Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης 64/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων)

 

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αλκιβιάδη Φερεσίδη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, ο οποίος ορίσθηκε με κλήρωση.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Δεκεμβρίου 2021 χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αιτούντος: …, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Μαθιόπουλο του Κωνσταντίνου (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 2984) της δικηγορικής εταιρείας «HERRING PARRY KHAN ΓΙΟΜΕΛΑΚΗΣ LE-DU ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 30020), κάτοικος …, ο οποίος κατέθεσε σημείωμα και το με στοιχεία … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων Δ.Σ.Π.

Των καθ’ ων η αίτηση: 1) …, κατοίκου …, οδός …, 2) …, κατοίκου …, 3) της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στα νησιά … και εκπροσωπείται στην Ελλάδα από την εταιρεία με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη …, οδός …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 4) της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στα νησιά … και εκπροσωπείται στην Ελλάδα από την εταιρεία με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη …, οδός …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 5) της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στα νησιά … και εκπροσωπείται στην Ελλάδα από την εταιρεία με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη …, οδός …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, και 6) της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στα νησιά … και έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα (οδός …, …) δυνάμει του άρθρου 25 ν. 27/1975, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, τους οποίους εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Βασίλειος Βερνίκος του Εμμανουήλ (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 1676), κάτοικος …, ο οποίος κατέθεσε σημείωμα και το με στοιχεία … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων Δ.Σ.Π.

Ο αιτών ζητεί να γίνει δεκτή η από 29-11-2021 αίτησή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία με Γ.Α.Κ. 9600/2021 και Ε.Α.Κ. 2191/2021 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Κατά το άρθρο 10 ΑΚ η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του, όπως και επί μέρους ζητήματα, όπως η ίδρυση του νομικού προσώπου, η έναρξη και η έκταση της ικανότητας δικαίου, η λύση του, η επωνυμία, η διαχείριση, η αντιπροσωπευτική εξουσία και η ευθύνη των οργάνων του. Ως «έδρα» νοείται στη διάταξη αυτή η πραγματική και όχι η καταστατική, δηλαδή ο τόπος, όπου είναι εγκατεστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, δηλαδή ο τόπος στον οποίο συντελούνται οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υποστάσεώς του, στον οποίο ασκείται πραγματικά η διοίκηση και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία του αποφάσεις. Διάφορη εκδοχή θα καθιστούσε συνδετικό στοιχείο, για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου, τη θέληση (επιλογή) τωv ενδιαφερομένων. Η λύση αυτή, ενώ υιοθετείται επί συμβατικών ενοχών (βλ. ΑΚ 25), δεν αρμόζει, προκειμένου να κριθεί η σύσταση και λειτουργία του νομικού προσώπου. Τούτο, γιατί αυτό αποτελεί υποκείμενο δικαίου, δηλαδή ενεργεί