ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1730/2015
…
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)
——————————
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Ναυπλιώτη, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24-02-2015 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας: εταιρείας με την επωνυμία «…» (…) που εδρεύει στη … και διατηρεί νόμιμα εγκατεστημένο γραφείο στην Ελλάδα υπό τις διατάξεις του α.ν. 89/1967, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αναστασία Μπαγιάτη με δήλωση κατ’ άρθρο 242§2 ΚΠολΔ.
Της εφεσίβλητης: εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Κούκο.
Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 13-11-2012 (αριθμ. εκθ. καταθ. …) αγωγή της κατά της ήδη εκκαλούσας και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 251/2013 οριστική απόφασή του έκανε δεκτή την ανωτέρω αγωγή. Ήδη η εκκαλούσα με την από 12-08-2013 (αριθμ. εκθ. καταθ. του Ειρηνοδικείου Πειραιώς …) έφεσή της προσβάλλει την προαναφερόμενη απόφαση. Η έφεση κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … και προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 07-01-2014 κατά την οποία η συζήτησή της αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις της, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας, σύμφωνα με σχετική της δήλωση (αρθρ. 242§2 ΚΠολΔ), δεν παρέστη, αλλά προκατέθεσε τις προτάσεις της.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 251/2013 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί από την ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εναγομένη κατά της αντιδίκου της, ενάγουσας, (αρθρ. 516§1, 517 ΚΠολΔ), νομότυπα, με την κατάθεση δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (αρθρ. 495§§1,2 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (αρθρ. 518§1 ΚΠολΔ), ήτοι εντός τριάντα ημερών από την επίδοση της ως άνω απόφασης στην εκκαλούσα – εναγομένη που διενεργήθηκε κατά την 24-07-2013 (βλ. την υπ’ αριθμ. Β-11251/24-07-2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Γεωργίου Κόκκαλη). Επομένως, η έφεση αυτή είναι παραδεκτή, ενόψει και του ότι η εκκαλούσα κατέθεσε το παράβολο που προβλέπεται στη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12§2 του ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α΄ 51/12-03-2012) και ισχύει από τη 02-04-2012, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 113 του ως άνω νόμου (βλ. τα υπ’ αριθμ. …, … και … …), και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (αρθρ. 533§1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια ως άνω διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, με την προαναφερόμενη από 13-11-2012 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, εξέθετε ότι δυνάμει σύμβασης πώλησης που καταρτίσθηκε στον Πειραιά μεταξύ αυτής και της εναγομένης, πώλησε σ’ αυτήν τα αναλυτικώς προσδιοριζόμενα στην αγωγή κατ’ είδος, ποσότητα και αξία κινητά πράγματα (τροχαλίες, σχοινιά, κλειδιά, δίχτυα φορτίου, συρματόσχοινα) αντί συνολικού τιμήματος 5.020,70 €, το οποίο πιστώθηκε και για το οποίο εξέδωσε το υπ’ αριθμ. 