Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

 

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 720/2015

…2014

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ)

——————————

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Ναυπλιώτη, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Γεωργία Καραχάλιου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 16-09-2014 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας: εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Σαξώνη.

Της εφεσίβλητης: εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στο Α. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Κωνσταντίνο Ματθαίο και Θεοδώρα Πατρινέλλη με δήλωση κατ’ άρθρο 242§2 ΚΠολΔ.

Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 14-07-2009 (αριθμ. εκθ. καταθ. …) αγωγή της κατά της ήδη εφεσίβλητης (καθώς και κατά της εδρεύουσας στον Πειραιά εταιρείας με την επωνυμία «….», η οποία δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη) και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 57/2013 οριστική απόφασή του απέρριψε την ανωτέρω αγωγή ως προς την εφεσίβλητη και την έκανε δεκτή ως προς την προαναφερόμενη εταιρεία με την επωνυμία «….». Ήδη η εκκαλούσα με την από 14-01-2014 (αριθμ. εκθ. καταθ. του Ειρηνοδικείου Πειραιώς …) έφεσή της προσβάλλει την προαναφερόμενη απόφαση ως προς το σκέλος αυτής με το οποίο απορρίφθηκε η αγωγή της κατά της εφεσίβλητης (δεύτερης εναγομένης). Η έφεση κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …17-01-2014, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις της, ενώ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της εφεσίβλητης, σύμφωνα με σχετική τους δήλωση (αρθρ. 242§2 ΚΠολΔ), δεν παρέστησαν, αλλά προκατέθεσαν τις προτάσεις της.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 57/2013 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην της πρώτης εναγομένης (μη διαδίκου στην παρούσα δίκη) και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, έχει ασκηθεί από την ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας ενάγουσα κατά της αντιδίκου της, δεύτερης εναγομένης, (αρθρ. 516§1, 517 ΚΠολΔ), νομότυπα, με την κατάθεση δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (αρθρ. 495§§1,2 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, ήτοι προ πάσης επιδόσεως της εν λόγω απόφασης (αρθρ. 499, 518 ΚΠολΔ), καθόσον δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης. Επομένως, η έφεση αυτή είναι παραδεκτή, ενόψει και του ότι η εκκαλούσα κατέθεσε το παράβολο που προβλέπεται στη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12§2 του ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α΄ 51/12-03-2012) και ισχύει από τη 02-04-2012, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 113 του ως άνω νόμου (βλ. τα υπ’ αριθμ. … και … παράβολα ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. και … και … παράβολα Δημοσίου), και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (αρθρ. 533§1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια ως άνω διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με την προαναφερόμενη από 14-07-2009 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, εξέθετε ότι τυγχάνει πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία φορτηγού πλοίου με την ονομασία «…» και αριθμό νηολογίου Πειραιώς …, με το οποίο μετέφερε κατά το μήνα Ιούλιο του έτους 2008 για λογαριασμό της δεύτερης εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, σε εκτέλεση σχετικής σύμβασης που κατήρτισε με την πρώτη εναγομένη (μη διάδικο στην παρούσα δίκη), η οποία ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της δεύτερης εναγομένης, τρία φορτία τριμμένου λατερίτη βάρους 1.620,60, 1.571,90 και 1.603,30 μετρικών τόνων το καθένα αντιστοίχως από το λιμένα της Θεσσαλονίκης στις εγκαταστάσεις της δεύτερης εναγομένης στη Λ.