Αριθμός απόφασης 1338/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων)
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αλκιβιάδη Φερεσίδη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, ο οποίος ορίσθηκε με κλήρωση.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 1η Οκτωβρίου 2021 χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αιτούσας: της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στις …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Δημήτριος Δημητρίου του Ιωάννη (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 3485), κάτοικος …, -συμπαρισταμένης της ασκούμενης δικηγόρου Μαργαρίτας Λεοντσίνη (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 4065)-, ο οποίος κατέθεσε σημείωμα και το με στοιχεία … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων Δ.Σ.Π.
Των καθ’ ων η αίτηση: 1) της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…» (Α.Φ.Μ. …), που εδρεύει στον …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα και 2) της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη … και έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα … (Α.Φ.Μ. …) δυνάμει του α.ν. 89/1967, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, τις οποίες εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Εμμανουήλ Ανδρεουλάκης του Στυλιανού (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 2418), κάτοικος …, ο οποίος κατέθεσε σημείωμα και το με στοιχεία … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων Δ.Σ.Π.
Η αιτούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 23-8-2021 αίτησή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία με Γ.Α.Κ. 6475/2021 και Ε.Α.Κ. 1452/2021 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 725 παρ. 1 ΚΠολΔ το Δικαστήριο δικαιούται να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο τη δικαστική μεσεγγύηση κινητών ή ακινήτων ή ομάδας πραγμάτων ή επιχείρησης, αν υπάρχει διαφορά σχετική με την κυριότητα, τη νομή ή την κατοχή ή οποιαδήποτε άλλη διαφορά σχετική με αυτά ή αν κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου μπορεί να ζητηθεί η μεσεγγύηση, υπό την προϋπόθεση, όμως της πιθανολόγησης επικειμένου κίνδυνου ή επείγουσας περίπτωσης (ΠΠρΚαλαμ 2/1989 ΝοΒ 38 σελ. 1029). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το ασφαλιστικό μέτρο της δικαστικής μεσεγγύησης αναγνωρίζεται ως αυτοτελές ασφαλιστικό μέτρο, το οποίο δικαιούται να διατάξει το Δικαστήριο (ΜονΠρωτΚω 1041/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρωτΑθ 1495/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρωτΑθ 3601/2008 ΕλλΔνη 2008 σελ. 1111). Υπό τον όρο «δικαστική μεσεγγύηση» νοείται η παράδοση σε κάποιον, καλούμενο μεσεγγυούχο, δυνάμει δικαστικής απόφασης του εριζόμενου πράγματος, κινητού ή ακινήτου ή ομάδας πραγμάτων ή επιχείρησης, για την εξασφάλιση του επ’ αυτού δικαιώματος ενός ή περισσοτέρων προσώπων, τα οποία (δικαιώματα) αμφισβητούνται ή είναι αβέβαια, ο μεσεγγυούχος δε υποχρεούται να αποδώσει αυτούσιο το πράγμα μόνο μετά από δικαστική απόφαση. Έτσι, η δικαστική μεσεγγύηση, που αντικατέστησε «τη συντηρητική κατάσχεση επί σκοπώ διεκδικήσεως» του προΐσχύσαντος δικαίου, διαφοροποιείται από το άλλο ασφαλιστικό μέτρο της συντηρητικής κατάσχεσης (άρθρα 707 επ. ΚΠολΔ) ως προς το ότι η μεν δικαστική μεσεγγύηση, που διατάσσεται για την εξασφάλιση μη χρηματικών απαιτήσεων, δεσμεύει προσωρινά το πράγμα, προκειμένου να καταστεί δυνατή η