όχι μόνο μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, όπως η συμβατική ενοχή, αλλά έναντι όλων, ώστε η σύσταση, τα όργανα και η εν γένει δράση του ενδιαφέρουν τους τρίτους και τις συναλλαγές, όπως είναι οι μέτοχοι της εταιρείας, αλλά και οι δανειστές αυτής και, ενδεχομένως, τον έλεγχο της εταιρείας από το Κράτος της πραγματικής έδρας του νομικού προσώπου. Επιπλέον, το συνδετικό στοιχείο της θέλησης των ιδρυτών (καταστατική έδρα) θα κατέληγε στον παραμερισμό, στην εγχώρια έννομη τάξη, κανόνων δημοσίας τάξεως, πράγμα που είναι αντίθετο στη θεμελιώδη αρχή του άρθρου 3 ΑΚ (ΠΠΠ 4525/2014 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Από τη διάταξη του άρθρου 10 ΑΚ συνάγεται, επίσης. ότι αλλοδαπές εταιρίες, οι οποίες έχουν ως πραγματική έδρα την Ελλάδα, δεν έχουν, όμως, συσταθεί συμφώνως προς τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, πάσχουν από ακυρότητα ως εταιρείες του αντιστοίχου εταιρικού τύπου και λειτουργούν υπό το σχήμα ομορρύθμων εταιρειών εν τοις πράγμασι και οι εταίροι τους ευθύνονται απεριορίστως και εις ολόκληρον μετά της εταιρείας συμφώνως προς τις διατάξεις των άρθρων 249 παρ. 1 και 258 παρ. 3 Ν. 4072/2012 (ΟλΑΠ 2/2003 ΕΕμπΔ ΝΔ σελ. 60, ΑΠ 803/2010 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Περαιτέρω, εξαίρεση στη διάταξη του άρθρου 10 ΑΚ θεμελιούται σε περιπτώσεις: 1) ναυτιλιακών εταιρειών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ελληνική σημαία κατά τον ενεστώτα χρόνο ή κατά το παρελθόν ως και των εταιριών χαρτοφυλακίου αυτών, εξαιρουμένων των εταιρειών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών μόνον σκαφών αναψυχής, 2) ναυτιλιακών εταιρειών, μη πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ελληνική σημαία κατά τον ενεστώτα χρόνο ή κατά το παρελθόν, εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής δυνάμει αδείας χορηγούμενης διά κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, δημοσιευομένης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ως και των εταιρειών χαρτοφυλακίου αυτών, υπό την αυτήν εξαίρεση, και 3) ναυτιλιακών εταιρειών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ξένη σημαία ως και των εταιρειών χαρτοφυλακίου αυτών, εφόσον τα πλοία αυτών διαχειρίζονται ή διεχειρίζοντο γραφεία ή υποκαταστήματα εταιριών εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής, οι οποίες κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 1 Ν. 791/1978 διέπονται ως προς τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, όπου ευρίσκεται η καταστατική έδρα αυτών, ανεξαρτήτως του τόπου διευθύνσεως των εταιρικών υποθέσεων (ΑΠ 803/2010 ΤΝΠ ό.π., ΕφΠειρ 701/2013 ΕΝΔ 2013 σελ. 100, ΕφΠειρ 477/2013 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 268/2013 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 568/2012 αδημ). Δηλονότι κατά τον ως άνω νόμο, όταν πρόκειται για ναυτιλιακές εταιρείες διαχειρίστριες πλοίων υπό ελληνική ή ξένη σημαία νόμιμα εγκατεστημένων στη Ελλάδα όλα τα θέματα που αφορούν τη σύσταση και την ικανότητα δικαίου θα κριθούν από το δίκαιο της καταστατικής έδρας. Διχοστασία, όμως, έχει γεννηθεί ως προς τον κύκλο των ζητημάτων που θα κριθούν με βάση το δίκαιο της καταστατικής έδρας και συγκεκριμένα ερίζεται αν το άρθρο 1 του ν. 791/1978 θα πρέπει να ερμηνεύεται στενά και να εφαρμόζεται το δίκαιο της καταστατικής έδρας σύμφωνα με τη στενή