ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης
41 /2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίστηκε κατόπιν κληρώσεως σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3327/2005.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Δεκεμβρίου 2022, χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αιτούσας: Της εταιρείας με την επωνυμία «…» και το διακριτικό τίτλο «…», η οποία εδρεύει στον , με ΑΦΜ … ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά (με αριθμό Γ.Ε.Μ.Η …), νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Γεωργίας Πιερράτου (AM ΔΣΑ 19021).
Της καθ’ης η αίτηση: Της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…» έχουσα καταστατική έδρα στη … (διεύθυνση έδρας: …), διατηρούσης δε υποκατάστημα στην … με ΑΦΜ … ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Κωνσταντίνου Αλεπάκου (AM ΔΣΑ 11684).
Η αιτούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 29-10-2021 αίτησή της που κατατέθηκε στην Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό κατάθεσης 8693/2021 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 1972/2021, προσδιορίστηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εκφωνήθηκε από το έκθεμα.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών της 10.5.1952 «περί ενοποιήσεως κανόνων τινών περί συντηρητικής κατασχέσεως θαλασσοπλοούντων πλοίων», που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 4570/1966 και της οποίας οι δικονομικές διατάξεις που δεν εθίγησαν με την εισαγωγή του ΚΠολΔ (άρθρο 2 ΕισΝΚΠολΔ), σαν ειδικές, κατισχύουν των γενικών διατάξεων του ΚΠολΔ για τα ασφαλιστικά μέτρα και τη συντηρητική κατάσχεση (βλ. ΜονΠρΡοδ 88/1999 ΑρχΝ ΝΑ 420, ΜονΠρΘεσ 3042/1998 ΕπισκΕΔ 1998 269), πλοίο που φέρει τη σημαία ενός των συμβαλλόμενων κρατών μπορεί να κατασχεθεί εντός της δικαιοδοσίας άλλου συμβαλλόμενου κράτους, εφόσον πρόκειται για θαλάσσιες απαιτήσεις, όπως αυτές προσδιορίζονται κατά τρόπο περιοριστικό στο άρθρο 1 παρ. 1 της παραπάνω Συμβάσεως (βλ. ΜονΠρΘεσ 3042/1998 ΕπισκΕΔ 1998 269, ΜονΠρΒολ 1475/1997 ΕΝαυτΔ 26. 137, ΜονΠρΠειρ 2299/1996 ΕΝαυτΔ 25. 112, ΜονΠρΠειρ 2035/1993 ΕΝαυτΔ 22. 131, ΜονΠρΠειρ 849/1989 ΕΝαυτΔ 18. 130). Κατά δε το άρθρο 8 της ίδιας σύμβασης, οι διατάξεις αυτής έχουν εφαρμογή ως προς οποιοδήποτε πλοίο που φέρει τη σημαία συμβαλλόμενου κράτους εντός της δικαιοδοσίας οιουδήποτε συμβαλλόμενου κράτους (παρ. 1). Επίσης από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 682 επ. Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι τα ασφαλιστικά μέτρα αποτελούν παρεπόμενο της εκκρεμούς ή μέλλουσας να ανοίγει διαγνωστικής δίκης ως προς το επικαλούμενο ουσιαστικό δικαίωμα και αποβλέπουν στη διασφάλιση, διατήρηση ή προσωρινή ρύθμιση του τελευταίου μέχρι να συντελεστεί δικαστικά η διάγνωση του, και, συνεπώς, στη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης. Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 682 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., η οποία ορίζει ότι τα Δικαστήρια σε επείγουσες περιπτώσεις ή για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος μπορούν να διατάξουν ασφαλιστικά μέτρα για την εξασφάλιση ή διατήρηση δικαιώματος ή τη ρύθμιση κατάστασης, προκύπτει με σαφήνεια ότι, για τη λήψη του απαιτούμενου κάθε φορά ασφαλιστικού μέτρου, πρέπει α) να υπάρχει επείγουσα γι’ αυτό περίπτωση ή ανάγκη αποτροπής επικειμένου κινδύνου, και β) να πιθανολογείται η ύπαρξη δικαιώματος του αιτούντος. Ως επείγουσα περίπτωση ή επικείμενος κίνδυνος νοείται προδήλως η ύπαρξη ασυνήθους ανάγκης έκτακτης δικαστικής προστασίας του διαδίκου, που δικαιολογείται από τη συνδρομή παρόντων πραγματικών περιστατικών κάποιου συγκεκριμένου κινδύνου ματαίωσης της απαίτησης ή επείγουσας περίπτωσης της παρούσας στιγμής, η οποία είναι πιεστική και ανεπίδεκτη αναβολής και απαιτεί άμεση ρύθμιση, ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία ανεπανόρθωτων ή δύσκολα αναστρέψιμων καταστάσεων (βλ. ΜΠΑ 449/2004 ΝοΒ 52.831, ΜΠΠειρ 1248/1999 ΕΜετΔ 1999.337). Πρέπει, δε, να σημειωθεί ότι η ως άνω διάταξη αναφέρεται στην επείγουσα περίπτωση και στον επικείμενο κίνδυνο κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, χωρίς να καθορίζει εάν αφορούν στο επίδικο αντικείμενο ή τους διαδίκους, τούτο, δε, δεν διευκρινίσθηκε ούτε κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (βλ. Νίκα σε Δ. 8.623 επ.), και, συνεπώς, ενόψει της σιωπής του Νόμου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι μπορεί οι προϋποθέσεις αυτές να αναφέρονται και στις δύο περιπτώσεις (βλ. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Ερμηνευτική- Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο, τ.Δ’, 1996, υπό το άρθρο 682, αριθ. 10). Η ύπαρξη ή όχι επείγουσας περίπτωσης ή επικειμένου κινδύνου για την αποτροπή του οποίου ζητείται να διαταχθεί κάποιο ασφαλιστικό μέτρο, απόκειται σε κάθε περίπτωση στην κρίση του κατά Νόμο αρμοδίου να διατάξει το ασφαλιστικό μέτρο Δικαστηρίου, κρίση η οποία σχηματίζεται με βάση την πιθανολόγηση (βλ. ΑΠ 422/1970 ΝοΒ 18.1197, ΜΠΘεσ 12162/1993 Αρμεν, 48.182). Ειδικότερα, η συνδρομή επείγουσας περίπτωσης είναι ανεξάρτητη από τον κίνδυνο διαπληκτισμών και συγκρούσεων των διαδίκων, εκτός εάν οι συγκεκριμένες συγκρούσεις εμποδίζουν την ομαλή εξουσίαση του κρίσιμου αντικειμένου (βλ. Μπέη, Πολιτική Δικονομία, υπό το άρθρο 682, σελ. 30 επ.). Συγκεκριμένα, επείγουσα περίπτωση νοείται εκείνη, η οποία χρειάζεται άμεση ρύθμιση με δικαστική παρέμβαση λόγω της ανάγκης για τη γρήγορη απόλαυση του ασφαλιστέου ουσιαστικού δικαιώματος από μέρους του δικαιούχου, όπως συμβαίνει όταν η πάροδος του χρόνου μέχρι την άσκηση της τακτικής αγωγής πρόκειται να φέρει ουσιώδη βλάβη οποιασδήποτε έκτασης στην υλική φύση του αντικειμένου, πρέπει, δε, να συντρέχει όταν πρόκειται να διαταχθεί προσωρινή ικανοποίηση του ασφαλιστέου δικαιώματος, δηλαδή για την προσωρινή επιδίκαση της απαίτησης (άρ. 728 επ. Κ.Πολ.