μελλοντική άμεση αναγκαστική εκτέλεση για την παράδοση ή απόδοση αυτούσιου του δεσμευμένου πράγματος, η δε συντηρητική κατάσχεση, που διατάσσεται για την εξασφάλιση χρηματικών απαιτήσεων (άρθρα 723, 724 ΚΠολΔ), δεσμεύει προσωρινά το περιουσιακό αντικείμενο του οφειλέτη που κατασχέθηκε, προκειμένου να καταστεί δυνατή μετά την τροπή της συντηρητικής κατάσχεσης σε αναγκαστική (άρθρο 722 παρ. 1 ΚΠολΔ), η μελλοντική έμμεση, αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση της χρηματικής απαίτησης του δανειστή που την επέβαλε από το προϊόν του πλειστηριασμού (ΕφΑθ 4224/2011 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, κατά την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 725 παρ. 1 ΚΠολΔ ορίζεται το πεδίο εφαρμογής του αυτοδύναμου ασφαλιστικού μέτρου της δικαστικής μεσεγγύησης («οποιαδήποτε άλλη διαφορά»). Αυτή στοχεύει στην προστασία όχι μόνον των αξιώσεων εμπράγματης φύσης, αλλά και των ενοχικών (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη «Ασφαλιστικά Μέτρα» έκδ. 2012, άρθρ. 725, αρ. 2 και 3, σελ. 648-649). Ειδικότερα, το εν λόγω ασφαλιστικό μέτρο της δικαστικής μεσεγγύησης μπορεί να ζητηθεί για την εξασφάλιση της μελλοντικής άμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης προς παράδοση ή απόδοση του δεσμευόμενου πράγματος, εφόσον υπάρχει μεταξύ άλλων και διαφορά για την κυριότητα του πράγματος ή και για άλλο δικαίωμα είτε πάνω στο πράγμα, είτε σχετικά με αυτό (ΜονΠρΝαξ 39/2015 ΤΝΠ Νόμος). Συγχρόνως, θα πρέπει να πιθανολογηθεί και η βασιμότητα της αξίωσης του αιτούντος (βλ. Κράνη σε Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα «Ερμηνεία ΚΠολΔ» 2η έκδοση-2020 άρθρ. 725, αρ. 3 σελ. 234). Σημειώνεται ότι, όταν ο νόμος απαιτεί επικείμενο κίνδυνο ή επείγουσα περίπτωση, εννοεί ειδικότερα την ύπαρξη ασυνήθους ανάγκης έκτακτης δικαστικής προστασίας του διαδίκου, η οποία να δικαιολογείται από τη συνδρομή παρόντων πραγματικών περιστατικών (ΜονΠρωτΘεσ 31427/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρωτΑθ 449/2004 ΝοΒ 2004 σελ. 831, ΜονΠρωτΑθ 7810/2003 Αρμ. 2004 σελ. 121, ΜονΠρωτΑθ 31951/1996 Αρμ 97 σελ. 1499, ΜονΠρωτΑθ 22493/1994 ΕλλΔνη 37 σελ. 707, ΜονΠρωτΑθ 18488/1987 ΝοΒ 30 σελ. 1254, ΜονΠρωτΑθ 12407/1985 Δίκη 16 σελ. 725, Τζίφρα, ό.π., σ. 9 επ., Κ. Μπέη «Πολιτική Δικονομία» άρθρ. 682, παρ. 5, σελ. 32, τον ίδιο «Εισαγωγή στη δικονομική σκέψη» παρ. 23, σελ. 345, Κεραμέα-Πολυζωγόπουλου «Τα ασφαλιστικά μέτρα» στο συλλογικό έργο «Η δραστικότητα της δικαιοσύνης» παρ. 3.4, σελ. 260, Κ. Γεωργίου «Οι έννοιες του επικείμενου κινδύνου και της επείγουσας περίπτωσης στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ΚΠολΔ 682 παρ. 1» σε ΕλλΔνη 38 σελ. 16). Περαιτέρω, ενεργητικά νομιμοποιείται να ζητήσει δικαστική μεσεγγύηση όποιος ισχυρίζεται ότι είναι δικαιούχος της ασφαλιστέας αξίωσης, ενώ παθητικά ο φερόμενος ως υπόχρεος. Ο κύριος ή ο νομέας του πράγματος, εφόσον δεν είναι ο ίδιος ο υπόχρεος, δεν νομιμοποιείται παθητικά (βλ. Κράνη ό.π. άρθρ. 725, αρ. 7, σελ. 237). Επιπλέον, εάν πιθανολογηθεί η συνδρομή των προϋποθέσεων για τη θέση των πραγμάτων, κινητών, ακινήτων κλπ υπό μεσεγγύηση το Δικαστήριο εκδίδει απόφαση, η οποία δημοσιεύεται, με την οποία δέχεται την αίτηση και διατάσσει τη δικαστική μεσεγγύηση. Η απόφαση αυτή πρέπει να περιέχει τα στοιχεία κάθε απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, δηλαδή την πιθανολόγηση των περιστατικών που θεμελιώνουν το ασφαλιζόμενο δικαίωμα και εκείνων που θεμελιώνουν τον επικείμενο κίνδυνο ή την επείγουσα περίπτωση, καθώς και τον προσδιορισμό του ασφαλιστικού μέτρου που διατάσσει. Προσθέτως, όμως, απαιτείται να καθορίζει υποχρεωτικά τα αντικείμενα, τα οποία τίθενται υπό μεσεγγύηση και τον διορισμό μεσεγγυούχου (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ό.