γραμματική ερμηνεία μόνο για τα θέματα της συστάσεως και της ικανότητας δικαίου (και για τα λοιπά θέματα θα εφαρμόζεται το δίκαιο της πραγματικής έδρας) ή η ως άνω διάταξη θα πρέπει να ερμηνεύεται με μεγαλύτερη ευρύτητα, ώστε όλα τα εταιρικά θέματα των ως άνω εταιρειών να υπάγονται στο δίκαιο της καταστατικής έδρας. Σύμφωνα με την ΟλΑΠ 2/1999, ο ν. 791/1978, ειδικά ως προς τις ναυτιλιακές εταιρίες αναφέρεται μόνο σε θέματα σύστασης και ικανότητας δικαίου αυτών χωρίς ο ν. 791/1978 να ασχολείται με δικονομικά θέματα, όπως η δωσιδικία των πιο πάνω αλλοδαπών ναυτιλιακών εταιριών, βάσει της οποίας το Δικαστήριο είναι αρμόδιο. Επίσης, με την ΟλΑΠ 2/3003 κρίθηκε ότι η πιο πάνω θεσμοθέτηση του ν. 791/1978 έγινε χάρη της διαφυλάξεως του κύρους των πιο πάνω αλλοδαπών ναυτιλιακών εταιριών, για να μη μετασχηματιστούν αυτές σε εν τοις πράγμασι ομόρρυθμες εταιρίες. Κατά την κρατούσα δε άποψη κατά το δίκαιον της έδρας (καταστατικής) βάσει του άρθρου 1 ν. 791/78 θα κριθεί όχι μόνο η σύσταση και η ικανότητα δικαίου, αλλά και η εσωτερική λειτουργία και η εξουσία των οργάνων, οι σχέσεις των εταίρων μεταξύ τους και έναντι της εταιρείας (βλ. Μαριδάκη, Ι.Δ.Δ. τ. Α` παρ. 29 σ. 383), τι προβλέπει η αξιογραφική ενσωμάτωση και αν το δικαίωμα εκ του χαρτίου ακολουθεί το δικαίωμα επί του χαρτίου, πώς δύναται να γίνει η υλοποίηση αυτών, πώς κτώνται τα δικαιώματα επί των μετοχικών τίτλων (πρβλ. Απόστολου Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία ΑΚ, έκδ 2010 υπό το άρθρο 10 ΑΚ, σελ. 37 και 38). Σε αντίθετη περίπτωση μια αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία θα έπρεπε να συμμορφώνεται παράλληλα τόσο με τους όρους και τις απαιτήσεις του δικαίου της καταστατικής έδρας, αναφορικά με τη σύσταση και την ικανότητα δικαίου, όσο και με τους όρους και τις απαιτήσεις των ελληνικών νόμων επί σειράς καίριων ζητημάτων, όπως ο τρόπος σύγκλησης των οργάνων της ή ο τρόπος λήψης των αποφάσεών της, τα δικαιώματα των μετόχων της, λύση, όμως, που δεν συμβαδίζει με το σκοπό του νομοθέτη για τις εταιρείες. Μάλιστα, η ΑΠ 186/2008, αναφορικά με το ζήτημα της αντιπροσωπευτικής εξουσίας των οργάνων μιας τέτοιας εταιρείας έκρινε ως εφαρμοστέο το δίκαιο της καταστατικής έδρας της. Άλλωστε, και το άρθρο 10 ΑΚ, όταν ρητώς ορίζει ότι η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της (πραγματικής) έδρας του, δεν αναφέρεται στενά μόνο στα θέματα της ικανότητας δικαίου, αλλά έχει κριθεί ερμηνευτικώς ότι η ρύθμισή του επεκτείνεται έτι περαιτέρω και σε θέματα που εκφεύγουν της ικανότητας δικαίου, όπως αυτά της διοίκησης του νομικού προσώπου, της εκπροσώπησής του, των όρων κτήσης και αποβολής της ιδιότητας του μέλους του κλπ. (βλ. Βαθρακοκοίλη «ΕΡΝΟΜΑΚ» έκδ 2001 υπό άρθρο 10 ΑΚ σελ. 92). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου θα πρέπει να γίνει δεκτό και ότι, όταν το άρθρο 1 του ν. 791/1978 ρητώς ορίζει ότι ως προς τη σύσταση και την ικανότητα δικαίου οι ως άνω ναυτιλιακές εταιρείες διέπονται από το δίκαιο της χώρας, όπου ευρίσκεται η καταστατική έδρα αυτών, δεν αναφέρεται στενά μόνο στα θέματα της σύστασης και της ικανότητας δικαίου, αλλά η ρύθμισή του επεκτείνεται έτι περαιτέρω και σε θέματα που εκφεύγουν της σύστασης και της ικανότητας δικαίου, όπως είναι αυτά της διοίκησης του νομικού προσώπου, της εκπροσώπησής του κλπ. Και ναι μεν ο ν. 791/1978, που καθιερώνει την εφαρμογή του δικαίου της καταστατικής έδρας, αποτελεί εξαίρεση στον γενικό κανόνα του άρθρου 10 ΑΚ, που καθιερώνει τον κανόνα της πραγματικής έδρας, και ως τέτοιος εξαιρετικός κανόνας θα πρέπει να ερμηνεύεται στενά, πλην, όμως θα πρέπει κάθε φορά να αναζητείται και ο δικαιοπολιτικός λόγος που οδήγησε τον νομοθέτη στην ψήφισή του. Πράγματι, ο ν. 791/1978 ψηφίστηκε, διότι το πρώτον με την υπ` αριθμ. 