ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 691/2022
(ΓΑΚ/ΕΑΚ 7919/3579/2021)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Γεώργιο Ξυνόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια, Ελένη Μπαντή, Πρωτοδίκη, με τη σύμπραξη της δικαστικής γραμματέα Ελένης Δαβράδου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 19η Οκτωβρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΣΩΝ: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…, …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, άνευ ΑΦΜ, 2) Της εταιρείας με την επωνυμία …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ … οι οποίες εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Κωνσταντίνο Γεωργόπουλο του Ιωάννη (ΑΜ/ΔΣΑ 10658), που προσκόμισε τα υπ’ αριθ. Α408826/18.10.2021 και Α410692/26.10.2021 γραμμάτια προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, και Δαμιανό Δημητρούλια του Δαμιανού (ΑΜ/ΔΣΑ 15537), που προσκόμισε το υπ’ αριθ. Α409047/19.10.2021 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, εκ των οποίων ο πρώτος κατέθεσε σημείωμα.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ: 1) Του …, 2) Της …, 3) … και 5) Της εταιρείας με την επωνυμία «…), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, όπως νομίμως εκπροσωπείται, εκ των οποίων ο πρώτος, η δεύτερη και η πέμπτη εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Απόστολο Τουρκαντώνη του Ιωάννη (ΑΜ/ΔΣΑ 22802), που προσκόμισε το υπ’ αριθ. Α409043/19.10.2021 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, και Παναγιώτη Σιαλάκα του Βασιλείου (ΑΜ/ΔΣΑ 30850), που προσκόμισε το υπ’ αριθ. Α409044/19.10.2021 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, και κατέθεσαν σημείωμα, ο τρίτος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γρηγόρη Μπλαβέρη του Σπυρίδωνος (ΑΜ/ΔΣΠ 1880), που προσκόμισε το υπ’ αριθ. Α409041/19.10.2021 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και κατέθεσε σημείωμα, και ο τέταρτος από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Φράγκο του Νικολάου (ΑΜ/ΔΣΑ 22555), που προσκόμισε το υπ’ αριθ. Α408752/18.10.2021 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και κατέθεσε σημείωμα.
Οι αιτούσες ζητούν να γίνει δεκτή η από 8.10.2021 αίτησή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθ. καταθέσεως 7919/3579/11.10.2021, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και ενεγράφη στο πινάκιο.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ δημόσια συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 697 του ΚΠολΔ, το αρμόδιο για την κύρια υπόθεση δικαστήριο όσο διαρκεί η εκκρεμοδικία μπορεί με αίτηση του διαδίκου που έχει έννομο συμφέρον, η οποία υποβάλλεται και αυτοτελώς, να μεταρρυθμίσει ή να ανακαλέσει, ολικά ή εν μέρει, την απόφαση που διατάζει ασφαλιστικά μέτρα. Ως κυρία υπόθεση θεωρείται εκείνη, αντικείμενο της οποίας είναι το δικαίωμα για την εξασφάλιση του οποίου διατάχθηκε το ασφαλιστικό μέτρο. Με το ένδικο αυτό βοήθημα δεν άγεται προς κρίση ενώπιον του δικαστηρίου της κυρίας υποθέσεως η νομιμότητα του ασφαλιστικού μέτρου, που έχει διαταχθεί, και κατ’ επέκταση η ορθότητα της σχετικής απόφασης, που εκδόθηκε, αλλά η νομιμότητα της περαιτέρω ισχύος αυτού και το δικαστήριο της κυρίας δίκης θα ελέγξει αν, κατά το χρόνο, κατά τον οποίο καλείται να αποφανθεί, θα διέτασσε το υπό ανάκληση ασφαλιστικό μέτρο, αν ήταν αρμόδιο προς τούτο. Ενώ όμως η διάταξη του άρθρου 696 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα επιτρέπει στο δικαστήριο που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα έως την πρώτη συζήτηση της αγωγής που αφορά την κύρια υπόθεση, με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, να μεταρρυθμίσει ή να ανακαλέσει ολικά ή εν μέρει την απόφασή του μόνο εάν έχει επέλθει μεταβολή των πραγμάτων που δικαιολογεί την ανάκληση ή τη μεταρρύθμισή της, δηλαδή αν έχουν μεταβληθεί τα δεδομένα (το δικαίωμα ή η ιστορική ή νομική αιτία), στα οποία η απόφαση στηρίχθηκε, παρόμοια πρόβλεψη δεν υφίσταται στη διάταξη του άρθρου 697 ΚΠολΔ και, κατά συνέπεια, η ανακλητική αίτηση, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο των απαγορευμένων ενδίκων μέσων κατά των αποφάσεων που διατάσσουν ασφαλιστικά μέτρα, μπορεί να ασκηθεί ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη νέων στοιχείων που δικαιολογούν την ανάκληση. Δηλαδή, η ανακλητική αίτηση ενώπιον του αρμοδίου για την κύρια υπόθεση δικαστηρίου μπορεί να στηρίζεται όχι μόνο στη μεταβολή πραγμάτων, υπό την έννοια του άρθρου 696 παρ. 3 ΚΠολΔ, αλλά σε οποιαδήποτε νέα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία, καθώς επίσης σε νομικές ή πραγματικές πλημμέλειες της αρχικής απόφασης, με την οποία διατάχθηκαν τα ασφαλιστικά μέτρα. Το δικαστήριο θα κρίνει με βάση τα προτεινόμενα, τυχόν, νέα γεγονότα και τα συνημμένα στο φάκελο της δικογραφίας, επί της κυρίας υποθέσεως, στοιχεία, που θα τεθούν υπόψη του (ΕφΑθ 1340/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, με το ν. 4335/2015 παρασχέθηκε εξαιρετικά στο αρμόδιο δικαστήριο και για όσο εκκρεμεί εκεί η κύρια υπόθεση, προς αποκατάσταση της ισότητας των όπλων μεταξύ των διαδίκων, η δυνατότητα ολικής ή μερικής ανάκλησης ή μεταρρύθμισης και απόφασης απορριπτικής της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων. Η υποβολή τέτοιας αίτησης στοχεύει στη λήψη ασφαλιστικών μέτρων για τον εφεξής μόνο χρόνο, δηλαδή δεν ενεργεί αναδρομικά και κατ’ αυτή την έννοια, η υποβολή ανακλητικής αίτησης ισοδυναμεί με υποβολή νέας αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, χωρίς όμως και να ταυτίζεται πλήρως μ’ αυτήν, διότι δεν είναι αναγκαίο να βασίζεται στη μεταβολή των συνθηκών έκδοσης