Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ       601/2015

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

(Τακτική Διαδικασία)

………………………………………

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και την Γραμματέα Σοφία Δέδε.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 13 Ιανουαρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…), εδρευούσης στην Τ., νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιάς της δικηγόρου, Σταυρούλας Κουβάτσου.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «…, εδρευούσης στην Μ.  Λ., νομίμως εγκατεστημένης στην Ε.,  Π. Α., επί της οδού Α. Μ.  , νομίμως εκπροσωπούμενης από τους διευθυντές αυτής, Δ. Τ. του Γ. και Κ. Σ., κάτοικοι ομοίως, 2) … του Γ., κατοίκου, ……   ατομικώς και με την ιδιότητα του ως διευθυντή και νομίμου εκπροσώπου της πρώτης των εναγομένων και 3) …, κατοίκου……, ατομικώς και με την ιδιότητα του ως διευθυντή και νομίμου εκπροσώπου της πρώτης των εναγόμενων, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 20-5-2013 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης …, προσδιορίσθηκε, μετά από αναβολή κατά τη δικάσιμο της 5ης Νοεμβρίου 2013, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η πληρεξούσια δικηγόρος της ενάγουσας ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις της.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

           Από τις διατάξεις του άρθρου 271 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ [όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 29 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25-07-2011)], προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αγωγής δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος σ’ αυτήν κανονικά ο εναγόμενος, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκαν εμπρόθεσμα, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Διαφορετικά συζητεί την υπόθεση ερήμην του εναγομένου. Επίσης, κατά τις διατάξεις του άρθρου 226 παρ. 4 εδ. β΄ και γ΄ ΚΠολΔ, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας οφείλει, αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης, να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίσθηκε, κατά την οποία δεν χρειάζεται νέα κλήση του διαδίκου προς εμφάνιση και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Ωστόσο, κατά την έννοια των τελευταίων αυτών διατάξεων, η αναβολή της υπόθεσης και η αναγραφή της στο πινάκιο του δικαστηρίου για τη μετ’ αναβολή δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και επομένως δεν χρειάζεται νέα κλήση του απολειπόμενου κατ’ αυτή διαδίκου, εφόσον αυτός είχε νόμιμα κλητευθεί να παραστεί κατά την αρχική δικάσιμο ή είχε νόμιμα παραστεί κατά την ίδια δικάσιμο, οπότε με τη νόμιμη παράστασή του χωρίς εναντίωσή του καλύφθηκε η τυχόν ακυρότητα της κλήτευσής του για την αρχική δικάσιμο. Διαφορετικά η αναβολή της υπόθεσης και η αναγραφή της στο πινάκιο του δικαστηρίου για τη μετ’ αναβολή δικάσιμο δεν ισχύει ως κλήτευση του απολειπόμενου κατ’ αυτή διαδίκου (ΑΠ 12/2011, 498/2008 αμφότερες σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», 10/2004 ΧρΙδΔ 2004. 415). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αντίγραφο από το πινάκιο του παρόντος Δικαστηρίου της δικασίμου της 5ης Νοεμβρίου 2013, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης, με επισημείωση στο πινάκιο, αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, οι εναγόμενοι παρέστησαν διά της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Μαρίας Τσακίρη. Επομένως, ενόψει της νόμιμης παράστασής τους κατά την εν λόγω δικάσιμο και την έλλειψη εναντίωσής τους, και δεδομένου ότι η αναβολή της υπόθεσης και η αναγραφή της στο πινάκιο του Δικαστηρίου τούτου για τη μετ’ αναβολή δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρο 226 παρ. 4 εδ. γ΄ ΚΠολΔ), αυτοί λογίζονται νομίμως κλητευθέντες για την παρούσα δικάσιμο, ενώ τυχόν ακυρότητα της κλήτευσής τους για την αρχική δικάσιμο, ενόψει του ότι δεν προσκομίζονται οι σχετικές εκθέσεις επίδοσης από την ενάγουσα, θεωρείται ως καλυφθείσα, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Πρέπει, συνεπώς, να δικασθούν ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 29 του ν. 3994/2011).