Δ.) και την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης (άρ. 731 επ. Κ.Πολ.Δ.). Επικείμενος, δε, κίνδυνος, που πρέπει να είναι ουσιώδης και αναπότρεπτος, υπάρχει όταν η βλάβη, που απειλείται απ’ αυτόν, ενόψει και της βραδείας οριστικής επίλυσης της διαφοράς, είναι πολύ κοντά και επικρέμαται στο πράγμα ή τους διαδίκους, όπως όταν απειλείται προσεχής αποξένωση του οφειλέτη από την περιουσία του, έτσι ώστε να είναι αδύνατη η επίσπευση εναντίον του αναγκαστικής εκτέλεσης όταν κάποτε ο αϊτών δανειστής θα αποκτήσει εκτελεστό τίτλο, μετά τον τερματισμό της σχετικής κυρίας διαγνωστικής δίκης, πρέπει, δε, να συντρέχει όταν πρόκειται να διαταχθούν τα άλλα ασφαλιστικά μέτρα, δηλαδή εγγυοδοσία (άρ. 704 επ. Κ.Πολ.Δ.), προσημείωση υποθήκης (άρ. 706 Κ.Πολ.Δ.), συντηρητική κατάσχεση (άρ. 707 επ. Κ.Πολ.Δ.), δικαστική μεσεγγύηση (άρ. 725 Κ.Πολ.Δ.) και σφράγιση (άρ. 737 Κ.Πολ.Δ.) (βλ. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Ερμηνευτική- Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο, τ.Δ’, 1996, υπό το άρθρο 682, αριθ. 10, σελ.24 – βλ. ενδ. και ΠΠΒόλ 278/1990 ΑρχΝ 43.268 επ.). Ωστόσο, μόνη η ελαττωμένη περιουσιακή κατάσταση του καθ’ ου δεν αρκεί για να δικαιολογήσει τη λήψη του ασφαλιστικού μέτρου (της συντηρητικής κατάσχεσης ή) της εγγραφής προσημείωσης υποθήκης. Εξάλλου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί επικείμενο κίνδυνο ή επείγουσα περίπτωση πιθανή μεταβολή στο μέλλον της περιουσιακής κατάστασης κάποιου προσώπου, διότι με τέτοια εκδοχή θα δικαιολογείται η λήψη ασφαλιστικών μέτρων, και δη με τη μορφή (της συντηρητικής κατάσχεσης ή) της εγγραφής προσημείωσης υποθήκης, σε κάθε εκκρεμή αγωγή, ενόψει της ενδεχομένης, κατά την κοινή πείρα και λογική, μεταβολής ή ελάττωσης της περιουσιακής κατάστασης του διαδίκου (βλ. ενδ. ΜΠΕδέσ 217/2012, ΜΠΠειρ 4645/2011, ΜΠΘεσ 31427/2010, ΜΠΡόδ 2046/2010, ΜΠΑ 1495/2009 και Μ Π Ρόδ 3417/2007 δημοσιευθείσες πρώτη φορά σε Ηλεκτρονική Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ», ΜΠΑ 7810/2003 Αρμεν. 58.121, ΜΠΑ 31951/1996 Αρμεν. 51.1499, ΜΠΑ 23867/1993 ΝοΒ 42.233, ΜΠΧαλκ 686/1991 Δ. 23.262- βλ. και Μπέη, Πολιτική Δικονομία, υπό το άρθρο 682 παρ.5 σελ.32, Χαμηλοθώρη, Ασφαλιστικά Μέτρα, έκδ.2000, σελ. 65 και 167, Κατρά, Αιτήσεις Ασφαλιστικών Μέτρων και Αμυνα Αντιδίκου, έκδ. 2008, σελ. 69). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 111, 118 αριθ. 4, 216 και 688 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι για κάθε αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας απαιτείται γενικώς μεν να αναφέρεται στο δικόγραφο, με ποινή απαραδέκτου που λαμβάνεται υπ’ όψιν και αυτεπαγγέλτως, ως αναγόμενο στην προδικασία, μεταξύ άλλων και το αντικείμενο αυτής κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο, ειδικώς, δε, επί αίτησης ασφαλιστικών μέτρων να αναφέρονται συνοπτικώς τα πραγματικά περιστατικά που πιθανολογούν το δικαίωμα, για την εξασφάλιση ή διατήρηση του οποίουζητείται η λήψη συγκεκριμένου ασφαλιστικού μέτρου, καθώς και την επείγουσα περίπτωση ή τον επικείμενο κίνδυνο, ενώ στις χρηματικές απαιτήσεις πρέπει να αναφέρεται το οφειλόμενο χρηματικό ποσό (ή η χρηματική αξία του αντικειμένου που οφείλεται). Στα ασφαλιστικά μέτρα η αξίωση αυτή του Νόμου αποβαίνει περισσότερο επιτακτική, δεδομένου ότι στις υποθέσεις αυτές είναι υποχρεωτική η προαπόδειξη (βλ. άρθρο 690 παρ. 1 Κ.