5135/06-05-2011 τιμολόγιο πώλησης αγαθών που έχει ενσωματωθεί στην αγωγή. Ακολούθως, ιστορούσε ότι μολονότι αυτή παρέδωσε κατά την 06-05-2011 (ήτοι κατά την ημέρα έκδοσης του ανωτέρω τιμολογίου) τα πωληθέντα εμπορεύματα στο πλοίο με την ονομασία «…I», κατόπιν ρητής εντολής της εναγομένης, η τελευταία σε ουδεμία καταβολή προέβη εντός του συμφωνηθέντος για την εξόφληση του πιστωθέντος τιμήματος ευλόγου χρόνου από την έκδοση του προαναφερόμενου τιμολογίου. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να της καταβάλει για την ανωτέρω αιτία το ανωτέρω αναφερόμενο ποσό των 5.020,70 € νομιμοτόκως από την 05-06-2011, κατά την οποία κατέστη απαιτητό και ληξιπρόθεσμο το τίμημα της πώλησης σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4§2 του π.δ. 166/2003, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, καθώς και να καταδικασθεί η εναγομένη στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Με την εκκαλούμενη απόφαση, η αγωγή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη και, ακολούθως, εξετάσθηκε κατ’ ουσίαν και έγινε δεκτή στο σύνολό της ως βάσιμη, απορριφθείσας ως ουσία αβάσιμης της προβληθείσας από την εναγομένη κατ’ αρθρ. 211 ΑΚ ένστασης περί συνάψεως της ένδικης σύμβασης υπό την ιδιότητά της ως αμέσου αντιπροσώπου της πλοιοκτήτριας του πλοίου στο οποίο παραδόθηκαν τα πωληθέντα εμπορεύματα, αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «… Κατόπιν αυτών, υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 5.020,70 € με το νόμιμο τόκο από την 07-06-2011 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, ενώ, επιπλέον, καταδικάσθηκε στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, η οποία ορίσθηκε στο ποσό των 350 €. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την κρινόμενη έφεση και για τον σε αυτή διαλαμβανόμενο λόγο, ο οποίος ανάγεται στην κακή εκτίμηση των αποδείξεων και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, η εκκαλούσα – εναγομένη, διώκουσα την εξαφάνισή της και την καθ’ ολοκληρίαν απόρριψη της αγωγής. Από τις διατάξεις των ων άρθρων 211, 212 και 216 ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, συνάγεται ότι για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών πρέπει, προκειμένου η δήλωση βουλήσεως να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο προς εκείνον, προς τον οποίο γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Απαιτείται, δηλαδή, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, διότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την αρχή του εμφανούς συναλλασσομένου. Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση στο όνομα άλλου υπάρχει όχι μόνο όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευομένου (σιωπηρή αντιπροσώπευση), εξαιρέσει βεβαίως της περιπτώσεως κατά την οποία η δικαιοπραξία υπόκειται σε έγγραφο συστατικό τύπο (ΑΠ 689/2013, ΕΝαυτΔ 2013,183, ΧρΙδΔ 2013,688, Ε7 2014,424, ΕΕμπΔ 2013,946, ΔΕΕ 2014,65, ΜονΕφΠειρ 63/2013, ΕΝαυτΔ 2013,114, Δνη 2014,181, ΕφΠειρ 5/2012, ΠειρΝομ 2012,168, ΕΝαυτΔ 2013,12, Αρμ 2013,1053, ΕφΠειρ 468/2011, ΕΝαυτΔ 2012,39, ΕΕμπΔ 2012,681, Αρμ 2012,1288, Ε7 2013,111, ΕφΠειρ 832/2008, ΕΝαυτΔ 2009,13, ΕφΑθ 5237-8/1988, Δνη 1989,145, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Πότε συνάγεται σαφώς εκ των περιστάσεων ότι η δήλωση βουλήσεως επιχειρείται στο όνομα άλλου, είναι ζήτημα που πρέπει να επιλύεται με την μέθοδο και τα κριτήρια της ερμηνείας δηλώσεως βουλήσεως, δηλ. με την προσφυγή σε αντικειμενικά κριτήρια και όχι σε υποκειμενικές εντυπώσεις των συναλλασσομένων, κατά τρόπον ώστε η λειτουργία της άμεσης αντιπροσώπευσης να αποκλείεται, χάριν της σταθερότητας των συναλλαγών, μόνον εάν τα περιστατικά, που υφίσταντο κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας ήταν τέτοια, ώστε σε κάθε συνετό άνθρωπο να ήταν επιτρεπτή η γένεση αμφιβολίας ως προς την ιδιότητα υπό την οποίαν ενήργησε ο αντισυμβαλλόμενος του (ΜονΕφΠειρ 63/2013, ο.π., ΕφΠειρ 832/2008, ο.π., ΕφΑθ 5237-8/1988, ο.π.). Έτσι με βάση τα ανωτέρω, η για λογαριασμό άλλου συναπτόμενη δικαιοπραξία παράγει τα αποτελέσματά της αμέσως για τον αντιπροσωπευόμενο και στην περίπτωση που από τη διατύπωση της δικαιοπραξίας ή από την όλη στάση αυτού δεν αφήνεται αμφιβολία για την ενέργεια αυτή της δηλώσεως βουλήσεως, καθώς και σ’ εκείνη κατά την οποία η άμεση αντιπροσώπευση δεν συνάγεται μεν αμέσως από τη στάση του αντιπροσώπου, υπάρχουν όμως περιστατικά, γνωστά στον τρίτο κατά το χρόνο της καταρτίσεως της δικαιοπραξίας, τα οποία καθιστούν προφανή την κατάρτιση αυτής στο όνομα άλλου, όπως είναι και το γεγονός ότι ο αντιπρόσωπος συνδέεται με τον αντιπροσωπευόμενο με διαρκή σχέση (λ.χ. διαχείριση ξένης περιουσίας), δυνάμει της οποίας οφείλει να συνάπτει τη δικαιοπραξία όχι στο δικό του όνομα, αλλά στο όνομα του κυρίου των υποθέσεων, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι η καταρτισθείσα δικαιοπραξία ανάγεται στον κύκλο της αρμοδιότητάς του και επιχειρήθηκε προφανώς με την ευκαιρία ασκήσεως αυτής. Μόνον αν δεν μπορεί να διαγνωσθεί είτε από τη δήλωση που έγινε είτε από τις περιστάσεις υπό τις οποίες αυτή έγινε, ότι κάποιος ενεργούσε στο όνομα άλλου, τότε, κατά τον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 212 ΑΚ, που ουσιαστικώς αποτελεί συνέχεια της ρυθμίσεως της διατάξεως του άρθρου 211§1 ΑΚ, θεωρείται ότι αυτός ενήργησε στο δικό του όνομα και, επομένως, έναντι του άλλου μέρους τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας αφορούν αυτόν προσωπικώς, ενδεχομένως δε να ευθύνεται έναντι του αντιπροσωπευομένου κατά τις αρχές της έμμεσης αντιπροσωπεύσεως (ΕφΑθ 5237-8/1988, ο.