ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 721/2015
…
…
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)
——————————
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Ναυπλιώτη, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Γεωργία Καραχάλιου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 16-09-2014 για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
Α. Της καλούσας – ενάγουσας: εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Κ. Δ. και εκπροσωπείται νόμιμα στην Ελλάδα από την εταιρεία με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «….», που εδρεύει στο Π. Φ. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Χαρίκλεια Δαούτη.
Της καθ’ ης η κλήση – εναγόμενης: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «….», που εδρεύει στον Ι. Ρ. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Κυριακή Χελιώτη.
Η καλούσα – ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και ζήτησε να γίνει δεκτή η από 23-04-2012 αγωγή της κατά της καθ’ ης η κλήση – εναγομένης, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του αυτού Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … και προσδιορίσθηκε να δικασθεί κατά τη δικάσιμο της 16-10-2012, οπότε και η συζήτησή της ματαιώθηκε. Ήδη η αγωγή αυτή επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 25-10-2012 κλήση που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … και προσδιορίσθηκε να δικασθεί κατά τη δικάσιμο της 05-02-2013, οπότε και η συζήτησή της αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 17-09-2013, κατά την οποία η συζήτησή της αναβλήθηκε και πάλι για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Β. Της προσεπικαλούσας – παρεμπιπτόντως ενάγουσας: εταιρείας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «….», που εδρεύει στον Ι. Ρ. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Κυριακή Χελιώτη.
Της καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένης: εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη Μ. Γαλλίας, η οποία, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο, ήταν απούσα και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 28-01-2013 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή της η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 17-09-2013, κατά την οποία η συζήτησή της αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παριστάμενων διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 246 ΚΠολΔ, το δικαστήριο σε κάθε στάση τη δίκης μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσοτέρων εκκρεμών ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και, κατά την κρίση του, διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο του παρόντος δικαστηρίου, συζητήθηκαν οι εξής υποθέσεις: α) η από 23-04-2012 αγωγή της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…» και β) η από 28-01-2013 προσεπίκληση σε παρέμβαση δικονομικού εγγυητή και η σωρευόμενη μ’ αυτήν παρεμπίπτουσα αγωγή της εταιρείας με την επωνυμία «…», εναγομένης της ανωτέρω από 23-04-2012 (κύριας) αγωγής, κατά της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…». Οι ως άνω αγωγή και προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, οι οποίες υπάγονται στην ίδια (τακτική) διαδικασία, πρέπει να συνεκδικασθούν γιατί είναι συναφείς, έχουν μάλιστα μεταξύ τους σχέση κυρίου και παρεπομένου, και διευκολύνεται και επιταχύνεται η δίκη καθώς και επέρχεται μείωση των εξόδων.
Από την υπ’ αριθμ. … πράξη επίδοσης σε πρόσωπο (signification à personne), την υπ’ αριθμ. … πράξη επίδοσης πράξης από το εξωτερικό (ΕΚ) αριθμ. … του Συμβουλίου της Ευρώπης [signification d’ un acte en provenance de l’ etranger (CE) N° … du Conseil de l’ Europe] και την από 22-03-2013 βεβαίωση του εδρεύοντος στη Μ. Γαλλίας δικαστικού επιμελητή P. A. περί επιδόσεως δικαστικής πράξης κατά το άρθρο 10 του Κανονισμού 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Νοεμβρίου 2007 «περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις», που νομίμως προσκομίζει και επικαλείται η προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα (εταιρεία με την επωνυμία «…»), προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης από 28-01-2013 προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 17-09-2013, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, με επίσημη μετάφραση στα γαλλικά, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατά την 20-03-2013 στην καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένη. Η αναβολή αυτή δε και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας επέχει θέση νόμιμης κλήτευσης της καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένης (αρθρ. 226§4 εδ. δ΄ ΚΠολΔ). Ωστόσο, η τελευταία δεν εμφανίσθηκε την παραπάνω δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου και πρέπει, συνεπώς, να δικασθεί ερήμην [άρθρο 271§§1 και 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 29 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25-07-2011)].
Με την κρινόμενη από 23-04-2012 (κύρια) αγωγή, η οποία νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 25-10-2012 κλήση, ιστορούνται τα ακόλουθα: Η ενάγουσα τυγχάνει μεταφορική εταιρεία, δραστηριοποιούμενη στον κλάδο των διεθνών θαλάσσιων μεταφορών, η δε εναγομένη τυγχάνει εταιρεία εμπορίας φρούτων και οπωροκηπευτικών. Στο πλαίσιο της προαναφερόμενης δραστηριότητάς της, η ενάγουσα ανέλαβε κατά το μήνα Αύγουστο του έτους 2011 τη μεταφορά φορτίου 3.538 κιβωτίων φρέσκων μήλων εντός τριών εμπορευματοκιβωτίων ψυγείων (reefer containers) από τον λιμένα Algeciras της Ισπανίας στον λιμένα του Πειραιά. Αποστολέας του ως άνω φορτίου, το οποίο φορτώθηκε στον λιμένα φορτώσεως κατά τη 18-08-2011 και μεταφέρθηκε προσηκόντως στον λιμένα εκφορτώσεως, όπου και εκφορτώθηκε κατά την 27-08-2011, ήταν η εδρεύουσα στη Γαλλία εταιρεία με την επωνυμία «…» (ήτοι η καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένη) και δηλωθείς παραλήπτης η εδρεύουσα στις Β. τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «….». Για την εν λόγω μεταφορά η ενάγουσα εξέδωσε την υπ’ αριθμ. … φορτωτική και οι ναύλοι προπληρώθηκαν. Ακολούθως, η κομίστρια της φορτωτικής, ανωτέρω τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «….», τη μεταβίβασε δι’ οπισθογραφήσεως στην εναγομένη και μαζί μ’ αυτήν της μεταβίβασε την κυριότητα του ως άνω φορτίου. Η εναγομένη αποδέχθηκε τη φορτωτική και κατέστη κυρία του φορτίου. Με την άφιξη του φορτίου στον Πειραιά, η ενάγουσα ενημέρωσε περί τούτου την εναγομένη, τελική αποδέκτρια των εμπορευμάτων, κοινοποιώντας της σχετική ειδοποίηση άφιξης. Τη 16-09-2011 προσήλθε στα γραφεία της εξουσιοδοτημένης εκπροσώπου της ενάγουσας στην Ελλάδα, εταιρείας με την επωνυμία «…», εκπρόσωπος της εναγομένης, ο οποίος, ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό της τελευταίας, προσκόμισε την ανωτέρω φορτωτική στην ενάγουσα και, ακολούθως, κατέθεσε τα απαιτούμενα για την παραλαβή των εμπορευμάτων έγγραφα στον λιμένα Πειραιώς. Ωστόσο, η εναγομένη ουδέποτε παρέλαβε τα εμπορεύματα, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της ενάγουσας προς τούτο, με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί τελικά η τελευταία να προβεί η ίδια, στην καταστροφή, λόγω υπερωριμότητας, του περιεχομένου των δύο πρώτων εμπορευματοκιβωτίων κατά τη 14-03-2012 και του τρίτου εμπορευματοκιβωτίου κατά τη 16-03-2012, όπως εδικαιούτο βάσει των όρων της προαναφερόμενης φορτωτικής, του Κανονισμού Κηρύξεως και Εκποιήσεως Αζητήτων του Σταθμού Εμπορευματοκιβωτίων Πειραιά στην Ελεύθερη Ζώνη Πειραιά, αλλά και των διατάξεων περί διοικήσεως αλλοτρίων. Κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της εκφόρτωσης των τριών εμπορευματοκιβωτίων της και της καταστροφής του περιεχομένου