Μενού Κλείσιμο

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

 

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1499/2015

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ)

——————————

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ι. Ναυπλιώτη, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24-02-2015 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλούντων: α) εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στις Ν. Μ. και εκπροσωπείται νόμιμα, β) εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στη Μ. Λ. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία είναι εγκατεστημένη στην Ελλάδα (Πειραιάς) δυνάμει του α.ν. 27/1975 και γ) Χ. Χ. του Γ., κατοίκου Πειραιώς, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Ασπρούκο.

Του εφεσίβλητου: Γ. Δημοτάκη του Ι., κατοίκου Κ. Αττικής, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ειρήνη Ανδρουλάκη.

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 26-04-2012 (αριθμ. εκθ. καταθ. …) αγωγή του κατά των εκκαλούντων και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 13/2014 οριστική απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την ανωτέρω αγωγή. Ήδη οι εκκαλούντες με την από 28-03-2014 (αριθμ. εκθ. καταθ. του Ειρηνοδικείου Πειραιώς …) έφεσή τους προσβάλλουν την προαναφερόμενη απόφαση. Η έφεση αυτή κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 13/2014 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί από τους εν μέρει ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εναγόμενους κατά του αντιδίκου τους (αρθρ. 516§1, 517 ΚΠολΔ), νομότυπα, με την κατάθεση δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (αρθρ. 495§§1,2 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, ήτοι προ πάσης επιδόσεως της εν λόγω απόφασης (αρθρ. 499, 518 ΚΠολΔ), καθόσον δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης. Επομένως, η έφεση αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (αρθρ. 533§1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια ως άνω διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, με την προαναφερόμενη από 26-04-2012 αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, εξέθετε ότι με προσύμφωνο σύμβασης ναυτικής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίσθηκε τη 12-03-2011 στον Πειραιά μεταξύ αυτού και της δεύτερης εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας ετύγχανε ο τρίτος εναγόμενος και ήδη εκκαλών και η οποία ενεργούσε ως διαχειρίστρια και αντιπρόσωπος της εδρεύουσας στην αλλοδαπή πρώτης εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού τουριστικού μεσογειακού πλοίου με την ονομασία «…», αριθμό νηολογίου Πειραιώς …, ολικής χωρητικότητας 25.611 κόρων, ναυτολογήθηκε αυθημερόν σ’ αυτό με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, αντί των καθοριζομένων στην οικεία Σ.Σ.Ε. πληρωμάτων μεσογειακών – τουριστικών επιβατηγών πλοίων όρων και αποδοχών, υπηρέτησε δε στο εν λόγω πλοίο μέχρι και την 11-11-2011, οπότε και απολύθηκε στον ίδιο ως άνω λιμένα λόγω καταγγελίας της σύμβασής του από τον πλοίαρχο του ως άνω πλοίου χωρίς δική του υπαιτιότητα, αλλά συνεπεία διακοπής των πλόων του πλοίου και παροπλισμού του ελλείψει ναύλου. Περαιτέρω, εξέθετε ότι παρότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του επί του πλοίου αυτού εργαζόταν υπερωριακά όλες τις ημέρες τις εβδομάδος, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών, και συγκεκριμένα απασχολείτο επί δεκατέσσερις ώρες ημερησίως, οι εναγόμενοι δεν του έχουν καταβάλει μέρος της οφειλόμενης αμοιβής για την παροχή της υπερωριακής του εργασίας τόσο κατά τις καθημερινές όσο και κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, το οποίο ανέρχεται συνολικά στο ποσό των (3.550,33 + 2.561,24 =) 6.111,57 €. Προσέτι, ιστορούσε ότι καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής του στο ανωτέρω πλοίο οι εναγόμενοι του παρακρατούσαν παρανόμως από το μηνιαίο μισθό του τις αναλογούσες σ’ αυτόν ασφαλιστικές εισφορές υπέρ Ν.Α.Τ., ΤΠΑΕΝ/ΤΠΚΠΕΝ, Ν.Ε. και την εισφορά υπέρ της Π.Ν.Ο., οι οποίες ανέρχονταν μηνιαίως στα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή ποσά και συνολικά στο ποσό των 2.649,18 €, το οποίο αρνούνται να του επιστρέψουν, ενώ, επιπλέον, ανέφερε ότι οι εναγόμενοι δεν του έχουν καταβάλει μέρος της αποζημίωσης αδείας μετά τροφοδοσίας (συνολικού ποσού 370,72 €) καθώς και ολόκληρη την αποζημίωση απόλυσής του, ποσού 2.052,45 €. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να του καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, για τις ανωτέρω αιτίες (διαφορές υπερωριακής αμοιβής, παρανόμως παρακρατηθείσες ασφαλιστικές εισφορές, διαφορά αποζημίωσης αδείας και αποζημίωση απόλυσης) το συνολικό ποσό των 11.184,12 € με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της απολύσεώς του, άλλως από την επίδοση της ένδικης αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, κυρίως μεν με βάση την προαναφερόμενη σύμβαση εργασίας, επικουρικώς δε κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, και να καταδικασθούν αυτοί στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Με την εκκαλούμενη απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η αγωγή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη κατά την κύρια βάση της, ενώ απορρίφθηκε ως νομικά αβάσιμη κατά την επικουρική βάση της περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ακολούθως, εξετάσθηκε κατ’ ουσίαν ως προς την κύρια βάση της και έγινε εν μέρει δεκτή. Ειδικότερα, απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμο το κονδύλιο της αποζημίωσης απόλυσης και κρίθηκαν ουσιαστικά βάσιμα όλα τα υπόλοιπα κονδύλια. Κατόπιν αυτών, υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 9.131,47 € με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του (12-11-2011) και μέχρι την πλήρη εξόφληση, ενώ, επιπλέον, κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή η απόφαση για το ποσό των 4.000 € και καταδικάσθηκαν οι εναγόμενοι στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, η οποία ορίσθηκε στο ποσό των 300 €. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με την κρινόμενη έφεση και για τους σε αυτή διαλαμβανόμενους λόγους, οι οποίοι ανάγονται στην κακή εκτίμηση των αποδείξεων και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, οι εκκαλούντες – εναγόμενοι, διώκοντες την εξαφάνισή της και την καθ’ ολοκληρίαν απόρριψη της αγωγής. Επιπλέον, ισχυριζόμενοι ότι κατέβαλαν στον εφεσίβλητο – ενάγοντα το ποσό των 4.000 € σε συμμόρφωση με τη σχετική διάταξη της εκκαλούμενης απόφασης με την οποία κηρύχθηκε αυτή προσωρινά εκτελεστή κατά το ως άνω ποσό, υποβάλλουν, παραδεκτώς με το δικόγραφο της υπό κρίση έφεσης (αρθρ. 914 εδ. β΄ ΚΠολΔ), αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση της ανωτέρω απόφασης ζητώντας, ειδικότερα, να υποχρεωθεί ο εφεσίβλητος να τους επιστρέψει το ποσό αυτό. Το αίτημα αυτό, για το αντικείμενο του οποίου δεν απαιτείται καταβολή δικαστικού ενσήμου (βλ. ΕφΠειρ 97/2012, ΕΝαυτΔ 2012,97, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ) είναι νόμιμο (αρθρ. 914 εδ. α΄ ΚΠολΔ) και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση των υπ’ αριθμ. … και … ενόρκων βεβαιώσεων των Ι. Σ. του Χ. και Κ. Σ. του Ι., οι οποίες συντάχθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, παραδεκτώς δε λαμβάνονται υπ’ όψιν κατ’ αρθρ. 671§1 εδ. δ΄ ΚΠολΔ, καθώς τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία, ήτοι η κλήτευση των αντιδίκων του εφεσίβλητου – ενάγοντος προ είκοσι τεσσάρων τουλάχιστον ωρών, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς Γ. Β. προς τον τρίτο των εκκαλούντων – εναγομένων, προς τον οποίο διενεργήθηκε η σχετική επίδοση τόσο για τον ίδιο ατομικά όσο και υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου των δύο υπολοίπων εκκαλουσών – εναγομένων [του πρώτου λόγου της εφέσεως, με τον οποίο οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας εσφαλμένα το νόμο, απέρριψε την ένσταση εξαίρεσης που είχαν υποβάλει αυτοί με την προσθήκη των προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιόν του και έλαβε υπ’ όψιν του τις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις, παρότι οι συγκεκριμένοι ενόρκως βεβαιούντες ήταν εξαιρετέοι, επειδή έχουν έννομο συμφέρον από την έκβαση της δίκης λόγω του ότι έχουν ασκήσει όμοιες αγωγές εναντίον τους, κρινόμενου ως ουσία αβασίμου και απορριπτέου, αφενός μεν επειδή η προαναφερόμενη ιδιότητα των ως άνω ενόρκως βεβαιούντων δεν αρκεί από μόνη της να θεμελιώσει την έννοια του συμφέροντος κατ’ άρθρο 400 περ. 3 του ΚΠολΔ, καθόσον ως τέτοιο συμφέρον θεωρείται οποιαδήποτε ωφέλεια που εξαρτάται από την έκβαση της δίκης και αποτελεί αναγκαία συνέπεια αυτής, η δε έκβαση της παρούσας δίκης δεν έχει ως αναγκαία συνέπεια την ωφέλεια των εν λόγω ενόρκως βεβαιούντων εκ μόνου του λόγου ότι έχουν ασκήσει άλλη αγωγή οι ίδιοι σε βάρος των εναγομένων για εργατικές διαφορές (βλ. ΕφΑθ 3789/2012, ΕφΠατρ 698/2003, ΑχαΝομ 2004,266, αμφότερες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), αφετέρου δε επειδή, σε κάθε περίπτωση, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, κατά την οποία επιτρεπτώς λαμβάνονται υπ’ όψιν και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 671§1 εδ. α΄ ΚΠολΔ, το δικαστήριο λαμβάνει υπ’ όψιν και εκτιμά ελεύθερα για τη συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος τις καταθέσεις (ή ένορκες βεβαιώσεις) των κατ’ άρθρο 400 αριθ. 3 ΚΠολΔ εξαιρετέων μαρτύρων (ΑΠ 712/2008, δημοσιευθείσα στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ. Βλ. και ΑΠ 455/2014, Ε7 2014,1145, ΔΕΕ 2014,822, ΑΠ 731/2011, ΑΠ 1442/2008, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ)], της υπ’ αριθμ. … ένορκης βεβαίωσης του Γ. Γ. του Α., η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Ελένης Τσούμα του Γ., παραδεκτώς δε λαμβάνεται υπ’ όψιν κατ’ αρθρ. 671§1 εδ. δ΄ ΚΠολΔ, καθώς τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία, ήτοι η κλήτευση του αντιδίκου των εκκαλουσών – εναγομένων προ είκοσι τεσσάρων τουλάχιστον ωρών, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς Β. Χ. προς την υπογράφουσα την αγωγή, ως πληρεξούσια δικηγόρος του ενάγοντος, Μαρία Χάλαρη – Ανδρουλάκη, καθώς και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων είναι και τα ξενόγλωσσα έγγραφα που προσκομίζονται από τους εκκαλούντες – εναγομένους χωρίς τη δέουσα μετάφραση, τα οποία λαμβάνονται συμπληρωματικά υπ’ όψιν και εκτιμώνται ελεύθερα από το δικαστήριο κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, με βάση τη διάταξη του άρθρου 671§1 εδ. α΄ ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 1627/2010, Δνη 2011,432,489, ΧρΙδΔ 2011,586, ΑΠ 1511/2009, ΕΠολΔ 2010,740, ΝοΒ 2010,1719, αμφότερες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με έγγραφη σύμβαση ναυτικής εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, που συνήψε ο ενάγων – εφεσίβλητος, ο οποίος τυγχάνει Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, τη 12-03-2011 στον Πειραιά με τη δεύτερη εναγομένη – εκκαλούσα, αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «…» που έχει καταστατική έδρα στη Μ. Λ. και είναι νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα, όπου διατηρεί γραφείο στον Πειραιά (βλ. τη δημοσιευθείσα στο ΦΕΚ 59/19-04-2002, Τεύχος Αναπτυξιακών Πράξεων και Συμβάσεων, υπ’ αριθμ. πρωτ. 3122.1/3599/23932/09-04-2002 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών – Εμπορικής Ναυτιλίας, με την οποία εγκρίθηκε η εγκατάσταση στην Ελλάδα γραφείου ή υποκαταστήματος της ως άνω αλλοδαπής εταιρείας και η υπαγωγή της στις διατάξεις των α.