της απορριπτικής απόφασης, αφού το δικαστήριο της κύριας δίκης μπορεί και χωρίς σχετική μεταβολή να ελέγξει για νομικά ή ουσιαστικά σφάλματα την απορριπτική απόφαση και αναλόγως να την ανακαλέσει ή να τη μεταρρυθμίσει. Περαιτέρω, το δικαστήριο της κύριας δίκης ανακαλεί ή μεταρρυθμίζει χωρίς περιορισμούς απόφαση που δέχεται ή απορρίπτει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, εφόσον αυτή δεν είναι δική του απόφαση, διαφορετικά απαιτείται μεταβολή των πραγμάτων που να δικαιολογεί την ανάκληση ή μεταρρύθμισή της. Το ίδιο πρέπει να γίνει δεκτό, δηλαδή ότι απαιτείται μεταβολή των πραγμάτων, και προκειμένου το δικαστήριο της κύριας δίκης να ανακαλέσει τυχόν προηγούμενη απόφασή του απορριπτική αίτησης ανάκλησης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων ή να δεχθεί νέα αίτηση ανάκλησης μετά την απόρριψη της προηγούμενης. Γενικότερα η δυνατότητα ανάκλησης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων μετά από απόρριψη προηγούμενης αίτησης προϋποθέτει διαφοροποίηση του λόγου ανάκλησης ή συμπλήρωση των τυχόν τυπικών ελλείψεων της προηγούμενης αίτησης. Τέλος, ο λόγος για τον οποίο αναγνωρίζεται στο δικαστήριο της κύριας δίκης διευρυμένη εξουσία ανάκλησης ή μεταρρύθμισης των αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων οφείλεται στη νομοθετική σκέψη ότι το δικαστήριο αυτό έχει την πλήρη εποπτεία του νομικού και πραγματικού υλικού της υπόθεσης και επομένως πρέπει να έχει και τη δυνατότητα, κάμπτοντας το προσωρινό δεδικασμένο, να ανακαλεί ή να μεταρρυθμίζει τις αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων, όταν διαπιστώνει σ’ αυτές νομικές ή ουσιαστικές πλημμέλειες. Ωστόσο, το δικαστήριο της κύριας δίκης έχει τη δυνατότητα να αξιολογήσει στη βάση αυτή την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων όχι ευθύς με την έναρξη της εκκρεμοδικίας της κύριας υπόθεσης, αλλά το πρώτον κατά τη συζήτησή της και ήδη μετά το ν. 4335/2015 από την κατάθεση προτάσεων και αντικρούσεων στο πλαίσιο της τακτικής διαδικασίας (άρθρα 237 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ). Επομένως, με συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 697 ΚΠολΔ πρέπει να γίνει δεκτό ότι το δικαστήριο της κύριας δίκης ανακαλεί ή μεταρρυθμίζει απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ανεξαρτήτως μεταβολής των πραγμάτων στο πλαίσιο μεν της τακτικής διαδικασίας μετά την κατάθεση των προτάσεων και αντικρούσεων στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, κατά δε τα λοιπά μόνον αν η σχετική αίτηση συζητείται στο δικαστήριο αυτό από κοινού με την κύρια υπόθεση ή και μεταγενέστερα κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας της, αφού μόνο τότε υπάρχει πλήρης εποπτεία του νομικού και πραγματικού υλικού της υπόθεσης ώστε να δικαιολογείται η ανάκληση ή η μεταρρύθμιση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων για οποιονδήποτε λόγο. Κυρίαρχη πάντως είναι η θέση ότι η συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 697 ΚΠολΔ ενδείκνυται μόνον αν το δικαστήριο της κύριας δίκης είναι ισόβαθμο με αυτό που εξέδωσε την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, ενώ αν είναι ανώτερο, την ανακαλεί ή τη μεταρρυθμίζει χωρίς περιορισμούς (βλ. Δ. Κράνη, Ανάκληση απόφασης απορριπτικής αίτησης ασφαλιστικών μέτρων από το δικαστήριο της κύριας δίκης κατά το άρθρο 697 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 4335/2015, σε ΕΠολΔ 2019.383 επ., με περαιτέρω παραπομπές σε θεωρία και νομολογία).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση και κατ’ ορθή εκτίμηση του συνόλου του περιεχομένου της, οι αιτούσες εταιρείες εκθέτουν ότι η πρώτη εξ αυτών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 4.11.2019 υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 10031/2110/2019 αίτησή της, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, σε βάρος της πέμπτης καθ’ ης εταιρείας … για αξιώσεις της από την από 26.7.2019 σύμβαση ναυλώσεως και περαιτέρω από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των νομίμων εκπροσώπων και προστηθέντων της καθ’ ης, λόγω απάτης άλλως λόγω παράβασης της υποχρέωσης του μη υπαιτίως ζημιούν άλλον και με συμπεριφορά αντίθετη προς την καλή πίστη και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1967/2019 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία η αίτηση έγινε εν μέρει δεκτή, κατά το σκέλος της ενδοσυμβατικής ευθύνης της ήδη πέμπτης καθ’ ης, απορριπτομένης της βάσης της περί αδικοπρακτικής ευθύνης των εκπροσώπων της “…”, και διατάχθηκε η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας απαιτήσεων και εν γένει περιουσιακών στοιχείων της “…”, είτε βρίσκονται στα χέρια αυτής είτε στα χέρια τρίτου και ιδίως τυχόν διατηρούμενων σε ελληνικά ή εγκατεστημένα στην Ελλάδα πιστωτικά ιδρύματα τραπεζικών λογαριασμών μέχρι του ποσού των 1.292.516,24 ευρώ. Ότι οι ήδη αιτούσες άσκησαν στη συνέχεια την από 30.12.2020 υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης … αίτησή τους περί μερικής ανάκλησης άλλως μεταρρύθμισης της απόφασης αυτής (1967/2019) καθ’ ό μέρος απορρίφθηκε η αίτηση ως προς την αδικοπρακτική βάση της, η μεν πρώτη αιτούσα λόγω νεότερων στοιχείων, κατ’ άρθρο 696 παρ. 3 ΚΠολΔ, η δε δεύτερη αιτούσα κατ’ άρθρο 696 παρ. 1 ΚΠολΔ, διότι δεν κλητεύθηκε ούτε έλαβε μέρος στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε. Η αίτηση αυτή συνεκδικάστηκε με την από 2.12.2020 αίτηση των ήδη αιτουσών κατά των πρώτου έως και τέταρτου των καθ’ ων, η οποία ασκήθηκε στο πλαίσιο της κύριας δίκης που ανοίχθηκε με την από 5.11.2020 αγωγή τους (ΓΑΚ/ΕΑΚ 8749/4108/2020), ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δικάσιμος της οποίας