τους, η ενάγουσα αφενός μεν αποστερήθηκε τη χρήση των ανωτέρω εμπορευματοκιβωτίων, αφετέρου δε επιβαρύνθηκε με τα έξοδα παροχής ηλεκτρικού ρεύματος σ’ αυτά, τον έλεγχο του ψυκτικού μηχανισμού τους κλπ. καθώς και με τα έξοδα αποθήκευσής τους που χρεώθηκαν από τον λιμένα Πειραιώς. Κατόπιν αυτών, η ενάγουσα χρέωσε την εναγομένη, ως εδικαιούτο με βάση τους σχετικούς όρους της ανωτέρω αναφερόμενης φορτωτικής, τους οποίους αποδέχθηκε η τελευταία με την προσυπογραφή τους, με το συνολικό ποσό των 65.024 € για την παρακράτηση (detention) των εμπορευματοκιβωτίων, ήτοι για τα έξοδα υπεραναμονής (επισταλίες), με το συνολικό ποσό των 24.200 € για τα έξοδα παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, ελέγχου του ψυκτικού μηχανισμού των εμπορευματοκιβωτίων κλπ (demurrage), καθώς και με το συνολικό ποσό των 17.707 € για τα έξοδα αποθήκευσης λιμένος, όπως τα ποσά αυτά εξειδικεύονται περαιτέρω στην αγωγή. Μολονότι δε η ενάγουσα εξέδωσε για καθένα από τα παραπάνω αναφερόμενα ποσά τα αντίστοιχα τιμολόγια, τα οποία ήταν πληρωτέα άμεσα με την έκδοσή τους, και παρά τις συνεχείς οχλήσεις της προς την εναγομένη, η τελευταία αρνείται παράνομα και αντισυμβατικά να της καταβάλει τόσο τα ανωτέρω ποσά όσο και το συνολικό ποσό των 12.000 € που δαπάνησε αυτή για την καταστροφή του φορτίου που περιεχόταν στα ως άνω τρία εμπορευματοκιβώτιά της και τον καθαρισμό τους. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 118.931 €, κυρίως μεν με βάση τους σχετικούς όρους της προαναφερόμενης φορτωτικής άλλως κατά τις διατάξεις της εντολής ως προς τα επιμέρους κονδύλια που αφορούν τα έξοδα υπεραναμονής, τα έξοδα παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, ελέγχου του ψυκτικού μηχανισμού των εμπορευματοκιβωτίων κλπ. και τα έξοδα αποθήκευσης λιμένος, και με βάση τις διατάξεις περί διοικήσεως αλλοτρίων ως προς το κονδύλιο της δαπάνης καταστροφής του φορτίου και καθαρισμού των εμπορευματοκιβωτίων, επικουρικώς δε κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού ως προς άπαντα τα ανωτέρω κονδύλια, με τον οριζόμενο στις διατάξεις του π.δ. 166/2003 τόκο, ως προς μεν το κονδύλιο των εξόδων καταστροφής του φορτίου και καθαρισμού των εμπορευματοκιβωτίων από την επομένη της καταβολής του αντίστοιχου χρηματικού ποσού από την ενάγουσα προς την εταιρεία που ανέλαβε την εκτέλεση του σχετικού έργου, ως προς δε τα υπόλοιπα κονδύλια από την επομένη της ημερομηνίας έκδοσης των σχετικών τιμολογίων της ενάγουσας, άλλως ως προς άπαντα τα κονδύλια με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως. Επίσης, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η αντίδικός της στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ’ ύλην (άρθρ. 1, 7, 9, 10, 13, 14§2 ΚΠολΔ), λειτουργικά, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς (αρθρ. 51§§3Α και 3Β περ. ε΄ του ν. 2172/1993), και κατά τόπον αρμόδιο, καθώς η έδρα της εναγομένης βρίσκεται στο νομό Αττικής (Α. Ι. Ρ.), στο σύνολο του οποίου εκτείνεται η δικαιοδοσία του Πρωτοδικείου Πειραιώς για την εκδίκαση των ναυτικών διαφορών (αρθρ. 25§2 ΚΠολΔ και 51§2 ν. 2172/1993). Το Δικαστήριο τούτο έχει, άλλωστε, διεθνή δικαιοδοσία κατ’ αρθρ. 2 και 53 της Σύμβασης των Βρυξελλών της 27-09-1968 «για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», στην οποία προσχώρησε η Ελλάδα με τη Σύμβαση του Λουξεμβούργου της 25-10-1982, η οποία κυρώθηκε με το ν. 1814/1988, καθώς η έδρα της εναγομένης βρίσκονται στην Ελλάδα. Σημειωτέον ότι δεν χωρεί εν προκειμένω εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 22ας Δεκεμβρίου 2000 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», καθώς η Δανία δεν συμμετείχε στην έκδοση του ανωτέρω Κανονισμού και κατά συνέπεια δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του, μεταξύ δε αυτής και των κρατών μελών που δεσμεύονται από τον Κανονισμό εξακολουθεί να εφαρμόζεται η Σύμβαση των Βρυξελλών (βλ. τις αιτιολογικές σκέψεις υπ’ αριθμ. 21 και 22 του ως άνω Κανονισμού).
Εξάλλου, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Σχετικά με το ζήτημα αυτό πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών που πηγάζουν από την ένδικη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς εμπορευμάτων εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο ως το δίκαιο της χώρας στην οποία ευρίσκεται ο συμφωνηθείς τόπος παράδοσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5§1 εδ. β΄ του υπ’ αριθμ. 593/2008 Κανονισμού (ΕΚ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), δεδομένου ότι ο τόπος παραλαβής του επίδικου φορτίου (Ισπανία) ή ο τόπος παράδοσής του (Ελλάδα) ή η συνήθης διαμονή του αποστολέα, δηλαδή ο τόπος της κεντρικής διοίκησης (βλ. αρθρ. 19§1 του ανωτέρω Κανονισμού) της εταιρείας «…» (Γαλλία), δεν συμπίπτει με τη συνήθη διαμονή, ήτοι τον τόπο της κεντρικής διοίκησης της ενάγουσας εταιρείας – μεταφορέα (Δανία), ώστε να έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 5§1 εδ. α΄ του ως άνω Κανονισμού. Ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από τις ένδικες φορτωτικές εφαρμοστέο τυγχάνει, επίσης, το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο ως το δίκαιο του λιμένα προορισμού (lex destinationis) του φορτίου και του τόπου στον οποίο αυτό αναμένεται, ως lex loci solutionis, ενόψει του ότι η εκ μέρους του εκναυλωτή αναλαμβανόμενη στον τίτλο υποχρέωση προς μεταφορά περιλαμβάνει την παράδοση των πραγμάτων σε ορισμένο λιμένα δηλ. στο λιμένα προορισμού του πλοίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 25 εδ. β΄ ΑΚ (βλ. Ι. Μάρκου, Το δίκαιο της θαλάσσιας φορτωτικής , εκδ. 2004, σελ. 209-210), η οποία εφαρμόζεται εν προκειμένω αφού με ρητές προβλέψεις τόσο στο άρθρο 1§1 περ. δ΄ του ανωτέρω υπ’ αριθμ. 593/2008 Κανονισμού όσο και στο άρθρο 1§2 περ. γ΄ της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης της 19-06-1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, οι διατάξεις αυτών δεν εφαρμόζονται στις υποχρεώσεις που δημιουργούνται από τον τίτλο της φορτωτικής. Ως προς την εξωσυμβατική ενοχή που απορρέει από την πράξη διοίκησης αλλοτρίων άνευ εντολής ή από αδικαιολόγητο πλουτισμό, εφαρμοστέο τυγχάνει και πάλι το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο της χώρας στην οποία τελέσθηκε η αναφερόμενη στην αγωγή πράξη διοίκησης αλλοτρίων και στην οποία επήλθε ο αδικαιολόγητος πλουτισμός, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10§3 και 11§3 του υπ’ αριθμ. 864/2007 Κανονισμού (ΕΚ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ).
Σημειωτέον ότι τόσο οι διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 όσο και οι διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Ιουλίου 2007, τυγχάνουν εφαρμοστέες εν προκειμένω, παρότι η Δανία δεν συμμετείχε στη θέσπιση των ανωτέρω Κανονισμών και δεν δεσμεύεται απ’ αυτούς ούτε υπόκειται στην εφαρμογή τους (βλ. τις αιτιολογικές σκέψεις υπ’ αριθμ. 46 του Κανονισμού 593/2008 και 40 του Κανονισμού 864/2007). Και τούτο διότι, λόγω του οικουμενικού τους χαρακτήρα που ρητά διατυπώνεται στο άρθρο 2 του πρώτου και στο άρθρο 3 του δεύτερου Κανονισμού, έχουν αντικαταστήσει τους εθνικούς κανόνες συγκρούσεως των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που συμμετείχαν στη θέσπιση και δεσμεύονται από τους ανωτέρω Κανονισμούς, άρα και τους αντίστοιχους κανόνες του ημεδαπού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, όσον αφορά τις συμβατικές και τις εξωσυμβατικές ενοχές που υπάγονται στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής τους (πρβλ. Σπ. Βρέλλη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, Γ΄ Έκδοση, έτος 2008, σελ. 178, για την αντίστοιχη πρόβλεψη της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης της 19-06-1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές).