π., άρθρ. 726, αρ. 5, σελ. 681). Εξάλλου, η απόφαση πρέπει να καθορίζει το πρόσωπο που διορίζεται ως μεσεγγυούχος, ο οποίος μπορεί να είναι οποιοδήποτε πρόσωπο, που κρίνεται κατάλληλο, χωρίς καμία δέσμευση ως προς την επιλογή του ή τον διορισμό του κατόχου του δεσμευόμενου πράγματος. Μπορεί, όμως, να διοριστεί μεσεγγυούχος ο νομέας ή κάτοχος, οπότε παύει να κατέχει για λογαριασμό του και υπόκειται στη ρύθμιση που ισχύει για τον μεσεγγυούχο. Μπορεί, ακόμη, να διοριστεί μεσεγγυούχος ο αιτών τη μεσεγγύηση, χωρίς να απαιτείται συναίνεση του καθ’ ου η αίτηση. Περαιτέρω, το Δικαστήριο δεν έχει καμία δέσμευση ως προς την επιλογή του προσώπου του μεσεγγυούχου από την υποβληθείσα αίτηση, αλλά παρέχεται σε αυτό διακριτική ευχέρεια για τον διορισμό του, βάσει της οποίας μπορεί να διορίσει τον οφειλέτη, στα χέρια του οποίου επιβάλλεται η μεσεγγύηση. Επίσης, μπορεί να διορίσει και τρίτο πρόσωπο, αν κρίνεται κατάλληλο, ανεξάρτητα αν αυτός προτείνεται από τους διαδίκους (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ό.π., άρθρ. 726, αρ. 6-7, σελ. 681-682, και τις εκεί παραπομπές σε νομολογία). Διατάσσεται δε δικαστική μεσεγγύηση και πλοίου για την εξασφάλιση των επ` αυτού δικαιωμάτων του αιτούντος, που αμφισβητούνται ή είναι αβέβαια, αλλά στην περίπτωση αυτή είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται ειδικώς το πλοίο, επί του οποίου αυτή πρόκειται να επιβληθεί (ΜΠρΠειρ 10/1970 ΕΕμπΔ ΚΑ σελ. 627). Ο μεσεγγυούχος, στον οποίο δεν μεταβιβάζεται η νομή των υπό μεσεγγύηση πραγμάτων (ΕφΑθ 1540/1991 Δ. 22 σελ. 734, ΕφΑθ 407/1975 Δ. 7 σελ. 201), διέπεται κατ’ αρχήν από τις διατάξεις που αφορούν τον θεματοφύλακα και περιορίζεται να φυλά τα μεσεγγυημένα αντικείμενα, χωρίς να έχει δικαίωμα χρήσης τους. Τέλος, η δικαστική μεσεγγύηση δεσμεύει κατ` αρχήν νομικά το αντίστοιχο δικαίωμα (κυριότητας) και εμποδίζει την περαιτέρω διάθεσή του, στην οποία περιλαμβάνεται και η επιβάρυνση του ακινήτου με εμπράγματο δικαίωμα (άρθρα 715 παρ. 1 και 727 ΚΠολΔ). Δεσμεύει, όμως, και υλικά το πράγμα, διότι ο διοριζόμενος υποχρεωτικά, κατά τη διάταξη του άρθρου 726 παρ. 3 ΚΠολΔ, ως μεσεγγυούχος του πράγματος φυλά αυτό για λογαριασμό της Πολιτείας ως δημόσιο όργανο (άρθρα 726 παρ. 5 και 956 παρ. 4 ΚΠολΔ), έχοντας αυξημένη ευθύνη στο πλαίσιο του λειτουργήματός του (ΠΠρΠειρ 3246/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρωτΧαλκ 115/2016 Αρμ. 2017 σελ. 1203, ΜονΠρωτΑθ 4953/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρωτΚω 1041/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρωτΑθ 1495/2009 ΤΝΠ Νόμος με παραπομπή στη ΜονΠρωτΑθ 20415/1997, Κ. Μπέη «Πολιτική Δικονομία» άρθρ. 726 αρ. 2.1 (8) σελ. 608, I. Μπρίνια «Αναγκαστική Εκτέλεση» έκδ. 1979, παρ. 287, σελ. 11).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτησή της, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της αιτούσας στο ακροατήριο και με το σημείωμά της, η αιτούσα αλλοδαπή εταιρεία, που εδρεύει …, εκθέτει ότι είναι πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιου «…» (νηολογίου …, με αριθμό ΙΜΟ 9306574 και Δ.Δ.