ΠολΔ.), λόγω της οποίας ο αποδεικτικός έλεγχος των παραγωγικών γεγονότων του προστατευτέου δικαιώματος γίνεται κατ’ ανάγκη μόνο με βάση τους ισχυρισμούς που διαλαμβάνονται στην αίτηση. Η παράλειψη της συνοπτικής μνείας κάποιου από τα παραπάνω γεγονότα καθιστά την αίτηση αόριστη και κατ’ ακολουθία απαράδεκτη (βλ. ΕΑ 1173/1999 ΕλλΔ/νη 42.764, ΜΠΑ 20368/1987 ΕλλΔ/νη 29.580 – βλ. επίσης Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση κατ’άρθρο, τ.Δ’, 1996, υπό το άρθρο 682, αριθ. 10 και 72). Ειδικότερα, η ακριβολογία στη διατύπωση και τον καθορισμό των στοιχείων που θεμελιώνουν το δικαίωμα δεν είναι αναγκαία στον ίδιο βαθμό που συμβαίνει στην τακτική διαδικασία (βλ. Κράνη σε Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας II, υπό το άρθρο 686, αριθ. 10, σελ. 1339, και Βαφειάδου σε Χαμηλοθώρη/Κλουκίνα, Ασφαλιστικά Μέτρα, έκδ. 2000, αριθ. 94, σελ. 65).
Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η συζήτηση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων συγχωρείται να έχει αοριστίες τέτοιες, που να δημιουργούν αμφιβολίες ως προς τη γένεση και την έκταση του ασφαλιστέου δικαιώματος ή τη συνδρομή επείγουσας περίπτωσης ή επικειμένου κινδύνου (βλ. Μπέη, Πολιτική Δικονομία, υπό το άρθρο 688, σελ. 86, Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα, έκδ. 1985, σελ. 23-24 – πρβλ. ΜΠΑ 24190/1997 ΑρχΝ 49.531, ΜΠΑ 29396/1995 Δ. 27.644). Η Συντακτική Επιτροπή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας έχει διευκρινίσει όσον αφορά στο άρθρο 688 παρ.1 Κ.Πολ.Δ. ότι «δια του όρου “συνοπτικώς”, όστις τίθεται εις αντικατάστασιν του όρου “συντόμως”, σκοπείται η σύντομος μεν, αλλά σαφής αναγραφή των πιθανολογούντων το δικαίωμα πραγματικών γεγονότων» (βλ. Πρακτικά, τόμος 5ος, σελ. 492). Με απλά λόγια αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα και τη γένεση του ασφαλιστέου δικαιώματος (βλ. Μπέη, Πολιτική Δικονομία, υπό το άρθρο 688, αριθ.3.2). Ομοίως, για το ορισμένο της σχετικής αίτησης, όπως της αίτησης συντηρητικής κατάσχεσης περιουσίας και της αίτησης εγγραφής προσημείωσης υποθήκης, ως προς την προϋπόθεση της συνδρομής επείγουσας περίπτωσης ή επικειμένου κινδύνου, πρέπει σ’ αυτήν να γίνεται, έστω και συνοπτικός, αναφορά των πραγματικών περιστατικών που πιθανολογούν τη συνδρομή της επείγουσας περίπτωσης ή του επικειμένου κινδύνου, και δεν αρκεί η αναφορά στη στερεότυπη διατύπωση του Νόμου, αλλά απαιτείται παράθεση, έστω και συνοπτικός, συγκεκριμένων περιστατικών του εννοιολογικού προσδιορισμού των προϋποθέσεων αυτών, διαφορετικά η αίτηση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας της (βλ. ΑΠ 127/1973, ΝοΒ 21.889, ΕΑ 1173/1999 ΕλλΔ/νη 42.764, ΜΠΠειρ 1248/1999 ΕΜετΔ 1999.337, ΜΠΚω 349/1988 ΕλλΔ/νη 31.616, ΜΠΑ 20368/1987 ΕλλΔ/νη 29.580, ΜΠΑ 12407/1985 Δ. 16.725 – Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα, έκδ.1985, σελ. 9 & 24, Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο, τ.