Ενόψει των κανόνων του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, που αφορούν την κρινόμενη υπόθεση, η ένδικη αγωγή είναι ορισμένη, απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εναγομένης, πλην του κονδυλίου των 12.000 € που αφορά τη δαπάνη καταστροφής του ένδικου φορτίου και καθαρισμού των εμπορευματοκιβωτίων ψυγείων της ενάγουσας, το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας ως προς αμφότερες της βάσεις του, καθόσον ουδόλως εκτίθενται στο αγωγικό δικόγραφο τα στοιχεία που θεμελιώνουν την υποχρέωση της εναγομένης να προβεί με δικές της δαπάνες στην καταστροφή του φορτίου και τον καθαρισμό των ανωτέρω εμπορευματοκιβωτίων, γεγονός που θα την καθιστούσε αφενός μεν κυρία της εν λόγω υπόθεσης και, συνακόλουθα, υπόχρεη σε πληρωμή των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε η ενάγουσα για τη διοίκησή της, αφετέρου δε υπόχρεη σε απόδοση της σχετικής περιουσιακής ωφέλειας που αποκόμισε σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας. Σε κάθε δε περίπτωση δεν εκτίθεται, ως προς τη στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 736 ΑΚ βάση της, αν η διεξαγωγή της υπόθεσης έγινε προς το συμφέρον της εναγομένης και κατά την πραγματική ή εικαζόμενη βούλησή της, παρότι τούτο αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής προς απόδοση των δαπανών του διοικητή επί γνήσιας διοίκησης αλλοτρίων (βλ. ΑΠ 2091/2013, ΧρΙδΔ 2014,261, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Κατά τα σκέλος της κατά το οποίο κρίθηκε ορισμένη, δηλαδή κατά τα λοιπά κονδύλιά της που αφορούν τα έξοδα υπεραναμονής, τα έξοδα παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, ελέγχου του ψυκτικού μηχανισμού των εμπορευματοκιβωτίων κλπ. και τα έξοδα αποθήκευσης λιμένος, η αγωγή είναι νόμιμη μεν κατά την κύρια βάση της, δηλαδή καθ’ ο μέρος η ευθύνη της εναγομένης θεμελιώνεται στη σύμβαση της φορτωτικής και την έγκριση των όρων αυτής από την εν λόγω διάδικο (ενδοσυμβατική ευθύνη), μη νόμιμη δε κατά τις επικουρικές βάσεις της (ήτοι την αξίωση απόδοσης των δαπανών της και την ανόρθωση της ζημίας της ενάγουσας με βάση τις περί εντολής διατάξεις κατά την πρώτη επικουρική βάση της αγωγής ή την αξίωση απόδοσης της ωφέλειας στην ενάγουσα με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού κατά τη δεύτερη επικουρική βάση της). Οι βάσεις αυτές της αγωγής (επικουρικές) πρέπει να απορριφθούν ως νόμω αβάσιμες, επειδή η ενάγουσα ουδόλως επικαλείται ότι συνήψε σύμβαση εντολής με την εναγομένη και ότι τα έξοδα στα οποία υπεβλήθη για την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, τον έλεγχο του ψυκτικού μηχανισμού και την αποθήκευση των εμπορευματοκιβωτίων της και η ζημία που υπέστη από τη στέρηση της χρήσης αυτών συνέχονται με την εκτέλεση της εντολής αυτής, ώστε να θεμελιώνεται υποχρέωση της εναγομένης προς απόδοση των εξόδων αυτών και προς ανόρθωση της ζημίας αυτής της ενάγουσας κατά τις διατάξεις της εντολής, αλλ’ ούτε και ότι από την καθυστερημένη επιστροφή των ανωτέρω εμπορευματοκιβωτίων επήλθε ωφέλεια στην περιουσία της εναγομένης εις βάρος της περιουσίας της (της ενάγουσας), ώστε να θεμελιώνεται υποχρέωση της εναγομένης προς απόδοση της ωφέλειας στην ενάγουσα κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Σημειωτέον, εξάλλου, ότι ούτε η ενάγουσα επικαλείται ρητώς ευθύνη της εναγομένης εκ της ναυλώσεως (συμβατικής ή εκ του νόμου), ούτε κάτι τέτοιο συνάγεται από την εκτίμηση του περιεχομένου της κρινόμενης αγωγής. Ειδικότερα, δεν αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο ότι η κρίσιμη εν προκειμένω σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς (ναύλωσης) καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας (ως εκναυλώτριας) και της εναγομένης (ως ναυλώτριας), αντιθέτως δε από την εκτίμηση του περιεχομένου του εν λόγω δικογράφου συνάγεται ότι την ιδιότητα της αντισυμβαλλόμενης της ενάγουσας και, επομένως, της ναυλώτριας είχε η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «…», η οποία ήταν και η φορτώτρια των εμπορευμάτων που μεταφέρθηκαν με τα ένδικα εμπορευματοκιβώτια ψυγεία. Επομένως, με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή δεν υφίσταται ευθύνη της εναγομένης έναντι της ενάγουσας προς καταβολή των εξόδων υπεραναμονής, παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, ελέγχου του ψυκτικού μηχανισμού και αποθήκευσης των εμπορευματοκιβωτίων απορρέουσα από τη σύμβαση ναύλωσης. Επιπλέον, δεν υφίσταται και ευθύνη αυτής εκ του νόμου προς καταβολή των ανωτέρω εξόδων, αφού, σύμφωνα πάντα με τα ιστορούμενα στο κρινόμενο δικόγραφο, η εναγομένη ουδέποτε παρέλαβε το ένδικο φορτίο, γεγονός που θα συνιστούσε γενεσιουργό λόγο τέτοιας ευθύνης της με βάση τη διάταξη του άρθρου 153 του ΚΙΝΔ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 149 του ίδιου Κώδικα. Ειδικότερα, η υποχρέωση του παραλήπτη να καταβάλει, εις ολόκληρον με το ναυλωτή, τον συμφωνηθέντα ναύλο και τις πρόσθετες παροχές του άρθρου 149 του ΚΙΝΔ (λόγω υπεραναμονής, χρονοτριβής λόγω μη παραλαβής του πράγματος, αποκαταστάσεως δαπανών κλπ), έχει ως αναγκαία προϋπόθεση την παραλαβή του φορτίου. Η έννοια της παραλαβής κατά τη διάταξη του άρθρου 153 ΚΙΝΔ συγκροτείται όταν παραδοθεί η κατοχή του φορτίου από τον εκναυλωτή στον παραλήπτη και ο τελευταίος συμπράξει παραλαμβάνοντάς το. Δεν είναι, συνεπώς, παραλαβή, ικανοποιητική για την εφαρμογή της ως άνω διάταξης, η παράδοση των πραγμάτων στον οικείο Οργανισμό Λιμένος, ή η εκφόρτωση στις Γενικές Αποθήκες ή σε Ελεύθερη Ζώνη, ούτε η θέση αυτών στη διάθεση του παραλήπτη, χωρίς, όμως, αυτός να συμπράττει. Δεν είναι, επίσης, παραλαβή η θέση του φορτίου υπό δικαστική μεσεγγύηση κατά τους όρους του άρθρου 152 ΚΙΝΔ (βλ. ΕφΠειρ 944/2007, ΕΝαυτΔ 2008,15, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜονΠρΠειρ 3286/1986, ΕΝαυτιλΔ 1987,289, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Ισοκράτης του ΔΣΑ, βλ. και Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, Τόμος Δεύτερος, έτος 2005, σελ. 293 – 294, Αλίκη Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, Τόμος ΙΙ, έκδοση ΣΤ΄, έτος 2007, σελ. 238 – 239). Επιπλέον, η αγωγή τυγχάνει νόμω αβάσιμη και, ως εκ τούτου, απορριπτέα, ως προς το παρεπόμενο αίτημα περί καταβολής του οριζόμενου στη διάταξη του άρθρου 4 του π.δ. 166/2003 τόκου. Και τούτο διότι η ένδικη διαφορά δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω π.δ., καθώς δεν αφορά πληρωμή που έχει χαρακτήρα αμοιβής από εμπορική συναλλαγή κατ’ αρθρ. 2 του εν λόγω π.δ., ώστε να εφαρμόζεται το εκεί προβλεπόμενο επιτόκιο. Κατά το σκέλος της κατά το οποίο κρίθηκε νόμιμη η αγωγή στηρίζεται στις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 361, 293, 340, 341, 345, 346 ΑΚ, 111§1 εδ. α΄ ΕισΝΑΚ, 907, 908 περ. στ΄ και 176 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα ποσοστά υπέρ των ΤΑΧΔΙΚ, Ε.Τ.Α.Α. (Τ.Α.Ν.) και Ε.ΟΠ.Υ.Υ. και το ανάλογο χαρτόσημο (βλ. το υπ’ αριθμ. 13787791/19-09-2014 διπλότυπο είσπραξης της Γ΄ Δ.Ο.Υ. Πειραιώς με τα επικολληθέντα σ’ αυτό ένσημα του Ταμείου Νομικών).