Σ. SXVZ) και ότι στις 24-8-2017 συνήψε με την πρώτη καθ’ ης η αίτηση σύμβαση ναύλωσης γυμνού πλοίου με οκταετή διάρκεια έναντι καταβολής συμφωνηθέντος μηνιαίου ναύλου. Ότι στις 8-9-2017 η πρώτη καθ’ ης συνήψε με τη δεύτερη καθ’ ης σύμβαση διαχείρισης του εν λόγω πλοίου, ενώ με την αιτούσα υπέγραψε η δεύτερη καθ’ ης την ίδια ημέρα «ανάληψη υποχρέωσης διαχειριστή» (Manager’s Undertaking), διά της οποίας αναγνώρισε το δικαίωμα της αιτούσας να παύσει τον διορισμό της ως διαχειρίστριας του πλοίου μεταξύ άλλων σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης ναύλωσης. Ότι, ενώ αρχικά καταβάλλονταν κανονικά οι συμφωνηθέντες μηνιαίοι ναύλοι, στη συνέχεια, από τις 31-7-2019, η πρώτη καθ’ ης ζητούσε από την αιτούσα διευκολύνσεις για την αποπληρωμή μέρους των συμφωνηθέντων ναύλων λόγω οικονομικής της αδυναμίας, ενώ από τις 13-1-2021 έχει παύσει εντελώς να καταβάλει ναύλους. Ότι σύμφωνα με την ως άνω σύμβαση ναύλωσης γυμνού πλοίου, που είχαν υπογράψει η αιτούσα και η πρώτη καθ’ ης, η πρώτη ειδοποίησε εγγράφως τη δεύτερη στις 8-12-2020 περί της συνδρομής λόγου καταγγελίας (Termination Event Notice) και περί της έναρξης διαδρομής των προβλεπόμενων 10 εργασίμων ημερών, εντός των οποίων θα μπορούσε να προβεί σε καταγγελία της σύμβασης η ίδια η πρώτη καθ’ ης, καταβάλλοντας το τίμημα εξαγοράς του πλοίου λόγω καταγγελίας της σύμβασης, προκειμένου να ανακτήσει το πλοίο, άλλως, παρελθούσης απράκτου της ως άνω προθεσμίας, θα προέβαινε σε καταγγελία η ίδια η αιτούσα, οπότε θα έπαυε το δικαίωμα εκμετάλλευσης του πλοίου από την πρώτη καθ’ ης, η οποία θα έπρεπε να το παραδώσει στην αιτούσα άμεσα και με δικά της έξοδα. Ότι η εν λόγω προθεσμία των 10 εργασίμων ημερών παρήλθε άπρακτη, οπότε η αιτούσα απέστειλε στις 14-3-2021 στην πρώτη καθ’ ης γνωστοποίηση καταγγελίας (Termination Notice), τάσσοντας στην πρώτη καθ’ ης προθεσμία έως 15-3-2021 να καταβάλει το συμφωνηθέν τίμημα εξαγοράς λόγω καταγγελίας ύψους 14.482.511,18 δολαρίων Η.Π.Α., άλλως η σύμβαση ναύλωσης θα θεωρούνταν καταγγελθείσα και λυθείσα. Ότι, επειδή και αυτή η προθεσμία παρήλθε άπρακτη, η σύμβαση ναύλωσης θεωρείται καταγγελθείσα και λυθείσα από τις 15-3-2021, ενώ στις 21-3-2021 η αιτούσα απέστειλε στη δεύτερη καθ’ ης επιστολή παύσης διαχείρισης, καταγγέλλοντας τη σύμβαση διαχείρισης, όπως προβλεπόταν στην ως άνω «ανάληψη υποχρέωσης διαχειριστή», και ορίζοντας ως νέα, δική της διαχειρίστρια την αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία με την επωνυμία «…». Ότι παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της αιτούσας η μεν πρώτη καθ’ ης αρνείται να της καταβάλει το ως άνω συμβατικά συμφωνηθέν τίμημα εξαγοράς του πλοίου λόγω καταγγελίας της σύμβασης ναύλωσης και να της παραδώσει το πλοίο, η δε δεύτερη αρνείται να παραδώσει τη διαχείριση του πλοίου στην ως άνω ορισθείσα από την αιτούσα αλλοδαπή εταιρεία. Ότι, προς τούτο, η αιτούσα προσέφυγε σε διαιτησία στο Λονδίνο κατά των καθ’ ων, όπως προβλεπόταν στη σύμβαση ναύλωσης γυμνού πλοίου και στην «ανάληψη υποχρέωσης διαχειριστή». Επικαλούμενη δε επείγουσα περίπτωση από το γεγονός ότι από τις 15-3-2021 το πλοίο «…» εξακολουθεί να εκτελεί πλόες ανά την υφήλιο υπό τη διαχείριση των καθ’ ων, χωρίς η αιτούσα να έχει παραλάβει τη χρήση του και να μπορεί να το εκμεταλλευθεί οικονομικά η ίδια, αλλά και λόγω της οικονομικής αφερεγγυότητας της πρώτης καθ’ ης από την αδυναμία της να καταβάλει στην αιτούσα τους οφειλόμενους ναύλους και εν τέλει το τίμημα εξαγοράς του πλοίου, η αιτούσα