ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1531 /2015
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(Τακτική Διαδικασία)
………………………………………
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και την Γραμματέα Σοφία Δέδε.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 24 Μαρτίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στα … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιάς της δικηγόρου, Ευαγγελίας Παπαντωνοπούλου.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: … του …, κατοίκου … Άρτας, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιού του δικηγόρου, Στέφανου Λύρα, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Ο εφεσίβλητος – ενάγων άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς τη με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή του κατά της εκκαλούσας – εναγομένης, με την οποία ζήτησε ό, τι αναφέρει σ’ αυτήν. Το Δικαστήριο, με την υπ’ αριθ. 35/2014 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, την έκανε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της (αριθμός έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς …), η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … και προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθ. 35/2014 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή του εφεσίβλητου κατά της εκκαλούσας, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1, 516, 517 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Πρέπει, συνεπώς, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Με την από 11-11-2010 αγωγή του κατά της εκκαλούσας, την οποία άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, ο εφεσίβλητος ζήτησε να υποχρεωθεί η πρώτη, ως πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου “…”, νηολογίου Χανίων υπ’ αριθ. .., να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 14.599,90 ευρώ για διαφορές επί της υπερωριακής του αμοιβής, επί αναλογίας δώρων εορτών και επί του οφειλόμενου επιδόματος άγονης γραμμής, καθώς και για αποζημίωση διανυκτέρευσης, αναφορικά με τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο χρονικά διαστήματα κατά τα οποία υπηρέτησε επί του ανωτέρω πλοίου ως Θαλαμηπόλος, με συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές τις προβλεπόμενες από τη ΣΣΕ Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, καταρτισθεισών μετά της ιδίας (εκκαλούσας), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της τελευταίας απόλυσής του, επικουρικά δε από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε την εκκαλούσα να καταβάλει στον εφεσίβλητο το συνολικό ποσό των 11.783,97 ευρώ, νομιμοτόκως από τις 3-11-2010. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα η εκκαλούσα – εναγομένη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στην έφεσή της, και ζητεί να εξαφανιστεί αυτή (εκκαλούμενη απόφαση), ώστε να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.