α, εκτελώντας αντίστοιχο αριθμό δρομολογίων, έναντι ανταλλάγματος, το ύψος του οποίου συμφωνήθηκε στα 5 €/μετρικό τόνο, πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α. ποσοστού 19%, και συγκεκριμένα στις 9.642,57 €, 9.532,80 € και 9.539,64 € για κάθε φορτίο αντιστοίχως. Επιπλέον, ιστορούσε ότι για τη θαλάσσια μεταφορά των προαναφερόμενων φορτίων εκδόθηκαν από τον πλοίαρχο του ανωτέρω πλοίου οι αντίστοιχες φορτωτικές, σε καθεμία από τις οποίες αναφέρεται ως φορτώτρια η πρώτη εναγομένη και γίνεται μνεία περί πιστώσεως του σχετικού ανταλλάγματος, καθώς, με βάση τη σχετική συμφωνία των διαδίκων, η εξόφληση αυτού θα γινόταν από τη δεύτερη εναγομένη, η οποία ήταν και η παραλήπτρια του φορτίου. Τέλος, ανέφερε ότι μέχρι το χρόνο σύνταξης της αγωγής, οι εναγόμενες της είχαν καταβάλει, έναντι του οφειλόμενου για τη διενέργεια των ανωτέρω θαλάσσιων μεταφορών ανταλλάγματος, το οποίο ανερχόταν συνολικά (συμπεριλαμβανομένου του αναλογούντος Φ.Π.Α.) στο ποσό των 28.715,01 €, μόνο το ποσό των 21.750,65 €, εξοφλώντας έτσι ολοσχερώς το επιμέρους αντάλλαγμα των δύο πρώτων μεταφορών και εν μέρει το αντάλλαγμα της τρίτης μεταφοράς, εξακολουθούσαν δε να της οφείλουν το υπόλοιπο του ανταλλάγματος της τελευταίας αυτής μεταφοράς, ύψους 6.964,36 €. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να της καταβάλουν, εις ολόκληρον η καθεμία, το παραπάνω ποσό των 6.964,36 € με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της ημερομηνίας παραλαβής του τρίτου από τα ανωτέρω αναφερόμενα φορτία, ήτοι από την 30-07-2008, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, κυρίως μεν με βάση την προαναφερόμενη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς και ως εκ της ιδιότητάς τους ως φορτώτριας (η μη διάδικος στην παρούσα δίκη πρώτη εναγομένη) και ως παραλήπτριας (η εφεσίβλητη δεύτερη εναγομένη) των ένδικων φορτίων, επικουρικώς δε κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, και να καταδικασθούν αυτές στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Με την εκκαλούμενη απόφαση, η αγωγή απορρίφθηκε ως νόμω αβάσιμη ως προς την επικουρική βάση της ενώ κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη κατά την κύρια βάση της και, ακολούθως, εξετάσθηκε κατ’ ουσίαν και, ως προς μεν τη μη διάδικο στην παρούσα δίκη πρώτη εναγομένη έγινε δεκτή στο σύνολό της ως βάσιμη, ως προς δε τη δεύτερη εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη απορρίφθηκε εν όλω ως αβάσιμη, ενώ, επιπλέον, καταδικάσθηκε η μεν πρώτη εναγομένη στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας η δε ενάγουσα – εκκαλούσα στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της δεύτερης εναγομένης – εφεσίβλητης, η οποία ορίσθηκε στο ποσό των 180 €. Κατά της απόφασης αυτής, ως προς μόνον το σκέλος της με το οποίο απορρίφθηκε η αγωγή κατά της δεύτερης εναγομένης, παραπονείται με την κρινόμενη έφεσή της και για τους σε αυτήν διαλαμβανόμενους λόγους, οι οποίοι ανάγονται αφενός μεν στην κακή εκτίμηση των αποδείξεων, αφετέρου δε στην εσφαλμένη καταδίκη της στη δικαστική δαπάνη της ως άνω εναγομένης για τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, η εκκαλούσα – ενάγουσα διώκουσα την εξαφάνισή της και την καθ’ ολοκληρίαν παραδοχή της αγωγής ως προς τη δεύτερη εναγομένη.