π.). Από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 211 και 212 ΑΚ συνάγεται ότι τον ισχυρισμό του εναγομένου με αγωγή περί επιδικάσεως παροχής οφειλόμενης από σύμβαση, ο οποίος συνίσταται στο ότι τη σύμβαση με τον ενάγοντα συνήψε αυτός ως άμεσος αντιπρόσωπος τρίτου, δηλαδή τη συνήψε επ’ ονόματι και για λογαριασμό του τρίτου, δεδομένου ότι κατά τη σύναψη της συμβάσεως είτε το δήλωσε στον ενάγοντα, είτε η εν λόγω αντιπροσώπευση συναγόταν από τις διαγνωστές εκ μέρους του ενάγοντος περιστάσεις, φέρει το βάρος να τον αποδείξει αυτός ο διάδικος και έτσι ο εν λόγω ισχυρισμός, συνοδευόμενος από το αίτημα απορρίψεως της αγωγής, λειτουργεί ως καταλυτική της αγωγής ένσταση (ΑΠ 57/2002, ΧρΙδΔ 2002,114, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 762/2013, ΕΝαυτΔ 2013,190, ΕΕμπΔ 2014,173, ΕφΠειρ 5/2012, ο.π., ΕφΠειρ 468/2011, ο.π., ΕφΠειρ 832/2008, ο.π.).Εξάλλου, στη σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχείρισης πλοίων άλλων, έχουν δε δημιουργηθεί εταιρείες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία άλλων (ΕφΠειρ 497/2013, ΔΕΕ 2013,824, ΕΝαυτΔ 2013,110, ΕΕμπΔ 2013,950, ΕφΠειρ 262/2012, ΕΝαυτΔ 2012,269, ΕΕμπΔ 2013,411, ΕφΠειρ 77/2008, ΕΝαυτΔ 2008,211, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Η ανάγκη συντονισμού της διαχειρίσεως και περιορισμού των εξόδων της ελληνικής πλοιοκτησίας επιδιώκεται να ικανοποιηθεί διά της αναθέσεως της διαχειρίσεως και εκπροσωπήσεως των πλοίων, τα οποία ανήκουν σε εταιρείες ελεγχόμενες από τα ίδια φυσικά πρόσωπα, σε άλλη εταιρεία ιδρυόμενη προς το σκοπό αυτό από τα εν λόγω πρόσωπα και μετόχους των πλοιοκτητριών εταιρειών μέσω εμφανιζόμενων παρένθετων φυσικών προσώπων. Η μέθοδος αυτή έχει γενικευθεί, ιδίως ως προς τις αλλοδαπές πλοιοκτήτριες εταιρείες, οι οποίες ελέγχονται από Έλληνες. Συνήθως, η διαχειριζόμενη και αντιπροσωπεύουσα τα πλοία των εταιρειών αυτών είναι αλλοδαπή εταιρεία, η οποία έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 27/1975 ή των α.ν. 89/1967 και 378/1968. Η τέτοιου είδους ανάθεση διαχειρίσεως δεν αποτελεί ενέργεια αθέμιτη ή παράνομη, ούτε προσδίδει καθ’ εαυτή την ιδιότητα του εκμεταλλευομένου το πλοίο στη διαχειρίστρια εταιρεία ή στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο ελέγχει κατά κύριο λόγο αυτή και την πλοιοκτήτρια εταιρεία. Ο διαχειριστής πλοίου έχει ευρύτατες εξουσίες οι οποίες αφορούν τόσο την τεχνική, όσο και την εμπορική διαχείριση τούτου (πλοίου). Ειδικότερα, αυτός, μεταξύ άλλων, προσλαμβάνει τον πλοίαρχο και τα μέλη του πληρώματος, διαθέτει το αναγκαίο τεχνικό προσωπικό για τον έλεγχο του πλοίου και τη διατήρηση του σε κατάσταση αξιοπλοΐας, μεριμνά για την επιθεώρηση, τακτική ή έκτακτη, του πλοίου και την εκτέλεση των απαραίτητων επισκευών για τη διατήρηση της κλάσεως του, συνάπτει συμβάσεις εφοδιασμού του πλοίου με καύσιμα, τρόφιμα, ανταλλακτικά και άλλα αναγκαία υλικά, προβαίνει στην εκναύλωοη του πλοίου σύμφωνα με τις οδηγίες του πλοιοκτήτη κλπ. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερόμενους για το πλοίο τρίτους επ’ ονόματι και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι δε άμεσος αντιπρόσωπος του. Συνεπώς, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας που επιχειρείται απ’ αυτόν εντός των πλαισίων της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη. Ο τελευταίος είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, οι οποίες απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργούνται από τον διαχειριστή υπό αυτή την ιδιότητα του, και αυτός ενέχεται έναντι των δανειστών. Μάλιστα, εφόσον ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη δεν καθίσταται υποκείμενο της κάθε δικαιοπραξίας που συνάπτει υπό την ιδιότητα του αυτή και, κατ’ επέκταση, δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωση της. Έχει προσωπική ευθύνη μόνον όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν προκύπτει εκ των περιστάσεων ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία γι’ αυτόν, όπως και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του. Προκύπτει, επομένως, ότι ο διαχειριστής διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην εκμετάλλευση του πλοίου, δεν έχει όμως τη βούληση ν’ ασκήσει και δεν ασκεί την εκμετάλλευσή του για δικό του λογαριασμό. Ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο, πλοιοκτήτης ή μη, επωμίζεται τους οικονομικούς κινδύνους και απολαύει τα κέρδη. Οι δανειστές, οι οποίοι δημιουργούνται από τη δράση του διαχειριστή, δύνανται να στραφούν κατά του εκμεταλλευόμενου το πλοίο και ν’ αξιώσουν απ’ αυτόν την εκτέλεση της σχετικής συμβάσεως ή την καταβολή αποζημιώσεως για τη μη εκτέλεση της, δεν δικαιούνται όμως να ζητήσουν από το διαχειριστή την ικανοποίηση αυτής της απαιτήσεως (ΕφΠειρ 762/2013, ο.π., ΕφΠειρ 497/2013, ο.π., ΜονΕφΠειρ 63/2013, ο.π., ΕφΠειρ 262/2012, ο.π., ΕφΠειρ 5/2012, ο.π., ΕφΠειρ 468/2011, ο.π., ΕφΠειρ 832/2008, ο.π., ΕφΠειρ 77/2008, ο.π., ΕφΠειρ 940/2003, ΕπισκΕμπΔ 2004,931, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των εξετασθέντων στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μαρτύρων … και Α. Μ. του Παντελή, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του ίδιου Δικαστηρίου, καθώς και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων είναι και τα ξενόγλωσσα έγγραφα που προσκομίζονται από τους εκκαλούντες – εναγομένους χωρίς τη δέουσα μετάφραση, τα οποία λαμβάνονται συμπληρωματικά υπ’ όψιν και εκτιμώνται ελεύθερα από το δικαστήριο κατά την τακτική διαδικασία, ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, με βάση τη διάταξη του άρθρου 270§2 εδ. β΄ ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 1627/2010, Δνη 2011,432,489, ΧρΙδΔ 2011,586, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγομένη τυγχάνει αλλοδαπή εταιρεία με καταστατική έδρα τη Λιβερία, η οποία έχει εγκαταστήσει νόμιμα γραφείο στην Ελλάδα (βλ. την υπ’ αριθμ. πρωτ. 3122.1/2578/64/24-10-2014 βεβαίωση του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου/Κλάδος Ναυτιλιακής Πολιτικής/Διεύθυνση Ναυτιλιακής Πολιτικής και Ανάπτυξης/Τμήμα 2ο, με την οποία βεβαιώνεται ότι με τη δημοσιευθείσα στο ΦΕΚ 311/05-11-1998, Τεύχος Αναπτυξιακών Πράξεων και Συμβάσεων, υπ’ αριθμ. 