ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 860/2015
…/2013
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)
——————————
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Ναυπλιώτη, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε o Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14-10-2014 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ενάγουσας: Β. Κ. του Χ. – Ν., κατοίκου Α., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Κουτρέτση.
Των εναγόμενων: α) ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «….» που εδρεύει στη Ν. Ι. και εκπροσωπείται νόμιμα στην Ελλάδα από την ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρεία με την επωνυμία «…» που εδρεύει στο …, έχει εγκαταστήσει νόμιμα υποκατάστημα στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, β) ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στο …, έχει εγκαταστήσει νόμιμα υποκατάστημα στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα και γ) ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «T….», που εδρεύει στο Ν. (N. T.) Μ. Β., έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, οι δύο πρώτες εκ των οποίων εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευάγγελο Λιούσκο, ενώ η τρίτη ήταν απούσα κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 29-05-2013 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/30-05-2013 και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 29-10-2013, κατά την οποία η συζήτησή της αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας δήλωσε ότι παραιτείται από το δικόγραφο της αγωγής καθ’ ο μέρος αυτή στρέφεται κατά της τρίτης εναγομένης. Κατά την επακολουθήσασα συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παριστάμενων διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με το ν. 1922/1991 κυρώθηκε η «Διεθνής Σύμβαση Αθηνών. σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους», που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 13-12-1974, και το «Πρωτόκολλο της Σύμβασης των Αθηνών σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, 1974», που υπογράφηκε στο Λονδίνο στις 19-11-1976. Τα Κράτη – Μέλη συνήψαν την εν λόγω Σύμβαση, όπως ρητώς αναφέρεται σ’ αυτήν, «αναγνωρίζοντας την επιθυμία να καθορίσουν με συμφωνία ορισμένους κανόνες σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους». Η Διεθνής αυτή Σύμβαση και το Πρωτόκολλο (στο εξής: η Σύμβαση) άρχισαν να ισχύουν στην Ελλάδα την 01-10-1991 (βλ. την από 05/20-08-1991 ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α΄ 129/1991) και συνεπώς αποτελούν εσωτερικό δίκαιο και υπερισχύουν κάθε άλλης αντίθετης διάταξης νόμου (άρθρο 28§1 του Συντάγματος). Η ανωτέρω Σύμβαση τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο της 01-11-2002, που κυρώθηκε με το ν. 4195/2013 (ΦΕΚ Α΄ 211/10-10-2013) και άρχισε να ισχύει στην Ελλάδα την 23-04-2014 (βλ. CMI Yearbook 2014, σελ. 542). Ήδη μάλιστα από την 31-12-2012 οι διατάξεις της εν λόγω Σύμβασης και των τροποποιητικών της Πρωτοκόλλων εφαρμόζονται σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης λόγω της ισχύος του Κανονισμού (ΕΚ) 392/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23-04-2009 «σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, σε περίπτωση ατυχήματος» [βλ. αρθρ. 1, 2, 3 και 10 του ως άνω Κανονισμού σύμφωνα με τις οποίες: 1. ο Κανονισμός αυτός θεσπίζει κοινοτικό καθεστώς σχετικά με την ευθύνη και την ασφάλιση για τις θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, όπως ορίζουν οι συναφείς διατάξεις α) της ανωτέρω Σύμβασης των Αθηνών, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο του 2002, και β) των επιφυλάξεων και κατευθυντήριων γραμμών του ΙΜΟ για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών που υιοθέτησε η νομική επιτροπή του ΙΜΟ στις 19-10-2006 (αρθρ. 1), 2. ο συγκεκριμένος κανονισμός εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε διεθνή μεταφορά κατά την έννοια του άρθρου 1 σημείο 9 της Σύμβασης των Αθηνών, εφόσον α) το πλοίο φέρει σημαία κράτους μέλους ή είναι νηολογημένο σε κράτος μέλος ή β) η σύμβαση μεταφοράς έχει συναφθεί σε κράτος μέλος ή γ) ο τόπος αναχώρησης ή προορισμού, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς, βρίσκεται σε κράτος μέλος (αρθρ. 2), 3. το καθεστώς ευθύνης ως προς τους επιβάτες, τις αποσκευές τους και τα οχήματά τους και οι κανόνες για την ασφάλιση ή άλλου είδους χρηματοοικονομική ασφάλεια διέπονται από τον εν λόγω Κανονισμό καθώς και από τα άρθρα 1 και 1α, το άρθρο 2§2, τα άρθρα 3 έως 16 και τα άρθρα 18, 20 και 21 της Σύμβασης των Αθηνών και τις διατάξεις των κατευθυντήριων γραμμών του ΙΜΟ που παρατίθενται στο Παράρτημα ΙΙ αυτού (του Κανονισμού) (αρθρ. 3), και, τέλος, 4. η ισχύς του Κανονισμού αρχίζει από την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ε.Ε., ενώ εφαρμόζεται από την ημερομηνία ισχύος της Σύμβασης των Αθηνών όσον αφορά την Κοινότητα, αλλά όχι αργότερα από τις 31-12-2012 (αρθρ. 12)].