549/1970 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επικυρωθείσα εν συνεχεία από τον Άρειο Πάγο, έγινε δεκτό ότι όλες οι αλλοδαπές εταιρείες, η διοίκηση των οποίων ασκείται μεν στην Ελλάδα, πλην, όμως, δεν έχουν συσταθεί κατά τον νόμιμο τύπο σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, θεωρούνταν άκυρες και αποτελούν εν τοις πράγμασι ομόρρυθμες εταιρείες. Αυτή η άποψη καταλάμβανε και όλες τις αλλοδαπές πλοιοκτήτριες εταιρείες ή τις διαχειρίστριες πλοίων που είχαν εγκατασταθεί σύμφωνα με τον Α.Ν. 89/1967, οι οποίες, μετά ταύτα, θεωρούνταν άκυρες, εγκαθιδρύοντας προσωπική ευθύνη των μελών τους, λύση που ανέτρεπε τα επικρατούντα στη ναυτιλία και οδήγησε τελικώς τον νομοθέτη στη θέσπιση του ν. 791/1978 (Αβραμέας «Οι εξωχώριες εταιρείες ως μέσο ανάπτυξης της ναυτιλίας στην Ένωση για την Ναυτική Διαιτησία»), που με αυτόν τον τρόπο θέλησε να αποκόψει τις εταιρείες αυτές από το συνδετικό στοιχείο του τόπου της πραγματικής διοικήσεώς τους, επί σκοπώ να συνεχίσουν απρόσκοπτα τη μέχρι τώρα λειτουργία τους. Την απρόσκοπτη αυτή, όμως, λειτουργία την οποία, τελικώς, θέλησε ο νομοθέτης του ν. 791/1978 ουδόλως εξυπηρετεί η άποψη ότι για τη σύσταση και την ικανότητα δικαίου εφαρμοστέο θα είναι το δίκαιο της καταστατικής έδρας, ενώ για τα λοιπά θέματα εφαρμοστέο θα είναι το δίκαιο της πραγματικής έδρας, διότι η εφαρμογή παραλλήλως συντρεχόντων κανόνων δικαίου μόνο σύγχυση και αβεβαιότητα δικαίου δύναται να δημιουργεί (ΕφΠειρ 40/2010 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 52/2003 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΠΠΠ 2102/2019 ΧρΙΔ 2020 σελ. 220, ΠΠΠ 4525/2014 ΕΕμπΔ 2014 σελ. 980,  ΠΠΠ 1593/1990 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»,  ΜΠΠ 788/1993 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», Βαθρακοκοίλης ό.π. υπό άρθρο 10 ΑΚ σελ. 92, Βρέλλης «Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο» έκδ. 2008 σελ.155). Περαιτέρω, η επίδειξη εγγράφου κατά τη διάρκεια εκκρεμούς δίκης ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 450-452 ΚΠολΔ, ενώ, αν δεν υπάρχει εκκρεμής δίκη, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 902-903 ΑΚ. Κατά το άρθρο 902 ΑΚ, όποιος έχει έννομο συμφέρον να πληροφορηθεί το περιεχόμενο ενός εγγράφου που βρίσκεται στη κατοχή άλλου, έχει δικαίωμα να απαιτήσει την επίδειξη ή και αντίγραφό του, αν το έγγραφο συντάχθηκε για το συμφέρον αυτού που το ζητεί ή πιστοποιεί έννομη σχέση που αφορά και αυτόν ή σχετίζεται με διαπραγματεύσεις που έγιναν σχετικά με τέτοια έννομη σχέση, είτε απευθείας από τον ίδιο, είτε για το συμφέρον του, με τη μεσολάβηση τρίτου. Η επίδειξη εγγράφου ή χορήγηση αντιγράφου μπορεί να ζητηθεί με αγωγή, ανταγωγή ή και με τις προτάσεις, ενώ, κατά την κρατούσα στη νομολογία και τη θεωρία άποψη, δύναται να επιδιωχθεί και με αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων, εφόσον συντρέχει επείγουσα περίπτωση ή ανάγκη αποτροπής επικείμενου κινδύνου (ΜΠΑ 2425/2021 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΜΠΑ 8430/2009 ΑρχΝ 2010 σελ. 456, Χαμηλοθώρης «Ασφαλιστικά Μέτρα» έκδ. 2010 σελ. 328). Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της ενοχικής, εκ του Νόμου, αξίωσης για την επίδειξη εγγράφου ή για τη χορήγηση αντιγράφου, που αξιώνονται από την 902 ΑΚ, είναι αφενός η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του ζητούντος την επίδειξη, που εξειδικεύεται στις τρεις, περιοριστικά στο νόμο αναφερόμενες, περιπτώσεις του παραπάνω άρθρου και αφετέρου η κατοχή του εγγράφου από τον καθ’ ου στρέφεται η σχετική αξίωση. Όμως, τέτοιο έννομο συμφέρον λείπει, όταν από τον ενάγοντα δεν προβάλλονται πραγματικοί ισχυρισμοί, αλλά η αίτηση επίδειξης εγγράφου αποβλέπει στην αποκάλυψη για πρώτη φορά, με την επίδειξη, κρίσιμων πραγματικών γεγονότων (ΑΠ 9/2005 ΕλλΔ/νη 2005 σελ. 768). Αν στο πρόσωπο του ζητούντος την επίδειξη λείπει το έννομο συμφέρον, γιατί δεν συντρέχει μία από τις αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις, η αγωγή απορρίπτεται για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, που συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση και συνεπάγεται την, για το λόγο αυτό, απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης. Ειδικότερα, οι περιπτώσεις που προβλέπονται διαζευκτικά στο άρθρο 902 ΑΚ και εξειδικεύουν το έννομο συμφέρον είναι οι εξής: α) αν το έγγραφο συντάχθηκε προς το συμφέρον του αιτούντος. Για να κριθεί αν συντρέχει η προϋπόθεση αυτή, ερευνάται η πρόθεση που επικράτησε κατά τον χρόνο σύνταξης του εγγράφου. Τέτοιο έννομο συμφέρον υπάρχει, όταν το έγγραφο συντάχθηκε προς σύσταση, απόδειξη ή διατήρηση γενικά των δικαιωμάτων του αιτούντος την επίδειξη. Το έγγραφο δεν απαιτείται να αφορά αποκλειστικά το συμφέρον του αιτούντος την επίδειξη. Αρκεί να έχει συνταχθεί έστω και προς το συμφέρον του. Πάντως, έννομο συμφέρον δεν υπάρχει, αν το έγγραφο έχει συνταχθεί αποκλειστικά προς το συμφέρον του εναγόμενου κατόχου του, β) αν το έγγραφο πιστοποιεί έννομη σχέση που αφορά και τον αιτούντα. Στην κατηγορία αυτή υπάγονται, κυρίως, τα έγγραφα, συστατικά ή αποδεικτικά, μιας δικαιοπραξίας, που έχει καταρτιστεί με τον κάτοχο του εγγράφου ή με κάποιον τρίτο, τα οποία πιστοποιούν έννομη σχέση που αφορά και τον αιτούντα. Πρέπει, πάντως, κατά την κρατούσα ερμηνεία της ως άνω διάταξης, να έχει λάβει ο αιτών μέρος στη δικαιοπραξία που εμπεριέχεται στο έγγραφο και γ) αν το έγγραφο σχετίζεται με διαπραγματεύσεις που έγιναν σχετικά με τέτοια έννομη σχέση είτε απευθείας από τον ίδιο τον αιτούντα, είτε για το συμφέρον του, με τη μεσολάβηση τρίτου. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα έγγραφα εκείνα, που δεν πιστοποιούν μεν μια έννομη σχέση, αφορούν όμως τις σχετικές με αυτήν διαπραγματεύσεις, ανεξάρτητα αν αυτές κατέληξαν ή όχι σε κατάρτιση σύμβασης (ΕΑ 673/2009 ΕλλΔ/νη 2009 σελ. 1474, ΕΑ 2456/2002 ΕλλΔ/νη 46 σελ. 208). Τέλος, από την επιστήμη και τη νομολογία γίνεται δεκτό ότι σε επείγουσες περιπτώσεις ή για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου καθένας που έχει έννομο συμφέρον δικαιούται να ζητήσει, ως ασφαλιστικό μέτρο, να διαταχθεί κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 682 παρ. 1, 683, 686 επ. 731, 732 ΚΠολΔ, η επίδειξη εγγράφων λόγω του κατεπείγοντος (ΑΠ 1613/2000 ΕλλΔ/νη 42 σελ. 681, ΜΠΑ 6789/2013 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Όταν