ζητεί: α) να τεθεί το δεξαμενόπλοιο «…» σε δικαστική μεσεγγύηση, β) να ορισθεί μεσεγγυούχος η αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην … και έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα (οδός …), γ) να διαταχθούν οι καθ’ ων η αίτηση να παραδώσουν το πλοίο στη μεσεγγυούχο, δ) να επιτραπεί στη μεσεγγυούχο να διεξάγει διαχειριστικές πράξεις ως προς το πλοίο, καθώς και πράξεις εκμετάλλευσης αυτού και ε) να καταδικασθούν οι καθ’ ων η αίτηση να της καταβάλουν τα δικαστικά της έξοδα. Με αυτό το περιεχόμενο η αίτηση αρμοδίως εισάγεται, για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, που έχει διεθνή δικαιοδοσία [ως προς την πρώτη καθ’ ης: άρθρα 1 παρ. 1, 4 παρ. 1 Κανονισμού (ΕΚ) 1215/2012, ως προς τη δεύτερη καθ’ ης: άρθρα 3 και 37 ΚΠολΔ λόγω ομοδικίας], κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 683 παρ. 1 και 4, 686 επ. ΚΠολΔ, 51 ν. 2172/1993) και είναι νόμιμη, ερειδόμενη στα άρθρα 574 επ. ΑΚ (κρατούσα άποψη για σύμβαση ναύλωσης γυμνού πλοίου: Α. Κιάντου-Παμπούκη «Ναυτικό Δίκαιο» τόμος ΙΙ ΣΤ’ έκδοση-2007 σελ. 26), 1 ν. 740/1977, 725-727 ΚΠολΔ, καθόσον εφαρμοστέο δίκαιο είναι μεν, εν προκειμένω, καταρχήν το αγγλικό, όπως επέλεξαν τα μέρη με βάση τον όρο 30 της επίδικης σύμβασης ναύλωσης γυμνού πλοίου και τον όρο 9 της «ανάληψης υποχρέωσης διαχειριστή» (lex voluntatis) [άρθρο 1 παρ. 1 εδ. α’ και άρθρο 3 παρ. 1 Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008], αλλά λόγω του επείγοντος χαρακτήρα της προκείμενης διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων και της μη παροχής πληροφόρησης για τις οικείες διατάξεις του αγγλικού δικαίου εφαρμοστέο είναι εν τέλει το ελληνικό δίκαιο (ΜΠΑ 20375/1993 ΕλλΔνη 1994 σελ. 1397, ΜΠΑ 18498/1981 ΝοΒ 1982 σελ. 84, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας «Ερμηνεία ΚΠολΔ» υπό άρθρο 337 αριθμ. 4 σελ. 682). Επομένως, πρέπει η αίτηση να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Οι καθ’ ων η αίτηση, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους στο ακροατήριο και με το σημείωμά τους, αρνούνται την αίτηση και προβάλλουν α) ένσταση ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως της δεύτερης εξ αυτών, η οποία συνιστά άρνηση της αίτησης και β) ένσταση έλλειψης επείγουσας περίπτωσης, η οποία είναι νόμιμη, ερειδόμενη στα άρθρα 682 παρ. 1 εδ. α’ και 688 παρ. 1 ΚΠολΔ, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της αιτούσας … και της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα των καθ’ ων η αίτηση …, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου, καθώς και όλων των εγγράφων που προσκομίζουν οι διάδικοι πιθανολογούνται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Το 2017 ο όμιλος «…», στον οποίο ανήκουν οι καθ’ ων η αίτηση εταιρείες, αναζητούσε τρόπους αναχρηματοδότησης των ναυτιλιακών επιχειρήσεών του μέσω χρηματοδοτικών εργαλείων που θα του απέφεραν επαρκή ταμειακή ρευστότητα. Κατόπιν διαπραγματεύσεων με τη μητρική εταιρεία της αιτούσας «…» συμφωνήθηκε η εκταμίευση από την τελευταία προς τον όμιλο «…» ποσού ύψους 65.500.000 δολαρίων Η.Π.Α. στο πλαίσιο πώλησης και επαναμίσθωσης (sale and leaseback) τεσσάρων υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιων και δη του επίδικου «…», του «…», του «…» και του «…», που μέχρι τότε ανήκαν στον όμιλο «…» και δη σε πλοιοκτήτριες εταιρείες του. Ειδικότερα, το «…» ανήκε μέχρι τότε στην κυριότητα της πρώτης καθ’ ης η αίτηση. Σύμφωνα δε με τη συναφθείσα σύμβαση χρηματοδότησης μέσω πωλήσεων και επαναμισθώσεων η μητρική εταιρεία της αιτούσας θα προέβαινε στη σύσταση τεσσάρων εταιρειών ειδικού σκοπού, που θα αποκτούσαν την κυριότητα των ως άνω δεξαμενόπλοιων με αγορά από τις ως άνω πλοιοκτήτριες του ομίλου «…» έναντι συνολικού τιμήματος ύψους 65.500.000 δολαρίων Η.