Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

 

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1327/2015

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ)

——————————

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ι. Ναυπλιώτη, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 18-11-2014 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλουσών – αντεφεσιβλήτων: α) εταιρείας με την επωνυμία «…» και το διακριτικό τίτλο «…» που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Δαμίγου με δήλωση κατ’ αρθρο 242§2 ΚΠολΔ, και β) εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στο δήμο Ε. Β. Χ. Κ. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αικατερίνη Σταματελοπούλου.

Του εφεσίβλητου – αντεκκαλούντος: Μ. Ν. του Ρ., κατοίκου Σ. Ξ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασιλείου Τσιαντή με δήλωση κατ’ άρθρο 242§2 ΚΠολΔ..

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 28-07-2011 (αριθμ. εκθ. καταθ. …) αγωγή του κατά των εφεσιβλήτων και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 95/2014 οριστική απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την ανωτέρω αγωγή. Ήδη οι εκκαλούσες με την από 23-04-2014 (αριθμ. εκθ. καταθ. του Ειρηνοδικείου Πειραιώς …) έφεσή τους προσβάλλουν την προαναφερόμενη απόφαση. Η έφεση αυτή κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο. Ο εφεσίβλητος άσκησε με τις προτάσεις της παρούσας συζητήσεως αντέφεση, με την οποία προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η πληρεξούσια δικηγόρος της δεύτερης εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις της, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος της πρώτης εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου – αντεκκαλούντος, σύμφωνα με σχετική τους δήλωση (αρθρ. 242§2 ΚΠολΔ), δεν παρέστησαν, αλλά προκατέθεσαν τις προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 95/2014 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί από τις εν μέρει ηττηθείσες στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εναγόμενες κατά του αντιδίκου τους (αρθρ. 516§1, 517 ΚΠολΔ), νομότυπα, με την κατάθεση δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (αρθρ. 495§§1,2 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, ήτοι προ πάσης επιδόσεως της εν λόγω απόφασης (αρθρ. 499, 518 ΚΠολΔ), καθόσον δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης. Επομένως, η έφεση αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (αρθρ. 533§1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια ως άνω διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Επιπλέον, η αντέφεση που ασκήθηκε με τις προτάσεις που κατέθεσε νομότυπα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά τη συζήτηση της έφεσης ο εν μέρει ηττηθείς στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας ενάγων και ήδη εφεσίβλητος είναι παραδεκτή (αρθρ. 523§1, 674§1 ΚΠολΔ), απορριπτομένου ως αβασίμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού που προβάλλουν με την προσθήκη των προτάσεών που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι αντεφεσίβλητες, δεδομένου ότι με την εν λόγω αντέφεση προσβάλλονται κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης, τα οποία πλήττονται με λόγους έφεσης, δηλαδή τα κεφάλαια α) της διαφοράς επί της αμοιβής της υπερωριακής εργασίας που παρείχε ο εφεσίβλητος – ενάγων κατά την απασχόλησή του στο πλοίο «…» τόσο κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές όσο και κατά τα Σάββατα και τις αργίες, β) του επιδόματος ιματισμού, γ) της αποζημίωσης διανυκτέρευσης, δ) της διαφοράς επί της αναλογίας του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων του έτους 2010 και Πάσχα του έτους 2011 και ε) της διαφοράς επί της πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές (βλ. ΑΠ 1396/2002, δημοσιευθείσα στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν (η αντέφεση), συνεκδικαζόμενη με την έφεση κατ’ αρθρ. 246 ΚΠολΔ, προκειμένου να κριθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (αρθρ. 533§1 ΚΠολΔ). Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος – αντεκκαλών, με την προαναφερόμενη από 28-07-2011 αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, εξέθετε ότι με σύμβαση ναυτικής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίσθηκε τη 18-06-2010 στον Πειραιά μεταξύ αυτού και του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης, κυρίας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου με την ονομασία «…», αριθμό νηολογίου Πειραιώς …, ολικής χωρητικότητας 8.129 κόρων, εφοπλίστρια του οποίου ετύγχανε η δεύτερη εναγομένη, ναυτολογήθηκε αυθημερόν σ’ αυτό στο λιμένα του Πειραιώς με την ειδικότητα του ναύτη, αντί των καθοριζομένων στην οικεία Σ.Σ.Ε. πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων όρων και αποδοχών, υπηρέτησε δε στο εν λόγω πλοίο μέχρι τη 18-01-2011, οπότε και απολύθηκε στον Πειραιά αμοιβαία συναινέσει. Περαιτέρω, εξέθετε ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του επί του πλοίου αυτού, το μεν πλοίο αναχωρούσε τακτικά καθημερινά από το λιμένα αφετηρίας (Πειραιά) προς εκτέλεση των αναλυτικά προσδιοριζόμενων δρομολογίων άγονης γραμμής, αυτός δε εργαζόταν, προς κάλυψη των αναγκών που δημιουργούντο από την πραγματοποίηση των παραπάνω δρομολογίων του πλοίου, υπερωριακά όλες τις ημέρες τις εβδομάδος, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών, και συγκεκριμένα απασχολείτο επί δώδεκα ώρες ημερησίως, εργαζόμενος είτε επί ένα συνεχές δωδεκάωρο ως ναύτης – νυκτοφύλακας είτε σε δύο τετράωρες βάρδιες (φυλακές) προ ή μετά της καθεμίας εκ των οποίων απασχολείτο επί δύο ώρες επιπλέον. Προσέτι, ανέφερε ότι ουδέποτε του χορηγήθηκε ο ειδικός ιματισμός που έπρεπε να φέρει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ούτε η προβλεπόμενη στην ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. άδεια διανυκτέρευσης. Εν συνεχεία, ιστορούσε ότι οι εναγόμενες δεν του έχουν καταβάλει τις αναδρομικές αυξήσεις που προβλέπονταν στη Σ.Σ.Ε. πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2010 ως προς το μισθό ενεργείας, το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και την αποζημίωση αδείας μετά τροφοδοσίας (συνολικού ποσού 564,83 €), διαφορά επί της αμοιβής της υπερωριακής του εργασίας τόσο κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (ποσού 2.528,60 €) όσο και κατά τα Σάββατα και τις αργίες (ποσού 1.352,59 €), το επίδομα ιματισμού (ποσού 395,30 €), την αποζημίωση διανυκτερεύσεων (ποσού 526,36 €), διαφορά επί του επιδόματος άγονης γραμμής (ποσού 2.011,11 €), διαφορά επί της αναλογίας του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων του έτους 2010 (ποσού 1.475,49 €) και Πάσχα του έτους 2011 (ποσού 387,39 €) και διαφορά επί της πρόσθετης αμοιβής για τα εξπρές δρομολόγια (4.057,09 €). Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε να υποχρεωθούν, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση αμφότερες οι εναγόμενες να του καταβάλουν, εις ολόκληρον η καθεμία, το συνολικό ποσό των 13.298,96 €, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα κατά την οποία κατέστη απαιτητό το κάθε κονδύλιο, άλλως από την επομένη της απόλυσής του, άλλως από την επίδοση της ένδικης αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, και να καταδικασθούν αυτές στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Με την εκκαλούμενη απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η αγωγή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, εξετάσθηκε κατ’ ουσίαν και έγινε εν μέρει δεκτή. Ειδικότερα, κρίθηκαν κατά ένα μέρος ουσία βάσιμα α) το κονδύλιο της διαφοράς επί της αμοιβής της υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (και δη για το συνολικό ποσό των 2.439 €) καθώς και κατά τα Σάββατα και τις αργίες (και δη για το συνολικό ποσό των 1.241,59 €), β) το κονδύλιο του επιδόματος ιματισμού (και δη για το ποσό των 385,77 €), γ) το κονδύλιο της αποζημίωσης διανυκτέρευσης (και δη για το ποσό των 513,40 €), δ) το κονδύλιο της διαφοράς επί του επιδόματος άγονης γραμμής (και δη για το ποσό των 49,69 €), ε) το κονδύλιο της διαφοράς επί της αναλογίας του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων του έτους 2010 (και δη για το ποσό των 506,87 €) και Πάσχα του έτους 2011 (και δη για το ποσό των 262,96 €) και στ) το κονδύλιο της διαφοράς επί της πρόσθετης αμοιβής για τα εξπρές δρομολόγια (και δη για το ποσό των 2.766,08 €), ενώ απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμο το κονδύλιο που αφορούσε τις αναδρομικές αυξήσεις της Σ.Σ.Ε. πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2010 ως προς το μισθό ενεργείας, το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και την αποζημίωση αδείας μετά τροφοδοσίας. Κατόπιν αυτών, υποχρεώθηκαν αμφότερες οι εναγόμενες να καταβάλουν, εις ολόκληρον η καθεμία, το συνολικό ποσό των 8.165,36 € στον ενάγοντα, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας (i) από το τέλος του οικείου μήνα ως προς τα επιμέρους ποσά που αφορούν τη διαφορά επί της αμοιβής της υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος τόσο κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές όσο και κατά τα Σάββατα και τις αργίες, το επίδομα ιματισμού, την αποζημίωση διανυκτέρευσης, τη διαφορά επί του επιδόματος άγονης γραμμής και τη διαφορά επί της πρόσθετης αμοιβής για τα εξπρές δρομολόγια, (ii) από την 01-01-2011 ως προς το επιμέρους ποσό που αφορά τη διαφορά επί της αναλογίας του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων του έτους 2011 και (iii) από την 01-05-2011 ως προς το επιμέρους ποσό που αφορά τη διαφορά επί της αναλογίας του επιδόματος εορτών Πάσχα του έτους 2011, ενώ, επιπλέον, κηρύχθηκε εν μέρει προσωρινά εκτελεστή η απόφαση και συγκεκριμένα ως προς το ποσό των 3.500 € και καταδικάσθηκαν οι εναγόμενες στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, η οποία ορίσθηκε στο ποσό των 200 €. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με την κρινόμενη έφεση και αντέφεση και για τους σε αυτές διαλαμβανόμενους λόγους, οι οποίοι ανάγονται στην κακή εκτίμηση των αποδείξεων και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, τόσο οι εκκαλούσες – εναγόμενες, διώκουσες την εξαφάνισή της και την καθ’ ολοκληρίαν απόρριψη της αγωγής ως προς τα πληττόμενα με την έφεση κεφάλαια της απόφασης, όσο και ο αντεκκαλών – ενάγων, διώκων τη μεταρρύθμισή της και την καθ’ ολοκληρίαν παραδοχή της αγωγής του ως προς τα πληττόμενα με την αντέφεσή του κεφάλαια της απόφασης. Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του εξετασθέντος στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μάρτυρα Θ. Μ. του Ι., η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του ίδιου Δικαστηρίου, της υπ’ αριθμ. … ένορκης βεβαίωσης του Ν. Α. του Χ., η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, παραδεκτώς δε λαμβάνεται υπ’ όψιν κατ’ αρθρ. 671§1 εδ. δ΄ ΚΠολΔ, καθώς τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία, ήτοι η κλήτευση των αντιδίκων του εφεσίβλητου – αντεκκαλούντος – ενάγοντος προ είκοσι τεσσάρων τουλάχιστον ωρών, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιώς Σ. Κ. προς την πρώτη εκκαλούσα – αντεφεσίβλητη – εναγομένη και την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Χανίων Μ. Η. – Β. προς τη δεύτερη εκκαλούσα – αντεφεσίβλητη – εναγομένη [με τη σημείωση ότι η ιδιότητα των ως άνω μάρτυρα και ενόρκως βεβαιούντος ως εναγόντων σε άλλες αγωγές που στρέφονται κατά των ίδιων εναγομένων, δεν αρκεί από μόνη της να θεμελιώσει την έννοια του συμφέροντος κατ’ άρθρο 400 περ. 3 του ΚΠολΔ, καθόσον ως τέτοιο συμφέρον θεωρείται οποιαδήποτε ωφέλεια που εξαρτάται από την έκβαση της δίκης και αποτελεί αναγκαία συνέπεια αυτής, η δε έκβαση της παρούσας δίκης δεν έχει ως αναγκαία συνέπεια την ωφέλεια των εν λόγω μάρτυρα και ενόρκως βεβαιούντος εκ μόνου του λόγου ότι έχουν ασκήσει άλλη αγωγή οι ίδιοι σε βάρος των εναγομένων για εργατικές διαφορές (βλ. ΕφΑθ 3789/2012, ΕφΠατρ 698/2003, ΑχαΝομ 2004,266, αμφότερες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), παρά τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό των εναγομένων, ο οποίος προβλήθηκε με την προσθήκη των προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναφέρεται με την έφεσή τους], καθώς και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και η υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση του Γ. Π. του Ε. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, η οποία δεν έχει ληφθεί για να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό μέσο στην παρούσα δίκη αλλά λήφθηκε εξ αφορμής άλλης δίκης μεταξύ των εκκαλουσών – αντεφεσίβλητων – εναγομένων και έτερου μέλους του πληρώματος του πλοίου «…» (ΑΠ 411/2012, ΧρΙδΔ 2012,613, ΑΠ 214/2012, ΝοΒ 2012,1409, δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), η εμπεριεχόμενη στα ταυτάριθμα με την υπ’ αριθμ. 2010/2013 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου ένορκη κατάθεση του μάρτυρα Χ. Π. του Ν., που διενεργήθηκε στο πλαίσιο άλλης πολιτικής δίκης (ΑΠ 826/2010, ΕφΑΔ 2011,1186, ΑΠ 514/2002, ΑΠ 215/1999, Δνη 1999,635, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), καθώς και οι αποφάσεις πολιτικών δικαστηρίων που εκδόθηκαν επί αγωγών άλλων εργαζομένων (ναυτών) κατά των ίδιων εναγομένων (ΕφΘεσ 1759/2013, δημοσιευθείσα στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με σύμβαση ναυτικής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε ο ενάγων, ο οποίος τυγχάνει Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, τη 18-06-2010 στον Πειραιά με τον πλοίαρχο του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου με την ονομασία «…», αριθμό νηολογίου Πειραιώς …, ολικής χωρητικότητας 8.129 κόρων, κυρία του οποίου ετύγχανε η πρώτη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα – αντεφεσίβλητη ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρεία, προσελήφθη και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο ως άνω πλοίο και απασχολήθηκε σ’ αυτό μέχρι τη 18-01-2011, οπότε και απολύθηκε στον Πειραιά αμοιβαία συναινέσει αυτού και του πλοιάρχου του πλοίου. Ως ειδικότητα με την οποίαν προσελήφθη ο ενάγων στο εν λόγω σκάφος ανεγράφη στο ναυτικό του φυλλάδιο αυτή του ναύτη, ενώ ως μηνιαίες αποδοχές του συμφωνήθηκαν οι προβλεπόμενες από τις ισχύουσες και καταλαμβάνουσες αυτόν, κάθε φορά, Σ.Σ.Ν.Ε (βλ. τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα αντίγραφα των σελίδων 4, 5 και 86 και 87 του υπ’ αριθμ. ΜΓ΄ 1876 ναυτικού φυλλαδίου του ενάγοντος). Καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολόγησης του ενάγοντος στο ως άνω πλοίο, εφοπλίστρια αυτού και, συνακόλουθα, εργοδότρια του ενάγοντος ετύγχανε η δεύτερη των εναγομένων, στην οποία είχε παραχωρηθεί από την πρώτη αυτών η εκμετάλλευσή του σκάφους αρχικά για το χρονικό διάστημα από 11-05-2010 έως 31-10-2010 και εν συνεχεία για το χρονικό διάστημα από 01-11-2010 έως 31-10-2013 (με διακοπή του εφοπλισμού για το χρονικό διάστημα από 21-02-2011 έως 14-03-2011) με βάση τις σχετικές από 03-05-2010 και από 20-10-2010 κοινές δηλώσεις των εναγομένων προς τη λιμενική αρχή του τόπου νηολογήσεως του πλοίου, γεγονός που δεν αμφισβητείται ειδικά απ’ αυτές, συναγομένης, ενόψει και των λοιπών ισχυρισμών τους, σχετικής ομολογίας τους περί τούτου (αρθρ. 261 εδ. β΄ ΚΠολΔ). Κατά τη διάρκεια της ένδικης ναυτολόγησης του ενάγοντος ίσχυσαν δύο Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, και ειδικότερα: α) η από 31-03-2011 Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2010, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 3525.1.5.1/01/05-05-2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β΄ 760/06-05-2011) και καθόριζε ως χρονική διάρκεια της ισχύος της το διάστημα από 01-01-2010 έως 31-12-2010 (αρθρ. 39 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε.) και β) η από 31-03-2011, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 3525.1.5.2/01/05-05-2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β΄ 1070/31-05-2011) και καθόριζε ως χρονική διάρκεια της ισχύος της το διάστημα από 01-01-2011 έως 31-12-2011 (αρθρ. 39 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε.). Οι εν λόγω Σ.Σ.Ν.Ε. συνήφθησαν μεταξύ συνδικαλιστικών οργανώσεων, μέλη των οποίων ήταν οι διάδικοι και, επομένως, οι ρυθμίσεις τους καταλαμβάνουν και αυτούς και μάλιστα αναδρομικά από τον εκάστοτε καθοριζόμενο χρόνο έναρξης ισχύος τους, ο οποίος είναι προγενέστερος της δημοσιεύσεως της εκάστοτε κυρωτικής υπουργικής απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Συνεπώς, οι ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος δεν ρυθμίζονται από τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2009, όπως εσφαλμένα κρίθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση, αλλά οι μεν αξιώσεις αυτού που αφορούν το χρονικό διάστημα από 18-06-2010 έως 31-12-2010 ρυθμίζονται από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2010 ενώ αυτές που αφορούν το χρονικό διάστημα από 01-01-2011 έως 18-01-2011 ρυθμίζονται από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2011. Οι εναγόμενες δεν αμφισβητούν την ιδιότητά τους ως μελών της επαγγελματικής οργάνωσης που συνήψε τις ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. εκ μέρους των εργοδοτών, συναγομένης, ενόψει και των λοιπών ισχυρισμών τους, σχετικής ομολογίας τους περί της ανωτέρω ιδιότητάς τους (αρθρ. 261 εδ. β΄ ΚΠολΔ). Αμφισβητούν, όμως, την ιδιότητα του ενάγοντος ως μέλους κάποιας εκ των ναυτεργατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων που συνέπραξαν στην κατάρτιση των ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., ισχυριζόμενες, επιπλέον, ότι ουδόλως εκτίθεται στην αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση ότι ο ενάγων είχε τέτοια ιδιότητα, γεγονός που σε κάθε περίπτωση καθιστά αυτή αόριστη και ως εκ τούτου απορριπτέα. Ωστόσο, επί αγωγής, που ερείδεται σε σύμβαση εργασίας και διώκει την πληρωμή οφειλομένων μισθών, δεν είναι αναγκαίο, για το ορισμένο αυτής, να γίνεται μνεία στο δικόγραφο των διατάξεων νόμου, Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α., που προβλέπουν τις αιτούμενες αποδοχές του ενάγοντος και συνεπώς ούτε και επίκληση της ιδιότητας των διαδίκων, ενάγοντος – εναγομένου, ότι είναι μέλη των ομοιοεπαγγελματικών οργανώσεων, που συμβλήθηκαν κατά την κατάρτιση της Σ.Σ.Ε. που είναι εφαρμοστέα επί του εν λόγω ζητήματος, κατά την κρίση του οίκοθεν εφαρμόζοντος την προσήκουσα διάταξη δικαστή (ΑΠ 225/2002, ΔΕΕ 2003,331, ΕΕργΔ 2003,1166, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Επομένως, ο προαναφερόμενος περί αοριστίας της αγωγής ισχυρισμός των εναγομένων τυγχάνει αβάσιμος και, ως εκ τούτου, απορριπτέος. Εξάλλου, όπως αποδεικνύεται από τους μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενους λογαριασμούς μισθοδοσίας του ενάγοντος, κατά την εξόφληση των αποδοχών του παρακρατείτο η μηνιαία συνδικαλιστική συνδρομή του προς την Π.Ν.Ο. προκειμένου να αποδοθεί εν συνεχεία από τις εναγόμενες στην ως άνω δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 37 των προαναφερόμενων Σ.Σ.Ν.Ε. Από το γεγονός αυτό συνάγεται ότι ο ενάγων είναι μέλος κάποιας από τις 14 πρωτοβάθμιες κλαδικές (ναυτεργατικές) συνδικαλιστικές οργανώσεις που αποτελούν τα μέλη της Π.Ν.Ο. Συγκεκριμένα, τυγχάνει μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Ναυτών Εμπορικού Ναυτικού, όπως προκύπτει από την ειδικότητά του (ναύτης). Αν ο εν λόγω διάδικος δεν ανήκε στην ως άνω πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση, δεν θα υποχρεούτο στην πληρωμή συνδρομής προς την Π.Ν.Ο. ούτε, συνακόλουθα, θα υπήρχε λόγος παρακράτησης της συνδρομής αυτής από τις αποδοχές του, αφού, αναγκαία προϋπόθεση για την καταβολή εκ μέρους του ναυτικού συνδικαλιστικών συνδρομών προς την Π.Ν.Ο., η οποία, ως δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση έχει μέλη αποκλειστικά πρωτοβάθμιες ναυτεργατικές οργανώσεις και όχι φυσικά πρόσωπα, είναι να φέρει αυτός την ιδιότητα του μέλους μίας εκ των ανωτέρω πρωτοβάθμιων οργανώσεων. Εξάλλου, μολονότι η Πανελλήνια Ένωση Ναυτών Εμπορικού Ναυτικού δεν αναφέρεται στο προοίμιο των ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. των ετών 2010 και 2011 μεταξύ των κλαδικών συνδικαλιστικών οργανώσεων που συνέπραξαν στην κατάρτισή τους, ο ενάγων δεσμεύεται από τις εν λόγω Σ.Σ.Ν.Ε. καθόσον όταν η συλλογική σύμβαση υπογράφεται από δευτεροβάθμιες (όπως εν προκειμένω η Π.Ν.Ο.) ή τριτοβάθμιες ενώσεις, δεσμευόμενα από τη σύμβαση αυτή πρόσωπα είναι τα μέλη των πρωτοβάθμιων οργανώσεων που ανήκουν στη δύναμή τους. Οι συλλογικές συμβάσεις των ενώσεων αυτών (δευτεροβάθμιων ή τριτοβάθμιων) καλύπτουν όλα τα μέλη των οργανώσεων – μελών τους, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται αυτές στη συλλογική σύμβαση (βλ. Αλ. Καρακατσάνη, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, τρίτη έκδοση, έτος 1992, σελ. 149). Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθούν και τα ακόλουθα: Όταν κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκούνται αντίθετες εφέσεις, το εφετείο πρέπει να διατάξει, σύμφωνα με το άρθρο 246 ΚΠολΔ, την ένωση και συνεκδίκασή τους, για την επίτευξη της οποίας μπορεί να αναβάλει την εκδίκαση της μίας απ’ αυτές στη δικάσιμο που έχει προσδιορισθεί για την άλλη. Αν, όμως, η συνεκδίκαση δεν επιτευχθεί και εκδοθεί απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου επί της ουσίας της υποθέσεως στη μία από αυτές, η διαφορά κρίνεται τελεσιδίκως ως προς τα προσβληθέντα κεφάλαια και, επομένως, η αντίθετη έφεση, ως προς τα κεφάλαια αυτά, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Παραμένει, όμως, για έρευνα από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο η αντίθετη έφεση, κατά το μέρος που προσβάλλει άλλα κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης, διότι ως προς τα κεφάλαια αυτά δεν υπάρχει τελεσίδικη κρίση (ΕφΔωδ 218/2005, δημοσιευθείσα στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, πρβλ. και ΑΠ 1553/1983, Δίκη 1985,677, ΝοΒ 1984,1220, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ. Βλ. και Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, Έ έκδοση, έτος 2003, σελ. 20). Περαιτέρω, ο διάδικος που άσκησε αντέφεση κωλύεται ν’ ασκήσει αυτοτελή έφεση μεταγενέστερα. Διότι, αν μεν η αντέφεση ασκήθηκε μετά την πάροδο της προθεσμίας της εφέσεως, λόγος για μεταγενέστερη άσκηση αυτοτελούς εφέσεως δεν μπορεί να γίνει, αν δε ασκήθηκε πριν παρέλθει η προθεσμία της εφέσεως, ισχύει ως αυτοτελής έφεση (αρθρ. 523§3 εδ. α΄ ΚΠολΔ), οπότε ο εφεσίβλητος μπορεί να προσβάλει με αυτή οποιοδήποτε κεφάλαιο της εκκαλούμενης απόφασης και όχι μόνο τα κεφάλαια που έχουν προσβληθεί με την έφεση ή τα αναγκαστικά συνεχόμενα με αυτά. Από την παράλειψη δε της προσβολής της απόφασης ως προς τα υπόλοιπα κεφάλαια συνάγεται σιωπηρή αποδοχή αυτής, η οποία καθιστά τη μετ’ αυτή άσκηση αυτοτελούς έφεσης απαράδεκτη σύμφωνα με τα άρθρα 297, 299 και 523§1 ΚΠολΔ (Σ. Σαμουήλ, ο.π., σελ. 249). Όμως, στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρ 663 επ. ΚΠολΔ), αν η αντέφεση ασκήθηκε με τις προτάσεις, κατά την παρεχόμενη από το άρθρο 674§1 του αυτού Κώδικα δυνατότητα, τότε δεν μπορεί να ισχύσει ως αυτοτελής έφεση, έστω και αν ασκηθεί κατά τη διάρκεια της προθεσμίας της έφεσης για τον αντεκκαλούντα. Και τούτο διότι κατά τη διάταξη του άρθρου 523§2 ΚΠολΔ, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 591§1 του ίδιου Κώδικα, έχει εφαρμογή και στην ανωτέρω ειδική διαδικασία, ως εκ της μη υπάρξεως αντιθέτου ρυθμίσεως, η αντέφεση ασκείται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο, ενώ στην παρούσα περίπτωση η έφεση και η αντέφεση ασκούνται κατά διαφορετικό εντελώς τρόπο (ΑΠ 521/2010, Επιδικία 2010,215, ΑΠ 667/2009, Δνη 2011,408,454, ΕφΘεσ 1759/2013, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, ο.π., σελ. 254). Από το σύνολο των ανωτέρω συνάγεται ότι στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, ο διάδικος που άσκησε αντέφεση με τις προτάσεις, η οποία δεν δύναται να ισχύσει ως αυτοτελής έφεση όπως προεκτέθηκε, δεν κωλύεται να ασκήσει τέτοια (αυτοτελή) έφεση μεταγενέστερα, εφόσον δεν έχει παρέλθει η προθεσμία της εφέσεως ως προς αυτόν. Επομένως, στην ως άνω ειδική διαδικασία, ως προς τα μη προσβληθέντα με την έφεση κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης, δεν υφίσταται τελεσίδικη κρίση ούτε, συνεπώς, και δεδικασμένο, ακόμη και αν ασκήθηκε αντέφεση με τις προτάσεις του εφεσίβλητου, αφού με την αντέφεση αυτή δύναται να προσβληθούν μόνο τα κεφάλαια που έχουν προσβληθεί με την έφεση ή τα αναγκαστικά συνεχόμενα με αυτά και όχι οποιοδήποτε κεφάλαιο της εκκαλούμενης απόφασης, ενώ ο εφεσίβλητος – αντεκκαλών δύναται να ασκήσει ως προς τα κεφάλαια αυτά (τα οποία δεν προσβλήθηκαν με την έφεση) αυτοτελή έφεση μεταγενέστερα. Στην προκείμενη δε περίπτωση, δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, όπως προαναφέρθηκε. Επομένως, η προθεσμία της έφεσης είναι τριετής και αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης (αρθρ. 518§2 ΚΠολΔ), ήτοι από την 24-03-2014. Εφόσον, λοιπόν, η προθεσμία αυτή δεν έχει παρέλθει, ο εναγόμενος – εφεσίβλητος – αντεκκαλών δικαιούται να ασκήσει αυτοτελή έφεση ως προς τα κεφάλαια της απόφασης που δεν πλήττονται με την κρινόμενη έφεση, και συγκεκριμένα ως προς το κεφάλαιο αυτής με το οποίο απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμο το κονδύλιο των αναδρομικών αυξήσεων της Σ.Σ.Ε. πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2010 ως προς το μισθό ενεργείας, το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και την αποζημίωση αδείας μετά τροφοδοσίας του ενάγοντος, με το σκεπτικό ότι εφαρμοστέα εν προκειμένω ήταν η Σ.Σ.Ε. πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2009. Ως προς το κεφάλαιο αυτό δεν υφίσταται τελεσίδικη κρίση ούτε δεδικασμένο, απορριπτομένου ως αβασίμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της δεύτερης εναγόμενης – εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης, που εμπεριέχεται στην προσθήκη των προτάσεων που κατέθεσε αυτή ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου.