Από τη συνεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων Σ. Κ. του Λ. και Α. συζ. Β. Μ. το γένος Μ. Τ. στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασής του, καθώς και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγόμενη εταιρεία δραστηριοποιείται στον κλάδο της εμπορίας αγροτικών προϊόντων και ειδικότερα στον τομέα των εισαγωγών και εξαγωγών φρούτων και οπωροκηπευτικών. Στο πλαίσιο της ως άνω εμπορικής της δραστηριότητας διατηρεί συνεργασία με μεγάλες αλυσίδες υπεραγορών (σούπερ μάρκετ) που δραστηριοποιούνται στην ημεδαπή, έχοντας αναλάβει την τροφοδοσία των καταστημάτων τους με τα ανωτέρω αγροτικά είδη. Κατά τους θερινούς μήνες κάθε έτους υπάρχει αυξημένη ζήτηση στην εσωτερική αγορά μήλων εισαγωγής λόγω της ελλείψεως αντίστοιχων εγχώριων, η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι η συγκομιδή και η διάθεση προς κατανάλωση της εγχώριας παραγωγής μήλων αρχίζει περί τα μέσα Αυγούστου. Για το λόγο αυτό η εναγομένη πραγματοποιεί εισαγωγές του ανωτέρω προϊόντος από τη Χιλή. Προκειμένου δε να καλύψει την υφιστάμενη περί τα τέλη Ιουλίου και τις αρχές Αυγούστου του έτους 2011 ζήτηση του συγκεκριμένου προϊόντος από τους πελάτες της (δηλ. τις αλυσίδες υπεραγορών με τις οποίες διατηρεί συνεργασία κατά τα προεκτεθέντα), απευθύνθηκε για την προμήθειά του προς την εδρεύουσα στις Β. Β. εταιρεία με την επωνυμία «…», με την οποία τελικά συνήψε σύμβαση για την προμήθεια 1.176 κιβωτίων μήλων Χιλής της ποικιλίας «extra fancy 1» και 2.352 κιβωτίων μήλων Χιλής της ποικιλίας «red super», τα οποία η ως άνω προμηθεύτρια εταιρεία τα προμηθεύθηκε με τη σειρά της από την εδρεύουσα στη Μ. Γαλλίας εταιρεία με την επωνυμία «…». Όπως προκύπτει δε από την εκτύπωση της σχετικής ηλεκτρονικής αλληλογραφίας μεταξύ των εκπροσώπων της «…» και της «…», που προσκομίζεται σε επίσημη μετάφραση νομίμως επικυρωμένη, μεταξύ των ανωτέρω δύο εταιρειών συμφωνήθηκε να αποσταλεί το αγορασθέν εμπόρευμα απευθείας στον Πειραιά, προκειμένου να παραδοθεί στην εναγομένη μέχρι τη 17-08-2011. Ακολούθως, η «…» κατήρτισε σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς με την ενάγουσα, η οποία τυγχάνει μεταφορική εταιρεία, δραστηριοποιούμενη στον κλάδο των διεθνών θαλάσσιων μεταφορών, για τη μεταφορά έναντι αμοιβής του ως άνω εμπορεύματος από το λιμένα Αλχεθίρας (Algeciras) της Ισπανίας στο λιμένα του Πειραιά. Εν συνεχεία, το αγορασθέν εμπόρευμα, έχοντας τοποθετηθεί, ανά 1.176 κιβώτια, εντός τριών εμπορευματοκιβωτίων – ψυγείων 40 ποδών (40΄ reefer cargo) με αριθμούς …, … και … κυριότητας της ενάγουσας, παρελήφθη για μεταφορά τη 13-08-2011 (βλ. την κατωτέρω αναφερόμενη υπ’ αριθμ. … θαλάσσια φορτωτική) και φορτώθηκε στο πλοίο «…» τη 18-08-2011 [βλ. τη χειρόγραφη σημείωση επί της κατωτέρω αναφερόμενης από 25-08-2011 έγγραφης ειδοποίησης άφιξης (arrival notice)]. Ακολούθως, εκδόθηκε για την ως άνω μεταφορά από τη ναυτική πράκτορα της ανωτέρω μεταφορέα στο λιμένα της Μ.ς, εταιρεία με την επωνυμία «…» (δηλαδή, από την πράκτορα της μεταφορέα όχι στο λιμένα φόρτωσης αλλά στο λιμένα της έδρας της φορτώτριας εταιρείας …), η προσκομιζόμενη σε επίσημη αποσπασματική μετάφραση νομίμως επικυρωμένη υπ’ αριθμ. … θαλάσσια φορτωτική, με φορτωτή την αρχική πωλήτρια εταιρεία (…), εις διαταγήν της εδρεύουσας στις Β. τράπεζας με την επωνυμία «….», με αναφερόμενο προς ειδοποίηση μέρος (notify party) την εναγομένη και με λιμένες φόρτωσης και εκφόρτωσης την Αλχεθίρας και τον Πειραιά αντιστοίχως. Η φορτωτική εκδόθηκε εις διαταγήν της ως άνω τράπεζας, με την οποία διατηρούσε συνεργασία η εταιρεία «…» που αγόρασε το φορτίο των μήλων από την εταιρεία «…» και το μεταπώλησε στην εναγομένη, προκειμένου να επιτευχθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο η τραπεζική χρηματοδότηση της αγοραπωλησίας. Ειδικότερα, όπως συνήθως συμβαίνει στην υπερπόντια αγοραπωλησία, η πωλήτρια (…) παρέδωσε το εμπόρευμα στην ενάγουσα μεταφορέα, έλαβε τη φορτωτική, την οποία ζήτησε από τη μεταφορέα να την εκδώσει εις διαταγήν της ως άνω τράπεζας, και, ακολούθως, την παρέδωσε (τη φορτωτική) στη συγκεκριμένη τράπεζα, προκειμένου να εισπράξει μέσω αυτής το συμφωνηθέν τίμημα. Ακολούθως, η τράπεζα θα μεταβίβαζε τη φορτωτική στην παραλήπτρια του φορτίου με την αποπληρωμή του πιστωθέντος απ’ αυτήν τιμήματος. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι το ένδικο φορτίο μήλων αφίχθη την 27-08-2011 στο λιμένα του Πειραιά με το πλοίο «…», στο οποίο είχε ενδιαμέσως μεταφορτωθεί στο λιμένα της Βαλέτας στη Μάλτα [βλ. τη χειρόγραφη σημείωση επί της κατωτέρω αναφερόμενης από 25-08-2011 έγγραφης ειδοποίησης άφιξης (arrival notice), από την οποία προκύπτει ότι το εμπόρευμα εκφορτώθηκε στη Μάλτα από το πρώτο πλοίο την 21-08-2011 και φορτώθηκε στον ίδιο τόπο στο δεύτερο πλοίο την 25-08-2011]. Ήδη από την 25-08-2011 η ενάγουσα είχε επιδώσει προς την εναγομένη την προσκομιζόμενη σε επίσημη μετάφραση νομίμως επικυρωμένη από 25-08-2011 ειδοποίηση άφιξης (arrival notice), με βάση την οποία το ένδικο φορτίο ανεμένετο να αφιχθεί στον Πειραιά την 27-08-2011, όπως και έγινε. Με την άφιξή του φορτίου στο λιμένα τελικού προορισμού, εκφορτώθηκαν τα τρία εμπορευματοκιβώτια ψυγεία με το ως άνω φορτίο στο Σταθμό Εμπορευματοκιβωτίων του ως άνω λιμένα. Εντωμεταξύ, την 26-08-2011 η ενάγουσα εξέδωσε την υπ’ αριθμ. … διατακτική παραδόσεως (delivery order) του συνόλου του επίδικου φορτίου προς την εναγομένη, αντίγραφο της οποίας προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως. Όπως συνάγεται από τα προεκτεθέντα, το αγορασθέν από την εναγομένη εμπόρευμα μήλων αφίχθη στον Πειραιά με καθυστέρηση δέκα (10) ημερών σε σχέση με τον συμφωνηθέντα με την αρχική πωλήτρια (…) χρόνο παράδοσης (που ήταν η 17-08-2011, όπως προαναφέρθηκε), παρά τις συνεχείς οχλήσεις και διαμαρτυρίες της εναγομένης, οι οποίες μεταφέρονταν στην αρχική πωλήτρια εταιρεία (…) μέσω ηλεκτρονικών επιστολών της αρχικής αγοράστριας – μεταπωλήτριας εταιρείας (βλ. τις έγγραφες εκτυπώσεις των επιστολών αυτών που απεστάλησαν από την … κατά το χρονικό διάστημα από 17-08-2011 έως 26-08-2011 και προσκομίζονται σε επίσημη μετάφραση νομίμως