Από τη συνεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των εξετασθέντων στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μαρτύρων Α. Α. του Π. και Γ. Α., οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του ίδιου Δικαστηρίου, καθώς και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η δεύτερη εναγομένη – εφεσίβλητη είναι εταιρεία παραγωγής σιδηρονικελίου, η οποία διαθέτει μεταλλεία, μεταξύ άλλων και, στην Κ. και στα Σ. Κ. καθώς και ένα μεταλλουργικό εργοστάσιο στη Λ.α Φ.. Με σύμβαση που καταρτίσθηκε εγγράφως την 20-06-2006 στο Α. Αττικής μεταξύ αυτής και της πρώτης εναγομένης (μη διαδίκου στην παρούσα δίκη), η τελευταία ανέλαβε, έναντι ανταλλάγματος (καλούμενου ως «ναύλου» από τα συμβαλλόμενα μέρη), την εκτέλεση του έργου της αποθήκευσης και φόρτωσης φορτίων σιδηρονικελιούχου λατερίτη και λιγνίτη που εξορύσσονταν από τα ως άνω μεταλλεία της εφεσίβλητης που κείνται στη Β. Ε. σε φορτηγά πλοία της, τη μεταφορά διά των πλοίων αυτών των ως άνω φορτίων από το λιμένα Θεσσαλονίκης στη Λ.α με συνεχόμενα ταξίδια και τη μεταφορά των φορτίων με δικά της φορτωτικά και μεταφορικά μέσα από το λιμένα της Λ.ας στις πλατείες Α Υλών ή στις πλατείες βουνού, που κείνται σε απόσταση 1.000 περίπου μέτρων και 2.000 μέτρων αντιστοίχως από τον ως άνω λιμένα, σύμφωνα με τις εκάστοτε υποδείξεις της εφεσίβλητης, για το χρονικό διάστημα από 08-08-2005 έως 31-12-2009 (βλ. τους υπ’ αριθμ. 1.1, 2.1 και 2.2 όρους του μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενου από 20-06-2006 ιδιωτικού συμφωνητικού, που υπογράφηκε σχετικά μεταξύ των εναγομένων, διά των νομίμων εκπροσώπων τους). Σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους της ως άνω σύμβασης, η πρώτη εναγομένη ναύλωσε στη δεύτερη εναγομένη – εφεσίβλητη τρία φορτηγά πλοία της (και δη τα υπό ελληνική σημαία πλοία με την ονομασία «…», «…» και «…» και αριθμούς νηολογίου Πειραιώς …, … και … αντιστοίχως), τα οποία ήταν αυτοεκφορτωνόμενα, δηλαδή διέθεταν γερανό με κατάλληλη αρπάγη για την εκφόρτωση του φορτίου στις εγκαταστάσεις της δεύτερης εναγομένης – εφεσίβλητης, πλήρως εξοπλισμένα και έτοιμα από κάθε άποψη να δεχθούν και να μεταφέρουν πλήρες φορτίο μεταλλεύματος και λιγνίτη (βλ. τους υπ’ αριθμ. 1.2 και 1.3 όρους του ανωτέρω ιδιωτικού συμφωνητικού), ενώ, επιπλέον, διατήρησε και το δικαίωμα να ναυλώσει ή υποναυλώσει άλλα πλοία ή να αντικαταστήσει οποιοδήποτε από τα ανωτέρω πλοία της για την εκτέλεση της σύμβασης, μετά από προηγούμενη ειδοποίηση της δεύτερης εναγομένης – εφεσίβλητης. Όπως δε συμφωνήθηκε ρητά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, τις πάσης φύσεως δαπάνες σχετικά με την εκτέλεση του ανατεθέντος σ’ αυτήν έργου θα αναλάμβανε η πρώτη εναγομένη, η οποία θα είχε την ευθύνη από την παραλαβή των φορτίων με τα πλοία έως την αποκομιδή τους από τα φορτηγά της (βλ. τον υπ’ αριθμ. 2.1 όρο του εν λόγω ιδιωτικού συμφωνητικού). Περαιτέρω, με τον υπ’ αριθμ. 