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 σημείο 9, 2, 3§1, 14, 16§§1,2α και 3 και 17§1 της Σύμβασης, προκύπτουν τα εξής: 1. Οι διατάξεις της Σύμβασης εφαρμόζονται σε κάθε διεθνή θαλάσσια μεταφορά αν: (α) το πλοίο φέρει τη σημαία ή είναι νηολογημένο σε κράτος – μέλος της Σύμβασης αυτής, ή (β) η σύμβαση μεταφοράς έχει γίνει σε κράτος – μέλος της Σύμβασης αυτής, ή (γ) ο τόπος αναχώρησης ή του προορισμού, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς βρίσκεται σε κράτος – μέλος της Σύμβασης αυτής (άρθρο 2§1). 2. Διεθνής μεταφορά σημαίνει κάθε μεταφορά στην οποία σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς, ο τόπος αναχώρησης και ο τόπος προορισμού βρίσκονται σε δύο διαφορετικά κράτη, ή σε ένα μόνο κράτος εάν, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς ή το προγραμματισμένο δρομολόγιο, υπάρχει ενδιάμεσο λιμάνι προσέγγισης σε άλλο κράτος (άρθρο 1 σημ. 9). 3. Ο μεταφορέας είναι υπεύθυνος για τη ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα του θανάτου ή σωματικής βλάβης επιβάτη και για την απώλεια ή τη ζημία των αποσκευών, αν το γεγονός που προκάλεσε τη ζημία αυτή συνέβη κατά τη διάρκεια της μεταφοράς και οφειλόταν σε πταίσμα ή αμέλεια του μεταφορέα ή των υπαλλήλων ή πρακτόρων του που ενεργούν μέσα στα πλαίσια της αρμοδιότητας τους. Το βάρος της απόδειξης ότι το γεγονός που προκάλεσε την απώλεια ή ζημία έγινε στη διάρκεια της μεταφοράς και το ύψος της απώλειας ή ζημίας φέρει ο ενάγων (άρθρο 3§§1 και 2. Μετά την τροποποίηση της Σύμβασης με το Πρωτόκολλο του έτους 2002, οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν ως εξής: §1. Ο μεταφορέας είναι υπεύθυνος για τη ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα θανάτου ή σωματικής βλάβης επιβάτη, που προξενήθηκαν από ναυτικό συμβάν, κατά το βαθμό που η ζημία αυτή ως προς τον εν λόγω επιβάτη δεν υπερβαίνει σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση τις 250.000 μονάδες υπολογισμού, εκτός εάν ο μεταφορέας αποδείξει ότι το συμβάν: α) ήταν αποτέλεσμα πολεμικής πράξης, εχθροπραξιών, εμφυλίου πολέμου, εξέγερσης ή φυσικού φαινομένου έκτακτου, αναπόφευκτου και ακαταμάχητου χαρακτήρα ή β) προξενήθηκε εξ ολοκλήρου από πράξη ή παράλειψη τρίτου με σκοπό την προξένηση του συμβάντος. Εφόσον και κατά το βαθμό που η ζημία υπερβαίνει το ανωτέρω όριο, ο μεταφορέας είναι περαιτέρω υπεύθυνος, εκτός εάν αποδείξει ότι το συμβάν που πρεξένησε τη ζημία δεν οφειλόταν σε δικό του πταίσμα ή αμέλεια. §2. Για τη ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα θανάτου ή σωματικής βλάβης επιβάτη, που δεν προξενήθηκε από ναυτικό συμβάν, την ευθύνη φέρει ο μεταφορέας, εφόσον το συμβάν το οποίο προξένησε τη ζημία οφειλόταν σε δικό του πταίσμα ή αμέλεια. Το βάρος απόδειξης του πταίσματος ή της αμέλειας φέρει ο ενάγων … §5. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου: β) με τους όρους «πταίσμα ή αμέλεια του μεταφορέα» νοούνται το πταίσμα ή η αμέλεια του προσωπικού του μεταφορέα, το οποίο ενεργεί στο πλαίσιο της σχέσης εργασίας του… §6. Η βάσει του παρόντος άρθρου ευθύνη του μεταφορέα αφορά μόνο τη ζημία η οποία προκύπτει από συμβάντα τα οποία έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της μεταφοράς. Ο ενάγων πρέπει να αποδείξει ότι το συμβάν που προξένησε τη ζημία έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της μεταφοράς καθώς και την έκταση της ζημίας). 4. Καμία αγωγή αποζημίωσης για τον θάνατο ή τις σωματικές βλάβες επιβάτη ή για την απώλεια ή τη ζημία αποσκευών δεν εγείρεται κατά του μεταφορέα ή του προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα ή με άλλο τρόπο εκτός από αυτόν που προβλέπεται από τη Σύμβαση (άρθρο 14). 