έχει οριστεί η σημερινή, απορρίφθηκαν δε αμφότερες με την υπ’ αριθ. 466/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Ότι η απορριπτική 466/2021 απόφαση ήταν εσφαλμένη, οι δε αιτούσες έχουν συμπεριλάβει στην ως άνω κύρια αγωγή όλα τα νέα περιστατικά των οποίων έλαβαν γνώση μετά την έκδοση της 1967/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, επομένως στο πλαίσιο της κύριας δίκης ζητείται με την παρούσα αίτηση η κατ’ άρθρο 697 ΚΠολΔ ανάκληση άλλως μεταρρύθμιση των ως άνω αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων. Ειδικότερα, στην απόφαση 466/2021 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά αποδίδονται οι κάτωθι πλημμέλειες ως προς την απόρριψη της αίτησης ανάκλησης της 1967/2019 απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου: 1) ότι οι νέες επικουρικές βάσεις της πρώτης αιτούσας κατά της “…” που προβλήθηκαν με τις από 30.12.2020 και 2.12.2020 αιτήσεις, ήτοι ότι οι νόμιμοι εκπρόσωποι της τελευταίας ήταν ψευδαντιπρόσωποι κατά τη σύναψη σύμβασης προμήθειας καυσίμων, άλλως περί καταχρηστικής επίκλησης της νομικής προσωπικότητας αυτής από τον πρώτο των καθ’ ων, αλλά και οι λοιπές επικουρικές βάσεις, δεν είχαν προταθεί, ούτε κρίθηκαν με δύναμη προσωρινού δεδικασμένου ούτε απορρίφθηκαν με την υπ’ αριθ. 1967/2019 απόφαση ως προς τις συναφείς απαιτήσεις για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αποτελούσαν επομένως νέα στοιχεία και εσφαλμένα η προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε τις ως άνω αιτήσεις ως απαράδεκτες, 2) ότι η δεύτερη αιτούσα ήταν τρίτη σε σχέση με την από 4.11.2019 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η 1967/2019 απόφαση, σε κάθε δε περίπτωση είχε έννομο συμφέρον να ζητήσει την ανάκληση ή μεταρρύθμισή της, προκειμένου να επιδιώξει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ενώ δεν δεσμεύεται από το δεδικασμένο της προσβαλλόμενης με αριθμό 1967/2019 απόφασης. Περαιτέρω, ισχυρίζονται οι αιτούσες ότι έσφαλε, σε νομικό και ουσιαστικό επίπεδο, η 466/2021 απόφαση με τη μη ανάκληση της προγενέστερης αυτής 1967/2019 απόφασης κατά το σκέλος που δεν έγινε δεκτή η αδικοπρακτική ευθύνη της “…”, καθόσον υπήρξε μεταβολή των πραγμάτων και νεότερα στοιχεία που αποκαλύφθηκαν μετά την έκδοση της 1967/2019 απόφασης, συνιστάμενα στην αποκαλυφθείσα εκ των υστέρων απάτη του νομίμου εκπροσώπου της – πρώτου καθ’ ου, με τη συνδρομή των τρίτου και τέταρτου αυτών, κατά την αγορά καυσίμων από την εταιρεία “…8”, επί ζημία της περιουσίας της πρώτης αιτούσας, και συγκεκριμένα στην παραπλάνηση της “…8” κατά την παραγγελία των καυσίμων στις 6.9.2019 ότι η πρώτη αιτούσα, ως πλοιοκτήτρια και εκναυλώτρια του επίδικου πλοίου, θα ευθυνόταν εις ολόκληρον για την αποπληρωμή του τιμήματος των καυσίμων, αν και γνώριζαν ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. 2 ρήτρας της από 26.7.2019 σύμβασης χρονοναύλωσης με την καταβολή του επιβαρυνόταν η χρονοναυλώτρια, η οποία όμως είχε ήδη περιέλθει σε δεινή οικονομική κατάσταση, και επικουρικά στην προσωπική από κοινού και εις ολόκληρον ευθύνη των δύο πρώτων των καθ’ ών, νομίμων εκπροσώπων της πέμπτης καθ’ ης ναυλώτριας εταιρείας, που λειτούργησε ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρεία στον Πειραιά, με αυτήν, άλλως και επικουρικότερα στην ευθύνη του πρώτου των καθ’ ων λόγω της κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας της ναυλώτριας εταιρείας. Ότι περαιτέρω η 1967/2019 απόφαση απέρριψε την αδικοπρακτική βάση της από 4.11.2019 αίτησης που στηριζόταν μόνο σε ψευδείς δηλώσεις των καθ’ ων σχετικά με τη φερεγγυότητα της ναυλώτριας εταιρείας “…” κατά τη σύναψη του ναυλοσυμφώνου στις 26.7.2019 και όχι στα μεταγενέστερα προαναφερθέντα στοιχεία κρίνοντας εσφαλμένα ότι η οικονομική της κατάσταση επιδεινώθηκε ραγδαία στα τέλη Ιουλίου 2019, ήταν δε η αθέτηση των συμβατικών υποχρεώσεων της “…” προμελετημένη και σκόπιμη, προκειμένου αυτή να εισπράξει προκαταβολικά το ποσό του υποναύλου από την υποναυλώτρια εταιρεία “…, χωρίς η ίδια να καταβάλει τον ναύλο προς την πρώτη αιτούσα, τον υποναύλο δε υπεξαίρεσε ο πρώτος των καθ’ ων, καθιστώντας αδύνατη την άσκηση του δικαιώματος lien, δηλαδή κατάσχεσης/επίσχεσης/παρακράτησης/μεσεγγύησης του ναύλου και του φορτίου εις χείρας της υποναυλώτριας. Ότι περαιτέρω οι καθ’ ων εξαπάτησαν και τρίτους κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αίτηση, που ζημιώθηκαν οικονομικά. Ότι, συνεπώς, οι αιτούσες διατηρούν απαιτήσεις για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των καθ’ων, συνιστάμενη, πέραν της απάτης, και στη συκοφαντική τους δυσφήμηση, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται το εύλογο ποσό των 100.000 ευρώ εκάστη, πέραν της χρηματικής απαίτησης ύψους 874.765,24 δολ. ΗΠΑ που διατηρεί η πρώτη αιτούσα ως αποζημίωση για την αδικοπραξία τους. Επικαλούμενες, τέλος, κίνδυνο ανεπανόρθωτης βλάβης και ματαίωσης της ικανοποίησης των απαιτήσεών τους, προεχόντως λόγω της αφερεγγυότητας του πρώτου των καθ’ ων και της πρόθεσης εκποίησης των λιγοστών εμφανών περιουσιακών του στοιχείων, αλλά και της αφερεγγυότητας των λοιπών καθ’ ων, οι αιτούσες ζητούν ν’ ανακληθεί η με αριθμό 466/2021 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση παντός περιουσιακού στοιχείου (κινητού και ακινήτου) εκάστου από τους πρώτο, δεύτερη, τρίτο και τέταρτο των καθ’ ων, είτε εις χείρας τους είτε εις χείρας τρίτων, μέχρι του ποσού των 1.400.000 ευρώ υπέρ της πρώτης αιτούσας και μέχρι του ποσού των 140.000 ευρώ υπέρ της δεύτερης, καθώς και να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση οιωνδήποτε χρημάτων κατατεθειμένων από τους καθ’ ων σε τραπεζικό ή τραπεζικούς λογαριασμούς τους που