Από τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα του ενάγοντος, …, ενώπιον της συμβολαιογράφου Χρυσούπολης Καβάλας, Δήμητρας Τσινεκίδου, η οποία ελήφθη μετά από προηγούμενη νόμιμη κλήτευση της εναγομένης, καθώς και από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της τελευταίας (εναγομένης), …, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, η οποία ελήφθη μετά από προηγούμενη νόμιμη κλήτευση του ενάγοντος, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που κατήρτισε ο ενάγων στον Πειραιά, στις 12-12-2009, με την εναγόμενη εταιρεία, νομίμως εκπροσωπούμενη, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου “…”, νηολογίου Χανίων υπ’ αριθ. , ΚΟΧ 13881, ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο ως άνω πλοίο, στο λιμάνι του Πειραιά, με συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές τις προβλεπόμενες από τη ΣΣΕ Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων, παρείχε δε από την ανωτέρω ημερομηνία ναυτολόγησής του την εργασία του σ’ αυτό συνεχώς, ως θαλαμηπόλος, έως τις 19-1-2010, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά «αμοιβαία συναινέσει». Ακολούθως δε, στις 23-2-2010, επαναπροσλήφθηκε από την εναγομένη στο ίδιο ως άνω πλοίο, με την ίδια ειδικότητα και τους ίδιους όρους εργασίας, έως τις 16-5-2010, οπότε απολύθηκε λόγω ετήσιας επιθεώρησης, και, στις 20-5-2010, ναυτολογήθηκε εκ νέου στο ανωτέρω πλοίο και παρείχε την εργασία του σ’ αυτό συνεχώς, πάλι ως θαλαμηπόλος και με τους προεκτιθέμενους όρους εργασίας, έως τις 1-11-2010, οπότε απολύθηκε «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου. Κατά τη ναυτολόγηση του ενάγοντος επί του ένδικου πλοίου, αυτό εκτελούσε τα εξής δρομολόγια: Πειραιά (αναχ. 19:00 της Τρίτης), Χίο (αφ. 4:00 – αναχ. 4:30 της Τετάρτης), Μυτιλήνη (αφ. 7:30 – αναχ. 18:00), Χίο (αφ. 21:15 – αναχ. 22:00) και άφιξη στον Πειραιά στις 7:00 της Πέμπτης, Πειραιά (αναχ. 19:00 της Πέμπτης), Χίο (αφ. 2:00 – αναχ. 2:30 της Παρασκευής), Μυτιλήνη (αφ. 5:30 – αναχ. 8:00), Λήμνο (αφ. 13:30 – αναχ. 14:00), Θεσσαλονίκη (αφ. 22:30 – αναχ. 1:00 του Σαββάτου), Λήμνο (αφ. 9:30 – αναχ. 10:00), Μυτιλήνη (αφ. 15:30 – αναχ. 18:00), Χίο (αφ. 21:15 – αναχ. 22:00) και άφιξη στον Πειραιά στις 7:00 της Κυριακής, Πειραιά (αναχ. 19:00 της Κυριακής), Χίο (αφ. 4:00 της Δευτέρας – αναχ. 4:30), Μυτιλήνη (αφ. 7:30 – αναχ. 18:00), Χίο (αφ. 21:15 – αναχ. 22:00) και άφιξη στον Πειραιά στις 7:00 της Τρίτης. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, κατά τα χρονικά διαστήματα που υπηρέτησε επί του ως άνω πλοίου της εναγομένης, είχε αναλάβει μαζί με έναν ακόμα θαλαμηπόλο την ευθύνη της λειτουργίας του μπαρ της πρώτης θέσης, το οποίο παρέμενε ανοικτό καθημερινά από τις 16:00΄ ή 17:00΄ έως τις 07:00΄ ή τις 07:30΄ το πρωί της επομένης, αναλόγως των δρομολογίων του πλοίου, πλην των ημερών της Παρασκευής και του Σαββάτου, που λειτουργούσε σε 24ωρη βάση. Συγκεκριμένα, ο ενάγων είχε αναλάβει τη βραδινή βάρδια, από τις 24:00΄ τα μεσάνυχτα μέχρι τις 08:00΄ το πρωί, ενώ ο έτερος θαλαμηπόλος την πρωινή βάρδια, ξεκινώντας την υπηρεσία του δύο ώρες πριν την έναρξη του απόπλου από το λιμάνι του Πειραιά ή της Μυτιλήνης, οπότε άρχιζε η επιβίβαση, ήτοι από τις 17:00΄ ή τις 16:00΄, αντίστοιχα, έως τις 24:00΄, που τον αντικαθιστούσε ο ενάγων. Κατά τις ημέρες δε της Παρασκευής και του Σαββάτου, οπότε το μπαρ της πρώτης θέσης λειτουργούσε, όπως προαναφέρθηκε, σε 24ωρη βάση, ο ενάγων απασχολούνταν σ’ αυτό επί 3 ακόμη ώρες το μεσημέρι, παρέχοντας έτσι εργασία 11 ωρών ημερησίως. Η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου, που ενισχύεται, εκτός των άλλων, ιδίως από την κατάθεση του έχοντος ιδία αντίληψη και γνώση, μάρτυρα της εναγομένης, …, αφού αυτός υπηρέτησε στο επίδικο πλοίο, με την ειδικότητα του αρχιθαλαμηπόλου, για χρονικό διάστημα πέντε μηνών μαζί με τον ενάγοντα και, ως εκ τούτου, ως άμεσος προϊστάμενος όλου εν γένει του προσωπικού ενδιαιτημάτων, γνωρίζει