επικυρωμένη). Συνεπεία της ως άνω χρονοτριβής, η εναγομένη περιήλθε σε αδυναμία εκπλήρωσης των ανειλημμένων υποχρεώσεών της έναντι των πελατών της. Επιπλέον, όταν τελικά το εμπόρευμα αφίχθη στον Πειραιά, είχε μειωθεί σημαντικά η αξία του, αφού τότε είχε ήδη αρχίσει η διάθεση στην αγορά της εγχώριας παραγωγής μήλων, με αποτέλεσμα τη μείωση της ζήτησης των μήλων εισαγωγής και τη συνακόλουθη πτώση της τιμής τους. Όπως, μάλιστα, ανέφερε η μάρτυρας Αικατερίνη συζ. Β. Μ. το γένος Μ. Τ., υπάλληλος του λογιστηρίου της εναγομένης και έχουσα ως εκ της ιδιότητάς της αυτής ίδια αντίληψη των πραγμάτων, εξεταζόμενη ενόρκως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, όταν το ένδικο φορτίο τέθηκε στη διάθεση της εναγομένης, η χονδρική τιμή των μήλων της ποικιλίας «extra fancy 1» είχε διαμορφωθεί στο ποσό των 0,80 €/κιλό και της ποικιλίας «red super» στο ποσό των 0,85 €/κιλό, ενώ το κόστος προμήθειάς τους εκ μέρους της εναγομένης είχε ανέλθει στο ποσό των 0,99 €/κιλό και στο ποσό του 1,01 €/κιλό αντιστοίχως. Είχε, δηλαδή, ήδη καταστεί ζημιογόνα για την εναγομένη η εισαγωγή του εν λόγω φορτίου. Για το λόγο αυτό υπήρξαν διαβουλεύσεις μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων μερών με αντικείμενο τον περιορισμό της ως άνω ζημίας της εναγομένης. Όμως, ούτε η εταιρεία «…» συνήνεσε στη μείωση του συμφωνηθέντος τιμήματος των πωληθεισών ποσοτήτων μήλων, ούτε η ενάγουσα δέχθηκε να παραιτηθεί από την αξίωσή της για την καταβολή του οφειλόμενου ναύλου, όπως τους προτάθηκε (βλ. τις έγγραφες εκτυπώσεις της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας μεταξύ της … και της … κατά το χρονικό διάστημα από 26-08-2011 έως 30-08-2011 και προσκομίζονται σε επίσημη μετάφραση νομίμως επικυρωμένη). Περαιτέρω, κατά τη 02-09-2011, και αφού, εν τω μεταξύ, καταβλήθηκε το τίμημα της πώλησης του ένδικου φορτίου στην αρχική πωλήτρια εταιρεία (…), η προαναφερόμενη φορτωτική μεταβιβάσθηκε δι’ οπισθογραφήσεως και απεστάλη από την αρχική κομίστριά της, τράπεζα «….», στην εναγομένη. Μολονότι, όμως, η τελευταία κατέστη κατ’ αυτόν τον τρόπο δικαιούχος και νομέας του εμπορεύματος, σύμφωνα και με τις διατάξεις των άρθρων 171 και 172 ΚΙΝΔ και του άρθρου 978 ΑΚ (ΕφΘεσ 553/2008, Αρμ 2010,367, ΕΤρΑξΧρΔ 2010,936, ΕφΠειρ 944/2007, ΕΝαυτΔ 2008,15, ΕφΠειρ 186/2006, ΕΝαυτΔ 2006,275, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), την 08-09-2011 απέστειλε προς την ενάγουσα ηλεκτρονική επιστολή με την οποία την ενημέρωνε ότι δεν θα προέβαινε στην παραλαβή των εμπορευμάτων, επικαλούμενη την καθυστέρηση της αφίξεώς τους, και την καλούσε να τα επιστρέψει στη φορτώτρια – αρχική πωλήτρια εταιρεία (βλ. τη μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη έγγραφη εκτύπωση της ως άνω επιστολής). Τελικά, κατόπιν παραινέσεων της αρχικής αγοράστριας – μεταπωλήτριας εταιρείας … (βλ. την κατάθεση της προαναφερόμενης μάρτυρα Α. συζ. Β. Μ. το γένος Μ. Τ. σε συνδυασμό και με τα αναφερόμενα στη μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη από 16-10-2011 ηλεκτρονική επιστολή της εναγομένης προς την ενάγουσα), η εναγομένη παρέλαβε την ως άνω υπ’ αριθμ. … διατακτική παραδόσεως (delivery order) του φορτίου και την υπέβαλε, διά της προστηθείσας απ’ αυτήν εκτελωνίστριας, Μ. Μ., μαζί με τα υπόλοιπα απαιτούμενα έγγραφα (φορτωτική και τιμολόγιο αγοράς) προς το Ε΄ Τελωνείο Πειραιώς προκειμένου να της επιτραπεί η λήψη δειγμάτων των εισαχθέντων μήλων για να διαπιστωθεί η κανονικότητά τους (βλ. τη μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. … αίτηση δειγματοληψίας. Επιπλέον, υπέβαλε προς το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων/Περιφερειακό Κέντρο Προστασίας Φυτών & Ποιοτικού Ελέγχου Πειραιά την υπ’ αριθμ. πρωτ. … αίτηση για τη διενέργεια σχετικού ελέγχου στο φορτίο. Κατά τον έλεγχο που διενεργήθηκε από το Περιφερειακό Κέντρο Προστασίας Φυτών & Ποιοτικού Ελέγχου Πειραιά, διαπιστώθηκε ότι το φορτίο συνοδευόταν από το υπ’ αριθμ. … πιστοποιητικό φυτοϋγείας της Χιλής, το οποίο αφορούσε το περιεχόμενο των δύο μόνον από τα τρία ένδικα εμπορευματοκιβώτια – ψυγεία, και συγκεκριμένα των υπ’ αριθμ. … και … εμπορευματοκιβωτίων, καθώς και ενός άλλου εμπορευματοκιβωτίου, με αριθμό …. Ως εκ τούτου, το φορτίο μήλων που βρισκόταν εντός του τρίτου από τα ένδικα εμπορευματοκιβώτια (δηλ. του υπ’ αριθμ. …) δεν αναφερόταν στο ανωτέρω πιστοποιητικό φυτοΰγείας και, συνεπώς, δεν συνοδευόταν από πρωτότυπο πιστοποιητικό φυτοΰγείας. Εξάλλου, ενώ κατά το μακροσκοπικό έλεγχο που διενεργήθηκε από την ως άνω Υπηρεσία στο υπόλοιπο φορτίο που βρισκόταν εντός των δύο υπόλοιπων από τα ένδικα εμπορευματοκιβώτια διαπιστώθηκε ότι οι περιεχόμενοι σ’ αυτό καρποί μήλων πληρούσαν τις διατάξεις της φυτοΰγειονομικής νομοθεσίας, κατά τον ποιοτικό έλεγχο που διενεργήθηκε κατά την 22-09-2011 από τη Διεύθυνση Αγροτικής Οικονομίας & Κτηνιατρικής Περιφερειακής Ενότητας Πειραιώς της Περιφέρειας Αττικής διαπιστώθηκε ότι οι ως άνω καρποί ήταν υπερώριμοι και, επομένως, ακατάλληλοι για εμπορία. Οι διαπιστώσεις του ανωτέρω ελέγχου είχαν ως αποτέλεσμα την απαγόρευση, σύμφωνα με τις κείμενες υγειονομικές διατάξεις, της εισαγωγής στην ημεδαπή ή σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης του συνόλου του ένδικου φορτίου, το οποίο έπρεπε, πλέον, να επιστραφεί στη χώρα αποστολής του ή σε άλλη χώρα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, η Διεύθυνση Αγροτικής Οικονομίας & Κτηνιατρικής Περιφερειακής Ενότητας Πειραιώς της Περιφέρειας Αττικής κάλεσε το Ε΄ Τελωνείο Πειραιώς να μην αποδεσμεύσει/επιτρέψει την εισαγωγή του φορτίου (βλ. ως προς τα ανωτέρω το υπ’ αριθμ. πρωτ. … έγγραφο Περιφερειακού Κέντρου Προστασίας Φυτών & Ποιοτικού Ελέγχου Πειραιά του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και το υπ’ αριθμ. … έγγραφο της Διεύθυνσης Αγροτικής Οικονομίας & Κτηνιατρικής Περιφερειακής Ενότητας Πειραιώς της Περιφέρειας Αττικής προς την εναγομένη). Κατόπιν αυτών, η εναγομένη απέστειλε προς την ενάγουσα την προαναφερόμενη από 16-10-2011 ηλεκτρονική επιστολή με την οποία της δήλωνε εκ νέου ότι δεν θα προέβαινε στην παραλαβή των εμπορευμάτων, επικαλούμενη