Π.Α. Παράλληλα, οι αγοράστριες εταιρείες θα προέβαιναν στην εκναύλωση των πλοίων στις πρώην πλοιοκτήτριες εταιρείες του ομίλου «…» με συμβάσεις ναύλωσης γυμνού πλοίου (bareboat charter agreements) για χρονική διάρκεια 96 μηνών, ήτοι 8 ετών, έναντι καταβολής μηνιαίων ναύλων από τις πωλήτριες και πρώην πλοιοκτήτριες των τεσσάρων δεξαμενόπλοιων εταιρείες στις αγοράστριες-εκναυλώτριες με τη διατήρηση από τις ναυλώτριες (πρώην πλοιοκτήτριες) της ναυτικής διεύθυνσης και της κατοχής των πλοίων, τα οποία θα εκμεταλλεύονταν οι ίδιες στο όνομά τους και για δικό τους λογαριασμό. Με την ίδια ως άνω σύμβαση συμφωνήθηκε ότι η δεύτερη καθ’ ης η αίτηση αλλοδαπή διαχειρίστρια εταιρεία θα ασκούσε την εμπορική και την τεχνική διαχείριση των πλοίων για λογαριασμό των τεσσάρων γυμνών ναυλωτριών. Συμφωνήθηκε, επίσης, ότι μετά τη λήξη της οκταετούς διάρκειας της σύμβασης (ή και νωρίτερα σε περίπτωση πρόωρης λύσης της) οι τέσσερις ναυλώτριες εταιρείες του ομίλου «…» θα είχαν την υποχρέωση να αποκτήσουν εκ νέου την κυριότητα εκάστου πλοίου, καταβάλλοντας το αντίστοιχο τίμημα εξαγοράς στην αντίστοιχη αγοράστρια και εκναυλώτρια μητρική εταιρεία της αιτούσας. Ειδικά για την περίπτωση της πρόωρης λύσης μιας σύμβασης ναύλωσης λόγω καταγγελίας από την εκναυλώτρια συμφωνήθηκε ότι, εάν η ναυλώτρια δεν κατέβαλε, ως όφειλε, εμπροθέσμως το καθοριζόμενο τίμημα επαναγοράς του πλοίου, θα έπαυε αυτομάτως το δικαίωμα κατοχής της επί του πλοίου, το οποίο εκείνη θα όφειλε να παραδώσει πάραυτα στην εκναυλώτρια εταιρεία. Σε εκτέλεση της ως άνω σύμβασης χρηματοδότησης μέσω πώλησης και επαναμίσθωσης διά γυμνής ναύλωσης πλοίων, η αιτούσα συνήψε στις 24-8-2017 με την πρώτη καθ’ ης η αίτηση προσύμφωνο αγοραπωλησίας (Memorandum of Agreement) -της σύμβασης πώλησης και οριστικής μεταβίβασης (Bill of Sale) υπογραφείσης στις 4-9-2017-, καθώς και σύμβαση ναύλωσης γυμνού πλοίου του «…», η οποία καταχωρίστηκε στο νηολόγιο ……στις 8-9-2017, οπότε εκκίνησε η οκταετής διάρκεια ισχύος της. Στη σύμβαση ναύλωσης συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση συνδρομής γεγονότος που θεμελίωνε δικαίωμα καταγγελίας και σχετικής ειδοποίησής της η πρώτη καθ’ ης-ναυλώτρια είχε το δικαίωμα να καταγγείλει η ίδια τη σύμβαση ναύλωσης, να καταβάλει το τίμημα επαναγοράς του πλοίου και να αποκτήσει εκ νέου την κυριότητά του, αλλά, εάν εντός προθεσμίας 10 εργασίμων ημερών από την ειδοποίησή της η καθ’ ης δεν ενημέρωνε την αιτούσα ότι επιθυμούσε να ασκήσει αυτό το δικαίωμά της, η αιτούσα είχε το δικαίωμα να καταγγείλει η ίδια τη σύμβαση ναύλωσης, οπότε θα έπαυε αμέσως το δικαίωμα κατοχής του επιδίκου πλοίου από την πρώτη καθ’ ης-ναυλώτρια. Σε μια τέτοια περίπτωση, η πρώτη καθ’ ης θα υποχρεωνόταν να παραδώσει το πλοίο στην αιτούσα, η οποία θα δικαιούνταν να τερματίσει («παύσει») τη διαχείριση του πλοίου από τη δεύτερη καθ’ ης και να ορίσει νέο διαχειριστή. Αυτό δε το δικαίωμα της αιτούσας είχε αναγνωρίσει και η δεύτερη καθ’ ης η αίτηση στην από 8-9-2017 «ανάληψη υποχρέωσης διαχειριστή» (Manager’s Undertaking), που είχε υπογράψει. Και ενώ αρχικά οι συμβάσεις ναύλωσης των τεσσάρων πλοίων εκτελούνταν