ν. 89/1967, 378/1968 και του άρθρου 25 του ν. 27/1975, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 2234/1994, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. πρωτ. 3122.1/3599/86/29-09-2011 βεβαίωση του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας/Γενική Γραμματεία Ναυτιλίας/Κλάδος Ναυτιλιακής Πολιτικής/Διεύθυνση Ναυτιλιακής Πολιτικής και Ανάπτυξης/Τμήμα 2ο), προσελήφθη στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – τουριστικό (Ε/Γ – Τ/Ρ) πλοίο με την ονομασία «…», αριθμό νηολογίου Πειραιώς …, Δ.Δ.Σ. …, ολικής χωρητικότητας 25.611 κόρων, πλοιοκτήτρια του οποίου ήταν η πρώτη εναγόμενη – εκκαλούσα αλλοδαπή εταιρεία, που εδρεύει στη Δ.  Ν. Μ., ενώ τη διαχείριση αυτού είχε αναλάβει η δεύτερη εναγομένη – εκκαλούσα από κοινού με την εταιρεία με την επωνυμία «…» (βλ. την προαναφερόμενη υπ’ αριθμ. πρωτ. 3122.1/3599/86/29-09-2011 βεβαίωση του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας), και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο ως άνω πλοίο στον λιμένα του Πειραιά με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου. Οι μηνιαίες αποδοχές και οι όροι εργασίας του ενάγοντος συμφωνήθηκε να διέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Επιβατηγών Μεσογειακών Τουριστικών Πλοίων, ειδικά δε αναφορικά με τις αποδοχές συμφωνήθηκε κλειστός μηνιαίος μισθός ύψους 2.951,74 €, στον οποίο περιλαμβανόταν ο βασικός μισθός και τα πάσης φύσεως επιδόματα, προσαυξήσεις και καταβολές που προβλέπονται από την ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. και από οποιαδήποτε διάταξη νόμου, καθώς και η πρόσθετη αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση 128 ωρών, η οποία συμφωνήθηκε επίσης κλειστή. Ενόψει δε του ότι δεν συνήφθη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων για το έτος 2011, οι όροι εργασίας και αμοιβής του ενάγοντος κατά τη διάρκεια της ένδικης ναυτολόγησής του στο ως άνω πλοίο ρυθμίζονταν από την από 21-07-2010 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2010, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 3525.10/01/25-10-2010 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β΄ 1743/05-11-2010). Η διάρκεια της ένδικης σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντος ορίσθηκε από την ημέρα της ναυτολόγησης αυτού επί του πλοίου για τα ταξίδια – κρουαζιέρες της θερινής περιόδου του έτους 2011 και μέχρι λήξεως των ταξιδιών – κρουαζιέρων αυτών. Στην κατάρτιση της ως άνω σύμβασης προέβη η δεύτερη εναγομένη ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό, ήτοι ως αντιπρόσωπος, της πρώτης εναγομένης, όπως τούτο ρητά αναφέρεται και στο κείμενο της σύμβασης αυτής. Τα ανωτέρω προκύπτουν από το προσκομιζόμενο από 12-03-2011 συμφωνητικό για τη σύναψη σύμβασης ναυτολόγησης. Στο ως άνω πλοίο ο ενάγων υπηρέτησε μέχρι και την 11-11-2011, οπότε και απολύθηκε στον λιμένα του Πειραιά λόγω λήξεως της συμφωνηθείσας διάρκειας της σύμβασής του (βλ. το προσκομιζόμενο αντίγραφο του υπ’ αριθμ. … ναυτολογίου του ένδικου πλοίου). Το πλοίο «…», κατά την περίοδο απασχόλησης του ενάγοντος σ’ αυτό, εκτελούσε τουριστικούς πλόες (κρουαζιέρες) στη Μεσόγειο και, συγκεκριμένα, εκτελούσε πλόες μεταξύ λιμένων της Ελλάδας και της Τουρκίας. Ειδικότερα, όπως αποδεικνύεται από τα αναφερόμενα στις υπ’ αριθμ. … και … ένορκες βεβαιώσεις των Ι. Σ. του Χ. και Κ. Σ. του Ι., οι οποίοι υπηρέτησαν στο πλοίο αυτό κατά το ίδιο ακριβώς χρονικό διάστημα με τον ενάγοντα με την ειδικότητα του αρχιθαλαμηπόλου ο πρώτος και του θαλαμηπόλου κυλικείου (μπάρμαν) ο δεύτερος, έχουν, επομένως, ίδια αντίληψη των γεγονότων αναφορικά με το συγκεκριμένο ζήτημα, το πλοίο πραγματοποιούσε τους ακόλουθους πλόες (κρουαζιέρες): α) Πειραιάς (αναχώρηση 17:00 Παρασκευής) – Κωνσταντινούπολη (άφιξη 15:00 του Σαββάτου – αναχώρηση 19:00 της Κυριακής) – Μύκονος (άφιξη 15:00 – αναχώρηση 24:00 της Δευτέρας) – Πάτμος (άφιξη 07:30 – αναχώρηση 10:30 Τρίτης) – Κουσάντασι (άφιξη 14:30 – αναχώρηση 20:30 Τρίτης) – Ρόδος (άφιξη 07:00 – αναχώρηση 18:00 της Τετάρτης) – Αγ. Νικόλαος Κρήτης (άφιξη 07:00 – αναχώρηση 11:30 της Πέμπτης) – Σαντορίνη (άφιξη 17:00 – αναχώρηση 21:00 της Πέμπτης) – Πειραιάς (άφιξη 06:00 Παρασκευής) και β) Πειραιάς (αναχώρηση 11:00 Παρασκευής) – Κωνσταντινούπολη (άφιξη 10:00 – αναχώρηση 20:00 του Σαββάτου) – Σμύρνη (άφιξη 13:30 – αναχώρηση 20:00 της Κυριακής) – Μύκονος (άφιξη 15:30 – αναχώρηση 23:00 της Δευτέρας) – Πάτμος (άφιξη 06:30 – αναχώρηση 10:30 Τρίτης) – Κουσάντασι (άφιξη 14:30 – αναχώρηση 20:00 Τρίτης) – Σαντορίνη (άφιξη 07:00 – αναχώρηση 20:30 της Τετάρτης) – Ηράκλειο Κρήτης (άφιξη 07:00 – αναχώρηση 18:00 Πέμπτης) – Πειραιάς (άφιξη 06:00 Παρασκευής). Κατά την εκτέλεση των ανωτέρω πλόων του πλοίου, ο ενάγων απασχολείτο καθημερινά και πέραν του νομίμου ωραρίου του, γεγονός που συνομολογείται και στα δικόγραφα των προτάσεων που κατέθεσαν οι εναγόμενοι τόσο ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Διαφωνία, όμως, υπάρχει αναφορικά με τον αριθμό των ωρών υπερωριακής απασχόλησης του, καθόσον αυτός μεν ισχυρίζεται με την αγωγή του ότι εργαζόταν επί δεκατέσσερις (14) ώρες ημερησίως, οι εναγόμενοι δε υποστηρίζουν ότι απασχολείτο επί δέκα (10) ώρες ημερησίως. Προς απόδειξη των ισχυρισμών τους αυτών επικαλούνται και προσκομίζουν ο μεν ενάγων τις προαναφερόμενες υπ’ αριθμ. … και … ένορκες βεβαιώσεις των Ι. Σ. του Χ. και Κ. Σ. του Ι., οι δε εναγόμενοι την υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση του Γ. Γ. του Α.. Το περιεχόμενο των ανωτέρω ενόρκων βεβαιώσεων είναι αντικρουόμενο. Ειδικότερα, σύμφωνα με όσα εκθέτουν τα ανωτέρω αναφερόμενα μέλη του πληρώματος ενδιαιτημάτων του ένδικου πλοίου (Ι.ς Σ. και Κ. Σ.) στις ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις τους, στο εν λόγω πλοίο λειτουργούσαν, υπό την επίβλεψη του πρώτου από τους ως άνω ενόρκως βεβαιούντες (αρχιθαλαμηπόλου) και του μπαρ μάνατζερ του πλοίου, επτά (7) κυλικεία (μπαρ), και συγκεκριμένα το ντίσκο μπαρ, το πισίνα μπαρ, το τζακούζι μπαρ, το πιάνο μπαρ, το σόου μπαρ, το μπουφέ μπαρ και το σπορτς μπαρ), με διαφορετικό ωράριο το καθένα. Οι θαλαμηπόλοι απασχολούνταν κατά κύριο λόγο σε ένα κυλικείο ο καθένας, αλλά πολλές φορές ο ανωτέρω αναφερόμενος αρχιθαλαμηπόλος (πρώτος από τους παραπάνω ενόρκως βεβαιούντες) τους έδινε εντολή να μεταβούν και σε άλλο μπαρ προκειμένου να αντικαταστήσουν κάποιον από τους συναδέλφους τους ή να συνδράμουν το εκεί απασχολούμενο προσωπικό σε ώρες αιχμής. Έτσι, συχνά οι θαλαμηπόλοι, όταν ολοκλήρωναν την εργασία τους στο ένα κυλικείο, συνέχιζαν να εργάζονται σε κάποιο άλλο. Ειδικότερα ο ενάγων απασχολείτο στο τζακούζι μπαρ το οποίο λειτουργούσε από τις 09:00 το πρωί μέχρι τις 23:00 το βράδυ και ενίοτε, ανάλογα με το μέγεθος της κίνησης που υπήρχε σ’ αυτό, μέχρι τις 24:00 ή τη 01:00 της επόμενης ημέρας. Ο εν λόγω διάδικος εργαζόταν μόνος του στο ως άνω κυλικείο, συνεχώς από τις 08:00 το πρωί μέχρι τις 24:00 ή 01:00 το βράδυ, με μία μόνο ώρα διακοπής για το μεσημεριανό γεύμα, οπότε αντικαθίστατο από ένα συνάδελφό του. Το ωράριο απασχόλησής του ξεκινούσε μία ώρα νωρίτερα από την ώρα έναρξης λειτουργίας του κυλικείου και έληγε μισή ώρα μετά τη λήξη της λειτουργίας του, καθώς κάτι τέτοιο ήταν αναγκαίο για την κατάλληλη προετοιμασία του ως άνω καταστήματος για την εξυπηρέτηση των θαμώνων του (προθέρμανση των μηχανημάτων παρασκευής καφέ, εφοδιασμός των ψυγείων κλπ) και την τακτοποίησή του κατά το τέλος κάθε ημέρας (καθαρισμός των χώρων και των μηχανημάτων του, απενεργοποίηση των μηχανών παρασκευής καφέ κλπ). Με βάση, λοιπόν, το περιεχόμενο των ως άνω ενόρκων βεβαιώσεων, ο ενάγων απασχολείτο κατά μέσον όρο επί δεκατέσσερις τουλάχιστον ώρες ημερησίως και τις επτά ημέρες της εβδομάδας. Αντιθέτως, σύμφωνα με όσα ιστορεί στην υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωσή του ο υπεύθυνος πληρωμάτων των πλοίων που τελούν υπό τη διαχείριση της δεύτερης εναγομένης, μεταξύ των οποίων και του επιδίκου, Γ. Γ.ς του Α., ο ενάγων απασχολείτο κατά μέσο όρο επί δέκα ώρες ημερησίως. Συγκεκριμένα, ο εν λόγω ενόρκως βεβαιών επιβεβαιώνει μεν ότι ο ενάγων εκτελούσε αποκλειστικά χρέη θαλαμηπόλου κυλικείου (μπάρμαν) καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολόγησής του στο ένδικο πλοίο, αναφέρει, όμως, ότι το ωράριο εργασίας του ήταν διακεκομμένο, εκτεινόμενο από τις 06:00 μέχρι τις 13:00 και από τις 16:00 έως τις 20:00, περιελάμβανε δε και διακοπή μίας ώρας (από τις 12:00 μέχρι τις 13:00) για το μεσημεριανό γεύμα. Ο ανωτέρω ενόρκως βεβαιών εκθέτει ότι η ρύθμιση του ωραρίου απασχόλησης του ενάγοντος κατά τον ως άνω τρόπο καθίστατο εφικτή χάρη στο μεγάλο αριθμό θαλαμηπόλων που εργάζονταν στα κυλικεία (μπαρ) του πλοίου (25 – 32 άτομα – βλ. και τις μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενες από 15-04-2011, 15-06-2011, 14-07-2011, 19-08-2011, 16-09-2011 και 14-10-2011 καταστάσεις πληρώματος του ένδικου πλοίου) και στην ορθή κατανομή των βαρδιών και εργασιών μεταξύ τους από τους προϊσταμένους τους. Από τα αναφερόμενα στις ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις, τα οποία πρέπει να εκτιμηθούν υπό το πρίσμα των διατάξεων του β.δ. 683 της 04-08/04-10-1960 «περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογής Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (βλ. ιδίως αρθρ. 118§3) και της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. (βλ. ιδίως αρθρ. 17§3), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, συνάγεται ότι ο ενάγων εκτελούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της ένδικης ναυτολόγησής του στο πλοίο «…» αποκλειστικά χρέη θαλαμηπόλου κυλικείου (μπάρμαν), ήταν δε τοποθετημένος στο τζακούζι μπαρ, το οποίο εξυπηρετούσε τους επιβάτες του πλοίου που έκαναν χρήση του τζακούζι. Στο ως άνω κυλικείο, το οποίο είχε περιορισμένη κίνηση ως περιφερειακό σε σχέση με τα κεντρικά κυλικεία του πλοίου (όπως το ντίσκο μπαρ, το πισίνα μπαρ ή το πιάνο μπαρ) και λειτουργούσε από τις 09:00 μέχρι τις 23:00, ο ενάγων εργαζόταν μόνος. Αναλάμβανε υπηρεσία καθημερινά από τις 08:30 περίπου, ήτοι μισή περίπου ώρα πριν την έναρξη λειτουργίας του κυλικείου, και απασχολείτο συνεχώς μέχρι τις 23:15 περίπου, ήτοι επί ένα επιπλέον τέταρτο μετά τη λήξη λειτουργίας του μπαρ, με διακοπή τριών (3) ωρών κατά τις μεσημβρινές ώρες κατά τις οποίες γευμάτιζε και αναπαυόταν, αντικαθιστάμενος από άλλο συνάδελφό του. Ο χρόνος της ημίσειας ώρας προ της έναρξης και του ενός τετάρτου της ώρας μετά τη λήξη λειτουργίας του ως άνω κυλικείου κρίνεται απολύτως επαρκής για την εκτέλεση των απαιτούμενων εργασιών για την προετοιμασία και την τακτοποίηση αντιστοίχως του εν λόγω καταστήματος, παρά τα όσα καθ’ υπερβολήν ισχυρίζονται στις ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις τους οι Ι.ς Σ. και Κ. Σ.. Επιπλέον, ενόψει του συγκεκριμένου σκοπού που εξυπηρετούσε το ως άνω μπαρ (παροχή αφεψημάτων, ποτών και ειδών κυλικείου στους χρήστες του τζακούζι) και της περιορισμένης κίνησής του, το ωράριο λειτουργίας του ποτέ δεν υπερέβαινε τον προκαθορισμένο χρόνο λήξης του (23:00) για περισσότερο από ορισμένα λεπτά της ώρας, παρά τα όσα επίσης ισχυρίζονται υπερβάλλοντας οι προαναφερόμενοι ενόρκως βεβαιούντες. Εξάλλου, η τρίωρη διακοπή της εργασίας του ενάγοντος κατά τις μεσημβρινές ώρες κρίνεται αναγκαία και επαρκής για την ανάπαυσή του και την ανάκτηση των δυνάμεών του, προκειμένου να συνεχίσει την εργασία του κατά τις απογευματινές και τις βραδινές ώρες. Πράγματι, ο ισχυρισμός των ανωτέρω ενόρκως βεβαιούντων περί δεκατετράωρης (τουλάχιστον) καθημερινής απασχόλησης του ενάγοντος, και μάλιστα αφενός μεν με συνεχές ωράριο και διακοπή μίας μόνον ώρας, αφετέρου δε αδιαλείπτως επί χρονικό διάστημα οκτώ περίπου μηνών, αντίκειται στους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας ως προς τα όρια αντοχής του ανθρώπινου οργανισμού και, για το λόγο αυτό, δεν κρίνεται πειστικός Μη πειστικός, ομοίως, κρίνεται και ο ισχυρισμός του ενόρκως βεβαιούντος Γ. Γ. ότι ο ενάγων διέκοπτε την εργασία του μία ώρα πριν το προγραμματισμένο για τις μεσημβρινές ώρες τρίωρο διάλειμμα ανάπαυσής τους προκειμένου να γευματίσει, ενώ κάλλιστα θα μπορούσε να λάβει το γεύμα του εντός του ως άνω τριώρου. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι μολονότι στα κυλικεία του πλοίου υπηρετούσε όντως μεγάλος αριθμός θαλαμηπόλων και επίκουρων, όπως προκύπτει από τις προαναφερόμενες καταστάσεις πληρώματος, μόνον οι εννέα από αυτούς παρασκεύαζαν τα προσφερόμενα αφεψήματα, ποτά κλπ (barkeepers) ενώ οι υπόλοιποι ήταν σερβιτόροι (bar waiters), οικονόμοι καταστρώματος (deck stewards) ή επίκουροι κυλικείων (bar piccolos). Επομένως, δυνατότητα αντικατάστασης του ενάγοντος για περισσότερες από τρεις ώρες στη θέση που υπηρετούσε δεν υπήρχε, ελλείψει θαλαμηπόλων με την ίδια με αυτόν ειδικότητα (barkeeper), παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του ενόρκως βεβαιούντος Γ. Γ.. Με βάση όλα τα προεκτεθέντα και ιδίως α) ενόψει των συνθηκών και περιστάσεων που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του πλοίου, β) της σταθερής καταβολής κάθε μήνα εκ μέρους της πρώτης εναγομένης ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος, τόσο τις καθημερινές και Κυριακές (αντίστοιχη με 67 ώρες υπερωριακής απασχόλησης) όσο και τα Σάββατα και τις αργίες (αντίστοιχη με 61 ώρες υπερωριακής απασχόλησης), όπως θα εκτεθεί αναλυτικά κατωτέρω, γ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του ενάγοντος και τέλος δ) από τα διδάγματα της κοινής πείρας, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του εν λόγω ναυτικού καθ’ όλη την ένδικη περίοδο ήταν ένδεκα ώρες και σαράντα πέντε λεπτά (11:45). Παρείχε, συνεπώς, σύμφωνα με την ανωτέρω αναφερόμενη Σ.Σ.Ε. πληρωμάτων Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών πλοίων του έτους 2010 (βλ. αρθρ. 13§§1,3, 17§1 και 20§4), τέσσερις (4) ώρες υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές και δώδεκα (12) ώρες τέτοιας εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, ενόψει του ότι ο πλέον της ημίσειας ώρας χρόνος απασχόλησης λογίζεται σαν ολόκληρη ώρα. Εξάλλου, στο άρθρο 20§§1,2 και 3α της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2010 ορίζεται ότι για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής που καταβάλλεται στους υπερωριακώς απασχολούμενους ναυτικούς το ποσό του μηνιαίου μισθού ενεργείας διαιρείται διά των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, που ανέρχονται σε 173. Έτσι, το ωρομίσθιο ισούται με το 1/173 του μισθού ενεργείας. Για κάθε ώρα υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και της Κυριακές καταβάλλεται ως πρόσθετη αμοιβή το ανωτέρω ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25%, ενώ ειδικά για την υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 10 της εν λόγω Σ.Σ.Ν.Ε. (1η του έτους, εορτή των Θεοφανείων, Καθαρή Δευτέρα, 25η Μαρτίου, Μεγάλη Παρασκευή, Δευτέρα του Πάσχα, ημέρα του Αγ. Γεωργίου, 1η Μαΐου, ημέρα της Αναλήψεως, 15η Αυγούστου, 14η Σεπτεμβρίου, 28η Οκτωβρίου, ημέρα του Αγ. Νικολάου, ημέρα των Χριστουγέννων, δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων και οι αναγνωρισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές στους Ελληνικούς λιμένες, εφόσον ναυλοχεί σε κάποιον απ’ αυτούς το πλοίο), καταβάλλεται ως αμοιβή το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά ποσοστό 50%. Έτσι, η αμοιβή για κάθε ώρα υπερωριακής εργασίας του θαλαμηπόλου κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές ανέρχεται στο ποσό των 7,57 € και κατά τα Σάββατα και τις αργίες στο ποσό των 9,08 €. Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 2§2 και 5§1 της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. προβλέπεται η καταβολή επιδόματος Κυριακών, ανερχόμενο μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας του άρθρου 2§1 της ίδιας Σ.Σ.Ν.Ε., σε όλα ανεξαρτήτως των μέλη του πληρώματος των Επιβατηγών Τουριστικών Πλοίων, τα οποία εκτελούν τουριστικούς πλόες εντός και εκτός Μεσογειακού χώρου, ανεξαρτήτως της παροχής ή μη εκ μέρους αυτών υπηρεσίας, καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς τους. Με τις διατάξεις δε των άρθρων 13§3 και 17§§1 και 2 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. διευκρινίζεται ότι μετά την καθιέρωση του προαναφερόμενου ειδικού επιδόματος Κυριακών, όλοι εν γένει οι ναυτικοί παντός βαθμού και ειδικότητας, ειδικά δε και τα μέλη του προσωπικού Γενικών Υπηρεσιών (μεταξύ των οποίων και οι θαλαμηπόλοι) των παραπάνω πλοίων, δεν δικαιούνται ιδιαίτερης αμοιβής για τη μέχρι των οκτώ ωρών προσφερόμενη εργασία κατά τις Κυριακές, εν πλω και εν όρμω. Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα, ο ενάγων εργάσθηκε υπερωριακώς (πέραν του οκταώρου τις καθημερινές και τις Κυριακές και καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασίας του κατά τα Σάββατα και τις αργίες): Α) Κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές [202 ημέρες (ήτοι 168 καθημερινές + 34 Κυριακές) χ 4 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 808 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (808 ώρες χ 7,57 € =) 6.116,56 € και Β) κατά τα Σάββατα και τις αργίες [35 Σάββατα χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα + 8 αργίες (ήτοι α) η 25/03 – ημέρα Παρασκευή, β) η Μεγάλη Παρασκευή, 22/04, γ) η Δευτέρα του Πάσχα, 25/04, η οποία συνέπεσε με την ημέρα του Αγ. Γεωργίου δ) η 1η Μαΐου, η οποία συνέπεσε με ημέρα Κυριακή, ε) η ημέρα της Αναλήψεως, 02/06 – ημέρα Πέμπτη, στ) η 15/08 – ημέρα Δευτέρα, ζ) η 14/09 – ημέρα Τετάρτη και η) η 28/10 – ημέρα Παρασκευή) χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 516 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (516 ώρες χ 9,08 € =) 4.685,28 €. Έναντι των ποσών αυτών οι εναγόμενοι κατέβαλαν στον ενάγοντα, όπως συνομολογεί ο ίδιος στην αγωγή του, το ποσό των 4.080,23 € για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και το συνολικό ποσό των 4.449,20 € για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις αργίες, στην αφαίρεση των οποίων από το κονδύλιο της υπερωριακής του αμοιβής, προβαίνει, άλλωστε, με την αγωγή του ο ενάγων. Εξακολουθούν, επομένως, να του οφείλουν το ποσό των (6.116,56 – 4.080,23 =) 2.036,33 € ως υπόλοιπο της αμοιβής της υπερωριακής του απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των (4.685,28 – 4.449,20 =) 236,08 € ως υπόλοιπο της αμοιβής της υπερωριακής του απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Με βάση τα ανωτέρω, οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρον ο καθένας, και δη η πρώτη ως πλοιοκτήτρια του ένδικου πλοίου και εργοδότρια του ενάγοντος, η δεύτερη ως αντιπρόσωπος της αλλοδαπής εργοδότριας, που συνήψε στην Ελλάδα με τον ενάγοντα ναυτικό σύμβαση παροχής εργασίας στο ένδικο πλοίο της ως άνω εργοδότριας, η οποία ευθύνεται εις ολόκληρον με την εργοδότρια για όλες τις εκ της σχέσεως ναυτικής εργασίας ή εξ αφορμής αυτής απορρέουσες υποχρεώσεις της τελευταίας έναντι του ναυτικού, και ο τρίτος ως νόμιμος εκπρόσωπος της δεύτερης εναγομένης, ο οποίος ενέχεται ατομικώς εις ολόκληρον με τις ανωτέρω εναγόμενες για τις προαναφερόμενες απαιτήσεις του ναυτικού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1§§1 και 2 ν. 762/1978, το ποσό των 2.036,33 € ως υπόλοιπο της πρόσθετης αμοιβής της υπερωριακής του εργασίας κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των 236,08 € ως υπόλοιπο της αμοιβής της υπερωριακής του εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, ως προς τα οποία ποσά πρέπει να γίνουν αντιστοίχως δεκτά τα σχετικά αγωγικά κονδύλια ως ουσία βάσιμα. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την προσβαλλομένη απόφαση του, δέχθηκε ότι ο ενάγων απασχολείτο επί δεκατέσσερις (14) ώρες ημερησίως καθ’ όλες τις ημέρες του ένδικου χρονικού διαστήματος και συνακόλουθα ότι παρείχε έξι (6) ώρες υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές και δεκατέσσερις (14) ώρες τέτοιας εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, ακολούθως. δε, δέχθηκε εν όλω την αγωγή ως προς τα υπ’ αριθμ. 1.1 και 1.2 κονδύλια που αφορούν τη διαφορά επί της αμοιβής της υπερωριακής εργασίας που παρείχε ο ενάγων τόσο κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές όσο και κατά τα Σάββατα και τις αργίες του χρονικού διαστήματος της ένδικης ναυτολόγησής του στο πλοίο «…» και επεδίκασε σ’ αυτόν το συνολικό ποσό των 5.094,61 € ως διαφορά επί της αμοιβής της υπερωριακής απασχόλησής του κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και το συνολικό ποσό των 1.016,96 € ως διαφορά επί της αμοιβής της υπερωριακής του απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις αργίες, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Συνεπώς, ο σχετικός δεύτερος λόγος της έφεσης πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ως βάσιμος. Σημειωτέον ότι η ένσταση εξόφλησης που προέβαλαν οι εναγόμενοι με τις προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (και επαναφέρουν με τον τρίτο λόγο της έφεσής τους) ισχυριζόμενοι ότι, εκτός από τα ποσά που ελάμβανε σταθερά κάθε μήνα ο ενάγων έναντι της οφειλόμενης πρόσθετης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση (δηλαδή το ποσό 507,19 € που αντιστοιχούσε σε 67 ώρες υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των 553,88 € που αντιστοιχούσε σε 61 ώρες υπερωριακής απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις αργίες), στην αφαίρεση των οποίων από το κονδύλιο της υπερωριακής του αμοιβής προέβη ήδη με την αγωγή του ο ενάγων κατά τα προεκτεθέντα, αυτός ελάμβανε επιπλέον το ποσό των 800 € μηνιαίως ως επιμίσθιο (bonus), το οποίο είχε συμφωνηθεί με τον υπ’ αριθμ. 5 όρο του προαναφερόμενου από 12-03-2011 συμφωνητικού να καταλογίζεται στην αμοιβή που τυχόν θα εδικαιούτο αυτός σε περίπτωση υπερωριακής του απασχόλησης πέραν των συμφωνημένων 128 ωρών, είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη. Και τούτο διότι, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα εκκαθαριστικά σημειώματα μισθοδοσίας του ενάγοντος, το ως άνω ποσό των 800 €, που πράγματι καταβαλλόταν σ’ αυτόν κάθε μήνα, δεν αποτελούσε, εξ ολοκλήρου τουλάχιστον, επιμίσθιο, αλλά αφορούσε, τουλάχιστον κατά ένα μέρος, και τα ποσά που κατέβαλλαν υπό μορφή φιλοδωρημάτων οι επιβάτες του πλοίου στο πλήρωμα ενδιαιτημάτων (στο οποίο ανήκε και ο ενάγων) για παρεχόμενες σ’ αυτούς εξυπηρετήσεις. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, αναγράφονταν στα ως άνω εκκαθαριστικά σημειώματα ως αιτία καταβολής του οι όροι «έξτρα εταιρείας/φιλοδωρήματα». Ακόμη, λοιπόν, και αν υποτεθεί ότι μέρος του ως άνω ποσού των 800 € αποτελούσε επιμίσθιο, δεν μπορεί να προσδιορισθεί το επιμέρους ποσό που αντιστοιχούσε στο επιμίσθιο («έξτρα εταιρείας») και αυτό που αντιστοιχούσε στα φιλοδωρήματα, τα οποία ουδέποτε συμφωνήθηκε να καταλογίζονται στην πρόσθετη αμοιβή που εδικαιούτο ο ενάγων για την υπερωριακή του απασχόληση, όπως αντιθέτως συνέβη με το επιμίσθιο (βλ. τον υπ’ αριθμ. 6 όρο του ως άνω συμφωνητικού). Σημειωτέον ότι μολονότι στον υπ’ αριθμ. 5 όρο του εν λόγω συμφωνητικού εμπεριέχεται ρητή δήλωση της πρώτης εναγομένης ότι θα καταβάλλει στον ενάγοντα μηνιαίο bonus (επιμίσθιο), το ποσό αυτού δεν ορίσθηκε συγκεκριμένα αλλά αφέθηκε ασυμπλήρωτο. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την προσβαλλομένη απόφαση του, απέρριψε σιγή την ανωτέρω ένσταση των εναγομένων, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Συνεπώς, ο σχετικός τρίτος λόγος της έφεσης πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ως βάσιμος.

Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 της προαναφερόμενης Σ.Σ.Ν.Ε., ο ναυτικός δικαιούται ετησίας αδείας η οποία ανέρχεται σε ενενήντα έξι (96) ημέρες και υπολογίζεται σε οκτώ (8) ημέρες για κάθε μήνα υπηρεσίας, για δε τις τυχόν ολιγότερες του μηνός ημέρες σε αντίστοιχο κλάσμα (§1). Κατά τις ημέρες αδείας του ο ναυτικός δικαιούται του αναλογούντος σ’ αυτές ποσού επί του μισθού ενεργείας του άρθρον 2§1 της ίδιας Σ.Σ.Ν.Ε., προσαυξημένου με το εξ 22% επί του μισθού ενεργείας επίδομα Κυριακών, με το αντίτιμο τροφής σε κάθε περίπτωση και με τα οριζόμενα στο άρθρο 5 της αυτής Σ.Σ.Ν.Ε. ειδικά επιδόματα. Ειδικά για τον κατά τ’ ανωτέρω υπολογισμό της άδειας το ημερομίσθιο καθορίζεται στο 1/22 του μισθού ενεργείας του ως άνω άρθρου 2§1 (§2). Η άδεια παρέχεται σε όλους από τον πλοίαρχο εφόσον κατά την κρίση του επιτρέπουν την παροχή της οι ανάγκες του πλοίου, ενώ σε περίπτωση που οι ανάγκες του πλοίου δεν το επιτρέπουν, η χορήγηση της κατ’ επιλογήν του ναυτικού, είτε αναβάλλεται για τον κατάλληλο χρόνο είτε θεωρείται ως παρασχεθείσα, καταβαλλομένου στην περίπτωση αυτή στο ναυτικό του αναλογούντος μισθού ενεργείας του άρθρου 2§1 και του εξ 22% επί του μισθού ενεργείας επιδόματος Κυριακών μετά του αντιτίμου τροφής, έστω και αν αυτός παραμένει και διατρέφεται στο πλοίο. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να καταβάλλεται κάθε προσπάθεια για να αποφεύγεται η μη παροχή της άδειας έναντι καταβολής χρηματικής αμοιβής (§3). Ο ναυτικός απολυόμενος από το πλοίο, δικαιούται οπωσδήποτε την προβλεπομένη από τις παραγράφους 1 και 2 του εν λόγω άρθρου άδεια και αν ακόμη δεν ζήτησε την χορήγηση της από τον πλοίαρχο κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του και ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίο δεν χορηγήθηκε στο ναυτικό η άδεια ή δεν καταβλήθηκε σ’ αυτόν ο μισθός που αναλογεί σ’ αυτή (§4). Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τους μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενους λογαριασμούς μισθοδοσίας του ενάγοντος, αυτός καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασιακής του σχέσης ελάμβανε κάθε μήνα υπό μορφή τακτικού μισθού αποζημίωση για τη μη λήψη της άδειας in natura, γεγονός από το οποίο συνάγεται ότι δεν κατέστη δυνατό να του χορηγηθεί η άδειά του κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στο ένδικο πλοίο. Εδικαιούτο, επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα αποζημίωση αδείας για κάθε πλήρη μήνα υπηρεσίας του στο ένδικο πλοίο, η οποία αποτελείται από τα ημερομίσθια οκτώ (8) ημερών, το καθένα από τα οποία καθορίζεται στο 1/22 του αθροίσματος του μισθού ενεργείας που προβλέπεται στο άρθρο 2§1 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. για την ειδικότητα του θαλαμηπόλου και του επιδόματος Κυριακών, και το αντίτιμο τροφής που αναλογεί στις ανωτέρω οκτώ (8) ημέρες, ενώ για τους μη πλήρεις μήνες υπηρεσίας του, δικαιούται το αντίστοιχο κλάσμα. Συγκεκριμένα, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των {[(1.047,10 € μισθός ενεργείας + 230,36 € επίδομα Κυριακών) χ 1/22 χ 8 ημέρες =] 464,53 € + [15,93 € (ημερήσιο αντίτιμο τροφής – βλ. αρθρ. 3 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε.) χ 8 ημέρες =] 127,44 € =] 591,97 € μηνιαίως για την ανωτέρω αιτία όσον αφορά τους πλήρεις μήνες της υπηρεσίας του (Απρίλιο έως και Οκτώβριο του έτους 2011), ενώ για τους μη πλήρεις μήνες (Μάρτιο και Νοέμβριο του έτους 2011) δικαιούται συνολικά αποζημίωση αδείας ενός επιπλέον μηνός, όπως ο ίδιος συνομολογεί στην αγωγή του, ήτοι 591,97 €. Δικαιούται, δηλαδή, συνολικά ως αποζημίωση αδείας μετά του αναλόγου αντιτίμου τροφής για το σύνολο του χρονικού διαστήματος της ναυτολόγησής του στο ένδικο πλοίο το ποσό των (591,97 € χ 8 μήνες =) 4.735,76 €, το οποίο και του κατέβαλαν οι εναγόμενοι, όπως επίσης συνομολογεί στην αγωγή του, προβαίνοντας, μάλιστα, στην αφαίρεσή του από το κονδύλιο της αποζημίωσης αδείας. Έχουν, επομένως, εξοφλήσει ολοσχερώς την ανωτέρω απαίτηση του ενάγοντος. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την προσβαλλομένη απόφαση του, δέχθηκε ότι η αποζημίωση αδείας που εδικαιούτο ο ενάγων για κάθε πλήρη μήνα υπηρεσίας του στο ένδικο πλοίο ανερχόταν στο ποσό των 638,31 €, πολλαπλασιάζοντας το ημερήσιο αντίτιμο τροφής επί τριάντα (30) ημέρες, διαιρώντας, εν συνεχεία, το γινόμενο του ως άνω πολλαπλασιασμού διά 22 ημέρες και πολλαπλασιάζοντας, τέλος, το πηλίκο της ανωτέρω διαίρεσης επί 8 ημέρες, με αποτέλεσμα να δεχθεί ότι το ανάλογο αντίτιμο τροφής που έπρεπε να συμπεριληφθεί στην αποζημίωση αδείας ενός πλήρη μήνα ανερχόταν στο ποσό των (15,93 € ημερήσιο αντίτιμο τροφής χ 30 ημέρες ÷ 22 ημέρες χ 8 ημέρες =) 173,78 €, ακολούθως. δε, δέχθηκε εν όλω την αγωγή ως προς το υπ’ αριθμ. 3 κονδύλιο που αφορά τη διαφορά επί της συνολικής αποζημίωσης αδείας που εδικαιούτο ο ενάγων για όλη τη χρονική περίοδο της ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο και επεδίκασε σ’ αυτόν το συνολικό ποσό των 370,72 € για την ανωτέρω αιτία, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου. Συνεπώς, ο σχετικός τέταρτος λόγος της έφεσης πρέπει να γίνει εν όλω δεκτός ως βάσιμος.