1241.2578/15/22870/20-10-1998 κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας εγκρίθηκε η εγκατάσταση στην Ελλάδα γραφείου της ως άνω αλλοδαπής εταιρείας σύμφωνα με τις διατάξεις του α.ν. 378/1968 και των ν. 27/1975, 814/1978, 2234/1994, 3752/2009 και 4150/2013 καθώς και ότι η ως άνω υπουργική απόφαση δεν ανακλήθηκε και εξακολουθούσε να ισχύει μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της εν λόγω βεβαίωσης) με σκοπό τη ναύλωση, διαχείριση και εκμετάλλευση πλοίων υπό ελληνική ή ξένη σημαία ολικής χωρητικότητας άνω των 500 κόρων, τα οποία εκτελούν κατά κύριο λόγο διεθνείς πλόες, με εξαίρεση τα επιβατηγά ακτοπλοϊκά πλοία. Στην ως άνω αλλοδαπή εταιρεία έχει ανατεθεί, μεταξύ άλλων, και η διαχείριση του υπό σημαία Παναμά φορτηγού πλοίου με την ονομασία «M/V …I», αριθμό νηολογίου Παναμά …, Δ.Δ.Σ. 3FJF4, ολικής χωρητικότητας 3.696 κόρων και καθαρής χωρητικότητας 2.160 κόρων, καθώς και η εκπροσώπηση της πλοιοκτήτριας του πλοίου αυτού, εδρεύουσας στον Παναμά εταιρείας με την επωνυμία «…» (βλ. τα από 17-03-2013 ακριβή αντίγραφα του από 24-09-1998 εγγράφου της ως άνω εταιρείας προς την εναγομένη και της από 25-09-1998 υπεύθυνης δήλωσης του τότε εκπροσώπου της εναγομένης στην Ελλάδα Χαράλαμπου Πετράκη, που έχουν κατατεθεί στη Διεύθυνση Ναυτιλιακής Πολιτικής και Ανάπτυξης του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου καθώς και το από 23-03-2010 πιστοποιητικό διεθνούς υπηρεσίας του ως άνω πλοίου, που έχει εκδοθεί από τη Ναυτιλιακή Αρχή Παναμά/Γενική Γραμματεία Εμπορικής Ναυτιλίας με ισχύ μέχρι την 05-04-2015 και προσκομίζεται σε επίσημη μετάφραση νομίμως επικυρωμένη). Την 08-04-2011 η εναγομένη, ενεργώντας υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστρια του ως άνω πλοίου, απέστειλε προς την ενάγουσα, η οποία τυγχάνει ημεδαπή εταιρεία που δραστηριοποιείται στον κλάδο της βιομηχανικής παραγωγής και εμπορίας συρματόσχοινων, σχοινιών και αλυσίδων, πρόσκληση προς υποβολή πρότασης για την κατάρτιση σύμβασης πώλησης ορισμένων ανταλλακτικών εξαρτημάτων των μέσων φορτοεκφόρτωσης του πλοίου. Συγκεκριμένα, με την από 08-04-2011 ηλεκτρονική επιστολή του τμήματος προμηθειών της εναγομένης προς το τμήμα πωλήσεων της ενάγουσας, η έγγραφη αποτύπωση της οποίας προσκομίζεται από την τελευταία (ενάγουσα) σε νόμιμη μετάφραση νομίμως επικυρωμένη, ζητήθηκε από την ενάγουσα να υποβάλει προσφορά (request for quotation) για την προμήθεια 8 τεμαχίων διπλών μακαράδων (τροχαλιών), 4 τεμαχίων συρματόσχοινων 20 mm χ 85 m με ροδάντζα στο ένα άκρο, 