επακριβώς τις συνθήκες εργασίας του πρώτου (ενάγοντος) όσο και των υπολοίπων θαλαμηπόλων, δεν αναιρείται από όσα διαλαμβάνονται στην ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα του ενάγοντος, …, περί απασχόλησής του (ενάγοντος) επί 12 ώρες καθημερινά, πλην των ημερών της Παρασκευής και του Σαββάτου, που εργαζόταν επί 14 ώρες, η οποία, ως μη ενισχυόμενη από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο, δεν παρέχει πίστη στο Δικαστήριο, καθόσον, όπως προκύπτει από την ασκηθείσα ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή, που νομίμως προσκομίζει και επικαλείται η εναγομένη, ο εν λόγω μάρτυρας βρίσκεται σε αντιδικία με την τελευταία, εγείροντας παρόμοιες αξιώσεις, γεγονός το οποίο αντικειμενικώς αξιολογείται κατά την εκτίμηση των αποδείξεων. Άλλωστε, και ο ισχυρισμός του ενάγοντος, που επαναλαμβάνεται στην ως άνω ένορκη βεβαίωση του μάρτυρά του, ότι, στα πλαίσια της 12ωρης καθημερινής του απασχόλησης, τελείωνε την εργασία του στο μπαρ του πλοίου στις 11:00΄ το πρωί κάθε ημέρας, ουδόλως κρίνεται πειστικός διότι, σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα, κάθε Δευτέρα και Τετάρτη το επίδικο πλοίο κατέπλεε στη Μυτιλήνη στις 07:30΄ το πρωί για να αναχωρήσει και πάλι στις 18:00΄ το απόγευμα, ενώ κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Κυριακή κατέπλεε στον Πειραιά στις 07:00΄ το πρωί για να αναχωρήσει εκ νέου στις 19:00΄ το απόγευμα και, επομένως, από τις 07:30΄ μέχρι και τις 11:00΄ δεν υπήρχαν επί του πλοίου επιβάτες ώστε να δικαιολογείται, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, να παραμένει το μπαρ του πλοίου ανοιχτό και να συνεχίζει να εργάζεται σ’ αυτό ο ενάγων. Κατ’ ακολουθίαν, για τα προεκτιθέμενα χρονικά διαστήματα της υπηρεσίας του επί του ένδικου πλοίου, που αυτός απασχολήθηκε υπερωριακά επί 3 ώρες την ημέρα για 36 Παρασκευές, ο ενάγων δικαιούνταν εξ αυτού του λόγου ως αμοιβή, σύμφωνα και με την οικεία ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του 2009 (κυρωθείσα με την ΥΑ 3525.5/01/09 ΕΝ και δημοσιευθείσα στο ΦΕΚ Β΄ 1928/09), το συνολικό ποσό των (36 ημέρες Χ 3 ώρες Χ 8,16 ευρώ ανά ώρα=) 881,28 ευρώ. Επίσης, για την 11ωρη ημερήσια απασχόλησή του την ίδια ως άνω χρονική περίοδο για 39 Σάββατα και 3 αργίες και την 8ωρη ημερήσια απασχόλησή του για 7 αργίες, δικαιούνταν ως αμοιβή το συνολικό ποσό των {(42 Σάββατα και αργίες Χ 11 ώρες Χ 9,80 ευρώ ανά ώρα=) 4.527,60 ευρώ + (7 αργίες Χ 8 ώρες Χ 9,80 ευρώ ανά ώρα=) 548,80 ευρώ=} 5.076,40 ευρώ. Έναντι των προαναφερθέντων ποσών (881,28 + 5.076,40 = 5.957,68) ο ενάγων έλαβε συνολικά ως υπερωριακή αμοιβή από την εναγομένη, όπως αποδεικνύεται από τους νόμιμα προσκομιζόμενους και επικαλούμενους από την τελευταία μισθοδοτικούς λογαριασμούς, το ποσό των 6.165,18 ευρώ, με αποτέλεσμα να μην του οφείλεται κάποιο ποσό για την εν λόγω αιτία. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι ο ενάγων, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα που υπηρέτησε επί του ως άνω πλοίου της εναγομένης, παρείχε, κατά μέσο όρο, εργασία 12 ωρών ημερησίως, εκτός από τις ημέρες Παρασκευή και Σάββατο, κατά τις οποίες οι ώρες καθημερινής απασχόλησής του ανέρχονταν σε 14, και επιδίκασε σ’ αυτόν ως υπερωριακή αμοιβή το συνολικό ποσό των 8.156,10 ευρώ, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων και ο σχετικός πρώτος λόγος της υπό κρίση εφέσεως πρέπει να γίνει δεκτός ως και κατ’ ουσίαν βάσιμος.
Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε, ο ενάγων δικαιούνταν, σύμφωνα και με την εφαρμοζόμενη ως άνω ΣΣΝΕ, ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων για το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του από 1-5-2010 έως 16-5-2010 και από 20-5-2010 έως 1-11-2010, ήτοι για 182 ημέρες, δεδομένου ότι οι καταβλητέες συνολικές μηνιαίες τακτικές αποδοχές του ανέρχονταν σε 3.048,44 ευρώ [=μισθ. ενεργ. ευρώ 1.129,58 + επιδ. Κυριακ. ευρώ 248,51 + επιδ. ανθυγ. εργασ. ευρώ 34,35 + επίδ. αδείας ευρώ 406,90 (=μισθ. ενεργ. ευρώ 1.129,58 + επιδ. Κυριακ. ευρώ 248,51 : 22 = ευρώ 62,64 Χ 5 = ευρώ 313,20 + αντιτ. τροφ. ευρώ 93,70, ήτοι 18,74 ευρώ Χ 5) + τροφοδοσία (18,74 Χ 30=) 562,20 ευρώ + μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής 666,90 ευρώ (=5.957,68 η συνολική υπερωριακή του αμοιβή κατά τους ανωτέρω υπολογισμούς : 268 ημέρες υπηρεσίας Χ 30 ημέρες], το ποσό των 2.336,06 ευρώ (=3.048,44 ευρώ οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές κατά τα ανωτέρω Χ 2/25 Χ 182/19), έναντι του οποίου έχει λάβει, όπως αποδεικνύεται από τους νόμιμα προσκομιζόμενους και επικαλούμενους από την εναγομένη μισθοδοτικούς λογαριασμούς, 1.498,04 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των 838,02 ευρώ. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι στις ανωτέρω μηνιαίες αποδοχές δεν συνυπολογίζεται, όπως αβασίμως διαλαμβάνει στο δικόγραφο της αγωγής του ο ενάγων, το προβλεπόμενο από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 – 3 και 20 της ως άνω οικείας συλλογικής σύμβασης επίδομα ιματισμού, που δικαιούνται οι ναυτικοί, οι οποίοι αποτελούν το κατώτερο πλήρωμα των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων (όχι οι θαλαμηπόλοι όπως ο ενάγων) και το οποίο, άλλωστε, δεν συγκαταλέγεται στις πάγιες και σταθερές, τακτικές αποδοχές, επί των οποίων υπολογίζονται τα δώρα εορτών, καθόσον δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας (ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59. 1300, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝΔ 2009. 102). Επίσης, ο ενάγων δικαιούνταν να λάβει, ως αναλογία δώρου Πάσχα για το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του από 01-01-2010 έως 19-01-2010 και από 23-2-2010 έως 30-4-2010, ήτοι για 86 ημέρες, το ποσό των 1.092,35 ευρώ (3.048,44 ευρώ οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές του κατά τα ανωτέρω : 2 Χ 1/15 Χ 86/8), έναντι του οποίου έλαβε, όπως συνομολογείται από τον ίδιο στο δικόγραφο της αγωγής του, 711,35 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των 381,00 ευρώ. Άρα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε, κατά τον υπολογισμό των οφειλόμενων στον ενάγοντα δώρων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, ότι ο δικαιούμενος από τον τελευταίο μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής ανέρχεται μηνιαίως σε 1.603,00 ευρώ και ότι το επίδομα ιματισμού συγκαταλέγεται στις τακτικές αποδοχές του επί των οποίων υπολογίζονται τα ανωτέρω δώρα εορτών, και του επιδίκασε αντιστοίχως τα ποσά των 736,19 ευρώ και 1.594,71 ευρώ για τις εν λόγω αιτίες, έσφαλε στην ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, καθώς και στην εκτίμηση των αποδείξεων και ο σχετικός δεύτερος λόγος της υπό κρίση εφέσεως πρέπει να γίνει δεκτός ως και κατ’ ουσίαν βάσιμος.
