ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1388/2015
…
…
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)
——————————
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Ναυπλιώτη, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24-02-2015 για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
Α. Της ενάγουσας: εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Κ. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Καραμέτο.
Της εναγόμενης: εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον Πειραιά Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Σωτηρία – Ευανθία Ράπτη.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 11-08-2014 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Β. Της αιτούσας: εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον Πειραιά Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Σωτηρία – Ευανθία Ράπτη.
Της καθ’ ης η αίτηση: εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Κ. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Καραμέτο.
Η αιτούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 09-02-2015 (εκ παραδρομής αναφέρεται στο δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης η εσφαλμένη ημερομηνία 09-02-2014) αίτησή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν για την ανωτέρω υπό στοιχ. Α΄ υπόθεση καθώς και στα σημειώματα που κατέθεσαν για την ως άνω υπό στοιχ. Β΄ υπόθεση.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ορίζει: 1) στο άρθρο 94§§1 και 2, όπως οι διατάξεις αυτές αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 6§7 του ν. 4055/2012 και το άρθρο 7§1 του ν. 3994/2011 αντιστοίχως, ότι στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, επιτρέπεται, όμως, η δικαστική παράσταση διαδίκου χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο στα ασφαλιστικά μέτρα, 2) στο άρθρο 96§1, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε στο σύνολό του με το άρθρο 7§2 του ν. 3994/2011, ότι η πληρεξουσιότητα, η οποία μπορεί να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει και πρέπει να αναγράφει τα ονόματα των πληρεξουσίων, δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση είτε με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρμόδια αρχή ή από δικηγόρο, 3) στο άρθρο 104 ότι για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως, το δε δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της και 4) στο άρθρο 105§1 ότι στην περίπτωση που ο παριστάμενος ως πληρεξούσιος δεν αποδεικνύει την ύπαρξη πληρεξουσιότητας, το δικαστήριο μπορεί να ορίσει σύντομη προθεσμία για τη συμπλήρωση της έλλειψης και να επιτρέψει σε εκείνον που δεν αποδεικνύει την πληρεξουσιότητά του να συμμετάσχει στη δίκη προσωρινά, το κύρος δε των πράξεων που επιτράπηκαν εξαρτάται από την εμπρόθεσμη συμπλήρωση της έλλειψης. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 11 του ΑΚ, που ορίζει ότι η δικαιοπραξία είναι έγκυρη ως προς τον τύπο αν είναι σύμφωνη είτε με το δίκαιο που διέπει το περιεχόμενό της είτε με το δίκαιο του τόπου όπου επιχειρείται είτε με το δίκαιο της ιθαγένειας όλων των μερών, προκύπτει ότι για το κύρος της πληρεξουσιότητας που δόθηκε στην αλλοδαπή αρκεί ο τύπος που προβλέπεται είτε από την lex fori είτε από τη lex loci actus [ΑΠ 1144/2007, ΧρΙδΔ 2008,137, ΝοΒ 2007,2094, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, βλ. και ΑΠ 77/2002, δημοσιευθείσα στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ. Αντίθετες ΑΠ 909/2004, Δνη 2005,1684, ΑΠ 292/2002, Δίκη 2002,1295, αμφότερες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, με τις οποίες κρίθηκε ότι με τις προαναφερόμενες διατάξεις του ΚΠολΔ, που αποτελούν δημόσιο δίκαιο, ρυθμίζεται ειδικότερα σε σχέση με το άρθρο 11 ΑΚ ο τύπος της μονομερούς δικαιοπραξίας της πληρεξουσιότητας, όταν αυτή δίνεται για την διενέργεια διαδικαστικών πράξεων και παράσταση στο ακροατήριο ενώπιον των ημεδαπών δικαστηρίων, ενόψει του ότι η δόση τέτοιας πληρεξουσιότητας συνιστά αυτή καθ’ εαυτή, πέραν του ουσιαστικού δικαίου, διαδικαστική πράξη του δικονομικού δικαίου υποβαλλόμενη στον οριζόμενο από την εσωτερική έννομη τάξη πανηγυρικό (συστατικό) τύπο, χωρίς διάκριση αν δίνεται με δικαιοπραξία στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή].
Εν προκειμένω, η εναγομένη με την κρινόμενη από 11-08-2014 αγωγή και συνάμα αιτούσα της υπό κρίση από 09-02-2015 αίτησης ανάκλησης ασφαλιστικών μέτρων, εδρεύουσα στον Πειραιά εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», προσκομίζει σε επίσημη μετάφραση νομίμως επικυρωμένη από τη δικηγόρο Αθηνών Σωτηρία – Ευανθία Ράπτη και επικαλείται με την προσθήκη των προτάσεών που κατέθεσε επί της ως άνω αγωγής και με το σημείωμα που κατέθεσε επί της ανωτέρω αιτήσεως αντίγραφα των από … και … ειδικών πληρεξουσίων που συντάχθηκαν στο Ριντ ιμ Ινκράις (Ried im Innkreis) της Αυστρίας από τον εδρεύοντα στην ως άνω πόλη συμβολαιογράφο του Δημοσίου (öffentlicher Notar) Dr. Ernst Pernegger (Δρ. Ερνστ Πέρνεγγερ), τα οποία φέρουν την επισημείωση (apostille) της Σύμβασης της Χάγης και με τα οποία ο διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος της ως άνω διαδίκου, Μ. Σ. (M. S.) του … (…) (βλ. το καταστατικό της αιτούσας, όπως δημοσιεύθηκε, μετά την τροποποίησή και κωδικοποίησή του με το υπ’ αριθμ. … συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Λευκάδας Σπύρου Αρβανίτη, στο Φ.Ε.Κ. …, Τεύχος Α.Ε. – Ε.Π.Ε. και Γ.Ε.ΜΗ), εξουσιοδοτεί την ως άνω δικηγόρο (Σωτηρία – Ευανθία Ράπτη), η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο ως πληρεξούσια της εν λόγω διαδίκου, να την εκπροσωπήσει κατά τη συζήτηση των ανωτέρω αγωγής και αίτησης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και γενικότερα να διενεργήσει κάθε διαδικαστική και εξωδικαστική πράξη σχετικά με τις παραπάνω υποθέσεις. Επομένως, εφόσον αποδεικνύεται ότι με τα ως άνω συμβολαιογραφικά πληρεξούσια παρασχέθηκε, έστω και μετά τη συζήτηση, η σχετική πληρεξουσιότητα στην ως άνω δικηγόρο εγκύρως (με την τήρηση του προβλεπόμενου από τη lex fori, ήτοι την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 96§1 ΚΠολΔ, τύπου) και έτσι συμπληρώθηκε η αντίστοιχη έλλειψη, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη η ένσταση ελλείψεως πληρεξουσιότητας της προαναφερόμενης δικηγόρου που προβλήθηκε από την ενάγουσα – καθ’ ης η αίτηση με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου που καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου.