Δ’, 1996, υπό το άρθρο 682, αριθ. 10, Μπέη, Πολιτική Δικονομία, υπό το άρθρο 682, Κεραμέως-Πολυζωγόπουλου, Τα ασφαλιστικά μέτρα στο Ελληνικό Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, στο συλλογικό έργο «Η δραστικότητα της δικαιοσύνης» παρ. 3, 4 σελ. 260, Γεωργίου, Οι έννοιες του επικειμένου κινδύνου και της επείγουσας περίπτωσης στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων Κ.Πολ.Δ. 682 παρ. 1 σε ΕλλΔ/νη 38.16 – βλ. επίσης ΜΠΑ 7810/2003 Αρμεν. 58.121, ΜΠΒόλ 1156/2002 αδημ. σε νομ. περιοδ., ΜΠΑ 31951/1996 Αρμεν. 51.1499, ΜΠΑ 3066/1999 Δ. 30.521 -βλ. επίσης ΜΠΠειρ 232/1995 Δ. 26.595, ΜΠΑ 22493/1994 ΔΕΝ 51.549, ΜΠΑ 23867/1993 ΝοΒ 42.233, ΜΠΑ 8650/1991 ΝοΒ 40.304, ΜΠΧαλκ 686/1991 Δ. 23.262 με σύμφωνο σχόλιο Σταματόπουλου, ΜΠΧαλκ 654/1991 ΕλλΔ/νη 33.1629, 18488/1987 ΝοΒ 30.1254, ΜΠΑ 12407/1985 Δ. 16.725).
Στη προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτηση, η αιτούσα εταιρεία εκθέτει ότι δραστηριοποιείται στη διαχείριση επαγγελματικών και τουριστικών σκαφών αναψυχής και στην εκτέλεση ναυλομεσιτικών εργασιών και ότι δυνάμει συμβάσεων που κατήρτισε με την καθ’ης, ανέλαβε τη διαχείριση του υπό σημαία … επαγγελματικού σκάφους αναψυχής με το όνομα «…», νηολογίου …, με αριθμό εγγραφής … και ΔΔΣ 9ΗΑ5269, πλοιοκτησίας της καθ’ης καθώς και την αποκλειστική πρακτόρευση για την εκναύλωση του ανωτέρω σκάφους σε Έλληνες και αλλοδαπούς ναυλωτές, έναντι αμοιβής μεσιτείας. Ότι για τις παρεχόμενες υπηρεσίες διαχείρισης και πρακτόρευσης του ανωτέρω σκάφους, διατηρεί απαίτηση κατά της καθ’ης, συνολικού ύψους 238.252,04 ευρώ. Με βάση τα ανωτέρω, επικαλούμενη επείγουσα περίπτωση και επικείμενο κίνδυνο απώλειας της απαίτησής της, συνιστώμενο στο γεγονός ότι το ανωτέρω πλοίο αποτελεί το μοναδικό εμφανές περιουσιακό στοιχείο της καθ’ης, εκτίθεται καθημερινά στους αυξημένους κινδύνους της ναυσιπλοΐας ενώ είναι πολύ πιθανή η μεταβίβασή του σε αγνώστους στην ίδια αγοραστές, ζητεί να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα και να της χορηγηθεί η άδεια συντηρητικής κατάσχεσης κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της καθ’ης η αίτηση, κάθε απαιτήσεως αυτής κατά τρίτων, κάθε δικαιώματος και κάθε εν γένει περιουσιακού στοιχείου της, είτε εις χείρας της είτε εις χείρας τρίτων και ειδικότερα του επαγγελματικού πλοίου αναψυχής με το όνομα «…», κατασκευής της εταιρείας «…», το έτος 1999, νηολογημένου στο νηολόγιο της …, λιμένας νηολόγησης…, με αριθμό εγγραφής (official number) … και Διεθνές Διακριτικό Σήμα (…, έως του ποσού των 238.252,04 ευρώ, για τη διασφάλιση της ανωτέρω απαίτησής της καθώς και να καταδικασθεί η καθ’ης στη δικαστική της δαπάνη.
Με το παραπάνω περιεχόμενο, η αίτηση παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 683 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 Ν. 2172/1993 λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) ως καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδίου Δικαστηρίου κατά την ειδική διαδικασία εκδίκασης των ασφαλιστικών μέτρων των άρθρων 683 έως 703 ΚΠολΔ Ωστόσο, όπως προκύπτει από την αυτεπάγγελτη περί
τούτου έρευνα του Δικαστηρίου αυτού, και πέραν της ουσιαστικής έρευνας όσον αφορά στην ύπαρξη του ασφαλιστέου δικαιώματος, δηλαδή της απαίτησης της αιτούσας σε βάρος της καθ’ης η αίτηση είναι, σύμφωνα με τα άρθρα 111, 118, 216 και 688 Κ.Πολ.Δ. και
σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, απορριπτέα ως αόριστη, δεδομένου ότι σε αυτήν δεν αναφέρεται κατά τρόπο συγκεκριμένο και εξατομικευμένο σε τι συνίσταται η επείγουσα περίπτωση ή ο επικείμενος κίνδυνος, που καθιστούν αναγκαία τη
λήψη του αιτουμένου ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης, αλλά η αιτούσα αρκείται στη στερεότυπη και αόριστη αναφορά ότι το πλοίο «εκτίθεται καθημερινά στους εκ της ναυσιπλοΐας απορρέοντες αυξημένους κινδύνους» χωρίς ωστόσο να προσδιορίζει
τους κινδύνους αυτούς καθώς και ότι «είναι ανά πάσα στιγμή ενδεχόμενη η μεταβίβασή του σε αγνώστους στην Εταιρείας μας αγοραστές» χωρίς να επικαλείται συγκεκριμένα περιστατικά που καθιστούν εξαιρετικά πιθανή την προσεχή αποξένωση της καθ’ης από το
εν λόγω περιουσιακό της στοιχείο (πχ ανάρτηση αγγελίας πώλησης του σκάφους, ανάθεση εντολής πώλησης σε μεσίτη, διαπραγματεύσεις με υποψήφιους αγοραστές), ενώ στο δικόγραφο δεν γίνεται καμία, έστω και ενδεικτική αναφορά σε, εκ μέρους της καθ’ης, ενέργειες απόκρυψης, ρευστοποίησης ή απαλλοτρίωσης καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο της κινητής ή ακίνητης περιουσίας της με σκοπό τη ματαίωση της ικανοποίησης της απαίτησής της αιτούσας. Η ανωτέρω παράλειψη της σαφούς και ορισμένης έκθεσης στο υπό κρίση δικόγραφο, κατά τις επιταγές του άρθρου 688 παρ. 1 του ΚΠολΔ, των ως άνω γεγονότων δεν είναι επιτρεπτό να θεραπευθεί ούτε με το έγγραφο σημείωμα, ούτε με παραπομπή σε
άλλα έγγραφα της δίκης, ούτε με την εκτίμηση των αποδείξεων (βλ. ΜΠΑ 7810/2003 Αρμεν. 58.121, ΜΠΑ 22493/1994), διότι ανάγεται στην τήρηση της έγγραφης προδικασίας, η οποία αφορά στη δημόσια τάξη και ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (βλ.άρ.111 του ΚΠολΔ – πρβλ. επίσης ενδ. ΑΠ 266/1991 ΕΕΝ 59.154, ΑΠ 688/1991 ΕΔΠ 20.96, ΑΠ 679/1985 ΕΕΝ 53.183). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει η υπό κρίση αίτηση να
απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας της και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη της καθ’ ης η αίτηση σε βάρος της αιτούσας λόγω της ήττας της (αρ. 176 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την αίτηση.
Καταδικάζει την αιτούσα στη δικαστική δαπάνη της καθ’ ης, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 12 Ιανουάριου 2022.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Για τη δημοσίευση