Εξάλλου, κατά το επίδικο διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος στο ως άνω πλοίο της εναγομένης, αυτό εκτελούσε δρομολόγια της χαρακτηριζόμενης, με τη συναφθείσα σχετικά υπ’ αριθ. 3328.1.6.12/01/2009 Σύμβαση Δημόσιας Υπηρεσίας, ως άγονης γραμμής Θεσσαλονίκη – Λήμνος – Μυτιλήνη και επιστροφή, και, συγκεκριμένα, ένα δρομολόγιο την εβδομάδα, το οποίο απαιτούσε απασχόληση 2 ημερών για την ολοκλήρωσή του. Επομένως, δίχως να ασκεί νομική επιρροή η επικαλούμενη από την εναγομένη εκτέλεση του συγκεκριμένου δρομολογίου κατά την περίοδο από 24-6-2010 έως 2-9-2010 χωρίς την καταβολή επιδότησης (πρβλ. την προσκομιζόμενη από την εναγομένη, ΕφΠειρ 842/2014), ο ενάγων δικαιούνταν ως επίδομα άγονων γραμμών, σύμφωνα με το άρθρο 7 της οικείας ως άνω Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων του έτους 2009, με τo οποίo ορίζεται ότι «σε ολόκληρο το πλήρωμα περιλαμβανομένου του Πλοιάρχου και του Α΄ Μηχανικού που εργάζεται σε πλοία που δραστηριοποιούνται σε γραμμές για τις οποίες έχει συναφθεί Σύμβασις Δημόσιας Υπηρεσίας (αγόνων), χορηγείται ειδικό επίδομα εκ ποσοστού 7% επί του μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 για απασχόληση στις γραμμές αυτές επί επτά ημέρες. Για απασχόληση επί ολιγότερες ημέρες καταβάλλεται αναλογία των 7/7…», το ποσό των 203,32 ευρώ (μισθός ενεργείας 1.129,58 ευρώ Χ 7% Χ 2/7 = 22,59 X 9 μήνες), έναντι του οποίου έλαβε, όπως αποδεικνύεται από τους νόμιμα προσκομιζόμενους και επικαλούμενους από την εναγομένη μισθοδοτικούς λογαριασμούς, 131,77 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των 71,55 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφαση δέχτηκε ότι το προβλεπόμενο στο άρθρο 7 παρ. 1 της οικείας ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. επίδομα ανέρχεται κατ’ ανώτατο όριο σε ποσοστό 7% επί του μισθού ενεργείας για κάθε επτά ημέρες (ή 1% για κάθε ημέρα) απασχόλησης σε άγονες ακτοπλοϊκές γραμμές και όχι σε ποσοστό 7% επί του μισθού ενεργείας μηνιαίως και επιδίκασε στον ενάγοντα για την αιτία αυτή το συνολικό ποσό των 732,97 ευρώ, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, γενομένου εν μέρει δεκτού του συναφούς τρίτου λόγου της υπό κρίση εφέσεως ως και κατ’ ουσίαν βάσιμου. Ειδικότερα, κατά την ερμηνευτική εκδοχή της ανωτέρω διάταξης που γίνεται δεκτή από το Δικαστήριο τούτο ως ορθότερη, λαμβανομένων υπόψη αφενός της διατύπωσής της στη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων του έτους 2013, η οποία έχει ως εξής: «… Σε ολόκληρο το πλήρωμα περιλαμβανομένου τον Πλοιάρχου και του Α΄ Μηχανικού που εργάζεται σε πλοία που δραστηριοποιούνται σε γραμμές για τις οποίες έχει συναφθεί Σύμβαση Δημόσιας Υπηρεσίας (άγονων), χορηγείται ειδικό επίδομα εκ ποσοστού 7% (επτά τοις εκατό) επί του μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 για απασχόληση σε γραμμές Δημόσιας Υπηρεσίας (άγονες) επί 30 ημέρες. Για απασχόληση επί ολιγότερων των 30 ημερών καταβάλλεται αναλογία…», αφετέρου των διαλαμβανομένων σχετικά στο από 6-6-2013 μνημόνιο συμφωνίας μεταξύ του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας και της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας, που αφορά στην υπογραφή της ως άνω ΣΣΝΕ, όπου επί λέξει αναφέρονται τα εξής: «2. Θα επαναδιατυπωθεί και διευκρινισθεί το άρθρο 7 της ΣΣΕ ούτως ώστε να αποτυπώνει την αληθή βούληση των μερών και προς άρση πάσης αμφιβολίας περί της ερμηνείας του κατά τα τρόπο ώστε, το επίδομα γραμμών δημόσιας υπηρεσίας (αγόνων) να ανέρχεται σε 7% για απασχόληση στις γραμμές αυτές επί 30 ημέρες, ή κατ’ αναλογίαν για απασχόληση στις γραμμές δημόσιας υπηρεσίας (άγονες) για λιγότερο από 30 ημέρες», ο υπολογισμός του εν λόγω επιδόματος γίνεται μηνιαίως και όχι σε βάση επτά ημερών (βλ. τις προσκομιζόμενες από την εναγομένη, ΕφΠειρ 842/2014, 711/2014, 545/2010, 932/2007).