ομαλά, από τις 31-7-2019 όλες οι ναυλώτριες εταιρείες, περιλαμβανομένης της πρώτης καθ’ ης-ναυλώτριας του «…», έπαυσαν να καταβάλλουν τους συμφωνηθέντες μηνιαίους ναύλους, όπως έπρατταν μέχρι τότε, και ζήτησαν τη μερική αναστολή της καταβολής τους λόγω αδυναμίας καταβολής. Ειδικότερα, ζήτησαν για το χρονικό διάστημα από 1-6-2019 έως 30-11-2019 να καταβάλουν το ήμισυ και όχι ολόκληρο το συμφωνηθέν σταθερό ποσό ναύλου, δεσμευόμενες να αποπληρώσουν το υπόλοιπο ήμισυ σε 24 ισόποσες μηνιαίες δόσεις, αρχόμενες τον Δεκέμβριο 2019 και λήγουσες τον Νοέμβριο 2021, πλέον των τρέχοντων μηνιαίων ναύλων. Η αιτούσα και οι λοιπές εκναυλώτριες εταιρείες των λοιπών τριών δεξαμενόπλοιων αποδέχθηκαν το σχετικό αίτημα. Ειδικότερα, συμφωνήθηκε η πρώτη καθ’ ης να καταβάλει στην αιτούσα για το ως άνω διάστημα μόνο το ποσό των 71.287,50 δολαρίων Η.Π.Α., ενώ το υπόλοιπο ήμισυ θα αποπληρωνόταν κατά τα ανωτέρω. Στη συνέχεια, στις 27-4-2020 οι ναυλώτριες εταιρείες, περιλαμβανομένης της πρώτης καθ’ ης-ναυλώτριας του «…», υπέβαλαν δεύτερο αίτημα και δη εκείνο της ολικής αναστολής ναύλου για τον μήνα Μάιο έτους 2020 λόγω αδυναμίας καταβολής του, δεσμευόμενες να το αποπληρώσουν σε 7 ισόποσες μηνιαίες δόσεις, αρχόμενες τον Ιούνιο 2020 και λήγουσες τον Δεκέμβριο 2020, πλέον των τρέχοντων μηνιαίων ναύλων. Η αιτούσα και οι λοιπές εκναυλώτριες εταιρείες των λοιπών τριών δεξαμενόπλοιων αποδέχθηκαν και αυτό το σχετικό αίτημα. Ειδικότερα, συμφωνήθηκε η πρώτη καθ’ ης να μην καταβάλει στην αιτούσα τον ναύλο Μαΐου 2020 ύψους 160.396,88 δολαρίων Η.Π.Α., το οποίο θα αποπληρωνόταν κατά τα ανωτέρω. Ωστόσο, μετά τον Σεπτέμβριο 2020 η πρώτη καθ’ ης άρχισε να μην καταβάλλει όλους τους οφειλόμενους ναύλους παρά μόνο μέρος αυτών, ενώ από τις 18-1-2021 έχει παύσει εντελώς να καταβάλει ναύλους, καταστάσα έκτοτε αυτοδικαίως υπερήμερη. Συγκεκριμένα, μέχρι τις 8-3-2021 η πρώτη καθ’ ης έχει καταστεί υπερήμερη ως προς την καταβολή 6 μηνιαίων δόσεων ναύλου -σταθερού και κυμαινόμενου- συνολικού ύψους 1.014.053,95 δολαρίων Η.Π.Α., ποσό που αρνείται να καταβάλει στην αιτούσα παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της. Προς τούτο, στις 8-12-2020 η αιτούσα ενημέρωσε εγγράφως την πρώτη καθ’ ης περί της διαπίστωσης συνδρομής λόγου καταγγελίας (Termination Event Notice) της μεταξύ τους σύμβασης ναύλωσης γυμνού πλοίου λόγω μη καταβολής των οφειλόμενων ναύλων και περί έναρξης της προθεσμίας 10 εργάσιμων ημερών για την πρώτη καθ’ ης να καταγγείλει η ίδια τη σύμβαση και να καταβάλει το τίμημα εξαγοράς του πλοίου λόγω καταγγελίας, προκειμένου να ανακτήσει το πλοίο, ενώ, αν παρερχόταν άπρακτη η προθεσμία, το δικαίωμα εκμετάλλευσης του πλοίου από την πρώτη καθ’ ης και τη διαχειρίστριά της (δεύτερη καθ’ ης) θα έπαυε με άμεση συνέπεια την υποχρέωση παράδοσής του στην αιτούσα. Επειδή παρήλθε άπρακτη η ως άνω προθεσμία των 10 εργάσιμων ημερών, στις 14-3-2021 η αιτούσα απέστειλε εγγράφως γνωστοποίηση καταγγελίας (Termination Notice) στην πρώτη καθ’ ης και ζήτησε την άμεση καταβολή του τιμήματος εξαγοράς λόγω καταγγελίας έως τις 15-3-2021 και ώρα 20.00’ (τοπική ώρα Πεκίνου), άλλως η σύμβαση ναύλωσης θα θεωρούνταν καταγγελθείσα και λυθείσα και θα έπρεπε η πρώτη καθ’ ης να της παραδώσει το πλοίο. Ωστόσο, και αυτή η προθεσμία παρήλθε άπρακτη, οπότε στις 15-3-2021 η σύμβαση ναύλωσης θεωρήθηκε καταγγελθείσα και λυθείσα. Μάλιστα, στις 21-3-2021 η αιτούσα απέστειλε στη δεύτερη καθ’ ης επιστολή παύσης διαχείρισης