Το πλοίο «…», κατά την περίοδο απασχόλησης του ενάγοντος σ’ αυτό, εκτελούσε δρομολόγια σε γραμμές ενταγμένες στο γενικό δίκτυο ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών. Συγκεκριμένα, εκτελούσε τα ακόλουθα δρομολόγια: Α) Κατά το χρονικό διάστημα από 18-06-2010 έως και 05-09-2010: α1) Δευτέρα: Πειραιάς (αναχώρηση 21:30) – Σύρος (άφιξη 00:55 Τρίτης – αναχώρηση 01:10 Τρίτης) – Μύκονος (άφιξη 01:55 Τρίτης – αναχώρηση 02:10 Τρίτης) – Εύδηλος (άφιξη 05:00 Τρίτης – αναχώρηση 05:20 Τρίτης) – Καρλόβασι (άφιξη 06:25 Τρίτης – αναχώρηση 06:50 Τρίτης) – Βαθύ (άφιξη 07:25 Τρίτης – αναχώρηση 09:00 Τρίτης) – Καρλόβασι (άφιξη 09:35 Τρίτης – αναχώρηση 10:00 Τρίτης) – Φούρνοι (άφιξη 10:45 Τρίτης – αναχώρηση 11:00 Τρίτης) – Αγ. Κήρυκος (άφιξη 11:20 Τρίτης – αναχώρηση 11:35 Τρίτης) – Μύκονος (άφιξη 13:40 Τρίτης – αναχώρηση 13:55 Τρίτης) – Σύρος (άφιξη 14:40 Τρίτης – αναχώρηση 14:55 Τρίτης) – Πειραιάς (άφιξη 18:15 Τρίτης), α2) Τρίτη: Πειραιάς (αναχώρηση 21:30) – Σύρος (άφιξη 00:55 Τετάρτης – αναχώρηση 01:10 Τετάρτης) – Μύκονος (άφιξη 01:55 Τετάρτης – αναχώρηση 02:10 Τετάρτης) – Αγ. Κήρυκος (άφιξη 04:15 Τετάρτης – αναχώρηση 04:30 Τετάρτης) – Φούρνοι (άφιξη 04:50 Τετάρτης – αναχώρηση 05:05 Τετάρτης) – Καρλόβασι (άφιξη 05:50 Τετάρτης – αναχώρηση 06:15 Τετάρτης) – Βαθύ (άφιξη 06:50 Τετάρτης – αναχώρηση 09:00 Τετάρτης) – Καρλόβασι (άφιξη 09:35 Τετάρτης – αναχώρηση 10:00 Τετάρτης) – Εύδηλος (άφιξη 11:05 Τετάρτης – αναχώρηση 11:30 Τετάρτης) – Μύκονος (άφιξη 13:40 Τετάρτης – αναχώρηση 13:55 Τετάρτης) – Σύρος (άφιξη 14:40 Τετάρτης – αναχώρηση 14:55 Τετάρτης) – Πειραιάς (άφιξη 18:15 Τετάρτης), α3) Τετάρτη: Πειραιάς (αναχώρηση 21:30) – Σύρος (άφιξη 00:55 Πέμπτης – αναχώρηση 01:10 Πέμπτης) – Μύκονος (άφιξη 01:55 Πέμπτης – αναχώρηση 02:10 Πέμπτης) – Εύδηλος (άφιξη 05:00 Πέμπτης – αναχώρηση 05:20 Πέμπτης) – Καρλόβασι (άφιξη 06:25 Πέμπτης – αναχώρηση 06:50 Πέμπτης) – Βαθύ (άφιξη 07:25 Πέμπτης – αναχώρηση 09:00 Πέμπτης) – Καρλόβασι (άφιξη 09:35 Πέμπτης – αναχώρηση 10:00 Πέμπτης) – Φούρνοι (άφιξη 10:45 Πέμπτης – αναχώρηση 11:00 Πέμπτης) – Αγ. Κήρυκος (άφιξη 11:20 Πέμπτης – αναχώρηση 11:35 Πέμπτης) – Μύκονος (άφιξη 13:40 Πέμπτης – αναχώρηση 13:55 Πέμπτης) – Σύρος (άφιξη 14:40 Πέμπτης – αναχώρηση 14:55 Πέμπτης) – Πειραιάς (άφιξη 18:15 Πέμπτης), α4) Πέμπτη: Πειραιάς (αναχώρηση 21:30) – Σύρος (άφιξη 00:55 Παρασκευής – αναχώρηση 01:10 Παρασκευής) – Μύκονος (άφιξη 01:55 Παρασκευής – αναχώρηση 02:10 Παρασκευής) – Αγ. Κήρυκος (άφιξη 04:15 Παρασκευής – αναχώρηση 04:30 Παρασκευής) – Φούρνοι (άφιξη 04:50 Παρασκευής – αναχώρηση 05:05 Παρασκευής) – Καρλόβασι (άφιξη 05:50 Παρασκευής – αναχώρηση 06:15 Παρασκευής) – Βαθύ (άφιξη 06:50 Παρασκευής – αναχώρηση 09:00 Παρασκευής) – Καρλόβασι (άφιξη 09:35 Παρασκευής – αναχώρηση 10:00 Παρασκευής) – Εύδηλος (άφιξη 11:05 Παρασκευής – αναχώρηση 11:30 Παρασκευής) – Μύκονος (άφιξη 13:40 Παρασκευής – αναχώρηση 13:55 Παρασκευής) – Σύρος (άφιξη 14:40 Παρασκευής – αναχώρηση 14:55 Παρασκευής) – Πειραιάς (άφιξη 18:15 Παρασκευής), α5) Παρασκευή: Πειραιάς (αναχώρηση 21:30) – Σύρος (άφιξη 00:55 Σαββάτου – αναχώρηση 01:10 Σαββάτου) – Μύκονος (άφιξη 01:55 Σαββάτου – αναχώρηση 02:10 Σαββάτου) – Εύδηλος (άφιξη 05:00 Σαββάτου – αναχώρηση 05:20 Σαββάτου) – Καρλόβασι (άφιξη 06:25 Σαββάτου – αναχώρηση 06:50 Σαββάτου) – Βαθύ (άφιξη 07:25 Σαββάτου – αναχώρηση 09:00 Σαββάτου) – Καρλόβασι (άφιξη 09:35 Σαββάτου – αναχώρηση 10:00 Σαββάτου) – Εύδηλος (άφιξη 11:05 Σαββάτου – αναχώρηση 11:30 Σαββάτου) – Μύκονος (άφιξη 13:40 Σαββάτου – αναχώρηση 13:55 Σαββάτου) – Σύρος (άφιξη 14:40 Σαββάτου – αναχώρηση 14:55 Σαββάτου) – Πειραιάς (άφιξη 18:15 Σαββάτου) και α6) Σάββατο: Πειραιάς (αναχώρηση 21:30) – Σύρος (άφιξη 00:55 Κυριακής – αναχώρηση 01:10 Κυριακής) – Μύκονος (άφιξη 01:55 Κυριακής – αναχώρηση 02:10 Κυριακής) – Αγ. Κήρυκος (άφιξη 04:15 Κυριακής – αναχώρηση 04:30 Κυριακής) – Φούρνοι (άφιξη 04:50 Κυριακής – αναχώρηση 05:05 Κυριακής) – Καρλόβασι (άφιξη 05:50 Κυριακής – αναχώρηση 06:15 Κυριακής) – Βαθύ (άφιξη 06:50 Κυριακής – αναχώρηση 13:30 Κυριακής) – Καρλόβασι (άφιξη 14:05 Κυριακής – αναχώρηση 14:30 Κυριακής) – Φούρνοι (άφιξη 15:15 Κυριακής – αναχώρηση 15:30 Κυριακής) – Αγ. Κήρυκος (άφιξη 15:50 Κυριακής – αναχώρηση 16:05 Κυριακής) – Εύδηλος (άφιξη 16:50 Κυριακής – αναχώρηση 17:10 Κυριακής) – Μύκονος (άφιξη 19:10 Κυριακής – αναχώρηση 19:25 Κυριακής) – Σύρος (άφιξη 20:10 Κυριακής – αναχώρηση 20:25 Κυριακής) – Πειραιάς (άφιξη 23:35 Κυριακής), Β) κατά το χρονικό διάστημα από 06-09-2010 έως και 31-10-2010: β1) Δευτέρα: Πειραιάς (αναχώρηση 12:00) – Σύρος (άφιξη 15:25 – αναχώρηση 15:40) – Μύκονος (άφιξη 16:25 – αναχώρηση 16:40) – Εύδηλος (άφιξη 18:40 – αναχώρηση 19:00) – Αγ. Κήρυκος (άφιξη 19:45– αναχώρηση 20:00) – Φούρνοι (άφιξη 20:20 – αναχώρηση 20:35) – Καρλόβασι (άφιξη 21:20 – αναχώρηση 21:40) – Βαθύ (άφιξη 22:15– αναχώρηση 13:30 Τρίτης) – Καρλόβασι (άφιξη 14:05 Τρίτης – αναχώρηση 14:30 Τρίτης) – Φούρνοι (άφιξη 15:15 Τρίτης – αναχώρηση 15:30 Τρίτης) – Αγ. Κήρυκος (άφιξη 15:50 Τρίτης – αναχώρηση 16:05 Τρίτης) – Εύδηλος (άφιξη 16:50 Τρίτης – αναχώρηση 17:10 Τρίτης) – Μύκονος (άφιξη 19:10 Τρίτης – αναχώρηση 19:25 Τρίτης) – Σύρος (άφιξη 20:10 Τρίτης – αναχώρηση 20:25 Τρίτης) – Πειραιάς (άφιξη 23:35 Τρίτης), β2) Τετάρτη: Πειραιάς (αναχώρηση 12:00) – Σύρος (άφιξη 15:25 – αναχώρηση 15:40) – Μύκονος (άφιξη 16:25 – αναχώρηση 16:40) –Αγ. Κήρυκος (άφιξη 18:45– αναχώρηση 19:00) – Φούρνοι (άφιξη 19:20 – αναχώρηση 19:35) – Καρλόβασι (άφιξη 20:20 – αναχώρηση 20:40) – Βαθύ (άφιξη 21:15– αναχώρηση 21:45) – Καρλόβασι (άφιξη 22:20 – αναχώρηση 22:40) – Φούρνοι (άφιξη 23:25 – αναχώρηση 23:40) – Αγ. Κήρυκος (άφιξη 23:59 – αναχώρηση 00:15 Πέμπτης) – Σύρος (άφιξη 02:55 Πέμπτης – αναχώρηση 03:10 Πέμπτης) – Πειραιάς (άφιξη 06:20 Πέμπτης), β3) Πέμπτη: Πειραιάς (αναχώρηση 12:00) – Σύρος (άφιξη 15:25 – αναχώρηση 15:40) – Μύκονος (άφιξη 16:25 – αναχώρηση 16:40) – Εύδηλος (άφιξη 18:40– αναχώρηση 19:00) – Καρλόβασι (άφιξη 20:05 – αναχώρηση 20:25) – Βαθύ (άφιξη 21:00 – αναχώρηση 21:45) – Καρλόβασι (άφιξη 22:20 – αναχώρηση 22:40) – Εύδηλος (άφιξη 23:45 – αναχώρηση 00:05 Παρασκευής) – Πειραιάς (άφιξη 05:30 Παρασκευής), β4) Παρασκευή: Πειραιάς (αναχώρηση 12:00) – Σύρος (άφιξη 15:25 – αναχώρηση 15:40) – Μύκονος (άφιξη 16:25 – αναχώρηση 16:40) – Εύδηλος (άφιξη 18:40– αναχώρηση 19:00) – Καρλόβασι (άφιξη 20:05 – αναχώρηση 20:25) – Βαθύ (άφιξη 21:00 – αναχώρηση 21:40) – Καρλόβασι (άφιξη 22:20 – αναχώρηση 22:40) – Εύδηλος (άφιξη 23:45 – αναχώρηση 00:05 Σαββάτου) – Πειραιάς (άφιξη 05:30 Σαββάτου) και β5) Σάββατο: Πειραιάς (αναχώρηση 12:00) – Σύρος (άφιξη 15:25 – αναχώρηση 15:40) – Μύκονος (άφιξη 16:25 – αναχώρηση 16:40) –Αγ. Κήρυκος (άφιξη 18:45– αναχώρηση 19:00) – Φούρνοι (άφιξη 19:20 – αναχώρηση 19:35) – Καρλόβασι (άφιξη 20:20 – αναχώρηση 20:40) – Βαθύ (άφιξη 21:15– αναχώρηση 13:30 Κυριακής) – Καρλόβασι (άφιξη 14:05 Κυριακής – αναχώρηση 14:30 Κυριακής) – Φούρνοι (άφιξη 15:15 Κυριακής – αναχώρηση 15:30 Κυριακής) – Αγ. Κήρυκος (άφιξη 15:50 Κυριακής – αναχώρηση 16:05 Κυριακής) – Εύδηλος (άφιξη 16:50 Κυριακής – αναχώρηση 17:10 Κυριακής) – Μύκονος (άφιξη 19:10 Κυριακής – αναχώρηση 19:25 Κυριακής) – Σύρος (άφιξη 20:10 Κυριακής – αναχώρηση 20:25 Κυριακής) – Πειραιάς (άφιξη 23:35 Κυριακής) και Γ) κατά το χρονικό διάστημα από 01-11-2010 έως 18-01-2011: γ1) Δευτέρα: Πειραιάς (αναχώρηση 12:00) – Σύρος (άφιξη 15:25 – αναχώρηση 15:40) – Μύκονος (άφιξη 16:30 – αναχώρηση 16:40) – Εύδηλος (άφιξη 18:40 – αναχώρηση 19:00) – Αγ. Κήρυκος (άφιξη 19:50– αναχώρηση 20:05) – Φούρνοι (άφιξη 20:35 – αναχώρηση 20:45) – Καρλόβασι (άφιξη 21:45 – αναχώρηση 22:15) – Βαθύ (άφιξη 22:55– αναχώρηση 13:00 Τρίτης) – Καρλόβασι (άφιξη 13:40 Τρίτης – αναχώρηση 14:10 Τρίτης) – Φούρνοι (άφιξη 15:10 Τρίτης – αναχώρηση 15:20 Τρίτης) – Αγ. Κήρυκος (άφιξη 15:50 Τρίτης – αναχώρηση 16:05 Τρίτης) – Εύδηλος (άφιξη 16:50 Τρίτης – αναχώρηση 17:10 Τρίτης) – Μύκονος (άφιξη 19:10 Τρίτης – αναχώρηση 19:25 Τρίτης) – Σύρος (άφιξη 20:20 Τρίτης – αναχώρηση 20:35 Τρίτης) – Πειραιάς (άφιξη 23:50 Τρίτης), γ2) Τετάρτη: Πειραιάς (αναχώρηση 12:00) – Σύρος (άφιξη 15:25 – αναχώρηση 15:40) – Μύκονος (άφιξη 16:30 – αναχώρηση 16:40) –Αγ. Κήρυκος (άφιξη 18:55– αναχώρηση 19:10) – Φούρνοι (άφιξη 19:40 – αναχώρηση 19:50) – Καρλόβασι (άφιξη 20:45 – αναχώρηση 21:10) – Βαθύ (άφιξη 21:50– αναχώρηση 22:30) – Καρλόβασι (άφιξη 23:10 – αναχώρηση 23:40) – Φούρνοι (άφιξη 00:40 Πέμπτης – αναχώρηση 00:50 Πέμπτης) – Αγ. Κήρυκος (άφιξη 01:20 Πέμπτης – αναχώρηση 01:40 Πέμπτης) – Σύρος (άφιξη 05:00 Πέμπτης – αναχώρηση 05:15 Πέμπτης) – Πειραιάς (άφιξη 08:30 Πέμπτης), γ3) Πέμπτη: Πειραιάς (αναχώρηση 12:00) – Σύρος (άφιξη 15:25 – αναχώρηση 15:40) – Μύκονος (άφιξη 16:30 – αναχώρηση 16:40) – Εύδηλος (άφιξη 18:40– αναχώρηση 19:00) – Καρλόβασι (άφιξη 20:10 – αναχώρηση 20:30) – Βαθύ (άφιξη 21:10 – αναχώρηση 22:00) – Καρλόβασι (άφιξη 22:40 – αναχώρηση 23:00) – Εύδηλος (άφιξη 00:15 Παρασκευής – αναχώρηση 00:30 Παρασκευής) – Πειραιάς (άφιξη 06:00 Παρασκευής), γ4) Παρασκευή: Πειραιάς (αναχώρηση 12:00) – Σύρος (άφιξη 15:25 – αναχώρηση 15:40) – Μύκονος (άφιξη 16:30 – αναχώρηση 16:40) – Εύδηλος (άφιξη 18:40– αναχώρηση 19:00) – Καρλόβασι (άφιξη 20:10 – αναχώρηση 20:30) – Βαθύ (άφιξη 21:10 – αναχώρηση 22:00) – Καρλόβασι (άφιξη 22:40 – αναχώρηση 23:00) – Εύδηλος (άφιξη 00:15 – αναχώρηση 00:30 Σαββάτου) – Πειραιάς (άφιξη 06:00 Σαββάτου) και γ5) Σάββατο: Πειραιάς (αναχώρηση 12:00) – Σύρος (άφιξη 15:25 – αναχώρηση 15:40) – Μύκονος (άφιξη 16:30 – αναχώρηση 16:40) –Αγ. Κήρυκος (άφιξη 18:55– αναχώρηση 19:10) – Φούρνοι (άφιξη 19:40 – αναχώρηση 19:50) – Καρλόβασι (άφιξη 20:45 – αναχώρηση 21:10) – Βαθύ (άφιξη 21:50– αναχώρηση 13:00 Κυριακής) – Καρλόβασι (άφιξη 13:40 Κυριακής – αναχώρηση 14:10 Κυριακής) – Φούρνοι (άφιξη 15:10 Κυριακής – αναχώρηση 15:20 Κυριακής) – Αγ. Κήρυκος (άφιξη 15:50 Κυριακής – αναχώρηση 16:05 Κυριακής) – Εύδηλος (άφιξη 16:50 Κυριακής – αναχώρηση 17:10 Κυριακής) – Μύκονος (άφιξη 19:10 Κυριακής – αναχώρηση 19:25 Κυριακής) – Σύρος (άφιξη 20:20 Κυριακής – αναχώρηση 20:35 Κυριακής) – Πειραιάς (άφιξη 23:50 Κυριακής). Σημειωτέον ότι ο αριθμός και η διάρκεια των δρομολογίων που εκτελούσε εβδομαδιαίως το πλοίο «…» κατά το χρονικό διάστημα από 18-06-2010 έως 31-10-2010 και οι ώρες αναχώρησης και άφιξης του πλοίου από και στον εκάστοτε λιμένα που προσέγγιζε αυτό αποδεικνύονται πλήρως από τους εγκεκριμένους από το Υπουργείο Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας πίνακες δρομολογίων οι οποίοι προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως από την πρώτη εναγομένη (βλ. το από 31-05-2010 έντυπο σήμα της Διεύθυνσης Θαλασσίων Συγκοινωνιών/Τμήμα 1ο του ως άνω Υπουργείου, με τους συνημμένους σ’ αυτό πίνακες δρομολογίων). Αντιθέτως, ο εγκεκριμένος από το Υπουργείο Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας πίνακας δρομολογίων του υπολοίπου του ένδικου χρονικού διαστήματος (01-11-2010 έως 18-11-2011) που προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως από την ίδια ως άνω εναγομένη (βλ. το από 06-10-2010 έντυπο σήμα της Διεύθυνσης Θαλασσίων Υποθέσεων/Τμήμα 1ο του ανωτέρω Υπουργείου, με τον συνημμένο σ’ αυτό πίνακα δρομολογίων) δεν ίσχυσε ποτέ, όπως προκύπτει από το αντίγραφο του αποσπάσματος του ημερολογίου γέφυρας του πλοίου που αφορά το χρονικό διάστημα από 21-11-2010 έως 09-12-2010 και προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως από την πρώτη εναγομένη σε συνδυασμό και με το σχετικό ηλεκτρονικό δημοσίευμα που αναρτήθηκε τη 02-11-2010 στο διαδικτυακό τόπο , από τα οποία αποδεικνύεται πλήρως ο αριθμός και η διάρκεια των δρομολογίων που εκτελούσε εβδομαδιαίως το πλοίο «…» κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (01-11-2010 έως 18-01-2011) και οι ώρες αναχώρησης και άφιξης του πλοίου από και στον εκάστοτε λιμένα που προσέγγιζε αυτό. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύεται ότι το πλοίο δεν εκτέλεσε τα προγραμματισμένα δρομολόγιά του την Τετάρτη 24-11-2010, την Πέμπτη 25-11-2010, την Παρασκευή 26-11-2010, το Σάββατο 27-11-2010, την Κυριακή 28-11-2010 και τη Δευτέρα 29-11-2010, λόγω συμμετοχής του πληρώματός του σε προκηρυχθείσα από την Π.Ν.Ο. απεργία, καθώς και τη Δευτέρα 01-11-2010 και τα Σάββατα 25-12-2010 και 01-01-2011.