5. Οποιαδήποτε αγωγή αποζημίωσης που επέρχεται από θάνατο ή σωματικές βλάβες σε επιβάτη ή απώλεια ή ζημία σε αποσκευές του, θα παραγράφεται μετά από πάροδο δύο ετών (άρθρο 16§1). Ο χρόνος παραγραφής υπολογίζεται σε περίπτωση σωματικής βλάβης από την ημερομηνία που αποβιβάσθηκε ο επιβάτης (άρθρο 16§2 περ. α΄). Το δίκαιο που εφαρμόζει το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της υποθέσεως ρυθμίζει τα θέματα αναστολής και διακοπής του χρόνου παραγραφής, αλλά σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται άσκηση αγωγής σύμφωνα με τη Σύμβαση αυτή μετά από τρία χρόνια από την ημερομηνία αποβίβασης του επιβάτη ή την ημερομηνία που η αποβίβαση θα έπρεπε να είχε πραγματοποιηθεί, οποιαδήποτε από τις δύο είναι μεταγενέστερη (άρθρο 16§3. Μετά την τροποποίηση της Σύμβασης με το Πρωτόκολλο του έτους 2002, η διάταξη της ως άνω παραγράφου έχει ως εξής: Τα θέματα αναστολής και διακοπής του χρόνου παραγραφής διέπονται από το δίκαιο του δικάζοντος δικαστηρίου, σε καμία όμως περίπτωση δεν επιτρέπεται άσκηση αγωγής βάσει της παρούσας σύμβασης μετά τη λήξη οποιουδήποτε από τα εξής χρονικά διαστήματα: α) διαστήματος πέντε ετών από την ημερομηνία αποβίβασης του επιβάτη ή από την ημερομηνία κατά την οποία θα έπρεπε να έχει λάβει χώρα η αποβίβαση ανάλογα με το ποια από τις δύο ημερομηνίες είναι μεταγενέστερη ή, εάν προηγείται β) διαστήματος τριών ετών από την ημερομηνία κατά την οποία ο ενάγων έλαβε γνώση ή όφειλε ευλόγως να έχει λάβει γνώση της σωματικής βλάβης, απώλειας ή φθοράς που προκλήθηκε από το συμβάν). 6. Η αγωγή που εγείρεται σύμφωνα με αυτή τη σύμβαση φέρεται μετά από επιλογή του ενάγοντα στο δικαστήριο (α) του τόπου της μόνιμης διαμονής ή του κυρίου τόπου εργασίας του εναγομένου, ή (β) του τόπου αναχώρησης ή του προορισμού σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς, ή (γ) της κατοικίας ή της μόνιμης διαμονής του ενάγοντα, αν ο εναγόμενος έχει τόπο εργασίας και υπόκειται στη δικαιοδοσία του Κράτους αυτού, ή (δ) του Κράτους όπου συνομολογείται η σύμβαση μεταφοράς, αν ο εναγόμενος έχει τόπο εργασίας και υπόκειται στη δικαιοδοσία του Κράτους αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι το δικαστήριο εδρεύει σε Κράτος – Μέλος της σύμβασης αυτής (αρθρ. 17§1).
Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή ιστορούνται τα ακόλουθα: Την …2010 το επιβατηγό – οχηματαγωγό (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίο με την ονομασία «…», διεθνή ναυτιλιακό αριθμό (IMO) … και διεθνές διακριτικό σήμα …, ολικής χωρητικότητας 54.310 κόρων και καθαρής χωρητικότητας 8.351 κόρων, κυρία του οποίου είναι η πρώτη των εναγομένων και εφοπλίστρια αυτού η δεύτερη αυτών, ήταν δε ασφαλισμένο για κάθε ασφαλιστικό κίνδυνο που διατρέχει καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του στην τρίτη εναγομένη, απέπλευσε, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου του, από τον λιμένα της Α.α της Ιταλίας με τελικό προορισμό την Π. και ενδιάμεσο λιμένα προσέγγισης την Η.. Την 30-08-2010 και περί ώρα 07:00 πρωϊνή, η ενάγουσα, η οποία είχε επιβιβασθεί ως επιβάτης στο ως άνω πλοίο στον λιμένα της Α.α, επιχειρώντας να εισέλθει στο χώρο των κοινόχρηστων τουαλετών του 10ου καταστρώματος του πλοίου, απώλεσε την ισορροπία της, λόγω της ολισθηρότητας του δαπέδου έμπροσθεν της εισόδου του ως άνω χώρου, και έπεσε στο δάπεδο. Συνεπεία του ανωτέρω ατυχήματος, το οποίο οφειλόταν στη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά αφενός μεν των προστηθέντων από τη δεύτερη εναγομένη μελών του πληρώματος του πλοίου που ήταν αρμόδια για την επίβλεψη και την καθαριότητα των χώρων του και την ασφάλεια των επιβατών του, τα οποία δεν μερίμνησαν για την τοποθέτηση προειδοποιητικής για την ως άνω ολισθηρότητα σήμανσης, αφετέρου δε των υπολοίπων οργάνων της εν λόγω εναγομένης, τα οποία δεν φρόντισαν για την τοποθέτηση αντιολισθητικού τάπητα στο σημείο, ο οποίος θα απέτρεπε την πρόκληση παρόμοιων ατυχημάτων αλλ’ ούτε και για την τήρηση των κανόνων ασφαλείας εν γένει, η ενάγουσα υπέστη τις αναφερόμενες στην αγωγή σωματικές βλάβες. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, υπό τις προαναφερόμενες ιδιότητές τους, να της καταβάλουν, εις ολόκληρον η καθεμία, το συνολικό ποσό του 55.275 € και συγκεκριμένα το συνολικό ποσό των 15.275 € ως αποζημίωση και το ποσό των 40.000 € ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από τον ως άνω τραυματισμό της, επιφυλασσόμενη να ζητήσει επιπλέον χρηματική ικανοποίηση ποσού 10 € λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, παριστάμενη ως πολιτικώς ενάγουσα στην ποινική δίκη κατά των υπαιτίων του εν λόγω τραυματισμού της, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα του ένδικου ατυχήματος άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Επίσης, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Κατά την έναρξη της συζήτησης η ενάγουσα παραδεκτά με δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά παραιτήθηκε από το δικόγραφο της αγωγής ως προς την τρίτη εναγομένη και, συνεπώς, ως προς αυτήν πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν ασκήθηκε η υπό κρίση αγωγή (άρθρα 294 εδ. α΄, 295§1, 297 ΚΠολΔ), χωρίς να επιβληθεί δικαστική δαπάνη εις βάρος της ενάγουσας κατ’ αρθρ. 188 ΚΠολΔ, ελλείψει αντίστοιχου προς τούτο αιτήματος της ανωτέρω εναγομένης. Καθ’ ο μέρος η αγωγή στρέφεται κατά των δύο λοιπών εναγομένων, η αγωγή αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο αφενός μεν έχει διεθνή δικαιοδοσία, ως το δικαστήριο του τόπου προορισμού (ήτοι της Ελλάδας) σύμφωνα με την ένδικη σύμβαση μεταφοράς [βλ. την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 17§1 περ. β΄ της Διεθνούς Σύμβασης των Αθηνών σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, η οποία επικρατεί, λόγω του χαρακτήρα της ως ειδικής, των συναφών διατάξεων του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 22ας Δεκεμβρίου 2000 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 71§1 του εν λόγω Κανονισμού – βλ. και Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, Τόμος Δεύτερος, εκδ. 2005, σελ. 550], αφετέρου δε είναι καθ’ ύλην (άρθρα 1, 7, 9, 10, 13 και 14§2 ΚΠολΔ), λειτουργικά (ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς – άρθρο 51§§1 και 3Β΄ περ. δ΄ και ιζ΄ του ν. 2172/1993) και κατά τόπον αρμόδιο, καθώς οι εναγόμενες παρέστησαν στο ακροατήριό του κατά τη συζήτηση της υπόθεσης χωρίς να προτείνουν ένσταση αναρμοδιότητας, γεγονός από το οποίο συνάγεται ότι μεταξύ των διαδίκων υφίσταται σιωπηρή συμφωνία για παρέκταση της αρμοδιότητας· η συμφωνία δε αυτή δεν απαιτείται να είναι ρητή, αφού για την προκείμενη διαφορά δεν ισχύει αποκλειστική αρμοδιότητα (άρθρα 42§§1,2, 44 ΚΠολΔ και 51§2 ν. 2172/1993). Σημειωτέον ότι η εσφαλμένη αναγραφή της επωνυμίας της πρώτης εναγομένης στο αγωγικό δικόγραφο (ήτοι η αναγραφή του όρου «…», που αποτελεί προφανώς τον διακριτικό τίτλο της εν λόγω διαδίκου, αντί του ορθού «….») δεν επάγεται ακυρότητα του δικογράφου, καθόσον ουδεμία αμφιβολία γεννάται για την ταυτότητα της συγκεκριμένης διαδίκου, η οποία παρέστη κατά τη συζήτηση της αγωγής και την αντέκρουσε επαρκώς (βλ. ΑΠ 1126/2010, ΑΠ 523/2001, ΕφΔωδ 113/2005, ΕΕμπΔ 2006,439, ΕφΘεσ 1853/2003, Αρμ 2005,550, ΕφΛαρ 137/2002, Δικογραφία 2002,231, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η αγωγή είναι ορισμένη, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγομένων ως αβασίμων, και νόμιμη, πλην του παρεπόμενου αιτήματος για την καταβολή τόκων από την ημέρα του ένδικου ατυχήματος (30-08-2010), το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμο ενόψει του ότι η ενάγουσα δεν επικαλείται ιδιαίτερη νόμιμη όχληση των εναγομένων από το χρονικό αυτό σημείο για την καταβολή του ένδικου χρηματικού ποσού ως αποζημίωση από αδικοπραξία και ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από τον ως άνω τραυματισμό της, όπως έπρεπε για τη θεμελίωσή του σύμφωνα με τα άρθρα 340 και 345 ΑΚ (ΕφΘεσ 353/2009, Αρμ 2010,1545, ΕφΑθ 6847/2007, ΔΕΕ 2008,345, ΕπισκΕμπΔ 2008,177, ΕφΑθ 3115/2002, ΔΕΕ 2002,1011, ΠΠρΠειρ 824/1994, ΕΕμπΔ 1995,281, ΕΝαυτΔ 