με βάση την ως άνω συμφωνία τους («ανάληψη υποχρέωσης διαχειριστή»), με την οποία (επιστολή) η αιτούσα διόριζε από την ημέρα εκείνη νέα διαχειρίστρια του πλοίου την αλλοδαπή ναυτική εταιρεία με την επωνυμία «…». Μέχρι δε την ημέρα συζήτησης της υπό κρίση αίτησης, η πρώτη καθ’ ης πιθανολογείται ότι αρνείται να εξοφλήσει το χρέος της, η δε δεύτερη καθ’ ης πιθανολογείται ότι αρνείται να παραδώσει το πλοίο στη διαχειρίστρια που όρισε η αιτούσα. Μάλιστα, προς οριστική επίλυση της ένδικης διαφοράς η αιτούσα έχει προσφύγει από τις 9-7-2021 κατά της πρώτης καθ’ ης σε διαιτησία στο Λονδίνο σύμφωνα με τη σύμβαση ναύλωσης, ενώ από τις 14-7-2021 έχει προσφύγει σε διαιτησία στο Λονδίνο και κατά της δεύτερης καθ’ ης σύμφωνα με την ως άνω από 8-9-2017 «ανάληψη υποχρέωσης διαχειριστή». Σημειωτέον ότι η ευθύνη της δεύτερης καθ’ ης για την παύση διαχείρισης και την παράδοση του πλοίου στην αιτούσα και δη στη διαχειρίστρια που όρισε εκείνη είναι αυτοτελής, εφόσον ερείδεται επί της σχετικής αυτοτελούς υποχρέωσής της με βάση την ως άνω «ανάληψη υποχρέωσης διαχειριστή», που είχε υπογράψει με την αιτούσα. Επομένως, εφόσον πιθανολογούνται τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και, επιπλέον, συντρέχει, εν προκειμένω, επείγουσα περίπτωση από το γεγονός ότι από τις 15-3-2021 το πλοίο «…» εξακολουθεί να εκτελεί πλόες ανά την υφήλιο υπό τη διαχείριση των καθ’ ων η αίτηση, χωρίς η αιτούσα να έχει παραλάβει τη χρήση του και να μπορεί να το εκμεταλλευθεί οικονομικά η ίδια, αλλά και λόγω της οικονομικής αφερεγγυότητας της πρώτης καθ’ ης από την αδυναμία της να καταβάλει στην αιτούσα τους οφειλόμενους ναύλους και εν τέλει το τίμημα εξαγοράς του πλοίου -απορριπτομένης της ένστασης ελλείψεως επείγουσας περιπτώσεως, που υπέβαλαν οι καθ’ ων η αίτηση-, πρέπει η υπό κρίση αίτηση να γίνει δεκτή ως και ουσία βάσιμη και α) να τεθεί το δεξαμενόπλοιο «…» σε δικαστική μεσεγγύηση, β) να ορισθεί μεσεγγυούχος η αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην …, έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα (οδός …) και πιθανολογείται ότι είναι κατάλληλη, γ) να διαταχθούν οι καθ’ ων η αίτηση να παραδώσουν το πλοίο στη μεσεγγυούχο και δ) να επιτραπεί στη μεσεγγυούχο να διεξάγει διαχειριστικές πράξεις ως προς το πλοίο, καθώς και πράξεις εκμετάλλευσης αυτού. Τα δικαστικά έξοδα της αιτούσας, όπως ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό, βαρύνουν τις καθ’ ων η αίτηση λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 180, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, άρθρο 84 παρ. 2 Κώδικα Δικηγόρων).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την αίτηση.
Διατάσσει τη δικαστική μεσεγγύηση του υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιου με την ονομασία «…» νηολογίου … με αριθμό Ι.Μ.Ο. 9306574 και Δ.Δ.Σ. SXVZ.
Διορίζει μεσεγγυούχο την αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην … και έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα (οδός …).
Διατάσσει τις καθ’ ων η αίτηση να παραδώσουν το ως άνω πλοίο στην ως άνω μεσεγγυούχο.
Επιτρέπει στην ως άνω μεσεγγυούχο να διεξάγει διαχειριστικές πράξεις ως προς το ως άνω πλοίο, καθώς και πράξεις εκμετάλλευσης αυτού.
Επιβάλλει στις καθ’ ων η αίτηση τα δικαστικά έξοδα της αιτούσας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 25-10-2021.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ ..…ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΜΟΝΟ