Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1021/2015

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

——————————

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Ιωάννη Ναυπλιώτη, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14-10-2014 για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

Α. Των εναγόντων: α) ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ – ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ» (Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, και β) ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» (Ε.Τ.Ε.Α.), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικού διαδόχου του καταργηθέντος κλάδου Ι.Κ.Α. – Τ.Ε.Α.Μ. του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ., τα οποία εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Μουρδουκούτα.

Των εναγομένων: α) Σ. Σ., κατοίκου Πειραιώς, ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας του δικηγόρου Αναστασίας Στάϊκου, β) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.» και τον διακριτικό τίτλο «Ο.Λ.Π. Α.Ε.», που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Πλέγκα, και γ) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «….» ως ειδικής διαδόχου της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Τσεριώνη.

Τα ενάγοντα ζητούν να γίνει δεκτή η από 20-12-2012 αγωγή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 16-04-2013, κατά την οποία η συζήτησή της αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

Β. Του καλούντος – ενάγοντος: ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ – ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ» (Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Μουρδουκούτα.

Των καθ’ ων η κλήση – εναγομένων: α) Σ. Σ., κατοίκου Πειραιώς, ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας του δικηγόρου Αναστασίας Στάϊκου, β) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Πλέγκα, και γ) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «….» ως ειδικής διαδόχου της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Τσεριώνη.

Το καλούν – ενάγον άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και ζήτησε να γίνει δεκτή η από 25-01-2007 αγωγή του κατά των καθ’ ων η κλήση – εναγομένων, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του αυτού Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … και προσδιορίσθηκε να δικασθεί για τη δικάσιμο της 15-11-2007, κατά την οποία η συζήτησή της αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 29-09-2008, οπότε και η συζήτησή της ματαιώθηκε. Εν συνεχεία, η αγωγή αυτή επαναφέρθηκε προς συζήτηση με την από 30-09-2008 κλήση που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … και προσδιορίσθηκε να δικασθεί κατά τη δικάσιμο της 20-05-2009, κατά την οποία η συζήτησή της αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 16-03-2010, οπότε και συζητήθηκε ερήμην του πρώτου των καθ’ ων η κλήση – εναγομένων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων και εκδόθηκε επ’ αυτής η υπ’ αριθμ. 3596/2010 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της υπόθεσης μέχρις εκδόσεως τελεσίδικης απόφασης επί της από 31-10-2005 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αγωγής των Κ. χηρ. Ν. Φ. το γένος Α. Κ., Μ. Φ. του Ν., Μ. Φ. του Ν., Π. Φ. του Ν., Α. Φ. του Ν. και Α. Φ. ου Ν. κατά των ήδη καθ’ ων η κλήση – εναγομένων, η οποία ήταν ήδη εκκρεμής ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς. Ακολούθως, η αγωγή επαναφέρθηκε προς συζήτηση εκ νέου με κλήση που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 09-12-2011, οπότε και συζητήθηκε ερήμην του πρώτου των καθ’ ων η κλήση – εναγομένων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων και εκδόθηκε επ’ αυτής η υπ’ αριθμ. 2836/2012 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη τόσο η ως άνω κλήση όσο και η παρεμπίπτουσα αίτηση περί ανακλήσεως της ανωτέρω υπ’ αριθμ. 3596/2010 μη οριστικής απόφασης και αναβλήθηκε περαιτέρω η συζήτηση της υπόθεσης μέχρις εκδόσεως τελεσίδικης απόφασης επί της προαναφερόμενης από 31-10-2005 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αγωγής, η οποία παρέμενε εκκρεμής ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς. Ήδη η αγωγή αυτή επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 22-04-2013 κλήση που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο του Δικαστηρίου τούτου, συζητήθηκαν οι εξής υποθέσεις: α) η από 20-12-2012 αγωγή του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ – ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ» (Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.) και του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» (Ε.Τ.Ε.Α.), ως καθολικού διαδόχου του καταργηθέντος κλάδου Ι.Κ.Α. – Τ.Ε.Α.Μ. του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ., κατά του Σ. Σ., της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.» και της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «….» ως ειδικής διαδόχου της εταιρείας με την επωνυμία «…» και β) η από 25-01-2007 αγωγή του πρώτου από τα ανωτέρω ενάγοντα ν.π.δ.δ. [δηλαδή του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ – ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ» (Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.)] κατά των ίδιων ως άνω εναγομένων, η οποία νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 22-04-2013 κλήση. Οι εν λόγω αγωγές, οι οποίες υπάγονται στην ίδια διαδικασία (τακτική), πρέπει να συνεκδικασθούν γιατί είναι συναφείς και, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ενώ, επιπλέον, επέρχεται και μείωση των εξόδων (αρθρ. 246 ΚΠολΔ).

Με τη διάταξη του άρθρου 10§5 του ν.δ. 4104/1960, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18§1 του ν. 4476/1965, ορίζεται, ότι «επιφυλασσομένης της εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 34§2 και 60§3 του α.ν. 1846/1951, εφόσον ο ησφαλισμένος ή τα μέλη της οικογενείας του δύνανται ν’ αξιώσουν κατ’ άλλους νόμους αποζημίωσιν δια ζημίαν προσγενομένην αυτοίς συνεπεία ασθενείας, αναπηρίας ή θανάτου του εις διατροφήν αυτών υποχρέου, η αξίωσις αυτή μεταβιβάζεται εις το Ι.Κ.Α., δι’ ο ποσόν τούτο οφείλει ασφαλιστικάς παροχάς εις τον δικαιούχον της αποζημιώσεως, καθ’ α ειδικότερον θέλει ρυθμισθεί δια βασιλικού διατάγματος, εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Εργασίας, μετά γνώμην του Δ.Σ. του Ι.Κ.Α.». Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 1 του κατά την παραπάνω νομοθετική εξουσιοδότηση εκδοθέντος β.δ. 226 της 23-02/21-03-1973 «περί τρόπου υπολογισμού δαπανών του Ι.Κ.Α. οφειλομένων προς ησφαλισμένους ή τα μέλη της οικογενείας των εκ προσγενομένης αυτοίς ζημίας παρά του εις αποζημίωσιν υποχρέου», ορίσθηκε, ότι «το ποσόν μέχρι του οποίου τυχόν αξίωσις του ησφαλισμένου ή των μελών της οικογενείας του προς αποζημίωσιν δια ζημίαν προσγενομένην αυτοίς συνεπεία ασθενείας, αναπηρίας ή θανάτου του εις διατροφήν αυτών υπόχρεου μεταβιβάζεται εις το Ι.Κ.Α., συμφώνως τη παραγράφω 5 του άρθρου 10 του ν.δ. 4104/1960, ως αντικατεστάθη τούτο υπό του άρθρου 18 του ν. 4476/1965, καθορίζεται δι’ αποφάσεως του Διοικητού του Ι.Κ.Α.». Με το άρθρο 24§1 του ν. 4075/2012 ορίζεται ότι «για τον καθορισμό του ποσού μέχρι του οποίου τυχόν αξίωση του ασφαλισμένου ή μελών της οικογενείας του μεταβιβάζεται στο Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ., σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 10 του ν.δ. 4104/1960, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 18 του ν. 4476/1965 και για δαπάνες από 01-01-2012 και εφεξής, αρμόδιος είναι ο Διευθυντής του Υποκαταστήματος του τόπου κατοικίας του ασφαλισμένου». Τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 18 του ν. 1654/1986 προστέθηκε στο τέλος της παραγράφου 5 του άρθρου 10 του ν.δ. 4104/1960, όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή της διά της παραγράφου 1 του άρθρου 18 του ν. 4476/1965, διάταξη, η οποία ισχύει από 24-11-1986 και σύμφωνα με την οποία «η παραπάνω μεταβίβαση επέρχεται αυτοδικαίως από τότε που γεννήθηκε η αξίωση. Συμβιβασμός του δικαιούχου, παραίτηση, εκχώρηση ή με οποιονδήποτε τρόπο αλλοίωση της αξίωσής του για αποζημίωση είναι άκυρη κατά το μέρος που αφορά τις παραπάνω αξιώσεις του Ι.Κ.Α. από παροχές».

Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι μετά την έναρξη ισχύος (24-11-1986) του πιο πάνω άρθρου 18 του ν. 1654/1986, το Ι.Κ.Α., για τις παροχές σε ασφαλισμένο σ’ αυτό παθόντα, έχει απ’ ευθείας αξίωση από το νόμο κατά του υπόχρεου σε αποζημίωση, υποκαθιστάμενο αυτοδικαίως κατά το ποσό των οφειλομένων στο ζημιωθέντα ασφαλιστικών παροχών στην αξίωσή του κατά του υπόχρεου, ο δε παθών δεν νομιμοποιείται να ζητήσει από τον τελευταίο και τα κονδύλια που κατέβαλε ή οφείλει σε αυτόν (παθόντα) το Ι.Κ.Α. από τη σχέση κοινωνικής ασφαλίσεως που τους συνδέει, διότι ως προς αυτά δεν είναι πλέον δικαιούχος (ΑΠ 793/2010, ΑΠ 70/2005, ΧρΙδΔ 2005,713, Δνη 2005,1417, Επιδικία 2006,144, αμφότερες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Οι διατάξεις που προαναφέρθηκαν συγκροτούν το σύστημα που ρυθμίζει τη μεταβίβαση της απαιτήσεως αποζημιώσεως από τον παθόντα – ασφαλισμένο στο Ι.Κ.Α. Η μεταβίβαση αυτή επέρχεται ex lege. Προς τούτο απαιτείται η συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων. Πρώτη και βασική προϋπόθεση για τη μεταβίβαση είναι η θεμελίωση αξιώσεως αποζημιώσεως στο πρόσωπο του ασφαλισμένου ή των μελών της οικογενείας του κατά τρίτων. Οι διατάξεις που προαναφέρθηκαν δεν αποτελούν οι ίδιες θεμέλιο αξιώσεως κατά του υποχρέου. Προϋποθέτουν τέτοια θεμελίωση σε άλλη διάταξη. Δεν ενδιαφέρει η βάση της αξιώσεως αυτής. Μπορεί να στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στις διατάξεις των άρθρων 914 και 922 ΑΚ. Αν τέτοια αξίωση δεν μπορεί να θεμελιωθεί για οποιοδήποτε νόμιμο λόγο, όπως π.χ. γιατί το ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του ίδιου του ασφαλισμένου, είτε γιατί προκειμένου περί επιζώντος συζύγου η συνεισφορά τούτου έναντι του θανόντος είναι μεγαλύτερη, οπότε δεν οφείλεται αποζημίωση, τότε δεν τίθεται καν ζήτημα μεταβιβάσεως αξιώσεως στο Ι.Κ.Α. εφόσον τέτοια αξίωση δεν έχει γεννηθεί. Αν ασκηθεί τότε αγωγή από το Ι.Κ.Α., θα απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Είναι διαφορετικό ζήτημα η θεμελίωση στο πρόσωπο του ασφαλισμένου παθόντος αξιώσεως κατά του Ι.Κ.Α. για χορήγηση ασφαλιστικών παροχών. Συνδρομή αποκλειστικής υπαιτιότητας στο πρόσωπο του παθόντος δεν επηρεάζει την υποχρέωση του Ι.Κ.Α. έναντι του ασφαλισμένου (Αθ. Κρητικός, Αποζημίωση από Τροχαία Αυτοκινητικά Ατυχήματα, 3η έκδοση, έτος 1998, σελ. 237). Δεύτερη προϋπόθεση για τη λειτουργία της αυτοδίκαιης μεταβιβάσεως της απαιτήσεως είναι η ύπαρξη κατά το χρόνο του ατυχήματος ασφαλιστικής σχέσεως μεταξύ του παθόντος και του Ι.Κ.Α., η οποία, μάλιστα, να έχει θεμελιωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε βάσει αυτής να δικαιούται ο παθών να απαιτήσει από το Ι.Κ.Α. παροχή σε είδος ή σε χρήμα ποιοτικά και ποσοτικά αντίστοιχη με την αξίωση αποζημιώσεως κατά του υπόχρεου τρίτου (Αθ. Κρητικός, ο.π., σελ. 238, 239). Τέλος, για να λειτουργήσει το σύστημα της αυτοδίκαιης μεταβιβάσεως στο Ι.Κ.Α. της αξιώσεως αποζημιώσεως του παθόντα ή των δικαιοδόχων του κατά του ζημιώσαντος τρίτου, πρέπει να συντρέχει ποιοτική και ποσοτική αντιστοιχία μεταξύ των παροχών του Ι.Κ.Α. προς τον ασφαλισμένο ή τα μέλη της οικογενείας του και των αξιώσεων αποζημιώσεως του παθόντος ή των δικαιοδόχων του κατά του υπόχρεου τρίτου. Η αντιστοιχία αυτή συντρέχει, όταν αμφότερες οι παροχές είναι ομοειδείς και υπηρετούν τον ίδιο σκοπό. Τούτο συμβαίνει όταν οι παροχές αυτές τελούν μεταξύ τους από χρονική και ποιοτική άποψη σε μία εσωτερική συνάφεια (ΑΠ 793/2010, ο.π., ΑΠ 70/2005, ο.π.). Τέτοια σχέση αντιστοιχίας υπάρχει μεταξύ της συντάξεως λόγω θανάτου την οποία χορηγεί το Ι.Κ.Α. στη χήρα και τα λοιπά μέλη της οικογενείας του θανόντος και της αξιώσεως αποζημιώσεως των τελευταίων για στέρηση διατροφής κατά το άρθρο 928 ΑΚ (ΑΠ 70/2005, ο.π.), καθώς και μεταξύ των εξόδων κηδείας που χορηγεί το Ι.Κ.Α. στους κληρονόμους του ασφαλισμένου και της αντίστοιχης αξιώσεως αποζημιώσεως των μελών της οικογένειας που καταβάλουν τέτοια δαπάνη κατά του υπόχρεου τρίτου (Αθ. Κρητικός, ο.π., σελ. 246). Όριο της υποκαταστάσεως είναι το ποσό που οφείλει το Ι.Κ.Α. στον δικαιούχο. Αν, λοιπόν, η απαίτηση αποζημιώσεως του δικαιούχου κατά του υποχρέου τρίτου είναι μεγαλύτερη από το ποσό που οφείλει το Ι.Κ.Α., το τελευταίο υποκαθίσταται μόνο στο ποσό που οφείλει. Κατά το υπόλοιπο η απαίτηση ανήκει μόνο στον δικαιούχο και δεν επέρχεται υποκατάσταση (ΕφΠατρ 201/2001, ΑχαΝομ 2002,83, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Αθ. Κρητικός, ο.π., σελ. 248). Σπάνια, δυνατό να συμβαίνει και το αντίθετο, δηλ. η παροχή του Ι.Κ.Α. προς τον παθόντα να είναι μεγαλύτερη από τη ζημία την οποία ο τελευταίος υφίσταται λόγω της αδικοπραξίας. Και στην περίπτωση αυτή στο Ι.Κ.Α. μεταβιβάζεται η μικρότερη απαίτηση, την οποία ο παθών έχει κατά του υπόχρεου τρίτου, δεδομένου ότι ο τελευταίος δεν μπορεί έναντι του Ι.Κ.Α. ως ex lege εκδοχέα του ασφαλισμένου – παθόντος να έχει ποσοτικά μεγαλύτερη υποχρέωση απ’ ότι έχει έναντι του παθόντος (Αθ. Κρητικός, ο.π., σελ. 248). Με την ολοκλήρωση των προϋποθέσεων του νόμου η απαίτηση αποζημιώσεως γεννάται στο πρόσωπο του ασφαλισμένου – παθόντος ή των μελών της οικογενείας του και ταυτόχρονα μεταβιβάζεται στο Ι.Κ.Α. Νέος δανειστής είναι πλέον το Ι.Κ.Α. Μόνο τούτο νομιμοποιείται πλέον να επιδιώξει την είσπραξη της απαιτήσεως από τον υπόχρεο. Με τη μεταβίβαση δεν μεταβάλλεται το περιεχόμενο και η έκταση της αξιώσεως αποζημιώσεως. Η μεταβίβαση της απαιτήσεως στο Ι.Κ.Α. αποτελεί περίπτωση νόμιμης εκχωρήσεως (βλ. αρθρ. 469 ΑΚ). Βασικά εφαρμόζονται οι διατάξεις της συμβατικής εκχωρήσεως (αρθρ. 455 επ. ΑΚ). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 462 ΑΚ ο υπόχρεος έχει προς το Ι.Κ.Α. τις ίδιες υποχρεώσεις που είχε προς τον ασφαλισμένο παθόντα. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 463 ΑΚ ο οφειλέτης μπορεί να αντιτάξει κατά του Ι.Κ.Α. τις ίδιες ενστάσεις που μπορούσε να προβάλει κατά του ασφαλισμένου – παθόντος αν δεν υπήρχε περίπτωση ex lege μεταβιβάσεως της απαιτήσεως του Ι.Κ.Α. Ειδικότερα, ο υπόχρεος δικαιούται να αντιτάξει την ένσταση συντρέχουσας υπαιτιότητας του ίδιου του ζημιωθέντος είτε στην επέλευση είτε στην έκταση της ζημίας (αρθρ. 300 ΑΚ). Η ουσιαστική βασιμότητα της ενστάσεως της ΑΚ 300 θα επιφέρει μείωση του ποσού της αποζημιώσεως το οποίο θα υποχρεωθεί να καταβάλει ο τρίτος στο Ι.Κ.Α. Η μείωση, όμως, αυτή δεν επηρεάζει κατά κανόνα τις υποχρεώσεις του Ι.Κ.Α. έναντι του ασφαλισμένου παθόντος. Ο τελευταίος διατηρεί αμείωτα τα δικαιώματά του για ασφαλιστικές παροχές απέναντι στο Ι.Κ.Α. (Αθ. Κρητικός, ο.π., σελ. 259, 260, βλ. και ΑΠ 292/2001, Δνη 2003,191, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Ισοκράτης του Δ.Σ.Α., ΕφΠατρ 150/2006, ΑχαΝομ 2006,500, ΕφΠατρ 12/2004, ΑχαΝομ 2005,594, αμφότερες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 201/2001, ο.π.). Τέλος, η τελεσίδικη απόφαση που εκδίδεται στη δίκη μεταξύ του υποχρέου προς αποζημίωση και του ασφαλισμένου – παθόντα ή των μελών της οικογενείας του δεν παράγει δεδικασμένο μεταξύ του υποχρέου και του Ι.Κ.Α. λόγω διαφοράς προσώπων και ελλείψεως περιπτώσεως επεκτάσεως των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου (Αθ. Κρητικός, ο.π., σελ. 270). Και τούτο διότι η ειδική ex lege διαδοχή στην αξίωση αποζημιώσεως κατά του υπόχρεου τρίτου επήλθε πριν από την εκκρεμοδικία της πρώτης αγωγής αφού, όπως εκτέθηκε, μετά την τροποποίηση της παραγράφου 5 του άρθρου 10 του ν.δ. 4104/1986 με το άρθρο 18 του ν. 1654/1986, η μεταβίβαση της απαιτήσεως στον φορέα κοινωνικής ασφάλισης επέρχεται αυτοδικαίως συγχρόνως με τη γένεση της. Στην περίπτωση αυτή, εφόσον η διαδοχή επήλθε πριν από την έναρξη της πρώτης δίκης, δεν υπάρχει ταυτότητα διαδίκων και δεν δημιουργείται δεδικασμένο (ΕφΑθ 2127/2008, Δνη 2009,587, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ. Βλ. και Δ. Κονδύλη, Το Δεδικασμένο, 2η έκδοση, έτος 2007, σελ. 521). Διαφορετικά είχαν τα πράγματα προ της ως άνω τροποποιήσεως του άρθρου 10§5 του ν.δ. 4104/1986. Με το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς, η μεταβίβαση της απαιτήσεως από τον δικαιούχο στο Ι.Κ.Α. επερχόταν, κατά τη μάλλον κρατούσα στη νομολογία άποψη, από και διά της εκδόσεως της αποφάσεως του Διοικητή του Ι.Κ.Α., με την οποία καθοριζόταν το ποσό μέχρι το οποίο επερχόταν η μεταβίβαση. Μέχρι τότε δεν καταλυόταν ο υφιστάμενος ενοχικός δεσμός μεταξύ του αρχικού δανειστή και του υποχρέου. Έτσι, ήταν δυνατό η απόφαση του Διοικητή του Ι.Κ.Α. να εκδοθεί μετά την άσκηση της αγωγής εκ μέρους του δικαιούχου της αποζημιώσεως. Τότε, δημιουργείτο δεδικασμένο υπέρ και εις βάρος του Ι.Κ.Α. σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 325 περ. 2 ΚΠολΔ, εφόσον το Ι.Κ.Α. με την ex lege μεταβίβαση σ’ αυτό της απαιτήσεως γινόταν ειδικός διάδοχος του δικαιούχου της αποζημιώσεως διαρκούσης της δίκης (βλ. ΕφΑθ 12692/1989, ΑρχΝ 1991,289, Δνη 1991,131, ΕπΣυγκΔ 1992,455, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1§1 του ν. 2496/1997, με την ασφαλιστική σύμβαση ο ασφαλιστής αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στον αντισυμβαλλόμενο (λήπτη της ασφάλισης) ή σε τρίτον, παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή του (ασφαλιστική περίπτωση), κατά δε τη διάταξη του άρθρου 25 του ίδιου νόμου, η ασφάλιση αστικής ευθύνης περιλαμβάνει τις δαπάνες που προέρχονται άμεσα από την απόκρουση και ικανοποίηση αξιώσεων τρίτων κατά του λήπτη της ασφάλισης, που γεννήθηκαν από πράξεις ή παραλήψεις του για τις οποίες είχε συμφωνηθεί ασφαλιστική κάλυψη, και, τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 26§1 του αυτού νόμου, όταν η ασφάλιση αστικής ευθύνης είναι κατά νόμο υποχρεωτική, ο τρίτος έχει ευθεία αξίωση και πέρα από τα ασφαλιστικό ποσό, μέχρι το όριο για το οποίο η ασφάλιση είναι υποχρεωτική. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι επί προαιρετικής ασφαλίσεως, όπως είναι αυτή της αστικής ευθύνης για την περίπτωση ατυχήματος κατά τη λειτουργία μηχανήματος έργου, ο ζημιωθείς τρίτος δεν έχει ευθεία αξίωση έναντι του ασφαλιστή παρά μόνο κατά του λήπτη της ασφαλίσεως από τις υπαίτιες πράξεις ή παραλείψεις του οποίου γεννήθηκαν οι αξιώσεις του. Ο τρίτος μπορεί να στραφεί κατά του ασφαλιστή μόνο πλαγιαστικώς (ΑΠ 106/2014, Ε7 2014,845, ΕφΑΔ 2014,295, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), καθώς και στην περίπτωση που οι ιδιότητες ασφαλισμένου και λήπτη της ασφαλίσεως δεν συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο αλλά η ασφάλιση συνάπτεται για λογαριασμό άλλου, οπότε πρόκειται για γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου (αρθρ. 410 επ. ΑΚ) (ΑΠ 179/2014, Ε7 2014,1002, ΑΠ 441/2010, ΝοΒ 2011,103, ΕΕμπΔ 2011,397, Ε7 2012,750, αμφότερες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Αλλά και όταν η ασφάλιση αστικής ευθύνης προβλέπεται από το νόμο ως υποχρεωτική, δεν απορρέει από αυτήν ευθεία αξίωση του τρίτου κατά του ασφαλιστή στο πλαίσιο του ν. 2496/1997. Και τούτο διότι η εφαρμογή της προαναφερόμενης διατάξεως του άρθρου 26§1 του εν λόγω νόμου, που προβλέπει ευθεία αξίωση του τρίτου κατά του ασφαλιστή, δεν έχει ακόμη αρχίσει, σύμφωνα με τη ρητή επιφύλαξη του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 5 του ίδιου ως άνω άρθρου, αφού δεν έχουν εκδοθεί οι προβλεπόμενες στην παράγραφο αυτή αποφάσεις του Υπουργού Ανάπτυξης και του κατά περίπτωση συναρμόδιου Υπουργού, με τις οποίες θα καθορισθούν οι υπηρεσίες ή τα νομικά πρόσωπα που θα δέχονται τις κοινοποιήσεις των ασφαλιστών, καθώς και η διαδικασία του ελέγχου τήρησης της υποχρεωτικής ασφάλισης και οι αναγκαίες λεπτομέρειες λειτουργίας των υποχρεωτικών ασφαλίσεων της αστικής ευθύνης. Συνεπώς, και επί συμβάσεως υποχρεωτικής ασφάλισης δεν απορρέει ευθεία αξίωση του τρίτου κατά του ασφαλιστή, παρά μόνον αν με την ασφαλιστική σύμβαση ειδικά συμφωνήθηκε να λειτουργεί αυτή ως γνήσια υπέρ του τρίτου σύμβαση ή ρητά ο νόμος παρέχει στον τρίτο ευθεία αξίωση κατά του ασφαλιστή , όπως συμβαίνει στην υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης από αυτοκινητικό ατύχημα (βλ. αρθρ. 10§1 του κωδικοποιημένου με το π.δ. 237/1986 ν. 489/1976) (ΑΠ 179/2014, ο.π.).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη από 25-01-2007 αγωγή του, η οποία επαναφέρεται νομίμως προς συζήτηση με την από 22-04-2013 κλήση μετά την έκδοση της μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενης τελεσίδικης υπ’ αριθμ. 941/2013 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς επί της από 31-10-2005 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αγωγής των Κ. χηρ. Ν. Φ. το γένος Α. Κ., Μ. Φ. του Ν., Μ. Φ. του Ν., Π. Φ. του Ν., Α. Φ. του Ν. και Α. Φ. ου Ν. κατά των ήδη καθ’ ων η κλήση – εναγομένων, το ενάγον ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών» (Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.) ιστορεί τα ακόλουθα: Την 09-07-2004 και περί ώρα 16:00, ενώ ο … του Π. αλίευε ευρισκόμενος στο αριστερό μέρος του ανώτερου καταστρώματος της μικρής πλωτής δεξαμενής, ιδιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης, που εκείτο εντός του χώρου του λιμένος και των εγκαταστάσεων της ως άνω εναγομένης στο Πέραμα Αττικής, συνεθλίβη κατά την κίνηση του ηλεκτρικού γερανού της δεύτερης εναγομένης που ευρισκόταν επί της ως άνω πλωτής δεξαμενής, τον οποίον χειριζόταν εκείνη τη χρονική στιγμή ο πρώτος των εναγομένων, μόνιμος υπάλληλος της δεύτερης αυτών και προστηθείς στην ως άνω υπηρεσία απ’ αυτήν, με αποτέλεσμα να υποστεί τις σωματικές κακώσεις που περιγράφονται στην αγωγή, από τις οποίες επήλθε ο θάνατός του ακαριαία. Αποκλειστικά υπαίτιοι για τη θανάτωση του ως άνω προσώπου τυγχάνουν οι δύο πρώτοι εναγόμενοι για τους αναλυτικά αναφερόμενους στην αγωγή λόγους. Μεταξύ του θανόντος και του ενάγοντος υπήρχε κατά το χρόνο του ανωτέρω ατυχήματος ασφαλιστική σχέση, βάσει της οποίας το τελευταίο υποχρεούτο να καταβάλει στον πρώτο, σε περίπτωση ασθένειας, αναπηρίας ή γήρατος, ή στα μέλη της οικογενείας του, σε περίπτωση θανάτου του, ασφαλιστικές παροχές. Συνεπεία του θανάτου του ως άνω ασφαλισμένου του, το ενάγον κατέβαλε ή πρόκειται να καταβάλει στη σύζυγό του, Κ. Φ. το γένος Α. Κ., και τα δύο ανήλικα τέκνα του, Μ.  Μ., ασφαλιστικές παροχές, και δη κύρια και επικουρική σύνταξη λόγω θανάτου για το χρονικό διάστημα από 01-08-2004 έως 31-07-2007, συνολικού ποσού 18.655,82 € και 9.422,23 € αντιστοίχως, όπως τα επιμέρους ποσά των συντάξεων αυτών εξειδικεύονται στο αγωγικό δικόγραφο καθ’ ύψος και είδος (μηνιαία σύνταξη, επιδόματα εορτών και αδείας) ανά έτος, καθώς και τα έξοδα κηδείας, συνολικού ποσού 642,72 €. Οι ως άνω ασφαλιστικές παροχές του ενάγοντος κάλυψαν κατά ένα μέρος τις στηριζόμενες στη διάταξη του άρθρου 928 ΑΚ αντίστοιχες αξιώσεις αποζημίωσης των προαναφερόμενων μελών της οικογένειας του θανόντος ασφαλισμένου του αφενός μεν για στέρηση της οφειλόμενης προς αυτά διατροφής από τον τελευταίο, η οποία, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή και μετά την αφαίρεση της αποτιμηθείσας σε χρήμα συνεισφοράς της συζύγου του θανόντος για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειάς τους, ανερχόταν κατά το χρόνο του θανάτου του στα ποσό των 250 € μηνιαίως ως προς τη σύζυγο και των 300 € μηνιαίως ως προς καθένα από τα δύο ανωτέρω ανήλικα τέκνα, θα αυξανόταν δε, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, κατά τα επόμενα έτη κατά 10% ετησίως, αφετέρου δε για τα έξοδα κηδείας. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό το ενάγον ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, ευθυνόμενοι οι μεν δύο πρώτοι με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, η δε τρίτη επειδή είχε ασφαλίσει τον προαναφερόμενο ηλεκτρικό γερανό με σύμβαση ασφαλίσεως που ήταν ισχυρή κατά το χρόνο του ανωτέρω θανατηφόρου ατυχήματος, τις ως άνω χρηματικές παροχές που αυτό ήδη κατέβαλε ή πρόκειται να καταβάλει στα ανωτέρω μέλη της οικογενείας του θανόντος ασφαλισμένου του για έξοδα κηδείας, κύρια και επικουρική σύνταξη λόγω θανάτου, και συνολικά το χρηματικό ποσό των 28.720,77 € – ως προς το οποίο έχει υποκατασταθεί αυτοδικαίως στις αντίστοιχες αξιώσεις αποζημίωσης των προαναφερόμενων μελών της οικογενείας του θανόντος κατ’ αυτών για στέρηση της οφειλόμενης προς αυτά διατροφής από τον τελευταίο και για τα έξοδα κηδείας, και, ως εκ τούτου, έχει κατά των εναγομένων απευθείας εκ του νόμου αξίωση, για τον καθορισμό της οποίας εκδόθηκε και η υπ’ αριθμ. Σ91/2980/27-09-2006 απόφαση του Διοικητή του (του ενάγοντος) – με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων.

Περαιτέρω, με την κρινόμενη από 20-12-2012 αγωγή τους, τα ενάγοντα ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ – ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ» (Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.) και ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» (Ε.Τ.Ε.Α.), το δεύτερο εκ των οποίων συστήθηκε με το άρθρο 35§1 του ν. 4052/2012, με το οποίο ορίσθηκε ως χρόνος έναρξης λειτουργίας του η 01-07-2012, έχει ως σκοπό την παροχή μηνιαίας επικουρικής σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας και θανάτου στους εργαζομένους στον ιδιωτικό, δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, στις τράπεζες και τις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, καθώς και στα μέλη των οικογενειών τους (αρθρ. 35§2 του ως άνω νόμου), αποτελεί καθολικό διάδοχο του ενταχθέντος σ’ αυτό Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (Ε.Τ.Ε.Α.Μ.) του Ι.Κ.Α. –Ε.Τ.Α.Μ. (αρθρ. 36§1 και 48§2 του ίδιου ως άνω νόμου) συνεχίζοντας, μάλιστα, τις εκκρεμείς δίκες του χωρίς να επέρχεται διακοπή δίκης ενώ και οι δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται για το Ε.Τ.Ε.Α.Μ. ισχύουν έναντι του Ε.Τ.Ε.Α. (αρθρ. 48§5 του εν λόγω νόμου), ιστορούν τα ακόλουθα: Την 09-07-2004 και περί ώρα 16:00, ενώ ο … του Π. αλίευε ευρισκόμενος στο αριστερό μέρος του ανώτερου καταστρώματος της μικρής πλωτής δεξαμενής, ιδιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης, που εκείτο εντός του χώρου του λιμένος και των εγκαταστάσεων της ως άνω εναγομένης στο Πέραμα Αττικής, συνεθλίβη κατά την κίνηση του ηλεκτρικού γερανού της δεύτερης εναγομένης που ευρισκόταν επί της ως άνω πλωτής δεξαμενής, τον οποίον χειριζόταν εκείνη τη χρονική στιγμή ο πρώτος των εναγομένων, μόνιμος υπάλληλος της δεύτερης αυτών και προστηθείς στην ως άνω υπηρεσία απ’ αυτήν, με αποτέλεσμα να υποστεί τις σωματικές κακώσεις που περιγράφονται στην αγωγή, από τις οποίες επήλθε ο θάνατός του ακαριαία. Αποκλειστικά υπαίτιοι για τη θανάτωση του ως άνω προσώπου τυγχάνουν οι δύο πρώτοι εναγόμενοι για τους αναλυτικά αναφερόμενους στην αγωγή λόγους. Μεταξύ του θανόντος και του πρώτου ενάγοντος (Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.) υπήρχε κατά το χρόνο του ανωτέρω ατυχήματος ασφαλιστική σχέση, βάσει της οποίας το τελευταίο υποχρεούτο να καταβάλει στον πρώτο, σε περίπτωση ασθένειας, αναπηρίας ή γήρατος, ή στα μέλη της οικογενείας του, σε περίπτωση θανάτου του, ασφαλιστικές παροχές. Συνεπεία του θανάτου του ως άνω ασφαλισμένου του, το πρώτο ενάγον κατέβαλε στη σύζυγό του, Κ. Φ. το γένος Α. Κ., και τα δύο ανήλικα τέκνα του, Μ.  Μ., ασφαλιστικές παροχές, και δη κύρια και επικουρική σύνταξη λόγω θανάτου για το χρονικό διάστημα από 01-08-2007 έως 31-12-2012, συνολικού ποσού 32.566,34 € και 15.241,45 € αντιστοίχως, όπως τα επιμέρους ποσά των συντάξεων αυτών εξειδικεύονται στο αγωγικό δικόγραφο καθ’ ύψος και είδος (μηνιαία σύνταξη, επιδόματα εορτών και αδείας) ανά έτος. Οι ως άνω ασφαλιστικές παροχές του πρώτου ενάγοντος κάλυψαν κατά ένα μέρος τις στηριζόμενες στη διάταξη του άρθρου 928 ΑΚ αντίστοιχες αξιώσεις αποζημίωσης των προαναφερόμενων μελών της οικογένειας του θανόντος ασφαλισμένου του για στέρηση της οφειλόμενης προς αυτά διατροφής από τον τελευταίο, η οποία, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή και μετά την αφαίρεση της αποτιμηθείσας σε χρήμα συνεισφοράς της συζύγου του θανόντος για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειάς τους, ανερχόταν κατά το χρόνο του θανάτου του στα ποσό των 250 € μηνιαίως ως προς τη σύζυγο και των 300 € μηνιαίως ως προς καθένα από τα δύο ανωτέρω ανήλικα τέκνα, θα αυξανόταν δε, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, κατά τα επόμενα έτη κατά 10% ετησίως. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό τα ενάγοντα ζητούν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τους καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, ευθυνόμενοι οι μεν δύο πρώτοι με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, η δε τρίτη επειδή είχε ασφαλίσει τον προαναφερόμενο ηλεκτρικό γερανό με σύμβαση ασφαλίσεως που ήταν ισχυρή κατά το χρόνο του ανωτέρω θανατηφόρου ατυχήματος, τις ως άνω χρηματικές παροχές που ήδη κατέβαλε το πρώτο ενάγον στα ανωτέρω μέλη της οικογενείας του θανόντος ασφαλισμένου του για κύρια και επικουρική σύνταξη λόγω θανάτου, και ειδικότερα να καταβάλουν στο πρώτο ενάγον το χρηματικό ποσό της κύριας σύνταξης (ήτοι 32.566,34 €) και στο δεύτερο ενάγον, ως καθολικό διάδοχο του ενταχθέντος σ’ αυτό Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (Ε.Τ.Ε.Α.Μ.) του Ι.Κ.Α. –Ε.Τ.Α.Μ. κατά τα προεκτεθέντα, το χρηματικό ποσό της επικουρικής σύνταξης (ήτοι 15.241,45 €) – ως προς τα οποία έχουν αυτά υποκατασταθεί αυτοδικαίως στις αντίστοιχες αξιώσεις αποζημίωσης των προαναφερόμενων μελών της οικογενείας του θανόντος κατά των εναγομένων για στέρηση της οφειλόμενης προς αυτά διατροφής από τον θανόντα, και, ως εκ τούτου, έχουν κατά των εναγομένων απευθείας εκ του νόμου αξίωση, για τον καθορισμό της οποίας εκδόθηκε και η υπ’ αριθμ. Σ91/1451/25-09-2012 απόφαση του Διοικητή του πρώτου ενάγοντος – με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος, ζητούν να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή των δικαστικών τους εξόδων.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η καθεμία από τις ανωτέρω δύο αγωγές αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ’ ύλην (άρθρα 1, 7, 9, 10, 13 και 14§2 ΚΠολΔ), λειτουργικά (ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς – άρθρο 51§§1, 3Β΄ περ. ιζ΄ και 4 του ν. 2172/1993) και κατά τόπον αρμόδιο, ενόψει του ότι τόσο η κατοικία του πρώτου εναγομένου της κάθε αγωγής όσο και η έδρα της δεύτερης εναγομένης βρίσκονται στον Πειραιά, όπου και ο τόπος όπου τελέσθηκε η ένδικη αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας, η δε έδρα της τρίτης εναγομένης βρίσκεται στο νομό Αττικής (Αθήνα), στο σύνολο του οποίου εκτείνεται η αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου Πειραιώς για την εκδίκαση των ναυτικών διαφορών [άρθρα 22, 25§2, 35 και 37§1 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 35 ίσχυε κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής (δηλαδή της καταθέσεώς της στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, η οποία διενεργήθηκε την 01-02-2007 – αρθρ. 45 και 221§1 περ. β΄ ΚΠολΔ), ήτοι προ της αντικαταστάσεώς του με το άρθρο 5§1 του ν. 3994/2011, σε συνδ. με το άρθρο 51§2 ν. 2172/1993]. Ωστόσο, εφόσον τα ενάγοντα ισχυρίζονται με τις κρινόμενες αγωγές τους ότι η τρίτη εναγομένη κάλυπτε ασφαλιστικά κατά το χρόνο του επίδικου ατυχήματος την αστική ευθύνη της δεύτερης εναγομένης για ζημίες τρίτων από τη λειτουργία του ένδικου μηχανήματος έργου (ηλεκτρικού γερανού) της, όχι όμως και ότι η σχετική ασφαλιστική σύμβαση των ανωτέρω εναγομένων συμφωνήθηκε να λειτουργεί ως γνήσια σύμβαση υπέρ των ζημιούμενων τρίτων, τα ενάγοντα (όπως και τα ζημιωθέντα μέλη της οικογενείας του θανόντος ασφαλισμένου του πρώτου ενάγοντος, στις αξιώσεις αποζημίωσης των οποίων υποκαταστάθηκαν αυτοδικαίως αυτά) δεν έχουν από την ασφαλιστική σύμβαση των εν λόγω αντιδίκων τους ευθεία αξίωση αποζημίωσης κατά της τρίτης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας, και, επομένως, δεν νομιμοποιούνται να στραφούν ευθέως κατ’ αυτής, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η τελευταία, επικαλούμενη την έλλειψη συνδρομής της διαδικαστικής προϋπόθεσης της παθητικής νομιμοποιήσεως στο πρόσωπό της για τον παραπάνω λόγο, δηλαδή για την έλλειψη νόμιμης δυνατότητας ασκήσεως ευθείας αγωγής των εναγόντων κατ’ αυτής, η οποία, άλλωστε, λαμβάνεται υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Πρέπει, επομένως, να απορριφθούν ως απαράδεκτες αμφότερες οι αγωγές ως προς το σκέλος τους κατά το οποίο στρέφονται κατά της τρίτης εναγομένης, καθώς δεν συντρέχει στο πρόσωπό της η διαδικαστική προϋπόθεση της παθητικής νομιμοποιήσεως, και να καταδικασθούν τα ενάγοντα, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα αυτής, με βάση και το σχετικό αίτημά της (άρθρα 176, 191§2 ΚΠολΔ), μειωμένα όμως κατά το άρθρο 22§1 του ν. 3693/1957 σε συνδυασμό προς το άρθρο 2 της υπ’ αριθμ. 134423/93 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5§12 του ν. 1738/1987. Περαιτέρω, ως προς το σκέλος τους κατά το οποίο στρέφονται κατά των δύο πρώτων εναγομένων αμφότερες οι αγωγές είναι ορισμένες και νόμιμες, καθώς στηρίζονται στις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 10§5 του ν.δ. 4104/1960, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18§1 του ν. 4476/1965, 1 β.δ. 226 της 23-02/21-03-1973, 18 ν. 1654/1986, 455 επ., 914, 922, 928, 297, 298, 330 εδ. β΄, 1389, 1390, 1485, 1486, 1493, 1496, 926, 481 επ., 293, 340, 345, 346 ΑΚ και 176 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν, χωρίς να απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, ενόψει του ότι το Ι.Κ.Α. απαλλάσσεται από κάθε δικαστικό τέλος σε κάθε δίκη του και απολαύει ανεξαιρέτως όλων των δικαστικών ατελειών και προνομίων του Δημοσίου (βλ. αρθρ. 11 και 19§1 του θεσμικού α.ν. 1846/1951, ο οποίος κυρώθηκε με το ν. 2113/1952, αρθρ. 5 του ν. 3210/1955, αρθρ. 21§9 του ν. 1902/1990 και αρθρ. 28§4 του ν. 2579/1998).