Τέλος, με τις διατάξεις του άρθρου 24 του ν. 3409/2005, όπως αυτό ίσχυε προ της αντικαταστάσεώς του με το άρθρο 22§6 του ν. 3965/2011, ορίζονταν τα ακόλουθα: «§1. Για την αντικατάσταση ληξιπρόθεσμου ναυτολογίου επιβατηγών πλοίων που εκτελούν περιηγητικούς πλόες και επεκτείνουν τους πλόες αυτούς στο εξωτερικό ή κρουαζιερόπλοιων που εκτελούν πλόες μεταξύ λιμένων εσωτερικού και εξωτερικού ή μόνον εξωτερικού, ολικής χωρητικότητας άνω των 1.500 κόρων, κατατίθεται από τον πλοιοκτήτη στο N.A.T. εγγυητική επιστολή τράπεζας αναγνωρισμένης από την Τράπεζα της Ελλάδος, ποσού ίσου με τις προϋπολογισθείσες ασφαλιστικές εισφορές. Οι προϋπολογισθείσες εισφορές γνωστοποιούνται από τη Διεύθυνση Εισφορών και Πόρων του N.A.T. στον πλοιοκτήτη εντός μηνός από την ημερομηνία έκδοσης του ναυτολογίου. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και σε περίπτωση οποτεδήποτε ζητηθεί εξόφληση του ναυτολογίου εντός του χρόνου ισχύος του. §2. Μετά την εκκαθάριση του ναυτολογίου δεν καταβάλλονται οριστικά οι τακτικές ασφαλιστικές εισφορές και το N.A.T. επιστρέφει στον πλοιοκτήτη την κατατεθείσα εγγυητική επιστολή, αφού διαπιστωθεί προηγουμένως η τήρηση των ακόλουθων προϋποθέσεων: α) τηρούνται οι απαιτήσεις της οργανικής σύνθεσης πληρώματος του πλοίου ως προς την υποχρέωση ναυτολόγησης ελάχιστου αριθμού Ελλήνων ναυτικών ανά ειδικότητα, β) ναυτολογείται στο πλοίο επιπλέον της οργανικής συνθέσεως πληρώματος ένας τουλάχιστον σπουδαστής Α.Ε.Ν. (Πλοίαρχος ή Μηχανικός), εφόσον προσφέρονται, ή η υποχρέωση αυτή, μετά από έγκριση του Y.E.N., εκπληρούται με τη ναυτολόγηση του σπουδαστή Α.Ε.Ν. σε άλλο πλοίο της αυτής διαχειρίσεως, υπό ελληνική ή ξένη σημαία σύμφωνα με τις νόμιμες προϋποθέσεις, γ) υφίσταται έγκριση του Y.E.N. για τη ναυτολόγηση αλλοδαπών ναυτικών στις θέσεις Ελλήνων ναυτικών που καθορίζονται από την οργανική σύνθεση πληρώματος του πλοίου. §3. Προκειμένου να εφαρμοστούν τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 2, ο πλοιοκτήτης καταθέτει δήλωση στο N.A.T. περί απαρέγκλιτης τήρησης των προϋποθέσεων που ορίζονται. Εφόσον δεν εκπληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2, ο πλοιοκτήτης υποχρεούται να καταβάλλει στο N.A.T. για το χρονικό διάστημα μη εκπλήρωσης αυτών τη δική του τακτική εισφορά, καθώς επίσης και την τακτική εισφορά των ναυτικών για το σύνολο της οργανικής σύνθεσης πληρώματος του πλοίου, με βάση την ισχύουσα κάθε φορά οικεία Συλλογική Σύμβαση, περιλαμβανομένων και των ναυτολογημένων αλλοδαπών ναυτικών. Στην περίπτωση αυτή η εγγυητική επιστολή καταπίπτει κατά το ποσό που αντιστοιχεί στις οφειλόμενες εισφορές. §4. Το χρονικό διάστημα εκκαθάρισης του ναυτολογίου δεν δύναται να υπερβεί τις δεκαπέντε ημέρες από την ημερομηνία κατάθεσής του στο Ν.Α.Τ. και τυχόν υπέρβαση του χρονικού αυτού ορίου συνεπάγεται την αυτόματη επιστροφή της εγγυητικής επιστολής στον πλοιοκτήτη. §5. Από την εφαρμογή της διάταξης αυτής, που ισχύει και για τα ναυτολόγια που αντικαθίστανται ή εξοφλούνται μετά τη 15.10.2005, σε καμία περίπτωση δεν θίγονται τα ασφαλιστικά δικαιώματα των Ελλήνων ναυτικών από τη θαλάσσια υπηρεσία τους στο πλοίο και οι τακτικές εισφορές δεν δύναται να αναζητηθούν από οποιονδήποτε και για οποιαδήποτε αιτία». Με τις ως άνω διατάξεις ο νομοθέτης θέλησε να παράσχει κίνητρα στους πλοιοκτήτες τουριστικών πλοίων και κρουαζιερόπλοιων να θέτουν τα πλοία τους υπό ελληνική σημαία, να εντείνουν και να επεκτείνουν τους περιηγητικούς πλόες στους ελληνικούς λιμένες και να ναυτολογούν Έλληνες ναυτικούς, με σκοπό να αυξηθεί η ελληνόκτητη κρουαζιέρα, η οποία έχει πολλαπλά οφέλη για την εθνική οικονομία και τον τουρισμό, και να καταπολεμηθεί η ανεργία των Ελλήνων ναυτικών (βλ. την προσκομιζόμενη από τους εκκαλούντες – εναγομένους από 05-06-2012 γνωμοδότηση του καθηγητή Εργατικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γ. Λεβέντη). Τα κίνητρα που προέβλεψαν οι παραπάνω διατάξεις είχαν τη μορφή επιδότησης των ασφαλιστικών εισφορών. Ειδικότερα, ο πλοιοκτήτης όφειλε να καταθέσει στο Ν.Α.Τ. εγγυητική επιστολή τράπεζας αναγνωρισμένης από την Τράπεζα της Ελλάδος, ποσού ίσου με τις προϋπολογισθείσες από το Ν.Α.Τ. ασφαλιστικές εισφορές. Μετά δε την εκκαθάριση του ναυτολογίου και εφόσον διαπιστωνόταν προηγουμένως η τήρηση των προβλεπόμενων στην παράγραφο 2 προϋποθέσεων, το Ν.Α.Τ. υποχρεούτο να επιστρέψει στον πλοιοκτήτη την κατατεθείσα εγγυητική επιστολή, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την οριστική μη καταβολή εκ μέρους του τελευταίου των τακτικών ασφαλιστικών εισφορών. Με τον τρόπο αυτό επιδοτούντο από το Δημόσιο οι ασφαλιστικές εισφορές που αναλογούσαν στον πλοιοκτήτη και το ναυτικό. Σε περίπτωση, όμως, μη εκπλήρωσης των προϋποθέσεων της παραγράφου 2, ο πλοιοκτήτης υποχρεούτο να καταβάλλει στο N.A.T. για το χρονικό διάστημα μη εκπλήρωσης αυτών τη δική του τακτική εισφορά, καθώς επίσης και την τακτική εισφορά των ναυτικών. Στην περίπτωση αυτή η εγγυητική επιστολή κατέπιπτε κατά το ποσό που αντιστοιχούσε στις οφειλόμενες εισφορές. Ωστόσο, προβλέφθηκε σύντομη προθεσμία για την εκκαθάριση του ναυτολογίου εκ μέρους του Ν.Α.Τ. (δεκαπέντε ημέρες από την ημερομηνία κατάθεσής του στο Ν.Α.Τ.), η τυχόν υπέρβαση της οποίας συνεπαγόταν την αυτόματη επιστροφή της εγγυητικής επιστολής στον πλοιοκτήτη. Εντούτοις, οι προαναφερόμενες διατάξεις εμφάνισαν προβλήματα και δυσλειτουργίες κατά την εφαρμογή τους. Προ παντός η υποχρέωση των πλοιοκτητών να καταθέτουν στο Ν.Α.Τ. εκ προοιμίου εγγυητική επιστολή και η υποχρέωση του Ν.Α.Τ. να εκκαθαρίζει το ναυτολόγιο εντός δεκαπέντε ημερών από την κατάθεσή του, άλλως όφειλε να επιστρέψει άμεσα την εγγυητική επιστολή, αποδείχθηκαν μη ρεαλιστικές και ανεφάρμοστες και οδήγησαν σε διενέξεις (βλ. την προαναφερθείσα γνωμοδότηση του καθηγητή Γ. Λεβέντη). Για το λόγο αυτό οι ως άνω διατάξεις (του άρθρου 24 του ν. 3409/2005) επαναδιατυπώθηκαν και αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 22§6 του ν. 3965/2011, ορίζοντας πλέον τα ακόλουθα: «§1. Για την αντικατάσταση ληξιπρόθεσμου ναυτολογίου επιβατηγών πλοίων που εκτελούν περιηγητικούς πλόες και επεκτείνουν τους πλόες αυτούς στο εξωτερικό ή κρουαζιερόπλοιων που εκτελούν πλόες μεταξύ λιμένων εσωτερικού και εξωτερικού ή μόνο εξωτερικού, ολικής χωρητικότητας άνω των 1.500 κόρων, καταβάλλεται ποσό ίσο με τις προϋπολογισθείσες ασφαλιστικές εισφορές νόμιμης σύνθεσης. Οι προϋπολογισθείσες εισφορές γνωστοποιούνται από τη Διεύθυνση Εισφορών και Πόρων του Ν.Α.Τ. στον πλοιοκτήτη εντός μηνός από την ημερομηνία έκδοσης του ναυτολογίου. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και οποτεδήποτε ζητηθεί εξόφληση του ναυτολογίου εντός του χρόνου ισχύος του. §2. Κατά την αντικατάσταση και εκκαθάριση του ναυτολογίου ο πλοιοκτήτης καταβάλλει τις τακτικές ασφαλιστικές εισφορές πλην Ν.Α.Τ., όπως καθορίζονται από τη νομοθεσία περί Ν.Α.Τ. και οι οποίες αναλογούν στη συμμετοχή του, και παρακρατεί από τους ναυτικούς και καταβάλλει στο NAT τις αντίστοιχες εισφορές που τους αναλογούν. Ο πλοιοκτήτης υποχρεούται στην τήρηση των παρακάτω προϋποθέσεων: α) Τηρούνται οι απαιτήσεις της οργανικής σύνθεσης πληρώματος του πλοίου ως προς την υποχρέωση ναυτολόγησης ελάχιστου αριθμού Ελλήνων ναυτικών ανά ειδικότητα. β) Ναυτολογείται στο πλοίο επιπλέον της οργανικής συνθέσεως πληρώματος ένας τουλάχιστον σπουδαστής Α.Ε.Ν. (πλοίαρχος ή μηχανικός), εφόσον προσφέρονται, ή η υποχρέωση αυτή, μετά από έγκριση του Υ.Θ.Υ.Ν.ΑΛ., εκπληρούται με τη ναυτολόγηση σπουδαστή Α.Ε.Ν. σε άλλο πλοίο της αυτής διαχειρίσεως, υπό ελληνική ή ξένη σημαία σύμφωνα με τις νόμιμες προϋποθέσεις. γ) Υφίσταται έγκριση του Υ.Θ.Υ.Ν.ΑΛ. για τη ναυτολόγηση αλλοδαπών ναυτικών στις θέσεις Ελλήνων ναυτικών που καθορίζονται από την οργανική σύνθεση πληρώματος πλοίου. §3. Προκειμένου να εφαρμοσθούν τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 2, ο πλοιοκτήτης καταθέτει δήλωση στο Ν.Α.Τ. περί απαρέγκλιτης τήρησης των παραπάνω προϋποθέσεων. Εφόσον δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2, ο πλοιοκτήτης υποχρεούται να καταβάλει στο Ν.Α.Τ. για το χρονικό διάστημα μη εκπλήρωσης αυτών τη δική του τακτική εισφορά, καθώς και την τακτική εισφορά των ναυτικών για το σύνολο της οργανικής σύνθεσης πληρώματος του πλοίου, με βάση την ισχύουσα κάθε φορά οικεία Συλλογική Σύμβαση, περιλαμβανομένων και των ναυτολογημένων αλλοδαπών ναυτικών. §4. Από την εφαρμογή της διάταξης αυτής, που ισχύει και για τα ναυτολόγια που αντικαθίστανται ή εξοφλούνται μετά την ισχύ του παρόντος νόμου, σε καμία περίπτωση δεν θίγονται τα ασφαλιστικά δικαιώματα των Ελλήνων ναυτικών από τη θαλάσσια υπηρεσία τους στο πλοίο. Ο πλοιοκτήτης δεν καταβάλλει ασφαλιστικές εισφορές υπέρ N.A.T. ούτε παρακρατεί τις ασφαλιστικές υπέρ Ν.Α.Τ. εισφορές που αναλογούν στους ναυτικούς, ενώ η καταβολή των παραπάνω ποσών καλύπτεται συνολικά από τον προϋπολογισμό του Ν.Α.Τ. §5. Για τις ανάγκες της εφαρμογής του παρόντος άρθρου ως τακτικές ασφαλιστικές εισφορές νοούνται οι εισφορές υπέρ Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (Ν.Α.Τ.), Κεφαλαίου Επικουρικής Ασφάλισης Ναυτικών (Κ.Ε.Α.Ν.), Ταμείων Πρόνοιας (Τ.Π.Α.Ε.Ν. και Τ.Π.Κ.Π.Ε.Ν.), Εστίας Ναυτικών, Ειδικού Λογαριασμού Οικογενειακών Επιδομάτων Ναυτικών (Ε.Λ.Ο.Ε.Ν.), Κεφαλαίου Ναυτικής Εργασίας (Κ.Ν.Ε.), Ναυτικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (Ν.Ε.Ε.). §6. Οι διατάξεις του παρόντος ισχύουν και για τα πλοία της πρώτης παραγράφου του άρθρου αυτού, που είναι νηολογημένα σύμφωνα με το άρθρο 13 του ν.δ. 2687/953 (Α΄ 317), όπως έχει ερμηνευθεί αυθεντικά από το ν.δ. 2928/1954 (Α΄ 163). §7. Απαιτήσεις του Ν.Α.Τ. από πλοία της πρώτης παραγράφου, που προέκυψαν από ναυτολόγια ή φύλλα εκκαθάρισης ναυτολογίου πριν τη δημοσίευση του παρόντος, εξακολουθούν να αναζητούνται. Για όσες απαιτήσεις έχουν ασκηθεί προσφυγές, έως και ένα μήνα από την έναρξη ισχύος του παρόντος και μέχρι την έκδοση αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων, δεν εφαρμόζονται ή αναστέλλονται τα επιβληθέντα αναγκαστικά μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 15 του ν. 3569/2007 (Α΄ 122), δεν ασκείται ή αναστέλλεται η σχετική ποινική δίωξη και αναστέλλονται οι συναφείς εκκρεμείς ποινικές δίκες». Με την ως άνω επαναδιατύπωση του άρθρου 24 του ν. 3409/2005 «επιχειρείται να αποκατασταθούν οι παραπάνω δυσλειτουργίες, οι οποίες παρατηρήθηκαν με το ισχύον πλαίσιο και οδήγησαν σε δικαστικές διενέξεις που ήδη εκκρεμούν ενώπιον της δικαιοσύνης», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην Αιτιολογική Έκθεση του σχεδίου διατάξεων του άρθρου 22 του ν. 3965/2011. Ειδικότερα, στην ως άνω Αιτιολογική Έκθεση τονίζεται ότι με τη νέα διάταξη: Απλουστεύεται εφεξής η διαδικασία απαλλαγής του πλοιοκτήτη από τις ασφαλιστικές εισφορές προς το Ν.Α.Τ. μέσω της κατάργησης της υποχρέωσης προσκόμισης εγγυητικής επιστολής και την, αντ’ αυτής, υποχρέωση καταβολής των προϋπολογισθεισών τακτικών ασφαλιστικών εισφορών, πλην Ν.Α.Τ., σε μετρητά. Διευκρινίζεται ότι η απαλλαγή από τις ασφαλιστικές εισφορές αφορά μόνο τις ασφαλιστικές εισφορές υπέρ Ν.Α.Τ. και όχι υπέρ των λοιπών Λογαριασμών και Κεφαλαίων που τηρούνται στο Ν.Α.Τ. Καθίσταται πλέον σαφές ότι οι εισφορές των πλοιοκτητών και των ναυτικών, για τις οποίες προβλέπεται απαλλαγή (δηλαδή οι εισφορές υπέρ Ν.Α.Τ.), βαρύνουν αποκλειστικώς τον προϋπολογισμό του Ν.Α.Τ., χωρίς να θίγονται τα ασφαλιστικά δικαιώματα των Ελλήνων ναυτικών. Πράγματι, με τη νέα διατύπωση του ανωτέρω άρθρου 24 ορίζεται ότι κατά την αντικατάσταση και εκκαθάριση του ναυτολογίου ο πλοιοκτήτης καταβάλλει τις τακτικές ασφαλιστικές εισφορές πλην Ν.Α.Τ., όπως καθορίζονται από τη νομοθεσία του Ν.Α.Τ. Διευκρινίζεται δε ότι για τις ανάγκες της εφαρμογής του συγκεκριμένου άρθρου ως τακτικές ασφαλιστικές εισφορές νοούνται οι εισφορές υπέρ Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (Ν.Α.Τ.), Κεφαλαίου Επικουρικής Ασφάλισης Ναυτικών (Κ.Ε.Α.Ν.), Ταμείων Πρόνοιας (Τ.Π.Α.Ε.Ν. και Τ.Π.Κ.Π.Ε.Ν.), Εστίας Ναυτικών, Ειδικού Λογαριασμού Οικογενειακών Επιδομάτων Ναυτικών (Ε.Λ.Ο.Ε.Ν.), Κεφαλαίου Ναυτικής Εργασίας (Κ.Ν.Ε.), Ναυτικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (Ν.