δε ο Νόμος απαιτεί την ύπαρξη επείγουσας περίπτωσης ή την ανάγκη αποτροπής επικείμενου κινδύνου, εννοεί προδήλως την ύπαρξη ασυνήθους ανάγκης έκτακτης δικαστικής προστασίας του διαδίκου, η οποία να δικαιολογείται από τη συνδρομή πραγματικών περιστατικών, και, συγκεκριμένα κινδύνου να ματαιωθεί η απαίτηση ή επείγουσα περίπτωση της παρούσας στιγμής (ΜΠρΕδ 217/2012 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΜΠΘ 31427/2010 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΜΠρΚαστ 39/2013 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτησή του ο αιτών υπήκοος και κάτοικος αλλοδαπής (…) εκθέτει ότι κατά το αναφερόμενο χρονικό διάστημα εργαζόταν στη ναυτιλιακή εταιρεία με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη …, η οποία ανήκει στα συμφέροντα του πρώτου καθ’ ου η αίτηση, όπως και οι τρίτη, τέταρτη, πέμπτη και έκτη των καθ’ ων η αίτηση αλλοδαπών ναυτιλιακών εταιρειών, οι οποίες εδρεύουν στην ίδια διεύθυνση με την «…». Ότι ο δεύτερος καθ’ ου η αίτηση είναι ο οικονομικός διευθυντής των εν λόγω εταιρειών (ομίλου επιχειρήσεων) του πρώτου καθ’ ου η αίτηση. Ότι στις αρχές του 2018 ο πρώτος καθ’ ου τού πρότεινε να συμμετάσχει σε επενδυτικό σχέδιο εκμετάλλευσης δύο νεοναυπηγηθέντων πλοίων υπό σημαία … με τις ονομασίες «…» και «…», τα οποία είχαν ναυλώσει με γυμνή ναύλωση η τέταρτη και η πέμπτη των καθ’ ων αντίστοιχα, οι οποίες είχαν αναθέσει την εμπορική τους διαχείριση στην «…» και την τεχνική τους διαχείριση στην έκτη καθ’ ης εταιρεία. Ότι τον Μάρτιο του 2018 αποδέχθηκε την επενδυτική πρόταση του πρώτου καθ’ ου και αγόρασε 25 ανώνυμες μετοχές από τις 500 ανώνυμες μετοχές της τρίτης καθ’ ης έναντι τιμήματος 250.000 δολαρίων Η.Π.Α., που κατέβαλε καθ’ υπόδειξη του πρώτου καθ’ ου στην «…». Ότι κατά αυτόν τον τρόπο κατέστη μέτοχος κατά ποσοστό 25/500 ή 5/% της τρίτης καθ’ ης η αίτηση εταιρείας δυνάμει της από 13-3-2018 σύμβασης μεταβίβασης μετοχών (Shares Transfer Agreement) και της από 13-3-2018 μεταβίβασης μετοχών (Transfer of Shares), που συνήφθησαν μεταξύ του αιτούντος και του πρώτου καθ’ ου η αίτηση. Ότι ο τελευταίος δεν του παρέδωσε μετοχικό τίτλο για τις 25 ανώνυμες μετοχές του, ενώ του παρέστησε ότι η τρίτη καθ’ ης η αίτηση είναι εταιρεία χαρτοφυλακίου (holding company), η οποία είναι μοναδική μέτοχος της τέταρτης καθ’ ης εταιρείας, ναυλώτριας του «…», και της πέμπτης καθ’ ης εταιρείας, ναυλώτριας του «…». Ότι τον Μάρτιο του 2019 ζήτησε και παρέλαβε από τον δεύτερο καθ’ ου η αίτηση, οικονομικό διευθυντή των τρίτης έως έκτης των καθ’ ων, ανυπόγραφα σχέδια των οικονομικών καταστάσεων (financial statements), καθώς και την ανάλυση εξόδων λειτουργίας (operation expenses accounts) των δύο ως άνω πλοίων, που αφορούσαν τα κέρδη από τις ναυλώσεις των πλοίων για το έτος 2018. Ότι τον Αύγουστο 2019 κατά την αποχώρησή του από την «…» λόγω λήξης της σύμβασης εργασίας του, ο πρώτος καθ’ ου, αναγνωρίζοντας το μετοχικό δικαίωμα του αιτούντος επί της τρίτης καθ’ ης, του υποσχέθηκε να τον τηρεί ενήμερο για τα κέρδη των πλοίων και να του καταβάλλει το μερίδιό του από αυτά με την ιδιότητά του ως μετόχου της τρίτης καθ’ ης η αίτηση. Ότι παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του ο πρώτος καθ’ ου ουδέποτε τού απέστειλε τις οριστικές οικονομικές καταστάσεις (financial statements) των τέταρτης και πέμπτης των καθ’ ων για το έτος 2018, αλλά