3 τεμαχίων συρματόσχοινων 20 mm χ 1,5 m με ροδάντζα στα δύο άκρα, 2 τεμαχίων σχοινιού σημαίας, 2 τεμαχίων σχοινιού polygreen 10 mm, 2 τεμαχίων σχοινιού polygreen 5 mm, 4 τεμαχίων συρματόσχοινων 22 mm χ 35 m με ροδάντζα στο ένα άκρο, 1 τεμαχίου σχοινιού polygreen 2-1/4 mm, 4 τεμαχίων συρματόσχοινων 8 χ 200 m, 4 τεμαχίων συρματόσχοινων 20 mm με ροδάντζα και λάσο και 16 τεμαχίων κλειδιών 0,2 ton προς εφοδιασμό του πλοίου M/V …I, το οποίο ανεμένετο να καταπλεύσει στον Πειραιά τη 13-04-2011. Στην ως άνω επιστολή της η εναγομένη δήλωσε ρητώς προς την ενάγουσα ότι ενεργούσε αποκλειστικά ως διαχειρίστρια του πλοίου. Η σχετική ρητή της δήλωση έχει περιληφθεί με τον όρο της αγγλικής γλώσσας «as managers only» στο τέλος της πρώτης σελίδας του εν λόγω ξενόγλωσσου εγγράφου. Επιπλέον, στην επιστολή αυτή αναγράφεται επανειλημμένως η πλήρης επωνυμία της εναγομένης («…»). Εν συνεχεία, η ενάγουσα υπέβαλε προς την εναγομένη την πρότασή της για την κατάρτιση σύμβασης πώλησης των ανωτέρω εξαρτημάτων, την οποία η τελευταία, ενεργώντας υπό την ιδιότητα της διαχειρίστριας του ως άνω πλοίου, αποδέχθηκε και, ακολούθως, προέβη στη σχετική παραγγελία προς την αντίδικό της. Με το προσκομιζόμενο σε επίσημη αποσπασματική μετάφραση νομίμως επικυρωμένη από 04-05-2011 έγγραφό της, το οποίο απεστάλη προς την ενάγουσα μέσω τηλεομοιοτυπίας την 05-05-2011, η εναγομένη επιβεβαίωσε την παραγγελία της (confirmation of order) για τα ακόλουθα εμπορεύματα: 8 τεμάχια διπλών μακαράδων (τροχαλιών) συνολικής αξίας 570 €, 4 τεμάχια συρματόσχοινων 20 mm χ 85 m με ροδάντζα στο ένα άκρο συνολικής αξίας 912 €, 3 τεμάχια συρματόσχοινων 20 mm χ 1,5 m με ροδάντζα στα δύο άκρα συνολικής αξίας 74,10 €, 1 τεμάχιο σχοινιού σημαίας αξίας 46,55 €, 1 τεμάχιο σχοινιού polygreen 10 mm αξίας 33,25 €, 1 τεμάχιο σχοινιού polygreen 5 mm αξίας 21,85 €, 3 τεμάχια συρματόσχοινων 22 mm χ 35 m με ροδάντζα στο ένα άκρο συνολικής αξίας 541,50 €, 1 τεμάχιο σχοινιού polygreen 2-1/4 mm αξίας 228 €, 2 τεμάχια συρματόσχοινων 8 χ 200 m συνολικής αξίας 1.896,20 €, 4 τεμάχια συρματόσχοινων 20 mm με ροδάντζα και λάσο συνολικής αξίας 247 €, 16 τεμάχια κλειδιών 0,2 ton συνολικής αξίας 18,24 €, 4 τεμάχια κλειδιών με ράουλο 7 tons συνολικής αξίας 171 €, 1 τεμάχιο σχοινιού polygreen 8 mm x 200 m αξίας 28,50 €, 1 τεμάχιο μπαστέκας (τροχαλίας) μονής σπαστής αξίας 66,50 € και 1 τεμάχιο διχτυού φορτίου 2,5 m x 2,5 m αξίας 71,25 €, και συνολικά αξίας 4.925,94 €. Στη δεύτερη σελίδα του εν λόγω εγγράφου υπήρχε ρητή επισήμανση προς την ενάγουσα περί του τρόπου έκδοσης των τιμολογίων της συγκεκριμένης πώλησης. Συγκεκριμένα, η εναγομένη διευκρίνιζε ότι τα ως άνω φορολογικά παραστατικά θα έπρεπε να εκδοθούν προς την πλοιοκτήτρια του πλοίου M/V …I εταιρεία (ήτοι την προαναφερόμενη αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «…») με την ένδειξη «φροντίδι» (c/o = care of) της εναγομένης, της οποίας αναφέρονταν περαιτέρω η διεύθυνση, ο ταχυδρομικός κώδικας και ο Α.