Ε.Ε.). Επομένως, μετά τη νέα διάταξη είναι πλέον σαφές ότι επιδοτούνται από τον προϋπολογισμό του Ν.Α.Τ. μόνον οι ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του Ν.Α.Τ. που αναλογούν στον πλοιοκτήτη και το ναυτικό. Σημειωτέον ότι η διάταξη του άρθρου 22§6 του ν. 3965/2011, με την οποία αντικαταστάθηκε αυτή του άρθρου 24 του ν. 3409/2005, είναι ερμηνευτική και, ως εκ τούτου, εφαρμόζεται αναδρομικά, απορριπτομένου ως αβασίμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων που προβλήθηκε με τις προτάσεις που κατέθεσαν αυτοί ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναφέρεται με τον πέμπτο λόγο της έφεσής τους (βλ. τις αδημοσίευτες στο νομικό, έντυπο και ηλεκτρονικό, τύπο ΕφΠειρ 743/2014, όπου ρητά αναφέρεται ότι η εν λόγω διάταξη τυγχάνει αναδρομικής εφαρμογής, ως ερμηνευτική, και ΕφΠειρ 578/2013, όπου, αν και δεν γίνεται ρητή μνεία της αναδρομικότητας της ως άνω διάταξης, εφαρμόσθηκε από το Δικαστήριο και για τις παρακρατηθείσες ασφαλιστικές εισφορές του ναυτικού που αφορούσαν τον προγενέστερο της θέσεως σε ισχύ του ν. 3965/2011 χρόνο).Εν προκειμένω, όπως προεκτέθηκε, το πλοίο «…», στο οποίο είχε ναυτολογηθεί ο ενάγων κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, αφενός μεν είχε ολική χωρητικότητα 25.611 κόρων (ήτοι ανώτερη των 1.500 κόρων), αφετέρου δε εκτελούσε τουριστικούς πλόες (κρουαζιέρες) μεταξύ λιμένων της Ελλάδας και της Τουρκίας, επρόκειτο, δηλαδή, περί κρουαζιερόπλοιου που εκτελούσε πλόες μεταξύ λιμένων εσωτερικού και εξωτερικού. Εξάλλου, πληρούσε τις οριζόμενες στη διάταξη της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 24 του ν. 3409/2005 (όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 22§6 του ν. 3965/2011) προϋποθέσεις ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματός του και δη ως προς την υποχρέωση ναυτολόγησης Ελλήνων ναυτικών και σπουδαστών (πλοιάρχων ή μηχανικών) Α.Ε.Ν., γεγονός που δεν αμφισβητείται ειδικώς από τους εναγόμενους – εκκαλούντες, συναγομένης, ενόψει και των λοιπών ισχυρισμών τους, σχετικής ομολογίας τους (αρθρ. 261 ΚΠολΔ). Επομένως, το εν λόγω πλοίο υπαγόταν στην ευνοϊκή ρύθμιση περί απαλλαγής από την υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών υπέρ Ν.Α.Τ. (εργοδοτικών) και παρακράτησης υπέρ Ν.Α.Τ. ασφαλιστικών εισφορών που αναλογούσαν στους ναυτικούς (εργατικών), η καταβολή των ποσών των οποίων καλύπτεται από τον προϋπολογισμό του Ν.Α.Τ. σύμφωνα με την προπαρατιθέμενη διάταξη της παραγράφου 4 εδ. β΄ του ίδιου ως άνω άρθρου 24 του ν. 3409/2005, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του εν λόγω άρθρου με το άρθρο 22§6 του ν. 3965/2011. Παρά ταύτα και παρά το γεγονός ότι η πρώτη εναγομένη, πλοιοκτήτρια του παραπάνω πλοίου, ουδέν κατέβαλλε – συμφώνως προς τις παραπάνω διατάξεις – στο Ν.Α.Τ. ως δική της τακτική εισφορά ή αυτής των ναυτικών καθ’ όλο το ένδικο χρονικό διάστημα, παρακρατούσε, ωστόσο, μηνιαίως από το μισθό του ενάγοντος το ποσό των 209,04 € ως ασφαλιστικές εισφορές του τελευταίου υπέρ του Ν.Α.Τ. Συγκεκριμένα, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων και δεν αμφισβητείται ειδικώς από τους εναγομένους, συναγομένης, ενόψει και των λοιπών ισχυρισμών τους, σχετικής ομολογίας τους (αρθρ. 261 ΚΠολΔ), αποδεικνύεται, άλλωστε, και από τα προσκομιζόμενα εκκαθαριστικά σημειώματα μισθοδοσίας του ενάγοντος, για το χρονικό διάστημα από 12-03-2011 έως 31-03-2011 παρακρατήθηκε από τον μισθό του ποσό 139,36 €, ακολούθως για τους μήνες Απρίλιο, Μάιο, Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο, Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του έτους 2011 παρακρατήθηκε ποσό 209,04 € μηνιαίως, ενώ για το χρονικό διάστημα από 01-11-2011 έως 11-11-2011, παρακρατήθηκε ποσό 76,65 €, συνολικά δε, παρακρατήθηκε ποσό 1.679,29 €. Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι ο νομοθετικός σκοπός της θέσπισης της παραπάνω διάταξης περί επιδότησης του ποσού των ασφαλιστικών υπέρ Ν.Α.Τ. εισφορών, που δεν είναι άλλος από την παροχή κινήτρων στους πλοιοκτήτες κρουαζιερόπλοιων προκειμένου να υψώσουν σ’ αυτά την ελληνική σημαία και να ναυτολογήσουν έλληνες ναυτικούς, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, θα αναιρείτο εάν ο πλοιοκτήτης αντί να καταβάλλει το ποσό των εισφορών του ναυτικού στο Ν.Α.Τ., θα ήταν υποχρεωμένος να το καταβάλλει στον ίδιο το ναυτικό. Προς επίρρωση του ισχυρισμού τους αυτού επικαλούνται την ανωτέρω αναφερόμενη γνωμοδότηση του καθηγητή Γ. Λεβέντη, σύμφωνα με την οποία επιβάλλεται να γίνει τελολογική και συσταλτική ερμηνεία της προπαρατιθέμενης διάταξης του άρθρου 24 παρ. 4 εδ. β΄ του ν. 3409/2005, όπως ισχύει μετά την αναδιατύπωσή της, ώστε ο πλοιοκτήτης να απαλλάσσεται από τις δικές του ασφαλιστικές εισφορές (εργοδοτικές) και, ταυτόχρονα, να παρακρατά από τον μισθό του ναυτικού το ποσό που αναλογεί στον τελευταίο ως ασφαλιστικές εισφορές (εργατικές), όχι για να το αποδώσει στο Ν.Α.Τ., αφού δεν υπέχει νόμιμη προς τούτο υποχρέωση, αλλά προκειμένου να το καρπωθεί ο ίδιος (ο πλοιοκτήτης). Η ως άνω άποψη αντλεί επιχείρημα από το γεγονός ότι στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3965/2011 δεν διατυπώνεται σκοπός του νομοθέτη να κατανείμει στο εξής το όφελος της επιδότησης μεταξύ πλοιοκτήτη και ναυτικού και να επαυξήσει έτσι εμμέσως τις αποδοχές των ναυτικών των τουριστικών πλοίων, αυξάνοντας συγχρόνως το μισθολογικό κόστος και περιορίζοντας την παροχή κινήτρων έναντι των πλοιοκτητών. Επιπλέον, σύμφωνα με τη γνώμη αυτή, η παραπάνω τελολογική – συσταλτική ερμηνεία της προαναφερόμενης διατάξεως επιβάλλεται και για τον πρόσθετο λόγο ότι άλλως η διάταξη αυτή θα παραβίαζε τη συνταγματική αρχή της ισότητας (αρθρ. 4§1 Συντάγματος), αφού θα προέβλεπε υψηλότερες αποδοχές για τους έλληνες ναυτικούς που απασχολούνται σε υπό ελληνική σημαία τουριστικά πλοία ή κρουαζιερόπλοια (λόγω της επιδότησης) σε σύγκριση με αυτές των συναδέλφων τους που απασχολούνται σε υπό ελληνική σημαία επιβατηγά, ακτοπλοϊκά ή ποντοπόρα πλοία, καίτοι πρόκειται περί ουσιωδώς ομοίων σχέσεων εργασίας, αποβαίνοντας έτσι αντισυνταγματική. Μια τέτοια, ωστόσο, ερμηνεία (τελολογική – συσταλτική) έρχεται σε προφανή αντίθεση με το σαφές γράμμα της διάταξης του άρθρου 24 παρ. 4 εδ. β΄ του ν. 3409/2005, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 22§6 του Ν. 3965/2011 («…Ο πλοιοκτήτης δεν καταβάλλει ασφαλιστικές εισφορές υπέρ Ν.Α.Τ. ούτε παρακρατεί τις ασφαλιστικές υπέρ Ν.Α.Τ. εισφορές που αναλογούν στους ναυτικούς…»), αποτελεί, δηλαδή, contra legem ερμηνεία, η οποία σημαίνει κατ’ ανάγκην διόρθωση των εγγενών στο νόμο αξιολογήσεων, πράγμα, όμως, που προσκρούει στη συνταγματική επιταγή της δεσμεύσεως του δικαστή από το Σύνταγμα και τους νόμους (άρθρο 87§2 του Συντάγματος) (βλ. Π. Παπανικολάου, Μεθοδολογία του Ιδιωτικού Δικαίου και Ερμηνεία των Δικαιοπραξιών, εκδ. 2000, σελ. 292). Άλλωστε, η σαφής εν προκειμένω διατύπωση του νόμου δεν δύναται να αποδοθεί σε αστοχία του νομοθέτη του ν. 3965/2011, ενόψει, μάλιστα, και του ότι αντίστοιχη διάταξη περί απαλλαγής από τις ασφαλιστικές εισφορές – τόσο του πλοιοκτήτη όσο και των ναυτικών – αναφορικά και με άλλη κατηγορία πλοίων που νηολογούνται ως κεφάλαια εξωτερικού και δη για φορτηγά πλοία κάθε κατηγορίας ολικής χωρητικότητας άνω των 3.000 κόρων, έχει θεσπισθεί και ισχύει με τον ν. 3569/2007 (άρθρο 12). Επίσης, πρέπει να τονισθεί ότι ο νομοθετικός σκοπός της παραπάνω διατάξεως, έτσι όπως αυτός προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του νόμου, ήτοι η παροχή κινήτρων στους πλοιοκτήτες ώστε να αυξηθεί η ελληνόκτητη κρουαζιέρα, υπηρετείται επαρκώς εκ της απαλλαγής τους από τις ασφαλιστικές εισφορές που βαρύνουν τους ιδίους και ουδόλως αναιρείται από την επέκταση της ίδιας απαλλαγής και υπέρ των ναυτικών, δεδομένου, μάλιστα, ότι οι ασφαλιστικές εισφορές που αναλογούν στους ναυτικούς περιλαμβάνονται στον από τον νόμο ή τη σύμβαση συνολικό (ακαθάριστο) μισθό τους (βλ. ΜονΕφΠειρ 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013,208, ΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012,397, πρβλ. και ΑΠ 332/2008, Ε7 2009,1153,1705, ΑΠ 1678/2007, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), άρα, έναντι του ίδιου του εργοδότη, τα σχετικά ποσά αποτελούν μέρος του μισθού που αυτός οφείλει στον εργαζόμενό του ναυτικό (και όχι εισφορά ώστε να μπορεί να γίνει λόγος περί απαλλαγής από εισφορές), τα οποία υποχρεούται να παρακρατεί από τον μισθό του εργαζόμενου (ή να τα εισπράττει απ’ αυτόν) προκειμένου να τα αποδώσει στο Ν.Α.Τ. (άρθρο 84§§1 και 8 του π.δ. 913/1978). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η πρώτη εναγομένη μη νομίμως παρακράτησε από το μισθό του ενάγοντος, και υπέρ της ιδίας, το συνολικό παραπάνω ποσό των 1.679,29 € που αντιστοιχούσε στις ασφαλιστικές εισφορές του τελευταίου υπέρ του Ν.Α.Τ. (βλ. και τις προαναφερόμενες, αδημοσίευτες στο νομικό τύπο, ΕφΠειρ 743/2014 και ΕφΠειρ 578/2013).Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η πρώτη εναγομένη παρακρατούσε επιπλέον μηνιαίως από το μισθό του ενάγοντος και άλλα ποσά ως ασφαλιστικές εισφορές του τελευταίου υπέρ των οικείων Ταμείων Προνοίας (Τ.Π.Α.Ε.Ν./Τ.Π.Κ.Π.Ε.Ν.) και της Ν.Ε., καθώς και ως συνδικαλιστική συνδρομή αυτού προς την Π.Ν.Ο. Ειδικότερα, , όπως ισχυρίζεται ο ενάγων και δεν αμφισβητείται ειδικώς από τους εναγομένους, συναγομένης, ενόψει και των λοιπών ισχυρισμών τους, σχετικής ομολογίας τους (αρθρ. 261 ΚΠολΔ), αποδεικνύεται, άλλωστε, και από τα προσκομιζόμενα εκκαθαριστικά σημειώματα μισθοδοσίας του ενάγοντος, για το χρονικό διάστημα από 12-03-2011 έως 31-03-2011 παρακρατήθηκε από τον μισθό του ποσό 73,59 € υπέρ Τ.Π.Α.Ε.Ν./Τ.Π.Κ.Π.Ε.Ν., ποσό 3,66 € υπέρ Ν.Ε. και ποσό 3 € υπέρ Π.Ν.Ο., ακολούθως για τους μήνες Απρίλιο, Μάιο, Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο, Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του έτους 2011 παρακρατήθηκε ποσό 110,39 € υπέρ Τ.Π.Α.Ε.Ν./Τ.Π.Κ.Π.Ε.Ν., ποσό 3,66 € υπέρ Ν.Ε. και ποσό 4,5 € υπέρ Π.Ν.Ο. μηνιαίως, ενώ για το χρονικό διάστημα από 01-11-2011 έως 11-11-2011, παρακρατήθηκε ποσό 40,48 € υπέρ Τ.Π.Α.Ε.Ν./Τ.Π.Κ.Π.Ε.Ν., ποσό 3,66 € υπέρ Ν.Ε. και ποσό 1,65 € υπέρ Π.Ν.Ο., συνολικά δε, παρακρατήθηκε ποσό 955,89 €. Τα ανωτέρω ποσά των τακτικών ασφαλιστικών εισφορών υπέρ Τ.Π.Α.Ε.Ν./Τ.Π.Κ.Π.Ε.Ν. και υπέρ Ν.Ε., έπρεπε πράγματι να παρακρατηθούν από το μισθό του ενάγοντος προκειμένου να αποδοθούν στο Ν.Α.Τ., δεδομένου ότι η προβλεπόμενη στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 24 του ν. 3409/2005, όπως ισχύει, απαλλαγή από τις ασφαλιστικές εισφορές αφορά μόνο τις εισφορές υπέρ Ν.Α.Τ. και όχι υπέρ των λοιπών Λογαριασμών και Κεφαλαίων που τηρούνται στο Ν.Α.Τ., σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη. Ωστόσο, ουδέποτε αποδόθηκαν στο Ν.Α.Τ., όπως, εξάλλου, δεν αποδόθηκε ποτέ στην ως άνω δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση (Π.Ν.Ο.) η παρακρατηθείσα προς τούτο συνδικαλιστική συνδρομή του ενάγοντος, όπως ισχυρίζεται ο τελευταίος και δεν αμφισβητείται ειδικώς από τους εναγομένους, συναγομένης, ενόψει και των λοιπών ισχυρισμών τους, σχετικής ομολογίας τους (αρθρ. 261 ΚΠολΔ). Και τούτο διότι η εν λόγω εναγομένη προέβη στην παρακράτησή τους όχι με σκοπό να τα αποδώσει στους ανωτέρω τρίτους, αλλά προκειμένου να τα καρπωθεί η ίδια, θεωρώντας εσφαλμένα αφενός μεν ότι ενέπιπταν και αυτά στις τακτικές ασφαλιστικές εισφορές που επιδοτούνται από τον προϋπολογισμό του Ν.Α.Τ., αφετέρου δε ότι η επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών που αναλογούν στους ναυτικούς προβλέφθηκε αποκλειστικά προς όφελος των πλοιοκτητών και όχι και των ίδιων των ναυτικών. Εξακολουθεί, επομένως, να οφείλει τα ποσά αυτά στον ενάγοντα ως μη καταβληθέντα μισθό [Όπως προαναφέρθηκε τα εν λόγω ποσά αποτελούν μέρος του μισθού που ο εργοδότης οφείλει στον εργαζόμενο, τα οποία δεν αφαιρούνται από το δικαστήριο κατά την επιδίκαση των οφειλόμενων αποδοχών, αλλά παρακρατούνται από τον εργοδότη κατά την εκτέλεση της απόφασης και αποδίδονται στους τρίτους (ΕφΠειρ 65/2013, ΠειρΝομ 2013,56, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ)].

Με βάση τα ανωτέρω, οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν για τις ανωτέρω αιτίες στον ενάγοντα, εις ολόκληρον ο καθένας, υπό τις προαναφερόμενες ιδιότητές τους, το συνολικό ποσό των (1.679,29 + 955,89 =) 2.635,18 €, ως προς το οποίο ποσό πρέπει να γίνει δεκτό το σχετικό αγωγικό κονδύλιο ως ουσία βάσιμο. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την προσβαλλομένη απόφαση του, έκρινε ότι έπρεπε να καταβληθούν στον ενάγοντα από τους εναγόμενους οι ασφαλιστικές εισφορές και η συνδικαλιστική συνδρομή που παρακρατήθηκαν από το μισθό του και, ακολούθως. δέχθηκε εν όλω την αγωγή ως προς το σχετικό υπ’ αριθμ. 2 κονδύλιο και επεδίκασε σ’ αυτόν το συνολικό ποσό των 2.649,18 €, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, έσφαλε όμως ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων υπολογίζοντας εσφαλμένα το ύψος του οφειλόμενου ποσού. Συνεπώς, ο σχετικός πέμπτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί μεν ως αβάσιμος κατά το σκέλος του που αφορά την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου εκ μέρους του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να γίνει δε εν μέρει δεκτός ως βάσιμος κατά το σκέλος του που αφορά την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το ως άνω Δικαστήριο.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, ο ενάγων δικαιούται συνολικά για τις παραπάνω αιτίες το ποσό των (2.036,33 + 236,08 € + 2.635,18 =) 4.907,59 €, το οποίο οφείλουν να του καταβάλουν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον ο καθένας.

Με βάση τα προεκτεθέντα, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση και από ουσιαστικής πλευράς και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της ώστε να προκύψει ενιαίος εκτελεστός τίτλος με ενότητα περιεχομένου (ΑΠ 784/1984, Δνη 1985,642, ΕφΑθ 2875/2006, ΕπΔΠολ 2007,321, ΕφΠειρ 172/2003, ΕπΝαυτΔ 2003,133, ΕφΑθ 6731/1992, Δνη 1993,158, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί από το Δικαστήριο τούτο η υπόθεση (αρθρ. 535§1 ΚΠολΔ), πρέπει η ένδικη από 26-04-2012 αγωγή, η οποία είναι ορισμένη, απορριπτομένου ως αβασίμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων που προβλήθηκε με τις προτάσεις που κατέθεσαν αυτοί ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναλαμβάνεται στις προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, δεδομένου ότι για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ζητείται η επιδίκαση διαφορών αποδοχών (και εν προκειμένω διαφοράς πρόσθετης αμοιβής για υπερωριακή απασχόληση), δεν απαιτείται να αναφέρονται σ’ αυτήν και τα ποσά που καταβλήθηκαν στον ενάγοντα από τον εναγόμενο εργοδότη, για κάθε επιμέρους αγωγικό κονδύλιο (και εν προκειμένω για την ως άνω πρόσθετη αμοιβή), διότι οι καταβολές αυτές θεμελιώνουν ένσταση εξόφλησης του εναγομένου κατ’ αρθρ. 416 ΑΚ (ΑΠ 965/1998, Δνη 1999,315, ΕφΠειρ 546/2010, ΕΝαυτΔ 2010,397, ΕφΚρητ 514/2007, Δνη 2008,1511, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), και νόμιμη κατά την κύρια βάση της καθώς στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 53, 60 εδ. α΄, 84 ΚΙΝΔ, 1 του ν. 762/1978 και 648, 649, 653, 655, 680, 293, 340, 341, 345, 346, 361, 481 επ. ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της από 21-07-2010 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων, η οποία κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 3525.10/01/25-10-2010 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β΄ 1743/05-11-2010), τις διατάξεις του άρθρου 24§§2,3,4,5 και 6 του ν. 3409/2005, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 22§6 του ν. 3965/2011, καθώς και τη διάταξη του άρθρου 176 ΚΠολΔ, ενόψει του ότι στην προκείμενη υπόθεση εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο τόσο ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ένδικη σύμβαση ναυτικής εργασίας, αφού αυτό το δίκαιο επελέγη να διέπει την εν λόγω σύμβαση με ρητή συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών που περιλήφθηκε στον 13ο όρο της σύμβασης αυτής [βλ. αρθρ. 3§1 και 8§1 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)», οι διατάξεις του οποίου αντικαθιστούν τους εθνικούς κανόνες συγκρούσεως των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τις συμβάσεις που υπάγονται στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του, λόγω του οικουμενικού χαρακτήρα του ανωτέρω Κανονισμού, που ρητά διατυπώνεται στο άρθρο 2 αυτού (βλ. και την ερμηνεία του αντίστοιχου άρθρου της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης της 19-06-1980 σε Σπ. Βρέλλη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, Γ΄ έκδοση, έτος 2008, σελ. 178-179, αναφορικά με τον οικουμενικό χαρακτήρα αντιστοίχως της προϊσχύσασας Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης της 19-06-1980)], όσο και ως προς την ευθύνη της δεύτερης εναγομένης ως αντιπροσώπου της πρώτης εναγομένης και του τρίτου εναγομένου ως νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης εναγομένης [βλ. τη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 762/1978 από την οποία προκύπτει ότι η απορρέουσα από αυτήν ευθύνη του αντιπροσώπου του αλλοδαπού εργοδότη ρυθμίζεται σε κάθε περίπτωση από το ελληνικό δίκαιο, και ειδικότερα από τον εν λόγω νόμο, οι διατάξεις του οποίου αποτελούν κανόνες άμεσης εφαρμογής κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 9§§1 και 2 του προαναφερόμενου Κανονισμού, ενώ περιέχουν συγχρόνως λανθάνοντες κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, που καθορίζουν ως εφαρμοστέο δίκαιο για την ευθύνη του αντιπροσώπου τη lex fori (ΕφΠειρ 565/2011, ο.π., ΕφΠειρ 546/2010, ΕΝαυτΔ 2010,397, ΕφΠειρ 671/2005, ΕΝαυτΔ 2006,108, ΕφΠειρ 307/2005, ΕΝαυτΔ 2005,82, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ)], να γίνει εν μέρει δεκτή στην ουσία της και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων επτά ευρώ και πενήντα εννέα λεπτών (4.907,59 €), με το νόμιμο τόκο από τη 12-11-2011, επομένη της ημέρας της απολύσεώς του (βλ. αρθρ. 655 ΑΚ), και μέχρις εξοφλήσεως. Κατόπιν αυτών, το περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση αίτημα των εκκαλούντων πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο, καθώς το, σε προσωρινή εκτέλεση της εκκαλουμένης, ύψους 4.000 ευρώ καταβληθέν στον ενάγοντα ποσό υπολείπεται του ως άνω τελικά επιδικασθέντος σ’ αυτόν ποσού. Εξάλλου, μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, ήδη εφεσιβλήτου, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει, με βάση και το σχετικό αίτημά του, να επιβληθεί σε βάρος των εναγομένων, ήδη εκκαλούντων, εις ολόκληρον σε βάρος καθενός απ’ αυτούς, ανάλογα με το ποσοστό της ήττας των τελευταίων (άρθρα 178§1, 180§3, 183, 189§1 και 191§2 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικώς και ουσιαστικώς την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 13/2014 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.

Δέχεται εν μέρει την από 26-04-2012 αγωγή.

Υποχρεώνει τους εναγομένους να καταβάλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων επτά ευρώ και πενήντα εννέα λεπτών (4.907,59 €), με το νόμιμο τόκο από τη 12-11-2011 και μέχρις εξοφλήσεως.

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων – εναγομένων, εις ολόκληρον σε βάρος καθενός από αυτούς, μέρος των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου –ενάγοντος, το οποίο ορίζει και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας στο ποσό των πεντακοσίων εξήντα ευρώ (560 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στον Πειραιά στις 28-04-2015.

 

Ο Δικαστής                                                                     Η Γραμματέας