τηρούν σε οποιαδήποτε τράπεζα, χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή οργανισμό που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα και σε οποιοδήποτε νόμισμα, μέχρι του ποσού των 1.400.000 ευρώ υπέρ της πρώτης αιτούσας και μέχρι του ποσού των 140.000 ευρώ υπέρ της δεύτερης. Επίσης ζητούν ν’ ανακληθεί μερικώς, άλλως μεταρρυθμιστεί η με αριθμό 1967/2019 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και να διαταχθεί συντηρητική κατάσχεση προς εξασφάλιση της απαίτησης της πρώτης αιτούσας για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης συνεπεία της αδικοπραξίας της “…”, πάσης κινητής και ακίνητης περιουσίας της, είτε εις χείρας της είτε εις χείρας τρίτων, μέχρι του ποσού των 500.000 ευρώ υπέρ της πρώτης αιτούσας και μέχρι του ποσού των 140.000 ευρώ υπέρ της δεύτερης αιτούσας. Τέλος, ζητούν να καταδικαστεί η πέμπτη καθ’ ης εταιρεία στη δικαστική δαπάνη τους. Με το περιεχόμενο και αίτημα αυτό η αίτηση εισάγεται αρμοδίως για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του δικαστηρίου, έχοντος διεθνή δικαιοδοσία κατ’ άρθρο 3 ΚΠολΔ, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ), ερειδόμενη στη διάταξη του άρθρου 697 ΚΠολΔ, ενόψει της εκκρεμοδικίας της ως άνω κύριας αγωγής, με αντικείμενο τη δεσμευτική διάγνωση της τυχόν αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των κατονομαζόμενων νομίμων εκπροσώπων και προστηθέντων της εταιρείας “… INC.”. Ωστόσο, επειδή η από 4.11.2019 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της πρώτης αιτούσας εταιρείας, επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω 1967/2019 απόφαση, είναι μεν συναφής με την κύρια δίκη που έχει ανοιγεί με την από 5.11.2020 αγωγή, δεν αφορά όμως στην κύρια υπόθεση, καθόσον με την εν λόγω αίτηση ζητήθηκε η λήψη ασφαλιστικού μέτρου σε βάρος της εταιρείας “…” λόγω της επικαλούμενης αδικοπρακτικής και ενδοσυμβατικής ευθύνης αυτής, εκ της παραβίασης των όρων της συναφθείσας χρονοναύλωσης, ενώ αντικείμενο της εκκρεμούς ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αγωγής είναι η τυχόν αδικοπρακτική συμπεριφορά των κατονομαζόμενων φυσικών προσώπων, που θα δικαιολογούσε τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων μόνο σε βάρος αυτών, για την εξασφάλιση των απαιτήσεων των αιτουσών, οι οποίοι και εμφαίνονται ως διάδικοι στην κύρια αγωγή, η υπό κρίση αίτηση τυγχάνει απαράδεκτη και απορριπτέα λόγω έλλειψης αρμοδιότητας κατά το σκέλος με το οποίο ζητείται η μερική ανάκληση, άλλως μεταρρύθμιση, της ως άνω 1967/2019 απόφασης και η λήψη του ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης σε βάρος της πέμπτης των καθ’ ων από το παρόν Δικαστήριο, ως Δικαστήριο της κύριας δίκης. Σε κάθε περίπτωση, ως προς την πέμπτη των καθ’ ων εταιρεία η αίτηση τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη ελλείψει παθητικής νομιμοποίησής της, καθόσον αυτή, αν και ήταν διάδικος στην αρχική δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1967/2019 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, δεν είναι συγχρόνως διάδικος και στην κύρια δίκη, που έχει ανοίξει με πρωτοβουλία των ήδη αιτουσών – αντιδίκων της [βλ. σχετ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Κράνη), ΚΠολΔ ΙΙ (2000), 697 αριθ. 2]. Περαιτέρω, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα πρόταση της παρούσας, η υπό κρίση αίτηση τυγχάνει παραδεκτή, κατά το σκέλος αυτής με το οποίο ζητείται η ανάκληση της με αριθμό 466/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και μόνο ως προς την απόρριψη της από 2.12.2020 συνεκδικασθείσας αίτησης. Ειδικότερα, όπως προεκτέθηκε, η απόφαση αυτή εκδόθηκε κατόπιν συνεκδίκασης, μεταξύ άλλων, της από 30.12.2020 αίτησης μερικής ανάκλησης, άλλως μεταρρύθμισης της ως άνω 1967/2019 απόφασης και της από 2.12.2020 αίτησης, που είχε ασκηθεί επίσης στο πλαίσιο της προκείμενης κύριας δίκης. Ως προς την απορριπτική κρίση επί της από 30.12.2020 αίτησης, ισχύουν τα προαναφερθέντα σε σχέση με την 1967/2019 απόφαση. Ως προς την απορριπτική, όμως, κρίση επί της από 2.12.2020 αίτησης, το παρόν Δικαστήριο κρίνει, σύμφωνα με τη μείζονα πρόταση της παρούσας, ότι, ως Δικαστήριο της κύριας δίκης, και μάλιστα ιεραρχικά ανώτερο του Δικαστηρίου που εξέδωσε την ως άνω 466/2021 απόφαση διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, δεν δεσμεύεται από αυτήν και δύναται να την ανακαλέσει ανεξαρτήτως μεταβολής των πραγμάτων, και μόνο για νομικές ή ουσιαστικές της πλημμέλειες. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση κατά το προαναφερθέν αίτημά της παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί από το παρόν Δικαστήριο της κύριας δίκης, απορριπτομένου του ισχυρισμού των καθ’ ων περί προσωρινού δεδικασμένου. Άλλωστε, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου. Ως προς τη διερεύνηση, λοιπόν, των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσία, οι οποίες εξετάζονται πριν τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αίτησης, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο (lex fori), το δίκαιο δηλαδή της έδρας του Δικαστηρίου που δικάζει, ενώ ως προς την επικαλούμενη από τις αιτούσες στενώς συνδεόμενη με την προαναφερθείσα σύμβαση χρονοναύλωσης αδικοπραξία των νομίμων εκπροσώπων και των προστηθέντων της ναυλώτριας εταιρείας, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, δοθέντος ότι σε αυτό το δίκαιο επέλεξαν σιωπηρώς να υπαχθούν τα μέρη κατά το άρθρο 14 παρ. 1 περ. α΄του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές («Ρώμη ΙΙ»), που εφαρμόζεται στα ζημιογόνα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα μετά την έναρξη ισχύος του, στις 11 Ιουλίου 2009, αφού οι αιτούσες