Ι. Περαιτέρω, όπως αποδεικνύεται από τον από 18-02-2010 πίνακα οργανικής σύνθεσης του πληρώματος του ένδικου πλοίου που συντάχθηκε από την αρμόδια λιμενική αρχή και προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως από τη δεύτερη εναγομένη, η οργανική σύνθεση του κατώτερου προσωπικού καταστρώματος του πλοίου περιελάμβανε έναν ναύκληρο, δύο υποναυκλήρους, δώδεκα ναύτες και δύο ναυτόπαιδες. Πράγματι, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, υπηρετούσε στο πλοίο ο προβλεπόμενος αριθμός ναυτικών της καθεμίας από τις προαναφερόμενες ειδικότητες, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους. Υπήρχε, επομένως, η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 1§1 του π.δ. 177/1974 [«Οργανική σύνθεση πληρωμάτων των επιβατηγών (ακτοπλοϊκών – μεσογειακών – τουριστικών) πλοίων] επάνδρωση, χωρίς, ωστόσο, η πληρότητα αυτή ως προς την οργανική σύνθεση του κατώτερου προσωπικού καταστρώματος του πλοίου να συνεπάγεται αυτοδικαίως την ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία, καθώς αυτή (η πληρότητα) αποσκοπεί πρωτίστως στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα αναφορικά με τα καθήκοντα των ναυτών: Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 62 και 63 του β.δ. 683/04-08/04-10-1960 «περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω», οι ναύτες τελούν υπό τις διαταγές και τον έλεγχο του ναυκλήρου και βοηθούν αυτόν και τον υποναύκληρο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους, ειδικότερα δε, εκτελούν κατά φυλακές τις εργασίες πηδαλιούχου, οπτήρος, αγγελιοφόρου γέφυρας και εκτός φυλακής τις γενικές εργασίες συντηρήσεως και καθαριότητας του σκάφους και του εξαρτισμού αυτού, πρωρατικά έργα, συντήρηση και χειρισμό σωσίβιων μέσων, εργασία υπολόγου αποθηκάριου υλικών συντηρήσεως σκάφους, κυτωρού, τοποθέτηση παραφραγμάτων φορτίου και εν γένει κάθε εργασία σχετική προς την ειδικότητά τους. Εξάλλου, ως προς τις εργασίες του προσωπικού καταστρώματος, στο οποίο ανήκουν και οι ναύτες, οι διατάξεις των άρθρων 132 και 133 του ανωτέρω β.δ. ορίζουν ότι το ως άνω προσωπικό κατανέμεται εν πλω με μέριμνα του υπάρχου και κατόπιν εγκρίσεως του πλοιάρχου: α) στην εργασία γέφυρας και β) σε γενικές εργασίες καταστρώματος. Η εργασία γέφυρας διεξάγεται κατά φυλακές κανονικώς εναλλασσόμενες. Κάθε φυλακή αποτελείται: α) από έναν αξιωματικό καταστρώματος και β) από δύο άνδρες καταστρώματος, ήτοι από τον πηδαλιούχο και τον οπτήρα. Οι φυλακές δεν δύνανται να είναι λιγότερες των τριών, η δε χρονική διάρκεια της καθεμίας είναι τετράωρη κατά κανόνα. Οι τεταγμένοι σε φυλακή πρέπει να είναι παρόντες προκειμένου να αναλάβουν εργασία 5 λεπτά προ της ενάρξεως της φυλακής τους, ώστε να ενημερώνονται για τις συνθήκες ναυσιπλοΐας, μετά δε το πέρας της φυλακής δεν διατίθενται σε άλλες εργασίες αλλά αναπαύονται, εκτός από τις προβλεπόμενες στο ως άνω β.δ. εξαιρέσεις. Της υπηρεσίας φυλακής γέφυρας απαλλάσσονται, μεταξύ άλλων, ο ναύκληρος, ο υποναύκληρος, οι άνδρες που έχουν κατανεμηθεί στις γενικές εργασίες καταστρώματος και οι ναυτόπαιδες. Επομένως, οι άνδρες καταστρώματος που εκτελούν υπηρεσία φυλακής γέφυρας είναι ναύτες που δεν τους έχει ανατεθεί η εκτέλεση γενικών εργασιών καταστρώματος. Σύμφωνα με τις διατάξεις 135 του ίδιου ως άνω β.δ., ο πηδαλιούχος οφείλει να συγκεντρώνει την προσοχή του στην τήρηση διά του πηδαλίου της πορείας και την αλλαγή αυτής, σύμφωνα με τα παραγγέλματα του πλοιάρχου ή του αξιωματικού φυλακής γέφυρας. Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να απομακρυνθεί από το πηδάλιο εάν δεν αντικατασταθεί από άλλο ναύτη. Ο οπτήρας, τοποθετούμενος κατά τη νύκτα ή την ομίχλη στην καταλληλότερη γι’ αυτόν θέση, αναλόγως του καιρού και των διαταγών του αξιωματικού φυλακής γέφυρας, πρέπει να έχει εντεταμένη την προσοχή του πέριξ του πλοίου και να αναγγέλλει κάθε εμφανιζόμενο σημείο, φως ή εμπόδιο. Επίσης, οφείλει να παρατηρεί και να αναφέρει στον αξιωματικό φυλακής γέφυρας ανά κάθε ημίσεια ώρα αν η φωτοβολία των πλοϊκών φανών είναι εντάξει. Οσάκις δεν εκτελεί καθήκοντα οπτήρος, εκτελεί χρέη αγγελιοφόρου γέφυρας, ελλείψει ειδικού τέτοιου, έχοντας προορισμό να αναφέρει, εάν η θέση του πλοίου το επιτρέπει, τις ενδείξεις του δρομομέτρου κανονικά μεν 5 λεπτά πριν από κάθε αλλαγή φυλακής, εκτάκτως δε οσάκις διαταχθεί προς τούτο από τον αξιωματικό φυλακής γέφυρας, να φροντίζει για την έγκαιρη έγερση του αξιωματικού και των ανδρών της προσεχούς φυλακής γεφύρας, να περιέρχεται κατά διαταγή του αξιωματικού φυλακής γεφύρας ανά ημίσεια ώρα το κατάστρωμα, επισκοπώντας τους καθέκτες των καθόδων, τα πώματα των στομίων των κυτών και τα αδιάβροχα καλύμματα αυτών, τις ανεμοδόχους, τις αλυσίδες, το πηδάλιο, να διαβιβάζει τις διαταγές του αξιωματικού φυλακής γεφύρας και εν γένει να ασχολείται με γενικές εργασίες του σκάφους κατά τις εργάσιμες ώρες. Η υπηρεσία του είναι δίωρη, εναλλάσσει δε συνήθως τη θέση του πηδαλιούχου. Προσέτι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 136 του εν λόγω β.δ., οι κατανεμημένοι στις γενικές εργασίες καταστρώματος άνδρες εργάζονται υπό την επίβλεψη του ναυκλήρου και του υποναυκλήρου σε καθαρισμούς, αποσκωρίαση ελασμάτων, χρωματισμούς, καθαρισμό των υδροσυλλεκτών και δεξαμενών πρωραίας και πρυμναίας ζυγοσταθμίσεως, προετοιμασία των κυτών για φόρτωση ή εκφόρτωση, ευθέτηση εξαρτίων και αγομένων, σε πρωρατικά έργα, ευθέτηση των αποθηκών υλικών συντηρήσεως σκάφους και των κυτών προς πρόσληψη μετατοπίσεως, αναμίξεως, βλάβης, φθοράς ή κλοπής του φορτίου πυρκαϊάς, τοποθέτηση παραφραγμάτων φορτίου και σε κάθε άλλη εργασία της ειδικοτητάς τους, η οποία διατάσσεται από τον ύπαρχο. Οι άνδρες αυτοί οφείλουν να είναι έτοιμοι επί του καταστρώματος, ώστε να αρχίσουν την εργασία τους την 07.00 ώρα κατά το θερινό ωρολόγιο πρόγραμμα ημερησίας εργασίας εν πλω και την 06.00 ώρα κατά το χειμερινό πρόγραμμα, περατώνουν δε την εργασία τους τη 17.00 ώρα με διακοπή μιας ώρας το μεσημέρι για γεύμα, όταν δε η εργασία αρχίζει την 06:00 ώρα (στο νόμο αναφέρεται η 07:00 ώρα, προδήλως εκ παραδρομής), με διακοπή μιας ώρας (08:00 – 09:00) για το πρωινό ρόφημα. Πλην των ανωτέρω ωρών εργασίας, αυτοί δεν υποχρεούνται να εκτελέσουν άλλη εργασία, εκτός εάν πρόκειται περί απάρσεως αγκυροβολίας ή γυμνασίων διαρροής, πυρκαϊάς, καθαιρέσεως εφολκίων ή εγκαταλείψεως του πλοίου κατά τους οικείους πίνακες διαιρέσεως προσωπικού. Κατά το Σάββατο η εργασία τους περατώνεται τη 13.00 ώρα, μετά δε το γεύμα ασχολούνται υποχρεωτικά με τον καθαρισμό των διαμερισμάτων τους, κατά δε τις Κυριακές και τις εξαιρετέες εορτάσιμες ημέρες δεν εργάζονται, αλλ’ ασχολούνται με τον ατομικό καθαρισμό και την ανάπαυσή τους. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 137 του ανωτέρω β.δ. το προσωπικό καταστρώματος κατανέμεται κατά τον κατάπλου, την αγκυροβολία, την άπαρση και τον απόπλου επί τη βάσει του οικείου πίνακα διαιρέσεως προσωπικού ως εξής: α) ο πλοίαρχος επί της γεφύρας, β) ο ύπαρχος όπου θεωρείται αναγκαίο, γ) ο υποπλοίαρχος στο πρόστεγο μαζί με το ναύκληρο και άνδρες καταστρώματος, δ) ο ανθυποπλοίαρχος στο επίστεγο μαζί με τον υποναύκληρο και άνδρες καταστρώματος, ε) ο δόκιμος αξιωματικός επί της γεφύρας για τη διαβίβαση των παραγγελμάτων και στ) ο πηδαλιούχος στο πηδάλιο. Κατά τον κατάπλου και την αγκυροβολία, τη μεθόρμιση ως και την άπαρση και τον απόπλου, δεν τηρούνται οι συνήθεις ώρες εργασίας, αλλά πάντες εργάζονται για την κανονική και ασφαλή αγκυροβολία και όρμιση του πλοίου ή για την κανονική άπαρση αυτού και πέραν ακόμη των ωρών εργασίας, χωρίς τούτο να θεωρείται υπερωρία. Περαιτέρω, ως προς τις εργασίες του προσωπικού καταστρώματος εν όρμω, προβλέπεται στις διατάξεις των άρθρων 146, 147 και 148 του προαναφερόμενου β.δ. ότι μετά την αγκυροβολία και ασφαλή όρμιση ή παραβολή του πλοίου, η εργασία φυλακής γέφυρας αναστέλλεται εκτός εάν το πλοίο πρόκειται να αποπλεύσει αυθημερόν, επαναλαμβάνεται δε το μεσημέρι της ημέρας απόπλου του πλοίου παρεχομένου στους τεταγμένους στη φυλακή από ώρα 12:00 έως ώρας 16:00 αναλόγου χρόνου για το γεύμα. Εν όρμω το προσωπικό καταστρώματος, υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του υπάρχου και υπό τη διεύθυνση του ναυκλήρου, ασχολείται με καθαρισμούς, αποσκωρίαση ελασμάτων, χρωματισμούς, καθαρισμό υδροσυλλεκτών και δεξαμενών, ευθέτηση εξαρτίων και αγομένων, πρωρατικά έργα και με κάθε άλλη εργασία σκάφους, η οποία διατάσσεται από τον ύπαρχο, σύμφωνα με το ωρολόγιο πρόγραμμα ημερησίας εργασίας εν όρμω, χειμερινό ή θερινό, αναλόγως της εποχής του έτους. Κατά το Σάββατο, τις απογευματινές ώρες γίνεται υποχρεωτικός καθαρισμός των διαμερισμάτων ενδιαιτήσεως του προσωπικού καταστρώματος, κατά δε τις Κυριακές και τις εξαιρετέες εορτές ουδεμία εργασία εκτελείται αλλά πάντες επιμελούνται της ατομικής καθαριότητάς τους και αναπαύονται. Η έγερση γίνεται ημίσεια ώρα τουλάχιστον προ της ενάρξεως της εργασίας για την ατομική ετοιμασία και για το πρωϊνό ρόφημα, εφόσον τούτο προηγείται της εργασίας. Κατά τις προσδιορισμένες ώρες εργασίας πρέπει να ευρίσκονται πάντες στις διατεταγμένες θέσεις εργασίας εκτός εάν έχουν άδεια εξόδου ή αναπαύσεως εντός του πλοίου. Μετά την παύση της εργασίας κατά τις καθημερινές, μετά τον καθαρισμό των διαμερισμάτων ενδιαιτήσεων κατά το απόγευμα του Σαββάτου, ως και καθ’ όλη την Κυριακή και τις εξαιρετέες εορτές, οι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και άνδρες καταστρώματος είναι ελεύθεροι να εξέλθουν στην ξηρά, πλην εκείνων, οι οποίοι έχουν ορισθεί για τη φύλαξη και ασφάλεια του σκάφους και οι οποίοι παραμένουν εντός αυτού. Για τη φύλαξη και ασφάλεια του σκάφους εν όρμω παραμένουν σ’ αυτό ένας ή περισσότεροι αξιωματικοί καταστρώματος και ένας ή περισσότεροι ναύτες, κατά την κρίση του πλοιάρχου, κατά τη διάρκεια της ημέρας από το πρωί μέχρι το βράδυ, οπότε και εναλλάσσονται από άλλους μέχρι το επόμενο πρωί. Εξ αυτών, ο μεν αξιωματικός επιβλέπει την τάξη και ασφάλεια του σκάφους και την κανονική εκτέλεση της εργασίας από τους ναύτες φύλακες, δεν υποχρεούται όμως να παραμένει άγρυπνος, οι δε ναύτες φύλακες παραμένοντας άγρυπνοι, οφείλουν να κυκλοφορούν στο πλοίο, να εξασφαλίζουν αυτό κατά κλοπής ή πυρκαϊάς ή οιασδήποτε άλλης αταξίας, να προσέχουν την κανονική φωτοβολία των φανών αγκυροβολίας και ιδαιτέρως την όρμιση και τα πρυμνήσια του πλοίου και να ειδοποιούν αμέσως σε περίπτωση οιασδήποτε ανωμαλίας ή εκτάκτου περιστατικού τον ευρισκόμενο στο πλοίο αξιωματικό καταστρώματος. Ο ναύτης νυκτοφύλακας καλεί τα μέλη του προσωπικού καταστρώματος που βρίσκονται στο πλοίο προς έγερση κατά τις κανονισμένες ώρες. Ο αξιωματικός καταστρώματος και οι ναύτες φύλακες παραμένουν στο πλοίο μέχρι την εναλλαγή τους, μετά την οποία απέρχονται απαλλασσόμενοι πάσης εργασίας επί δωδεκάωρο, όσοι απ αυτούς αγρύπνησαν, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων, κατά τις οποίες η παρουσία τους κατά την κρίση του πλοιάρχου είναι απαραίτητη. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13§1 των προαναφερόμενων Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων των ετών 2010 και 2011, οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως δηλαδή οκτώ (8) ώρες την ημέρα από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, της εργασίας του Σαββάτου αμειβομένης υπερωριακώς. Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, περιλαμβανομένων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή. Όπως, δηλαδή, ρητώς ορίζεται στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 13§1 της Σ.Σ.Ν.Ε., η πέραν των κανονικών εργάσιμων ημερών και ωρών εργασία των ναυτών κατά τον κατάπλου και τον απόπλου θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή), για την οποία αυτοί δικαιούνται πρόσθετης αμοιβής. Η διάταξη αυτή, ως νεώτερη, υπερισχύει της αντίθετης προαναφερθείσας διάταξης του άρθρου 137§2 του β.δ. 683/1960.