αυτή τη φορά και τα πορίσματα του διενεργηθέντος ελέγχου και την απαγόρευση εισαγωγής τους στη χώρα, την καλούσε δε και πάλι να τα επιστρέψει στη φορτώτρια – αρχική πωλήτρια εταιρεία. Στην ως άνω επιστολή της εναγομένης η ενάγουσα απάντησε αμέσως δηλώνοντας ότι προτίθετο να ξεκινήσει άμεσα τις διαδικασίες επανεξαγωγής του φορτίου και για το λόγο αυτό την καλούσε να της αποστείλει το συντομότερο δυνατόν τα τρία πρωτότυπα της φορτωτικής που είχε εκδοθεί για τη μεταφορά αυτού (βλ. την έγγραφη εκτύπωση της από 18-10-2011 ηλεκτρονικής επιστολής της υπαλλήλου της προαναφερόμενης ναυτικής πράκτορα στον Πειραιά της ενάγουσας, Μ. Τ., η οποία προσκομίζεται σε επίσημη μετάφραση νομίμως επικυρωμένη. Σημειωτέον ότι ο εξετασθείς στο ακροατήριο υπάλληλος της ως άνω ναυτικής πράκτορα, Σ. Κ., επιβεβαίωσε ότι η εν λόγω υπάλληλος είχε επιληφθεί της διευθέτησης της διαφοράς με την εναγομένη για λογαριασμό της ενάγουσας). Πράγματι, η εναγομένη επέστρεψε τα ως άνω πρωτότυπα της ένδικης φορτωτικής καθώς και την προαναφερόμενη διατακτική παραδόσεως. Όπως συνάγεται δε από τις προσκομιζόμενες σε επίσημη μετάφραση νομίμως επικυρωμένη από 14-11-2011 επιστολή του νομίμου εκπροσώπου της αρχικής αγοράστριας – μεταπωλήτριας εταιρείας (…) προς τον ανωτέρω μάρτυρα Σ. Κ., από 23-11-2011 επιστολή της υπαλλήλου της ενάγουσας V. B. – S. προς την αρχική πωλήτρια εταιρεία (…) και από 23-11-2011 απαντητική επιστολή της … προς την ως άνω υπάλληλο της ενάγουσας, ενώ αρχικά η αρχική πωλήτρια εταιρεία δέχθηκε, κατόπιν διαπραγματεύσεων, να επιβαρυνθεί εκείνη με τα έξοδα επανεξαγωγής του ένδικου φορτίου καθώς και τα έξοδα παραμονής των τριών εμπορευματοκιβωτίων της ενάγουσας στο λιμένα του Πειραιά, εν τέλει αρνήθηκε να αναλάβει τις δαπάνες αυτές. Μετά απ’ αυτά, η ενάγουσα κοινοποίησε κατά την 09-12-2011 προς την εναγομένη (βλ. την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Π. Π.) τη μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη από 05-12-2011 εξώδικη διαμαρτυρία – δήλωση – πρόσκληση με την οποία την καλούσε να της καταβάλει εντόκως το συνολικό ποσό των 48.804 €, το οποίο αφορούσε τις οφειλόμενες στην καθυστέρησή της να παραλάβει το ένδικο φορτίο μέχρι την 30-11-2011 σταλίες (ποσού 29.520 €), τα έξοδα λιμένος – εισαγωγής κλπ (ποσού 7.764 €) και τις χρεώσεις ψυγείων (ποσού 11.520 €). Επίσης, την καλούσε να προβεί στην παραλαβή του φορτίου επειδή, σε διαφορετική περίπτωση, θα εξακολουθούσαν να γεννώνται εις βάρος της πρόσθετες χρεώσεις υπεραναμονής, εξόδων λιμένος κλπ, ενώ, επιπλέον, θα επιβαρυνόταν και με τα έξοδα καταστροφής των εμπορευμάτων και καθαρισμού των εμπορευματοκιβωτίων σε περίπτωση που η ενάγουσα αναγκαζόταν να προβεί η ίδια στην ως άνω καταστροφή. Στην ανωτέρω εξώδικη διαμαρτυρία – δήλωση της ενάγουσας, η εναγομένη απάντησε με τη μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη από 12-12-2011 εξώδικη διαμαρτυρία, πρόσκληση και δήλωση, η οποία επιδόθηκε στην ενάγουσα τη 16-12-2011 (βλ. την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς Ε. Λ.) και με την οποία αφενός μεν επαναλάμβανε ότι η άρνηση παραλαβής του επίδικου φορτίου εκ μέρους της οφειλόταν αποκλειστικά στην υπαίτια καθυστέρηση της μεταφοράς του στον Πειραιά από την ενάγουσα, αφετέρου δε ισχυριζόταν ότι την επανεξαγωγή των ακατάλληλων εμπορευμάτων είχε αναλάβει η ίδια η ενάγουσα με δικές της δαπάνες, χωρίς οικονομική επιβάρυνση της εναγομένης, ενώ, τέλος, επεσήμαινε ότι η όποια αξίωση της ενάγουσας απέρρεε από και αφορούσε τη συμβατική της σχέση με την εταιρεία … (ήτοι τη φορτώτρια του ένδικου φορτίου), ενώ η ίδια ουδεμία υποχρέωση είχε, είτε συμβατική είτε νόμιμη, να αποκαταστήσει την όποια δαπάνη της ενάγουσας. Την 30-01-2012 η ενάγουσα κοινοποίησε προς την εναγομένη (βλ. την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Μ. Κ.) τη μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη από 27-01-2012 εξώδικη διαμαρτυρία – δήλωση – πρόσκληση με την οποία την καλούσε να της καταβάλει εντόκως το συνολικό ποσό των 75.327 € για τις αιτίες που ανέφερε και στην προηγούμενη εξώδικη δήλωσή της (σταλίες, έξοδα λιμένος – εισαγωγής, χρεώσεις ψυγείων κλπ). Επίσης, την καλούσε να παραλάβει το φορτίο και να της επιστρέψει τα εμπορευματοκιβώτιά της ή να μεριμνήσει η ίδια για την επανεξαγωγή των εμπορευμάτων, επιβαρυνόμενη συγχρόνως με τα έξοδα και την πρόσθετη προς τούτο αμοιβή της ενάγουσας. Η εναγομένη δεν απάντησε στην ως άνω εξώδικη δήλωση της ενάγουσας, ούτε προέβη σε κάποια από τις ενέργειες τις οποίες απαιτούσε η τελευταία. Εν τέλει, η ενάγουσα προέβη, με ίδιες δαπάνες, κατά τη 16-03-2012, ενώπιον της Επιτροπής του άρθρου 37§1 του ν. 2690/2001, στην καταστροφή διά συνθλίψεως του περιεχομένου των ένδικων τριών εμπορευματοκιβωτίων στην αποθήκη της εταιρείας Σ.Ε.Π. Α.Ε. (βλ. το προσκομιζόμενο σχετικό από 16-03-2012 πρωτόκολλο καταστροφής του Τμήματος Τελωνειακών Διαδικασιών του Ε΄ Τελωνείου Πειραιά). Εν συνεχεία εξέδωσε προς την εναγομένη τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα: α) υπ’ αριθμ. … τιμολόγιο ποσού 65.024 € που αφορούσε τα έξοδα υπεραναμονής (επισταλίες) από την παρακράτηση των τριών εμπορευματοκιβωτίων, β) τα υπ’ αριθμ. … και … τιμολόγια ποσού 16.080 € και 8.120 € αντιστοίχως που αφορούσαν τα έξοδα παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, ελέγχου του ψυκτικού μηχανισμού των εμπορευματοκιβωτίων κλπ (demurrage) και γ) το υπ’ αριθμ. … τιμολόγιο ποσού 17.707 € που αφορούσε τα έξοδα αποθήκευσης λιμένος. Την καταβολή των ποσών αυτών αξιώνει η ενάγουσα με βάση τους έντυπους όρους της ένδικης υπ’ αριθμ. … θαλάσσιας φορτωτικής. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον υπ’ αριθμ. 1 από τους ως άνω όρους, που περιέχονται στην οπίσθια σελίδα της εν λόγω φορτωτικής και προσκομίζονται σε επίσημη αποσπασματική μετάφραση νομίμως επικυρωμένη, στην έννοια του «εμπόρου» (merchant) περιλαμβάνεται ο φορτωτής (shipper), ο κάτοχος (holder), ο παραλήπτης των αγαθών (consignee, receiver of the goods), κάθε πρόσωπο στην κυριότητα του οποίου ανήκουν τα αγαθά ή δικαιούται στην κατοχή αυτών ή της φορτωτικής αυτής και καθένας που ενεργεί για λογαριασμό του εν λόγω προσώπου. «Κάτοχος» (holder) νοείται κάθε πρόσωπο στην κατοχή του οποίου βρίσκεται η φορτωτική αυτή ή στον οποίο έχουν μεταβιβασθεί απαιτήσεις ή ευθύνη εκ της φορτωτικής αυτής. Κατά δε τον υπ’ αριθμ. 