Α. Από τις διατάξεις των άρθρων 111§2, 118 αρ. 4 και 216§1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που απαιτούνται για τη νομική της θεμελίωση, η έλλειψη δε ή η ανεπαρκής ή ασαφής αναφορά κάποιου από τα γεγονότα αυτά, δηλαδή η αοριστία της αγωγής, συνιστά έλλειψη της με ποινή απαραδέκτου επιβαλλόμενης προδικασίας, η οποία, ως αναγόμενη στη δημόσια τάξη, εξετάζεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως. Η αοριστία αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Η διάταξη του άρθρου 224 εδ. β΄ του ΚΠολΔ παρέχει την ευχέρεια στον ενάγοντα να συμπληρώσει, να διευκρινίσει και να διορθώσει τους περιεχόμενους στην αγωγή ισχυρισμούς, όχι όμως και να αναπληρώσει τους ελλείποντες και μάλιστα εκείνους που αποτελούν στοιχεία του αγωγικού δικαιώματος. Μπορεί, δηλαδή, ο ενάγων, βάσει της πιο πάνω διάταξης (σε συνδυασμό και με εκείνη του άρθρου 236 ΚΠολΔ) να συμπληρώσει με τις προτάσεις του κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης την ατελή έκθεση των πραγματικών ισχυρισμών του, θεραπεύοντας, έτσι, την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, που αναφέρεται στην εξειδίκευση των θεμελιωτικών της αγωγής γεγονότων, δεν μπορεί, όμως, να αναπληρώσει τη νομική αοριστία της αγωγής, η οποία συνίσταται στη μη έκθεση αυτού τούτου του περιστατικού που απαιτείται κατά το νόμο για την παραγωγή του αγωγικού δικαιώματος (ΑΠ 1389/2014, ΑΠ 449/2014, Ε7 2015,141, αμφότερες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 681 και 694 ΑΚ προκύπτει ότι με τη σύμβαση έργου ο ένας συμβαλλόμενος, αποκαλούμενος εργολάβος, αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο έτερος, αποκαλούμενος εργοδότης, να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή με την παράδοση του έργου. Ως έργο νοείται κάθε τελικό αποτέλεσμα της εργασίας και δραστηριότητας του εργολάβου στο οποίο απέβλεψαν τα μέρη της σύμβασης, ενώ ως παράδοση του έργου νοείται η εκπλήρωση της κύριας υποχρέωσης του εργολάβου, που συνίσταται στην εκτέλεση του έργου και στην προσπόρισή του στον εργοδότη, δηλαδή η περιέλευση του έργου στη σφαίρα εξουσίασης του εργοδότη, με την προϋπόθεση ότι το έργο είναι αυτό που συμφωνήθηκε και όχι εντελώς διαφορετικό, διότι τότε δεν θεωρείται ότι ο εργολάβος προεκπλήρωσε την παροχή του, ώστε να δικαιούται κατά το άρθρο 694 ΑΚ της συμφωνημένης αμοιβής του. Η αμοιβή μπορεί κατά την κατάρτιση της σύμβασης να ορισθεί κατ’ αποκοπή, κατά μονάδα, επί τη βάσει προϋπολογισμού, απολογιστικώς (δηλαδή σε ποσοστό επί του αθροίσματος των πραγματικών εξόδων του έργου – βλ. ΑΠ 682/2010, ΑΠ 346/2010, ΑΠ 257/2009, άπασες δημοσιευθείσες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), χρονικώς, σε ποσοστά ή και να καταλειφθεί ακαθόριστη ως προς το ποσό και τον τρόπο υπολογισμού της (ΑΠ 119/2014, ΑΠ 882/2013, ΑΠ 883/2011, ΑΠ 682/2010, ΑΠ 257/2009, ΑΠ 543/2007, ΧρΙδΔ 2007,787, ΔΕΕ 2007,1217, Δνη 2008,1079, ΝοΒ 2007,2065, ΑΠ 941/2002, Δνη 2003, 1361, ΑΠ 940/2002, Δνη 2003,1360, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Στην τελευταία αυτή περίπτωση και μόνο, ο καθορισμός της αμοιβής θα γίνει είτε κατά τα άρθρα 371 – 373 ΑΚ είτε με αντικειμενικά στοιχεία, όπως με τις τυχόν ισχύουσες διατιμήσεις ή την ειθισμένη αμοιβή, αυτή δηλαδή η οποία συνηθίζεται υπό τις ίδιες συνθήκες τόπου, χρόνου κλπ να καταβάλλεται σε εργολάβους της ίδιας κατηγορίας για όμοιες εργασίες (ΑΠ 119/2014, ο.π., ΑΠ 543/2007, ο.π., ΑΠ 941/2002, ο.π., ΑΠ 940/2002, ο.π.). Επομένως η αγωγή, με την οποία ο εργολάβος ενάγει τον εργοδότη για την καταβολή της αμοιβής του, είναι ορισμένη, κατά τις παραπάνω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου και το άρθρο 216 ΚΠολΔ, όταν σ’ αυτήν περιγράφεται το έργο που συμφωνήθηκε, προσδιορίζεται το είδος και το ύψος της οφειλόμενης αμοιβής και αναφέρεται ότι το έργο εκτελέσθηκε με τον προσήκοντα τρόπο και παραδόθηκε στον εργοδότη (ΑΠ 119/2014, ο.π., ΑΠ 882/2013, ο.π., ΑΠ 883/2011, ο.π., ΑΠ 682/2010, ο.π., ΑΠ 257/2009, ο.π.). Ειδικότερα ως προς την αμοιβή πρέπει να διαλαμβάνεται στην αγωγή η συμφωνία για αυτήν κατά έναν από τους προαναφερθέντες τρόπους και, σε περίπτωση που αυτή αφέθηκε ακαθόριστη, κατά ποιον από τους πιο πάνω τρόπους θα καθορισθεί (ΕφΑθ 5536/2013, δημοσιευθείσα στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, πρβλ. και ΑΠ 940/2002, ο.π.).
Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη από 11-08-2014 αγωγή ιστορούνται τα ακόλουθα: Η μεν ενάγουσα τυγχάνει εταιρεία που διατηρεί επιχείρηση με αντικείμενο δραστηριότητας, μεταξύ άλλων, την εκμετάλλευση επιβατηγών τουριστικών σκαφών, ασχολούμενη με ναυλώσεις και συντηρήσεις σκαφών, η δε εναγομένη τυγχάνει εταιρεία με σκοπό την κυριότητα, εκμετάλλευση, εμπορία, ναύλωση σκαφών αναψυχής και τουριστικών πλοίων εν γένει. Στο πλαίσιο των ανωτέρω δραστηριοτήτων τους, η ενάγουσα συνήψε ήδη από τα μέσα Απριλίου του έτους 2012 σύμβαση συνεργασίας με την εναγομένη, δυνάμει της οποίας η πρώτη ανέλαβε την παροχή υπηρεσιών συντήρησης σκαφών πλοιοκτησίας της δεύτερης. Ειδικότερα, η εναγομένη παρέδιδε κατά τα τέλη κάθε τουριστικής περιόδου σκάφη ιδιοκτησίας της στην ενάγουσα, τα οποία η τελευταία απέσυρε στη συνέχεια στη μαρίνα Ακτίου Πρέβεζας και στο λιμένα Λαυρίου Αττικής, όπου προέβαινε στις αναγκαίες εργασίες τακτικής ή έκτακτης συντήρησης αυτών. Για το σύνολο των εργασιών που παρείχε η ενάγουσα προς την αντίδικό της καθώς και των ανταλλακτικών και υλικών που ήταν απαραίτητα για τη συντήρηση των σκαφών, η πληρωμή της (της ενάγουσας) γινόταν κατόπιν μεταξύ τους συνεννοήσεως, με την έκδοση των σχετικών τιμολογίων. Ενώ, όμως, μέχρι και το μήνα Απρίλιο του έτους 2013 η ως άνω συνεργασία λειτουργούσε ομαλά, έκτοτε η εναγομένη έπαυσε να καταβάλλει στην ενάγουσα τη συμφωνηθείσα αμοιβή της και τις δαπάνες της για τις εργασίες που εξακολουθούσε να εκτελεί αυτή (η ενάγουσα) επί των σκαφών της (της εναγομένης) μέχρι και το χρόνο σύνταξης της αγωγής. Συνεπεία τούτου, το ύψος της οφειλής της εναγομένης έναντι της ενάγουσας για τις εργασίες που της ανέθεσε και εκτελέσθηκαν προσηκόντως κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, δηλαδή από το μήνα Μάιο του έτους 2013 μέχρι και το χρόνο σύνταξης της αγωγής, από την τελευταία, επί σκαφών αναψυχής της πρώτης τα οποία και της έχουν ήδη παραδοθεί, καθώς και επί των τουριστικών πλοίων (επαγγελματικών πλοίων αναψυχής) με την ονομασία «…» και «…», τα οποία είναι νηολογημένα στον Πειραιά και τη Λευκάδα αντιστοίχως, με αριθμό νηολογίου … και … αντιστοίχως, ανέρχεται στο ποσό των 48.650 € πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α. ποσοστού 23%, ήτοι συνολικά στο ποσό των 59.839,50 €. Το ανωτέρω ποσό, για μέρος του οποίου, και δη για το επιμέρους ποσό των (14.693 € + Φ.Π.Α. ποσού 3.793,39 € =) 20.286,39 €, έχει εκδοθεί το υπ’ αριθμ. … τιμολόγιο, ενώ το υπόλοιπο (39.553,11 €) προκύπτει από το σχετικό αναλυτικό κοστολόγιο που τήρησε η ενάγουσα για τις εργασίες που διενήργησε κατ’ εντολή της εναγομένης από τη 10-06-2013, η τελευταία αρνείται να καταβάλει στην ενάγουσα μολονότι παρέλαβε ανεπιφύλακτα το εκάστοτε εκτελεσθέν έργο και παρά τις επανειλημμένες προς τούτο οχλήσεις της (της ενάγουσας). Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ανωτέρω αναφερόμενο συνολικό ποσό των 59.839,50 €, κυρίως μεν με βάση τη μεταξύ τους καταρτισθείσα σύμβαση συνεργασίας, και δη τις διαδοχικές συμβάσεις έργου που συνήφθησαν στο πλαίσιο της σύμβασης αυτής, δυνάμει των οποίων ανέλαβε και εκτέλεσε τις προαναφερόμενες εργασίες συντήρησης του κάθε σκάφους της εναγομένης κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, επικουρικώς δε κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, ως προς μεν το επιμέρους ποσό των 20.286,39 €, για το οποίο εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. … τιμολόγιο κατά τα προεκτεθέντα, από την 29-06-2013, ήτοι από την επομένη της καταληκτικής ημέρας της προθεσμίας εξοφλήσεως του εν λόγω ποσού, δεδομένου ότι το ως άνω τιμολόγιο ήταν πληρωτέο εντός μηνός από την έκδοσή του, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ως προς δε το υπόλοιπο ποσό των 39.553,11 € από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως. Επίσης, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η αντίδικός της στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ’ ύλην (άρθρ. 1, 7, 9, 10, 13, 14§2 ΚΠολΔ), λειτουργικά, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς (αρθρ. 51§§3Α, 3Β περ. β΄ και 4 του ν. 2172/1993), και κατά τόπον αρμόδιο, καθώς η έδρα της εναγομένης βρίσκεται στον Πειραιά (αρθρ. 25§2 ΚΠολΔ και 51§2 ν. 2172/1993). Ωστόσο, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει αόριστη κατά την κύρια βάση της. Και τούτο διότι ενώ στο δικόγραφό της εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωσή της, για την παραγωγή, δηλαδή, του αγωγικού δικαιώματος (τυχόν ανεπάρκεια των οποίων θα συνεπαγόταν τη νομική αοριστία της αγωγής), και συγκεκριμένα αναφέρεται, έστω και κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, το έργο που συμφωνήθηκε (ήτοι η συντήρηση των σκαφών της εναγομένης), η συμφωνία περί αμοιβής, ως ανταλλάγματος για την εκτέλεση του εν λόγω έργου, η προσήκουσα εκτέλεση αυτού και η παράδοσή του στην εργοδότρια εναγομένη, δεν εξειδικεύονται περαιτέρω τα περιστατικά αυτά, με συνέπεια την ποσοτική αοριστία της αγωγής. Ειδικότερα, δεν προσδιορίζεται στο κρινόμενο δικόγραφο το είδος των εργασιών που εκτελέσθηκαν σε κάθε επιμέρους πλοίο, η οφειλόμενη για την πραγματοποίηση των εργασιών αυτών αμοιβή και ο αριθμός, το είδος και το κόστος των εξαρτημάτων (ανταλλακτικών) και υλικών που χρησιμοποιήθηκαν κατά την εκτέλεση των ανωτέρω εργασιών, ούτε διευκρινίζεται αν κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης συνεργασίας, και δη των επιμέρους διαδοχικών συμβάσεων έργου που συνήφθησαν στο πλαίσιο της σύμβασης αυτής, το ύψος της συμφωνηθείσας αμοιβής καθορίσθηκε εκ των προτέρων και με ποιόν τρόπο (κατ’ αποκοπή, κατά μονάδα παραγόμενου έργου, επί τη βάσει προϋπολογισμού, απολογιστικά, με