ούτε και εκείνες των ετών 2019 και 2020, ενώ ουδέποτε του απέστειλε τις αντίστοιχες καταστάσεις οιουδήποτε έτους της τρίτης καθ’ ης, της οποίας ο ίδιος είναι μέτοχος, πολλώ δε μάλλον δεν του έχει καταβληθεί το μερίδιό του από τα κέρδη από την εκμετάλλευση των ως άνω δύο πλοίων. Ότι τον Αύγουστο του 2021 ο πρώτος καθ’ ου του διεμήνυσε ότι δεν επρόκειτο να του αποδώσει το μερίδιό του από τα κέρδη από την εκμετάλλευση των ως άνω δύο πλοίων, εφόσον ο αιτών είχε αποχωρήσει από την «…» και είχε παύσει να συνεργάζεται με τον πρώτο καθ’ ου. Ότι, μετά ταύτα, απέστειλε στον πρώτο και στην τρίτη των καθ’ ων την από 29-9-2021 επιστολή του, διά της οποίας ζητούσε να του χορηγηθεί μετοχικός τίτλος για τις 25 ανώνυμες μετοχές της τρίτης καθ’ ης που είχε αγοράσει, καθώς και αντίγραφα των λογιστικών βιβλίων, του μητρώου και των πρακτικών της διοίκησής της ή πρόσβαση σε αυτά. Ότι, επειδή δεν έλαβε απάντηση, επέδωσε στις 27-10-2021 στους καθ’ ων η αίτηση την από 26-10-2021 εξώδικη πρόσκληση-δήλωση-διαμαρτυρία του, διά της οποίας ζητούσε να του χορηγηθούν α) οι οικονομικές καταστάσεις των τρίτης, τέταρτης και πέμπτης των καθ’ ων για τα έτη 2018-2021, καθώς και ανάλυση των εξόδων λειτουργίας των δύο ως άνω πλοίων για την ίδια περίοδο, β) μετοχικό τίτλο για τις 25 ανώνυμες μετοχές της τρίτης καθ’ ης που είχε αγοράσει, γ) οι συμβάσεις ναύλωσης και διαχείρισης των πλοίων κλπ. Ότι την ίδια ημέρα που επιδόθηκε το εξώδικο στους καθ’ ων (27-10-2021), έλαβε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) από τον Άγγλο δικηγόρου τού πρώτου και της τρίτης των καθ’ ων, διά του οποίου ζητούσε από τον αιτούντα να αποδείξει τη μετοχική του ιδιότητα στην τρίτη καθ’ ης εταιρεία, ήτοι να του αποστείλει ο αιτών την ως άνω από 13-3-2018 σύμβαση μεταβίβασης μετοχών, την ως άνω από 13-3-2018 μεταβίβαση μετοχών, καθώς και απόδειξη καταβολής από τον αιτούντα του τιμήματος αγοράς των 25 ανώνυμων μετοχών της τρίτης καθ’ ης. Επικαλούμενος δε τη συνδρομή εννόμου συμφέροντός του και επείγουσας περίπτωσης, ζητεί 1) κυρίως μεν να του παρασχεθεί η δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος ελέγχου και πληροφόρησης για την πορεία της τρίτης καθ’ ης η αίτηση εταιρείας, επικουρικώς δε να διαταχθούν οι τρεις πρώτοι των καθ’ ων να του επιδείξουν και να του χορηγήσουν με δαπάνες του αντίγραφα των εξής εγγράφων: α) του μετοχικού τίτλου που ενσωματώνει τις 25 ανώνυμες μετοχές του στην τρίτη καθ’ ης η αίτηση εταιρεία, β) του μητρώου μετόχων (μετοχολόγιο) της τρίτης καθ’ ης και γ) των οικονομικών καταστάσεων της τρίτης καθ’ ης για τα έτη 2018-2020, τα οποία (έγγραφα) βρίσκονται στην κατοχή των καθ’ ων, 2) να διαταχθούν οι τέταρτη και πέμπτη των καθ’ ων (των οποίων δεν είναι μέτοχος) να του επιδείξουν και να του χορηγήσουν με δαπάνες του αντίγραφα των εξής εγγράφων: α) του μητρώου μετόχων (μετοχολόγιό) τους και β) των οικονομικών καταστάσεών τους για τα έτη 2018-2020, τα οποία (έγγραφα) βρίσκονται στην κατοχή των καθ’ ων. Ζητεί, επίσης, να απειληθεί κατά του πρώτου και του δεύτερου των καθ’ ων, καθώς και των νομίμων εκπροσώπων των τρίτης έως έκτης των καθ’ ων χρηματική ποινή ύψους 100.000 ευρώ και προσωπική κράτηση διάρκειας 1 έτους για την περίπτωση που δεν συμμορφωθούν με το διατακτικό της εκδοθησόμενης απόφασης, καθώς και να καταδικασθούν οι καθ’ ων στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων.