1995,26, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Κατά το μέρος κατά το οποίο κρίθηκε νόμιμη, η αγωγή στηρίζεται στις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 1 σημ. 1 περ. α΄,2,3,4,8 περ. α΄,9, 3 και 14 της Διεθνούς Σύμβασης των Αθηνών σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, η οποία τυγχάνει εφαρμοστέα εν προκειμένω διότι συντρέχει μία από τις προϋποθέσεις εφαρμογής της, όπως αυτές ορίζονται στην ανωτέρω αναφερόμενη διάταξη του άρθρου 2§1, και συγκεκριμένα ο τόπος προορισμού της ένδικης διεθνούς μεταφοράς ήταν η Π. (αρθρ. 2§1 περ. γ΄ της Σύμβασης των Αθηνών), καθώς και σ’ αυτές των άρθρων 914, 922, 929, 930§3, 932, 297, 298, 299, 330 εδ. β΄, 481 επ., 293, 340, 345, 346 του ΑΚ, 84, 105, 106 εδ. β΄ του ΚΙΝΔ και 176, 907, 908 περ. δ΄ του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι α) η ένδικη σύμβαση μεταφοράς διέπεται από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο της χώρας της συνήθους διαμονής της επιβάτιδας – ενάγουσας και συνάμα του προορισμού του ένδικου πλοίου [αρθρ. 5§2 εδ. α΄ του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)», ο οποίος τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω επειδή η προαναφερόμενη Σύμβαση των Αθηνών δεν περιέχει ρύθμιση για το εφαρμοστέο δίκαιο στις ενοχές που πηγάζουν από τις σχέσεις θαλάσσιας μεταφοράς που ρυθμίζει (βλ. Ι. Κοροτζή, ο.π., σελ. 552)], β) ως προς το ζήτημα της αδικοπρακτικής ευθύνης της δεύτερης εναγομένης εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο ως το δίκαιο της χώρας με την οποία η αδικοπραξία εμφανίζει προδήλως στενότερο δεσμό, όπως συνάγεται από το σύνολο των περιστάσεων και ιδίως από την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση μεταξύ της ενάγουσας και της δεύτερης εναγομένης (ήτοι τη μεταξύ τους καταρτισθείσα σύμβαση μεταφοράς), η οποία συνδέεται στενά με την εν λόγω αδικοπραξία και διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, όπως προεκτέθηκε [αρθρ. 4§3 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη II)»] και γ) ως προς το ζήτημα της ευθύνης της πρώτης εναγομένης, ως κυρίας του πλοίου, από τις πράξεις της δεύτερης εναγομένης ως εφοπλίστριας αυτού [εξωσυμβατική (ex lege) ενοχή], εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο που αρμόζει στη σχέση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών. Ειδικότερα, η ευθύνη του κυρίου του πλοίου από πράξεις του εφοπλιστή, αν και είναι πραγματοπαγής, αποτελεί στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου εξωσυμβατική ενοχή, το έρεισμα της οποίας αναζητείται στο νόμο (ενοχή ex lege). Ειδικός κανόνας ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που να προσδιορίζει ευθέως εν προκειμένω το εφαρμοστέο δίκαιο δεν υπάρχει, ούτε αποτελεί τέτοιον κανόνα άμεσης εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 106 εδ. β΄ του ΚΙΝΔ, κατά την οποία «αι εκ του εφοπλισμού απορρέουσαι απαιτήσεις ασκούνται και κατά του πλοίου». Εν όψει τούτων, το εφαρμοστέο δίκαιο επί εξωσυμβατικών (ex lege) ενοχών, πρέπει να αναζητηθεί με βάση την αναλογική εφαρμογή του συνδετικού κανόνα του άρθρου 4§4 του Κανονισμού 593/2008 και του άρθρου 25 εδ. β΄ ΑΚ. Κατά τον κανόνα αυτό, εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της χώρας με την οποία η σχέση συνδέεται στενότερα, δηλαδή το δίκαιο που αρμόζει στη σχέση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών, οι οποίες συνεκτιμώνται, ανάλογα με τη στενότητα ή χαλαρότητα της έννομης σχέσης, τέτοιες δε ειδικές συνθήκες εν προκειμένω αποτελούν η σημαία του πλοίου, η έδρα των εμπλεκόμενων μερών, ο τόπος σύναψης και εκτέλεσης των παραγωγικών της ευθύνης δικαιοπραξιών και ιδίως η τυχόν υπάρχουσα συμφωνία του κυρίου του πλοίου και του εφοπλιστή περί υπαγωγής τους στο δίκαιο ορισμένης πολιτείας, διότι η εν λόγω σύμβαση αποτελεί και τη βάση και αφετηρία όλων των μετέπειτα σχέσεων του εφοπλιστή (ναυλωτή) προς τους τρίτους (ΑΠ 384/2005, ΕΕμπΔ 2005,375, Αρμ 2005,1985, ΔΕΕ 2005,1079, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω, η δεύτερη εναγομένη είναι ημεδαπή εταιρεία ενώ η πρώτη εναγομένη είναι αλλοδαπή (ιταλική). Επιπλέον, το ένδικο πλοίο φέρει ιταλική σημαία (βλ. το μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο από 08-08-2011 έγγραφο της δεύτερης εναγομένης προς το Κεντρικό Λιμεναρχείο Η.ς), ήταν δε δρομολογημένο κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα στη γραμμή Α.ας – Η.ς – Π.ς, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους. Από τα αποδεικτικά στοιχεία δε που τέθηκαν υπ’ όψιν του Δικαστηρίου δεν προκύπτει ο τόπος σύναψης της σύμβασης δυνάμει της οποίας η δεύτερη εναγομένη ανέλαβε την εκμετάλλευση του πλοίου ούτε αποδεικνύεται η ύπαρξη σχετικής συμφωνίας μεταξύ των εναγομένων περί υπαγωγής τους στο δίκαιο ορισμένης πολιτείας. Ωστόσο, οι εναγόμενες αφενός μεν δεν προβάλουν ισχυρισμό περί καθορισμού ως εφαρμοστέου στη μεταξύ τους σύμβαση του ιταλικού ή κάποιου άλλου δικαίου, στο οποίο δεν προβλέπεται ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις πράξεις του εφοπλιστή, αφετέρου δε επικαλούνται στο δικόγραφο των προτάσεών τους ρητά και αποκλειστικά τις διατάξεις του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, στο οποίο έτσι, έστω και μετασυμβατικώς, υπήγαγαν η μεταξύ τους σύμβαση (ΑΠ 1091/2010, δημοσιευθείσα στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Με τα δεδομένα αυτά, και σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, εφαρμοστέο εν προκειμένω τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο. Πρέπει, επομένως, η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα ποσοστά υπέρ των ΤΑΧΔΙΚ, Ε.Τ.Α.Α. (Τ.Α.Ν.) και Ε.ΟΠ.Υ.Υ. και το ανάλογο χαρτόσημο (βλ. το υπ’ αριθμ. … διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. ΙΓ΄ Αθηνών, με τα επικολληθέντα σ’ αυτό ένσημα του Ε.Τ.Α.Α. – Τ.Π.Δ.Α. και το υπ’ αριθμ. … δικαστικό ένσημο του Ε.Τ.Α.Α. – Τ.Α.Ν.).
Οι εναγόμενες με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους, η οποία καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά της συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, αλλά και με τις προτάσεις τους αρνούνται την αγωγή, επιπλέον δε προβάλλουν την ένσταση της διετούς παραγραφής των επίδικων αξιώσεων ισχυριζόμενες ότι από την ημερομηνία αποβίβασης της ενάγουσας από το ένδικο πλοίο (ήτοι την 30-08-2010) έως την άσκηση της υπό κρίσιν αγωγής παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο ετών. Η ανωτέρω ένσταση είναι ορισμένη και νόμιμη, καθώς στηρίζεται στις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 16§§1 και 2 περ. α΄ της Διεθνούς Σύμβασης των Αθηνών, σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, η οποία τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω κατά τα προεκτεθέντα, πρέπει δε να γίνει δεκτή και κατ’ ουσίαν καθώς, όπως συνομολογείται από την ενάγουσα στο δικόγραφο της αγωγής, αυτή αποβιβάσθηκε από το πλοίο «…» την 30-08-2010, ενώ η ένδικη αγωγή επιδόθηκε στις εναγόμενες την 06-06-2013, όπως προκύπτει από τις μετ’ επικλήσεως προσκομισθείσες υπ’ αριθμ. … και … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Α. Λ. Κ. προς την πρώτη και δεύτερη των εναγομένων αντίστοιχα, ήτοι σε χρόνο πέραν της προβλεπόμενης στις ως άνω διατάξεις της Σύμβασης των Αθηνών διετίας από την ανωτέρω αναφερόμενη ημερομηνία αποβίβασης της ενάγουσας από το επίδικο πλοίο. Κατά τον τρόπο δε αυτό συμπληρώθηκε η παραγραφή χωρίς να διακοπεί ή ανασταλεί κατά νόμιμο τρόπο. Η ενάγουσα ισχυρίζεται με την προσθήκη των προτάσεών της ότι οι ένδικες αξιώσεις της δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή, επικαλούμενη την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 16§3 της Σύμβασης των Αθηνών στην οποία προβλέπεται ως απώτατο χρονικό όριο για την άσκηση αγωγής αποζημίωσης που προέρχεται από σωματικές βλάβες σε επιβάτη η τριετία από την ημερομηνία αποβίβασης του επιβάτη ή την ημερομηνία που η αποβίβαση θα έπρεπε να είχε πραγματοποιηθεί, και ισχυριζόμενη περαιτέρω ότι αυτή έλαβε πλήρη γνώση της βλάβης που υπέστη συνεπεία του ένδικου ατυχήματος και της έκτασης αυτής κατά τη …, όταν και υποβλήθηκε στην τελευταία χρονικά χειρουργική επέμβαση, ενώ εξάλλου, όπως δήλωσε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της στο ακροατήριο, έλαβε γνώση των στοιχείων της ταυτότητας του πλοιάρχου του ένδικου πλοίου μετά την 08-08-2011, όταν και γνωστοποιήθηκαν αυτά στις λιμενικές αρχές από τη δεύτερη εναγομένη. Επιπλέον, επικαλείται ότι μετά την τροποποίηση της ανωτέρω διατάξεως (της παραγράφου 3 του άρθρου 16) της Σύμβασης των Αθηνών με το Πρωτόκολλο του έτους 2002, αυξήθηκε το απώτατο χρονικό όριο για την άσκηση αγωγής αποζημίωσης που προέρχεται από σωματικές βλάβες σε επιβάτη στα πέντε έτη από την ημερομηνία αποβίβασης του επιβάτη ή την ημερομηνία που η αποβίβαση θα έπρεπε να είχε πραγματοποιηθεί, ή στα τρία έτη από την ημερομηνία κατά την οποία ο ενάγων έλαβε γνώση ή όφειλε ευλόγως να έχει λάβει γνώση της σωματικής βλάβης που προκλήθηκε από το συμβάν. Τέλος, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι δεν υφίσταται πεδίο εφαρμογής της Διεθνούς Σύμβασης των Αθηνών στην κρινόμενη υπόθεση επειδή α) η Σύμβαση αυτή εφαρμόζεται σε διεθνείς πλόες, τέτοιους δε δεν αποτελούν οι πλόες μεταξύ των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης λόγω της ενοποίησης των συνόρων και της κατάργησης των τελωνειακών ελέγχων και της επιβολής δασμών και β) οι επίδικες αξιώσεις της πηγάζουν από αδικοπραξία και, ως εκ τούτου, η παραγραφή τους ρυθμίζεται από τις σχετικές διατάξεις του ΑΚ (ήτοι τις διατάξεις του άρθρου 937 ΑΚ) και όχι απ’ αυτές της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης. Ως προς τους ισχυρισμούς αυτούς της ενάγουσας λεκτέα τα εξής: Από το συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων των άρθρων 2§1, 1 σημ. 9, 3§1, 14 και 16§§1,2 περ. α΄ και 3 της Διεθνούς Συμβάσεως των Αθηνών σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους προκύπτει ότι κάθε αξίωση του επιβάτη διεθνούς θαλάσσιας μεταφοράς κατά του μεταφορέα προς αποκατάσταση της ζημίας του (περιουσιακής ή μη περιουσιακής), συνεπεία της σωματικής βλάβης που υπέστη, εφόσον το γεγονός που προκάλεσε τη ζημία αυτή συνέβη κατά τη διάρκεια της μεταφοράς και οφειλόταν σε υπαιτιότητα του μεταφορέα, των υπαλλήλων ή των πρακτόρων του, ασκείται αποκλειστικά με τον τρόπο που προβλέπεται στην ως άνω Διεθνή Σύμβαση και παραγράφεται μετά πάροδο δύο ετών από την ημερομηνία που αποβιβάσθηκε ο επιβάτης, ανεξάρτητα από τη θεμελίωση του δικαιώματος αυτού στη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς ή σε αδικοπραξία. Η αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία η ανωτέρω βραχυπρόθεσμη παραγραφή εφαρμόζεται μόνο στη συμβατική και όχι στην εξωσυμβατική ευθύνη του μεταφορέα, που διέπεται από το δίκαιο που εφαρμόζει το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της υποθέσεως, δεν στηρίζεται στις προαναφερόμενες διατάξεις και ειδικότερα σε εκείνες των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 16 της ως άνω Συμβάσεως, από τις οποίες η πρώτη ορίζει γενικώς και χωρίς διάκριση ότι «οποιαδήποτε αγωγή αποζημιώσεως, που προέρχεται από … σωματικές βλάβες σε επιβάτη … θα παραγράφεται μετά από πάροδο δύο ετών», ενώ η δεύτερη ρητώς προβλέπει ότι μόνο τα θέματα αναστολής και διακοπής του χρόνου παραγραφής ρυθμίζονται από το δίκαιο που εφαρμόζει το επιληφθέν της υποθέσεως δικαστήριο. Άλλωστε, υπό την ανωτέρω αντίθετη εκδοχή, θα ματαιωνόταν ο σκοπός για τον οποίο η Σύμβαση, αποβλέποντας στην ενοποίηση των σχετικών με την ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα κανόνων, καθιέρωσε την πιο πάνω σύντομη παραγραφή για τη συγκεκριμένη έννομη σχέση (ΑΠ 1002/2002, ΔΕΕ 2002,1269, ΕΕμπΔ 2002,873, ΕΝαυτΔ 2002,273, Δνη 2003,1334, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ. Βλ. και ΕφΠειρ 12/2003, ΕΝαυτΔ 2003,141, ΕφΠειρ 181/2001, ΔΕΕ 2001,898, αμφότερες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Με βάση τα ανωτέρω, εφόσον οι αγωγικές αξιώσεις της ενάγουσας προς αποζημίωση, αλλά και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (βλ. ΕφΠειρ 12/2003, ο.π., ΕφΠειρ 181/2001, ο.π.) ρυθμίζονται από τη Διεθνή Σύμβαση των Αθηνών, υπόκεινται στη διετή παραγραφή του άρθρου 16§§1 και 2 περ. α΄ της εν λόγω Σύμβασης και όχι στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937§1 του ΑΚ, παρότι στηρίζονται σε αδικοπραξία. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας περί μη εφαρμογής εν προκειμένω της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης επειδή η ένδικη θαλάσσια μεταφορά δεν είναι διεθνής, καθώς διενεργήθηκε μεταξύ κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τυγχάνει αβάσιμος και, ως εκ τούτου, απορριπτέος. Η θαλάσσια μεταφορά μεταξύ κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης διατηρεί το χαρακτήρα της ως διεθνούς όπως, άλλωστε, συνάγεται από τις διατάξεις του προαναφερόμενου Κανονισμού (ΕΚ) 392/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23-04-2009 «σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, σε περίπτωση ατυχήματος», όπου γίνεται ρητή παραπομπή στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 1§9 της Διεθνούς Σύμβασης των Αθηνών ως προς τον ορισμό της έννοιας της διεθνούς μεταφοράς και, συνάμα, σαφής διάκριση αυτής από την εσωτερική θαλάσσια μεταφορά, δηλαδή τη μεταφορά εντός ενός και μόνο κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. αρθρ. 2 του Κανονισμού). Εξάλλου, δεν χωρεί εν προκειμένω εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 16§3 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, ενόψει του ότι αυτή αφορά αποκλειστικά την αναστολή και διακοπή του χρόνου παραγραφής, όμως η ενάγουσα δεν προέβαλε (αντενιστάμενη) τη συνδρομή κάποιου λόγου αναστολής ή διακοπής της παραγραφής. Προσέτι, οι τροποποιήσεις που επέφερε στη Διεθνή Σύμβαση των Αθηνών και ειδικά στην παράγραφο 3 του άρθρου 16 αυτής, το Πρωτόκολλο της 01-11-2002, άρχισαν να ισχύουν στην Ελλάδα την 23-04-2014, σε χρόνο δηλαδή μεταγενέστερο από το ένδικο ατύχημα, κατά τον οποίο μάλιστα είχε συμπληρωθεί ήδη η παραγραφή των αγωγικών αξιώσεων, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Τέλος, η ως άνω διάταξη του άρθρου 16 της Διεθνούς Σύμβασης, όπως ίσχυε προ της τροποποιήσεώς της με το Πρωτόκολλο της 01-11-2002, όριζε ως αφετήριο γεγονός της παραγραφής οιασδήποτε αγωγής αποζημίωσης που προέρχεται από σωματικές βλάβες επιβάτη την ημερομηνία αποβίβασής του από το πλοίο, χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν η γνώση της ζημίας και του υποχρέου προς αποζημίωση, όπως αντιθέτως συμβαίνει στη διάταξη του άρθρου 937§1 του ΑΚ. Επομένως, ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι έλαβε πλήρη γνώση της βλάβης που υπέστη συνεπεία του ένδικου ατυχήματος και της έκτασης αυτής κατά τη …, όταν και υποβλήθηκε στην τελευταία χρονικά χειρουργική επέμβαση, καθώς και ότι τα στοιχεία της ταυτότητας του πλοιάρχου του ένδικου πλοίου (ο οποίος, άλλωστε, δεν τυγχάνει εναγόμενος) περιήλθαν σε γνώση της μετά την 08-08-2011, αλυσιτελώς προβάλλεται.
Κατόπιν αυτών, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη η κρινόμενη αγωγή γενομένου δεκτού του ισχυρισμού (ένστασης) των εναγομένων περί παραγραφής των επίδικων αξιώσεων της ενάγουσας. Ωστόσο, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολο τους, λόγω του ιδιαιτέρως δυσχερούς της ερμηνείας των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Θεωρεί ότι δεν ασκήθηκε η υπό κρίση αγωγή ως προς την τρίτη εναγομένη.
Δικάζει αντιμωλία της ενάγουσας και των λοιπών εναγομένων.
Απορρίπτει την αγωγή.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στον Πειραιά στις 17-03-2015.
Ο Δικαστής Η Γραμματέας