3 όρο του συμφωνητικού αυτού, ορίσθηκε το ύψος του οφειλόμενου ανταλλάγματος («ναύλου») στο ποσό των 7,39 €/μετρικό τόνο σιδηρονικελιούχου λατερίτη και των 7,89 €/μετρικό τόνο λιγνίτη, πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α., καθώς και το ποσοστό αναπροσαρμογής του για τα έτη 2007, 2008 και 2009. Ο ναύλος αυτός περιελάμβανε τα αποθήκευτρα, τα έξοδα φορτώσεως και κάθε άλλη δαπάνη στο λιμένα Θεσσαλονίκης καθώς και την αμοιβή της πρώτης εναγομένης για την εκτέλεση της θαλάσσιας μεταφοράς και της εκφόρτωσης και της μεταφοράς του εκάστοτε φορτίου στις πλατείες Α Υλών και τις πλατείες Βουνού που ανήκαν στις εγκαταστάσεις του μεταλλουργικού εργοστασίου Λ.ας (ΣΕΛ) και απείχαν από το λιμάνι 1.000 ή 2.000 μέτρα. Ο εν λόγω ναύλος συμφωνήθηκε, με βάση τα αναφερόμενα στον υπ’ αριθμ. 4 όρο του ανωτέρω ιδιωτικού συμφωνητικού, να καταβάλλεται σε τραπεζικό λογαριασμό της πρώτης εναγομένης έναντι φορολογικών στοιχείων που θα εξέδιδε αυτή και θα αποστελλόταν στη δεύτερη εναγομένη εντός 30 ημερών για τις μεταφερθείσες ποσότητες φορτίων του προηγούμενου μήνα κάθε φορά, μετά από σχετική πιστοποίηση της δεύτερης εναγομένης, η οποία, σύμφωνα με τον όρο 5.1 του συμφωνητικού, θα εκδιδόταν με βάση τα draft surveys εντός 5 ημερών από τη λήξη κάθε ημερολογιακού μήνα και θα αφορούσε τα φορτία των πλοίων που εκφορτώθηκαν εντός του μήνα αυτού. Οι ποσότητες δε που θα πιστοποιούνταν προς πληρωμή θα ήταν εκείνες που θα είχαν παραδοθεί στις πλατείες Α Υλών και τις πλατείες Βουνού του εργοστασίου της Λ.ας. Τα draft surveys θα διενεργούνταν στο λιμάνι της Λ.ας από επιθεωρητή κοινής αποδοχής, η αμοιβή του οποίου θα καταβαλλόταν εξ ημισείας από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη (βλ. υπ’ αριθμ. 5.2 και 5.3. όρους του συμφωνητικού). Περαιτέρω, σύμφωνα με τους υπ’ αριθμ. 16.4 και 16.5 όρους του συμφωνητικού, η πρώτη εναγομένη υποχρεούτο σε κάθε επιμέλεια όσον αφορά στη φόρτωση, στοιβασία, καλή διατήρηση, φύλαξη, μεταφορά, εκφόρτωση και μεταφορά των φορτίων στις πλατείες Α Υλών ή τις πλατείες του Βουνού που βρίσκονται στο λιμένα της Λ.ας και ευθυνόταν για κάθε ζημία από την απώλεια ή βλάβη του φορτίου, προκληθείσα κατά το χρόνο από την παραλαβή προς μεταφορά μέχρι της παραδόσεως αυτού. Τέλος, με τον υπ’ αριθμ. 17.2 όρο του συμφωνητικού συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση ζημίας των μέσων εκφόρτωσης του πλοίου, η πρώτη εναγομένη θα εδικαιούτο να ζητήσει τη χρήση των μέσων εκφόρτωσης της δεύτερης εναγομένης έναντι αμοιβής για τη χρήση τους. Σύμφωνα, δηλαδή, με τους προεκτεθέντες όρους της σύμβασης που καταρτίσθηκε μεταξύ των εναγομένων, η πρώτη εξ αυτών ανέλαβε, έναντι αμοιβής, την παραλαβή των φορτίων σιδηρονικελιούχου λατερίτη και λιγνίτη της δεύτερης αυτών που έφθαναν στο λιμένα της Θεσσαλονίκης προερχόμενα από τα μεταλλεία της (της δεύτερης εναγομένης) στη Β. Ε., την αποθήκευση αυτών στον ως άνω λιμένα, τη φόρτωσή τους στα ανωτέρω τρία φορτηγά πλοία της (της πρώτης εναγομένης) ή σε άλλα πλοία τα οποία θα ναύλωνε ή υποναύλωνε η ίδια από τρίτους, τη μεταφορά τους διά θαλάσσης από τον ως άνω λιμένα στον ιδιωτικό λιμένα της δεύτερης εναγομένης στη Λ.α, την εκφόρτωσή τους στον ως άνω ιδιωτικό λιμένα με ίδια μέσα των πλοίων ή με τα μέσα εκφόρτωσης των εγκαταστάσεων της δεύτερης εναγομένης στον εν λόγω λιμένα (καταβάλλοντας, όμως, στην περίπτωση αυτή σχετική αμοιβή στην αντισυμβαλλόμενή της) και τη μεταφορά τους με δικά της φορτηγά οχήματα (της πρώτης εναγομένης) και την παράδοσή τους στις πλατείες Α Υλών και τις πλατείες Βουνού του μεταλλουργικού εργοστασίου της δεύτερης εναγομένης στη Λ.