15.1 όρο, όλα τα πρόσωπα που εμπίπτουν στον ορισμό του «εμπόρου» σύμφωνα με τον υπ’ αριθμ. 1 όρο (της φορτωτικής), συμπεριλαμβανομένων και τυχόν εντολέων των εν λόγω προσώπων, θα είναι από κοινού και εις ολόκληρον υπεύθυνοι έναντι του μεταφορέα (carrier) για την προσήκουσα εκτέλεση όλων των υποχρεώσεων που έχουν αναληφθεί από τον «έμπορο» σε αυτήν τη φορτωτική. Με βάση τον υπ’ αριθμ. 15.4 ειδικότερο όρο, εάν τα εμπορευματοκιβώτια που παρέχονται από ή για λογαριασμό του μεταφορέα αποσυσκευάζονται από ή για λογαριασμό του «εμπόρου», ο «έμπορος» είναι υπεύθυνος για την επιστροφή των άδειων εμπορευματοκιβωτίων, με το εσωτερικό τους καθαρό, χωρίς οσμές και στην ίδια κατάσταση στην οποία παρελήφθησαν, στο σημείο ή τόπο που υποδείχθηκε από τον μεταφορέα, εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Αν ένα εμπορευματοκιβώτιο δεν επιστραφεί στην απαιτούμενη κατάσταση και/ή εντός της προθεσμίας που τάσσεται από τον τιμοκατάλογο (tarrif), ο «έμπορος» θα είναι υπεύθυνος για κάθε παρακράτηση (detention), απώλεια ή δαπάνη που θα προκύψουν εξ αυτού του λόγου, ενώ με βάση τον υπ’ αριθμ. 15.5 όρο, ο «έμπορος» φέρει αποκλειστικά τον κίνδυνο για τα εμπορευματοκιβώτια που αφήνονται στη φροντίδα του προκειμένου να συσκευασθούν, να αποσυσκευασθούν ή για οποιοδήποτε άλλο σκοπό, μέχρι να επιστραφούν στον μεταφορέα. Ο «έμπορος» οφείλει να αποζημιώσει τον μεταφορέα για κάθε απώλεια και/ή ζημία και/ή καθυστέρηση σε τέτοια εμπορευματοκιβώτια, και για κάθε αξίωση αποζημίωσης από τρίτα μέρη ή δαπάνες και πρόστιμα που προκύπτουν από τη χρήση τέτοιων εμπορευματοκιβωτίων από τον «έμπορο». Τέλος, σύμφωνα με τον υπ’ αριθμ. 22.2 όρο, ο «έμπορος» πρέπει να παραλάβει τα εμπορεύματα εντός της προβλεπόμενης στον αντίστοιχο τιμοκατάλογο (tarrif) του μεταφορέα προθεσμίας. Εάν ο έμπορος αδυνατεί να το πράξει, ο μεταφορέας δύναται, χωρίς ειδοποίηση, να αποσυσκευάσει τα αγαθά, αν είναι συσκευασμένα σε εμπορευματοκιβώτια, και/ή να τα αποθηκεύσει στη στεριά, στη θάλασσα, σε εξωτερικό ή καλυμμένο χώρο, με τον «έμπορο» να φέρει αποκλειστικά τον κίνδυνο γι’ αυτά. Τέτοια αποθήκευση θα συνιστά προσήκουσα παράδοση, σύμφωνα με τα κατωτέρω, και έκτοτε θα παύει οποιαδήποτε ευθύνη του μεταφορέα σε σχέση με τα αγαθά ή μέρος αυτών, το δε κόστος αποθήκευσης θα καταβάλλεται εφεξής από τον «έμπορο» στον μεταφορέα κατόπιν σχετικού αιτήματος. Ωστόσο, οι όροι αυτοί δεν αποτέλεσαν προϊόν συμφωνίας μεταξύ της ενάγουσας και της εναγομένης, ούτε εγκρίθηκαν εκ των υστέρων από την τελευταία, ώστε να θεμελιώνεται ενδοσυμβατική ευθύνη της έναντι της ενάγουσας με βάση αυτούς. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Η σύμβαση της θαλάσσιας φορτωτικής συνάπτεται μεταξύ του φορτωτή και του εκναυλωτή ή του θαλάσσιου μεταφορέα. Ο πλοίαρχος του μεταφέροντος τα εμπορεύματα πλοίου ή ο ναυτικός πράκτορας του εκναυλωτή ή του μεταφορέα εκδίδοντας τη φορτωτική συμβάλλεται ως αντιπρόσωπος του εκναυλωτή ή του μεταφορέα διά της παραδόσεως του εγγράφου της φορτωτικής από τον δεύτερο (εκναυλωτή ή μεταφορέα) στον πρώτο (φορτωτή), είναι δηλαδή σύμβαση καταρτιζόμενη re και αποτελεί σύμβαση υπέρ τρίτου κατά τις διατάξεις των άρθρων 410 επ. ΑΚ. Τρίτος εν προκειμένω είναι ο παραλήπτης των εμπορευμάτων δηλαδή ο τρίτος κομιστής της εις διαταγήν ή της ονομαστικής φορτωτικής ήτοι ο κομιστής της φορτωτικής στον τόπο εκφορτώσεως τους, και τούτο διότι ο παραλήπτης έχει πάντοτε αυτοτελές δικαίωμα ανεξάρτητο του δικαιώματος του φορτωτή (ΕφΠειρ 142/2012, ΔΕΕ 2012,695, ΕΝαυτΔ 2012,185, ΕΕμπΔ 2013,127, Αρμ 2013,753, ΕφΠειρ 835/2010, ΔΕΕ 2011,483, ΕΕμπΔ 2011,656, ΕΝαυτΔ 2011,181, ΕφΠειρ 186/2006, ΕΝαυτΔ 2006,275, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Η φορτωτική καθορίζει τις έννομες σχέσεις μεταξύ του μεταφορέα και του κομιστή της (ΕφΠειρ 320/2013, ΕΝαυτΔ 2013,39, ΔΕΕ 2013,983, ΕφΠειρ 805/2008, ΔΕΕ 2009,476, ΕΝαυτΔ 2009,35, ΕφΠειρ 944/2007, ο.π., αμφότερες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Ως συνιστώσα δε ιδιωτικό έγγραφο, για να είναι έγκυρη πρέπει να φέρει μόνο την υπογραφή του εκδότη της – μεταφορέα ή του πλοιάρχου του ή του πράκτορά του (ΕφΘεσ 434/2006, ΕπισκΕμπΔ 2006,781, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, ο.π., σελ. 394). Περαιτέρω, οι καταχωριζόμενες στην φορτωτική – η οποία αποτελεί δικαιόγραφο εις διαταγήν κατά το άρθρο 76 του ν.δ. της 17-07/13-08-1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών» – συμπληρωματικές ρήτρες είναι ισχυρές και υποχρεώνουν τους συμβληθέντες εφόσον δεν αντίκεινται στα χρηστά ήθη, την δημόσια τάξη ή σε κανόνες αναγκαστικού δικαίου. Οι ρήτρες αυτές δύνανται να αντιταχθούν και κατά του νομιμοποιουμένου ως κατόχου ή κομιστή της φορτωτικής κατά τους ορισμούς του άρθρου 78§2 του ανωτέρω ν.δ. και τους ταυτόσημους του άρθρου 892 ΑΚ (ΑΠ 706/2003, ΕΝαυτΔ 2003,181, Δνη 2003,1305, ΑΠ 883/1994, ΔΕΕ 1995,1085, ΕφΠειρ 944/2007, ο.π., ΕφΘεσ 434/2006, ο.π., ΕφΠειρ 681/2005, ΠειρΝομ 2005,519, ΕΝαυτΔ 2005,327, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Προϋπόθεση, όμως, για την εφαρμογή των ως άνω διατάξεων (των άρθρων 76 του ν.δ. της 17-07/13-08-1923 και 892 του ΑΚ) είναι οι εν λόγω ρήτρες να αφορούν ενστάσεις ή αντιρρήσεις του οφειλέτη – εκδότη της φορτωτικής (εκναυλωτή ή θαλάσσιου μεταφορέα) κατά του κομιστή αυτής που ασκεί εξ ιδίου δικαίου την απαίτησή του έναντι του οφειλέτη για έλλειψη ή βλάβη του φορτίου. Αντιθέτως, για τη θεμελίωση δικαιωμάτων του εκναυλωτή ή του θαλάσσιου μεταφορέα κατά του κομιστή της φορτωτικής – παραλήπτη του φορτίου και αντίστοιχων υποχρεώσεων του δευτέρου έναντι του πρώτου σε ρήτρες που έχουν καταχωρισθεί στη φορτωτική, απαιτείται είτε να έχει συμβληθεί ο κομιστής στη σύμβαση της φορτωτικής (όπως συμβαίνει όταν κομιστής της φορτωτικής είναι ο ίδιος ο φορτωτής) είτε να έχει εγκρίνει εκ των υστέρων τις ρήτρες αυτές. Και τούτο διότι τέτοιου είδους ρήτρες αποτελούν ουσιαστικά σύμβαση περί παροχής τρίτου, η οποία παράγει αποτελέσματα μόνο μεταξύ του δέκτη της υποσχέσεως (εκδότη της φορτωτικής εκναυλωτή ή μεταφορέα) και του υποσχεθέντος (φορτωτή). Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 415 ΑΚ, στη σύμβαση περί παροχής τρίτου ο ένας από τους συμβαλλομένους εγγυάται στον άλλο είτε ότι ο τρίτος θα εγκρίνει τη σύμβαση που συνήφθη και που προβλέπει ορισμένη παροχή από αυτόν είτε ότι ο τρίτος θα εκπληρώσει ορισμένη παροχή. Όπως συνάγεται από τη διάταξη αυτή, η μεταξύ άλλων συναπτόμενη εις βάρος τρίτου υποσχετική σύμβαση, δυνάμει της οποίας ο συμβαλλόμενος υπόσχεται ότι τρίτος, μη συμβαλλόμενος, θα καταβάλει κάποια παροχή στο λήπτη της υπόσχεσης, δεν γεννά καμία υποχρέωση του μη συμβληθέντος τρίτου, εφόσον δεν ενέκρινε τη σύμβαση, και, επομένως, δεν παρέχεται αγωγή εναντίον αυτού από τον λήπτη της υπόσχεσης για εκπλήρωση της υποσχεθείσας από άλλον παροχής (ΑΠ 306/2009, ΕφΘεσ 1833/2010, ΕπισκΕμπΔ 2011,178, ΕφΔωδ 303/2007, ΕφΔωδ 141/1999, ΕπισκΕμπΔ 2000,726, ΕφΘεσ 1514/1998, ΔΕΕ 1998,1248, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Απ. Γεωργιάδης, Αστικός Κώδιξ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, αρθρ. 415, αρ. 15). Στην προκείμενη περίπτωση, οι προαναφερόμενοι υπ’ αριθμ. 15.1, 15.4, 15.5 και 22.2 όροι της φορτωτικής θεσπίζουν, μεταξύ άλλων, υποχρέωση του κομιστή της να αποζημιώσει τον μεταφορέα για κάθε απώλεια ή δαπάνη του τελευταίου σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης επιστροφής (δηλαδή παρακράτησης – detention) εκ μέρους του των εμπορευματοκιβωτίων του μεταφορέα που χρησιμοποιήθηκαν για τη θαλάσσια μεταφορά για την οποία εκδόθηκε η φορτωτική. Οι όροι αυτοί συμφωνήθηκαν μεταξύ των μερών που συνήψαν τη σύμβαση φορτωτικής, δηλαδή μεταξύ της φορτώτριας εταιρείας «…» και της ενάγουσας μεταφορέα, και συνιστούν ουσιαστικά σύμβαση περί παροχής τρίτου, και δη της εναγομένης, η οποία δεν γεννά καμία υποχρέωση της τελευταίας, εφόσον αυτή ούτε συμβλήθηκε στην ως άνω σύμβαση, ούτε την ενέκρινε με οποιοδήποτε τρόπο. Μόνο το γεγονός ότι η εν λόγω φορτωτική φέρει στην οπίσθια σελίδα της (όπου αναγράφονται και οι προαναφερόμενοι όροι της) τη σφραγίδα της εναγομένης καθώς και την υπογραφή κάποιου οργάνου της δεν αρκεί για την απόδειξη της έγκρισης των ως άνω όρων εκ μέρους της, καθώς από κανένα άλλο από τα αποδεικτικά στοιχεία που τέθηκαν υπ’ όψιν του Δικαστηρίου δεν προκύπτει η έγκριση της εναγομένης. Άλλωστε, οι ως άνω σφραγίδα και υπογραφή (για την οποία, μάλιστα, η εναγομένη προβάλλει με την προσθήκη των προτάσεών της τον ισχυρισμό ότι δεν ανήκει στο νόμιμο εκπρόσωπό της), τέθηκαν επί της φορτωτικής αποκλειστικά και μόνο ως αναγκαία προϋπόθεση για την οπισθογράφηση αυτής προκειμένου η εναγομένη να παραλάβει από τη ναυτική πράκτορα της ενάγουσας στον Πειραιά την προαναφερόμενη υπ’ αριθμ. … διατακτική παραδόσεως του φορτίου ώστε να την υποβάλει στο Ε΄ Τελωνείο Πειραιώς και να προβεί, ακολούθως, στη διενέργεια του ελέγχου κανονικότητας του ένδικου φορτίου. Εφόσον, επομένως, ουδόλως αποδεικνύεται ότι η εναγομένη συμβλήθηκε στη σύμβαση της ένδικης φορτωτικής ή ότι ενέκρινε τους όρους της, δεν υφίσταται υποχρέωσή της (βάσει της εν λόγω φορτωτικής) προς αποκατάσταση των τυχόν ζημιών που υπέστη η ενάγουσα ή προς απόδοση των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε αυτή εξαιτίας της άρνησής της (της εναγομένης) να παραλάβει το ένδικο φορτίο (ήτοι προς καταβολή των εξόδων υπεραναμονής, παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, ελέγχου του ψυκτικού μηχανισμού κλπ και αποθήκευσης των εμπορευματοκιβωτίων στο λιμένα του Πειραιά). Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη αγωγή, καθ’ ο μέρος κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη, παρελκούσης της εξέτασης του νόμω και ουσία βασίμου των ενστάσεων που προβάλλει η εναγομένη προς αντίκρουσή της.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η από 23-04-2012 κύρια αγωγή. Ωστόσο, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολο τους, λόγω του ιδιαιτέρως δυσχερούς της ερμηνείας των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
Περαιτέρω, μετά την απόρριψη της κύριας αγωγής παρέπεται ότι στερείται αντικειμένου η έρευνα επί της από 28-01-2013 προσεπίκλησης ως και επί της σωρευόμενης με αυτήν (την προσεπίκληση) παρεμπίπτουσας αγωγής της εναγομένης της κύριας αγωγής κατά της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…» (η οποία, κατά τα αναφερόμενα στο εν λόγω δικόγραφο, κατήρτισε, ως ναυλώτρια, τη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς του ένδικου φορτίου φρέσκων μήλων με την εκναυλώτρια, κυρίως ενάγουσα από τον λιμένα Αλχεθίρας της Ισπανίας στον λιμένα του Πειραιά, και επιπλέον ήταν η αποστολέας του ως άνω φορτίου), καθώς η μεν προσεπίκληση έχει επικουρικό χαρακτήρα και εξετάζεται μόνον όταν η κύρια αγωγή κριθεί σε βάρος του προσεπικαλούντος (ΑΠ 1206/1989, ΔΕΝ 1990,1187,ΕΕΝ 1990,481), η δε παρεμπίπτουσα αγωγή τελεί υπό την αίρεση της παραδοχής της κύριας αγωγής (αρθρ. 69§1 εδ. ε΄ ΚΠολΔ), εκλείπει δε πλέον και το έννομο συμφέρον (αρθρ. 70 ΚΠολΔ) της προσεπικαλούσας – παρεμπιπτόντως ενάγουσας. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί ως απαράδεκτη η από 28-01-2013 παρεμπίπτουσα αγωγή. Πρέπει, επίσης, να καθορισθεί το προκαταβλητέο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας (άρθρ. 505§2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει, ερήμην της καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, τις ως άνω αναφερόμενες υπό στοιχεία Α΄ και Β΄ αντιστοίχως από 23-04-2012 (κύρια) αγωγή και από 28-01-2013 προσεπίκληση και τη σωρευόμενη μ’ αυτήν παρεμπίπτουσα αγωγή.
Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας ως προς την καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένη στο ποσό των διακοσίων ευρώ (200 €).
Απορρίπτει την από 23-04-2012 (κύρια) αγωγή.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Απορρίπτει την από 28-01-2013 (παρεμπίπτουσα αγωγή).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στον Πειραιά στις 09-03-2015.
Ο Δικαστής Η Γραμματέας