Με την υπό κρίση αγωγή της, η ενάγουσα εκθέτει ότι οι β΄ και γ΄ εναγόμενοι εξέδωσαν στην Αθήνα, ως νόμιμοι εκπρόσωποι της α΄ εναγόμενης εταιρείας, τις υπ’ αριθ. … επιταγές της τράπεζας με την επωνυμία «…», ποσού 30.769,23 ευρώ και 55.000,00 ευρώ, αντίστοιχα, φέρουσες ημερομηνία εκδόσεως 15.03.2012 και 25.03.2012, έκαστη εξ αυτών αντιστοίχως, σε διαταγή της (ενάγουσας)· ότι η ίδια (ενάγουσα) τις εμφάνισε νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή στο κατάστημα της πληρώτριας τράπεζας στον Πειραιά, όπου δεν πληρώθηκαν ελλείψει αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας εταιρείας· ότι οι β΄ και γ΄ εναγόμενοι γνώριζαν, τόσο κατά το χρόνο της έκδοσης όσο και κατά το χρόνο εμφάνισης των επιταγών προς πληρωμή, την έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων στο τραπεζικό λογαριασμό της α΄ εναγόμενης εταιρείας από τον οποίο σύρονταν η επιταγή· ότι από την προεκτεθείσα παράνομη και υπαίτια πράξη των β΄ και γ΄ εναγομένων, ζημιώθηκε κατά τη συνολική αξία των επίδικων επιταγών, δηλαδή κατά το ποσό των 85.769,23 ευρώ. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, όπως παραδεκτά περιορίστηκε το αίτημά της, κατ’ άρθρο 223 παρ. 1 του ΚΠολΔ, με δήλωση της πληρεξούσιάς της δικηγόρου, που καταχωρίσθηκε νομότυπα στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, αλλά και με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της, η ενάγουσα ζητεί να αναγνωρισθεί, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, η υποχρέωση των εναγομένων να της καταβάλουν εις ολόκληρον, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, το ως άνω ποσό ως αποζημίωση, καθώς και το ποσό των 50.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προπεριγραφόμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των β΄ και γ΄ εναγομένων, συνιστάμενης στην τρώση της φερεγγυότητας αυτής, όπως και να απαγγελθεί εις βάρος των τελευταίων προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί. Με τα ανωτέρω ως περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην [άρθρα 9, 10, 12 παρ. 1 και 14 παρ. 2 ΚΠολΔ] και κατά τόπον (άρθρα 22, 35, 37 παρ. 1 και 74 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51 Ν. 2172/1993). Συνακολούθως, το παρόν Δικαστήριο έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπό κρίση διαφοράς (άρθρα 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή, η οποία αφορά σε ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, ήτοι σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας ως προς την ενάγουσα και την πρώτη των εναγομένων, είναι ερευνητέα κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 παρ. 1 και 4 παρ. 1 και 3 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ)», ως το δίκαιο της χώρας με την οποία εμφανίζει προδήλως στενότερο δεσμό η προπεριγραφόμενη αδικοπραξία. Κατ’ ακολουθίαν, η αγωγή είναι νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 65, 67, 68, 71, 297, 298, 299, 330, 346, 481, 914 και 932 ΑΚ, 79 ν. 5960/1933, 70 ΚΠολΔ, πλην της επικουρικής βάσης της περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, η οποία πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη, διότι στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται η από την αδικοπραξία αγωγή (ΟλΑΠ 22/2003 ΕλλΔνη 44. 1261, ΑΠ 222/2003 ΕλλΔνη 45. 475). Σημειώνεται ότι, μετά την προαναφερθείσα τροπή του αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, τα αρχικά αιτήματα περί κηρύξεως της απόφασης προσωρινά εκτελεστής και περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης κατά των β΄ και γ΄ εναγομένων ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της παρούσας, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμα, εφόσον στις αποφάσεις επί αναγνωριστικών αγωγών δεν νοείται αναγκαστική άρα ούτε και προσωρινή εκτέλεση (ΕφΠειρ 1014/1992 Αρχ. Ν. 44. 63, Ι. Μπρίνια, Αναγκ. Εκτ., παρ. 47, VII, σελ. 132-133, Κ. Κεραμέα, Αστ. Δικ. Δικ. ΙΙ, 1978, παρ. 58, σελ. 66). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι, για το παραδεκτό της συζήτησής της, έχει καταβληθεί το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ’ αριθ. … σειρά VI διπλότυπο είσπραξης τύπου Β της ΔΟΥ …..΄……, με τα επικολληθέντα σ’ αυτό ένσημα υπέρ του Τ.Ν. και του Ε.Τ.Α.Α.).

Κατά της αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, ενώ για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Πρέπει, συνεπώς, αυτή (αγωγή) να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, καθόσον, λόγω της ερημοδικίας των εναγομένων, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας αποδεικνύονται πλήρως, αφού θεωρούνται ομολογημένοι από αυτούς [άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδ. με 271 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 29 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25-07-2011)]. Συγκεκριμένα, αφού ληφθεί περαιτέρω υπ’ όψιν το είδος και η έκταση της προσβολής της φερεγγυότητας της ενάγουσας εταιρείας, εξαιτίας της προπεριγραφόμενης παράνομης και υπαίτιας πράξης των β΄ και γ΄ εναγομένων, του βαθμού του πταίσματος των τελευταίων (δόλος) και της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των διαδίκων, σύμφωνα δε με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, η ανάλογη χρηματική ικανοποίηση που δικαιούται η ενάγουσα, ο καθορισμός του ύψους της οποίας δεν καλύπτεται από το τεκμήριο της ερημοδικίας αλλά γίνεται κατά την εύλογη κρίση του Δικαστηρίου, ανέρχεται στο ποσό των 5.000,00 ευρώ. Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των (85.769,23 + 5.000,00=) 90.769,23 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής. Τέλος, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), για την περίπτωση της εκ μέρους των εναγομένων άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της, μέρος δε της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, κατόπιν και του σχετικού αιτήματός της, πρέπει να επιβληθεί εις βάρος των εναγομένων, ανάλογα με την έκταση της ήττας τους (άρθρα 178 παρ. 1, 180 παρ. 3 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα διαλαμβάνονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των εναγομένων.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό, τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των ενενήντα χιλιάδων επτακοσίων εξήντα εννέα ευρώ και είκοσι τριών λεπτών (90.769,23), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγομένους στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το οποίο καθορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000,00) ευρώ

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις      -2-2015, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.

             Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