α που απείχαν από τον ανωτέρω λιμένα 1.000 ή 2.000 μέτρα. Προς εκπλήρωση των απορρεουσών από την ως άνω σύμβαση υποχρεώσεών της, η πρώτη εναγομένη ναύλωσε, ως είχε δικαίωμα σύμφωνα με τον προαναφερόμενο ρητό όρο της σύμβασης αυτής, μεταξύ άλλων, και το φορτηγό πλοίο με την ονομασία «… …» και αριθμό νηολογίου Πειραιώς … της ενάγουσας – εκκαλούσας. Ειδικότερα, με προφορική σύμβαση που καταρτίσθηκε μεταξύ των μερών κατά το μήνα Ιούλιο του έτους 2008, η ως άνω εναγομένη ναύλωσε το ανωτέρω πλοίο της ενάγουσας προκειμένου να εκτελέσει με αυτό τη μεταφορά διά θαλάσσης ενός φορτίου τριμμένου λατερίτη και δύο φορτίων λιγνίτη της δεύτερης εναγομένης – εφεσίβλητης βάρους 1.620,60 μετρικών τόνων, 1.571,90 μετρικών τόνων και 1.603,30 μετρικών τόνων αντιστοίχως, με την πραγματοποίηση ισάριθμων ταξιδιών από το λιμένα της Θεσσαλονίκης στο λιμένα της Λ.ας, έναντι ναύλου το ύψος του οποίου συμφωνήθηκε στο ποσό των 5 €/μετρικό τόνο πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α. ποσοστού 19%, ήτοι έναντι συνολικού ναύλου (συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α.) ποσού 9.642,57 €, 9.352,80 €, 9.539,64 € για κάθε ταξίδι αντιστοίχως. Φορτώτρια του κάθε φορτίου μεταλλεύματος στο λιμένα φόρτωσης (Θεσσαλονίκη) και συνάμα παραλήπτρια αυτού στο λιμένα προορισμού (Λ.α) ήταν η πρώτη εναγομένη, όπως αποδεικνύεται και από τις σχετικές υπ’ αριθμ. …, … και … φορτωτικές που εξέδωσε για την κάθε επιμέρους θαλάσσια μεταφορά ο πλοίαρχος του ως άνω πλοίου της ενάγουσας Π. Π., θέτοντας τη σφραγίδα του πλοίου και την υπογραφή του κάτωθι αυτής. Στις φορτωτικές αυτές αναφέρονται το είδος του φορτίου, το βάρος αυτού, ο συμφωνηθείς ναύλος και ο αναλογών σ’ αυτόν Φ.Π.Α., οι λιμένες φόρτωσης και εκφόρτωσης, τα στοιχεία του πλοίου και του πλοιάρχου, ενώ αναγράφεται ως φορτωτής η πρώτη εναγομένη και ως παραλήπτης του φορτίου «ο ίδιος», ήτοι η αυτή εναγομένη. Επιπλέον, στις ως άνω φορτωτικές γίνεται μνεία ότι ο ναύλος πιστώθηκε και επρόκειτο να πληρωθεί από τον παραλήπτη, ήταν, δηλαδή, καταβλητέος κατά την παράδοση του φορτίου στην πρώτη εναγομένη στο λιμένα της Λ.ας. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ναυλώτρια του πλοίου «… …» της ενάγουσας – εκκαλούσας ήταν η πρώτη εναγομένη, η οποία προέβη στην κατάρτιση της ένδικης σύμβασης ναύλωσης ενεργώντας στο όνομά της και για δικό της λογαριασμό και όχι ως αντιπρόσωπος της δεύτερης εναγομένης – εφεσίβλητης. Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 211, 212 και 216 ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, συνάγεται ότι για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών πρέπει, προκειμένου η δήλωση βουλήσεως να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο προς εκείνον προς τον οποίο γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Απαιτείται, δηλαδή, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, διότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την αρχή του εμφανούς συναλλασσόμενου. Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση στο όνομα άλλου υπάρχει όχι μόνο όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευομένου (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 689/2013, ΕΝαυτΔ 2013,183, ΧρΙδΔ 2013,688, Ε7 2014,424, ΕΕμπΔ 2013,946, ΔΕΕ 2014,65, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη δε περίπτωση, ουδόλως αποδεικνύεται ότι η πρώτη εναγομένη δήλωσε ρητώς, κατά την κατάρτιση της ανωτέρω σύμβασης ναύλωσης, προς την ενάγουσα – εκκαλούσα ότι ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της δεύτερης εναγομένης – εφεσίβλητης. Αλλ’ ούτε και προκύπτει από τις περιστάσεις ότι η σχετική δήλωση βουλήσεως της πρώτης των εναγομένων έγινε στο όνομα της δεύτερης αυτών. Τέτοια πληρεξουσιότητα, άλλωστε, δεν είχε παρασχεθεί από τη δεύτερη εναγομένη προς την πρώτη με την προαναφερόμενη από 20-06-2006 σύμβαση που συνήφθη μεταξύ τους ή με οιαδήποτε άλλη δικαιοπραξία. Αντιθέτως, μάλιστα, στη σύμβαση αυτή ρητώς ορίσθηκε αφενός μεν ότι η πρώτη εναγομένη θα εκτελούσε το ανατεθέν σ’ αυτήν έργο, μέρος του οποίου ήταν και η μεταφορά των φορτίων λιγνίτη και σιδηρονικελιούχου λατερίτη από το λιμένα της Θεσσαλονίκης στο λιμένα της Λ.ας, με δικές της δαπάνες, αφετέρου δε ότι το οφειλόμενο εργολαβικό αντάλλαγμα («ναύλος») θα περιελάμβανε και την αμοιβή της για την εκτέλεση της ως άνω θαλάσσιας μεταφοράς. Επιπλέον, από την ως άνω σύμβαση σαφώς συνάγεται ότι η εν λόγω εναγομένη εδικαιούτο μεν να ναυλώσει ή υποναυλώσει πλοία τρίτων για την εκτέλεση του ανατεθέντος σ’ αυτήν έργου, όχι όμως στο όνομα της αντισυμβαλλόμενής της αλλά στο δικό της όνομα. Η κρίση του Δικαστηρίου περί του ότι η πρώτη εναγομένη δεν προέβη στην κατάρτιση της επίδικης σύμβασης ναύλωσης με την ιδιότητα του αντιπροσώπου της δεύτερης εναγομένης – εφεσίβλητης, ενισχύεται και από τα όσα κατέθεσε ενόρκως ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο μάρτυρας Γ. Α., ο οποίος διετέλεσε κατά το έτος 2008, ήτοι κατά τον επίδικο χρόνο, πρόεδρος της επιτροπής προμηθειών της εφεσίβλητης και, ως εκ της ιδιότητάς του αυτής, έχει ίδια αντίληψη των πραγμάτων. Ειδικότερα, ο εν λόγω μάρτυρας ρητά βεβαίωσε ότι η δεύτερη εναγομένη – εφεσίβλητη ουδέποτε παρέσχε στην πρώτη εναγομένη εξουσία αντιπροσώπευσης για τη σύναψη ναυλοσυμφώνων στο όνομά της. Αντιθέτως, η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από τα αναφερόμενα στην ένορκη κατάθεση του μάρτυρα Α. Α. στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Ο συγκεκριμένος μάρτυρας, ο οποίος, σημειωτέον, δεν προσδιόρισε με σαφήνεια την ιδιότητα υπό την οποία έλαβε γνώση των κρίσιμων για την προκείμενη υπόθεση περιστατικών, καθώς δήλωσε τόσο συνεργάτης της ενάγουσας – εκκαλούσας κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, όσο και εργαζόμενος σ’ αυτήν κατά το χρόνο εκείνο ως υπεύθυνος για το ναυλωθέν πλοίο, κατέθεσε μεν ότι στη σύναψη της ένδικης σύμβασης ναύλωσης προέβη η πρώτη εναγομένη ενεργώντας ως πράκτορας και για λογαριασμό της δεύτερης εναγομένης, δηλώνοντας, όμως, συγχρόνως ότι ουδέποτε υπέπεσε στην αντίληψή του κάποιο έγγραφο στο οποίο να αναφέρεται η πρώτη εναγομένη με την ανωτέρω ιδιότητα. Επομένως, η κατάθεσή του δεν κρίνεται πειστική. Εξάλλου, από κανένα από τα αποδεικτικά στοιχεία που τέθηκαν υπ’ όψιν του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η εφεσίβλητη υπήρξε η παραλήπτρια των φορτίων που μεταφέρθηκαν με το ναυλωθέν πλοίο της εκκαλούσας. Αν είχε ορισθεί να παραληφθούν τα εμπορεύματα αυτά στον λιμένα προορισμού (Λ.α) από την ως άνω διάδικο, θα γινόταν σχετική μνεία στις προαναφερόμενες φορτωτικές. Ωστόσο, η παραλαβή των εν λόγω φορτίων συμφωνήθηκε μεταξύ της εκναυλώτριας (ενάγουσας – εκκαλούσας) και της ναυλώτριας (πρώτης εναγομένης) να διενεργηθεί από την τελευταία (δηλ. την πρώτη εναγομένη), σε συμμόρφωση, άλλωστε, και με τους προαναφερθέντες όρους της από 20-06-2006 σύμβασης που καταρτίσθηκε μεταξύ των δύο εναγομένων εταιρειών. Για το λόγο αυτό δε, αναγράφηκε στις φορτωτικές από τον πλοίαρχο του ως άνω πλοίου και εκδότη των συγκεκριμένων αξιογράφων ως παραλήπτρια των φορτίων αυτών η πρώτη εναγομένη, όπως προεκτέθηκε. Το γεγονός ότι στα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα υπ’ αριθμ. 