Εν προκειμένω, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση του Ν. Α. του Χ., ο οποίος συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα στο πλοίο «…» κατά το χρονικό διάστημα από 18-06-2010 έως 17-08-2010, για μέρος δηλαδή του χρόνου κατά τον οποίο ο τελευταίος ήταν ναυτολογημένος στο ως άνω πλοίο, με την ίδια, μάλιστα, ειδικότητα (του ναύτη), ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά επί τουλάχιστον 12 ώρες, όπως και όλοι οι υπόλοιποι ναύτες του πλοίου, απασχολούμενος κατά μεν το χρονικό διάστημα από 18-06-2010 έως 18-10-2010 ως νυκτοφύλακας, με καθημερινό ωράριο εργασίας από τις 18:00 το απόγευμα της μίας ημέρας μέχρι τις 06:00 το πρωί της επομένης, κατά δε το χρονικό διάστημα από 19-10-2010 έως 18-01-2011 σε δύο τετράωρες βάρδιες ανά εικοσιτετράωρο εκτελώντας υπηρεσία φυλακής γέφυρας και εργαζόμενος επιπλέον επί δύο ώρες πριν ή δύο ώρες μετά την κάθε βάρδια. Ο ανωτέρω ενόρκως βεβαιών αναφέρει ακόμη ότι κατά τη διάρκεια της κάθε τετράωρης βάρδιάς του και των δύο επιπλέον ωρών εργασίας του που προηγούνταν ή έπονταν χρονικά αυτής, ο ενάγων συμμετείχε στις εργασίες πρόσδεσης στους λιμένες που προσέγγιζε το πλοίο και έχμασης των οχημάτων που μεταφέρονταν μ’ αυτό και, γενικότερα, εκτελούσε όλα τα καθήκοντα της ειδικότητάς του. Ο εξετασθείς στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μάρτυρας Θ. Μ. του Ι., ο οποίος συνυπηρέτησε επίσης με τον ενάγοντα στο πλοίο «…» κατά τους μήνες Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο του έτους 2010 με την ίδια ειδικότητα (του ναύτη), επιβεβαίωσε ότι ο ενάγων απασχολείτο επί τουλάχιστον δώδεκα ώρες ημερησίως, ισχυριζόμενος βέβαια (σε αντίθεση με τον προαναφερθέντα ενόρκως βεβαιώσαντα) ότι κατά τη διάρκεια της ως άνω συνυπηρέτησής τους, ο ενάγων εκτελούσε χρέη νυκτοφύλακα. Επίσης, κατέθεσε ότι το ωράριο εργασίας του νυκτοφύλακα εκτεινόταν από τις 18:00 το απόγευμα της μίας ημέρας μέχρι τις 06:00 το πρωί της επομένης και ότι οι ναύτες που εργάζονταν σε τετράωρες βάρδιες απασχολούνταν επί δύο ώρες επιπλέον πριν ή μετά την κάθε βάρδιά τους. Τέλος, ανέφερε ότι άπαντες οι ναύτες του πλοίου συμμετείχαν στις εργασίες κατάπλου και απόπλου στους λιμένες που προσέγγιζε το πλοίο καθώς και στις εργασίες φορτοεκφόρτωσης των οχημάτων. Το γεγονός της απασχόλησης του κάθε ναύτη επί δώδεκα τουλάχιστον ώρες ημερησίως επιβεβαίωσε και ο ναύτης Χ. Π. του Ν., ο οποίος εξετάσθηκε ενόρκως ως μάρτυρας στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου κατά τη συζήτηση της αγωγής του προαναφερόμενου ενόρκως βεβαιώσαντα Ν. Α. κατά των εναγομένων. Ο εν λόγω μάρτυρας, ο οποίος υπηρέτησε στο ένδικο πλοίο από τη 10-12-2009 έως την 25-08-2010, ήτοι και για μέρος του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο ήταν ναυτολογημένος σ’ αυτό ο ενάγων (και συγκεκριμένα από τη 18-06-2010 έως την 25-08-2010), κατέθεσε ότι οι μεν ναύτες που εκτελούσαν βάρδιες εργάζονταν επί δύο επιπλέον ώρες σε συνέχεια της τετράωρης βάρδιάς τους, ενώ το ωράριο του ναύτη που εκτελούσε καθήκοντα «ρολογά», δηλαδή του ναύτη που ήταν επιφορτισμένος με τον έλεγχο της ασφάλειας του σκάφους κατά τις νυκτερινές ώρες (άρα του νυκτοφύλακα), εκτεινόταν από τις 18:00 το απόγευμα της μίας ημέρας μέχρι τις 06:00 το πρωί της επομένης. Σύμφωνα δε με την κατάθεση του συγκεκριμένου μάρτυρα, ο ναύτης – ρολογάς συμμετείχε και στις εργασίες φορτοεκφόρτωσης στους διάφορους λιμένες που προσέγγιζε το πλοίο. Άπαντες οι ανωτέρω ενόρκως βεβαιούντες και μάρτυρες αναφέρουν, επιπροσθέτως, ότι κατά τους θερινούς μήνες οι ναύτες απασχολούνταν ενίοτε έως και 16 ώρες την ημέρα. Αντιθέτως, ο Γ. Π. του Ε., ο οποίος υπηρέτησε στο πλοίο «…» με την ειδικότητα του υπάρχου κατά τα χρονικά διαστήματα από 02-08-2010 έως 01-09-2010 και από 17-09-2010 έως 01-03-2011, ήτοι και για μέρος του χρονικού διαστήματος της ναυτολόγησης του ενάγοντος σ’ αυτό (και συγκεκριμένα από τη 02-08-2010 έως την 01-09-2010 και από τη 17-09-2010 έως τη 18-01-2011), εκθέτει στην υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωσή του ότι οι ναύτες του πλοίου ήταν κατανεμημένοι ανά έξι σε ημερεργάτες (daymen/ντεημάνιδες) και σε ναύτες βάρδιας, οι οποίοι εκτελούσαν σε ζεύγη δύο τετράωρες βάρδιες ημερησίως (ήτοι από τις 00:00 μέχρι τις 04:00 και από τις 12:00 μέχρι τις 16:00 το πρώτο ζεύγος, από τις 04:00 μέχρι τις 08:00 και από τις 16:00 μέχρι τις 20:00 το δεύτερο ζεύγος και από τις 08:00 μέχρι τις 12:00 και από τις 20:00 μέχρι τις 24:00 το τρίτο ζεύγος), στις οποίες εναλλάσσονταν ανά δεκαπενθήμερο. Σύμφωνα δε με τα αναφερόμενα στην ως άνω ένορκη βεβαίωση, όταν το πλοίο βρισκόταν εν πλω, ο ένας από τους ναύτες βάρδιας παρέμενε στη γέφυρα μαζί με τον αξιωματικό φυλακής γέφυρας, ενώ ο έτερος ναύτης περιηγείτο στους χώρους του πλοίου για να διαπιστώσει αν αυτοί ήταν ασφαλείς, όταν, όμως, η βάρδια του τελευταίου συνέπιπτε με τον κατάπλου σε κάποιο λιμένα, αυτός συμμετείχε στις εργασίες πρόσδεσης και απόδεσης του πλοίου και φορτοεκφόρτωσης των οχημάτων σ’ αυτό. Οι δύο ναύτες βάρδιας εναλλάσσονταν στα ως άνω περιγραφόμενα καθήκοντά τους ανά μία ώρα. Όταν το πλοίο βρισκόταν εν όρμω στους λιμένες αφετηρίας ή τελικού προορισμού, συνήθως αμφότεροι οι εν λόγω ναύτες εκτελούσαν χρέη φύλακα στο γκαράζ του πλοίου ενώ σπανιότερα χρέη φύλακα εκτελούσε μόνον ο ένας ενώ ο άλλος συμμετείχε στις εργασίες συντήρησης και καθαριότητας του πλοίου εφόσον ελάμβανε τέτοια εντολή από το ναύκληρο. Όπως αναφέρει, όμως, ο ενόρκως βεβαιών ύπαρχος, οι ναύτες βάρδιας συμμετείχαν εκ περιτροπής στις εργασίες φορτοεκφόρτωσης που διενεργούνταν στους μεγάλους λιμένες (λ.χ. στον Πειραιά) εκτός του οκταώρου υπηρεσίας τους. Ως προς τα καθήκοντα και το ωράριο εργασίας των υπόλοιπων έξι ναυτών (ημερεργατών) ο ανωτέρω ύπαρχος εκθέτει τα εξής: Το ωράριο των ημερεργατών ρυθμιζόταν κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μην εργάζονται και οι έξι σε κάθε λιμένα, χωρίς όμως να δημιουργούνται δυσχέρειες στη φόρτωση, εκφόρτωση, πρόσδεση και απόδεση του πλοίου. Συγκεκριμένα, σε κάθε κατάπλου και απόπλου απασχολούνταν τέσσερις ημερεργάτες ναύτες, οι δύο από τους οποίους, μαζί με έναν υποναύκληρο, βρίσκονταν στην πλώρη του πλοίου, ενώ οι δύο άλλοι, μαζί με τον έναν από τους δύο ναύτες βάρδιας, βρίσκονταν στην πρύμνη, ενώ στον Πειραιά, όπου η φόρτωση ξεκινούσε δύο ώρες πριν τον απόπλου, εργάζονταν και οι έξι ημερεργάτες συγχρόνως. Ένας από τους ημερεργάτες που απασχολούνταν στους λιμένες, εκτελούσε χρέη αποθηκάριου, δηλαδή μετά την πρόσδεση του πλοίου δεν συμμετείχε στις εργασίες φόρτωσης και εκφόρτωσης των οχημάτων, αλλά ασχολείτο με την παραλαβή, τακτοποίηση και παράδοση των φορτίων και των αποσκευών που άφηναν οι επιβάτες στην αποθήκη του πλοίου. Κατά περιόδους αναθέτονταν καθήκοντα ρολογά σε έναν από τους ημερεργάτες ναύτες, ο οποίος εκτελούσε ουσιαστικά τις εργασίες αρμοδιότητας του δεύτερου ναύτη βάρδιας, περιηγείτο, δηλαδή, στους χώρους του πλοίου για να διαπιστώσει αν ήταν ασφαλείς. Ο ναύτης αυτός (ρολογάς) εργαζόταν αποκλειστικά όταν το πλοίο ήταν εν πλω και μόνο κατά τις νυκτερινές ώρες, συνήθως μεταξύ της 20:00 βραδινής της μίας ημέρας και της 06:00 πρωινής της επομένης, όταν, όμως, το πλοίο απέπλεε από το λιμένα αφετηρίας (Πειραιά) μετά τις 20:00 ή κατέπλεε στο λιμένα τελικού προορισμού (Βαθύ Σάμου) πριν τις 06:00, το ωράριό του περιοριζόταν αναλόγως. Ο συγκεκριμένος ναύτης συμμετείχε στην πρόσδεση και απόδεση του πλοίου στους λιμένες που προσέγγιζε κατά τις νυκτερινές ώρες, αποτελώντας έναν από τους τέσσερις ημερεργάτες ναύτες που απασχολούντο στις εργασίες κατάπλου και απόπλου στους λιμένες αυτούς. Τέλος, ο ενόρκως βεβαιών ύπαρχος αναφέρει ότι κατά τις ημέρες κατά τις οποίες το πλοίο κατέπλεε στο λιμένα του Πειραιά αργά το βράδυ και διανυκτέρευε εκεί, συνήθως το πρωί της επομένης εκτελούνταν εργασίες γενικής καθαριότητας και συντήρησης στο σκάφος, οι οποίες διαρκούσαν από τις 08:00 μέχρι τις 12:00. Από τα αναφερόμενα στις ανωτέρω μαρτυρικές καταθέσεις και ένορκες βεβαιώσεις, τα οποία πρέπει να εκτιμηθούν υπό το πρίσμα των διατάξεων του β.δ. 683/1960 που προεκτέθηκαν σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, συνάγεται ότι κατά το χρονικό διάστημα της ένδικης ναυτολόγησης του ενάγοντος στο πλοίο «…», όταν αυτό εκτελούσε πλόες, οι ναύτες του ήταν κατανεμημένοι σε δύο εξαμελείς ομάδες, η πρώτη από τις οποίες αποτελείτο από τους ημερεργάτες (daymen/ντεημάνηδες), οι οποίοι εργάζονταν με συνεχές ωράριο, και η δεύτερη από εκείνους που εκτελούσαν υπηρεσία φυλακής γέφυρας, εργαζόμενοι σε βάρδιες. Ως προς τους ναύτες που απασχολούνταν με συνεχές ωράριο ως ημερεργάτες ίσχυαν τα εξής: Αυτοί ήταν κατανεμημένοι σε δύο τριμελείς ομάδες. Το ωράριο της μίας ομάδας διαρκούσε από τις 06:00 το πρωί μέχρι τις 18:00 το απόγευμα με διακοπές δύο περίπου ωρών συνολικά (για μεσημεριανό γεύμα, πρωινό ρόφημα ή ανάπαυση) ενώ της άλλης διαρκούσε από τις 18:00 το απόγευμα μέχρι τις 06:00 το πρωί της επόμενης ημέρας με διακοπές δύο συνολικά ωρών επίσης (για δείπνο ή ανάπαυση). Τα μέλη της κάθε ομάδας συμμετείχαν στις εργασίες κατάπλου και απόπλου του πλοίου σε όλους ανεξαιρέτως τους λιμένες που προσέγγιζε το πλοίο κατά τη διάρκεια του ωραρίου τους, ασχολούμενα με την πρόσδεση και απόδεση του πλοίου, καθώς και με τη φορτοεκφόρτωση, έχμαση και ασφάλιση των οχημάτων στο γκαράζ αυτού, ένα δε εξ αυτών μεριμνούσε για την παραλαβή, τακτοποίηση και παράδοση των αποσκευών των επιβατών ή άλλων φορτίων που παραδίδονταν προς φύλαξη στην αποθήκη του πλοίου. Επιπλέον, άπαντες οι ημερεργάτες (δηλαδή και οι έξι) αναλάμβαναν υπηρεσία δύο ώρες προ του εκάστοτε απόπλου από το λιμένα αφετηρίας (Πειραιά) ή ημίσεια ώρα προ του εκάστοτε απόπλου από το λιμένα τελικού προορισμού (Βαθύ Σάμου) προκειμένου να ασχοληθούν με τη φορτοεκφόρτωση, έχμαση και ασφάλιση των οχημάτων στο γκαράζ του πλοίου ή (ο ένας εξ αυτών) με την αποθήκευση των αποσκευών των επιβατών και των άλλων φορτίων που παραδίδονταν προς φύλαξη στην αποθήκη του πλοίου. Επιπλέον, όταν το πλοίο διανυκτέρευε στους προαναφερόμενους λιμένες αφετηρίας ή τελικού προορισμού, άπαντες οι ημερεργάτες ασχολούντο με την εκτέλεση γενικών εργασιών συντηρήσεως και καθαριότητας του σκάφους και του εξαρτισμού του καθώς και με την εκτέλεση των υπολοίπων γενικών εργασιών καταστρώματος που προεκτέθηκαν. Ως προς τους ναύτες που εκτελούσαν υπηρεσία φυλακής γέφυρας ίσχυαν τα εξής: Η κάθε βάρδια διαρκούσε τέσσερις ώρες και εκτελείτο από ένα ζεύγος ναυτών οι οποίοι εναλλάσσονταν ανά ώρα στη θέση του ναύτη – πηδαλιούχου και του ναύτη οπτήρα – αγγελιοφόρου γέφυρας, όταν το πλοίο βρισκόταν εν πλω. Υπήρχαν, επομένως, έξι βάρδιες ανά εικοσιτετράωρο, η πρώτη εκ των οποίων εκτεινόταν από ώρα 00:00 έως ώρας 04:00, η δεύτερη από ώρα 04:00 έως ώρας 08:00 κ.ο.κ. Οι βάρδιες αυτές πραγματοποιούνταν εναλλάξ ούτως ώστε να αναλογούν δύο σε κάθε ζεύγος. Οι δύο ναύτες που εκτελούσαν υπηρεσία φυλακής γέφυρας κατά την πρώτη χρονικά βάρδια (00:00 – 04:00) πραγματοποιούσαν και την τέταρτη βάρδια (12:00 – 16:00) κ.ο.κ. Ανά δεκαπενθήμερο οι ναύτες που εκτελούσαν υπηρεσία φυλακής γέφυρας εναλλάσσονταν στις ως άνω βάρδιες, κατά τρόπον ώστε οι ναύτες που πραγματοποιούσαν την πρώτη και τέταρτη βάρδια το πρώτο δεκαπενθήμερο, το δεύτερο πραγματοποιούσαν τη δεύτερη και πέμπτη βάρδια και το τρίτο την τρίτη και έκτη βάρδια κ.ο.κ. Υπηρεσία φυλακής γέφυρας εκτελούσαν οι ναύτες αυτοί όταν το πλοίο βρισκόταν εν πλω αλλά και όταν κατέπλεε μεν στο λιμένα αφετηρίας ή τελικού προορισμού αλλά απέπλεε αυθημερόν για την εκτέλεση του επόμενου δρομολογίου του. Κατά τις ημέρες και ώρες κατά τις οποίες το πλοίο διανυκτέρευε στο λιμένα αφετηρίας ή τελικού προορισμού, οι ίδιοι ναύτες εκτελούσαν φυλακές πυρασφάλειας και γενικότερα φύλαξης του πλοίου σε τετράωρες και πάλι βάρδιες. Ωστόσο, παρά τα οριζόμενα στις προαναφερόμενες διατάξεις του β.δ. 683/1960, οι ναύτες που εκτελούσαν υπηρεσία φυλακής δεν αναπαυόταν καθ’ όλο το υπόλοιπο διάστημα της ημέρας μετά το πέρας κάθε φυλακής (γέφυρας ή πυρασφάλειας), αλλά όταν μεν το πλοίο βρισκόταν εν πλω, ασχολούντο, προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών που προέκυπταν σ’ αυτό κατά τη διάρκεια των ανωτέρω πολύωρων δρομολογίων του και λόγω των συχνών κατάπλων του σε ενδιάμεσα λιμάνια, είτε πριν την έναρξη της κάθε βάρδιας τους (ο ένας ναύτης του κάθε ζεύγους) είτε μετά τη λήξη της (ο άλλος ναύτης του ζεύγους), και επί ένα δίωρο κάθε φορά, με την πρόσδεση του πλοίου, την φορτοεκφόρτωση, έχμαση και ασφάλιση των οχημάτων στο γκαράζ αυτού και την απόδεσή του, όταν δε το πλοίο βρισκόταν εν όρμω ασχολούντο με την εκτέλεση των γενικών εργασιών καταστρώματος που προαναφέρθηκαν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, σε κάθε λιμένα απασχολούντο στις εργασίες κατάπλου και απόπλου πέντε συνολικά ναύτες (οι τρεις ημερεργάτες, ο ναύτης ο οποίος εκείνη την ώρα εκτελούσε υπηρεσία φυλακής γέφυρας ως οπτήρας – αγγελιοφόρος γέφυρας και ο ένας από τους ναύτες της προηγούμενης ή της επόμενης βάρδιας φυλακής γέφυρας) και συνολικά, μαζί με τον έναν από τους δύο υποναυκλήρους, έξι μέλη του κατώτερου προσωπικού καταστρώματος του πλοίου. Όπως προκύπτει δε από τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω αναφερόμενη υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση του Ν. Α. του Χ., ο ενάγων, συγκεκριμένα, απασχολήθηκε τόσο ως ημερεργάτης κατά το χρονικό διάστημα από 18-06-2010 έως 18-10-2010, οπότε εργαζόταν πάντα κατά τις βραδινές ώρες (δηλαδή από τη 18:00 απογευματινή της μίας ημέρας έως την 06:00 πρωινή της επομένης), όσο και ως ναύτης βάρδιας κατά το υπόλοιπο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του (ήτοι από τη 19-10-2010 έως τη 18-01-2011). Ο ανωτέρω ενόρκως βεβαιών συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα στο ένδικο πλοίο με την ίδια ειδικότητα κατά το χρονικό διάστημα από 18-06-2010 έως 17-08-2010, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, οπότε έχει ίδια αντίληψη των πραγμάτων αναφορικά με τις θέσεις στις οποίες είχε τότε κατανείμει ο ύπαρχος του πλοίου τους ναύτες συναδέλφους του και ειδικότερα αναφορικά με αυτήν στην οποία είχε ορισθεί να υπηρετεί ο ενάγων κατά το πρώτο τετράμηνο της απασχόλησής του στο εν λόγω πλοίο. Ως προς το υπόλοιπο τρίμηνο της ναυτολόγησης του ενάγοντος, ο προαναφερόμενος ενόρκως βεβαιών αντλεί τη γνώση του σχετικά με το ανωτέρω ζήτημα προφανώς από τον ίδιο τον ανωτέρω διάδικο, ενόψει του ότι αυτός δεν υπηρετούσε τότε στο πλοίο «…». Παρ’ όλα αυτά, το γεγονός ότι ο ενάγων απασχολείτο ως ναύτης βάρδιας κατά τη χρονική περίοδο από 19-10-2010 έως 18-01-2011 επιβεβαιώνεται από τις σχετικές καταχωρίσεις στο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου από τις οποίες προκύπτει ότι αυτός εκτελούσε κατά το χρονικό διάστημα από 21-11-2010 έως 09-12-2010 υπηρεσία φυλακής γέφυρας κατά τη δεύτερη και την πέμπτη χρονικά βάρδια, δηλαδή κατά τις ώρες 04:00 – 08:00 και 16:00 – 20:00, γεγονός από το οποίο αναιρείται ο ισχυρισμός του μάρτυρα Θ. Μ. του Ι. περί απασχόλησης του ενάγοντος ως ημερεργάτη με βραδινό ωράριο (νυκτοφύλακα) κατά τον ως άνω χρόνο. Με βάση όλα τα προεκτεθέντα και ιδίως α) ενόψει των συνθηκών και περιστάσεων που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του πλοίου, το οποίο ήταν δρομολογημένο στις ως άνω ακτοπλοϊκές γραμμές, εκτελώντας πολύωρα δρομολόγια κατά τη διάρκεια των οποίων πραγματοποιούσε συχνές προσεγγίσεις σε πολλούς ενδιάμεσους λιμένες, β) της σταθερής καταβολής κάθε μήνα εκ μέρους των εναγομένων ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος, τόσο τις καθημερινές και Κυριακές όσο και τα Σάββατα και τις αργίες, όπως θα εκτεθεί αναλυτικά κατωτέρω, γ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του ενάγοντος και τέλος δ) από τα διδάγματα της κοινής πείρας, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του εν λόγω ναυτικού καθ’ όλη την ένδικη περίοδο ήταν α) δώδεκα (12) ώρες κατά τις ημέρες κατά τις οποίες το πλοίο βρισκόταν εν πλω κατά το μεγαλύτερο μέρος του 24ώρου [δηλαδή: (i) κατά το χρονικό διάστημα από 18-06-2010 έως 05-09-2010: κάθε Τρίτη (19:10 ώρες εν πλω συμπεριλαμβανομένου και του χρόνου παραμονής του πλοίου στους ενδιάμεσους λιμένες που προσέγγιζε αυτό), Τετάρτη (18:35 ώρες εν πλω), Πέμπτη (19:10 ώρες εν πλω), Παρασκευή (18:35 ώρες εν πλω), Σάββατο (19:10 ώρες εν πλω) και Κυριακή (16:55 ώρες εν πλω), (ii) κατά το χρονικό διάστημα από 06-09-2010 έως 31-10-2010: κάθε Πέμπτη (18:20 ώρες εν πλω), Παρασκευή (17:30 ώρες εν πλω) και Σάββατο (14:45 ώρες εν πλω) και (iii) κατά το χρονικό διάστημα από 01-11-2010 έως 18-01-2011: κάθε Πέμπτη (18:20 ώρες εν πλω), Παρασκευή (18 ώρες εν πλω) και Σάββατο (15:50 ώρες εν πλω)] και β) δέκα (10) ώρες κατά τις ημέρες κατά τις οποίες το πλοίο βρισκόταν εν πλω κατά το ήμισυ περίπου του 24ώρου [δηλαδή: (i) κατά το χρονικό διάστημα από 06-09-2010 έως 31-10-2010: κάθε Δευτέρα (10:15 ώρες εν πλω), Τρίτη (10:05 ώρες εν πλω), Τετάρτη (12 ώρες εν πλω) και Κυριακή (10:05 ώρες εν πλω) και (ii) κατά το χρονικό διάστημα από 01-11-2010 έως 18-01-2011: κάθε Δευτέρα (10:55 ώρες εν πλω), Τρίτη (10:50 ώρες εν πλω), Τετάρτη (12 ώρες εν πλω) και Κυριακή (10:50 ώρες εν πλω)]. Παρείχε, συνεπώς, σύμφωνα με τις ανωτέρω αναφερόμενες Σ.Σ.Ε. πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων των ετών 2010 και 2011 (βλ. αρθρ. 11 και 13§1), κατά μεν τις ανωτέρω υπό στοιχ. α΄ αναφερόμενες ημέρες τέσσερις (4) ώρες υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές και δώδεκα (12) ώρες τέτοιας εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, κατά δε τις ανωτέρω υπό στοιχ. β΄ αναφερόμενες ημέρες δύο (2) ώρες υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές και δέκα (10) ώρες τέτοιας εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Αντιθέτως, κατά τις ημέρες κατά τις οποίες το πλοίο βρισκόταν εν όρμω κατά το μεγαλύτερο μέρος του 24ώρου [δηλαδή κάθε Δευτέρα του χρονικού διαστήματος από 18-06-2010 έως 05-09-2010 (21:30 ώρες εν όρμω και 2:30 μόνον ώρες εν πλω)], καθώς και κατά τις ημέρες εκείνες κατά τις οποίες δεν πραγματοποιήθηκαν δρομολόγια είτε λόγω της συμμετοχής του πληρώματος σε προκηρυχθείσα από την Π.Ν.Ο. απεργία (Τετάρτη 24-11-2010, Πέμπτη 25-11-2010, Παρασκευή 26-11-2010, Σάββατο 27-11-2010, Κυριακή 28-11-2010 και Δευτέρα 29-11-2010) είτε για άλλη αιτία (Δευτέρα 01-11-2010, Σάββατο 25-12-2010 και Σάββατο 01-01-2011), ο ενάγων δεν απασχολείτο πέραν των οκτώ ωρών ημερησίως, καθώς δεν το επέβαλαν οι περιορισμένες λειτουργικές ανάγκες του πλοίου.

