίες μετασκευής του (βλ. το από … ιδιωτικό συμφωνητικό της εταιρίας «….» για την κατασκευή των μεταλλικών τμημάτων του σκάφους, την από 5.7.2021 σύμβαση παροχής υπηρεσιών εσωτερικού σχεδιασμού με την εταιρία «…», το από 1.9.2021 ιδιωτικό συμφωνητικό με την εταιρία «…» και το από 1.9.2021 ιδιωτικό συμφωνητικό με την εταιρία «…»), ενώ ήδη από τον Νοέμβριο του 2020 |
7ο φύλλο της υπ’ αριθ. 24/2022 απόφασης
του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων |
έχει συναφθεί νέα σύμβαση διαχείρισης με την εταιρία «…». Από κανένα στοιχείο όμως δεν πιθανολογήθηκε ότι κατά τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης πώλησης μεταξύ των καθ’ ων εταιριών, αυτές δεν αποσκοπούσαν πράγματι στην παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων της μεταβίβασης, ούτε ότι απούσιαζε σοβαρή συναλλακτική πρόθεση προς τούτο. Η εικονικότητα της πώλησης δεν δύναται να συναχθεί από μόνο το γεγονός της δικαστικής διαμάχης μεταξύ της αιτούσας και της πρώτης των καθ’ων – πωλήτριας εταιρίας, ούτε από την ημιτελή κατάσταση του σκάφους κατά τον χρόνο πώλησής του, ενώ για το κύρος της σύμβασης δεν ασκούν έννομη επιρροή τα αίτια που οδήγησαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη σύναψή της, ούτε ο σκοπός στον οποίο απέβλεπαν. Εξάλλου πιθανολογήθηκε αφενός ότι η αιτούσα γνώριζε την επικείμενη μεταβίβαση ήδη από τον Μάιο του 2020, γεγονός που κατέθεσε και ο εξεταζόμενος μάρτυράς της … και αφετέρου ότι από τον Νοέμβριο του 2020 διαχειρίστρια του πλοίου είναι η εταιρία «…» και όχι η «…». Ως εκ τούτου η ύπαρξη εκκρεμών αγωγών και αξιώσεων σε βάρος της πωλήτριας, η αλλαγή ή μη του ονόματος του πλοίου μετά τη μεταβίβαση ή η κοινή έδρα των συμβαλλομένων εταιριών, από μόνα τους δεν αποτελούν στοιχεία ικανά να επιστηρίξουν γνώση και συμφωνία για εικονική – κατά το φαινόμενο και όχι πραγματική – μεταβίβαση. Ομοίως δεν πιθανολογήθηκε θετική γνώση της δεύτερης των καθ’ ων, ότι η πρώτη προέβη σε μεταβίβαση (απαλλοτρίωση) του σκάφους με σκοπό βλάβης της αιτούσας. Άλλωστε, κατά τον χρόνο μεταβίβασης, είχε ήδη εκδοθεί η με αριθμό 2039/2018 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκαν μεν οι αντίθετες συνεκδικαζόμενες αιτήσεις της αιτούσας και της πρώτης των καθ’ων (πωλήτριας), ελλείψει κατεπείγοντος, όμως είχε πιθανολογηθεί στο σκεπτικό της ότι η συμβατική υπαναχώρηση από την πρώτη καθ’ ης νομίμως είχε λάβει χώρα, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα να αναζητηθεί καθετί που δόθηκε κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, δημιουργώντας την εύλογα την πεποίθηση ότι ουδέν οφείλει στην αιτούσα. Είναι δε αναγκαίο να επισημανθεί, ότι δυνάμει του από 19.10.2021 ιδιωτικού συμφωνητικού που καταρτίστηκε μεταξύ των καθ’ ων, η πρώτη των καθ ων εταιρία εκχώρησε στη δεύτερη οποιοδήποτε και κάθε δικαίωμα, αξίωση, δικαστική απόφαση και υποχρέωση απορρέει |
από ή σε σχέση με το από 2.4.2018 ιδιωτικό συμφωνητικό για την μετασκευή του Θ/Γ …, καθώς και από τις αγωγές και εκκρεμείς δίκες μεταξύ αυτής και της αντιδίκου. Το συμφωνητικό αυτό επιδόθηκε τόσο στην αιτούσα όσο και στην υπεργολάβο, μη διάδικο εταιρία, όπως προκύπτει από τις με αριθμ … εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών στο Πρωτοδικείο Αθηνών … αντίστοιχα. Περαιτέρω, ανεξάρτητα από τη βασιμότητα των επικαλούμενων απαιτήσεων της αιτούσας κατά των καθ’ ων από την σύμβαση έργου, οι οποίες σύμφωνα με την οριστική κρίση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ανέρχονται στο ποσό των 157.516,00 ευρώ, δεν πιθανολογήθηκαν, σε κάθε περίπτωση, περιστατικά επικείμενου κινδύνου ή επείγουσας περίπτωσης, υπό την έννοια που αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, που να απαιτούν την λήψη των αιτούμενων ασφαλιστικών μέτρων, τα οποία χρήζουν άμεσης ρύθμισης ταχείας απόλαυσης του ασφαλιστέου ουσιαστικού δικαιώματος εκ μέρους της αιτούσας, έτσι ώστε να αποφευχθεί από τη βραδύτητα επίλυσης της διαφοράς ουσιώδης και αναπότρεπτος κίνδυνος, ο οποίος υφίσταται μόνο όταν η εξ αυτού απειλούμενη βλάβη είναι εγγύς, ενώ δεν πιθανολογήθηκε η ύπαρξη επικείμενου κινδύνου, ήτοι η ύπαρξη ασυνήθιστης ανάγκης έκτακτης δικαστικής προστασίας, η οποία να δικαιολογείται από και τη συνδρομή παρόντων συγκεκριμένων περιστατικών εξ αιτίας των οποίων πιθανολογείται η πλήρης ματαίωση της ικανοποίησης του ασφαλιστέου |