640/21-07-2008 δελτίο αποστολής που εκδόθηκε από τα Μεταλλεία Κ.ς της δεύτερης εναγομένης για τη μεταφορά του φορτίου των 1.620,60 μετρικών τόνων τριμμένου λατερίτη, και υπ’ αριθμ. … και … δελτία αποστολής που εκδόθηκαν από τα … της εν λόγω εναγομένης για τη μεταφορά των φορτίων των 1.571,90 μετρικών τόνων και 1.603,30 μετρικών τόνων λιγνίτη αντιστοίχως αναφέρεται ως παραλήπτρια η ίδια (η δεύτερη εναγομένη), δεν αναιρεί την κρίση αυτή. Και τούτο διότι τα συγκεκριμένα δελτία αποστολής εκδόθηκαν για τη μεταφορά των ως άνω φορτίων μέχρι το μεταλλουργικό εργοστάσιο Λ.ας (ΣΕΛ), όπως προκύπτει από τη σχετική αναγραφή επί των ως άνω παραστατικών, δηλαδή μέχρι τις πλατείες Α Υλών και τις πλατείες Βουνού που ανήκαν στις εγκαταστάσεις του εργοστασίου αυτού και απείχαν από τον λιμένα της Λ.ας 1.000 ή 2.000 μέτρα αντιστοίχως. Αφορούσαν, δηλαδή, το σύνολο της συνδυασμένης μεταφοράς των φορτίων αυτών, δηλαδή τόσο τη θαλάσσια μεταφορά μεταξύ των λιμένων Θεσσαλονίκης και Λ.ας όσο και τη χερσαία μεταφορά με φορτηγά οχήματα της πρώτης εναγομένης από το λιμένα της Λ.ας στις ως άνω πλατείες του μεταλλουργικού εργοστασίου της δεύτερης εναγομένης, όπου, άλλωστε, υποχρεούτο, με βάση την προαναφερόμενη από 20-06-2006 σύμβαση να της παραδίδει τα εκάστοτε φορτία σιδηρονικελιούχου λατερίτη και λιγνίτη η πρώτη εναγομένη. Πράγματι, αποστολέας και τελικός παραλήπτης στην ως άνω συνδυασμένη μεταφορά, την εκτέλεση της οποίας είχε αναλάβει η πρώτη των εναγομένων κατά τα προεκτεθέντα, ήταν η δεύτερη αυτών. Δεν αφορούσαν, επομένως, τα συγκεκριμένα παραστατικά μόνο την επιμέρους μεταφορά μεταξύ των δύο ως άνω λιμένων (δηλαδή τη μεταφορά διά θαλάσσης) στην οποία (ενδιάμεσος) παραλήπτης ήταν η πρώτη εναγομένη. Εξάλλου, στις μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενες αναφορές επιθεώρησης φορτίου (draft survey reports) που συντάχθηκαν στο λιμένα της Λ.ας από τον επιθεωρητή κοινής αποδοχής των δύο εναγομένων εταιρειών, ουδόλως αναφέρεται ως παραλήπτρια των φορτίων η δεύτερη εναγομένη, παρά μόνον αναγράφεται στη θέση του λιμένα προορισμού ο ιδιωτικός λιμένας της ως άνω εναγομένης στη Λ.α («…»). Τέλος, τα όσα ισχυρίσθηκε ο μάρτυρας Α. Α. κατά την ένορκη εξέτασή του ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου σχετικά με την παραλαβή των ένδικων φορτίων από ομάδες εργατών και φορτηγά οχήματα της δεύτερης εναγομένης, αντικρούονται τόσο από το περιεχόμενο της από 20-06-2006 σύμβασης μεταξύ των εναγομένων (όπου ρητώς αναφέρεται ότι μεταξύ των συμβατικών υποχρεώσεων της πρώτης εναγομένης ήταν και η εκφόρτωση των εκάστοτε φορτίων από τα φορτηγά πλοία που κατέπλεαν στον λιμένα της Λ.ας, η μεταφορά των φορτίων αυτών με δικά της φορτηγά οχήματα και η παράδοσή τους στις πλατείες Α Υλών και τις πλατείες Βουνού του μεταλλουργικού εργοστασίου της δεύτερης εναγομένης, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα) όσο και από τη σαφή και εμπεριστατωμένη κατάθεση του μάρτυρα Γ. Α., σύμφωνα με την οποία τα φορτία παραλαμβάνονταν στον λιμένα της Λ.