Τέλος, αποδείχθηκε, ενόψει και του γεγονότος ότι το ένδικο πλοίο εκτελούσε συνεχή δρομολόγια, ότι, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του ενάγοντος, δεν του χορηγήθηκαν οι προβλεπόμενες από το άρθρο 16 παρ. 1 της οικείας ως άνω ΣΣΝΕ, άδειες διανυκτέρευσης στο λιμάνι αφετηρίας του επίδικου πλοίου, δηλαδή τον Πειραιά, είτε σε κάποιο λιμάνι προορισμού του, ήτοι συνολικά 11 διανυκτερεύσεις, με αποτέλεσμα να του οφείλεται, ως αποζημίωση για την αιτία αυτή κατά την παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου, το ποσό των [51,34 ευρώ το ημερομίσθιο (=μισθός ενεργείας θαλαμηπόλου 1.129,58 ευρώ Χ 1/22) Χ 11 μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις=] 564,00 ευρώ. Απορριπτέος, μάλιστα, κρίνεται ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι χορηγούνταν κανονικά στον ενάγοντα οι εν λόγω διανυκτερεύσεις, η βασιμότητα του οποίου δεν προέκυψε από κάποιο αποδεικτικό μέσο, δεδομένου, εκτός των άλλων, ότι, κατά ρητή επιταγή της παραγράφου 3 του προαναφερθέντος άρθρου 16 της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων του έτους 2009, για την παρεχόμενη άδεια διανυκτέρευσης θα πρέπει να γίνεται από τον πλοίαρχο ρητή μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από τη Λιμενική Αρχή, το οποίο, όμως, δεν προσκόμισε σχετικά η εναγομένη με τις κατατεθείσες προτάσεις της ούτε στο πρωτοβάθμιο ούτε στο παρόν Δικαστήριο, αν και θα μπορούσε ευχερώς να το πράξει προς επίρρωση του ως άνω ισχυρισμού της. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι για να απαλλαγεί η εναγομένη από την υποχρέωση προς αποζημίωση για την προεκτιθέμενη αιτία, οφείλει να επικαλεσθεί και να αποδείξει τη χορήγηση στον ενάγοντα αδειών διανυκτέρευσης, αφού αυτό αποτελεί για την ίδια θετικό γεγονός, ενώ ο ενάγων δεν μπορεί να υποχρεωθεί, όπως αβασίμως διαλαμβάνεται στην ένδικη έφεση, να αποδείξει την ανυπαρξία χορήγησης τέτοιων αδειών εκ μέρους της πρώτης (εναγομένης), αφού πρόκειται για αρνητικό γεγονός (βλ. και ΑΠ 536/2002 ΕλλΔνη 43. 1663, ΕφΘεσ 1909/2003 ΕΕμπΔ 2005. 50). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως ως προς την οφειλόμενη στον ενάγοντα κατ’ άρθρο 16 της οικείας ως άνω ΣΣΝΕ αποζημίωση και του επιδίκασε για την εν λόγω αιτία το ποσό των 564,00 ευρώ, δεν έσφαλε, αλλά ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και εφάρμοσε το νόμο, με συνέπεια τα όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζεται η εναγομένη με το σχετικό τέταρτο λόγο της εφέσεώς της να είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα. Σημειωτέον ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχτηκε ότι, για το σύνολο των επιδικασθέντων ποσών, οφείλεται στον ενάγοντα ο νόμιμος τόκος από την επομένη της απολύσεώς του από το επίδικο πλοίο και, συγκεκριμένα από 3-11-2010. Κατά της εν λόγω διάταξής της η εκκαλουμένη δεν πλήττεται με λόγο έφεσης ή αντέφεσης και, επομένως, το παρόν Δικαστήριο, λαμβανομένων υπόψη και των άρθρων 522 και 536 παρ. 1 του ΚΠολΔ, δεν δύναται να ασχοληθεί περαιτέρω με αυτή. Κατόπιν όλων των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει αυτή (έφεση) να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, ήτοι και κατά τις μη θιγόμενες διατάξεις της, για την ενότητα της εκτέλεσης (ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26. 642) και, αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει την υπόθεση για να τη δικάσει, πρέπει να δεχθεί εν μέρει την αγωγή ως βάσιμη και στην ουσία της και να υποχρεώσει την εναγόμενη εταιρεία να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (838,02 + 381,00 + 71,55 + 564,00=) 1.854,57 ευρώ, νομιμοτόκως από τις 3-11-2010. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος – εφεσίβλητου και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν εν μέρει σε βάρος της εναγομένης – εκκαλούσας, λόγω της μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρα 178 παρ. 1, 183, 189 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση κατά το τυπικό και εν μέρει κατά το ουσιαστικό της μέρος.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθ. 35/2014 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς στο σύνολό της.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.
ΔΙΚΑΖΕΙ επί της με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγής.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των χιλίων οκτακοσίων πενήντα τεσσάρων ευρώ και πενήντα επτά λεπτών (1.854,57), με το νόμιμο τόκο από τις 3-11-2010.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγoμένη – εκκαλούσα σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εφεσίβλητου και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις -4-2015, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