τις διατάξεις αυτές επικαλούνται για να θεμελιώσουν τις ένδικες αξιώσεις τους, οι δε παριστάμενοι καθ’ ων με βάση τις διατάξεις αυτές επέλεξαν ν’ αμυνθούν επιστηρίζοντας τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, υφισταμένης έτσι σιωπηρής, μεταγενέστερης της επέλευσης του ιστορούμενου ζημιογόνου γεγονότος, συμφωνίας αυτών σχετικά με την εφαρμογή του. Στην αυτή λύση (εφαρμογή ελληνικού ουσιαστικού δικαίου) κατατείνει και η άποψη ότι στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, όπου λόγω του κατεπείγοντος δεν συγχωρείται έκδοση απόφασης για την ανεύρεση του αλλοδαπού δικαίου, όταν το Δικαστήριο το αγνοεί, είναι εφαρμοστέες οι διατάξεις του αντίστοιχου ημεδαπού ουσιαστικού δικαίου (ΜΠρΚεφαλ 468/2000 Δ 2001.757). Με βάση, λοιπόν, τις διατάξεις του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου η αίτηση κατά το ερευνώμενο αίτημά της τυγχάνει αρκούντως ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 70, 71, 361, 281, 288, 298, 299, 914, 919, 922, 926, 932 ΑΚ, σε συνδυασμό με 386 και 363 ΠΚ, 107 επ. ΚΙΝΔ, 2 επ. του ν. 2107/1992, 249 παρ. 1 και 258 παρ. 3 του ν. 4072/2012, 707, 708 και 176 ΚΠολΔ. Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα των αιτουσών και της μάρτυρος του τέταρτου των καθ’ ων, που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο και περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από την υπ’ αριθ. … ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιά, από την υπ’ αριθ. … ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών Χρήστου Στείρου και την υπ’ αριθ. … ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών Αριστείδη Νέζη, που λήφθηκαν κατόπιν δήλωσης στο ακροατήριο των πληρεξούσιων δικηγόρων των αιτουσών, του πρώτου, της δεύτερης, της πέμπτης και του τέταρτου των καθ’ ων αντίστοιχα προς αντίκρουση των ισχυρισμών των αντιδίκων τους και των ένορκων καταθέσεων των επ’ ακροατηρίου εξετασθέντων μαρτύρων, με τη σημείωση ότι στην παρούσα διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων οι ένορκες βεβαιώσεις λαμβάνονται υπόψη ανεξαρτήτως της κλήτευσης του αντιδίκου (ΜΠρΠειρ 110/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΚορ 8/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑθ 4946/2007 ΕλλΔνη 2008.302), καθώς και απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, πιθανολογήθηκαν τ’ ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη αιτούσα εταιρεία με την επωνυμία …” τυγχάνει πλοιοκτήτρια του υπό κυπριακή σημαία φορτηγού χύδην φορτίου (τύπου «Kamsarmax») πλοίου …), η δε πέμπτη καθ’ ης εταιρεία με την επωνυμία “… INC” είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, εδρεύουσα κατά την καταστική της έδρα στις Νήσους …, όπου έχει εγκαταστήσει γραφείο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 27/1975, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, με αντικείμενο της εμπορικής της δραστηριότητας τη ναύλωση και την εμπορική εκμετάλλευση πλοίων, τα οποία ανήκουν κατά κυριότητα σε τρίτες εταιρείες (operator), δυνάμει σχετικών συμβάσεων εφοπλιστικής χρονοναύλωσης (time-chartering), τις οποίες καταρτίζει με τις εκάστοτε πλοιοκτήτριες. Στο πλαίσιο της προαναφερθείσας δραστηριότητάς της, η πέμπτη καθ’ ης υπέβαλε τον Ιούλιο του έτους 2019, μέσω της εδρεύουσας στη …» πρόταση – προσφορά για τη χρονοναύλωση του προαναφερθέντος πλοίου. Η εν λόγω χρονοναύλωση αφορούσε την πραγματοποίηση ενός ταξιδιού χρονοναύλωσης για τη μεταφορά από τη Βραζιλία προς τη Songxia της Κίνας, σιτηρών, προϊόντων σιτηρών και αγροπροϊόντων ως χύδην φορτίου. Κατόπιν σύντομων διαπραγματεύσεων που έλαβαν χώρα με τη διαμεσολάβηση της προαναφερθείσας ναυλομεσίτριας μεταξύ της πέμπτης καθ’ ης και της δεύτερης αιτούσας εταιρείας με την επωνυμία «… ως διαχειρίστριας του πλοίου της πρώτης αιτούσας, καταρτίσθηκε μεταξύ της πρώτης αιτούσας και της πέμπτης καθ’ ης το από 26.7.2019 σύμφωνο χρονοναύλωσης τύπου …), μαζί με τα παραρτήματά του, το οποίο ανακεφαλαιώθηκε στο από 27.9.2019 ανακεφαλαιωτικό μήνυμα (recap) που εστάλη από τη ναυλώτρια καθ’ ης προς την πρώτη αιτούσα. Σύμφωνα με τη ρήτρα 67 του ναυλοσυμφώνου, η ημερήσια ναύλωση ανερχόταν στο ποσό των 17.750 δολαρίων, ενώ επιπλέον 775.000 δολάρια έπρεπε να καταβληθούν ως αντισταθμιστικό bonus. Σε εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης, το πλοίο παραδόθηκε την 12η Αυγούστου 2019 στο Tubarao της Βραζιλίας, όπου φορτώθηκαν 69.769 μετρικοί τόνοι κυάμων σόγιας, και απέπλευσε στις 28 Αυγούστου 2019, κατευθυνόμενο προς τη Songxia της Κίνας μέσω Νοτίου Αφρικής. Στο πλαίσιο της ανωτέρω σύμβασης, είχε συμφωνηθεί μεταξύ άλλων ότι το πλοίο θα επαναπαραδιδόταν στην πλοιοκτήτρια με το πέρας της χρονοναύλωσης, μετά την ολοκλήρωση της εκφόρτωσης, η οποία έλαβε τελικά χώρα στις 15 Οκτωβρίου 2019. Πριν την ολοκλήρωση, όμως, της ναύλωσης, η ναυλώτρια σταμάτησε να καταβάλλει τις δόσεις της ναύλωσης και εν τέλει εγκατέλειψε το πλοίο στις 27 Σεπτεμβρίου 2019, δηλώνοντας προς την πλοιοκτήτρια ότι δεν ήταν σε θέση να συνεχίσει να τηρεί τις υποχρεώσεις της εκ του ναυλοσυμφώνου, μεταξύ των οποίων την πληρωμή περαιτέρω ναύλων. Συγκεκριμένα, η πρώτη δόση της ναύλωσης για την περίοδο 12-27 Αυγούστου 2019, ύψους 1.382.334,48 δολ. ΗΠΑ, καθίστατο ληξιπρόθεσμη στις 15 Αυγούστου, αλλά εξοφλήθηκε στις 19 Αυγούστου, η δεύτερη δόση για την περίοδο 27 Αυγούστου – 11 Σεπτεμβρίου, ύψους 257.015,63 δολ. ΗΠΑ, καθίστατο ληξιπρόθεσμη στις 27 Αυγούστου, αλλά καταβλήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου, παρά δε τις επανειλημμένες οχλήσεις της πλοιοκτήτριας, οι λοιπές δόσεις ουδέποτε καταβλήθηκαν. Άλλωστε, η πέμπτη καθ’ ης πριν την κατάρτιση της ένδικης χρονοναύλωσης και ειδικότερα στις 18.7.2019 είχε καταρτίσει υποναύλωση, όπως συνάγεται από το από 18.7.2019 ναυλοσύμφωνο τύπου «… Για τη σύμβαση δε αυτή η πέμπτη καθ’ ης προεισέπραξε το σύνολο του ναύλου, μέσω εμβάσματος στον τραπεζικό της λογαριασμό στην τράπεζα “…” τον Αύγουστο 2019. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα πιθανολογείται ότι ο πρώτος των καθ’ ων είναι ο (άτυπος) διαχειριστής του συνόλου των υποθέσεων και η δεύτερη των καθ’ ων η νόμιμη εκπρόσωπος της πέμπτης καθ’ ης ναυλώτριας εταιρείας, ενώ ο τρίτος ήταν, κατά το επίδικο διάστημα, διευθυντής του τμήματος ναυλώσεων, το οποίο ήταν υπεύθυνο για την κατάρτιση νέων ναυλώσεων, και ο τέταρτος απασχολείτο ως υπάλληλος στο επιχειρησιακό τμήμα (operations department) αυτής, το οποίο ήταν υπεύθυνο για την παρακολούθηση των ταξιδιών των ήδη ναυλωμένων πλοίων. Οι αιτούσες ισχυρίστηκαν με την προγενέστερη από 2.12.2020 αίτησή τους ότι οι καθ’ ων η αίτηση, υπό τις ανωτέρω ιδιότητές τους, προέβησαν σε συκοφαντική δυσφήμηση σε βάρος τους, παριστάνοντας απατηλώς, ενόσω λειτουργούσε η σύμβαση χρονοναύλωσης, προς την προμηθεύτρια καυσίμων εταιρεία “…8”, ότι είχαν εξουσιοδοτηθεί από τις αιτούσες να συνάψουν για λογαριασμό τους σύμβαση προμήθειας καυσίμων και ότι η πρώτη εξ αυτών, πλοιοκτήτρια εταιρεία, ήταν συνυπεύθυνη για την καταβολή του τιμήματος των καυσίμων που θα προμηθευόταν το πλοίο, αν και γνώριζαν ότι, δυνάμει σχετικής ρήτρας του ναυλοσυμφώνου, μόνη υπεύθυνη για την καταβολή του ήταν η πέμπτη καθ’ ης ναυλώτρια εταιρεία, προέβησαν δε στις δόλιες αυτές ενέργειές τους προκειμένου η «…» ν’ αποφύγει την καταβολή του τιμήματος, το οποίο γνώριζαν ότι δεν ήταν σε θέση να καταβάλει, ζημιώνοντας την περιουσία της πρώτης αιτούσας και προκαλώντας τρώση της φήμης και της αξιοπιστίας αμφοτέρων των αιτουσών. Σχετικά πιθανολογήθηκε ότι σύμφωνα με τη ρήτρα 2 του ναυλοσυμφώνου, η ναυλώτρια ήταν υπεύθυνη για την πληρωμή των καυσίμων επί του πλοίου κατά τη στιγμή παράδοσης του πλοίου, καθώς και ότι αυτή είχε συμφωνήσει με την εταιρεία προμήθειας καυσίμων με την επωνυμία «…8 ….» να προμηθεύσει το πλοίο με 300.097 μ.τ. HSFO στο port Louis, Mauritius, στις 18 Σεπτεμβρίου 2019, έναντι τιμήματος 145.547,05 δολ. ΗΠΑ. Κατά την ανωτέρω ημερομηνία και την παράδοση των καυσίμων στο πλοίο από τη φυσική προμηθεύτρια εταιρεία «…», διατυπώθηκε άρνηση από την τελευταία και εν τέλει δεν τέθηκε στην απόδειξη πετρέλευσης του πλοίου που εγχειρίστηκε στον κυβερνήτη του σφραγίδα με τη ρητή επιφύλαξη των δικαιωμάτων της πλοιοκτήτριας και το ακόλουθο ειδικότερο περιεχόμενο: «1. Τα καύσιμα παρελήφθησαν και έγιναν αποδεκτά για λογαριασμό της ναυλώτριας “… Inc.” (χρονοναυλώτριας του πλοίου κατά τον παρόντα χρόνο), η οποία και μόνο ευθύνεται για την αποπληρωμή του τιμήματος της αξίας τους. Το πλοίο σε καμία περίπτωση δεν ευθύνεται για την καταβολή αυτή. 2. Σημαντική επισήμανση. Τα αγαθά και/ή οι υπηρεσίες που διά του παρόντος αναγνωρίζονται, παρέχονται και/ή παραγγέλλονται γίνονται αποδεκτά/ές για λογαριασμό της ναυλώτριας του πλοίου «…» “… Inc.” και μόνο και όχι για λογαριασμό του πλοίου ή της πλοιοκτήτριας. Επομένως κανένα ναυτικό προνόμιο ή άλλη απαίτηση δεν εγείρεται κατά του πλοίου». Ο κυβερνήτης του πλοίου αυθημερόν απέστειλε επιστολή προς την ως άνω φυσική προμηθεύτρια, στην οποία συμπεριέλαβε τα ανωτέρω και επισήμανε ότι η άρνηση της τελευταίας ν’ αποδεχθεί την ενσωμάτωση των παραπάνω παρατηρήσεων δεν απαλλάσσει τη χρονοναυλώτρια από τις εκ του σχετικού ναυλοσυμφώνου υποχρεώσεις της. Η ναυλώτρια εν τέλει δεν κατέβαλε το τίμημα για την προμήθεια των καυσίμων και το πλοίο κατασχέθηκε από την “…8” στην Αργεντινή στις 20 Νοεμβρίου 2019, δυνάμει της υπ’ αριθ. 11833/15.11.2019 Απόφασης του Δικαστή του 8ου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε με αριθμό 1354 στο φύλλο 174 του Βιβλίου Πρακτικών την 15η.11.2019. Προκειμένου να ελευθερώσει το πλοίο από την επιβληθείσα κατάσχεση, η πλοιοκτήτρια κατέβαλε 179.468,83 δολ. (145.547,05 πλέον τόκων και εξόδων) στην “…8” και η κατάσχεση ήρθη στις 26 Νοεμβρίου 2019. Δεν πιθανολογήθηκε, ωστόσο, ότι η αποπληρωμή του τιμήματος των καυσίμων από την πλοιοκτήτρια εταιρεία και η διισχυριζόμενη περιουσιακή και μη ζημία αυτής και της διαχειρίστριας του πλοίου υπήρξε αποτέλεσμα ψευδούς παράστασης εκ μέρους των καθ’ ων τόσο ως προς την αντιπροσώπευση των αιτουσών όσο και ως προς τη συνευθύνη της πρώτης. Αντίθετα, η σχετική ρήτρα συνευθύνης, που περιελήφθη στην από 6.9.2019 επιβεβαιωτική της συναφούς παραγγελίας καυσίμων ηλεκτρονική επιστολή από την πωλήτρια αυτών προς τη ναυλώτρια (“confirmation note”) αποτελεί συνήθη πρακτική των εταιρειών προμήθειας ναυτιλιακών καυσίμων, καθιερωμένη στη ναυτιλιακή πρακτική, προκειμένου να επιτυγχάνεται μεγαλύτερη εξασφάλιση της πωλήτριας, με αποτέλεσμα και τη μεγαλύτερη πίστωση στην αποπληρωμή του τιμήματος. Τούτο δε συμβαίνει ανεξαρτήτως των ειδικότερων συμφωνιών μεταξύ των εκάστοτε πλοιοκτητών και χρονοναυλωτών, όπως εν προκειμένω με τη ρήτρα 2 του ναυλοσυμφώνου. Από κανένα στοιχείο δεν πιθανολογήθηκε ότι οι καθ’ ων δολίως παρέστησαν ψευδώς, επιφέροντας τη συκοφαντική δυσφήμηση των αιτουσών, προς τους εκπροσώπους και προστηθέντες της “…8” ότι είχαν λάβει οποιαδήποτε εξουσιοδότηση από τους εκπροσώπους της πλοιοκτήτριας προκειμένου να συνάψουν τη σύμβαση προμήθειας καυσίμων για λογαριασμό της, η οποία και θα ήταν υπεύθυνη για την εξόφληση του τιμήματος. Η κατάσχεση του πλοίου υπήρξε αποτέλεσμα της αδυναμίας καταβολής του τιμήματος για την προμήθεια των καυσίμων από τη ναυλώτρια, που ενεργοποίησε τη σχετική ρήτρα για τη συνευθύνη της πλοιοκτήτριας, η οποία περιλαμβάνεται στους γενικούς όρους συναλλαγών