ας από τον κ. Γ., εκπρόσωπο της πρώτης εναγομένης, η οποία είχε μισθώσει φορτηγά οχήματα για τη μεταφορά των μεταλλευμάτων από το ντόκο του ως άνω λιμένα στις πλατείες πρώτων υλών του εργοστασίου της δεύτερης εναγομένης, η οποία δεν διέθετε δικά της φορτηγά για το σκοπό αυτό. Άλλωστε, ο πρώτος μάρτυρας (Α. Α.) δεν είναι σε θέση να γνωρίζει τη διαδικασία που τηρείτο γενικά και τηρήθηκε εν προκειμένω για την εκφόρτωση των ένδικων φορτίων από το πλοίο της ενάγουσας – εκκαλούσας και τη μεταφορά τους στο εργοστάσιο της δεύτερης εναγομένης – εφεσίβλητης, αφού δεν ήταν παρών κατά την ως άνω διαδικασία. Με βάση το σύνολο των προεκτεθέντων, εφόσον ουδόλως αποδεικνύεται ότι η μη διάδικος στην παρούσα δίκη πρώτη εναγομένη ενήργησε κατά την κατάρτιση της σύμβασης ναύλωσης του πλοίου «… …» ως αντιπρόσωπος της εφεσίβλητης – δεύτερης εναγομένης, ώστε η τελευταία να ευθύνεται εκ της ως άνω συμβάσεως (ήτοι ως ναυλώτρια του εν λόγω πλοίου) για την πληρωμή του συμφωνηθέντος ναύλου στην εκναυλώτρια εκκαλούσα – ενάγουσα, ή ότι η εφεσίβλητη υπήρξε η παραλήπτρια των ένδικων φορτίων τριμμένου λατερίτη και λιγνίτη στον λιμένα της Λ.ας, ήτοι στον τόπο προορισμού τους ως άνω πλοίου και εκφορτώσεως των ανωτέρω φορτίων, ώστε να ευθύνεται αυτή εκ του νόμου (αρθρ. 153 ΚΙΝΔ) εις ολόκληρον με τη ναυλώτρια του πλοίου – φορτώτρια των φορτίων πρώτη εναγομένη έναντι της εκκαλούσας για την καταβολή του οφειλόμενου ναύλου, η κρινόμενη αγωγή, η οποία – κατά την κύρια βάση της – στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 107, 149, 153 ΚΙΝΔ, 211, 361, 481 επ., 293, 340, 341, 345, 346 ΑΚ, 176, 907, 908 περ. στ΄ ΚΠολΔ, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσία αβάσιμη. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε κατά τον ίδιο τρόπο, αν και με ελλιπείς αιτιολογίες, ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις και γι’ αυτό οι σχετικοί (πρώτος, δεύτερος και τρίτος) λόγοι έφεσης της εκκαλούσας, στους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμοι, αφού αντικατασταθούν οι αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης με τις αιτιολογίες της απόφασης αυτής (άρθρο 534 ΚΠολΔ). Εξάλλου, ενόψει του ότι ορθώς απορρίφθηκε η αγωγή, ορθώς επιβλήθηκαν από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο τα δικαστικά έξοδα της δεύτερης εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης εις βάρος της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας, απορριπτομένου ως ουσία αβασίμου και του σχετικού (τέταρτου) λόγου της έφεσης.

Κατόπιν αυτών πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί ως προς τους προβαλλόμενους λόγους στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, το οποίο κατέθεσε η εκκαλούσα για την άσκησή της, στο δημόσιο ταμείο (αρθρ. 495§4 εδ. δ΄ ΚΠολΔ) και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης ως προς το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, με βάση και το σχετικό αίτημά της, σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της τελευταίας (176 εδ. α΄, 183, 189§1 και 191§2 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικώς την έφεση.

Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου το οποίο κατέθεσε η εκκαλούσα για την άσκηση της έφεσης.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων ευρώ (400 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στον Πειραιά στις 09-03-2015.

 

Ο Δικαστής                                                                     Η Γραμματέας