Εξάλλου, στο άρθρο 13§§1,2,5 και 6 των ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. των ετών 2010 και 2011 ορίζεται ότι για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής που καταβάλλεται στους υπερωριακώς απασχολούμενους ναυτικούς το ποσό του μηνιαίου μισθού ενεργείας διαιρείται διά των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, που ανέρχονται σε 173. Έτσι, το ωρομίσθιο ισούται με το 1/173 του μισθού ενεργείας. Για κάθε ώρα υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και της Κυριακές καταβάλλεται ως πρόσθετη αμοιβή το ανωτέρω ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25%, ενώ ειδικά για την υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 18 των εν λόγω Σ.Σ.Ν.Ε. (1η του έτους, εορτή των Θεοφανίων, Καθαρή Δευτέρα, 25η Μαρτίου, Μεγάλη Παρασκευή, Δευτέρα του Πάσχα, ημέρα του Αγ. Γεωργίου, 1η Μαΐου, ημέρα της Αναλήψεως, 15η Αυγούστου, 14η Σεπτεμβρίου, 28η Οκτωβρίου, ημέρα του Αγ. Νικολάου, ημέρα των Χριστουγέννων και δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων, οι αναγνωρισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές στους Ελληνικούς λιμένες, εφόσον ναυλοχεί σε κάποιον απ’ αυτούς το πλοίο), καταβάλλεται ως αμοιβή το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά ποσοστό 50%. Οι πρόσθετες αμοιβές για υπερωριακή εργασία εκκαθαρίζονται κατά μήνα μαζί με την εξόφληση του μηνιαίου μισθού (άρθρο 13§4 της εν λόγω Σ.Σ.Ν.Ε.). Έτσι, η αμοιβή για κάθε ώρα υπερωριακής εργασίας του ναύτη κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές ανέρχεται στο ποσό των 8,29 € ως προς το έτος 2010 και των 8,38 € ως προς το έτος 2011 και κατά τα Σάββατα και τις αργίες στο ποσό των 9,95 € ως προς το έτος 2010 και των 10,05 € ως προς το έτος 2011. Διευκρινίζεται ότι εάν μία ημέρα αργίας συμπέσει Κυριακή, εκτός του 22% που προβλέπει το άρθρο 6 της εν λόγω Σ.Σ.Ν.Ε., ο ναυτικός εργαζόμενος θα αμείβεται και υπερωριακώς (αρθρ. 18§1 εδ. τελευταίο της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε.). Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα, ο ενάγων εργάσθηκε υπερωριακώς (πέραν του οκταώρου τις καθημερινές και τις Κυριακές και καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασίας του κατά τα Σάββατα και τις αργίες): Α) κατά το μήνα Ιούνιο του έτους 2010: κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές [9 ημέρες (ήτοι 7 καθημερινές + 2 Κυριακές) χ 4 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 36 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (36 ώρες χ 8,29 € =) 298,44 € (σημειωτέον ότι κατά το μήνα αυτόν ο ενάγων δεν απασχολήθηκε υπερωριακά 2 καθημερινές, ήτοι τις Δευτέρες 21-06-2010 και 29-06-2010, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα) και β) κατά τα Σάββατα (2 Σάββατα χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =) 24 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (24 ώρες χ 9,95 € =) 238,80 €. Έναντι των ποσών αυτών οι εναγόμενες κατέβαλαν στον ενάγοντα, όπως συνομολογούν τόσο ο ίδιος στην αγωγή του όσο και οι αντίδικοί του στα δικόγραφα των προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, της έφεσης και των προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, προκύπτει δε και από το μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο λογαριασμό μισθοδοσίας του που αφορά το μήνα Ιούνιο, το συνολικό ποσό των 228,48 € για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και το συνολικό ποσό των (444,23 χ 13/30 του μήνα =) 192,50 € για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις αργίες, στην αφαίρεση των οποίων από το κονδύλιο της υπερωριακής του αμοιβής, προβαίνει, άλλωστε, με την αγωγή του ο ενάγων. Εξακολουθούν, επομένως, να του οφείλουν το ποσό των (298,44 – 228,48 =) 69,96 € ως υπόλοιπο της αμοιβής της υπερωριακής του απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των (238,80 – 192,50 =) 46,30 € ως υπόλοιπο της αμοιβής της υπερωριακής του απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Β) κατά το μήνα Ιούλιο του έτους 2010: κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές [22 ημέρες (ήτοι 18 καθημερινές + 4 Κυριακές) χ 4 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 88 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (88 ώρες χ 8,29 € =) 729,52 € (σημειωτέον ότι κατά το μήνα αυτόν ο ενάγων δεν απασχολήθηκε υπερωριακά 4 καθημερινές, ήτοι τις Δευτέρες 05-07-2010, 12-07-2010, 19-07-2010 και 26-07-2010, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα) και β) κατά τα Σάββατα (5 Σάββατα χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =) 60 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (60 ώρες χ 9,95 € =) 597 €. Έναντι των ποσών αυτών οι εναγόμενες κατέβαλαν στον ενάγοντα, όπως συνομολογούν τόσο ο ίδιος στην αγωγή του όσο και οι αντίδικοί του στα δικόγραφα των προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, της έφεσης και των προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το συνολικό ποσό των 686,28 € για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και το συνολικό ποσό των 444,23 € για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις αργίες, στην αφαίρεση των οποίων από το κονδύλιο της υπερωριακής του αμοιβής, προβαίνει, άλλωστε, με την αγωγή του ο ενάγων. Σημειωτέον ότι σύμφωνα με τη σχετική καταχώριση στο μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο λογαριασμό μισθοδοσίας του που αφορά το μήνα Ιούλιο, ο ενάγων έλαβε μεν το προαναφερόμενο συνολικό ποσό των 686,28 € για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές του ανωτέρω μηνός, για την αντίστοιχη απασχόλησή του όμως κατά τα Σάββατα και τις αργίες του ίδιου μήνα έλαβε το συνολικό ποσό των 833 €. Ωστόσο, από την πρόσθετη αμοιβή που δικαιούται ο ενάγων για την ανωτέρω αιτία (υπερωριακή απασχόληση Σαββάτων και αργιών) θα αφαιρεθεί μόνο το προεκτεθέν ποσό των 444,23 €, το οποίο και προτείνουν σε εξόφληση της σχετικής απαίτησης του αντιδίκου τους οι εναγόμενες. Εξακολουθούν, επομένως, να του οφείλουν το ποσό των (729,52 – 686,28 =) 43,24 € ως υπόλοιπο της αμοιβής της υπερωριακής του απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των (597 – 444,23 =) 152,77 € ως υπόλοιπο της αμοιβής της υπερωριακής του απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Γ) κατά το μήνα Αύγουστο του έτους 2010: κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές [21 ημέρες (ήτοι 17 καθημερινές + 4 Κυριακές) χ 4 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 84 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (84 ώρες χ 8,29 € =) 696,36 € (σημειωτέον ότι κατά το μήνα αυτόν ο ενάγων δεν απασχολήθηκε υπερωριακά 5 καθημερινές, ήτοι τις Δευτέρες 02-08-2010, 09-08-2010, 16-08-2010, 23-08-2010 και 30-08-2010, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα) και β) κατά τα Σάββατα και τις αργίες [4 Σάββατα χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα + 1 αργία (τη 15-08-2010, η οποία συνέπεσε με ημέρα Κυριακή) χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 60 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (60 ώρες χ 9,95 € =) 597 €. Έναντι των ποσών αυτών οι εναγόμενες κατέβαλαν στον ενάγοντα, όπως συνομολογούν τόσο ο ίδιος στην αγωγή του όσο και οι αντίδικοί του στα δικόγραφα των προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, της έφεσης και των προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, προκύπτει δε και από το μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο λογαριασμό μισθοδοσίας του που αφορά το μήνα Αύγουστο, το συνολικό ποσό των 530,40 € για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και το συνολικό ποσό των 444,23 € για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις αργίες, στην αφαίρεση των οποίων από το κονδύλιο της υπερωριακής του αμοιβής, προβαίνει, άλλωστε, με την αγωγή του ο ενάγων. Εξακολουθούν, επομένως, να του οφείλουν το ποσό των (696,36 – 530,40 =) 165,96 € ως υπόλοιπο της αμοιβής της υπερωριακής του απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των (597 – 444,23 =) 152,77 € ως υπόλοιπο της αμοιβής της υπερωριακής του απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Δ) κατά το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2010: κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές [11 ημέρες (ήτοι 10 καθημερινές + 1 Κυριακή) χ 4 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα + 14 ημέρες (ήτοι 11 καθημερινές + 3 Κυριακές) χ 2 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 72 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (72 ώρες χ 8,29 € =) 596,88 € και β) κατά τα Σάββατα και τις αργίες [4 Σάββατα χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα + 1 αργία (τη 14-09-2010, η οποία συνέπεσε με ημέρα Τρίτη) χ 10 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 58 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (58 ώρες χ 9,95 € =) 577,10 €. Έναντι των ποσών αυτών οι εναγόμενες κατέβαλαν στον ενάγοντα, όπως συνομολογούν τόσο ο ίδιος στην αγωγή του όσο και οι αντίδικοί του στα δικόγραφα των προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, της έφεσης και των προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, προκύπτει δε και από το μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο λογαριασμό μισθοδοσίας του που αφορά το μήνα Σεπτέμβριο, το συνολικό ποσό των 530,40 € για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και το συνολικό ποσό των 444,23 € για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις αργίες, στην αφαίρεση των οποίων από το κονδύλιο της υπερωριακής του αμοιβής, προβαίνει, άλλωστε, με την αγωγή του ο ενάγων. Εξακολουθούν, επομένως, να του οφείλουν το ποσό των (596,88 – 530,40 =) 66,48 € ως υπόλοιπο της αμοιβής της υπερωριακής του απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των (577,10 – 444,23 =) 132,87 € ως υπόλοιπο της αμοιβής της υπερωριακής του απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Ε) κατά το μήνα Οκτώβριο του έτους 2010: κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές [8 ημέρες (καθημερινές) χ 4 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα + 17 ημέρες (ήτοι 12 καθημερινές + 5 Κυριακές) χ 2 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 66 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (66 ώρες χ 8,29 € =) 547,14 € και β) κατά τα Σάββατα και τις αργίες [5 Σάββατα χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα + 1 αργία (την 28-10-2010, η οποία συνέπεσε με ημέρα Πέμπτη) χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 72 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (72 ώρες χ 9,95 € =) 716,40 €. Έναντι των ποσών αυτών οι εναγόμενες κατέβαλαν στον ενάγοντα, όπως συνομολογούν τόσο ο ίδιος στην αγωγή του όσο και οι αντίδικοί του στα δικόγραφα των προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, της έφεσης και των προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, προκύπτει δε και από το μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο λογαριασμό μισθοδοσίας του που αφορά το μήνα Οκτώβριο, το συνολικό ποσό των 408 € για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και το συνολικό ποσό των 444,23 € για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις αργίες, στην αφαίρεση των οποίων από το κονδύλιο της υπερωριακής του αμοιβής, προβαίνει, άλλωστε, με την αγωγή του ο ενάγων. Εξακολουθούν, επομένως, να του οφείλουν το ποσό των (547,14 – 408 =) 139,14 € ως υπόλοιπο της αμοιβής της υπερωριακής του απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των (716,40 – 444,23 =) 272,17 € ως υπόλοιπο της αμοιβής της υπερωριακής του απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις αργίες. ΣΤ) κατά το μήνα Νοέμβριο του έτους 2010: κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές [6 ημέρες (καθημερινές) χ 4 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα + 14 ημέρες (ήτοι 11 καθημερινές + 3 Κυριακές) χ 2 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 52 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (52 ώρες χ 8,29 € =) 431,08 € (σημειωτέον ότι κατά το μήνα αυτόν ο ενάγων δεν απασχολήθηκε υπερωριακά 5 καθημερινές, ήτοι τη Δευτέρα 01-11-2010, την Τετάρτη 24-11-2010, την Πέμπτη 25-11-2010, την Παρασκευή 26-11-2010 και τη Δευτέρα 29-11-2010, καθώς και την Κυριακή 28-11-2010, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα) και β) κατά τα Σάββατα [3 Σάββατα χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα + 1 Σάββατο (27-11-2010) χ 8 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 44 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (44 ώρες χ 9,95 € =) 437,80 €. Έναντι των ποσών αυτών οι εναγόμενες κατέβαλαν στον ενάγοντα, όπως συνομολογούν τόσο ο ίδιος στην αγωγή του όσο και οι αντίδικοί του στα δικόγραφα των προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, της έφεσης και των προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το συνολικό ποσό των 334,56 € για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και το συνολικό ποσό των 444,23 € για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις αργίες, στην αφαίρεση των οποίων από το κονδύλιο της υπερωριακής του αμοιβής, προβαίνει, άλλωστε, με την αγωγή του ο ενάγων. Εξακολουθούν, επομένως, να του οφείλουν το ποσό των (431,08 – 334,56 =) 96,52 € ως υπόλοιπο της αμοιβής της υπερωριακής του απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, ενώ έχουν εξοφλήσει ολοσχερώς την απαίτησή του για την αμοιβή της υπερωριακής του απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Σημειωτέον ότι σύμφωνα με τη σχετική καταχώριση στο μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο λογαριασμό μισθοδοσίας του που αφορά το μήνα Νοέμβριο, ο ενάγων έλαβε μεν το συνολικό ποσό των 334,56 € για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές και τις αργίες του ανωτέρω μηνός, για την αντίστοιχη απασχόλησή του όμως κατά τα Σάββατα και τις αργίες του ίδιου μήνα έλαβε το συνολικό ποσό των 370,19 €. Ενόψει, όμως, του ότι ο ίδιος ζητεί για την ανωτέρω αιτία (υπερωριακή απασχόληση Σαββάτων και αργιών) μόνο το επιπλέον των 444,23 € ποσό, δεν δύναται να του επιδικασθεί διαφορά πρόσθετης αμοιβής εφόσον η σχετική αξίωσή του υπολείπεται του ως άνω ποσού. Ζ) κατά το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2010: κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές [10 ημέρες (καθημερινές) χ 4 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα + 14 ημέρες (ήτοι 12 καθημερινές + 2 Κυριακές) χ 2 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 68 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (68 ώρες χ 8,29 € =) 563,72 € και β) κατά τα Σάββατα και τις αργίες [3 Σάββατα χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα + 3 αργίες (την 06-12-2010, ημέρα του Αγίου Νικολάου, που συνέπεσε με ημέρα Δευτέρα, τη 12-12-2010, ημέρα του Αγ. Σπυρίδωνος, τοπική εορτή του Πειραιά, στο λιμένα του οποίου ναυλοχούσε το ένδικο πλοίο, που συνέπεσε με ημέρα Κυριακή, και την 26-12-2010, δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων, που συνέπεσε με ημέρα Κυριακή) χ 10 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα + 1 αργία (την 25-12-2010, ημέρα των Χριστουγέννων, που συνέπεσε με ημέρα Σάββατο) χ 8 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 74 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (74 ώρες χ 9,95 € =) 736,30 €. Έναντι των ποσών αυτών οι εναγόμενες κατέβαλαν στον ενάγοντα, όπως συνομολογούν τόσο ο ίδιος στην αγωγή του όσο και οι αντίδικοί του στα δικόγραφα των προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, της έφεσης και των προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, προκύπτει δε και από το μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο λογαριασμό μισθοδοσίας του που αφορά το μήνα Δεκέμβριο, το συνολικό ποσό των 408 € για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και το συνολικό ποσό των 444,23 € για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις αργίες, στην αφαίρεση των οποίων από το κονδύλιο της υπερωριακής του αμοιβής, προβαίνει, άλλωστε, με την αγωγή του ο ενάγων. Εξακολουθούν, επομένως, να του οφείλουν το ποσό των (563,72 – 408 =) 155,72 € ως υπόλοιπο της αμοιβής της υπερωριακής του απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των (736,30 – 444,23 =) 292,07 € ως υπόλοιπο της αμοιβής της υπερωριακής του απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Και Η) κατά το μήνα Ιανουάριο του έτους 2011: κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές [3 ημέρες (καθημερινές) χ 4 ώρες υπερωριακής απασχόλησης/ημέρα + 11 ημέρες (ήτοι 8 καθημερινές + 3 Κυριακές) χ 2 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 34 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (34 ώρες χ 8,38 € =) 284,92 € και β) κατά τα Σάββατα και τις αργίες [2 Σάββατα χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα + 1 αργία (την 06-01-2011, εορτή των Θεοφανίων, η οποία συνέπεσε με ημέρα Πέμπτη) χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα + 1 αργία (την 01-01-2011, 1η του έτους, η οποία συνέπεσε με ημέρα Σάββατο) χ 8 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 44 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (44 ώρες χ 10,05 € =) 442,20 €. Έναντι των ποσών αυτών οι εναγόμενες κατέβαλαν στον ενάγοντα, όπως συνομολογούν τόσο ο ίδιος στην αγωγή του όσο και οι αντίδικοί του στα δικόγραφα των προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, της έφεσης και των προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το συνολικό ποσό των 244,80 € για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και το συνολικό ποσό των (444,23 – 192,50 =) 251,73 € για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις αργίες, στην αφαίρεση των οποίων από το κονδύλιο της υπερωριακής του αμοιβής, προβαίνει, άλλωστε, με την αγωγή του ο ενάγων. Σημειωτέον ότι σύμφωνα με τη σχετική καταχώριση στο μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο λογαριασμό μισθοδοσίας του που αφορά το μήνα Ιανουάριο, ο ενάγων έλαβε μεν το προαναφερόμενο συνολικό ποσό των 244,80 € για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές του ανωτέρω μηνός, για την αντίστοιχη απασχόλησή του όμως κατά τα Σάββατα και τις αργίες του ίδιου μήνα έλαβε το συνολικό ποσό των 266,54 €. Ωστόσο, από την πρόσθετη αμοιβή που δικαιούται ο ενάγων για την ανωτέρω αιτία (υπερωριακή απασχόληση Σαββάτων και αργιών) θα αφαιρεθεί μόνο το προεκτεθέν ποσό των 251,73 €, το οποίο και προτείνουν σε εξόφληση της σχετικής απαίτησης του αντιδίκου τους οι εναγόμενες. Εξακολουθούν, επομένως, να του οφείλουν το ποσό των (284,92 – 244,80 =) 40,12 € ως υπόλοιπο της αμοιβής της υπερωριακής του απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των (442,20 – 251,73 =) 190,47 € ως υπόλοιπο της αμοιβής της υπερωριακής του απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Με βάση τα ανωτέρω, οι εναγόμενες οφείλουν να καταβάλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρον η καθεμία, και δη η δεύτερη ως εφοπλίστρια του ένδικου πλοίου και η πρώτη ως απλή κυρία αυτού η οποία υπέχει παράλληλη ευθύνη με την εφοπλίστρια (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), η οποία όμως είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη, εφόσον ο κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού (αρθρ. 105 και 106 ΚΙΝΔ – βλ. ΕφΠειρ 59/2011, ΕπισκΕμπΔ 2011,478, ΕφΠειρ 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010,385, αμφότερες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), το ποσό των (69,96 + 43,24 + 165,96 + 66,48 + 139,14 + 96,52 + 155,72 + 40,12 =) 777,14 € ως υπόλοιπο της πρόσθετης αμοιβής της υπερωριακής του εργασίας κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και το συνολικό ποσό των (46,30 + 152,77 + 152,77 + 132,87 + 272,17 + 292,07 + 190,47 =) 1.239,42 € ως υπόλοιπο της αμοιβής της υπερωριακής του απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις αργίες, ως προς τα οποία ποσά πρέπει να γίνουν αντιστοίχως δεκτά τα σχετικά αγωγικά κονδύλια ως ουσία βάσιμα. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την προσβαλλομένη απόφαση του, δέχθηκε αφενός μεν ότι ο ενάγων απασχολείτο επί δώδεκα (12) ώρες ημερησίως καθ’ όλες τις ημέρες του ένδικου χρονικού διαστήματος αφετέρου δε ότι η αξίωση πρόσθετης αμοιβής αυτού για την υπερωριακή του απασχόληση ρυθμιζόταν από τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2009, με βάση τις διατάξεις της οποίας και υπολόγισε την ανωτέρω αμοιβή, ακολούθως. δε, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως προς τα υπ’ αριθμ. ΙΙ.1 και ΙΙ.2 κονδύλια που αφορούν τη διαφορά επί της αμοιβής της υπερωριακής εργασίας που παρείχε ο ενάγων τόσο κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές όσο και κατά τα Σάββατα και τις αργίες του χρονικού διαστήματος της ένδικης ναυτολόγησής του στο πλοίο «…» και επεδίκασε σ’ αυτόν το συνολικό ποσό των 2.439 € ως διαφορά επί της αμοιβής της υπερωριακής απασχόλησής του κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και το συνολικό ποσό των 1.241,59 € ως διαφορά επί της αμοιβής της υπερωριακής του απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις αργίες, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Συνεπώς, τόσο ο σχετικός πρώτος λόγος της έφεσης όσο και ο αντίστοιχος πρώτος λόγος της αντέφεσης πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι, και δη ο μεν λόγος της έφεσης εν μέρει ο δε λόγος της αντέφεσης εν όλω.

  1. II. Περαιτέρω, όπως αποδεικνύεται από τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα υπ’ αριθμ. … και … τιμολόγια πώλησης/δελτία αποστολής της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…» και το διακριτικό τίτλο «…», που διατηρεί βιοτεχνία ξενοδοχειακών και παντός τύπου ενδυμάτων, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. … εντολή παραγγελίας της πρώτης εναγομένης προς την ως άνω εταιρεία, οι εναγόμενες παρήγγειλαν και προμηθεύθηκαν μεγάλη ποσότητα ιματισμού για όλο το πλήρωμα του ένδικου πλοίου, και τους ναύτες, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, για τον οποίον, ειδικά, αγοράσθηκαν δύο φούτερ και δύο χειμερινά παντελόνια ναύτη. Εξ αυτού συνάγεται ότι οι εναγόμενες παρείχαν στον ενάγοντα, όπως και σε όλα τα μέλη του κατώτερου πληρώματος του πλοίου, εξ ιδίων τον εν λόγω ιματισμό όποτε παρίστατο σχετική ανάγκη, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τα αναφερόμενα στην υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση του υπάρχου του πλοίου, Γ. Π. του Ε.. Εξάλλου, άπαντες οι προαναφερόμενοι ναύτες (Νικόλαος Αλεξανδρίδης του Χ., Θ. Μ. του Ι. και Χ. Π. του Ν.) αναφέρουν, στην υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωσή του ο πρώτος και εξεταζόμενοι ως μάρτυρες στο ακροατήριο οι δεύτερος και τρίτος, ότι οι εναγόμενες τους χορηγούσαν φόρμες εργασίας, μπλούζες, υποδήματα και τα υπόλοιπα είδη του ειδικού ιματισμού που έπρεπε να φέρουν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους μία φορά το χρόνο, αναιρώντας έτσι τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό του ενάγοντος. Επομένως, εφόσον αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ελάμβανε σε είδος το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 5§1 των ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. των ετών 2010 και 2011 επίδομα ιματισμού, δεν υφίσταται υποχρέωση των εναγομένων σε καταβολή του συγκεκριμένου επιδόματος, όπως ρητά ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 5§3 της εν λόγω συλλογικής σύμβασης. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτός ως ουσία αβάσιμος ο ισχυρισμός των εναγομένων περί καταβολής σε είδος του επιβαλλόμενου στα μέλη του κατώτερου πληρώματος ειδικού ιματισμού, ο οποίος προβλήθηκε με τις προτάσεις που κατέθεσαν αυτές ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναφέρεται με την έφεσή τους, και, συνακόλουθα, να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο το υπ’ αριθμ. ΙΙΙ κονδύλι της αγωγής που αφορά το μη χορηγηθέν επίδομα ιματισμού. Συνακόλουθα, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την προσβαλλομένη απόφαση του, δέχθηκε εν μέρει το σχετικό αγωγικό κονδύλιο ως ουσία βάσιμο και επεδίκασε στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 385,77 € για την ανωτέρω αιτία, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Ως εκ τούτου ο σχετικός δεύτερος λόγος της έφεσης πρέπει να γίνει εν όλω δεκτός ως βάσιμος, ενώ ο αντίστοιχος δεύτερος λόγος της αντέφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

III. Έτι περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 16 των ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. των ετών 2010 και 2011 κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει τα της υπηρεσίας των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά το μήνα κατά τους μήνες Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν. Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο, ήτοι, το 1/22 του μισθού ενεργείας.

Εν προκειμένω, όπως αποδεικνύεται από τα αναφερόμενα στην υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση του ναύτη Ν. Α. του Χ. και στις ένορκες καταθέσεις των ναυτών Θ. Μ. του Ι. και Χ. Π. του Ν., στα μέλη του κατώτερου πληρώματος καταστρώματος του ένδικου πλοίου, και ειδικότερα στον ενάγοντα, χορηγείτο μία μόνο άδεια διανυκτέρευσης μηνιαίως κατά τους χειμερινούς μήνες (Οκτώβριο – Ιούνιο), ενώ κατά τους θερινούς μήνες (Ιούλιο – Σεπτέμβριο) δεν τους παρεχόταν άδεια διανυκτέρευσης. Οι εναγόμενες ισχυρίζονται ότι στον ενάγοντα, όπως και σε όλα τα μέλη του πληρώματος του ως άνω πλοίου, είχαν χορηγηθεί κανονικά οι προβλεπόμενες στις ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. διανυκτερεύσεις, ακόμη και κατά τους θερινούς μήνες. Ωστόσο, παρότι το ίδιο αναφέρει και ο ύπαρχος του πλοίου Γ. Π. του Ε. στην προαναφερόμενη υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωσή του, ο ισχυρισμός τους αυτός πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Τούτο επειδή αν είχε παρασχεθεί άλλη άδεια διανυκτέρευσης πλην των προαναφερομένων στον ενάγοντα, οι εναγόμενες ασφαλώς θα είχαν μεριμνήσει να γίνει σχετική μνεία από τον πλοίαρχο στο ημερολόγιο του πλοίου, όπως, άλλωστε, επιτάσσει και η διάταξη του άρθρου 16§3 των προαναφερόμενων Σ.Σ.Ν.Ε. που διείπαν τους όρους εργασίας του ενάγοντος κατά τον ένδικο χρόνο, προκειμένου να κατοχυρωθούν αυτές ότι πραγματοποιήθηκαν οι διανυκτερεύσεις. Είναι δε βέβαιο ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα έσπευδαν να προσκομίσουν τα σχετικά αποσπάσματα από το ως άνω ημερολόγιο προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Ωστόσο, αυτές, ούτε προσκομίζουν ούτε επικαλούνται άλλα αποσπάσματα του ημερολογίου γέφυρας του πλοίου, πλην του ανωτέρω αναφερομένου που αφορά το χρονικό διάστημα από 21-11-2010 έως 09-12-2010 και στο οποίο ουδεμία καταχώριση υπάρχει σχετική με χορήγηση άδειας διανυκτέρευσης στον ενάγοντα. Εξάλλου, από μόνο το γεγονός της διανυκτέρευσης του πλοίου σε κάποιο λιμένα δεν μπορεί να εξαχθεί και το συμπέρασμα ότι ο ενάγων λάμβανε άδεια διανυκτέρευσης, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι εναγόμενες, αφού το πλήρωμα παραμένει στο πλοίο και εργάζεται για τις ανάγκες του (βλ. ΕφΠειρ 497/2010, ΕφΠειρ 514/2009, ΕφΠειρ 263/2008, άπασες δημοσιευθείσες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Ισοκράτης του ΔΣΑ). Με βάση τα ανωτέρω, το Δικαστήριο άγεται στην κρίση ότι στον ενάγοντα χορηγήθηκε μία μόνο αντί των δύο αδειών διανυκτέρευσης που έπρεπε να λάβει εντός του καθενός από τους μήνες Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο του έτους 2010, ενώ κατά τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο του έτους 2010 δεν έλαβε αυτός την προβλεπόμενη για κάθε μήνα μία άδεια διανυκτέρευσης. Αντιθέτως, ενόψει του ότι αυτός απασχολήθηκε στο ένδικο πλοίο επί 13 μόνον ημέρες κατά το μήνα Ιούνιο του έτους 2010 και επί 18 μόνον ημέρες κατά το μήνα Ιανουάριο του έτους 2011, δηλαδή για χρονικό διάστημα ημίσεος περίπου μήνα κάθε φορά, εδικαιούτο μία άδεια διανυκτέρευσης για καθέναν από τους εν λόγω δύο μήνες, την οποία και έλαβε. Κατόπιν αυτών, ο ενάγων εδικαιούτο συνολικά αποζημίωση ίση με [6 μήνες (Ιούλιος, Αύγουστος, Σεπτέμβριος, Οκτώβριος, Νοέμβριος, Δεκέμβριος) χ 1 διανυκτέρευση =] 6 ημερομίσθια, όσα δηλαδή και οι μη ληφθείσες άδειες του ως άνω χρονικού διαστήματος. Έπρεπε, λοιπόν, να λάβει ως αποζημίωση το ποσό των [1.146,52 € (μισθός ενεργείας του ναύτη για το έτος 2010, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 της Σ.Σ.Ε. πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2010) χ 1/22 χ 6 ημερομίσθια =] 312,69 €. Έναντι των ανωτέρω ποσών οι εναγόμενες ουδέν του κατέβαλαν. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως ουσία βάσιμη ως προς το υπ’ αριθμ. IV κονδύλιό της που αφορά την αποζημίωση διανυκτέρευσης του ενάγοντος. Συνακόλουθα, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την προσβαλλομένη απόφαση του, δέχθηκε αφενός μεν ότι στον ενάγοντα χορηγήθηκε μόνο μία άδεια διανυκτέρευσης κατά την ένδικη ναυτολόγησή του στο πλοίο «… αφετέρου δε ότι η αξίωση αποζημίωσης διανυκτέρευσης ρυθμιζόταν από τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2009, με βάση τις διατάξεις της οποίας και υπολόγισε την ανωτέρω αποζημίωση, ακολούθως. δε, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως προς το σχετικό αγωγικό κονδύλιο και επεδίκασε στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 513,40 € για την ανωτέρω αιτία, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Συνεπώς, τόσο ο σχετικός τρίτος λόγος της έφεσης όσο και ο αντίστοιχος τρίτος λόγος της αντέφεσης πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι, και δη ο μεν λόγος της έφεσης εν μέρει ο δε λόγος της αντέφεσης εν όλω.

  1. IV. Προσέτι, κατά τη διάταξη του άρθρου 7§1 των Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων των ετών 2010 και 2011 «Σε ολόκληρο το πλήρωμα περιλαμβανομένου του Πλοιάρχου και του Α΄ Μηχανικού που εργάζεται σε πλοία που δραστηριοποιούνται σε γραμμές για τις οποίες έχει συναφθεί Σύμβαση Δημόσιας Υπηρεσίας (άγονες), χορηγείται ειδικό επίδομα εκ ποσοστού 7% (επτά τοις εκατό) επί του μισθού ενεργείας της παραγράφου 1 του άρθρου 1 για απασχόληση στις γραμμές αυτές επί επτά ημέρες. Για απασχόληση επί ολιγότερες ημέρες καταβάλλεται αναλογία των 7/7». Ανάλογου περιεχομένου διάταξη με αυτήν περιλαμβάνεται σε όλες τις προγενέστερες των προαναφερόμενων αντίστοιχες Σ.Σ.Ν.Ε. από το έτος 1993 και εντεύθεν. Σύμφωνα δε με την απολύτως κρατούσα στη νομολογία άποψη, την οποία υιοθετεί και το Δικαστήριο τούτο ως ορθότερη, κατά τη σαφή έννοια της εν λόγω διατάξεως, όπως αυτή προκύπτει από τη διατύπωσή της, το προβλεπόμενο σ’ αυτήν επίδομα δρομολογίων άγονης γραμμής, εκ ποσοστού 7% επί του μισθού ενέργειας των ναυτικών που συμμετέχουν σ’ αυτά, δεν υπολογίζεται ανά μήνα, αλλά ανά εβδομάδα και χορηγείται πλήρες για απασχόληση επί επτά ημέρες την εβδομάδα, ανάλογα, μειωμένο για λιγότερες ημέρες (εβδομαδιαίας) απασχόλησής τους. Έτσι, στην περίπτωση που η απασχόλησή του ναυτικού στα παραπάνω δρομολόγια επαναλαμβάνεται σε περισσότερες της μιας εβδομάδες μέσα στον ίδιο μήνα, το υπ’ όψιν επίδομα υπολογίζεται προσαυξημένο σε ποσοστό, ανάλογα με τις ημέρες της εβδομαδιαίας απασχόλησής του σ’ αυτά, διότι υπό την αντίθετη εσφαλμένη εκδοχή θα προέκυπτε το άνισο και άρα άτοπο και μη σκοπούμενο από την ανωτέρω διάταξη αποτέλεσμα να αμείβονται, αδιακρίτως, με το ίδιο ποσοστό αμοιβής (7% μηνιαίως) τόσο οι ναυτικοί που συμμετέχουν σε τέτοια δρομολόγια επί μία εβδομάδα (7/7) το μήνα, όσο και αυτοί που συμμετέχουν σ’ αυτά για περισσότερες από επτά ημέρες ή, ακόμη, και όλες τις ημέρες στον ίδιο μήνα. Συνεπώς, το παραπάνω ποσοστό επιδόματος, μειούμενο αναλόγως, ως ανωτέρω ελέχθη, χορηγείται και υπολογίζεται για εβδομαδιαία και όχι μηνιαία απασχόληση των ναυτικών σε δρομολόγια άγονων γραμμών. Έτσι π.χ. ναυτικός που απασχολήθηκε επί 2 πλήρεις εβδομάδες το μήνα στα δρομολόγια αυτά δικαιούται επίδομα 2 χ 7% = 14%, αν απασχολήθηκε 3 ημέρες τη μία εβδομάδα και 2 ημέρες την άλλη δικαιούται επίδομα δρομολογίων άγονης γραμμής 5% (3/7 χ 7% + 2/7 χ 7% = 5%) επί του μισθού ενέργειας αυτού κ.ο.κ. (βλ. ιδίως ΕφΠειρ 369/2013, ΕφΠειρ 660/2012, ΕφΠειρ 70/2011, άπασες δημοσιευθείσες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Ισοκράτης του Δ.Σ.Α. Βλ. και ΜονΕφΠειρ 71/2014, ΕφΠειρ 66/2013, ΕφΠειρ 707/2012, ΕφΠειρ 46/2011, ΕφΠειρ 723/2010, ΕφΠειρ 678/2010, ΕφΠειρ 42/2010. Αντίθετα: ΕφΠειρ 545/2010, με την οποία κρίθηκε ότι το επίδομα άγονης γραμμής που εδικαιούτο ο ενάγων ναυτικός για τη συμμετοχή του σε δρομολόγια άγονης γραμμής επί τέσσερις ημέρες την εβδομάδα (ήτοι επί 17,14 ημέρες μηνιαίως) ανερχόταν μηνιαίως σε ποσοστό 4% του μισθού ενεργείας του, καθώς και ΕφΠειρ 932/2007, με την οποία κρίθηκε ότι το επίδομα άγονης γραμμής ανέρχεται σε 7% το μήνα και χορηγείται εφόσον η απασχόληση στις γραμμές για τις οποίες έχει συναφθεί Σύμβαση Ανάθεσης Δημόσιας Υπηρεσίας διαρκεί επί επτά ημέρες ή και παραπάνω και όχι σε 7% για κάθε επτά ημέρες απασχόλησης. Άπασες οι ανωτέρω αποφάσεις είναι δημοσιευμένες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Ισοκράτης του Δ.Σ.Α.).

Εν προκειμένω, μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, και του νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης εναγομένης, εφοπλίστριας του πλοίου «…» καταρτίσθηκε κατά τη 18-06-2010 η υπ’ αριθμ. … σύμβαση, με την οποία ανατέθηκε στην ως άνω εναγομένη η εξυπηρέτηση της δρομολογιακής γραμμής «Πειραιάς – Σύρος – Αγ. Κήρυκος – Φούρνοι – Καρλόβασι – Βαθύ Σάμου» μετ’ επιστροφής, με μισθούμενο τμήμα «Σύρος – Αγ. Κήρυκος – Φούρνοι – Καρλόβασι» και επιστροφή, με την εκτέλεση τριών δρομολογίων εβδομαδιαίως με το ανωτέρω πλοίο καθ’ όλη τη διάρκεια της δρομολογιακής περιόδου και μέχρι την 31-10-2010. Σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους της παραπάνω σύμβασης ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας, επιτρεπόταν μεν η προσέγγιση του πλοίου σε έναν επιπλέον λιμένα στις Κυκλάδες, ήταν δε υποχρεωτική η δωρεάν μεταφορά των μονίμων κατοίκων και των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους της νήσου Φούρνοι και των προστατευόμενων μελών τους από και προς την Ικαρία και το Καρλόβασι Σάμου {βλ. ως προς τα ανωτέρω τα αναφερόμενα στις προσκομιζόμενες από τους διαδίκους υπ’ αριθμ. 412/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς και υπ’ αριθμ. 369/2013 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, το δεδικασμένο των οποίων δεν δεσμεύει μεν τους διαδίκους της παρούσας δίκης, λαμβάνονται, όμως, αυτές υπ’ όψιν για την απόδειξη της ύπαρξης και του περιεχομένου της ως άνω σύμβασης ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας ως δικαστικό τεκμήριο [ΠΠρΡοδ 283/2009, δημοσιευθείσα στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Ορφανίδης), ΚΠολΔ Ι (2000) αρθρ. 339, αριθμ. 11]}. Δυνάμει της εν λόγω σύμβασης ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας, το πλοίο εκτελούσε κατά το χρονικό διάστημα από 18-06-2010 έως 31-10-2010 τρία (3) επιδοτούμενα δρομολόγια στη γραμμή Σύρος – Αγ. Κήρυκος – Φούρνοι – Καρλόβασι με επιστροφή και συγκεκριμένα, όπως προαναφέρθηκε, πραγματοποιούσε Α) κατά μεν το επιμέρους χρονικό διάστημα από 18-06-2010 έως 05-09-2010: α) Κάθε Τρίτη το δρομολόγιο επιστροφής: Καρλόβασι (αναχώρηση 10:00) – Φούρνοι (άφιξη 10:45 – αναχώρηση 11:00) – Αγ. Κήρυκος (άφιξη 11:20 – αναχώρηση 11:35) – Μύκονος (άφιξη 13:40 – αναχώρηση 13:55) – Σύρος (άφιξη 14:40), β) Κάθε Τετάρτη το δρομολόγιο: Σύρος (αναχώρηση 01:10) – Μύκονος (άφιξη 01:55 – αναχώρηση 02:10) – Αγ. Κήρυκος (άφιξη 04:15 – αναχώρηση 04:30) – Φούρνοι (άφιξη 04:50 – αναχώρηση 05:05) – Καρλόβασι (άφιξη 05:50), γ) κάθε Πέμπτη το δρομολόγιο επιστροφής: Καρλόβασι (αναχώρηση 10:00) – Φούρνοι (άφιξη 10:45 – αναχώρηση 11:00) – Αγ. Κήρυκος (άφιξη 11:20 – αναχώρηση 11:35) – Μύκονος (άφιξη 13:40 – αναχώρηση 13:55) – Σύρος (άφιξη 14:40), δ) κάθε Παρασκευή το δρομολόγιο: Σύρος (αναχώρηση 01:10) – Μύκονος (άφιξη 01:55 – αναχώρηση 02:10) – Αγ. Κήρυκος (άφιξη 04:15 – αναχώρηση 04:30) – Φούρνοι (άφιξη 04:50 – αναχώρηση 05:05) – Καρλόβασι (άφιξη 05:50) και ε) κάθε Κυριακή το δρομολόγιο: Σύρος (αναχώρηση 01:10) – Μύκονος (άφιξη 01:55 – αναχώρηση 02:10) – Αγ. Κήρυκος (άφιξη 04:15 – αναχώρηση 04:30) – Φούρνοι (άφιξη 04:50 – αναχώρηση 05:05) – Καρλόβασι (άφιξη 05:50), και το δρομολόγιο επιστροφής: Καρλόβασι (αναχώρηση 14:30) – Φούρνοι (άφιξη 15:15 – αναχώρηση 15:30) – Αγ. Κήρυκος (άφιξη 15:50 – αναχώρηση 16:05) – Εύδηλος (άφιξη 16:50 – αναχώρηση 17:10) – Μύκονος (άφιξη 19:10 – αναχώρηση 19:25) – Σύρος (άφιξη 20:10 – αναχώρηση 20:25), και Β) κατά δε το επιμέρους χρονικό διάστημα από 06-09-2010 έως 31-10-2010: α) κάθε Δευτέρα το δρομολόγιο: Σύρος (αναχώρηση 15:40) – Μύκονος (άφιξη 16:25 – αναχώρηση 16:40) – Εύδηλος (άφιξη 18:40 – αναχώρηση 19:00) – Αγ. Κήρυκος (άφιξη 19:45– αναχώρηση 20:00) – Φούρνοι (άφιξη 20:20 – αναχώρηση 20:35) – Καρλόβασι (άφιξη 21:20), β) κάθε Τρίτη το δρομολόγιο επιστροφής: Καρλόβασι (αναχώρηση 14:05) – Φούρνοι (άφιξη 15:15 – αναχώρηση 15:30) – Αγ. Κήρυκος (άφιξη 15:50 – αναχώρηση 16:05) – Εύδηλος (άφιξη 16:50 – αναχώρηση 17:10) – Μύκονος (άφιξη 19:10 – αναχώρηση 19:25) – Σύρος (άφιξη 20:10), γ) κάθε Τετάρτη το δρομολόγιο: Σύρος (αναχώρηση 15:40) – Μύκονος (άφιξη 16:25 – αναχώρηση 16:40) –Αγ. Κήρυκος (άφιξη 18:45– αναχώρηση 19:00) – Φούρνοι (άφιξη 19:20 – αναχώρηση 19:35) – Καρλόβασι (άφιξη 20:20), δ) κάθε Τετάρτη – Πέμπτη το δρομολόγιο επιστροφής: Καρλόβασι (αναχώρηση 22:40 Τετάρτης) – Φούρνοι (άφιξη 23:25 Τετάρτης – αναχώρηση 23:40 Τετάρτης) – Αγ. Κήρυκος (άφιξη 23:59 Τετάρτης – αναχώρηση 00:15 Πέμπτης) – Σύρος (άφιξη 02:55 Πέμπτης), ε) κάθε Σάββατο το δρομολόγιο: Σύρος (αναχώρηση 15:40) – Μύκονος (άφιξη 16:25 – αναχώρηση 16:40) –Αγ. Κήρυκος (άφιξη 18:45– αναχώρηση 19:00) – Φούρνοι (άφιξη 19:20 – αναχώρηση 19:35) – Καρλόβασι (άφιξη 20:20) και στ) κάθε Κυριακή το δρομολόγιο επιστροφής: Καρλόβασι (αναχώρηση 14:30 – Φούρνοι (άφιξη 15:15 – αναχώρηση 15:30) – Αγ. Κήρυκος (άφιξη 15:50 – αναχώρηση 16:05) – Εύδηλος (άφιξη 16:50 – αναχώρηση 17:10) – Μύκονος (άφιξη 19:10 – αναχώρηση 19:25) – Σύρος (άφιξη 20:10). Πραγματοποιούσε, δηλαδή, δρομολόγια άγονης γραμμής κατά μεν τη χρονική περίοδο από 18-06-2010 έως 05-09-2010 τις πέντε ημέρες της εβδομάδας (Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή και Κυριακή) κατά δε τη χρονική περίοδο από 06-09-2010 έως 31-10-2010 τις έξι ημέρες της εβδομάδας (Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Σάββατο και Κυριακή). Προσέτι, μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας, και του νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης εναγομένης, εφοπλίστριας του πλοίου «…» καταρτίσθηκε κατά τη 02-11-2010 η υπ’ αριθμ. … σύμβαση, η οποία αναρτήθηκε κατά την ίδια ημέρα (02-11-2010) στο διαδίκτυο και συγκεκριμένα καταχωρίσθηκε στην εφαρμογή του Προγράμματος Διαύγεια με ΑΔΑ (αριθμό διαδικτυακής ανάρτησης): 4ΙΗΘΥ-Φ (βλ. τη σχετική ανάρτηση στον κεντρικό διαδικτυακό τόπο του Εθνικού Τυπογραφείου που λειτουργεί στη διεύθυνση https://et.diavgeia.gov.gr). Με τη σύμβαση αυτή, η οποία κατέστη τόσο πασίγνωστη με την ανάρτησή της στο διαδίκτυο μέσω του Προγράμματος Διαύγεια, ώστε να μην υπάρχει εύλογη αμφιβολία ως προς την ύπαρξη και το περιεχόμενό της, λαμβάνεται, επομένως, αυτεπαγγέλτως υπ’ όψιν χωρίς απόδειξη (αρθρ. 336§1 ΚΠολΔ), ανατέθηκε στην ως άνω εναγομένη η εξυπηρέτηση της δρομολογιακής γραμμής «Πειραιάς – Σύρος – Αγ. Κήρυκος – Φούρνοι – Καρλόβασι – Βαθύ Σάμου» μετ’ επιστροφής, με μισθούμενο τμήμα «Σύρος – Αγ. Κήρυκος – Φούρνοι – Καρλόβασι» και επιστροφή, με την εκτέλεση τριών δρομολογίων εβδομαδιαίως καθ’ όλη τη διάρκεια της δρομολογιακής περιόδου με το ανωτέρω πλοίο. Σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους της παραπάνω σύμβασης ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας, επιτρέπονταν μεν οι προσεγγίσεις του πλοίου σε άλλα λιμάνια εκτός από τα λιμάνια της ανωτέρω δρομολογιακής γραμμής, εφόσον από τις προσεγγίσεις αυτές δεν εμποδιζόταν η εξυπηρέτηση της εν λόγω γραμμής και δεν παραβιάζονταν οι όροι άλλων συμβάσεων, μετά από έγκριση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας, ήταν δε υποχρεωτική η δωρεάν μεταφορά των μονίμων κατοίκων και των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους της νήσου Φούρνοι και των προστατευόμενων μελών τους από και προς την Ικαρία και το Καρλόβασι Σάμου. Δυνάμει της εν λόγω σύμβασης ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας, το πλοίο εκτελούσε κατά το χρονικό διάστημα από 01-11-2010 έως 18-01-2011 τρία (3) επιδοτούμενα δρομολόγια στη γραμμή Σύρος – Αγ. Κήρυκος – Φούρνοι – Καρλόβασι με επιστροφή και συγκεκριμένα, όπως προαναφέρθηκε, πραγματοποιούσε: α) κάθε Δευτέρα το δρομολόγιο: Σύρος (αναχώρηση 15:40) – Μύκονος (άφιξη 16:30 – αναχώρηση 16:40) – Εύδηλος (άφιξη 18:40 – αναχώρηση 19:00) – Αγ. Κήρυκος (άφιξη 19:50– αναχώρηση 20:05) – Φούρνοι (άφιξη 20:35 – αναχώρηση 20:45) – Καρλόβασι (άφιξη 21:45), β) κάθε Τρίτη το δρομολόγιο επιστροφής: Καρλόβασι (αναχώρηση 14:10) – Φούρνοι (άφιξη 15:10 – αναχώρηση 15:20) – Αγ. Κήρυκος (άφιξη 15:50 – αναχώρηση 16:05) – Εύδηλος (άφιξη 16:50 – αναχώρηση 17:10) – Μύκονος (άφιξη 19:10 – αναχώρηση 19:25) – Σύρος (άφιξη 20:20), γ) κάθε Τετάρτη το δρομολόγιο: Σύρος (αναχώρηση 15:40) – Μύκονος (άφιξη 16:30 – αναχώρηση 16:40) –Αγ. Κήρυκος (άφιξη 18:55– αναχώρηση 19:10) – Φούρνοι (άφιξη 19:40 – αναχώρηση 19:50) – Καρλόβασι (άφιξη 20:45), δ) κάθε Τετάρτη – Πέμπτη το δρομολόγιο επιστροφής: Καρλόβασι (αναχώρηση 23:40 Τετάρτης) – Φούρνοι (άφιξη 00:40 Πέμπτης – αναχώρηση 00:50 Πέμπτης) – Αγ. Κήρυκος (άφιξη 01:20 Πέμπτης – αναχώρηση 01:40 Πέμπτης) – Σύρος (άφιξη 05:00 Πέμπτης), ε) κάθε Σάββατο το δρομολόγιο: Σύρος (αναχώρηση 15:40) – Μύκονος (άφιξη 16:30 – αναχώρηση 16:40) –Αγ. Κήρυκος (άφιξη 18:55– αναχώρηση 19:10) – Φούρνοι (άφιξη 19:40 – αναχώρηση 19:50) – Καρλόβασι (άφιξη 20:45) και στ) κάθε Κυριακή το δρομολόγιο επιστροφής: Καρλόβασι (αναχώρηση 14:10) – Φούρνοι (άφιξη 15:10 – αναχώρηση 15:20) – Αγ. Κήρυκος (άφιξη 15:50 – αναχώρηση 16:05) – Εύδηλος (άφιξη 16:50 – αναχώρηση 17:10) – Μύκονος (άφιξη 19:10 – αναχώρηση 19:25) – Σύρος (άφιξη 20:20). Πραγματοποιούσε, δηλαδή, δρομολόγια άγονης γραμμής τις έξι ημέρες της εβδομάδας (Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Σάββατο και Κυριακή). Συνακόλουθα, και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, ο ενάγων εδικαιούτο σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του άρθρου 7§1 των Σ.Σ.Ε. πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων των ετών 2010 και 2011, (i) το ποσό των (βασικός μισθός ναύτη 1.146,52 € χ 7% χ 8/7 =) 91,72 € ως επίδομα άγονης γραμμής του μηνός Ιουνίου (ενόψει του ότι το πλοίο εκτέλεσε δρομολόγια άγονης γραμμής 8 συνολικά ημέρες του ως άνω μήνα), (ii) το ποσό των (1.146,52 € χ 7% χ 22/7 =) 252,23 € ως επίδομα άγονης γραμμής του μηνός Ιουλίου (ενόψει του ότι το πλοίο εκτέλεσε δρομολόγια άγονης γραμμής 22 συνολικά ημέρες του ως άνω μήνα), (iii) το ποσό των (1.146,52 € χ 7% χ 22/7 =) 252,23 € ως επίδομα άγονης γραμμής του μηνός Αυγούστου (ενόψει του ότι το πλοίο εκτέλεσε δρομολόγια άγονης γραμμής 22 συνολικά ημέρες του ως άνω μήνα), (iv) το ποσό των (1.146,52 € χ 7% χ 26/7 =) 298,10 € ως επίδομα άγονης γραμμής του μηνός Σεπτεμβρίου (ενόψει του ότι το πλοίο εκτέλεσε δρομολόγια άγονης γραμμής 26 συνολικά ημέρες του ως άνω μήνα), (v) το ποσό των (1.146,52 € χ 7% χ 26/7 =) 298,10 € ως επίδομα άγονης γραμμής του μηνός Οκτωβρίου (ενόψει του ότι το πλοίο εκτέλεσε δρομολόγια άγονης γραμμής 26 συνολικά ημέρες του ως άνω μήνα), (vi) το ποσό των (1.146,52 € χ 7% χ 20/7 =) 229,30 € ως επίδομα άγονης γραμμής του μηνός Νοεμβρίου (ενόψει του ότι το πλοίο εκτέλεσε δρομολόγια άγονης γραμμής 20 συνολικά ημέρες του ως άνω μήνα καθώς τα δρομολόγια της 01-11-2010 και των 24 έως 29-11-2010 παρέμειναν ανεκτέλεστα), (vii) το ποσό των (1.146,52 € χ 7% χ 25/7 =) 286,63 € ως επίδομα άγονης γραμμής του μηνός Δεκεμβρίου (ενόψει του ότι το πλοίο εκτέλεσε δρομολόγια άγονης γραμμής 25 συνολικά ημέρες του ως άνω μήνα καθώς το δρομολόγιο της 25-12-2010 παρέμεινε ανεκτέλεστο) και (viii) το ποσό των (1.157,99 € χ 7% χ 15/7 =) 173,70 € ως επίδομα άγονης γραμμής του μηνός Ιανουαρίου (ενόψει του ότι το πλοίο εκτέλεσε δρομολόγια άγονης γραμμής 15 συνολικά ημέρες του ως άνω μήνα καθώς το δρομολόγιο της 01-01-2011 παρέμεινε ανεκτέλεστο). Επομένως, εσφαλμένα κρίθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση ότι ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των 79,07 € μηνιαίως ως επίδομα άγονης γραμμής. Ως προς το συγκεκριμένο κεφάλαιο της απόφασης αυτής, με το οποίο έγινε εν μέρει δεκτό ως ουσία βάσιμο το κονδύλιο του επιδόματος άγονων γραμμών, δεν υφίσταται τελεσίδικη κρίση ούτε δεδικασμένο, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, εφόσον ο εναγόμενος εφεσίβλητος δικαιούται να ασκήσει αυτοτελή έφεση, αφού δεν έχει παρέλθει η σχετική προθεσμία, ως προς το κεφάλαια αυτό που δεν πλήττεται με την κρινόμενη έφεση.

Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 14 των ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. των ετών 2010 και 2011, σε συνδυασμό προς εκείνες των παραγράφων 2, 3 και 7 του άρθρου μόνου της υπ’ αριθμ. 70109/8008/14-12-1982 Απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β΄ 1/07-01-1982) προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, προς υπολογισμό των οποίων λαμβάνεται υπ’ όψιν ο πράγματι καταβαλλόμενος μισθός κατά τη 10η Δεκεμβρίου και κατά τη 15η ημέρα προ του Πάσχα αντιστοίχως ή κατά την εντός των ανωτέρω χρονικών περιόδων ημερομηνία λύσεως της εργασιακής σχέσεως. Ως καταβαλλόμενος μισθός νοείται το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού. Τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων της εν λόγω Υπουργικής Απόφασης θεωρούνται ο μισθός καθώς και κάθε άλλη παροχή εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχομένης από το μισθωτό εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου. Ως τέτοιες δε, προσδιορίζονται ενδεικτικά στην ανωτέρω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νομίμου και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσον όρο αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και οι λοιπές τακτικές παροχές, μεταξύ των οποίων είναι το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας (ΕφΠειρ 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011,387, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΕφΠειρ 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011,262, ΕφΠειρ 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011,97, ΕφΠειρ 283/2009, ΕΝαυτΔ 2009,102, ΕφΠειρ 770/2008, ΕΝαυτΔ 2008,275, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, βλ. και ΕφΠειρ 432/2011, δημοσιευθείσα στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Ισοκράτης του ΔΣΑ) και η τροφοδοσία είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, λαμβανομένου άρα υπ’ όψιν στον ανωτέρω υπολογισμό και του ημερήσιου αντίτιμου τροφής, όπως αυτό προσδιορίζεται από το άρθρο 3 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. σε 19,21 € την ημέρα (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004,214, ΕΝαυτΔ 2003,345, ΕφΠειρ 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012,19, ΕφΠειρ 377/2011, ο.π., ΕφΠειρ 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009,273, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, βλ. και ΕφΠειρ 827/2010, ΕφΠειρ 803/2009, ΕφΠειρ 653/2009, ΕφΠειρ 595/2009, άπασες δημοσιευθείσες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Ισοκράτης του ΔΣΑ, ΕφΠειρ 895/2008, αδημοσίευτη στο νομικό, έγγραφο και ηλεκτρονικό, τύπο, βλ. επίσης και Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, Τομ. Ι, εκδ. Ε΄, σελ. 245 επ.), η αμοιβή για την έχμαση οχημάτων, εφόσον αυτή καταβάλλεται τακτικώς (ΕφΠειρ 707/2012, δημοσιευθείσα στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Ισοκράτης του Δ.Σ.Α., ΕφΠειρ 899/2009, αδημοσίευτη στο νομικό, έγγραφο και ηλεκτρονικό, τύπο, ΕφΠειρ 514/2009, δημοσιευθείσα στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Ισοκράτης του Δ.Σ.Α.), αλλά και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 των ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγομένων απορριπτομένων ως αβασίμων, η αποζημίωση διανυκτέρευσης και η πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές, εφόσον αυτές καταβάλλονται τακτικώς (ΜονΕφΠειρ 23/2014, ΕφΠειρ 66/2013, ΕφΠειρ 726/2012, ΕφΠειρ 707/2012, ο.π., ΕφΠειρ 667/2012, άπασες δημοσιευθείσες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Ισοκράτης του Δ.Σ.Α., ΕφΠειρ 46/2011, ο.π.). Αντιθέτως, το επίδομα ιματισμού δεν συνυπολογίζεται στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές, προκειμένου να εξαχθεί το ποσό του επιδόματος εορτών, όπως βάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενες με τον τέταρτο λόγο έφεσής τους, καθώς το εν λόγω επίδομα δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού, όπως σαφώς προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 5 και 20 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., η κυρία και βασική αίτια χορηγήσεώς του είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου και όχι ο προσπορισμός οικονομικού οφέλους στο ναυτικό (βλ. ΕφΠειρ 71/2014, ΕφΠειρ 54/2013, αμφότερες δημοσιευθείσες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Ισοκράτης του Δ.Σ.Α., ΕφΠειρ 283/2009, ΕΝαυτΔ 2009,102, ΕφΠειρ 180/2008, ΕΝαυτΔ 2008,308, ΠειρΝομ 2009,197, δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, βλ. επίσης και ΑΠ 226/2003, ΕΕργΔ 226/2003, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, και ενόψει του ότι α) η συνολική πρόσθετη αμοιβή που εδικαιούτο ο ενάγων για την υπερωριακή απασχόλησή του κατά το χρονικό διάστημα από 18-06-2010 έως 31-12-2010 ανερχόταν, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, στο ποσό των (298,44 + 238,80 + 729,52 + 597 + 696,36 + 597 + 596,88 + 577,10 + 547,14 + 716,40 + 431,08 + 437,80 + 563,72 + 736,30 =) 7.763,54 €, και, συνακόλουθα ο μέσος μηνιαίος όρος της αμοιβής αυτής ήταν [7.763,54 € ÷ (6 μήνες + 13/30 του μήνα =) 193/30 =] 1.206,77 € και β) όπως προκύπτει από τους μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενους λογαριασμούς μισθοδοσίας του ενάγοντος, αυτός καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασιακής του σχέσης ελάμβανε κάθε μήνα υπό μορφή τακτικού μισθού αποζημίωση για τη μη λήψη της άδειας in natura, γεγονός από το οποίο συνάγεται ότι δεν κατέστη δυνατό να του χορηγηθεί η άδειά του κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στο ένδικο πλοίο, οι συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές αυτού κατά τη 10η Δεκεμβρίου του έτους 2010 ανέρχονταν, σύμφωνα με την ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. του ίδιου έτους (2010), στο ποσό των {1.146,52 € ο μισθός ενεργείας + 252,23 € το επίδομα Κυριακών + 34,87 € το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας + [(1.146,52 € μισθός ενεργείας + 252,23 € επίδομα Κυριακών) χ 1/22 + 19,02 € (ημερήσιο αντίτιμο τροφής) χ 5 ημέρες) =] 413 € η αποζημίωση αδείας με το ανάλογο αντίτιμο τροφής + 1.206,77 € ο μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής εργασίας + 286,63 € το επίδομα άγονης γραμμής του μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2010 =} 3.340,02 €. Σημειωτέον ότι α) για τον υπολογισμό της αποζημιώσεως αδείας μετά του αναλόγου αντιτίμου τροφής που εδικαιούτο ο ενάγων, ελήφθη υπ’ όψιν ότι αυτός είχε υπερδιετή θαλάσσια υπηρεσία, όπως προκύπτει από το μετ’ επικλήσως προσκομιζόμενο απόσπασμα του ναυτικού του φυλλαδίου αλλά και από το γεγονός ότι οι εναγόμενες του κατέβαλαν μηνιαίως το συνολικό ποσό των 406,90 € ως αποζημίωση αδείας με το ανάλογο αντίτιμο τροφής, το οποίο αντιστοιχεί στο μισθό ενεργείας πλέον του επιδόματος Κυριακών και του αντιτίμου τροφής πέντε (5) ημερών που προβλέπονταν στη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2009, με βάση τις διατάξεις της οποίας αμειβόταν ο ενάγων καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολόγησής του, και β) στο ως άνω ποσό των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του δεν προστέθηκαν το μηνιαίο αντίτιμο τροφής, η πρόσθετη αμοιβή που ελάμβανε αυτός για την έχμαση οχημάτων, η αποζημίωση διανυκτέρευσης και η πρόσθετη αμοιβή που εδικαιούτο αυτός για την απασχόληση του σε πλοίο που εκτελούσε δρομολόγια εξπρές, όπως θα αναφερθεί κατωτέρω, εφόσον ο ίδιος ο ενάγων δεν συγκαταλέγει το αντίτιμο τροφής, την αποζημίωση και τις αμοιβές αυτές στις τακτικές αποδοχές του. Επομένως, δεδομένου ότι οι συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος κατά τη 10-12-2010 ανέρχονταν στο προαναφερόμενο ποσό των 3.340,02 €, το ποσό που οφείλεται σ’ αυτόν ως αναλογία επιδόματος εορτών Χριστουγέννων για την απασχόληση στο ένδικο πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 18-06-2010 έως 31-12-2010 διαμορφώνεται ως εξής: [3.340,02 € χ 2/25 χ 10,368 δεκαεννεαήμερα (ήτοι 197 ημέρες) =] 2.770,35 €, έναντι του οποίου οι εναγόμενες του κατέβαλαν αφενός μεν, όπως ο ίδιος συνομολογεί στην αγωγή του, προκύπτει δε και από τον προσκομιζόμενο από 10-01-2011 λογαριασμό μισθοδοσίας του, το ποσό των 2.401,81 €, στην αφαίρεση του οποίου από το οφειλόμενο σ’ αυτόν ποσό για την ανωτέρω αιτία προβαίνει, άλλωστε, και ο ίδιος ο ενάγων με την αγωγή του, αφετέρου δε το επιπλέον ποσό των 97,55 €, με κατάθεση στον υπ’ αριθμ. … λογαριασμό που διατηρεί αυτός στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, όπως προκύπτει από τον προσκομιζόμενο από 15-02-2011 λογαριασμό μισθοδοσίας του σε συνδυασμό με τη σχετική κατάσταση πληρωμής μέσω τράπεζας του δώρου Χριστουγέννων του πληρώματος του ένδικου πλοίου. Επομένως, οι εναγόμενες εξόφλησαν μέρος της προαναφερόμενης απαίτησης του ενάγοντα, λόγος για τον οποίο πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος ο σχετικός ισχυρισμός τους που προβλήθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με την έφεση, και εξακολουθούν να του οφείλουν τη διαφορά ποσού [2.770,35 – (2.401,81 + 97,55) =] 270,99 €, ως προς το οποίο ποσό πρέπει να γίνει δεκτό το σχετικό αγωγικό κονδύλιο ως ουσία βάσιμο. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την προσβαλλομένη απόφαση του, αφενός μεν συνυπολόγισε στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, προκειμένου να εξαχθεί το ποσό της αναλογίας του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων που εδικαιούτο αυτός, το επίδομα ιματισμού και επιπλέον δέχθηκε ότι ο μέσος μηνιαίος όρος της υπερωριακής αμοιβής που εδικαιούτο ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα από 18-06-2010 έως 31-12-2010 ήταν 1.547,38 €, ενώ, εξάλλου, δεν προέβη στην αφαίρεση από την αναλογία επιδόματος εορτών Χριστουγέννων που εδικαιούτο ο ενάγων του προαναφερόμενου ποσού των 97,55 € που του κατέβαλαν οι εναγόμενες σε μερική εξόφληση της σχετικής απαίτησής του, αφετέρου δε έκρινε ότι οι αξιώσεις του ως άνω διαδίκου αναφορικά με το μισθό ενεργείας, το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, την αποζημίωση αδείας με το ανάλογο αντίτιμο τροφής, την αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση και το επίδομα άγονης γραμμής ρυθμιζόταν από τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2009, με βάση τις διατάξεις της οποίας και υπολόγισε τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του, και, επίσης, δέχθηκε ότι ο μέσος όρος του επιδόματος άγονης γραμμής που εδικαιούτο ο ενάγων κατά ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα ήταν 84,29 €, ακολούθως. δε, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως προς το υπ’ αριθμ. VΙ.α κονδύλιο που αφορά την αναλογία του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων του έτους 2010 και επεδίκασε σ’ αυτόν το συνολικό ποσό των 506,87 € για την ανωτέρω αιτία, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Συνεπώς, τόσο ο σχετικός τέταρτος λόγος της έφεσης κατά το πρώτο σκέλος του όσο και ο αντίστοιχος τέταρτος λόγος της αντέφεσης κατά το πρώτο σκέλος του πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτοί ως βάσιμοι.

Εξάλλου, ενόψει του ότι α) η συνολική πρόσθετη αμοιβή που εδικαιούτο ο ενάγων για την υπερωριακή απασχόλησή του κατά το χρονικό διάστημα των 18 ημερών που εργάσθηκε ο ενάγων στο πλοίο «…» κατά το μήνα Ιανουάριο του έτους 2011 (από 01-01-2011 έως 18-01-2011) ανερχόταν, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, στο ποσό των (284,92 + 442,20 =) 727,12 €, και, επομένως, με αναγωγή στις αποδοχές ενός πλήρη μήνα, η αμοιβή αυτή θα ανερχόταν στο ποσό των (727,12 € χ 30/18 =) 1.211,87 € και β) όπως προκύπτει από τους μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενους λογαριασμούς μισθοδοσίας του ενάγοντος, αυτός καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασιακής του σχέσης ελάμβανε κάθε μήνα υπό μορφή τακτικού μισθού αποζημίωση για τη μη λήψη της άδειας in natura, γεγονός από το οποίο συνάγεται ότι δεν κατέστη δυνατό να του χορηγηθεί η άδειά του κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στο ένδικο πλοίο, οι συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές αυτού κατά το ως άνω χρονικό διάστημα κατά τη 18η Ιανουαρίου του έτους 2011 (ημερομηνία λύσεως της εργασιακής σχέσεως αυτού) ανέρχονταν, σύμφωνα με την ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. του ίδιου έτους (2011), στο ποσό των {1.157,99 € ο μισθός ενεργείας + 254,76 € το επίδομα Κυριακών + 35,22 € το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας + [(1.157,99 € μισθός ενεργείας + 254,76 € επίδομα Κυριακών) χ 1/22 + 19,21 € (ημερήσιο αντίτιμο τροφής) χ 5 ημέρες =] 417,13 € η αποζημίωση αδείας με το ανάλογο αντίτιμο τροφής + 1.211,87 € ο μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής εργασίας + (173,70 € ÷ 18 ημέρες απασχόλησης χ 30 ημέρες =) 289,50 € το επίδομα άγονης γραμμής που θα ελάμβανε ο ενάγων εάν είχε απασχοληθεί καθ’ όλη τη διάρκεια του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2011 =} 3.366,47 €. Σημειωτέον ότι α) για τον υπολογισμό της αποζημιώσεως αδείας μετά του αναλόγου αντιτίμου τροφής που εδικαιούτο ο ενάγων, ελήφθη υπ’ όψιν ότι αυτός είχε υπερδιετή θαλάσσια υπηρεσία, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, και β) στο ως άνω ποσό των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του δεν προστέθηκαν το μηνιαίο αντίτιμο τροφής, η πρόσθετη αμοιβή που ελάμβανε αυτός για την έχμαση οχημάτων, η αποζημίωση διανυκτέρευσης και η πρόσθετη αμοιβή που εδικαιούτο αυτός για την απασχόληση του σε πλοίο που εκτελούσε δρομολόγια εξπρές, όπως θα αναφερθεί κατωτέρω, εφόσον ο ίδιος ο ενάγων δεν συγκαταλέγει το αντίτιμο τροφής, την αποζημίωση και τις αμοιβές αυτές στις τακτικές αποδοχές του. Επομένως, δεδομένου ότι οι συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος κατά τη 18-01-2011 ανέρχονταν στο προαναφερόμενο ποσό των 3.366,47 €, το ποσό που οφείλεται σ’ αυτόν ως αναλογία επιδόματος εορτών Πάσχα για την απασχόληση στο ένδικο πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 01-01-2011 έως 18-11-2011 διαμορφώνεται ως εξής: [3.366,47 € χ 1/2 χ 1/15 χ 2,25 οκταήμερα (ήτοι 18 ημέρες) =] 252,49 €. Έναντι του ποσού αυτού οι εναγόμενες του κατέβαλαν το ποσό των 216,12 €, με κατάθεση στον υπ’ αριθμ. … λογαριασμό που διατηρεί αυτός στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, όπως προκύπτει από τον προσκομιζόμενο από 21-04-2011 λογαριασμό μισθοδοσίας του σε συνδυασμό με τη σχετική κατάσταση πληρωμής μέσω τράπεζας του δώρου Πάσχα του πληρώματος του ένδικου πλοίου. Επομένως, οι εναγόμενες εξόφλησαν μέρος της προαναφερόμενης απαίτησης του ενάγοντα, λόγος για τον οποίο πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος ο σχετικός ισχυρισμός τους που προβλήθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με την έφεση, και εξακολουθούν να του οφείλουν τη διαφορά ποσού (252,49 – 216,12 =) 36,37 €, ως προς το οποίο ποσό πρέπει να γίνει δεκτό το σχετικό αγωγικό κονδύλιο ως ουσία βάσιμο. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την προσβαλλομένη απόφαση του, αφενός μεν συνυπολόγισε στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, προκειμένου να εξαχθεί το ποσό της αναλογίας του επιδόματος εορτών Πάσχα που εδικαιούτο αυτός, το επίδομα ιματισμού και επιπλέον δέχθηκε ότι ο μέσος μηνιαίος όρος της υπερωριακής αμοιβής που εδικαιούτο ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα από 01-01-2011 έως 18-01-2011 ήταν 1.547,38 €, ενώ, εξάλλου, δεν προέβη στην αφαίρεση από την αναλογία επιδόματος εορτών Πάσχα που εδικαιούτο ο ενάγων του προαναφερόμενου ποσού των 216,12 € που του κατέβαλαν οι εναγόμενες σε μερική εξόφληση της σχετικής απαίτησής του, αφετέρου δε έκρινε ότι οι αξιώσεις του ως άνω διαδίκου αναφορικά με το μισθό ενεργείας, το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, την αποζημίωση αδείας με το ανάλογο αντίτιμο τροφής, την αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση και το επίδομα άγονης γραμμής ρυθμιζόταν από τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2009, με βάση τις διατάξεις της οποίας και υπολόγισε τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του, και, επίσης, δέχθηκε ότι ο μέσος όρος του επιδόματος άγονης γραμμής που εδικαιούτο ο ενάγων κατά ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα ήταν 84,29 €, ακολούθως. δε, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως προς το υπ’ αριθμ. VΙ.β κονδύλιο που αφορά την αναλογία του επιδόματος εορτών Πάσχα του έτους 2011 και επεδίκασε σ’ αυτόν το συνολικό ποσό των 262,96 € για την ανωτέρω αιτία, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Συνεπώς, τόσο ο σχετικός τέταρτος λόγος της έφεσης κατά το δεύτερο σκέλος του όσο και ο αντίστοιχος τέταρτος λόγος της αντέφεσης κατά το δεύτερο σκέλος του πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτοί ως βάσιμοι.

  1. V. Τέλος, στις διατάξεις του άρθρου 33 των ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. των ετών 2010 και 2011 ορίζεται ότι «σε κάθε περίπτωση, κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται από την αρμόδια Υπηρεσία του Y.Θ.Υ.Ν.ΑΛ. και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου, για το επόμενο δρομολόγιο (§1). Αν κατ’ εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο κατά τη διαδικασία του ν. 2932/2001 ή του ΚΔΝΔ, η περί εγκρίσεως του οποίου απόφαση κοινοποιείται στην Π.Ν.Ο., καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (§2). Δρομολόγια για τα οποία καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου η κατά την επόμενη παράγραφο 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού (§3). Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως έξι (6) ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται δια του αριθμού 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή (§4). Ειδικά, προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των πέντε (5) δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του, κατά την προηγούμενη παράγραφο 2 προσδιορισμού (§5). Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια καθώς και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλ. 23:00 μέχρι 07:00 ώρας (§6). Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: α) εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στο λιμένα ή τους λιμένες προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών, β) εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπόμενης αμέσως παραπάνω αμοιβής, γ) εάν είναι μικρότερη των 6 ωρών η αμοιβή είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπομένης από το παραπάνω εδάφιο β΄ (§7)». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο αυτό πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται για την πραγματοποίηση των ως άνω καθοριζομένων δρομολογίων «εξπρές». Ειδικότερα, προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, όπως προκύπτει από την παρ. 5 του άρθρου αυτού, καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή, για τα πέραν των 5 δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του ως άνω κατά την παρ. 2 προσδιορισμού. Δηλαδή, κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοία που εκτελούν περισσότερα από πέντε (5) κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα (6 ή 7), είτε παραμένουν στο λιμάνι αφετηρίας 6 ώρες είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην παρ. 7, η οποία δεν υπολογίζεται κατά την παρ. 4, αλλά όπως ορίζεται στην παρ. 5. Επομένως, λαμβάνουν στην περίπτωση κατά την οποία η διάρκεια του κάθε δρομολογίου (κυκλικού ταξιδιού) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, πρόσθετη αμοιβή ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών για κάθε δρομολόγιο. Δηλαδή, αν εκτελούν 6 τακτικά δρομολόγια την εβδομάδα λαμβάνουν ως πρόσθετη αμοιβή το 1/30 των ως άνω αποδοχών, και, αν εκτελούν 7 τακτικά δρομολόγια, λαμβάνουν τα 2/30. Αν εκτελούν όμως πέντε (5) δρομολόγια ή λιγότερα των πέντε (5), τότε έχει εφαρμογή η προαναφερθείσα παρ. 4 του άρθρου αυτού. Τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα κατά τα οποία, το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη για κάθε ημέρα ώρα (έστω και αν η ώρα κάθε ημέρας δεν είναι ίδια, αρκεί να είναι προκαθορισμένη), σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή, για το χαρακτηρισμό του δρομολογίου ως τακτικού, η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων, κατά την εκτέλεση του (ΕφΠειρ 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012,19, ΕφΠειρ 34/2008, ΕΝαυτΔ 2008,290, δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 452/2010, δημοσιευθείσα στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Ισοκράτης του ΔΣΑ). Εξάλλου, κατά τη σαφή έννοια της παρ. 1 του πιο πάνω άρθρου, ως δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής. Δηλαδή, το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται μία και μοναδική φορά σε κάθε δρομολόγιο και συγκεκριμένα στο λιμάνι αφετηρίας «πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο». Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται και με το άρθρο 1 του π.δ. 814/1974 «περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως», στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως «το κατά ημέραν και ώραν ιδιαίτερον ταξίδιον προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής», ο δε λιμένας αφετηρίας ως «ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του». Η διάταξη της παρ. 3 του πιο πάνω άρθρου 33 της ΣΣΝΕ δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση από εκείνη της παρ. 1, με την έννοια ότι το πλοίο πρέπει να παραμείνει έξι ώρες τόσο στο λιμάνι αφετηρίας όσο και στο λιμάνι προορισμού. Το ότι η αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση, κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί 6 ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του (αναχώρηση – επιστροφή), προκύπτει και από τον αναφερόμενο στην παρ. 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου μέχρι την επιστροφή του. Άλλωστε, αν το πλοίο έπρεπε να παραμείνει συνολικά 12 ώρες ημερησίως στα λιμάνια αφετηρίας και προορισμού (6 + 6) τότε δεν θα υπήρχε δυνατότητα εφαρμογής της περ. α΄ της παρ. 7 του άρθρου 33 των παραπάνω ΣΣΕ, αφού κανένα κυκλικό καθημερινό ταξίδι δεν θα είχε διάρκεια μεγαλύτερη των 12 ωρών (12 ώρες παραμονή στα λιμάνια + 12 ώρες ταξίδι = 24 ώρες) (ΕφΠειρ 545/2010, δημοσιευθείσα στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Ισοκράτης του ΔΣΑ, ΕφΠειρ 34/2008, ο.π., ΕφΠειρ 33/2002, ΔΕΕ 2003,561, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το πλοίο «…», εκτελούσε α) κατά το χρονικό διάστημα από 18-06-2010 έως 05-09-2010 έξι (6) τακτικά κυκλικά δρομολόγια εβδομαδιαίως και β) κατά το χρονικό διάστημα από 06-09-2010 έως 18-01-2011 πέντε (5) τακτικά κυκλικά δρομολόγια εβδομαδιαίως. Η διάρκεια των δρομολογίων αυτών, τα οποία περιγράφονται αναλυτικά παραπάνω, υπερέβαινε τις 12 ώρες, επεκτεινόταν δε και κατά τις νυκτερινές ώρες (από 23:00 έως 07:00). Ειδικότερα: Κατά το τριήμερο από 18-06-2010 έως 20-06-2010 (κατά το οποίο εκτελέσθηκαν συνολικά δύο τακτικά κυκλικά δρομολόγια, και επομένως δεν χωρεί εφαρμογή της προαναφερόμενης διατάξεως του άρθρου 33§5 των ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε.), η παραμονή του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού διαρκούσε περισσότερο από 6 ώρες πριν τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο. Συγκεκριμένα, το δρομολόγιο της Παρασκευής (18-06-2010) δεν ήταν εξπρές, επειδή το ως άνω δρομολόγιο ήταν το πρώτο της περιόδου 18-06-2010 έως 05-09-2010 και, επομένως, το πλοίο ευρισκόταν ελλιμενισμένο στο λιμένα αφετηρίας (Πειραιά) καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας εκείνης πριν την αναχώρησή του για την εκτέλεση του εν λόγω δρομολογίου (στις 21:30 της ίδιας ημέρας). Επίσης, το δρομολόγιο του Σαββάτου (19-06-2010) δεν ήταν εξπρές, επειδή το πλοίο παρέμεινε στον λιμένα τελικού προορισμού (Βαθύ Σάμου) από ώρα 06:50 της Κυριακής (20-06-2010) μέχρι ώρας 13:00 της ίδιας ημέρας, ήτοι επί 6 ώρες και 10 λεπτά. Κατά τις ένδεκα εβδομάδες του χρονικού διαστήματος από 21-06-2010 έως 05-09-2010 (ήτοι κατά τις εβδομάδες από 21-06-2010 έως 27-06-2010, από 28-06-2010 έως 04-07-2010, από 05-07-2010 έως 11-07-2010, από 12-07-2010 έως 18-07-2010, από 19-07-2010 έως 25-07-2010, από 26-07-2010 έως 01-08-2010, από 02-08-2010 έως 08-08-2010, από 09-08-2010 έως 15-08-2010, από 16-08-2010 έως 22-08-2010, από 23-08-2010 έως 29-08-2010 και από 30-08-2010 έως 05-09-2010), ο αριθμός των δρομολογίων εξπρές για κάθε εβδομάδα ήταν ένα (1), και συνολικά (11 εβδομάδες χ 1 δρομολόγιο =) ένδεκα (11). Εξάλλου, κατά τις οκτώ εβδομάδες του χρονικού διαστήματος από 06-09-2010 έως 31-10-2010 (ήτοι κατά τις εβδομάδες από 06-09-2010 έως 12-09-2010, από 13-09-2010 έως 19-09-2010, από 20-09-2010 έως 26-09-2010, από 27-09-2010 έως 03-10-2010, από 04-10-2010 έως 10-10-2010, από 11-10-2010 έως 17-10-2010, από 18-10-2010 έως 24-10-2010 και από 25-10-2010 έως 31-10-2010, σε καθεμία από τις οποίες εκτελέσθηκαν συνολικά πέντε τακτικά κυκλικά δρομολόγια, και επομένως δεν χωρεί εφαρμογή της προαναφερόμενης διατάξεως του άρθρου 33§5 των ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε.), ένα μόνο δρομολόγιο ήταν εξπρές. Συγκεκριμένα, τα δρομολόγια της Δευτέρας και της Τετάρτης δεν ήταν εξπρές, επειδή πριν την αναχώρηση του πλοίου από το λιμένα αφετηρίας (Πειραιά) για την εκτέλεσή τους (στις 12:00 των ημερών εκείνων), αυτό είχε παραμείνει στον ως άνω λιμένα επί 12 ώρες και 25 λεπτά, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Επίσης, τα δρομολόγια της Παρασκευής και του Σαββάτου δεν ήταν εξπρές, επειδή πριν την αναχώρηση του πλοίου από το λιμένα αφετηρίας (Πειραιά) για την εκτέλεσή τους (στις 12:00 των ημερών εκείνων), αυτό είχε παραμείνει στον ως άνω λιμένα επί 6 ώρες και 30 λεπτά, όπως επίσης προεκτέθηκε. Αντιθέτως, κάθε Πέμπτη το πλοίο κατέπλεε στον Πειραιά, ολοκληρώνοντας το δρομολόγιο της προηγούμενης ημέρας, στις 06:20 και αναχωρούσε και πάλι από τον Πειραιά στις 12:00 (ήτοι μετά από παραμονή 5 ωρών και 40 λεπτών στον ως άνω λιμένα αφετηρίας) με τελικό προορισμό το Βαθύ Σάμου, στο οποίο έφθανε στις 21:00 της Πέμπτης και απέπλεε από εκεί στις 21:45 (ήτοι μετά από παραμονή 45 λεπτών στον ως άνω λιμένα τελικού προορισμού) με προορισμό τον Πειραιά, στον οποίο κατέπλεε περί ώρα 05:30 της επομένης (Παρασκευής). Επομένως, το δρομολόγιο της Πέμπτης ήταν εξπρές, αφού ο χρόνος πρόωρης αναχώρησης από το λιμένα αφετηρίας ήταν 40 λεπτά. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 33 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2010, έπρεπε για το δρομολόγιο αυτό να καταβληθεί στον ενάγοντα πρόσθετη αμοιβή, η οποία υπολογίζεται από το άθροισμα των ωρών της πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως διαιρούμενο διά του 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. Εφόσον δε οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου από το λιμένα αφετηρίας κατά την καθεμία από τις ανωτέρω οκτώ εβδομάδες ήταν 0,67 ώρες (ήτοι 40 λεπτά της ώρας), ο αριθμός των δρομολογίων εξπρές ανά εβδομάδα ήταν (0,67 ÷ 8 =) 0,08375, και συνολικά (0,08375 χ 8 =) 0,67. Τέλος, κατά την εβδομάδα από 01-11-2010 έως 07-11-2010, κατά την οποία εκτελέσθηκαν τέσσερα συνολικά τακτικά κυκλικά δρομολόγια (αφού το δρομολόγιο της Δευτέρας 01-11-2010 παρέμεινε ανεκτέλεστο, όπως προεκτέθηκε), κατά την εβδομάδα από 29-11-2010 έως 05-12-2010, κατά την οποία εκτελέσθηκαν τέσσερα τακτικά κυκλικά δρομολόγια (αφού το δρομολόγιο της Δευτέρας 29-11-2010 παρέμεινε ανεκτέλεστο, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα), κατά την εβδομάδα από 20-12-2010 έως 26-12-2010, κατά την οποία εκτελέσθηκαν τέσσερα τακτικά κυκλικά δρομολόγια (αφού το δρομολόγιο του Σαββάτου 25-12-2010 παρέμεινε ανεκτέλεστο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα), κατά την εβδομάδα από 27-12-2010 έως 02-01-2011, κατά την οποία εκτελέσθηκαν τέσσερα τακτικά κυκλικά δρομολόγια (αφού το δρομολόγιο του Σαββάτου 01-01-2011 παρέμεινε ανεκτέλεστο, όπως επίσης προαναφέρθηκε) και κατά τις εβδομάδες από 08-11-2010 έως 14-11-2010, από 15-11-2010 έως 21-11-2010, από 06-12-2010 έως 12-12-2010, από 13-12-2010 έως 19-12-2010, από 03-01-2011 έως 09-01-2011 και από 10-01-2011 έως 16-01-2011, σε καθεμία από τις οποίες εκτελέσθηκαν συνολικά πέντε τακτικά κυκλικά δρομολόγια, και επομένως δεν χωρεί εφαρμογή της προαναφερόμενης διατάξεως του άρθρου 33§5 των ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., ένα μόνο δρομολόγιο ήταν εξπρές. Συγκεκριμένα, τα δρομολόγια της Δευτέρας και της Τετάρτης δεν ήταν εξπρές, επειδή πριν την αναχώρηση του πλοίου από το λιμένα αφετηρίας (Πειραιά) για την εκτέλεσή τους (στις 12:00 των ημερών εκείνων), αυτό είχε παραμείνει στον ως άνω λιμένα επί 12 ώρες και 10 λεπτά, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Επίσης, τα δρομολόγια της Παρασκευής και του Σαββάτου δεν ήταν εξπρές, επειδή πριν την αναχώρηση του πλοίου από το λιμένα αφετηρίας (Πειραιά) για την εκτέλεσή τους (στις 12:00 των ημερών εκείνων), αυτό είχε παραμείνει στον ως άνω λιμένα επί 6 ώρες ακριβώς, όπως επίσης προεκτέθηκε. Αντιθέτως, κάθε Πέμπτη το πλοίο κατέπλεε στον Πειραιά, ολοκληρώνοντας το δρομολόγιο της προηγούμενης ημέρας, στις 08:30 και αναχωρούσε και πάλι από τον Πειραιά στις 12:00 (ήτοι μετά από παραμονή 3 ωρών και 30 λεπτών στον ως άνω λιμένα αφετηρίας) με τελικό προορισμό το Βαθύ Σάμου, στο οποίο έφθανε στις 21:10 της Πέμπτης και απέπλεε από εκεί στις 22:00 (ήτοι μετά από παραμονή 50 λεπτών στον ως άνω λιμένα τελικού προορισμού) με προορισμό τον Πειραιά, στον οποίο κατέπλεε περί ώρα 06:00 της επομένης (Παρασκευής). Επομένως, το δρομολόγιο της Πέμπτης ήταν εξπρές, αφού ο χρόνος πρόωρης αναχώρησης από το λιμένα αφετηρίας ήταν 2 ώρες και 30 λεπτά. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 33 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2010, έπρεπε για το δρομολόγιο αυτό να καταβληθεί στον ενάγοντα πρόσθετη αμοιβή, η οποία υπολογίζεται από το άθροισμα των ωρών της πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως διαιρούμενο διά του 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. Εφόσον δε οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου από το λιμένα αφετηρίας κατά την καθεμία από τις ανωτέρω δέκα εβδομάδες ήταν 2,5 ώρες, ο αριθμός των δρομολογίων εξπρές ανά εβδομάδα ήταν (2,5 ÷ 8 =) 0,3125, και συνολικά (0,3125 χ 8 =) 2,5 για τις οκτώ εβδομάδες του έτους 2010 και (0,3125 χ 2 =) 0,625 για τις δύο εβδομάδες του έτους 2011. Αντιθέτως, κατά την εβδομάδα από 22-11-2010 έως 28-11-2010, εκτελέσθηκε ένα μόνο τακτικό κυκλικό δρομολόγιο, αυτό του διημέρου Δευτέρας/Τρίτης 22/23-11-2010 (αφού τα δρομολόγια της Τετάρτης 24-11-2010, της Πέμπτης 25-11-2010, της Παρασκευής 26-11-2010 και του Σαββατοκύριακου 27/28-11-2010 παρέμειναν ανεκτέλεστα, όπως προαναφέρθηκε), το οποίο δεν ήταν εξπρές επειδή πριν την αναχώρηση του πλοίου από το λιμένα αφετηρίας (Πειραιά) για την εκτέλεσή του (στις 12:00 της Δευτέρας), αυτό είχε παραμείνει στον ως άνω λιμένα επί 12 ώρες και 10 λεπτά, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο δεν ήταν εξπρές ούτε το μοναδικό τακτικό κυκλικό δρομολόγιο που εκτελέσθηκε κατά το διήμερο 17/18-01-2011. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, το πλοίο εκτέλεσε συνολικά (11 + 0,67 + 2,5 =) 14,17 δρομολόγια εξπρές κατά το χρόνο της ναυτολόγησης του ενάγοντος σ’ αυτό εντός του έτους 2010 και 0,625 δρομολόγια εξπρές κατά το χρόνο της ναυτολόγησης του ενάγοντος σ’ αυτό εντός του έτους 2011. Εφόσον δε η διάρκεια του εκάστοτε κυκλικού ταξιδίου ήταν μεγαλύτερη των δώδεκα ωρών, η αμοιβή για κάθε δρομολόγιο εξπρές ισούται προς το 1/30 των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος. Ως προς το περιεχόμενο των αποδοχών αυτών ισχύουν όσα αναλυτικά εκτέθηκαν ανωτέρω σχετικά με τις παροχές που συμπεριλαμβάνονται ή μη στις τακτικές αποδοχές, με βάση τις οποίες υπολογίζονται τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα. Με βάση τα προαναφερόμενα, και ενόψει του ότι α) η συνολική πρόσθετη αμοιβή που εδικαιούτο ο ενάγων, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, για την απασχόλησή του σε πλοίο που εκτελούσε δρομολόγια άγονης γραμμής κατά το έτος 2010 ανερχόταν στο ποσό των (91,72 + 252,23 + 252,23 + 298,10 + 298,10 + 229,30 + 286,63 =) 1.708,31 € και, συνακόλουθα, ο μέσος μηνιαίος όρος της αμοιβής αυτής ήταν κατά το έτος αυτό (1.708,31 € ÷ (6 μήνες απασχόλησης + 13/30 του μήνα =) 193/30 =) 265,54 €, ενώ ο μέσος μηνιαίος όρος της ίδιας αμοιβής κατά το έτος 2011 ήταν 289,50 €, όπως προαναφέρθηκε, β) η συνολική πρόσθετη αμοιβή που εδικαιούτο ο ενάγων για την υπερωριακή απασχόλησή του κατά το έτος 2010 ανερχόταν, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, στο ποσό των 7.763,54 €, και ο μέσος μηνιαίος όρος της αμοιβής αυτής ήταν 1.206,77 €, ενώ η συνολική πρόσθετη αμοιβή που εδικαιούτο ο ενάγων για την υπερωριακή απασχόλησή του κατά το χρονικό διάστημα των 18 ημερών που εργάσθηκε ο ενάγων στο πλοίο «…» κατά το μήνα Ιανουάριο του έτους 2011 (από 01-01-2011 έως 18-01-2011) ανερχόταν, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, στο ποσό των 727,12 € και, με αναγωγή στις αποδοχές ενός πλήρη μήνα, η αμοιβή αυτή θα ανερχόταν στο ποσό των 1.211,87 €, γ) όπως προαναφέρθηκε, δεν κατέστη δυνατό να του χορηγηθεί η άδειά του κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στο ένδικο πλοίο, οι συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές αυτού κατά το έτος 2010 ανέρχονταν, σύμφωνα με την ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. του ίδιου έτους (2010), στο ποσό των {1.146,52 € ο μισθός ενεργείας + 252,23 € το επίδομα Κυριακών + 34,87 € το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας + [(1.146,52 € μισθός ενεργείας + 252,23 € επίδομα Κυριακών) χ 1/22 + 19,02 € (ημερήσιο αντίτιμο τροφής) χ 5 ημέρες) =] 413 € η αποζημίωση αδείας με το ανάλογο αντίτιμο τροφής + 1.206,72 € ο μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής εργασίας + 265,54 € ο μέσος όρος του επιδόματος άγονης γραμμής κατά το έτος 2010 =} 3.318,88 €, ενώ οι συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές αυτού κατά το έτος 2011 ανέρχονταν, σύμφωνα με την ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. του ίδιου έτους (2011), στο ποσό των {1.157,99 € ο μισθός ενεργείας + 254,76 € το επίδομα Κυριακών + 35,22 € το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας + [(1.157,99 € μισθός ενεργείας + 254,76 € επίδομα Κυριακών) χ 1/22 + 19,21 € (ημερήσιο αντίτιμο τροφής) χ 5 ημέρες =] 417,13 € η αποζημίωση αδείας με το ανάλογο αντίτιμο τροφής + 1.211,87 € ο μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής εργασίας + (173,70 € ÷ 18 ημέρες απασχόλησης χ 30 ημέρες =) 289,50 € το επίδομα άγονης γραμμής που θα ελάμβανε ο ενάγων εάν είχε απασχοληθεί καθ’ όλη τη διάρκεια του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2011 =} 3.366,47 €. Σημειωτέον ότι α) για τον υπολογισμό της αποζημιώσεως αδείας μετά του αναλόγου αντιτίμου τροφής που εδικαιούτο ο ενάγων, ελήφθη υπ’ όψιν ότι αυτός είχε υπερδιετή θαλάσσια υπηρεσία και β) στο ως άνω ποσό των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του δεν προστέθηκαν το μηνιαίο αντίτιμο τροφής, η πρόσθετη αμοιβή που ελάμβανε αυτός για την έχμαση οχημάτων και η αποζημίωση διανυκτέρευσης, εφόσον ο ίδιος ο ενάγων δεν συγκαταλέγει το αντίτιμο τροφής, την αποζημίωση και την αμοιβή αυτή στις τακτικές αποδοχές του. Επομένως, ο ενάγων έπρεπε να λάβει πρόσθετη αμοιβή ποσού (14,17 δρομολόγια εξπρές χ 3.318,88 € χ 1/30 =) 1.567,62 € για τα εξπρές δρομολόγια που πραγματοποιήθηκαν κατά το έτος 2010, και συγκεκριμένα: το ποσό των: (1 δρομολόγιο εξπρές χ 3.318,88 € χ 1/30 =) 110,63 € για τα εξπρές δρομολόγια του μηνός Ιουνίου, (4 δρομολόγια εξπρές χ 3.318,88 € χ 1/30 =) 442,52 € για τα εξπρές δρομολόγια του μηνός Ιουλίου, (5 δρομολόγια εξπρές χ 3.318,88 € χ 1/30 =) 553,15 € για τα εξπρές δρομολόγια του μηνός Αυγούστου, (1,335 δρομολόγια εξπρές χ 3.318,88 € χ 1/30 =) 147,69 € για τα εξπρές δρομολόγια του μηνός Σεπτεμβρίου, (0,335 δρομολόγια εξπρές χ 3.318,88 € χ 1/30 =) 37,06 € για τα εξπρές δρομολόγια του μηνός Οκτωβρίου, (0,9375 δρομολόγια εξπρές χ 3.318,88 € χ 1/30 =) 103,72 € για τα εξπρές δρομολόγια του μηνός Νοεμβρίου, (1,5625 δρομολόγια εξπρές χ 3.318,88 € χ 1/30 =) 172,86 € για τα εξπρές δρομολόγια του μηνός Δεκεμβρίου. Επίσης, έπρεπε να λάβει πρόσθετη αμοιβή ποσού (0,625 δρομολόγια εξπρές χ 3.366,47 € χ 1/30 =) 70,13 € για τα εξπρές δρομολόγια που πραγματοποιήθηκαν κατά το μήνα Ιανουάριο του έτους 2011. Έναντι των ποσών αυτών οι εναγόμενες κατέβαλαν στον ενάγοντα, όπως συνομολογούν τόσο ο ίδιος στην αγωγή του όσο και οι αντίδικοί του στα δικόγραφα των προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, της έφεσης και των προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ως πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές του μηνός Ιουνίου το ποσό των 1.185,27 €, του μηνός Ιουλίου το ποσό των 1.133,73 €, του μηνός Αυγούστου το ποσό των 801,26 €, του μηνός Σεπτεμβρίου το ποσό των 208,47 €, του μηνός Οκτωβρίου το ποσό των 147,20 €, του μηνός Νοεμβρίου το ποσό των 178,15 € και του μηνός Δεκεμβρίου το ποσό των 124,56 €, στην αφαίρεση των οποίων από το κονδύλιο της πρόσθετης αμοιβής για την πραγματοποίηση δρομολογίων εξπρές, προβαίνει, άλλωστε, με την αγωγή του ο ενάγων, ενώ ουδέν ποσό του κατέβαλαν ως πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές του μηνός Ιανουαρίου. Σημειωτέον ότι από το μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο λογαριασμό μισθοδοσίας του ενάγοντος που αφορά το μήνα Ιούνιο του έτους 2010 δεν προκύπτει ότι αυτός έλαβε οιαδήποτε αμοιβή για τη συμμετοχή του στα δρομολόγια εξπρές που εκτελέσθηκαν κατά τον ανωτέρω μήνα. Ενόψει, όμως, του ότι ο ίδιος ζητεί για την ανωτέρω αιτία (πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές του μηνός Ιουνίου) μόνο το επιπλέον των 1.185,27 € ποσό, δεν δύναται να του επιδικασθεί διαφορά πρόσθετης αμοιβής εφόσον η σχετική αξίωσή του υπολείπεται του ως άνω ποσού. Εξάλλου, σύμφωνα με τη σχετική καταχώριση στο μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο λογαριασμό μισθοδοσίας του ενάγοντος που αφορά το μήνα Ιανουάριο, αυτός έλαβε το ποσό των 113,99 € για τη συμμετοχή του στα δρομολόγια εξπρές που εκτελέσθηκαν κατά τον ως άνω μήνα. Ωστόσο, από την πρόσθετη αμοιβή που δικαιούται ο ενάγων για την ανωτέρω αιτία (πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές του μηνός Ιανουαρίου) ουδέν ποσό θα αφαιρεθεί, αφού οι εναγόμενες δεν προβάλλουν ισχυρισμό περί εξόφλησης της σχετικής απαίτησης του αντιδίκου τους. Συνακόλουθα, οι εναγόμενες εξακολουθούν να οφείλουν στον ενάγοντα το ποσό των (172,86 -124,56 =) 48,30 € ως υπόλοιπο της πρόσθετης αμοιβής για τη συμμετοχή του στα δρομολόγια εξπρές που πραγματοποιήθηκαν κατά το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2010 και το ποσό των 70,13 € ως πρόσθετη αμοιβή για τη συμμετοχή του στα αντίστοιχα δρομολόγια του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2011, ενώ έχουν εξοφλήσει ολοσχερώς τις απαιτήσεις του αντιδίκου τους για την πρόσθετη αμοιβή των δρομολογίων εξπρές των υπολοίπων μηνών. Με βάση τα ανωτέρω, οι εναγόμενες οφείλουν να καταβάλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρον η καθεμία, και δη η δεύτερη ως εφοπλίστρια του ένδικου πλοίου και η πρώτη ως απλή κυρία αυτού το συνολικό ποσό των (48,30 + 70,13 =) 118,43 € ως υπόλοιπο της αμοιβής της απασχόλησής του κατά την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές, ως προς το οποίο ποσό πρέπει να γίνει αντιστοίχως δεκτό το σχετικό αγωγικό κονδύλιο ως ουσία βάσιμο. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την προσβαλλομένη απόφαση του, δέχθηκε αφενός μεν ότι το ένδικο πλοίο εκτελούσε επτά τακτικά κυκλικά δρομολόγια εβδομαδιαίως, τα δύο εκ των οποίων ήταν εξπρές, καθ’ όλο το ένδικο χρονικό διάστημα και επιπλέον συνυπολόγισε στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, προκειμένου να εξαχθεί το ποσό της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές που εδικαιούτο αυτός, το επίδομα ιματισμού, ενώ επίσης δέχθηκε ότι ο μέσος μηνιαίος όρος της υπερωριακής αμοιβής που εδικαιούτο ο ενάγων καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του ήταν 1.547,38 €, αφετέρου δε έκρινε ότι οι αξιώσεις του ως άνω διαδίκου αναφορικά με το μισθό ενεργείας, το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, την αποζημίωση αδείας με το ανάλογο αντίτιμο τροφής, την αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση και το επίδομα άγονης γραμμής ρυθμιζόταν από τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2009, με βάση τις διατάξεις της οποίας και υπολόγισε τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του, και, επίσης, δέχθηκε ότι ο μέσος όρος του επιδόματος άγονης γραμμής που εδικαιούτο ο ενάγων κατά ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα ήταν 84,29 €, ακολούθως. δε, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως προς το υπ’ αριθμ. VΙI κονδύλιο που αφορά την πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές και επεδίκασε σ’ αυτόν το συνολικό ποσό των 2.766,09 € για την ανωτέρω αιτία, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Συνεπώς, τόσο ο σχετικός πέμπτος λόγος της έφεσης όσο και ο αντίστοιχος πέμπτος λόγος της αντέφεσης πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτοί ως βάσιμοι.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, ο ενάγων δικαιούται συνολικά για τις παραπάνω αιτίες, ήτοι ως διαφορά επί της αμοιβής της υπερωριακής του εργασίας, ως αποζημίωση διανυκτέρευσης, ως πρόσθετη αμοιβή για την πραγματοποίηση δρομολογίων εξπρές και ως διαφορά επί της αναλογίας του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, το συνολικό ποσό των (777,14 + 1.239,42 + 312,69 + 118,43 + 270,99 + 36,37 =) 2.755,04 €, καθώς και το ποσό των 49,69 €, το οποίο επιδικάσθηκε στον ενάγοντα ως διαφορά επί του επιδόματος άγονης γραμμής με την εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δεν πλήττεται με λόγο έφεσης ως προς το κεφάλαιό της αυτό, ήτοι συνολικά το ποσό των 2.804,73 €, το οποίο οφείλουν να του καταβάλουν αμφότερες οι εναγόμενες, εις ολόκληρον η καθεμία πλην όμως η πρώτη εναγομένη περιορισμένως, και δη διά του πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού.

Με βάση τα προεκτεθέντα, πρέπει να γίνουν δεκτές τόσο η έφεση όσο και η αντέφεση και από ουσιαστικής πλευράς και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της ώστε να προκύψει ενιαίος εκτελεστός τίτλος με ενότητα περιεχομένου (ΑΠ 784/1984, Δνη 1985,642, ΕφΑθ 2875/2006, ΕπΔΠολ 2007,321, ΕφΠειρ 172/2003, ΕπΝαυτΔ 2003,133, ΕφΑθ 6731/1992, Δνη 1993,158, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί από το Δικαστήριο τούτο η υπόθεση (αρθρ. 535§1 ΚΠολΔ), πρέπει η ένδικη από 28-07-2011 αγωγή, η οποία στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 53, 60 εδ. α΄, 84, 105, 106 εδ. α΄ ΚΙΝΔ, 648, 649, 653, 655, 680, 293, 340, 341, 345, 346, 481 επ. ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της από 31-03-2011 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2010, η οποία κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 3525.1.5.1/01/05-05-2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β΄ 760/06-05-2011, τις διατάξεις της από 31-03-2011 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2011, η οποία κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 3525.1.5.2/01/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β΄ 1070/31-05-2011), τις διατάξεις του άρθρου μόνου της υπ’ αριθμ. 70109/8008 απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας της 14-12-1981/07-01-1982 περί των «προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιούμενους ναυτικούς», καθώς και τη διάταξη του άρθρου 176 ΚΠολΔ, να γίνει εν μέρει δεκτή στην ουσία της και α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να καταβάλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρον η καθεμία, πλην όμως η πρώτη εναγομένη περιορισμένως, και δη διά του πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού, το ποσό των δύο χιλιάδων οκτακοσίων τεσσάρων ευρώ και σαράντα πέντε λεπτών (2.804,73 €), με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους αξίωση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, ήτοι (i) ως προς το ποσό των [69,96 + 46,30 (αμοιβές υπερωριακής απασχόλησης κατά το μήνα Ιούνιο) =] 116,26 € από την 01-07-2010, (ii) ως προς το ποσό των [43,24 + 152,77 (αμοιβές υπερωριακής απασχόλησης κατά το μήνα Ιούλιο) + 52,12 (αποζημίωση διανυκτέρευσης κατά το μήνα Ιούλιο) =] 248,13 € από την 01-08-2010, (iii) ως προς το ποσό των [165,96 + 152,77 (αμοιβές υπερωριακής απασχόλησης κατά το μήνα Αύγουστο) + 52,12 (αποζημίωση διανυκτέρευσης κατά το μήνα Αύγουστο) =] 370,85 € από την 01-09-2010, (iv) ως προς το ποσό των [66,48 + 132,87 (αμοιβές υπερωριακής απασχόλησης κατά το μήνα Σεπτέμβριο) + 52,12 (αποζημίωση διανυκτέρευσης κατά το μήνα Σεπτέμβριο) =] 251,47 € από την 01-10-2010, (v) ως προς το ποσό των [139,14 + 272,17 (αμοιβές υπερωριακής απασχόλησης κατά το μήνα Οκτώβριο) + 52,12 (αποζημίωση διανυκτέρευσης κατά το μήνα Οκτώβριο) =] 463,43 € από την 01-11-2010, (vi) ως προς το ποσό των [96,52 (αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης κατά το μήνα Νοέμβριο) + 52,12 (αποζημίωση διανυκτέρευσης κατά το μήνα Νοέμβριο) =] 148,64 € από την 01-12-2010, (vii) ως προς το ποσό των 270,99 € (διαφορά αναλογίας επιδόματος εορτών Χριστουγέννων του έτους 2010) από την 21-12-2010 (βλ. τη διάταξη της παραγράφου 11 του άρθρου μόνου της προαναφερόμενης υπ’ αριθμ. 70109/8008/14-12-1982 Απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας), (viii) ως προς το ποσό των [155,72 + 292,07 (αμοιβές υπερωριακής απασχόλησης κατά το μήνα Δεκέμβριο) + 52,12 (αποζημίωση διανυκτέρευσης κατά το μήνα Δεκέμβριο) + 48,30 (πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές κατά το μήνα Δεκέμβριο) =] 548,21 € από την 01-01-2011 και (ix) ως προς το ποσό των [40,12 + 190,47 (αμοιβές υπερωριακής απασχόλησης κατά το μήνα Ιανουάριο) + 70,13 (πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές κατά το μήνα Ιανουάριο) + 36,37 (διαφορά αναλογίας επιδόματος εορτών Πάσχα του έτους 2011) + 49,69 (διαφορά επιδόματος δρομολογίων άγονης γραμμής, ενόψει του ότι με τις καταβολές των εναγομένων εξοφλήθηκαν οι απαιτήσεις του ενάγοντος για την ανωτέρω αιτία που αφορούν ολόκληρο το έτος 2010 και μέρος της απαίτησης αυτού για την ίδια αιτία που αφορά το μήνα Ιανουάριο του έτους 2011) =] 386,78 € από τη 19-01-2011, και μέχρις εξοφλήσεως. Εξάλλου, μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, ήδη εφεσίβλητου – αντεκκαλούντος, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει, με βάση και το σχετικό αίτημά του, να επιβληθεί σε βάρος των εναγομένων, ήδη εκκαλουσών – αντεφεσιβλήτων, εις ολόκληρον σε βάρος καθεμίας απ’ αυτές, ανάλογα με το ποσοστό της ήττας των τελευταίων (άρθρα 178§1, 180§3, 183, 189§1 και 191§2 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 23-04-2014 έφεση και την υποβληθείσα με τις από 17-11-2014 προτάσεις του εφεσιβλήτου αντέφεση.

Δέχεται τυπικώς την έφεση και την αντέφεση.

Δέχεται ουσιαστικώς την έφεση.

Δέχεται ουσιαστικώς την αντέφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 95/2014 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.

Δέχεται εν μέρει την από 28-07-2011 αγωγή.

Υποχρεώνει τις εναγόμενες να καταβάλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρον η καθεμία, πλην όμως η πρώτη εναγομένη περιορισμένως, και δη διά του πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού, το ποσό των δύο χιλιάδων οκτακοσίων τεσσάρων ευρώ και σαράντα πέντε λεπτών (2.804,73 €), με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους αξίωση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, ήτοι (i) ως προς το ποσό των 116,26 € από την 01-07-2010, (ii) ως προς το ποσό των 248,13 € από την 01-08-2010, (iii) ως προς το ποσό των 370,85 € από την 01-09-2010, (iv) ως προς το ποσό των 251,47 € από την 01-10-2010, (v) ως προς το ποσό των 463,43 € από την 01-11-2010, (vi) ως προς το ποσό των 148,64 € από την 01-12-2010, (vii) ως προς το ποσό των 270,99 € από την 21-12-2010, (viii) ως προς το ποσό των 548,21 € από την 01-01-2011 και (ix) ως προς το ποσό των 386,78 € από τη 19-01-2011, και μέχρις εξοφλήσεως.

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλουσών – αντεφεσίβλητων – εναγομένων, εις ολόκληρον σε βάρος καθεμιάς από αυτές, μέρος των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου – αντεκκαλούντος – ενάγοντος, το οποίο ορίζει και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας στο ποσό των πεντακοσίων εξήντα ευρώ (560 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στον Πειραιά στις 20-04-2015.

 

Ο Δικαστής                                                                     Η Γραμματέας