Οι πρώτος και δεύτερη των εναγομένων με προφορική δήλωση των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, η οποία καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά της συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, αλλά και με τις προτάσεις τους αρνούνται τις αγωγές, ισχυριζόμενοι ειδικότερα ότι αποκλειστικά υπαίτιος για την πρόκληση του ένδικου ατυχήματος ήταν ο ίδιος ο θανών και, επομένως, ουδέποτε γεννήθηκε στο πρόσωπο των μελών της οικογενείας του οιαδήποτε αξίωση αποζημίωσης κατ’ αυτών για την ανωτέρω αιτία, ώστε να μεταβιβασθεί αυτή στους ενάγοντες ασφαλιστικούς οργανισμούς, επικουρικά δε προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι αυτός υπήρξε συνυπαίτιος στην πρόκληση του θανάσιμου τραυματισμού του (κατά ποσοστό 95% σύμφωνα με όσα υποστηρίζει ο πρώτος εναγόμενος ή 70% σύμφωνα με όσα υποστηρίζει η δεύτερη εναγομένη) για τους λόγους που αναλύουν στις προτάσεις τους. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί ένσταση καταλυτική των αγωγών, η οποία είναι ορισμένη και νόμιμη, καθώς στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν. Στο σημείο τούτο πρέπει να σημειωθεί ότι ο πρώτος εναγόμενος παραδεκτώς προβάλλει τους ισχυρισμούς του αμυνόμενος κατά της από 25-01-2007 αγωγής, η οποία επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 22-04-2013 κλήση, παρότι δεν είχε παραστεί κατά τις προηγούμενες συζητήσεις της αγωγής αυτής που πραγματοποιήθηκαν κατά τις δικασίμους της 16-03-2010 και της 09-12-2011, μετά τις οποίες εκδόθηκαν αντιστοίχως οι υπ’ αριθμ. 3596/2010 και 2836/2012 μη οριστικές αποφάσεις του Δικαστηρίου τούτου, με τις οποίες αναβλήθηκε κατ’ αρθρ. 249 ΚΠολΔ η συζήτηση της υπόθεσης μέχρις εκδόσεως τελεσίδικης απόφασης επί της προαναφερόμενης από 31-10-2005 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αγωγής των μελών της οικογενείας (συζύγου και τέκνων) του θανόντος Ν. κατά των ήδη εναγομένων. Και τούτο διότι, η συζήτηση που επαναλαμβάνεται μετά την αναβολή του άρθρου 249 ΚΠολΔ θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης (ΕφΘεσ 38/2011, ΕΠολΔ 2011,240, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), με την έννοια ότι πρόκειται για δύο συνεχόμενα δικονομικά στάδια που συνθέτουν μία και μόνη συζήτηση, ένα αδιάσπαστο δικονομικό σύνολο, ως εκ τούτου δε, και όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 254, 271 επ., 280 ΚΠολΔ, εάν κάποιος παρέστη κανονικά κατά την προηγουμένη συζήτηση, κατά την οποία διατάχθηκε η επανάληψη, όπως και στην αντίστροφη περίπτωση, όταν, δηλαδή, δεν παρέστη στην αρχική αλλά μόνο στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση, δικάζεται αντιμωλία. Ισχυρισμοί μπορούν να προβληθούν παραδεκτώς για πρώτη φορά και κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση, αφού έως τη δεύτερη εκφώνηση της υπόθεσης αυτή θεωρείται ότι διαρκεί (ΕφΔωδ 212/2009, βλ. και ΕφΘεσ 151/2012, ΕΠολΔ 2012,377, αμφότερες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

Από τη συνεκτίμηση όλων των εγγράφων που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και οι συνταχθείσες ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς υπ’ αριθμ. … και … ένορκες βεβαιώσεις των Φ. Β. του Ν. και Π. Κ. του Κ., οι οποίες διενεργήθηκαν στο πλαίσιο άλλης, προγενέστερης δίκης, και κατά την κρίση του Δικαστηρίου δεν συντάχθηκαν ειδικώς για να χρησιμοποιηθούν για την προκείμενη δίκη (ΑΠ 99/2010, ΕφΑΔ 2010,830, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Μεταξύ του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. (ενάγοντος της από 25-01-2007 αγωγής και πρώτου ενάγοντος της από 20-12-2012 αγωγής) και του Ν. Φ. του Π. υπήρχε, όσο αυτός βρισκόταν εν ζωή ασφαλιστική σχέση, βάσει της οποίας ο ως άνω ασφαλιστικός οργανισμός υποχρεούτο να καταβάλει στο ανωτέρω φυσικό πρόσωπο, σε περίπτωση ασθένειας, αναπηρίας ή γήρατος, ή στα μέλη της οικογενείας του, σε περίπτωση θανάτου του, ασφαλιστικές παροχές. Ειδικότερα, ο … ήταν ασφαλισμένος στο Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. με αριθμό μητρώου ασφάλισης … και υπαγόταν στη 17η ασφαλιστική κλάση (αριθμός ημερών εργασίας: 4.380). Κατά τις μεσημβρινές ώρες της 09-07-2004 ο ανωτέρω ασφαλισμένος του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. αποφάσισε να μεταβεί μαζί με τη σύζυγό του, Κ. Φ. το γένος Α. Κ., και τα δύο ανήλικα, από τα πέντε συνολικά, τέκνα του, ήτοι τον Μ., ο οποίος είχε γεννηθεί την 25-06-1989, και τον Μ., ο οποίος είχε γεννηθεί τη 12-03-1993, στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη Περάματος, στο χώρο των εγκαταστάσεων της εταιρείας με την επωνυμία «Ο.Λ.Π. Α.Ε.», δεύτερης εναγομένης αμφοτέρων των συνεκδικαζόμενων αγωγών, προκειμένου να αλιεύσουν. Πράγματι, περί ώρα 15:30 της ανωτέρω ημέρας ο … και τα προαναφερόμενα μέλη της οικογενείας του εισήλθαν με το αυτοκίνητό τους στο χώρο της ως άνω Ναυπηγοεπισκευαστικής Ζώνης, έχοντας διέλθει από την πύλη αυτής ανεμπόδιστα, χωρίς να υποβληθούν σε οιονδήποτε έλεγχο από τα αρμόδια προς τούτο όργανα των λιμενικών και τελωνειακών αρχών, που ευρίσκονταν εντός του παρακείμενου φυλακίου, και κατευθύνθηκαν προς το σημείο της προβλήτας όπου κείνται οι δύο πλωτές δεξαμενές επισκευής πλοίων της δεύτερης εναγομένης. Οι δύο αυτές πλωτές δεξαμενές φέρουν την ονομασία «…» (η μεγάλη) και «…Ι» (η μικρή), βρίσκονται σε επαφή με την ξηρά (προβλήτα) από την πλευρά της πρύμνης τους και απέχουν περί τα 10 – 15 μέτρα μεταξύ τους. Η μικρή δεξαμενή είναι κατασκευασμένη από χάλυβα και έχει ανυψωτική ικανότητα 4.000 τόνων, ολικό μήκος 113,88 μέτρα, καθαρό μήκος 103,68 μέτρα, μέγιστο εξωτερικό πλάτος 27,40 μέτρα και βάθος από του καταστρώματος καταμέτρησης 11,95 μέτρα. Στο μέσον αυτής βρίσκεται ο χώρος δεξαμενισμού του πλοίου, ενώ κατά μήκος της κάθε πλευράς της (από την πρύμνη μέχρι την πλώρη) εκτείνονται δύο υπερυψωμένα καταστρώματα, τα οποία απέχουν περί τα 12 μέτρα από το έδαφος (βλ. την ένορκη κατάθεση του μηχανικού των πλωτών δεξαμενών και υπαλλήλου της δεύτερης εναγομένης, Γ. Κ., η οποία εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την υπ’ αριθμ. 2353/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε στη δίκη μεταξύ των μελών της οικογενείας του θανόντος και των δύο εναγομένων, πρακτικά). Σε καθένα από τα καταστρώματα αυτά είναι τοποθετημένος ένας ηλεκτρικός γερανός, βάρους πολλών τόνων και ύψους 20 περίπου μέτρων, ο οποίος προορίζεται για την εκτέλεση εργασιών φορτώσεως και εκφορτώσεως βαρέων αντικειμένων προς και από το εκάστοτε δεξαμενιζόμενο πλοίο κατά την πραγματοποίηση εργασιών επισκευής και συντηρήσεως επ’ αυτού. Ο κάθε γερανός κινείται πάνω σε σιδερένιες ράγες που είναι τοποθετημένες στην αριστερή και τη δεξιά πλευρά του κάθε καταστρώματος και διατρέχουν όλο το μήκος αυτών. Ειδικότερα, ο γερανός φέρει τέσσερα τροχοφόρα πέλματα, οι τροχοί των δύο εκ των οποίων κυλίονται επί των ραγών της μίας πλευράς και οι τροχοί των δύο άλλων επί των ραγών της άλλης πλευράς. Κατά τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η κίνηση του γερανού κατά μήκος όλου του καταστρώματος. Ο θάλαμος του χειριστή του βρίσκεται σε ύψος 6 περίπου μέτρων από την επιφάνεια του υπερυψωμένου καταστρώματος (βλ. την αμέσως ανωτέρω αναφερόμενη ένορκη κατάθεση του Γ. Κ., την υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση του μηχανικού φυλακής της μικρής πλωτής δεξαμενής Φ. Β. του Ν. και την υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση του χειριστή των ηλεκτροκίνητων γερανών των πλωτών δεξαμενών της δεύτερης εναγομένης, Π. Κ. του Κ.), στο μέσον του οποίου (καταστρώματος) και καθ’ όλο το μήκος αυτού υπάρχει διάδρομος διελεύσεως των προσώπων που εργάζονται επ’ αυτού. Ο διάδρομος αυτός περιφράσσεται απ’ άκρη σ’ άκρη (δηλαδή από την πρυμναία ως την πρωραία άκρη του καταστρώματος) από συνεχή κιγκλιδώματα ύψους 1 – 1,30 περίπου μέτρων (βλ. την αμέσως ανωτέρω αναφερόμενη ένορκη κατάθεση του Γ. Κ., την από 09-07-2004 έκθεση ένορκης εξέτασης του χειριστή των ηλεκτροκίνητων γερανών των πλωτών δεξαμενών της δεύτερης εναγομένης, Π. Κ. του Κ., ενώπιον των προανακριτικών οργάνων του Ζ΄ Λιμενικού Τμήματος Περάματος του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς και την εμπεριεχόμενη στα πρακτικά της υπ’ αριθμ. ΒΤ 5278/16-09-2008 απόφασης του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς κατάθεση του ανεψιού του θανόντος, Σ. Σ. του Χ., ο οποίος εξετάσθηκε ενόρκως ως μάρτυρας στο ακροατήριο του ανωτέρω Δικαστηρίου κατά την ποινική δίκη που διεξήχθη κατά του πρώτου εναγομένου στον οποίο αποδόθηκε η κατηγορία της τέλεσης του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια εις βάρος του Ν. Φ.), ώστε να αποτρέπεται για λόγους ασφαλείας η πρόσβαση στις ράγες επί των οποίων κινούνται τα τροχοφόρα πέλματα του κάθε γερανού. Τέλος, η πρόσβαση στα υπερυψωμένα καταστρώματα της ως άνω πλωτής δεξαμενής επιτυγχάνεται μέσω μεταλλικών κλιμάκων που ξεκινούν από την ξηρά (προβλήτα) και καταλήγουν στην πρυμναία άκρη του κάθε καταστρώματος, η δε πρόσβαση στο κουβούκλιο του χειριστή κάθε γερανού πραγματοποιείται μέσω μεταλλικής κλίμακας που εφάπτεται με το ένα από τα τροχοφόρα πέλματά του. Αφού προσέγγισαν το ως άνω σημείο της προβλήτας όπου βρίσκονται οι πλωτές δεξαμενές της δεύτερης εναγομένης, ο … και τα προαναφερόμενα μέλη της οικογενείας του αποβιβάσθηκαν από το όχημά τους και εισήλθαν πεζοί στη μικρότερη από τις ανωτέρω δεξαμενές. Ειδικότερα, ο … ανέβηκε σε εκείνο από τα δύο υπερυψωμένα καταστρώματα της δεξαμενής αυτής που βρισκόταν προς την πλευρά της ανοιχτής θάλασσας, μέσω της προαναφερόμενης μεταλλικής κλίμακας που ξεκινά από την προβλήτα, και κατευθύνθηκε προς το μέσο περίπου του ως άνω καταστρώματος. Ακολούθως, επέλεξε να αλιεύσει από την άκρη της εξωτερικής (προς τη θάλασσα) πλευράς του καταστρώματος, και για το λόγο αυτό, αφού υπερπήδησε τα ανωτέρω αναφερόμενα κιγκλιδώματα ασφαλείας, κάθισε επάνω στις ράγες κινήσεως του ηλεκτρικού γερανού, στη σκιά μίας παρακείμενης υπερυψωμένης μεταλλικής κατασκευής, προκειμένου να προστατευθεί από την ηλιακή ακτινοβολία και τη ζέστη. Αντιθέτως, η σύζυγος και τα δύο ανωτέρω ανήλικα τέκνα του επέλεξαν να αλιεύσουν από το κατώτερο κατάστρωμα (λεκάνη) της δεξαμενής. Περί ώρα 16:00, ο πρώτος εναγόμενος αμφοτέρων των αγωγών Σ. Σ., μόνιμος υπάλληλος της δεύτερης εναγομένης με την ειδικότητα του χειριστή ηλεκτροκίνητων ανυψωτικών μηχανημάτων Δ΄ Ειδικότητας (πλην ανελκυστήρων), κάτοχος της σχετικής υπ’ αριθμ. Π-146/4791/27-09-1982 άδειας, ο οποίος εκτελούσε εκείνη την ώρα βάρδια χειριστή των γερανών της ως άνω μικρής πλωτής δεξαμενής, έλαβε εντολή από τα μέλη συνεργείου που απασχολείτο στο υπό σημαία Δανίας φορτηγό πλοίο με την ονομασία «…», το οποίο ήταν δεξαμενισμένο κατά τον ως άνω χρόνο στην εν λόγω πλωτή δεξαμενή προκειμένου να υποβληθεί σε συντήρηση και επισκευή και επί του οποίου εκτελούνταν εκείνη την ημέρα εργασίες καθαρισμού και αποσκωριάσεως των υφάλων του δι’ υδροβολής από συνεργείο της εταιρείας με την επωνυμία «….» (βλ. την από 09-07-2004 έκθεση ένορκης εξέτασης του καθαριστή πλοίων, μέλους του ως άνω συνεργείου, Ν. Κ. του Δ. ενώπιον των προανακριτικών οργάνων του Ζ΄ Λιμενικού Τμήματος Περάματος του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς), να μεταφέρει με τον ηλεκτρικό γερανό του ανωτέρω αναφερόμενου υπερυψωμένου καταστρώματος, επί του οποίου είχε ανέλθει ο …, έναν αεροσυμπιεστή (κομπρεσέρ) στο κατάστρωμα του ως άνω πλοίου. Κατόπιν αυτού, ο πρώτος εναγόμενος εξήλθε από το χώρο στον οποίο παρέμενε το προσωπικό βάρδιας της πλωτής δεξαμενής όταν δεν είχε να εκτελέσει κάποια συγκεκριμένη εργασία και, αφού ανέβηκε πρώτα στο ανωτέρω υπερυψωμένο κατάστρωμα της δεξαμενής, με τη χρήση της προαναφερόμενης μεταλλικής σκάλας που ξεκινούσε από την προβλήτα, απενεργοποίησε τα φρένα του ανωτέρω γερανού, και στη συνέχεια ανέβηκε στο θάλαμο του χειριστή του γερανού μέσω της μεταλλικής κλίμακας που βρισκόταν στο ένα από τα πρυμναία τροχοφόρα πέλματά του, χωρίς να αντιληφθεί την ύπαρξη του Ν. Φ., έθεσε το γερανό σε λειτουργία, έστρεψε το βραχίονά του (του γερανού), και, επομένως, και την πρόσοψη του θαλάμου του χειριστηρίου του, προς την πλευρά του δεξαμενιζόμενου πλοίου, δηλαδή την εσωτερική πλευρά του καταστρώματος της δεξαμενής, και ακολούθως πραγματοποίησε τη μεταφορά του αεροσυμπιεστή στο κατάστρωμα του πλοίου, όπως του ζητήθηκε, με την εκτέλεση των κατάλληλων χειρισμών. Κατά τη διάρκεια της εργασίας αυτής ο γερανός μετακινήθηκε από την αρχική του θέση, κυλιόμενος πάνω στις ράγες του καταστρώματος με πολύ μικρή ταχύτητα και προκαλώντας κατά την κίνησή του, λόγω του μεγάλου του βάρους, έντονους κραδασμούς σε ολόκληρη τη μικρή πλωτή δεξαμενή. Συγχρόνως δε με τη θέση του σε κίνηση, ο γερανός άρχισε αυτομάτως να εκπέμπει και ηχητικό σήμα, προειδοποιητικό της κινήσεώς του. Όταν ολοκλήρωσε την εργασία του, ο πρώτος εναγόμενος έσπευσε να ασφαλίσει τον γερανό στο κατάστρωμα της δεξαμενής, ενεργοποιώντας τα φρένα του. Ωστόσο, κατερχόμενος από το θάλαμο του χειριστηρίου του, αντιλήφθηκε τη σορό του Ν. Φ. να επιπλέει στην ανοικτή θάλασσα. Αμέσως απευθύνθηκε στις αρμόδιες λιμενικές αρχές προκειμένου να τις ενημερώσει για το συμβάν. Κατά την έρευνα που επακολούθησε, διαπιστώθηκε ότι η σορός του Ν. Φ. συνεκρατείτο από πετονιά, η οποία είχε προσδεθεί στις εξωτερικές ράγες του ανωτέρω γερανού. Στο ίδιο σημείο των ραγών στο οποίο ήταν προσδεδεμένη η πετονία βρέθηκαν και προσωπικά αντικείμενα του θανόντος (ματωμένες παντόφλες, ρολόι χειρός, σακούλα με ψωμί, πετονιές και φιάλη νερού) καθώς και μεγάλη κηλίδα αίματος, τα ίχνη της οποίας οδηγούσαν στο πρυμναίο εξωτερικό τροχοφόρο πέλμα του γερανού, στη βάση του οποίου υπήρχε επίσης μεγάλη ποσότητα αίματος. Ακολούθως, η σορός του Ν. Φ. ανασύρθηκε από τη θάλασσα και μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Νίκαιας. Την επομένη (10-07-2004) διενεργήθηκε νεκροψία – νεκροτομή επ’ αυτής (της σορού) από τον ιατροδικαστή Β. Δ. της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πειραιώς. Κατά τη νεκροψία διαπιστώθηκε ότι ο … έφερε θλαστικό τραύμα 1,5 εκατοστών περίπου στη μεσότητα της μετωπιαίας χώρας, με συνοδούς περγαμηνοειδείς εκχυμώσεις μετωπιαίας χώρας, ρινός και αριστεράς ζυγωματικής χώρας, θλαστικό τραύμα πτερυγίου αριστερού ωτός με συνοδούς μικροεκδορές αριστερού ζυγωματικού, πολλαπλές εκτεταμένες περγαμηνοειδείς εκχυμώσεις πρόσθιας και οπίσθιας θωρακικής χώρας, κοιλίας και άνω άκρων, εκτεταμένο θλαστικό τραύμα κοιλιακής χώρας με συνοδούς διασχίσεις μαλακών μορίων προσθίας και πλαγίων κοιλιακών χωρών (με έξοδο ελίκων λεπτού εντέρου), καθώς και δεξιάς άνω πρόσθιας μηριαίας χώρας, κάταγμα μεσότητος δεξιού αντιβραχίου, ενώ, επιπλέον, έφερε αγκίστρια ψαρέματος εμπεπηγμένα στα μαλακά μόρια της κοιλιακής χώρας και του αριστερού άνω άκρου. Κατά τη νεκροτομή διαπιστώθηκε ότι ο ως άνω αποβιώσας είχε υποστεί αιμορραγική διήθηση μαλακών μορίων δεξιάς κροταφο-ινιακής χώρας, εκτεταμένες περγαμηνοειδείς εκχυμώσεις μαλακών μορίων θώρακος, πολλαπλά κατάγματα μεσότητος πλευρών δεξιού και αριστερού ημιθωρακίου, πολλαπλές ρήξεις και θλάσεις πνευμονικού παρεγχύματος και πνευμονικό οίδημα, ρήξη αριστερού ημιδιαφράγματος με συνοδούς θλάσεις, εκτεταμένες περγαμηνοειδείς εκχυμώσεις και διασχίσεις μαλακών μορίων τοιχωμάτων κοιλίας, ρήξεις στη διαφραγματική επιφάνεια ήπατος, ρήξη σπληνός, εκτεταμένες θλάσεις ελίκων λεπτού και παχέος εντέρου, μερική πολτοποίηση αριστερού νεφρού με συνοδό περινεφρικό αιμάτωμα, ρήξη τοιχωμάτων ουροδόχου κύστεως, πολλαπλά συντριπτικά κατάγματα οστών πυέλου και κεφαλής αριστερού μηριαίου οστού και εκτεταμένο οπίσθιο-περιτοναϊκό αιμάτωμα, κατάγματα σωμάτων 12ου θωρακικού και 1ου οσφυϊκού σπονδύλου και ρήξη τοιχώματος κοιλιακής αορτής συστοίχως. Από τα ανωτέρω ευρήματα της νεκροψίας και νεκροτομής προέκυψε ότι ο θάνατος του Ν. Φ. επήλθε συνεπεία κακώσεων θώρακος, κοιλίας, πυέλου και δεξιού κάτω άκρου, οι οποίες ήταν συμβατές με σύνθλιψη από γερανοφόρο όχημα. Επιπλέον, ελήφθη από τη σορό του θανόντος ποσότητα αίματος για τοξικολογική εξέταση, από την οποία διαπιστώθηκε η παρουσία οινοπνεύματος στον οργανισμό του σε συγκέντρωση 0,51 γραμ./1.000 κ.εκ. (1 λίτρο) αίματος (βλ. για τα ανωτέρω την υπ’ αριθμ. πρωτ. … ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας – νεκροτομής που συντάχθηκε από τον ιατροδικαστή Β. Δ. και την υπ’ αριθμ. πρωτ. … έκθεση τοξικολογικής εξέτασης αίματος που συντάχθηκε από τη επίκουρη καθηγήτρια του Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Μ. Σ.). Σημειωτέον ότι σε έλεγχο προκειμένου να διαπιστωθεί αν τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος κατά το χρόνο του ατυχήματος υποβλήθηκε και ο πρώτος εναγόμενος. Κατά τη μέτρηση, όμως, η οποία διενεργήθηκε σ’ αυτόν με συσκευή αλκοολομέτρου, το ποσοστό οινοπνεύματος ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα βρέθηκε μηδενικό (βλ. το υπ’ αριθμ. 1308 τεστ εκπνοής οδηγού, στο οποίο υποβλήθηκε ο πρώτος εναγόμενος περί ώρα 17:49 της 09-07-2004). Κατά τη διενεργηθείσα προανάκριση δεν βρέθηκε κάποιος αυτόπτης μάρτυρας προκειμένου να καταθέσει για τις συνθήκες επέλευσης του ατυχήματος. Και τούτο διότι ο πρώτος εναγόμενος και τα μέλη της οικογενείας του θύματος που βρίσκονταν στην προαναφερόμενη μικρή πλωτή δεξαμενή δεν αντελήφθησαν καν το ατύχημα, οι υπάλληλοι της δεύτερης εναγομένης που εκτελούσαν κατά τον κρίσιμο χρόνο βάρδια στη μικρή πλωτή δεξαμενή, δηλαδή ο ηλεκτρολόγος φυλακής Β. Μ. του Γ. και ο μηχανικός φυλακής Φ. Β. του Ν., βρίσκονταν ο μεν πρώτος εντός του γραφείου του που βρίσκεται στην αντίθετη πλευρά της πλωτής δεξαμενής ο δε δεύτερος εντός του χειριστηρίου της εν λόγω δεξαμενής και δεν είχαν οπτική επαφή με το χώρο του ατυχήματος (βλ. τις από 09-07-2004 εκθέσεις ένορκης εξέτασής τους ενώπιον των προανακριτικών οργάνων του Ζ΄ Λιμενικού Τμήματος Περάματος του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς), τα περισσότερα μέλη του συνεργείου που εκτελούσε εργασίες στο πλοίο «…», που ήταν δεξαμενισμένο στην ως άνω πλωτή δεξαμενή, βρίσκονταν στο εσωτερικό της δεξαμενής, και ειδικότερα επάνω στο πλοίο και κοντά στη σκάλα αυτού, σε σημείο, δηλαδή, που απείχε αρκετά από τον τόπο του ατυχήματος και δεν βρισκόταν σε οπτική επαφή μ’ αυτόν (βλ. την από 10-07-2004 έκθεση ένορκης εξέτασης του λιμενικού Π. Ρ. του Κ. ενώπιον των προανακριτικών οργάνων του Ζ΄ Λιμενικού Τμήματος Περάματος του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς), ενώ ένα μέλος του ως άνω συνεργείου, ήτοι ο προαναφερόμενος καθαριστής πλοίων Ν. Κ.ς του Δ., βρισκόταν μεν στη προβλήτα αλλά είχε στραμμένη την προσοχή του στο μηχάνημα υδροβολής με τη χρήση του οποίου εκτελούνταν εκείνη την ώρα οι προαναφερόμενες εργασίες καθαρισμού και αποσκωριάσεως του κελύφους του ανωτέρω πλοίου (βλ. την από 09-07-2004 έκθεση ένορκης εξέτασης του ανωτέρω προσώπου ενώπιον των προανακριτικών οργάνων του Ζ΄ Λιμενικού Τμήματος Περάματος του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς), ενώ, τέλος, δεν υπήρχαν πλησίον της ως άνω πλωτής δεξαμενής λιμενικά όργανα. Παρ’ όλα αυτά, από τα προαναφερόμενα ευρήματα επί του υπερυψωμένου καταστρώματος της μικρής πλωτής δεξαμενής που βρισκόταν προς την πλευρά της ανοιχτής θάλασσας (κηλίδες και ίχνη αίματος, προσωπικά αντικείμενα του θανόντος, πετονιά προσδεδεμένη στις εξωτερικές ράγες κύλισης του γερανού), συνάγεται ότι ο θανών, έχοντας καθίσει για να αλιεύσει στις ανωτέρω αναφερόμενες εξωτερικές ράγες του ανωτέρω καταστρώματος, δεν αντελήφθη έγκαιρα τη θέση σε λειτουργία του γερανού ούτε την κίνηση του εξωτερικού πρυμναίου τροχοφόρου πέλματος αυτού προς το μέρος του, με αποτέλεσμα να μην απομακρυνθεί έγκαιρα από το σημείο που βρισκόταν και τελικά να παρασυρθεί και να συνθλιβεί από το παραπάνω πέλμα του γερανού. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των εναγόντων, η πρόκληση του ένδικου θανατηφόρου ατυχήματος οφείλεται σε συγκλίνουσα αμέλεια του πρώτου και της δεύτερης των εναγομένων. Ειδικότερα, τα ενάγοντα προσδιορίζουν την αμελή συμπεριφορά του πρώτου εναγομένου στην παράλειψή του α) να ελέγξει ο ίδιος το χώρο της πλωτής δεξαμενής ώστε να βεβαιωθεί, ως όφειλε, ότι ουδείς ευρίσκεται στο συγκεκριμένο χώρο προτού θέσει σε κίνηση τον ανωτέρω ηλεκτρικό γερανό και β) να κάνει χρήση των ηχητικών σημάτων και του φάρου του γερανού συγχρόνως με τη θέση αυτού σε κίνηση. Επίσης, ισχυρίζονται ότι η αμελής συμπεριφορά της δεύτερης εναγομένης συνίσταται στην εκ μέρους της παράλειψη λήψης των απαιτούμενων μέτρων ασφαλείας προς αποτροπή του κινδύνου από τη λειτουργία του γερανού και συγκεκριμένα: α) στην παράλειψη τοποθέτησης στις εισόδους της ανωτέρω πλωτής δεξαμενής πινακίδων, με τις οποίες να απαγορεύεται η είσοδος και η πρόσβαση στη δεξαμενή αυτή άλλων προσώπων, πλην εκείνων που εργάζονταν στο χώρο αυτής, β) στην παράλειψη πρόσληψης και απασχόλησης φύλακα έξω από το χώρο της δεξαμενής, παρά τις σχετικές προβλέψεις του Οργανισμού της δεύτερης εναγομένης και του νόμου, γ) στην παράλειψη πρόσληψης και απασχόλησης βοηθού του χειριστή του ανωτέρω γερανού, προκειμένου αυτός να καθοδηγεί και να κατευθύνει τον χειριστή κατά την κίνησή του ανωτέρω μηχανήματος και δ) στην παράλειψη εφοδιασμού του γερανού με φάρο, ο οποίος θα ετίθετο σε λειτουργία, μαζί με τα ηχητικά σήματα, αυτομάτως με τη θέση σε κίνηση του γερανού, ώστε να ενημερωθούν τα πρόσωπα που τυχόν παρευρίσκονταν στο χώρο και να απομακρυνθούν έγκαιρα. Ωστόσο, οι ισχυρισμοί αυτοί τυγχάνουν ουσία αβάσιμοι και, ως εκ τούτου, απορριπτέοι. Συγκεκριμένα, αναφορικά με τις αποδιδόμενες στη δεύτερη εναγομένη παραλείψεις, λεκτέα τα εξής: α) ακόμη και αν κατά το χρόνο του ένδικου ατυχήματος δεν υπήρχε απαγορευτική πινακίδα τοποθετημένη στις εισόδους της μικρής πλωτής δεξαμενής, αλλ’ αυτή τοποθετήθηκε εκ των υστέρων, όπως ισχυρίσθηκαν οι συγγενείς του θανόντος (βλ. την ένορκη κατάθεση του ανεψιού του θανόντος, Α. Σ., η οποία εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την προαναφερόμενη υπ’ αριθμ. 2353/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς πρακτικά, την εμπεριεχόμενη στα πρακτικά της προαναφερόμενης υπ’ αριθμ. ΒΤ 5278/16-09-2008 απόφασης του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς κατάθεση της συζύγου του θανόντος Κ. Φ. – Κ., η οποία εξετάσθηκε ανωμοτί ως πολιτικώς ενάγουσα στο ακροατήριο του ανωτέρω Δικαστηρίου, και την από 23-11-2004 έκθεση ένορκης εξέτασης του αδελφού του θανόντος, Κ. Φ. του Π., ενώπιον των προανακριτικών οργάνων του Ζ΄ Λιμενικού Τμήματος Περάματος του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς), τέτοια πινακίδα υπήρχε τοποθετημένη στο χώρο της προβλήτας έμπροσθεν της μεγάλης πλωτής δεξαμενής, σε μικρή απόσταση από τις εισόδους της μικρής πλωτής δεξαμενής (όχι ανώτερης των δεκαπέντε μέτρων), όπως προκύπτει από τις μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενες φωτογραφίες του χώρου της προβλήτας έμπροσθεν των ανωτέρω πλωτών δεξαμενών, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε. Στην πινακίδα αυτή, η οποία είναι ευδιάκριτη και ευχερώς αναγνώσιμη από το σημείο από το οποίο εισήλθαν στη μικρή πλωτή δεξαμενή ο θανών και τα μέλη της οικογενείας του, αναγράφεται επί λέξει «ΠΡΟΣΟΧΗ ΚΙΝΔΥΝΟΣ. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΩΝ: – ΟΧΗΜΑΤΩΝ ΑΝΩ ΤΩΝ 15Τ – ΑΤΟΜΩΝ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΚΑΜΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΤΩΝ ΔΕΞΑΜΕΝΩΝ». Επομένως, υφίστατο κατά το χρόνο του ανωτέρω ατυχήματος στο χώρο της προβλήτας έμπροσθεν των δύο πλωτών δεξαμενών κατάλληλη σήμανση, ορατή και από το σημείο εισόδου του θανόντος στη μικρή πλωτή δεξαμενή, με την οποία ρητώς απαγορευόταν η είσοδος στους χώρους αμφοτέρων των δεξαμενών σε όσους δεν εργάζονταν σ’ αυτές, β-γ) καμία διάταξη νόμου ή του Οργανισμού της δεύτερης εναγομένης (βλ. ειδικότερα τον α.ν. 1559/1950 «περί Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς», ο οποίος κυρώθηκε και τροποποιήθηκε με το ν. 1630/1951 και εφαρμόζεται αναλόγως στην εταιρεία Ο.Λ.Π. Α.Ε., σύμφωνα με το άρθρο δεύτερο του ν. 2688/1999, την υπ’ αριθμ. 19577/721/29-04-1952 απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί εγκρίσεως Κανονισμού Λιμένος Πειραιώς», την υπ’ αριθμ. 45055/24-01/08-02-1985 απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας με την οποία εγκρίθηκε η υπ’ αριθμ. 244/12-11/1984 πράξη του Δ.Σ. του Ο.Λ.Π. «περί Κανονισμού Καθηκόντων του Προσωπικού των Πλωτών Δεξαμενών Ο.Λ.Π.», την υπ’ αριθμ. 5115.01/02/2004 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εμπορικής Ναυτιλίας με την οποία εγκρίθηκε ο Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε.» και το π.δ. 316/2001 «Κανονισμός επιθεώρησης των ανυψωτικών μέσων των πλοίων») δεν προβλέπει υποχρέωση της δεύτερης εναγομένης να προσλάβει και απασχολεί φύλακες έξω από τους χώρους των πλωτών δεξαμενών της ή βοηθούς των χειριστών των γερανών των δεξαμενών αυτών, προκειμένου οι τελευταίοι να καθοδηγούν και να κατευθύνουν τους χειριστές κατά την κίνηση των ανωτέρω μηχανημάτων. Πρέπει, δε, να σημειωθεί ειδικότερα ότι όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του Κανονισμού Καθηκόντων του Προσωπικού των Πλωτών Δεξαμενών Ο.Λ.Π. (βλ. την προαναφερόμενη υπ’ αριθμ. 244/12-11/1984 πράξη του Δ.Σ. του Ο.Λ.Π. που εγκρίθηκε με την υπ’ αριθμ. 45055/24-01/08-02-1985 απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας) το προσωπικό των ως άνω πλωτών δεξαμενών περιλαμβάνει τις εξής ειδικότητες: εργοδηγό προϊστάμενο της ομάδας πλωτών δεξαμενών, βοηθό του εργοδηγού προϊσταμένου, δεξαμενιστές, ναυκλήρους, ναύτες και ναυτεργάτες, ναυπηγοξυλουργούς και ξυλουργούς, δύτες, μηχανικούς θαλάμου, μηχανικούς φυλακής, χειριστές γερανών, λιπαντές, υδραυλικούς, υπόλογους ηλεκτρολόγους και ηλεκτρολόγους φυλακής, όχι όμως και βοηθούς χειριστών γερανών ή φύλακες των πλωτών δεξαμενών, και δ) σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις από 09-07-2004 εκθέσεις ένορκης εξέτασής των υπαλλήλων της δεύτερης εναγομένης, Β. Μ. του Γ. και Φ. Β. του Ν., ενώπιον των προανακριτικών οργάνων του Ζ΄ Λιμενικού Τμήματος Περάματος του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς, οι οποίοι, ως εκ της προαναφερόμενης ιδιότητάς τους [ηλεκτρολόγος και μηχανικός βάρδιας (φυλακής) της μικρής πλωτής δεξαμενής], είναι οι πλέον αρμόδιοι να βεβαιώσουν για τα συστήματα ασφαλείας που διέθετε ο γερανός από τον οποίο συνεθλίβη ο …, ο εν λόγω γερανός ουδέποτε έφερε φάρο εκπομπής φωτεινών προειδοποιητικών σημάτων. Ωστόσο, τέτοιο εξάρτημα (φάρος) δεν συμπεριλαμβανόταν στον εξοπλισμό ασφαλείας του ως άνω μηχανήματος ούτε ορίζεται από κάποια διάταξη νόμου ότι έπρεπε να περιλαμβάνεται σ’ αυτόν. Αν απαιτείτο ο εφοδιασμός του συγκεκριμένου γερανού με φάρο εκπομπής φωτεινών προειδοποιητικών σημάτων, είναι βέβαιο ότι θα είχε επισημανθεί η έλλειψή του κατά την ετήσια επιθεώρηση στην οποία υποβλήθηκε αυτός κατά την 30-06-2004, ήτοι εννέα μόλις ημέρες πριν από το ένδικο θανατηφόρο ατύχημα, από τον Φ. Κ., επιθεωρητή του Ελληνικού Νηογνώμονα. Όμως, ο εν λόγω επιθεωρητής ουδεμία έλλειψη ή αντικανονικότητα διαπίστωσε που να επηρεάζει την ασφαλή λειτουργία του γερανού, παρά την απουσία φάρου (βλ. το μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο αντίγραφο αποσπάσματος του βιβλίου επιθεωρήσεως ανυψωτικών μέσων φορτηγών πλοίων άνω των 100 κ.ο.χ. που τηρείται από τον ως άνω Νηογνώμονα). Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και υπό την εκδοχή ότι ο ανωτέρω γερανός έπρεπε να είναι εφοδιασμένος με σύστημα εκπομπής φωτεινών σημάτων, η χρήση αυτού δεν θα μπορούσε να καταστήσει εν προκειμένω αντιληπτή την κίνηση του γερανού σε τρίτα πρόσωπα ευρισκόμενα εντός της πορείας του, ώστε να αποτραπεί εξ αυτού του λόγου το επίδικο ατύχημα, δεδομένου ότι αυτό έλαβε χώρα κατά τις μεσημβρινές ώρες της 09-07-2004, δηλαδή σε χρόνο κατά τον οποίο το φως της ημέρας ήταν έντονο. Επομένως, και υπό την ανωτέρω εκδοχή, η παράλειψη εφοδιασμού του γερανού με φάρο δεν συνέχεται αιτιωδώς με την πρόκληση του ατυχήματος που προκάλεσε το θάνατο του Ν. Φ.. Περαιτέρω, αναφορικά με τις αποδιδόμενες στον πρώτο εναγόμενο παραλείψεις, λεκτέα τα εξής: α) όπως προεκτέθηκε, ο ένδικος ηλεκτρικός γερανός της μικρής πλωτής δεξαμενής της δεύτερης εναγομένης ήταν εφοδιασμένος με ειδικό σύστημα εκπομπής προειδοποιητικού ηχητικού συστήματος, το οποίο ετίθετο σε λειτουργία αυτομάτως, με την έναρξη της κίνησης του γερανού. Τούτο προκύπτει τόσο από τις από 09-07-2004 εκθέσεις ένορκης εξέτασης απάντων των υπαλλήλων της δεύτερης εναγομένης ενώπιον των προανακριτικών οργάνων του Ζ΄ Λιμενικού Τμήματος Περάματος του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς (δηλαδή του εργοδηγού προϊσταμένου της ομάδας πλωτών δεξαμενών, Θ. Α. του Χ., του ηλεκτρολόγου φυλακής, Β. Μ. του Γ., του μηχανικού φυλακής, Φ. Β. του Ν., και ενός εκ των χειριστών των ηλεκτρικών γερανών των πλωτών δεξαμενών, Π. Κ. του Κ.), οι οποίοι, ως εκ των ανωτέρω ιδιοτήτων τους, είναι οι πλέον αρμόδιοι να βεβαιώσουν για τα συστήματα ασφαλείας που διέθετε ο συγκεκριμένος γερανός και τον τρόπο λειτουργίας αυτών, όσο και από την εμπεριεχόμενη στα πρακτικά της προαναφερόμενης υπ’ αριθμ. ΒΤ 5278/16-09-2008 απόφασης του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς κατάθεση του λιμενικού Π. Ρ. του Κ., ο οποίος εξετάσθηκε ενόρκως ως μάρτυρας στο ακροατήριο του ανωτέρω Δικαστηρίου. Το ως άνω σύστημα ηχητικής προειδοποίησης λειτουργούσε κανονικά κατά το χρόνο του ένδικου ατυχήματος, όπως συνάγεται από το γεγονός ότι κατά την προαναφερόμενη ετήσια επιθεώρηση του ανωτέρω γερανού, ουδεμία έλλειψη ή αντικανονικότητα διαπίστωσε ο επιθεωρητής του Ελληνικού Νηογνώμονα που να επηρεάζει την ασφαλή λειτουργία αυτού. Επομένως, δεν απαιτείτο η επέμβαση του χειριστή του, πρώτου εναγομένου, για να τεθεί το σύστημα ηχητικής προειδοποίησης σε λειτουργία με την έναρξη της κίνησης του γερανού. Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, ο εν λόγω γερανός δεν ήταν, ούτε απαιτείτο να είναι, εξοπλισμένος με φάρο εκπομπής φωτεινών προειδοποιητικών σημάτων, ώστε να αναμένεται από τον εκάστοτε χειριστή του, και εν προκειμένω από τον πρώτο εναγόμενο, να τον ενεργοποιήσει με τη θέση του γερανού σε κίνηση. Προσέτι, β) όπως προαναφέρθηκε, ο πρώτος εναγόμενος κατά την άνοδό του στο υπερυψωμένο κατάστρωμα της μικρής πλωτής δεξαμενής, όπου αλίευε ο …, αρχικά, και εν συνεχεία στο θάλαμο του χειριστή του γερανού που συνέθλιψε τον ως άνω αλιέα, δεν αντελήφθη την ύπαρξη του τελευταίου, ώστε να σπεύσει να τον απομακρύνει από τις ράγες κινήσεως του γερανού προτού τον θέσει σε λειτουργία. Πράγματι, ο ανωτέρω εναγόμενος δεν επιθεώρησε ενδελεχώς όλο το υπερυψωμένο κατάστρωμα της πλωτής δεξαμενής και, ειδικότερα, τις εσωτερικές και τις εξωτερικές ράγες που διέτρεχαν αμφότερες τις πλευρές του καταστρώματος αυτού καθ’ όλο το μήκος του, ενέργεια στην οποία εάν είχε προβεί θα είχε αποφύγει, κατά πάσα πιθανότητα, την πρόκληση του ένδικου θανατηφόρου ατυχήματος. Τέτοια υποχρέωση, όμως, δεν είχε ο εν λόγω εναγόμενος. Και τούτο για τους ακόλουθους λόγους: Όπως προεκτέθηκε, η είσοδος στις πλωτές δεξαμενές της δεύτερης εναγομένης είναι απαγορευμένη στους μη έχοντες εργασία σ’ αυτές, όπως, άλλωστε, συμβαίνει σε κάθε εργοτάξιο στο οποίο εκτελούνται επικίνδυνες εργασίες με τη χρήση βαρέων μηχανημάτων έργου, γεγονός που οφείλει να γνωρίζει ο μέσος συνετός κοινωνός και να μην προσεγγίζει τέτοιου είδους χώρους αυθαίρετα. Ειδικότερα, οι πλωτές δεξαμενές αποτελούν τόπο δεξαμενισμού πλοίων όπου διενεργούνται επ’ αυτών διάφοροι έλεγχοι και επιθεωρήσεις, οι απαιτούμενοι καθαρισμοί των υφάλων τους, συνήθως με υδροβολή, και οι χρωματισμοί αυτών, αλλά και διάφορες άλλες εργασίες επισκευής. Τα πλοία εισέρχονται ρυμουλκούμενα σ’ αυτές υπό την καθοδήγηση δεξαμενιστή με τη βοήθεια αμφίπλευρων σχοινιών – βαρούλκων των δεξαμενών. Στη συνέχεια, αφού ολοκληρωθεί η είσοδος, οι ανωτέρω δεξαμενές, που είναι έως τότε ημιβυθισμένες, απαντλούν το θαλάσσιο νερό από τα κύτη τους και αναδύονται μαζί με το πλοίο που έχει εισέλθει σ’ αυτές. Αφού απαντληθεί το νερό, το πλοίο επικάθεται τις σχάρες της δεξαμενής με την τροπίδα του και επιπλέον στηρίζεται από τα πλάγια με ξύλινες δοκούς. Ακόμη και αν κάποιος δεν γνωρίζει το είδος και την επικινδυνότητα των εργασιών που εκτελούνται στις πλωτές δεξαμενές, μπορεί ευχερώς να τα αντιληφθεί αντικρίζοντάς τις (βλ. τις μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενες φωτογραφίες στις οποίες απεικονίζεται η επίδικη μικρή πλωτή δεξαμενή της δεύτερης εναγομένης). Στην προκείμενη δε περίπτωση, είχε τοποθετηθεί, για κάθε ενδεχόμενο, στο χώρο της προβλήτας έμπροσθεν των δύο πλωτών δεξαμενών ευδιάκριτη σήμανση απαγορευτική της εισόδου στους χώρους των δεξαμενών αυτών σε όσους δεν εργάζονταν σ’ αυτές, σύμφωνα με όσα αναλυτικά αναφέρθηκαν ανωτέρω. Περαιτέρω, όπως επίσης προαναφέρθηκε, την ημέρα του ένδικου ατυχήματος, στην ανωτέρω μικρή πλωτή δεξαμενή ευρίσκετο δεξαμενισμένο πλοίο επί του οποίου διενεργούνταν εργασίες επισκευής και συγκεκριμένα εκτελούνταν εργασίες καθαρισμού και αποσκωριάσεως των υφάλων του με τη χρήση μηχανήματος υδροβολής, γεγονός ευχερώς αντιληπτό σε κάθε πρόσωπο που θα προσέγγιζε τον χώρο των δεξαμενών. Οι εργασίες αυτές είχαν ξεκινήσει στις 12:30 μ.μ. και συνεχίζονταν κατά την ώρα του ατυχήματος, όπως σαφώς προκύπτει από τα ιστορούμενα στην προαναφερόμενη από 09-07-2004 έκθεση ένορκης εξέτασης του καθαριστή πλοίων Ν. Κ. του Δ. ενώπιον των προανακριτικών οργάνων του Ζ΄ Λιμενικού Τμήματος Περάματος του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς καθώς και από την εμπεριεχόμενη στα πρακτικά της υπ’ αριθμ. ΒΤ 5278/16-09-2008 απόφασης του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς κατάθεση του λιμενικού Α. Γ. του Μ., ο οποίος εξετάσθηκε ενόρκως ως μάρτυρας στο ακροατήριο του ανωτέρω Δικαστηρίου. Η ύπαρξη εργασιών σε εξέλιξη εντός της ως άνω πλωτής δεξαμενής καθιστούσε προφανές, ακόμη και στον πλέον αμελή και παράτολμο τρίτο, ότι η είσοδος και η παραμονή στους χώρους αυτής εγκυμονούσε κινδύνους για τη σωματική ακεραιότητα και τη ζωή του. Πέραν αυτών, στο υπερυψωμένο κατάστρωμα της δεξαμενής υπήρχαν συνεχή προστατευτικά κιγκλιδώματα τα οποία οριοθετούσαν τον χώρο (δηλαδή τον διάδρομο) στον οποίο θα μπορούσε να κινηθεί το πλήρωμα της δεξαμενής ή όποιος άλλος εκτελούσε εργασία επ’ αυτού. Σύμφωνα με τα προδιαληφθέντα, τα ως άνω κιγκλιδώματα εκτείνονταν απ’ άκρη σ’ άκρη (δηλαδή από την πρυμναία ως την πρωραία άκρη) του καταστρώματος, εμποδίζοντας την πρόσβαση στις δύο εξωτερικές πλευρές αυτού (του καταστρώματος), στις οποίες ήταν τοποθετημένες οι ράγες επί των οποίων κινούνται τα τροχοφόρα πέλματα του κάθε γερανού. Όπως, άλλωστε, προκύπτει από τις μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενες φωτογραφίες στις οποίες απεικονίζεται ο χώρος του υπερυψωμένου καταστρώματος πέραν των ανωτέρω κιγκλιδωμάτων, το πλάτος αυτού είναι περιορισμένο (περί τα 50 εκατοστά, όπως εμφαίνεται στις ως άνω φωτογραφίες, και όχι μόνο 15-20 εκατοστά, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας δηλαδή του εργοδηγού προϊσταμένου της ομάδας πλωτών δεξαμενών Θ. Α. του Χ. ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – βλ. τα ταυτάριθμα με την υπ’ αριθμ. 2353/2007 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου), όσο απαιτείται, δηλαδή, για την κίνηση των πελμάτων του γερανού επί της σιδηροτροχιάς, μετά δε τις ράγες υπάρχει κενό από το οποίο μπορεί κάποιος να πέσει στη θάλασσα από ύψος πολλών μέτρων. Καθίσταται, έτσι προφανές στον καθένα ότι ο χώρος μετά τα προστατευτικά κιγκλιδώματα προορίζεται αποκλειστικά και μόνο για την κίνηση του ογκώδους γερανού, οπότε όποιος υπερβεί τα κιγκλιδώματα αυτά βρίσκεται αυτομάτως πάνω στο διάδρομο κίνησής του (του γερανού) μετά τον οποίο δεν υπάρχει κάποια άλλη προστατευτική κατασκευή προς αποτροπή της πτώσης στη θάλασσα. Επομένως, ο ευρισκόμενος στον χώρο πέραν των κιγκλιδωμάτων διατρέχει άμεσο κίνδυνο είτε να παρασυρθεί από τα τροχοφόρα πέλματα του γερανού, εάν αυτός βρίσκεται σε λειτουργία, είτε να πέσει στη θάλασσα από μεγάλο ύψος. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, δεν είχε ποτέ διαπιστωθεί στο παρελθόν η παρουσία άλλου αλιέα στο χώρο όπου βρίσκονται οι ράγες του γερανού και γενικότερα στα υπερυψωμένα καταστρώματα των δεξαμενών [βλ. την προαναφερόμενη ένορκη κατάθεση του μηχανικού των πλωτών δεξαμενών της δεύτερης εναγομένης, Γ. Κ., η οποία εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την υπ’ αριθμ. 2353/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς πρακτικά, τις ένορκες καταθέσεις του εργοδηγού προϊσταμένου της ομάδας πλωτών δεξαμενών της δεύτερης εναγομένης, Θ. Α. του Χ., τόσο ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (βλ. τα πρακτικά της υπ’ αριθμ. 2353/2007 απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου), όσο και ενώπιον των προανακριτικών οργάνων του Ζ΄ Λιμενικού Τμήματος Περάματος του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς (βλ. την από 09-07-2004 έκθεση ένορκης εξέτασης του ως άνω μάρτυρα), αλλά και ενώπιον του Επιθεωρητή Ν. Β. στο πλαίσιο της ένορκης διοικητικής εξέτασης που διενεργήθηκε από τη δεύτερη εναγομένη για το ένδικο θανατηφόρο ατύχημα (βλ. την από 10-12-2004 έκθεση ένορκης εξέτασης του εν λόγω μάρτυρα), και την από 10-12-2004 ένορκη κατάθεση του χειριστή των ηλεκτρικών γερανών των ανωτέρω πλωτών δεξαμενών, Π. Κ., ενώπιον του Επιθεωρητή Ν. Β. στο πλαίσιο της ως άνω Ε.Δ.Ε.], παρότι στο κατώτερο κατάστρωμα αυτών (δηλαδή στη λεκάνη τους), συχνά εισέρχονταν τρίτα πρόσωπα προκειμένου να αλιεύσουν (βλ. τις εμπεριεχόμενες στα ταυτάριθμα με την υπ’ αριθμ. 2353/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς καταθέσεις του ανεψιού του θανόντος, Α. Σ., και των προαναφερόμενων υπαλλήλων της δεύτερης εναγομένης. Γ. Κ. και Θ. Α., καθώς και τις εμπεριεχόμενες στα πρακτικά της υπ’ αριθμ. ΒΤ 5278/16-09-2008 απόφασης του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς καταθέσεις των λιμενικών Α. Γ. του Μ. και Π. Ρ. του Κ. καθώς και της συζύγου του θανόντος, Κ. Φ.  Κ., και του ανεψιού αυτού, Σ. Σ. του Χ.). Για τον ίδιο λόγο ούτε τα μέλη του πληρώματος της δεξαμενής εισέρχονται ποτέ στον χώρο αυτό χωρίς να το επιβάλλει κάποια ανάγκη. Όταν δε το πράττουν, φροντίζουν να λαμβάνουν αυξημένα μέτρα ασφαλείας (χρήση κλιμάκων, ζωνών ασφαλείας κλπ – βλ. την αμέσως ανωτέρω αναφερόμενη ένορκη κατάθεση του Γ. Κ., η οποία εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την υπ’ αριθμ. 2353/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς πρακτικά). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ουδείς εχέφρων άνθρωπος θα αποπειράτο ποτέ να βρεθεί στον ανωτέρω χώρο, πόσω δε μάλλον χωρίς να καταστήσει προηγουμένως γνωστή την εκεί παρουσία του στους εργαζόμενους στη δεξαμενή και ιδίως στον χειριστή του γερανού. Με βάση όσα προεκτέθηκαν σχετικά, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο πρώτος εναγόμενος, ούτε όφειλε ούτε μπορούσε να υπολογίζει μεταβαίνοντας στον θάλαμο χειριστή του γερανού στο ενδεχόμενο κάποιο τρίτο πρόσωπο να έχει εισέλθει στη μικρή πλωτή δεξαμενή παρανόμως (βλ. τη διάταξη του άρθρου 115 του Κανονισμού Λιμένος Πειραιώς που εγκρίθηκε με την προαναφερόμενη υπ’ αριθμ. 19577/721/29-04-1952 απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, σύμφωνα με την οποία «Δεν επιτρέπεται η παραμονή προσώπων μη εχόντων εργασίαν εις τόπους φορτοεκφορτώσεως εμπορευμάτων ή διακινήσεως επιβατών ως επίσης επί πλοίων, φορτηγίδων και λοιπών ναυπηγημάτων», τέτοια δε πλωτά ναυπηγήματα αποτελούν και οι πλωτές δεξαμενές της δεύτερης εναγομένης), εν μέσω μάλιστα εκτέλεσης εργασιών επί του δεξαμενιζόμενου σ’ αυτήν πλοίου, να έχει ανεβεί στο υπερυψωμένο κατάστρωμα αυτής και να βρίσκεται στον άκρως επικίνδυνο χώρο κίνησης των τροχοφόρων πελμάτων του γερανού, αγνοώντας τη σχετική απαγορευτική σήμανση και υπερβαίνοντας τα προστατευτικά κιγκλιδώματα που εμπόδιζαν την πρόσβαση στον ως άνω χώρο, επιδεικνύοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, συμπεριφορά κείμενη πέραν πάσης εμπειρικής προγνώσεως. Αντιθέτως, εδικαιούτο να πιστεύει ότι ο κάθε τρίτος που θα προσέγγιζε τον χώρο των δεξαμενών θα συμμορφωνόταν πρωτίστως με τους κανόνες της λογικής και σε κάθε περίπτωση με τα υφιστάμενα μέτρα ασφαλείας, και δεν θα έθετε τον εαυτό του σε κίνδυνο εισερχόμενος στο χώρο όπου βρίσκονταν οι σιδηροτροχιές του γερανού, συμπεριφερόμενος παρανόμως. Πέραν αυτών, αφότου ο πρώτος εναγόμενος εισήλθε στο θάλαμο χειριστή του ένδικου γερανού, δεν είχε τη δυνατότητα οπτικού ελέγχου του σημείου στο οποίο βρισκόταν ο μετέπειτα αποβιώσας ασφαλισμένος του Ι.Κ.Α. Συγκεκριμένα, ο θάλαμος αυτός βρίσκεται σε ύψος 6 περίπου μέτρων από την επιφάνεια του υπερυψωμένου καταστρώματος σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, έχει δε δυνατότητα περιστροφής, προκειμένου ακριβώς να καθίσταται δυνατή η εκτέλεση χειρισμών μεταφοράς βαρέων αντικειμένων προς και από το δεξαμενιζόμενο πλοίο. Ο χειριστής του γερανού έχει κατ’ αρχήν οπτική επαφή με τις ράγες επί των οποίων κινείται ο γερανός, όχι όμως στα σημεία αυτών: α) που βρίσκονται κάθε φορά πλησίον των τροχοφόρων πελμάτων του, ή β) καλύπτονται από διάφορες υπερκατασκευές, ήτοι κουβούκλια καθόδου στο κύτος της δεξαμενής, αεραγωγούς, τουαλέτες, καταπακτές, ύψους έως και 2,5 μέτρων (βλ. την προαναφερόμενη ένορκη κατάθεση του μηχανικού των πλωτών δεξαμενών της δεύτερης εναγομένης, Γ. Κ., η οποία εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την υπ’ αριθμ. 2353/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς πρακτικά και την υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση του χειριστή των ηλεκτρικών γερανών των ανωτέρω πλωτών δεξαμενών, Π. Κ.). Οι υπερκατασκευές αυτές ευρίσκονται μεν εντός του οριοθετημένου από το προαναφερόμενο κιγκλίδωμα ασφαλείας χώρου, πλην όμως λόγω του ύψους και του όγκου τους δύνανται να υπερκαλύψουν το σώμα οποιουδήποτε καθίσει όπισθεν αυτών και επί των ως άνω ραγών, έχοντας προηγουμένως παραβιάσει το προστατευτικό κιγκλίδωμα. Τούτο καθίσταται εμφανές από το σύνολο των μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενων φωτογραφιών που απεικονίζουν το υπερυψωμένο κατάστρωμα της μικρής πλωτής δεξαμενής, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε. Στις φωτογραφίες αυτές σαφώς διακρίνονται οι ράγες κινήσεως του γερανού, το υφιστάμενο προστατευτικό κιγκλίδωμα και οι μεταλλικές υπερκατασκευές, οι οποίες βρίσκονται από την εσωτερική πλευρά μεν του ανωτέρω κιγκλιδώματος αλλά σε πολύ μικρή απόσταση από τις ράγες του γερανού. Ενόψει δε του γεγονότος ότι ο πρώτος εναγόμενος δεν αντελήφθη το Ν. Φ. κατά την άνοδό του στον θάλαμο χειρισμού του γερανού, όπως προαναφέρθηκε, και λαμβανομένου, περαιτέρω, υπ’ όψιν του γεγονότος ότι το σημείο συνθλίψεως του ως άνω αλιέα από το πρυμναίο εξωτερικό πέλμα του γερανού οριοθετείται από τις εμφαινόμενες στις μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενες φωτογραφίες του χώρου κηλίδες αίματος, οι οποίες εκτείνονται μεταξύ της ράγας του γερανού και του προστατευτικού κιγκλιδώματος, πλησίον δύο υπερυψωμένων μεταλλικών κατασκευών (εξαεριστικών μηχανημάτων) και μίας σιδερένιας κολώνας (βλ. και τα αναφερόμενα στις ανωτέρω υπ’ αριθμ. … και … ένορκες βεβαιώσεις των Φ. Β. και Π. Κ., καθώς και στην εμπεριεχόμενη στα πρακτικά της υπ’ αριθμ. ΒΤ 5278/16-09-2008 απόφασης του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς κατάθεση του λιμενικού Α. Γ. του Μ., ο οποίος εξετάσθηκε ενόρκως ως μάρτυρας στο ακροατήριο του ανωτέρω Δικαστηρίου), αποδεικνύεται ότι το θύμα του ένδικου ατυχήματος είχε επιλέξει να καθίσει σε μέρος της ως άνω σιδηροτροχιάς του γερανού το οποίο καλυπτόταν από τους προαναφερόμενους μεταλλικούς όγκους και ήταν σκιερό εξ αυτού του λόγου, ώστε να αλιεύει προφυλασσόμενος από την ηλιακή ακτινοβολία. Συνεπώς, ο μετέπειτα θανών βρισκόταν σε χώρο μη ορατό από τον πρώτο εναγόμενο τόσο κατά την άνοδο του τελευταίου στο θάλαμο χειρισμού του γερανού όσο και όσο αυτός βρισκόταν εντός του θαλάμου αυτού.

Από το σύνολο των ανωτέρω, και λαμβανομένων, επιπλέον, υπ’ όψιν και των διδαγμάτων της κοινής πείρας και των κανόνων της λογικής, όχι μόνο δεν αποδεικνύεται ότι οι δύο πρώτοι εναγόμενοι επέδειξαν την αμελή συμπεριφορά που τους αποδίδεται από τα ενάγοντα, ή βαρύνονται με οιαδήποτε άλλη μορφή αμέλειας ως προς την πρόκληση του θανάτου του Ν. Φ. (λόγος για τον οποίο, άλλωστε, και απαλλάχθηκε ο πρώτος εναγόμενος της κατηγορίας της ανθρωποκτονίας από αμέλεια που του είχε αποδοθεί για τη θανάτωση του ανωτέρω προσώπου με την υπ’ αριθμ. ΒΤ 5278/16-09-2008 απόφαση του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη, όπως προκύπτει από το μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο από 15-10-2014 πιστοποιητικό της Γραμματέα του Τμήματος Ποινικού Αρχείου – Ενδίκων Μέσων – Πειστηρίων του Πρωτοδικείου Πειραιώς, Α. Δ.), αλλ’ αντιθέτως αποδεικνύεται ότι αποκλειστικός υπαίτιος του ένδικου θανατηφόρου ατυχήματος ήταν ο ίδιος ο θανών, ο οποίος, επιδεικνύοντας βαρύτατα αμελή συμπεριφορά, μη προβλεπτή από τον μέσο συνετό επαγγελματία της ειδικότητας του πρώτου εναγομένου, εισήλθε παρανόμως στη μικρή πλωτή δεξαμενή της δεύτερης εναγομένης, ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η εκτέλεση εργασιών επί του δεξαμενιζόμενου σ’ αυτήν πλοίου «…», αγνοώντας τη σχετική απαγορευτική σήμανση, και στη συνέχεια ανήλθε στο υπερυψωμένο κατάστρωμα αυτής και εισήλθε, υπερβαίνοντας τα υφιστάμενα προστατευτικά κιγκλιδώματα, στο χώρο κίνησης των τροχοφόρων πελμάτων του γερανού [και δη στις ευρισκόμενες στην εξωτερική (προς τη θάλασσα) πλευρά του ως άνω καταστρώματος ράγες], όπου και επέλεξε να καθίσει για να αλιεύσει, σε σημείο, μάλιστα, στο οποίο δεν ήταν δυνατός ο εντοπισμός του ούτε από τον χειριστή του γερανού ούτε από τα λοιπά πρόσωπα που εργάζονταν στο χώρο της δεξαμενής αυτής κατά το χρόνο εκείνο· όταν, δε, τέθηκε σε λειτουργία ο ανωτέρω γερανός, δεν έσπευσε να απομακρυνθεί από την πορεία των τροχοφόρων πελμάτων αυτού (όπως ευχερώς θα μπορούσε να πράξει εκμεταλλευόμενος την ελάχιστη ταχύτητα κίνησης του γερανού), παρά τα σχετικά προειδοποιητικά ηχητικά σήματα που εξέπεμψε ο γερανός και τους έντονους κραδασμούς που προκάλεσε σε όλο το κατάστρωμα η κίνησή του, προφανώς επειδή η δυνατότητα αντίδρασής του στα εξωτερικά ερεθίσματα είχε αμβλυνθεί λόγω της παρουσίας οινοπνεύματος στον οργανισμό του σε συνδυασμό με την υψηλή θερμοκρασία που επικρατούσε στην περιοχή κατά το χρόνο κατά τον οποίο συνέβη το μοιραίο γι’ αυτόν ατύχημα. Εφόσον, επομένως, το ένδικο ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του ίδιου του ασφαλισμένου του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. (ενάγοντος της από 25-01-2007 αγωγής και πρώτου ενάγοντος της από 20-12-2012 αγωγής), δεν θεμελιώνεται αξίωση αποζημίωσης των προαναφερόμενων μελών της οικογενείας του θανόντος (συζύγου και δύο ανήλικων τέκνων) κατά των δύο πρώτων εναγομένων για στέρηση της οφειλόμενης προς αυτά διατροφής από τον τελευταίο ή για τα έξοδα κηδείας αυτού. Συνακόλουθα, τέτοια αξίωση δεν μεταβιβάσθηκε ποτέ εκ του νόμου στα ενάγοντα νομικά πρόσωπα, αφού ουδέποτε γεννήθηκε στα πρόσωπα των ανωτέρω μελών της οικογένειας του θανόντος ασφαλισμένου του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. Στο σημείο τούτο πρέπει να σημειωθεί ότι η υπ’ αριθμ. 552/2009 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε στη δίκη μεταξύ των μελών της οικογενείας του ως άνω θανόντος (μεταξύ των οποίων και η σύζυγος και τα δύο ανήλικα τέκνα αυτού, στων οποίων τις αξιώσεις αποζημίωσης έναντι των δύο πρώτων εναγομένων ισχυρίζονται ότι έχουν υποκατασταθεί τα ενάγοντα) και των δύο πρώτων εναγομένων και με την οποία κρίθηκε τελεσιδίκως ότι η πρόκληση του ένδικου ατυχήματος οφείλεται σε συγκλίνουσα αμέλεια του θανόντος (σε ποσοστό 70%) και του πρώτου εναγομένου (σε ποσοστό 30%), δεν παράγει δεδικασμένο μεταξύ των εν λόγω εναγομένων και των εναγόντων των υπό κρίση αγωγών, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, και, επομένως, δεν είναι δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο ως προς το ανωτέρω ζήτημα (υπαιτιότητα) που κρίθηκε μ’ αυτήν.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμες αμφότερες οι αγωγές ως προς το σκέλος τους κατά το οποίο στρέφονται κατά των δύο πρώτων εναγομένων, και να καταδικασθούν τα ενάγοντα, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα αυτών, με βάση και το σχετικό αίτημά τους (άρθρα 176, 191§2 ΚΠολΔ), μειωμένα όμως κατά το άρθρο 22§1 του ν. 3693/1957 σε συνδυασμό προς το άρθρο 2 της υπ’ αριθμ. 134423/93 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5§12 του ν. 1738/1987.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων, τις ως άνω αναφερόμενες υπό στοιχεία Α΄ και Β΄ αντιστοίχως από 20-12-2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αγωγή και από 25-01-2007 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αγωγή.

Απορρίπτει την από 20-12-2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αγωγή.

Καταδικάζει τα ενάγοντα στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης των εναγομένων, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων ευρώ (300 €) για κάθε εναγόμενο.

Απορρίπτει την από 25-01-2007 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αγωγή.

Καταδικάζει το ενάγον στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης των εναγομένων, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων ευρώ (300 €) για κάθε εναγόμενο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στον Πειραιά στις 27-03-2015.

 

Ο Δικαστής                                                                      Η Γραμματέας