δικαιώματος. Πρέπει, δε, να σημειωθεί ότι δεν αρκεί για τη λήψη των άνω ασφαλιστικών μέτρων η αφηρημένη δυνατότητα ή το ενδεχόμενο να συμβούν και περαιτέρω εκποιήσεις του πλοίου, αλλά αντιθέτως απαιτείται η συνδρομή συγκεκριμένων παρόντων πραγματικών περιστατικών και συγκεκριμένου κίνδυνου να προβούν οι καθ’ών στην ενέργεια αυτή, πράγμα που δεν πιθανολογήθηκε στην προκειμένη περίπτωση. Δηλονότι ο γενικός κίνδυνος πιθανής μεταβολής στο μέλλον της περιουσιακής κατάστασης των διαδίκων δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την έκτακτη δικαστική προστασία της λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, αφού με μια τέτοια εκδοχή θα δικαιολογούνταν η λήψη ασφαλιστικών μέτρων σε κάθε περίπτωση οφειλής. Επιπροσθέτως, δεν πιθανολογήθηκε ούτε κίνδυνος επιβάρυνσης της περιουσίας των διαδίκων με βάρη εκ μέρους τρίτων, αφού δεν προέκυψε ότι έχουν χρέη προς τρίτους, |
8ο φύλλο της υπ’ αρθ 24/2022 απόφασης
του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων |
ούτε άλλωστε η αιτούσα επικαλείται κάτι τέτοιο ή εισφέρει αναλόγου περιεχομένου έγγραφα στην παρούσα δίκη. Ούτε βεβαίως δύναται να υπαχθεί στην έννοια του κινδύνου η ολοκλήρωση των εργασιών επί του πλοίου, ώστε αυτό να καταστεί αξιόπλοο. Επισημαίνεται άλλωστε, ότι σε κάθε περίπτωση, η αιτούσα διασφαλίζεται με τη διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ, (β1 επικουρική βάση της ένδικης αίτησης) σκοπός της οποίας είναι η προστασία των δανειστών του οφειλέτη, απέναντι στους οποίους η περιουσία του αποτελεί τη βάση για την πίστη που του παρέχουν στις συναλλαγές. Άλλωστε, για την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης απαιτούνται: α) σύμβαση οριστικά καταρτισμένη και έγκυρη και β) μεταβίβαση ανεξαρτήτως αν η αιτία είναι επαχθής ή χαριστική. Πρέπει δηλαδή να έχουν συντελεσθεί τα παραγωγικά της γένεσης του χρέους γεγονότα κατά το χρόνο της μεταβίβασης, ήτοι να υφίσταται πριν από τον κρίσιμο αυτό χρόνο της μεταβίβασης ο νομικός λόγος γέννησής του, ακόμη κι αν τα λοιπά περιστατικά ανέκυψαν μεταγενέστερα και κατέστη αυτό στη συνέχεια ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, προϋποθέσεις που εν προκειμένω συντρέχουν. Περαιτέρω πιθανολογήθηκε, γεγονός που η πρώτη καθ’ ης δεν αρνείται ειδικά, ότι η θαλαμηγός …, αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο, γνώση που είχε η δεύτερη καθ’ ης κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, ότι δηλαδή της μεταβιβάζεται όλη η περιουσία ή κατά το σημαντικότερο μέρος της, δεδομένης μάλιστα της πραγματικής αξίας του σκάφους που ανέρχεται τουλάχιστον σε 16.000.000 ευρώ. Η αγοράστρια δεύτερη καθ’ ης πιθανολογείται επιπρόσθετα ότι είναι εταιρία αξιόχρεη, και οικονομικά εύρωστη, δεν προέκυψαν συγκεκριμένα και παρόντα πραγματικά περιστατικά που να δηλώνουν προσπάθεια αυτής για αποξένωσή της, από το σύνολο της κατασχετής περιουσίας της, ματαιώνοντας με αυτό τον τρόπο την ικανοποίηση των απαιτήσεων της απούσας, η οποία δύναται να καλυφθεί από την πολλαπλάσιας, της ένδικης απαίτησης, αξία του σκάφους, ενώ πέραν της σωρευτικής αναδοχής που ιδρύεται από το νόμο κατ’ άρθρο 479 ΑΚ, έχουν εκχωρηθεί από την πρώτη καθ’ ης στη δεύτερη και όλες οι υποχρεώσεις, χρέη και απαιτήσεις, καθώς και οι εκκρεμείς αγωγές, κατά τα ανωτέρω, εξασφαλίζοντας την όποια απαίτηση της απούσας από την ένδικη σύμβαση έργου. |
Ενόψει των ανωτέρω, ανεξαρτήτως της βασιμότητας της επίδικης απαίτησης, πρέπει η αίτηση να απορριφθεί για έλλειψη επικείμενου κινδύνου ή επείγουσας περίπτωσης, η συνδρομή των οποίων αποτελεί βασική προϋπόθεση για την παροχή της αιτούμενης προσωρινής δικαστικής προστασίας, κατά παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού των καθ’ ων. Τέλος τα δικαστικά έξοδα των τελευταίων θα επιβληθούν σε βάρος της αιτούσας λόγω της ήττας της (άρ 176, 191 παρ 1 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας. |
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ |
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αιτούσα στα δικαστικά έξοδα των καθ’ ων τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτακόσιων (800,00) ευρώ. Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 10 Ιανουάριου 2022. |
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ, |
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ |
(για τη δημοσίευση) |