Με αυτό το περιεχόμενο η αίτηση 1) ως προς το κύριο αίτημα περί άσκησης του δικαιώματος ελέγχου και πληροφόρησης για την πορεία της τρίτης καθ’ ης η αίτηση εταιρείας είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας αυτού του Δικαστηρίου, καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο 8.5 του Δικαίου των Εταιρειών της Δημοκρατίας των … -που είναι εφαρμοστέο εν προκειμένω ως το δίκαιο της καταστατικής έδρας τής τρίτης καθ’ ης η αίτηση εταιρείας, καθόσον, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, αυτό το αίτημα ανάγεται στις σχέσεις μεταξύ του φερόμενου μετόχου και της εταιρείας του-, επί άρνησης παροχής του δικαιώματος ελέγχου και πληροφόρησης σε μέτοχο για την πορεία της εταιρείας του αρμόδιο για την άσκηση και τη συζήτηση σχετικού ενδίκου βοηθήματος είναι το Δικαστήριο «High Court» της Δημοκρατίας των …, όπως βάσιμα ισχυρίζονται οι καθ’ ων η αίτηση-, 2) ως προς το επικουρικό αίτημα της επίδειξης εγγράφων που αφορά την τρίτη καθ’ ης, καθώς και ως προς το (κύριο) αίτημα επίδειξης εγγράφων που αφορά τις τέταρτη και πέμπτη των καθ’ ων αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 682 επ ΚΠολΔ) ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρο 51 ν. 2172/1993) και έχει διεθνή δικαιοδοσία λόγω της κατοικίας του δεύτερου καθ’ ου στην Ελλάδα [άρθρο 4 παρ. 1 Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012] και της δωσιδικίας της συνάφειας ως προς τους λοιπούς καθ’ ων η αίτηση (άρθρα 3 και 37 ΚΠολΔ) (Αρβανιτάκης-Βασιλακάκης «Κανονισμός 1215/2012-Κατ’ άρθρον ερμηνεία» υπό άρθρο 8 αριθμ. 11 σελ. 210). Ωστόσο, η αίτηση ως προς τα ως άνω αιτήματα επίδειξης εγγράφων είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας -δεκτής γενομένης της σχετικής ένστασης των καθ’ ων η αίτηση-, καθόσον ο αιτών δεν εξειδικεύει στην αίτηση το κάθε έγγραφο, του οποίου ζητεί την επίδειξη, στην κατοχή τίνος εκ των έξι καθ’ ων η αίτηση φυσικών και νομικών προσώπων βρίσκεται, ώστε να δύναται να εκτελεσθεί η απόφαση σε βάρος αυτού, σε περίπτωση ευδοκίμησης της αίτησης. Ειδικότερα, ο αιτών ζητεί: 1) «…άλλως επικουρικώς να διαταχθούν οι τρεις πρώτοι των καθ’ ων, κεχωρισμένα ή από κοινού, να μου επιδείξουν τα εξής έγγραφα που ευρίσκονται στην κατοχή τους και να μου χορηγήσουν με δαπάνες μου αντίγραφα αυτών και ειδικότερα: (α) τον μετοχικό τίτλο που να ενσωματώνει τις 25 μετοχές μου στο μετοχικό κεφάλαιο της τρίτης καθ’ ης, (β) το μητρώο μετόχων (μετοχολόγιο) της τρίτης καθ’ ης και (δ) τις οικονομικές καταστάσεις (financial statements) της τρίτης καθ’ ης των ετών 2018, 2019 και 2020…» (σελ. 17-18 αίτησης), δίχως να εξειδικεύει ποιό εκ των ανωτέρω εγγράφων βρίσκεται στην κατοχή τίνος εκ των καθ’ ων η αίτηση και 2) «…Να διαταχθούν οι καθ’ ων, κεχωρισμένα ή από κοινού, να μου επιδείξουν τα εξής έγγραφα που ευρίσκονται στην κατοχή τους και να μου χορηγήσουν με δαπάνες μου αντίγραφα αυτών και ειδικότερα: (α) το μητρώο μετόχων (μετοχολόγιο) των τέταρτης και πέμπτης καθ’ ων και (β) τις οικονομικές καταστάσεις (financial statements) των τέταρτης και πέμπτης των ετών 2018, 2019 και 2020…» (σελ. 18 αίτησης), δίχως να εξειδικεύει ποιό εκ των ανωτέρω εγγράφων βρίσκεται στην κατοχή τίνος εκ των καθ’ ων η αίτηση. Τα δικαστικά έξοδα των καθ’ ων η αίτηση, όπως ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό, βαρύνουν τον αιτούντα λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 180, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 84 παρ. 2 εδ. α’ Κώδικα Δικηγόρων).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την αίτηση.

Επιβάλλει στον αιτούντα τα δικαστικά έξοδα των καθ’ ων η αίτηση, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 14-1-2022.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                     ..…ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΜΟΝΟ