Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός  686/2022

(Αριθ. καταθ. 387/60/2022)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)

————————————

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ελένη Αντωνοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίσθηκε με κλήρωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 3327/2005.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Φεβρουαρίου 2022, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της Σοφίας Κοφινά (Α.Μ.Δ.Σ.Π. 3193).

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: Αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «… στερούμενης ΑΦΜ, νομίμως εκπροσωπούμενης από τον πλοίαρχο του υπό …ς πλοίου (Δεξαμενόπλοιου- Π/Φ) «… … (… και εκπροσωπείται νόμιμα στην Ελλάδα από την εταιρία με την επωνυμία «… όπου διατηρεί γραφείο δυνάμει των διατάξεων των Α.Ν. 378/68 και Ν. 27/75, με ΑΦΜ … η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Δημήτριου Δημητρίου (Α.Μ.Δ.Σ.Π. 3485). Συμπαραστάθηκε και η ασκούμενη δικηγόρος Λεοντσίνη Μαργαρίτα (Α.Μ. 4067).

Η αιτούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 10.1.2022 αίτησή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό 387/60/2022 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί καθώς και όσα αναφέρονται στα έγγραφα σημειώματα που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η αιτούσα ισχυρίζεται με την κρινόμενη αίτησή της, όπως αυτή εκτιμάται κατά περιεχόμενο από το παρόν Δικαστήριο, ότι διατηρεί απαίτηση κατά της καθ’ ης, κυρίας του υπό … δεξαμενόπλοιου (Δ/Ξ) «… ), που αφορά την καταβολή του ποσού τιμήματος, ύψους 39.958,91 ευρώ, από συμβάσεις πώλησης που συνήφθησαν διαδοχικώς και ατύπως (προφορικώς), σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην κρινόμενη αίτηση πραγματικά περιστατικά, τον Αύγουστο έως και τον Δεκέμβριο του έτους 2020, μεταξύ αυτής και της εταιρίας με την επωνυμία «…», διαχειρίστριας του ανωτέρω πλοίου και ενεργούσας στο όνομα και για λογαριασμό της καθ’ ης, οπότε και εκδόθηκαν τα με αριθμούς … τιμολόγια για την προμήθεια τροφοεφοδίων και υλικών του ανωτέρω πλοίου, που ενσωματώνονται στο δικόγραφο της αίτησης. Ότι  άπαντα τα τιμολόγια εκδίδονταν στο όνομα της πλοιοκτήτριας και καθ’ ης εταιρίας με την ένδειξη «… υπό τη φροντίδα (care of –c/o) της «…». Ότι το σύνολο των εμπορευμάτων παραλήφθηκε ανεπιφύλακτα από τον πλοίαρχο του ανωτέρω πλοίου ιδιοκτησίας της καθ’ ης και ότι για την ανωτέρω απαίτηση έχει οχλήσει την διαχειρίστρια και εκπρόσωπο της καθ’ ης εταιρία, η οποία και πραγματοποιούσε τις παραγγελίες των εφοδίων στο όνομα και για λογαριασμό της καθ’ ης, λειτουργώντας ως άμεσος αντιπρόσωπος αυτής, χωρίς όμως να λάβει έως σήμερα το συμφωνηθέν τίμημα. Σε επικουρική, εξάλλου, βάση και πέραν της συμβατικής ευθύνης της καθ’ ης, η αιτούσα ισχυρίζεται ότι διατηρεί ισόποση απαίτηση κατά της τελευταίας και βάσει των διατάξεων περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Επικαλούμενη δε επείγουσα περίπτωση και επικείμενο κίνδυνο, ζητεί, προς εξασφάλιση της προαναφερθείσας απαίτησής της, να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της καθ’ ης και ιδίως του ανωτέρω πλοίου, μέχρι του ποσού των 39.958,91 ευρώ,. Τέλος, η αιτούσα ζητεί να καταδικαστεί η καθ’ ης στη δικαστική της δαπάνη. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, η αίτηση παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 683-703 ΚΠολΔ (άρθρο 682 παρ. 1 ΚΠολΔ), ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπο (άρθρα 25 παρ. 2 και 683 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 επ. του ν. 2172/1993, που καθιερώνει την λειτουργική αρμοδιότητα των δικαστηρίων του Πειραιά για υποθέσεις ναυτικού δικαίου και συνακόλουθα έχει και διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκασή της (άρθρα 4, 35 και 63 Κανονισμού ΕΕ 1215/2012). Σε κάθε δε περίπτωση, η καθ’ ης δεν αντέλεξε και ως εκ τούτου θεωρείται ότι συναινεί σιωπηρά, κατ’ άρθρο 26 του ανωτέρω Κανονισμού, στην παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας αυτού του Δικαστηρίου (βλ. ΑΠ 1288/1994 ΔΕΕ 1995.215, ΕφΠειρ 342/1996 ΠειρΝ 2996.209). Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Κρίσπη, Ιδ. Διεθν. Δικ., Γεν. Μερ, παρ. 2), τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Σχετικά με το ζήτημα αυτό πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Ως προς τη διερεύνηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσία – οι οποίες εξετάζονται πριν τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αίτησης (ΕφΑθ 5009/1987 ΕλλΔνη 29.1218), εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δικονομικό δίκαιο (lex fori), το δικονομικό δίκαιο δηλαδή της χώρας του Δικαστηρίου που δικάζει (ΕφΠειρ 542/2012 ΕΝΔ 2012.418, ΕφΑθ 5419/2007 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, υπ’ άρθρο 682, αριθ. 1, σ. 1323), το οποίο εν προκειμένω καθορίζει, εκτός άλλων, το ορισμένο της αίτησης, τα είδη των προσωρινών μέτρων που μπορεί να ληφθούν, εάν το ζητούμενο αποτελεί πράγματι ασφαλιστικό μέτρο και το ζήτημα της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης μεταξύ των διαδίκων. Ως προς δε το εφαρμοστέο δίκαιο επί των εννόμων σχέσεων οι οποίες στηρίζουν τη λήψη του αιτούμενου ασφαλιστικού  μέτρου, επισημαίνεται ότι: α) Ως προς τις ιστορούμενες από την αιτούσα συμβάσεις πώλησης και ελλείψει της επικλήσεως από την αιτούσα επιλογής από τα συμβαλλόμενα μέρη του εφαρμοστέου δικαίου επί των ανωτέρω συμβάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) – που αντικατέστησε την κυρωθείσα στην Ελλάδα με το Ν. 1792/1988, από 19-6-1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» – το οποίο ορίζει ότι οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα συμβαλλόμενα μέρη, εφαρμοστέο είναι, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 περ. α’ και 2 του ως άνω Κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι η σύμβαση πώλησης αγαθών διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο πωλητής έχει τη συνήθη διαμονή του και ότι η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία το μέρος το οποίο οφείλει να εκπληρώσει τη χαρακτηριστική παροχή (characteristic performance) της σύμβασης, έχει τη συνήθη διαμονή του, σε κάθε περίπτωση δε, σύμφωνα με το τεκμήριο του άρθρου 4 παρ. 4 του ως άνω Κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι σε περίπτωση ελλείψεως συμφωνίας, εφαρμοστέο είναι το δίκαιο που αρμόζει στη σύμβαση από όλες τις ειδικές συνθήκες, υπό τις οποίες αυτή καταρτίσθηκε και εκτελέσθηκε και για το λόγο αυτό συνδέεται προς τις ένδικες συμβάσεις πώλησης στενότερα, το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο της χώρας όπου η αιτούσα πωλήτρια, η οποία οφείλει και την χαρακτηριστική παροχή, έχει την έδρα της και β) ως προς τον ιστορούμενο αδικαιολόγητο πλουτισμό της καθ’ ης (επικουρική βάση), εφαρμοστέο δίκαιο τυγχάνει επίσης το ελληνικό, με βάση τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ)». Εξάλλου, το επιμέρους ζήτημα της αντιπροσώπευσης της καθ’ ης από τη διαχειρίστρια του πλοίου κατά την κατάρτιση των ένδικων συμβάσεων πωλήσεως, το οποίο εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού Ρώμη Ι, κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. ζ’, ρυθμίζεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο αντιπρόσωπος επιχείρησε τη δικαιοπραξία (εν προκειμένω το ελληνικό δίκαιο), για την οποία του χορηγήθηκε η πληρεξουσιότητα, σύμφωνα με την γενικώς αποδεκτή σχετική αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (πρβλ. ΑΠ 777/2015 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ). Βάσει δε των ανωτέρω παραδοχών, η κρινόμενη αίτηση τυγχάνει αρκούντως ορισμένη, ο δε ισχυρισμός της καθ’ ης περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησής της πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι για τη στοιχειοθέτηση της παθητικής νομιμοποίησης αρκεί ο ισχυρισμός της αιτούσας ότι η καθ’ ης συμβλήθηκε στις ένδικες συμβάσεις πώλησης ως αγοράστρια και ως εκ τούτου τυγχάνει φορέας της αντίστοιχης υποχρέωσης, ανεξαρτήτως της βασιμότητας ή μη του ισχυρισμού αυτού κατ’ ουσίαν, αφού στην δεύτερη περίπτωση η αίτηση απορρίπτεται ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και όχι ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης της νομιμοποίησης, ως διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης (ΕφΠατρ 508/2006 ΑχΝομ 2007.340, ΕφΠειρ 455/2005 ΠειρΝομ 2005.361). Περαιτέρω, η κρινόμενη αίτηση τυγχάνει νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 682, 706, 707 επ. και 176 του ΚΠολΔ, σε συνδ. με τις διατάξεις των άρθρων 211, 340, 361, 513 επ. ΑΚ, καθ’ ο δε μέρος αφορά στη συντηρητική κατάσχεση του επίδικου πλοίου, στηριζόμενη και στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. ια’, 2, 8 του ΝΔ 4570/1966 (κύρωση της από 10-5-1952 Διεθνούς Σύμβασης Βρυξελλών για τη συντηρητική κατάσχεση πλοίων), δεδομένου ότι η ως άνω Διεθνής Σύμβαση εφαρμόζεται επί διαφορών με στοιχεία αλλοδαπότητας, εκτός της βάσεως του αδικαιολογήτου πλουτισμού, στην οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί επικουρικώς το αίτημα λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, δεδομένου ότι η αξίωση εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής φύσεως και ασκείται μόνο αν ελλείπουν οι προϋποθέσεις ασκήσεως αγωγής από σύμβαση ή αδικοπραξία. Εν προκειμένω δε, η αιτούσα κατά τα προεκτεθέντα, στηρίζει την ένδικη (ασφαλιστέα) αξίωσή της σε συμβατική ευθύνη και δεν επικαλείται περιστατικά διαφορετικά προς στήριξη της βάσεως του αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΑΠ 531/1994 ΕλλΔνη 37.81, ΑΠ 1369/1993 ΕλλΔνη 36.304, ΑΠ 1567/1983 ΝοΒ 32.1534). Ενόψει των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση, καθ’ ο μέρος κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να εξεταστεί ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.

Στην προκείμενη περίπτωση, η καθ’ ης, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρων της κατά τη συζήτηση και με το σημείωμά του, αρνείται καθ’ ολοκληρίαν την κρινόμενη αίτηση, επικαλούμενη, μεταξύ άλλων, ότι η καθ’ ης ουδέποτε συμβλήθηκε στις ένδικες συμβάσεις πώλησης, δεδομένου ότι η εταιρία «…» ουδέποτε ενήργησε ως αντιπρόσωπος της ιδίας αλλά συμβλήθηκε στο όνομα και για λογαριασμό της εφοπλίστριας του πλοίου εταιρίας με την επωνυμία «…», αφετέρου δε και σε επικουρική βάση ότι η εταιρία «…» ενήργησε ως ψευδοαντιπρόσωπος της καθ’ ης, κατά την έννοια του άρθρου 229 ΑΚ (σημειωτέον ότι ο ισχυρισμός της καθ’ ης ότι οι ένδικες συμβάσεις καταρτίστηκαν χωρίς εξουσία της φερόμενης ως αντιπροσώπου αυτής εταιρίας «…» συνιστά άρνηση – ΑΠ 2107/2009 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 912/2008 ΕπισκΕΔ 2008.844). Τέλος, προβάλλει ένσταση ενιαύσιας παραγραφής των ένδικων απαιτήσεων και έλλειψη επείγουσας περίπτωσης ή επικείμενου κινδύνου για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων.

Από την ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ένορκη εξέταση του μάρτυρος της αιτούσας …, από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αικατερίνης Κουτάκου και την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Γενικού Προξένου της Ελλάδος στη Σαγκάη, που ελήφθησαν με επιμέλεια της καθ’ ης, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη στην παρούσα διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ανεξαρτήτως της κλήτευσης του αντιδίκου (ΜΠρΚορ 8/2009 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑθ 4946/2007 ΕλλΔνη 49.302, ΜΠρΑθ 8594/2001, ΕΔΠολ 2001.229), καθώς και από τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκόμισαν, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η αιτούσα τυγχάνει εταιρία με αντικείμενο δραστηριότητας την πραγματοποίηση ναυπηγικών εργασιών και την εμπορία εφοδίων και τροφοεφοδίων πλοίων, η δε καθ’ ης τυγχάνει, κατά τον παρόντα χρόνο, πλοιοκτήτρια του υπό … δεξαμενόπλοιου … και μέλος του ομίλου εταιριών …») ο οποίος δραστηριοποιείται στον τομέα των διεθνών χρηματοδοτικών επενδύσεων, κατέχει δε και διαθέτει επενδυτικό και χρηματοδοτικό χαρτοφυλάκιο στην ποντοπόρο εμπορική ναυτιλία. Περαιτέρω, η καθ’ ης συνεστήθη από την εταιρία «…» το έτος 2017, προκειμένου να αποτελέσει μέρος χρηματοδοτικού σχήματος, έχοντος τη μορφή πώλησης και επαναμίσθωσης, στο πλαίσιο του οποίου θα καθίστατο ιδιοκτήτρια και εν συνέχεια εκναυλώτρια του προαναφερθέντος δεξαμενόπλοιου, του οποίου πλοιοκτήτρια υπήρξε, μέχρι τον Αύγουστο του 2017, η εδρεύουσα στον Πειραιά εταιρία με την επωνυμία «…», μέλος του ομίλου ναυτιλιακών εταιριών …» και θυγατρική της μητρικής του εν λόγω ομίλου, εταιρίας 2». Ειδικότερα, εντός του έτους 2017 στο πλαίσιο συνεννοήσεων και διαπραγματεύσεων μεταξύ του ανωτέρω ομίλου και της εταιρίας «…» για την (ανα)χρηματοδότηση των ναυτιλιακών επιχειρήσεων του ως άνω ομίλου και την απόκτηση επαρκούς ταμειακής ρευστότητας, συμφωνήθηκε η εκταμίευση, από την (χρηματοδότρια) εταιρία «…» προς τον όμιλο …», συνολικού ποσού 65.550.000 δολαρίων ΗΠΑ, στο πλαίσιο πώλησης και επαναμίσθωσης («sale & leaseback») τεσσάρων υπό … δεξαμενοπλοίων, ήτοι των «… (ένδικο πλοίο), «… «… και «… τα οποία ανήκαν σε πλοιοκτήτριες εταιρείες του εν λόγω ομίλου. Κατά το περιεχόμενο της ανωτέρω συμφωνίας χρηματοδότησης μέσω πωλήσεων και επαναμισθώσεων, συναφθείσας μεταξύ των εταιριών «… (δανείστριας) και «….» (δανειζόμενης), η πρώτη θα προέβαινε στη σύσταση τεσσάρων εταιριών ειδικού σκοπού, οι οποίες προορίζονταν να αποκτήσουν την κυριότητα των ανωτέρω δεξαμενόπλοιων δι’ αγοράς, από τις, τότε, ως άνω πλοιοκτήτριες, έναντι συνολικού τιμήματος 65.550.000 δολαρίων ΗΠΑ. Παράλληλα, με τις συμβάσεις αγοραπωλησίας των πλοίων και με τη μεταβίβαση της κυριότητας τους στις εταιρίες ειδικού σκοπού του δανειστή ομίλου, οι εν λόγω εταιρίες/αγοράστριες θα προέβαιναν στην εκναύλωση των πλοίων προς τις πρώην πλοιοκτήτριες εταιρίες του ομίλου … δυνάμει σχετικών συμβάσεων ναύλωσης «γυμνού πλοίου» (bareboat charter agreements) για περίοδο ενενήντα έξι (96) μηνών (8 έτη), στο πλαίσιο των οποίων οι ναυλώτριες θα αναλάμβαναν την υποχρέωση να καταβάλουν μηνιαίους ναύλους στις αγοράστριες – εκναυλώτριες, διατηρώντας τη ναυτική διεύθυνση και κατοχή των πλοίων, τα οποία θα εκμεταλλεύονταν οι ίδιες, ιδίω ονόματι και για δικό τους λογαριασμό, για ολόκληρη τη συμφωνηθείσα περίοδο των ναυλώσεων. Την δε εμπορική και τεχνική διαχείριση των ανωτέρω πλοίων θα διατηρούσε για ολόκληρη την περίοδο της ναύλωσης ο όμιλος … διά της εταιρίας «…», η οποία διατηρεί νόμιμη εγκατάσταση στον … κατά τις διατάξεις του Ν. 27/1975. Ειδικότερα και αναφορικά με το δεξαμενόπλοιο «…, πιθανολογήθηκε ότι καταρτίστηκε μεταξύ της καθ’ ης και της (τότε πλοιοκτήτριας) εταιρίας «…», το από 24-8-2017 Προσύμφωνο Αγοραπωλησίας (Memorandum of Agreement), διά του οποίου συμφωνήθηκε η πώληση και μεταβίβαση της κυριότητας του ανωτέρω πλοίου στην καθ’ ης – αγοράστρια αντί συνολικού τιμήματος 20.750.000 δολαρίων ΗΠΑ και δυνάμει της από 4-9-2017 σχετικής πράξης μεταβίβασης (Bill of Sale), μεταβιβάστηκε στην καθ’ ης η κυριότητα του πλοίου και παραδόθηκε σε αυτή η νομή και κατοχή του. Πέραν δε της ως άνω πώλησης και μεταβίβασης καταρτίστηκε μεταξύ αφενός της καθ’ ης, ως κυρίας και εκναυλώτριας του ανωτέρω πλοίου και, αφετέρου, της «…», ως γυμνής ναυλώτριας, η από 24-8-2017 σύμβαση ναύλωσης γυμνού πλοίου, τύπου «BARECON 2001». Και στην περίπτωση δε του ένδικου πλοίου, την εμπορική και τεχνική διαχείριση του, συμφωνήθηκε ότι θα αναλάμβανε και θα διατηρούσε για ολόκληρη τη διάρκεια της ναύλωσης η εταιρία «…» ενεργώντας κατ’ εντολή και για λογαριασμό της ναυλώτριας εταιρίας «…», ως αντιπρόσωπος της. Για το λόγο δε αυτό καταρτίστηκε, μεταξύ της ως άνω ναυλώτριας και της εταιρίας «…», η από 8-9-2017, σύμβαση διαχείρισης του πλοίου «…. Η ως άνω, όμως, σύμβαση γυμνής ναύλωσης καταγγέλθηκε από την καθ’ ης δυνάμει της από 14-3-2021 δήλωσης – γνωστοποίησης καταγγελίας, δεδομένου ότι η ναυλώτρια είχε καταστεί από τον Ιανουάριο του 2021, υπερήμερη ως προς την καταβολή των ναύλων. Ακολούθως, στις 21-3-2021 και δυνάμει σχετικού δικαιώματος της καθ’ ης (άρθρο 3.7 της από 8-9-2017 επιστολής ανάληψης υποχρέωσης διαχειριστή που εστάλη από την «…» προς την καθ’ ης), η τελευταία κατήγγειλε, με σχετική επιστολή της προς την «…», τη σύμβαση διαχείρισης και ενημέρωσε την τελευταία ότι τη διαχείριση του ένδικου πλοίου αναλάμβανε εφεξής η εταιρία «…». Επειδή δε τόσο η ναυλώτρια «…» όσο και η διαχειρίστρια εταιρία «…» αρνήθηκαν να παραδώσουν το πλοίο «… στην καθ’ ης, η τελευταία αφενός προσέφυγε στην προβλεπόμενη από τη σύμβαση ναύλωσης και τη σύμβαση διαχείρισης Διαιτητική διαδικασία στο Λονδίνο, αφετέρου κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) αίτηση κατά των ανωτέρω  εταιριών, για την υπαγωγή του πλοίου σε δικαστική μεσεγγύηση. Επί της ανωτέρω αιτήσεως, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1338/2021 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), η οποία δέχθηκε την ανωτέρω αίτηση, ανέθεσε τη δικαστική μεσεγγύηση του πλοίου στην προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρία και διέταξε αμφότερες τις ανωτέρω εταιρίες να παραδώσουν το πλοίο στην τελευταία. Η ανωτέρω απόφαση εκτελέστηκε στις 5-11-2021, δυνάμει σχετικής πράξης του δικαστικού επιμελητή … και παραδόθηκε στη μεσεγγυούχο. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα πιθανολογήθηκε ότι από τις αρχές Αυγούστου 2020 έως και τον Δεκέμβριο του έτους 2020, η αιτούσα συνήψε προφορικές συμβάσεις πώλησης εφοδίων και τροφοεφοδίων του ανωτέρω πλοίου «… με την προαναφερθείσα διαχειρίστρια αυτού εταιρία «…», ενεργούσας, όμως, στο όνομα και για λογαριασμό της γυμνής ναυλώτριας (εφοπλίστριας) εταιρίας «…», η οποία κατά το χρόνο σύναψης και εκτέλεσης των ένδικων συβάσεων έργου εκμεταλλευόταν ιδίω ονόματι και για δικό της λογαριασμό το συγκεκριμένο πλοίο, μέχρι και τις 15-3-2021, οπότε και καταγγέλθηκε, κατά τα προαναφερθέντα, η σύμβαση γυμνής ναύλωσης που αυτή είχε συνάψει με την καθ’ ης. Σημειωτέον δε ότι η αιτούσα γνώριζε, όπως η ίδια αναφέρει στην ένδικη αίτηση αλλά και στο σημείωμά της, μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 1338/2021 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, την εκμετάλλευση του πλοίου από τη γυμνή ναυλώτρια εταιρία «…». Η διαχείριση, εξάλλου, του πλοίου «… είχε ανατεθεί στην εταιρία «…» από την ως άνω γυμνή ναυλώτρια δυνάμει της από 8-9-2017 σύμβασης διαχείρισης και όχι από τη καθ’ ης, η οποία, σύμφωνα με τις ανωτέρω παραδοχές, δεν εκμεταλλευόταν, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της γυμνής ναύλωσης το πλοίο. Ενόψει των ανωτέρω, πιθανολογήθηκε ότι η διαχειρίστρια εταιρία «…» δεν είχε την ιδιότητα του αντιπροσώπου της καθ’ ης εταιρίας, ούτε συμβλήθηκε στις ένδικες συμβάσεις πώλησης στο όνομα και για λογαριασμό της τελευταίας. Η ανωτέρω κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, δεν μπορεί να αναιρεθεί από την κατάθεση του μάρτυρα της αιτούσας, ο οποίος κατέθεσε αορίστως ότι η αιτούσα τελούσε σε γνώση από την αρχή της συνεργασίας της με την «…» ότι λειτουργούσε κατ’ εντολή πλοιοκτητριών εταιριών και ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση εκπροσωπούσε πλοιοκτήτες από την Κίνα, χωρίς ποτέ να ενημερωθεί ότι το πλοίο το εκμεταλλεύεται άλλος, πλην της πλοιοκτήτριας, αλλά ούτε και από τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από την αιτούσα υπ’ αριθ. πρωτ. 2212.2-1/1709/70954/2020 και 2212.2-1/1709/83518/2021 βεβαιώσεις του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (Διεύθυνση Ποντοπόρου Ναυτιλίας – Τμήμα 2ο), στις οποίες η εταιρία «…» εμφανίζεται ως εκπροσωπούσα την πλοιοκτήτρια καθ’ ης, δεδομένου ότι μόνη η υποβολή τέτοιας δηλώσεως στην προαναφερθείσα Διοικητική Αρχή δεν αποτελεί ικανή περίσταση, η οποία μπορεί να ανατρέψει το πιθανολογήθεν πραγματικό γεγονός της εκμετάλλευσης του ένδικου πλοίου από τη γυμνή ναυλώτρια εταιρία «…» (από τις 24-8-2017) και της διαχείρισης αυτού από την εταιρία «…» (από τις 8-9-2017), κατά το χρόνο κατάρτισης και εκτέλεσης των ένδικων συμβάσεων πώλησης, στο όνομα και για λογαριασμό της ως άνω ναυλώτριας πλοίου (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 77/2008 ΕΝαυτΔ 2008.211). Το γεγονός δε ότι η παράδοση των εφοδίων έγινε ανεπιφύλακτα δεκτή από τον πλοίαρχο του πλοίου, δεν αποτελεί στοιχείο κατάφασης της ευθύνης της καθ’ ης, δεδομένου ότι βάσει του αγγλικού δικαίου, το οποίο διέπει την προαναφερθείσα από 24-8-2017 σύμβαση ναύλωσης γυμνού πλοίου, τύπου «BARECON 2001», στη σύμβαση γυμνής ναυλώσεως πλοίου ο πλοίαρχος ενεργεί δε στο όνομα και λογαριασμό του και παίρνει οδηγίες από αυτόν, ο δε κύριος του πλοίου δεν εμπλέκεται καθόλου στη διαχείριση του πλοίου, αποποιούμενος κάθε εξουσία επί του πλοίου, του πλοιάρχου και του πληρώματος (Α. Αντάπασης/Λ.Αθανασίου Ναυτικό Δίκαιο σελ 446-449, Ι. Ρόκας/Γ. Θεοχαρίδης Ναυτικό Δίκαιο σελ 193). Στο σημείο αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι η ένδικη απαίτηση της αιτούσας κατά της καθ’ ης, στηρίζεται αποκλειστικά, κατά την ιστορική βάση της κρινόμενης αιτήσεως, στην συμβατική ευθύνη της τελευταίας (κυρίας του πλοίου), ως δι’ αντιπροσώπου συμβληθείσας στις ένδικες συμβάσεις έργου. Συνεπώς, δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα παραδοχής πραγματοπαγούς ευθύνης της τελευταίας, εκ του άρθρου 106 του ΚΙΝΔ ή άλλου εφαρμοστέου δικαίου, ως κυρίας του πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, από τη στιγμή που η τελευταία φέρεται ότι συμβλήθηκε η ίδια και για λογαριασμό της, μέσω της αντιπροσώπου της εταιρίας «…», αλλά ούτε και παραδοχή ευθύνης αυτής ως πλοιοκτήτριας (έστω και κατόπιν ανατροπής του μαχητού τεκμηρίου του άρθρου 105 παρ. 3 του ΚΙΝΔ), αφού υπό αυτή την εκδοχή θα άλλαζε ανεπίτρεπτα η ιδιότητα της καθ’ ης από αυτή της κυρίας του πλοίου σε αυτή της πλοιοκτήτριας (βλ. ΑΠ 954/2004 ΕΝΔ 32.342).

Κατά συνέπεια, εφόσον, με βάση όλα τα ανωτέρω, δεν πιθανολογήθηκε η συμβατική ευθύνη της καθ’ ης εκ των ένδικων συμβάσεων πώλησης και η εξ αυτής ένδικη (διασφαλιστέα) απαίτηση της αιτούσας σε βάρος της, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί ως ουσιαστικά βάσιμη και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη της καθ’ ης σε βάρος της αιτούσας (δεν υπάρχει αντίστοιχο αίτημα σε σχέση με την προσθέτως παρεμβαίνουσα), κατ’ άρθρο 176 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

  • ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων
  • ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση.
  • ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αιτούσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της καθ’ ης η αίτηση, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον … χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 18 Απριλίου 2022.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                      Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

(για τη δημοσίευση)