της “…8”. Άλλωστε, η αλλαγή του λιμένα πετρέλευσης (Port Louis, Άγιος Μαυρίκιος, αντί του αρχικά ορισθέντος Port Elizabeth της Νοτίου Αφρικής) είχε γνωστοποιηθεί έγκαιρα στον Πλοίαρχο από τη ναυλώτρια εταιρεία διά του τέταρτου καθ’ ου και δεν είχε διατυπωθεί οποιαδήποτε επιφύλαξη σχετικά, οι ισχυρισμοί δε περί εξασφάλισης πίστωσης με απατηλό τρόπο στο Port Louis, που είναι μικρό λιμάνι, και περί ύπαρξης κινδύνου κατάσχεσης του πλοίου λόγω χρεών της ναυλώτριας εταιρείας στην περίπτωση που η πετρέλευση λάμβανε χώρα στο Port Elizabeth της Νοτίου Αφρικής, λόγω του ευνοϊκού καθεστώτος που ισχύει εκεί για τους πιστωτές, δεν πιθανολογούνται βάσιμοι. Σημειώνεται, τέλος, ότι η παραβίαση της ρήτρας 2 του ναυλοσυμφώνου δεν σημαίνει άνευ ετέρου ότι υπήρξε απατηλή – αδικοπρακτική συμπεριφορά, χωρίς τη συνδρομή και λοιπών στοιχείων που να καταδεικνύουν σχετικό δόλο, τα οποία εν προκειμένω δεν προέκυψαν, ενώ για την κατάφασή τους δεν αρκεί μόνη η οικονομική αδυναμία της ναυλώτριας εταιρείας. Στις 5 Σεπτεμβρίου υπήρξε εκ μέρους της ναυλώτριας, έστω και καθυστερημένα, η αποπληρωμή της δεύτερης δόσης εκ της σύμβασης ναυλώσεως, επομένως, στο στάδιο εκείνο η πρώτη αιτούσα δεν είχε λόγο να καταγγείλει τη σχετική σύμβαση, η περαιτέρω δε εκτέλεση αυτής απεικόνιζε την επιθυμία των αιτουσών να ολοκληρωθεί η χρονοναύλωση με την παράδοση του φορτίου. Εξάλλου, αναφορικά με τις ψευδείς παραστάσεις των νομίμων εκπροσώπων και προστηθέντων της πέμπτης καθ’ ης, ήτοι των πρώτου έως και τέταρτου αυτών, κατά το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο 2019 και εντεύθεν, ως προς τη φερεγγυότητα της ναυλώτριας, την οικονομική της κατάσταση και τη δυνατότητα αποπληρωμής των οφειλών της, αποκρύπτοντας την αλήθεια, ήτοι την ύπαρξη ληξιπρόθεσμων χρεών εκατομμυρίων ευρώ σε μεγάλο αριθμό εταιρειών και την αδυναμία της ν’ ανταποκριθεί στις οικονομικές της υποχρεώσεις, δεν πιθανολογείται ότι υπήρξε εκ μέρους τους συμπεριφορά τέτοια που να στοιχειοθετεί το αδίκημα της απάτης, συνακόλουθα ούτε και αυτό της συκοφαντικής δυσφήμησης. Συγκεκριμένα, από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων προέκυψε ότι τρεις μήνες πριν τη σύναψη της ένδικης σύμβασης χρονοναύλωσης, η πέμπτη καθ’ ης είχε συνάψει με την πρώτη αιτούσα πλοιοκτήτρια εταιρεία το από 17.4.2019 ναυλοσύμφωνο τύπου …, για τη μεταφορά χύδην σιτηρών / αγροπροϊόντων από την Αργεντινή προς τη Νοτιοανατολική Ασία με το ίδιο πλοίο, στο πλαίσιο του οποίου υπήρξε συνεπής σε όλες τις απορρέουσες από αυτό συμβατικές υποχρεώσεις της, εξοφλώντας ολοσχερώς τους οφειλόμενους ναύλους, συνολικού ποσού 1.307.750 δολ. ΗΠΑ, γεγονός που αποτέλεσε κίνητρο για τη σύναψη της ένδικης σύμβασης, ενώ και κατά τη διάρκεια της τελευταίας κατέβαλε, όπως προεκτέθηκε, έστω και με καθυστέρηση, τα ποσά που αντιστοιχούσαν στον πρώτο και τον δεύτερο ναύλο, στοιχείο που λειτουργεί αναιρετικά ως προς την ύπαρξη δόλιας συμπεριφοράς εκ μέρους των νομίμων εκπροσώπων και προστηθέντων της ναυλώτριας. Η κρίση δε του επ’ ακροατηρίου ενόρκως καταθέσαντος μάρτυρα των αιτουσών, ότι αποτελούσε μεθοδευμένη και πάγια τακτική της ναυλώτριας η καταβολή των πρώτων δόσεων των συναφθέντων από την ίδια ναυλοσυμφώνων και η μη αποπληρωμή των λοιπών δεν επιβεβαιώνεται από άλλο αποδεικτικό στοιχείο, αναιρείται δε από την όλη εξέλιξη και την προσήκουσα εκτέλεση της προγενέστερης από 17.4.2019 σύμβασης χρονοναύλωσης. Άλλωστε, η προείσπραξη του συνόλου του ναύλου από τη σύμβαση υποναύλωσης στην οποία είχε προβεί η ναυλώτρια δεν άγει το παρόν Δικαστήριο σε αντίθετη κρίση, περί ύπαρξης δόλου εκ μέρους των καθ’ ων φυσικών προσώπων για τη μη ικανοποίηση της πρώτης αιτούσας μέσω της άσκησης του δικαιώματος lien επ’ αυτού, καθόσον ο όρος προπληρωμής του ναύλου (freight prepaid) είναι συνήθης στις ναυλώσεις και πρακτική γνωστή στους δραστηριοποιούμενους στον τομέα της ναυτιλίας, ενώ δεν απαγορευόταν βάσει του από 26.7.2019 ναυλοσυμφώνου. Περαιτέρω, κατά το χρονικό εκείνο διάστημα, όπως προεκτέθηκε, η ναυλώτρια ήταν συνεπής στις υποχρεώσεις της εκ της συμβάσεως, καταβάλλοντας τις ληξιπρόθεσμες δόσεις, οι όποιες δε οφειλές της επιβαρύνθηκαν υπέρμετρα μετά τον Ιούλιο 2019 και είχαν ως αποτέλεσμα τη ραγδαία επιδείνωση της οικονομικής της κατάστασης περί τα τέλη του ίδιου μήνα και την επιγενόμενη αδυναμία της, μετά τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, ν’ ανταπεξέλθει στις οικονομικές της υποχρεώσεις εκ της επίδικης και των λοιπών συμβάσεων χρονοναύλωσης που είχε συνάψει με άλλες πλοιοκτήτριες εταιρείες και οι οποίες αποπληρώνονταν μέχρι τότε κανονικά. Οι κατά τον Σεπτέμβριο του 2019, άλλωστε, διαβεβαιώσεις από τον τέταρτο καθ’ ου, ως υπεύθυνου για την παρακολούθηση της ναύλωσης, ότι θα καταβαλλόταν άμεσα η τρίτη δόση, που ουδέποτε αμφισβητήθηκε ως προς την ύπαρξη και το ύψος της ως οφειλής, δεν έγιναν με σκοπό εξαπάτησης των αιτουσών, αλλά λόγω της πεποίθησής του, βάσει των όσων του μεταφέρονταν από τους υπεύθυνους του λογιστηρίου, ότι οι οικονομικές δυσκολίες της ναυλώτριας θα ξεπερνούνταν. Σημειώνεται ότι η “… Inc.” αποτελούσε μία από τις πλέον αναγνωρίσιμες εταιρείες στον χώρο της ναυτιλίας για πολλά έτη, έχοντας στο ενεργητικό της πληθώρα επιτυχημένων ναυλώσεων. Από κανένα στοιχείο δεν πιθανολογείται ότι γνώριζαν οι καθ’ ων, νόμιμοι εκπρόσωποι και προστηθέντες της ναυλώτριας, εξαρχής, κατά τις διαπραγματεύσεις και τη σύναψη της ένδικης σύμβασης, ότι η τελευταία δεν θα μπορούσε ν’ ανταπεξέλθει στις οικονομικές της υποχρεώσεις και παρόλ’ αυτά έπεισαν με ψευδείς παραστάσεις τους νομίμους εκπροσώπους της πλοιοκτήτριας να καταρτίσουν την ένδικη σύμβαση, επί ζημία της και με σκοπό δικού τους οφέλους. Άλλωστε, όπως επιβεβαίωσε στο ακροατήριο και ο μάρτυρας απόδειξης, στην ένδικη σύμβαση και κυρίως στην προγενέστερη αυτής (από Απριλίου 2019) υπήρξε η διαμεσολάβηση του έμπειρου μεσίτη ναυλώσεων …, για λογαριασμό των αιτουσών, ο οποίος και δεν διατύπωσε οποιαδήποτε επιφύλαξη για την κατά το στάδιο εκείνο οικονομική κατάσταση της ναυλώτριας και τη φερεγγυότητά της. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή μη επικείμενου κινδύνου και επείγουσας περίπτωσης για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, η υπό κρίση αίτηση, στον βαθμό που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, λόγω της μη πιθανολόγησης πραγματικών περιστατικών τέτοιων που να δικαιολογούν την ανάκληση της προγενέστερης υπ’ αριθ. 466/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), ήτοι που να στοιχειοθετούν αδικοπρακτική συμπεριφορά και δη απάτη ή / και συμπεριφορά αντίθετη προς τα χρηστά ήθη και την καλή πίστη στο πρόσωπο των καθ’ ων, η οποία αποτελεί γενεσιουργό αιτία για τις προβαλλόμενες αξιώσεις των αιτουσών, τόσο κατά την κύρια όσο και κατά τις επικουρικές βάσεις της αίτησης. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 205 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4335/2015, «το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, με την οριστική απόφασή του, επιβάλλει στο διάδικο ή στο νόμιμο αντιπρόσωπό του ή στο δικαστικό του πληρεξούσιο, ανάλογα με την ευθύνη καθενός, χρηματική ποινή από χίλια (1.000) ευρώ έως δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ, που περιέρχονται στο δημόσιο ως δημόσιο έσοδο, αν προκύψει από τη δίκη που έγινε ότι, αν και το γνώριζαν 1) άσκησαν προφανώς αβάσιμη αγωγή, ανταγωγή ή παρέμβαση ή προφανώς αβάσιμο ένδικο μέσο ή 2) διεξήγαγαν τη δίκη παρελκυστικά ή δεν τήρησαν τους κανόνες των χρηστών ηθών ή της καλής πίστης ή το καθήκον της αλήθειας. Αντίγραφο της απόφασης αυτής γνωστοποιείται αμέσως στο Υπουργείο Οικονομικών με επιμέλεια της γραμματείας». Με τη διάταξη αυτή, η οποία εναρμονίζεται με το άρθρο 116 ΚΠολΔ, καθιερώνεται αποκλειστικά για την εξασφάλιση της διαδικαστικής τάξης, χωρίς καμία επίδραση στο περιεχόμενο της απόφασης, η υποχρέωση του δικαστηρίου και όχι η διακριτική ευχέρεια αυτού, για την επιβολή χρηματικής ποινής, που περιέρχεται στο Ελληνικό Δημόσιο, εφόσον διαπιστωθεί δικονομική συμπεριφορά, η οποία έχει αρνητική επενέργεια στην απονομή δικαιοσύνης. Η απαρίθμηση περί προφανώς αβάσιμης αγωγής, ανταγωγής ή παρέμβασης ή προφανώς αβάσιμου ενδίκου μέσου είναι ενδεικτική και πρέπει να γίνει δεκτό ότι από το όλο πνεύμα και το σκοπό της διάταξης καταλαμβάνει κάθε μορφής αίτηση παροχής έννομης προστασίας. Ως προφανώς αβάσιμο, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοείται το μέσο προστασίας που ασκήθηκε ενώ ήταν απαράδεκτο ή νομικώς ή ουσιαστικώς αβάσιμο ή ο ισχυρισμός που προτάθηκε ήταν αναληθής. Η απόρριψη της αίτησης παροχής προστασίας ως νόμω ή κατ’ ουσίαν αβάσιμης δεν υποδηλώνει και παράβαση της διάταξης αυτής. Πρέπει η αίτηση να μην έχει κανένα νομικό έρεισμα, τα θεμελιωτικά αυτής περιστατικά να είναι αναληθή και τα ως άνω πρόσωπα να τελούν εν γνώσει της αναλήθειας (ΕφΑθ 3978/2018 ΝοΒ 2018.1445, με σχόλια Β. Χατζηιωάννου, ΕφΑθ 222/2005 ΕλλΔνη 2005.912). Κύρια προϋπόθεση για την επιβολή της ποινής τάξης του άρθρου 205 ΚΠολΔ, αποτελεί το στοιχείο της υπαιτιότητας με τη μορφή άμεσου δόλου, χωρίς να αρκεί ενδεχόμενος δόλος ή βαριά αμέλεια (ΑΠ 602/2016, ΑΠ 1443/2014, ΑΠ 738/2012, ΜονΕφΔωδ 98/2020, ΕφΑθ 2103/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, ο τέταρτος των καθ’ ων ζητεί με το έγγραφο σημείωμα που κατέθεσε να επιβληθεί σε βάρος των αιτουσών ποινή τάξης, λόγω παράβασης του καθήκοντος αληθείας και της εν γένει καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης. Το Δικαστήριο, ωστόσο, κρίνει ότι δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την επιβολή τέτοιας χρηματικής ποινής κατ’ άρθρο 205 ΚΠολΔ, καθόσον η υπό κρίση αίτηση παροχής έννομης προστασίας ασκήθηκε στο πλαίσιο της εκκρεμούς κύριας υπόθεσης, σε ανώτερο Δικαστήριο σε σχέση με αυτά που προηγουμένως είχαν κρίνει επί της προκείμενης και επί συναφούς μ’ αυτή διαφοράς, ενώ δεν προέκυψε από την αποδεικτική διαδικασία ενσυνείδητη παρελκυστική διεξαγωγή της δίκης, με άμεσο δόλο, ούτε διεξαγωγή της κατά παράβαση των κανόνων της καλής πίστης και των χρηστών ηθών ή του καθήκοντος αλήθειας, μη αρκούσης προς τούτο της επανειλημμένης τέλεσης ένδικων βοηθημάτων. Τέλος, η δικαστική δαπάνη πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των αιτουσών, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), επειδή δε οι νικητές ομόδικοι εκπροσωπήθηκαν από περισσότερους δικηγόρους, τα δικαστικά έξοδα θα επιδικαστούν ακέραια στον καθένα, καθόσον ο κάθε ομόδικος είχε ίδιο συμφέρον για χωριστή εκπροσώπηση, διάφορο από αυτό των υπόλοιπων ομοδίκων [άρθρο 180 παρ. 1, 3 ΚΠολΔ, που ισχύει κατ’ αναλογία και για τη μη προβλεπόμενη στο νόμο περίπτωση που περισσότεροι διάδικοι νικούν – βλ. σχετ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Ορφανίδη), ΚΠολΔ Ι (2000), 180 αριθ. 5], όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τη δικαστική δαπάνη των καθ’ ων η αίτηση σε βάρος των αιτουσών, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ για τον πρώτο, τη δεύτερη και την πέμπτη των καθ’ ων, στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ για τον τρίτο και στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ για τον τέταρτο των καθ’ ων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 22 Φεβρουαρίου 2022 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 4 Μαρτίου 2022.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