βάση το χρόνο ή σε ποσοστά) ή αν αυτή καταλείφθηκε ακαθόριστη ως προς το ποσό και τον τρόπο υπολογισμού της, οπότε ο προσδιορισμός της από την ενάγουσα έχει γίνει είτε κατά τα άρθρα 371-373 ΑΚ είτε με βάση αντικειμενικά κριτήρια, γεγονός που στερεί από την εναγομένη την ευχέρεια της άμυνας και από το Δικαστήριο τη δυνατότητα ελέγχου του βασίμου της ένδικης αξιώσεως της ενάγουσας. Σημειωτέον ότι τα ως άνω θεμελιωτικά της αγωγής γεγονότα δεν εξειδικεύθηκαν ούτε με τις προτάσεις της ενάγουσας, με τις οποίες θα μπορούσε αυτή να συμπληρώσει την ατελή έκθεση των πραγματικών ισχυρισμών της, θεραπεύοντας, έτσι, την ως άνω ποσοτική αοριστία του κρινόμενου δικογράφου, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη. Άλλωστε, η αοριστία αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης – όπως το τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε η ενάγουσα για μέρος του ποσού που ισχυρίζεται ότι της οφείλεται ή το αναλυτικό κοστολόγιο που τηρούσε αυτή για τις εργασίες που εκτέλεσε κατ’ εντολή της εναγομένης κατά τους ισχυρισμούς της, αμφότερα τα οποία μνημονεύονται στην αγωγή – ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως επίσης προεκτέθηκε. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει η κρινόμενη αγωγή να απορριφθεί ως προς την κύρια βάση της ως απαράδεκτη, δεκτού γενομένου του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης περί αοριστίας, η οποία, άλλωστε, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Περαιτέρω, η αγωγή τυγχάνει απορριπτέα και ως προς την επικουρική βάση της από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, δεδομένου ότι και ως προς τη βάση αυτή στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται και η κύρια βάση της (από τη σύμβαση έργου)· είναι, συνεπώς, νόμω αβάσιμη ως προς τη βάση της αυτή, επειδή, αφού, κατά τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, υπάρχει σύμβαση, η ενάγουσα μπορεί να ασκήσει τις αξιώσεις της από αυτήν, όχι όμως να προσφύγει έστω και επικουρικά στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 493/2010, ΧρΙδΔ 2011,338, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Συνακόλουθα, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί η ενάγουσα, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της εναγομένης, με βάση και το σχετικό αίτημα της τελευταίας (άρθρα 176, 191§§1,2 του ΚΠολΔ).Β. Έτι περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 695 έως 697 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων εκδιδόμενες δικαστικές αποφάσεις έχουν προσωρινή ισχύ, δεν επηρεάζουν την κυρία δίκη και μπορεί να ανακληθούν από το δικαστήριο που τις έχει εκδώσει ή από το δικαστήριο της κυρίας υποθέσεως. Σύμφωνα εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 697 του ιδίου Κώδικα, το δικάζον την κυρία υπόθεση δικαστήριο μπορεί, ύστερα από αίτηση του διαδίκου που έχει έννομο συμφέρον, η οποία υποβάλλεται είτε σε κάποια στάση της δίκης για την εκκρεμή κυρία υπόθεση είτε και αυτοτελώς και χωρίς ακόμη πιθανολόγηση νέων στοιχείων (μεταβολή πραγμάτων), να μεταρρυθμίσει ή να ανακαλέσει εν όλω ή εν μέρει τη διατάσσουσα ασφαλιστικά μέτρα απόφαση, με βάση μόνο τα στοιχεία της δικογραφίας. Ως κυρία υπόθεση σε σχέση με το ασφαλιστικό μέτρο θεωρείται γενικώς εκείνη της οποίας το αντικείμενο είναι το δικαίωμα προς εξασφάλιση του οποίου διατάχθηκε το ασφαλιστικό μέτρο. Με το ως άνω ένδικο βοήθημα άγεται προς κρίση του δικαστηρίου η νομιμότητα της περαιτέρω ισχύος του διαταχθέντος ασφαλιστικού μέτρου (βλ. ΕφΑθ 3962/2009, Δνη 2009,1449, ΕφΘεσ 2217/2006, Αρμ 2006,1607, ΕφΠειρ 171/2005, ΠειρΝομ 2005,232, ΠΠρΑθ 72/2008, ΧρΙδΔ 2008,643, ΠΠρΑθ 5541/2006, ΧρΙδΔ 2007,648, ΠΠρΠειρ 2234/2006, ΠΠρΠειρ 3488/2004, ΧρΙδΔ 2005,30, ΠΠρΑθ 133/2002, ΑρχΝ 2005,519, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, το δικαστήριο της κύριας δίκης θα ελέγξει αν κατά το χρόνο, κατά τον οποίο καλείται να αποφασίσει ως αρμόδιο δικαστήριο και να διατάξει για πρώτη φορά κάποιο ασφαλιστικό μέτρο, θα διέτασσε το μέτρο αυτό, όπως έχει ήδη διαταχθεί με την απόφαση, της οποίας διώκεται η ανάκληση ή η μεταρρύθμιση, τόσο κατά την έκταση όσο και κατά το είδος του ασφαλιστικού μέτρου. Αν δε το δικαστήριο αυτό κρίνει ότι με τις συνθήκες που υπάρχουν κατά το χρόνο της συζήτησης ενώπιόν του δεν δικαιολογείται η διατήρηση της ισχύος του ασφαλιστικού μέτρου, είτε ολικά είτε εν μέρει, μπορεί να ανακαλέσει αναλόγως την απόφαση που διέταξε το ασφαλιστικό μέτρο ή να τη μεταρρυθμίσει. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις δεν προϋποτίθεται για το παραδεκτό της αίτησης η επίκληση της μεταβολής των πραγμάτων, αλλά το δικαστήριο κρίνει βάσει των στοιχείων που υπάρχουν στη δικογραφία της κύριας υπόθεσης, εφόσον το θέμα τεθεί υπ’ όψιν του και έτσι αποφασίζει όπως θα έκρινε αν για πρώτη φορά καλείτο να διατάξει τη λήψη ή όχι του ασφαλιστικού μέτρου (ΠΠρΑθ 72/2008, ο.π., ΠΠρΑθ 5541/2006, ο.π., ΠΠρΠειρ 2234/2006, ΠΠρΠειρ 3488/2004, ΠΠρΑθ 133/2002, ο.π.). Ωστόσο, η ανάκληση ή μεταρρύθμιση μπορεί να βασίζεται και σε νομικά ή ουσιαστικά σφάλματα της απόφασης εξαιτίας των οποίων δεν είναι πλέον δικαιολογημένη η συνέχιση των μέτρων που διατάχθηκαν μ’ αυτήν [ΕφΘεσ 470/2009, ΕφΑΔ 2009,1234, ΠΠρΑθ 223/2012, δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, βλ. και Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (- Δ. Κράνης), ΚΠολΔ ΙΙ (2000) 697 αριθ. 4]. Έτσι, η ανάκληση ή η μεταρρύθμιση κατά το άρθρο 697 ΚΠολΔ λειτουργεί ως υποκατάστατο της εφέσεως [Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (- Δ. Κράνης), ο.π., Δ. Κράνης, Λειτουργικές Δομές των Ασφαλιστικών Μέτρων, Δνη 2003,1239, Π. Τζίφρας, Ασφαλιστικά Μέτρα, έκδοση τρίτη, έτος 1980, σελ. 93 – 94]. Αυτό ισχύει απόλυτα αν το δικαστήριο της κύριας δίκης είναι ανώτερο από το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, ενώ αν είναι άλλο ισόβαθμο, ισχύει, κατά την ορθότερη γνώμη, εφόσον η αίτηση ανακλήσεως ή μεταρρυθμίσεως συζητείται από το δικαστήριο αυτό συγχρόνως με την κύρια υπόθεση ή μεταγενέστερα κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας της, αφού μόνον τότε υπάρχει πλήρης εποπτεία του νομικού και πραγματικού υλικού της υπόθεσης, ώστε να δικαιολογείται η ανάκληση ή η μεταρρύθμιση για οποιοδήποτε λόγο και από δικαστήριο ισόβαθμο μ’ αυτό που εξέδωσε την ανακαλούμενη ή μεταρρυθμιζόμενη απόφαση. Αντίθετα, αν η αίτηση ανακλήσεως ή μεταρρυθμίσεως συζητείται από το δικαστήριο της κύριας δίκης πριν από την πρώτη συζήτηση της κύριας υπόθεσης, απαιτείται για την ανάκληση ή μεταρρύθμιση της αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων άλλου ισόβαθμου δικαστηρίου η μεταβολή των πραγμάτων ή περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 696§1 ΚΠολΔ, αφού αλλιώς καταστρατηγείται η ρύθμιση του άρθρου 696§3 ΚΠολΔ, με βάση την οποία το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων διατηρεί και μετά την εκκρεμοδικία της κύριας υπόθεσης μέχρι την πρώτη συζήτησή της την αρμοδιότητά του για ανάκληση ή μεταρρύθμιση της απόφασής του, παράλληλα με την όμοια αρμοδιότητα του δικαστηρίου της κύριας δίκης [ΕφΠειρ 1165/2001, Αρμ 2003,994, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (- Δ. Κράνης), ο.π., αριθ. 5, Δ. Κράνης, ο.π., 1239 – 1240)]. Εξάλλου, από την ίδια ως άνω διάταξη του άρθρου 697 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για το νόμιμο και ορισμένο της αίτησης για την ανάκληση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων δεν απαιτείται η επίκληση επείγουσας περίπτωσης ή επικείμενου κινδύνου. Εφόσον συντρέχει λόγος που δικαιολογεί την ανάκληση της απόφασης (π.χ. έκλειψη του κινδύνου για τον οποίο χορηγήθηκε το ασφαλιστικό μέτρο), δεν υπάρχει λόγος να συντρέχει επιπρόσθετα και η προϋπόθεση της επείγουσας περίπτωσης ή του επικείμενου κινδύνου (ΠΠρΑθ 223/2012, ο.π.).Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτησή της η αιτούσα (και συνάμα εναγομένη) ζητεί να ανακληθεί η υπ’ αριθμ. 1404/2014 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ερήμην αυτής (της αιτούσας) και με την οποία, αφού έγινε δεκτή η από 04-06-2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αίτηση της καθ’ ης (και συνάμα ενάγουσας), διατάχθηκε η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της αιτούσας, καθώς και α) του υπό ελληνική σημαία τουριστικού (Τ/Ρ) πλοίου με την ονομασία «…» και αριθμό νηολογίου Πειραιώς … και β) του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – τουριστικού (Ε/Γ – Τ/Ρ) πλοίου με την ονομασία «…» και αριθμό νηολογίου Λευκάδας …, μέχρι του ποσού των 70.000 €, προς εξασφάλιση απαίτησης της καθ’ ης για την καταβολή της εργολαβικής αμοιβής ποσού 48.650 €, πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α., τόκων και εξόδων, που της οφείλει η αιτούσα για την εκτέλεση εργασιών συντήρησης επί των σκαφών πλοιοκτησίας της (της αιτούσας). Επικαλείται δε ότι συντρέχει περίπτωση ανακλήσεως της ως άνω απόφασης για λόγους που αφορούν την ύπαρξη νομικών και ουσιαστικών σφαλμάτων αυτής εξαιτίας των οποίων δεν είναι πλέον δικαιολογημένη η συνέχιση του μέτρου που διατάχθηκε μ’ αυτήν, όπως οι λόγοι αυτοί εξειδικεύονται στο δικόγραφο της αίτησής της. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αίτηση παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων [ΕφΑθ 10801/1990, Δνη 1991,1072, ΠΠρΠειρ 160/1995, ΕΝαυτΔ 1995,365, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, βλ. και Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (- Δ. Κράνης), ΚΠολΔ ΙΙ (2000) 697 αριθ. 2] ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, εφόσον είναι εκκρεμής ενώπιον αυτού η περί της κύριας υπόθεσης προαναφερόμενη από 11-08-2014 αγωγή της καθ’ ης η αίτηση κατά της αιτούσας (αρθρ. 697 ΚΠολΔ), με την οποία (αγωγή), μάλιστα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να συνεκδικασθεί (βλ. ΕφΠειρ 288/2011, ΠειρΝομ 2012,172, ΕφΠατρ 604/2002, ΑχαΝομ 2003,15, ΠΠρΑθ 1512/2010, ΠΠρΗρ 109/2009, ΠΠρΠειρ 160/1995, ΕΝαυτΔ 1995,365, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Είναι δε νόμιμη, καθώς στηρίζεται στην προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 697 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, η ανάκληση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων κατά την ανωτέρω διάταξη μπορεί να βασίζεται και σε νομικά ή ουσιαστικά σφάλματα της απόφασης εξαιτίας των οποίων δεν είναι πλέον δικαιολογημένη η συνέχιση των μέτρων που διατάχθηκαν μ’ αυτήν, όχι μόνον όταν το δικαστήριο της κύριας δίκης είναι ανώτερο αλλά και όταν είναι ισόβαθμο με το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, οπότε απαιτείται επιπλέον η αίτηση ανακλήσεως ή μεταρρυθμίσεως να συζητείται από το δικαστήριο αυτό συγχρόνως με την κύρια υπόθεση, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, ή μεταγενέστερα κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας της. Αντιθέτως, ενόψει του ότι σύμφωνα με την αληθή έννοια της διάταξης του άρθρου 696§1 ΚΠολΔ δικαίωμα προς υποβολή αιτήσεως ανακλήσεως της απόφασης που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα παρέχεται μόνο στο διάδικο που δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε προσηκόντως κατά τη συζήτηση της αίτησης επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, δοθέντος ότι με τη φράση «δεν έλαβε μέρος» της ως άνω διάταξης δεν νοείται και ο διάδικος που κλήθηκε και δεν μετέσχε στη δίκη, ο οποίος στερείται του δικαιώματος να υποβάλει αίτηση ανακλήσεως της απόφασης που εκδόθηκε ερήμην του εκ μόνου του λόγου ότι δεν παρέστη κατά τη δίκη (βλ. ΜΠρΠειρ 8105/2003, Δνη 2006,940, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Π. Τζίφρας, ο.π., σελ. 80 – 81), και δεδομένου ότι στην προκείμενη περίπτωση η αιτούσα δεν επικαλείται ότι δεν κλητεύθηκε καθόλου ή έστω προσηκόντως κατά τη συζήτηση της αίτησης της αντιδίκου της επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της οποίας ζητεί την ανάκληση, αντιθέτως, μάλιστα, από την προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. … επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Δ. Μ. προκύπτει ότι επιδόθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα σ’ αυτήν ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ανωτέρω αίτησης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 27-06-2014 κατά την οποία συζητήθηκε η αίτηση αυτή, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη κατά το σκέλος της κατά το οποίο επιχειρείται η θεμελίωσή της στην ως άνω διάταξη του άρθρου 696§1 ΚΠολΔ. Επομένως, καθ’ ο μέρος κρίθηκε νόμιμη, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Από τη συνεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης των μαρτύρων Ε. Κ. του Κ. και Σ. Σ. στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασής του, καθώς και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, σε συνδυασμό με τα συναγόμενα από τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, πιθανολογούνται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Επί της από 04-06-2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αιτήσεως περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων της ήδη καθ’ ης η αίτηση κατά της ήδη αιτούσας, εκδόθηκε, ερήμην της ήδη αιτούσας, η υπ’ αριθμ. 1404/2014 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) με την οποία έγινε δεκτή η ανωτέρω αίτηση της καθ’ ης και, ακολούθως, διατάχθηκε η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της αιτούσας, καθώς και α) του υπό ελληνική σημαία τουριστικού (Τ/Ρ) πλοίου με την ονομασία «…» και αριθμό νηολογίου Πειραιώς … και β) του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – τουριστικού (Ε/Γ – Τ/Ρ) πλοίου με την ονομασία «…» και αριθμό νηολογίου Λευκάδας …, μέχρι του ποσού των 70.000 €, προς εξασφάλιση της προαναφερόμενης απαίτησης της καθ’ ης για την καταβολή της εργολαβικής αμοιβής ποσού 48.650 €, πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α., τόκων και εξόδων, που της οφείλει η αιτούσα για την εκτέλεση εργασιών συντήρησης επί των σκαφών πλοιοκτησίας της (της αιτούσας), επιπλέον δε παρασχέθηκε στην αιτούσα η δυνατότητα να ματαιώσει ή να αντικαταστήσει τη συντηρητική κατάσχεση με την παροχή ισόποσης εγγυοδοσίας υπέρ της καθ’ ης, καταθέτοντας στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου εγγυητική επιστολή αξιόχρεης τράπεζας που λειτουργεί στην Ελλάδα ποσού 70.000 €. Περαιτέρω πιθανολογείται ότι η μεν καθ’ ης η αίτηση τυγχάνει εταιρεία με σκοπό, μεταξύ άλλων, την εκμετάλλευση επαγγελματικών πλοίων και πλοιαρίων αναψυχής, ιστιοφόρων και μηχανοκίνητων επαγγελματικών πλοίων, πλοιαρίων και ιδιωτικών πλοίων αναψυχής, τη συντήρηση και εξοπλισμό πλοίων, πλοιαρίων είτε μηχανοκίνητων είτε ιστιοπλοϊκών, τη μεταφορά και τροφοδοσία πάσης φύσεως τέτοιων πλοίων και πλοιαρίων και την εκτέλεση πάσης φύσεως ναυτιλιακών, εμπορικών, τουριστικών και κατασκευαστικών εργασιών (βλ. το καταστατικό της καθ’ ης η αίτηση, όπως δημοσιεύθηκε, μετά την τροποποίηση και κωδικοποίησή του με το υπ’ αριθμ. … συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιώς Μαρίας Νάκου – Μανίσαλη, στο Φ.Ε.Κ. …, Τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε.), η δε αιτούσα τυγχάνει εταιρεία με σκοπό την κυριότητα, εκμετάλλευση, ενοικίαση και διαχείριση σκαφών αναψυχής, το εμπόριο με σκάφη αναψυχής και συναφή αντικείμενα, το εμπόριο εξαρτημάτων σκαφών αναψυχής και συναφών ειδών, την αντιπροσώπευση οίκων σκαφών αναψυχής και συναφών ειδών, καθώς και κάθε άλλη συναφή δραστηριότητα (βλ. το καταστατικό της αιτούσας, όπως δημοσιεύθηκε, μετά την τροποποίησή και κωδικοποίησή του με το υπ’ αριθμ. … συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Λευκάδας Σπύρου Αρβανίτη, στο Φ.Ε.Κ. …, Τεύχος Α.Ε. – Ε.Π.Ε. και Γ.Ε.ΜΗ), είναι δε κυρία δεκατεσσάρων σκαφών αναψυχής (βλ. την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα Ε. Κ., υπαλλήλου γραφείου της αιτούσας, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου), μεταξύ των οποίων και του υπό ελληνική σημαία τουριστικού (Τ/Ρ) πλοίου με την ονομασία «…» και αριθμό νηολογίου Πειραιώς … και του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – τουριστικού (Ε/Γ – Τ/Ρ) πλοίου με την ονομασία «…» και αριθμό νηολογίου Λευκάδας … (βλ. τα προσκομιζόμενα: από … έγγραφο εθνικότητας που εκδόθηκε από το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά και από … ειδικό έντυπο πληροφοριακών στοιχείων επαγγελματικού πλοίου αναψυχής που εκδόθηκε από τη Λιμενική Αρχή Λευκάδας αναφορικά με το πρώτο από τα ανωτέρω δύο πλοία και από … έγγραφο εθνικότητας και από … ειδικό έντυπο πληροφοριακών στοιχείων επαγγελματικού πλοίου αναψυχής που εκδόθηκαν από τη Λιμενική Αρχή Λευκάδας αναφορικά με το δεύτερο από τα ανωτέρω δύο πλοία), των οποίων διατάχθηκε η συντηρητική κατάσχεση μαζί με την υπόλοιπη κινητή και ακίνητη περιουσία της αιτούσας με την ανωτέρω απόφαση. Δυνάμει σχετικής συμβάσεως έργου που συνήφθη προφορικά περί το έτος 2012 μεταξύ των διαδίκων μερών, η αιτούσα ανέθεσε στην καθ’ ης η αίτηση τη συντήρηση των σκαφών της έναντι αμοιβής. Σε εκτέλεση των υποχρεώσεών της που απέρρεαν από την εν λόγω σύμβαση η καθ’ ης διενεργούσε τις αναγκαίες εργασίες τακτικής συντήρησης των σκαφών, μετά το τέλος της εκάστοτε τουριστικής περιόδου, καθώς και αυτές που προέκυπταν εκτάκτως, κατά τη διάρκεια δηλαδή της τουριστικής περιόδου. Τα ανωτέρω προκύπτουν τόσο από τα αναφερόμενα στην ένορκη κατάθεση της ως άνω υπαλλήλου της αιτούσας στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου όσο και από την έγγραφη αποτύπωση της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας μεταξύ των νομίμων εκπροσώπων των δύο αντιδίκων εταιρειών, ιδίως δε από την από … ηλεκτρονική επιστολή του διαχειριστή της αιτούσας Μ. Σ. προς τον έναν εκ των δύο διαχειριστών της καθ’ ης Λ. Τ. του Δ., στην οποία ο πρώτος κάνει, μεταξύ άλλων, λόγο για οφειλή της αιτούσας προς την καθ’ ης και ζητεί να πληροφορηθεί το ύψος αυτής από τον δεύτερο. Ωστόσο, από τα αποδεικτικά στοιχεία που τέθηκαν υπ’ όψιν του Δικαστηρίου δεν πιθανολογείται το περιεχόμενο της ειδικότερης συμφωνίας των διαδίκων ως προς τον τρόπο υπολογισμού της συμφωνηθείσας εργολαβικής αμοιβής. Ειδικότερα, ούτε η ως άνω μάρτυρας κατέθεσε κάτι σχετικά, αφού, όπως η ίδια δήλωσε, δεν έχει γνώση των ειδικότερων όρων της ως άνω σύμβασης, ούτε και από κάποιο άλλο στοιχείο προέκυψε αν το ύψος της συμφωνηθείσας αμοιβής καθορίσθηκε εκ των προτέρων και με ποιόν τρόπο (κατ’ αποκοπή, κατά μονάδα παραγόμενου έργου, επί τη βάσει προϋπολογισμού, απολογιστικά, με βάση το χρόνο ή σε ποσοστά) ή αν αυτή καταλείφθηκε ακαθόριστη ως προς το ποσό και τον τρόπο υπολογισμού της, οπότε ο προσδιορισμός της έγινε εκ των υστέρων από την καθ’ ης και με ποια κριτήρια. Εξάλλου, η καθ’ ης προσκομίζει μόνο α) το υπ’ αριθμ. … τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών ποσού 20.296,39 € (ήτοι 16.493 € η αμοιβή, πλέον Φ.Π.Α. 23% = 3.793,39 €) που εξέδωσε προς την αιτούσα, στο οποίο δεν γίνεται αναλυτική μνεία των παρασχεθεισών υπηρεσιών ούτε ο τρόπος υπολογισμού της αιτούμενης αμοιβής, παρά μόνο υπό τον όρο «περιγραφή είδους (των υπηρεσιών)» αναγράφεται η φράση «Σ. E. (αιτούσας) – Δ. Ε.» («E. Y. – H. S.») και υπό τον όρο «τιμή μονάδος» αναγράφεται συλλήβδην το συνολικό ποσό της αμοιβής (16.493 €) και β) την έγγραφη αποτύπωση του δοσοληπτικού λογαριασμού που τηρούσε αυτή σε ηλεκτρονική μορφή στο πλαίσιο της επιχειρηματικής συνεργασίας της με την αιτούσα. Στον ως άνω λογαριασμό έχουν καταχωρισθεί τα επιμέρους ποσά που χρέωσε αυτή για διάφορες αιτίες την αιτούσα κατά το χρονικό διάστημα από 20-10-2012 έως 02-06-2014 (χρεώσεις), τα επιμέρους ποσά που της κατέβαλε η αντίδικός της για τις ανωτέρω αιτίες (πιστώσεις), το συνολικό ποσό των χρεώσεων (77.702,27 €) και πιστώσεων (29.052,27 €) καθώς και το εκάστοτε προκύπτον προοδευτικό υπόλοιπο μετά την καταχώριση του ποσού της κάθε χρέωσης ή πίστωσης και το τελικό υπόλοιπο που προέκυψε μετά την αφαίρεση του συνολικού ποσού των πιστώσεων από το αντίστοιχο των χρεώσεων, το οποίο ανέρχεται στο ύψος των 48.650 €. Ωστόσο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της έγγραφης αποτύπωσης του ως άνω δοσοληπτικού λογαριασμού, στη στήλη των χρεώσεων έχει καταχωρισθεί σημαντικός αριθμός χρηματικών ποσών που αφορά αιτίες άσχετες με τη συντήρηση των σκαφών της αιτούσας, τη διενέργεια της οποίας είχε αναλάβει η καθ’ ης η αίτηση με την ένδικη σύμβαση έργου. Συγκεκριμένα, μεγάλο μέρος των ανωτέρω χρεώσεων αφορά τα τέλη που καταβλήθηκαν για τον ελλιμενισμό, την ύδρευση και την ηλεκτροδότηση των ως άνω σκαφών, το τίμημα των καυσίμων και άλλων εφοδίων αυτών, την ενοικίαση σχάρας για ορισμένα απ’ αυτά, την αμοιβή για την παροχή ραδιοϋπηρεσιών, το κόστος διοδίων, το κόστος εξυπηρέτησης πελατών, το τίμημα αγοράς θαλασσίων χαρτών και την αμοιβή για τη φύλαξη των σκαφών. Κατά συνέπεια, το προαναφερόμενο συνολικό ποσό των χρεώσεων (77.702,27 €) δεν αφορά μόνο την οφειλόμενη προς την καθ’ ης αμοιβή για την εκτέλεση των εργασιών συντήρησης των πλοίων της αιτούσας, για την εξασφάλιση της οποίας επιβλήθηκε η συντηρητική κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων της τελευταίας με την προαναφερόμενη απόφαση του Δικαστηρίου τούτου της οποίας ζητείται η ανάκληση με την κρινόμενη αίτηση, και η οποία αποτελεί και το αντικείμενο της από 04-06-2014 αίτησης περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, επί της οποίας εκδόθηκε η ανωτέρω απόφαση, αλλά και της προαναφερόμενης από 11-08-2014 αγωγής που συνεκδικάζεται με την υπό κρίση αίτηση. Ενόψει δε του ότι οι καταβολές στις οποίες προέβη η αιτούσα προς την καθ’ ης και καταχωρίσθηκαν στον ανωτέρω δοσοληπτικό λογαριασμό (συνολικού ποσού 29.052,27 € κατά τα προεκτεθέντα) δεν καταλογίζονται από την τελευταία σε συγκεκριμένα χρέη, δεν δύναται να υπολογισθεί το ύψος στο οποίο ανέρχεται η οφειλή της αιτούσας έναντι της καθ’ ης από την ένδικη σύμβαση έργου. Επιπλέον, όπως συνομολογείται στο δικόγραφο της ανωτέρω από 11-08-2014 αγωγής της καθ’ ης η αίτηση, το αιτούμενο με αυτήν ποσό των 48.650 €, πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α., αφορά την αμοιβή της για τις εργασίες συντήρησης που εκτέλεσε επί των σκαφών της αιτούσας – εναγομένης από το μήνα Μάιο του έτους 2013 και εντεύθεν (βλ. σελ. 2 της αγωγής) ή από τη 10-06-2013 και εντεύθεν (βλ. σελ. 3 της αγωγής), ενώ στον ως άνω δοσοληπτικό λογαριασμό συμπεριλαμβάνονται και οι χρεώσεις που αφορούν προγενέστερο χρονικό διάστημα, και δη τη χρονική περίοδο από την 20-10-2012 και εντεύθεν. Επίσης, από την αντιπαραβολή του προαναφερόμενου υπ’ αριθμ. … τιμολογίου παροχής υπηρεσιών με τον ως άνω δοσοληπτικό λογαριασμό προκύπτει αντίφαση μεταξύ των ποσών που φέρεται να οφείλει η αιτούσα προς την καθ’ ης (για οποιαδήποτε αιτία) κατά την …, ημερομηνία έκδοσης του ανωτέρω τιμολογίου. Ειδικότερα, το υπόλοιπο της οφειλής της αιτούσας κατά τη 28-05-2013, κατά την οποία καταχωρίσθηκε στον παραπάνω λογαριασμό η τελευταία χρέωση πριν από την έκδοση του συγκεκριμένου τιμολογίου, ανέρχεται με βάση τη σχετική αναγραφή στο δοσοληπτικό λογαριασμό στο συνολικό ποσό των 5.952,70 €, ενώ το τιμολόγιο εκδόθηκε για ποσό 16.493 € (πλέον Φ.Π.Α.), όπως προεκτέθηκε. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι ούτε το τιμολόγιο ούτε η έγγραφη αποτύπωση του δοσοληπτικού λογαριασμού φέρουν την υπογραφή των νομίμων εκπροσώπων της εκδότριας αυτών εταιρείας (καθ’ ης η αίτηση). Αλλ’ ούτε και η υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου ή οποιουδήποτε άλλου οργάνου ή υπαλλήλου της αιτούσας ή έστω η σφραγίδα της εν λόγω εταιρείας έχουν τεθεί σε κάποιο από τα έγγραφα αυτά, οπότε λόγος για αναγνώριση εκ μέρους της (της αιτούσας) της οφειλής του αντίστοιχου ποσού δεν μπορεί να γίνει. Τέτοια αναγνώριση, άλλωστε, δεν προκύπτει ούτε από την προαναφερόμενη ηλεκτρονική αλληλογραφία μεταξύ των νομίμων εκπροσώπων των δύο αντιδίκων εταιρειών ούτε από οιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Ειδικότερα, μολονότι, όπως προαναφέρθηκε, ο διαχειριστής της αιτούσας Μ. Σ. κάνει μνεία σε οφειλή της αιτούσας προς την καθ’ ης, ζητώντας, μάλιστα, να ενημερωθεί για το ύψος αυτής, στην από … ηλεκτρονική επιστολή του προς τον έναν εκ των διαχειριστών της καθ’ ης Λ. Τ., στη συνέχεια, και αφού πλέον έχει πληροφορηθεί το ποσό που αξιώνει η καθ’ ης η αίτηση από τα εκτιθέμενα στην από … ηλεκτρονική επιστολή που του απέστειλε ο …, ουδεμία αναφορά κάνει στο ποσό αυτό και γενικότερα στην ως άνω οφειλή της αιτούσας στην από … απαντητική ηλεκτρονική επιστολή του προς τον τελευταίο. Τέλος, η μάρτυρας Ε. Κ., δήλωσε μεν εξεταζόμενη στο ακροατήριο ότι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της, η οφειλή της αιτούσας προς την καθ’ ης θα πρέπει πλέον να έχει ανέλθει στο ύψος των 60.000 €, διευκρινίζοντας, όμως, αφενός μεν ότι εκείνη έπαυσε να παρέχει τις υπηρεσίες της στην αιτούσα από το μήνα Νοέμβριο του έτους 2013, όταν ουσιαστικά έπαυσε και η λειτουργία της τελευταίας, οπότε δεν δύναται έκτοτε να έχει γνώση των συναλλαγών και του ύψους των οφειλών της έναντι των πιστωτών της, αφετέρου δε ότι δεν είναι σε θέση να καταθέσει σε ποιο ύψος ανερχόταν το χρέος της αιτούσας προς την καθ’ ης κατά τον ως άνω χρόνο (Νοέμβριο του έτους 2013). Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στον ανωτέρω δοσοληπτικό λογαριασμό, το υπόλοιπο της οφειλής της αιτούσας έναντι της αντιδίκου της ανερχόταν κατά το τέλος Νοεμβρίου του έτους 2013 στο ποσό των 18.862,62 €. Συνακόλουθα, η ως άνω εκτίμηση της εν λόγω μάρτυρα σχετικά με το οφειλόμενο προς την καθ’ ης ποσό κρίνεται αυθαίρετη και, ως εκ τούτου, μη πειστική. Με βάση όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, και ενόψει του ότι η αιτούσα ρητώς αρνείται με την κρινόμενη αίτησή της (όπως και με τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου επί της συνεκδικαζόμενης από 11-08-2014 αγωγής της αντιδίκου της) ότι οφείλει στην καθ’ ης το ποσό που αξιώνει η τελευταία ως αμοιβή για την εκτέλεση της ένδικης σύμβασης έργου, δεν πιθανολογείται το ύψος της σχετικής αξίωσης της καθ’ ης, προς εξασφάλιση της οποίας διατάχθηκε το ανωτέρω ασφαλιστικό μέτρο. Ως εκ τούτου δεν είναι πλέον δικαιολογημένη η συνέχιση του ασφαλιστικού μέτρου αυτού. Πρέπει, συνεπώς, αφού γίνει δεκτός ως ουσία βάσιμος ο πρώτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως κατά το σκέλος του που αφορά την ύπαρξη ουσιαστικού σφάλματος της απόφασης του Δικαστηρίου τούτου της οποίας ζητείται η ανάκληση, να γίνει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη η εν λόγω αίτηση και να ανακληθεί η υπ’ αριθμ. 1404/2014 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η καθ’ ης η αίτηση, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της αιτούσας, με βάση και το σχετικό αίτημα της τελευταίας [άρθρα 176, 191§§1,2 του ΚΠολΔ, σε συνδ. με το άρθρο 84§2 εδ. α΄ του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013)].
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων, τις ως άνω αναφερόμενες υπό στοιχεία Α΄ και Β΄ αντιστοίχως από 11-08-2014 αγωγή και από 09-02-2015 αίτηση ανάκλησης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων.
Απορρίπτει την από 11-08-2014 αγωγή.
Καταδικάζει την ενάγουσα στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της εναγομένης, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων ευρώ (1.200 €).
Δέχεται την από 09-02-2015 αίτηση.
Ανακαλεί την υπ’ αριθμ. 1404/2014 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) με την οποία διατάχθηκε η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της αιτούσας, καθώς και α) του υπό ελληνική σημαία τουριστικού (Τ/Ρ) πλοίου με την ονομασία «…» και αριθμό νηολογίου Πειραιώς … και β) του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – τουριστικού (Ε/Γ – Τ/Ρ) πλοίου με την ονομασία «…» και αριθμό νηολογίου Λευκάδας …, μέχρι του ποσού των 70.000 €, επιπλέον δε παρασχέθηκε στην αιτούσα η δυνατότητα να ματαιώσει ή να αντικαταστήσει τη συντηρητική κατάσχεση με την παροχή ισόποσης εγγυοδοσίας υπέρ της καθ’ ης, καταθέτοντας στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου εγγυητική επιστολή αξιόχρεης τράπεζας που λειτουργεί στην Ελλάδα ποσού 70.000 €.
Καταδικάζει την καθ’ ης η αίτηση στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της αιτούσας, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα ευρώ (350 €).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στον Πειραιά στις 22-04-2015.
Ο Δικαστής Η Γραμματέας