Φ.Μ. Με την αποδοχή της πρότασης της ενάγουσας εκ μέρους της εναγομένης, καταρτίσθηκε η ένδικη σύμβαση πώλησης. Κατόπιν αυτού, η ενάγουσα απέστειλε κατά την 06-05-2011 τα πωληθέντα εμπορεύματα στο ανωτέρω πλοίο (τα οποία περιγράφονται αναλυτικά κατωτέρω και είναι, με μικρές διαφοροποιήσεις, αυτά που παραγγέλθηκαν από την εναγομένη), όπου και παραλήφθηκαν από τον πλοίαρχο αυτού ή άλλο, αρμόδιο προς τούτο, μέλος του πληρώματός του (βλ. το μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο υπ’ αριθμ. … δελτίο αποστολής εμπορευμάτων και δελτίο παράδοσης εφοδίων που εξέδωσε η ενάγουσα, επί του οποίου έχει τεθεί στη θέση του παραλήπτη η σφραγίδα του πλοίου και η υπογραφή του προσώπου που παρέλαβε τα εμπορεύματα (πλοιάρχου ή μέλους του πληρώματος). Την ίδια ημέρα η ενάγουσα εξέδωσε για το τίμημα της πώλησης, το οποίο ανήλθε τελικά στο συνολικό ποσό των 5.020,70 € (ήτοι 570 € για 8 τεμάχια διπλών μακαράδων 7″, 93,10 € για τα 2 τεμάχια σχοινιού βαμβακερού 6 mm συνολικού βάρους 10 kgr, 66,49 € για 2 τεμάχια σχοινιού polygreen 10 mm συνολικού βάρους 21 kgr, 43,70 € για 1 τεμάχιο σχοινιού polygreen 6 mm συνολικού βάρους 7 kgr, 228,02 € για 1 τεμάχιο σχοινιού nylon 20 mm συνολικού βάρους 55 kgr, 1.896,28 € για 2 τεμάχια σχοινιών p.p.monofil 8″ συνολικού βάρους 791 kgr, 11,40 € για 10 τεμάχια κλειδιών Ω Η.1. 1/2 ton, 171 € για 4 τεμάχια κλειδιών με ράουλο 5 ton, 28,50 € για 1 τεμάχιο σχοινιού polygreen 8 mm συνολικού βάρους 6 kgr, 66,50 € για 1 τεμάχιο μπαστέκας μονής σπαστής 1 ton, 71,25 € για 1 τεμάχιο διχτυού φορτίου 2,5 m x 2,5 m, 911,91 € για 4 τεμάχια συρματόσχοινων 20 mm χ 85 m με ροδάντζα στο ένα άκρο συνολικού βάρους 504 kgr, 74,10 € για 3 τεμάχια συρματόσχοινων 20 mm χ 1,5 m με ροδάντζα στα δύο άκρα συνολικού βάρους 9 kgr, 246,97 € για 4 τεμάχια συρματόσχοινων 20 mm χ 10 m με ροδάντζα στο ένα άκρο και λάσο στο άλλο συνολικού βάρους 68 kgr και 541,48 € για 3 τεμάχια συρματόσχοινων 22 mm χ 35 m με ροδάντζα στο ένα άκρο συνολικού βάρους 184 kgr), το μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο υπ’ αριθμ. 5135/06-05-2011 τιμολόγιο πώλησης αγαθών. Σημειωτέον ότι παρότι η ενάγουσα εξέδωσε το ανωτέρω δελτίο αποστολής προς την εναγομένη, το τιμολόγιο το εξέδωσε, σε συμμόρφωση με την προαναφερόμενη υπόδειξη της εναγομένης, προς την πλοιοκτήτρια του πλοίου εταιρεία (…) με την ένδειξη «φροντίδι» (c/o = care of) της εναγομένης (…), τα στοιχεία της οποίας (Α.Φ.Μ., αρμόδια Δ.Ο.Υ., επάγγελμα και διεύθυνση) ανέγραψε επί του ως άνω παραστατικού, όπως ήταν επιβεβλημένο, αφού αυτή η εταιρεία έχει γραφείο και Α.Φ.Μ. στην Ελλάδα, εν αντιθέσει με την αλλοδαπή πλοιοκτήτρια (βλ. την κατάθεση του υπαλλήλου της εναγομένης, Α. Μ., κατά την ένορκη εξέτασή του στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου). Όπως, δε, προκύπτει από το εν λόγω τιμολόγιο, το τίμημα της πώλησης πιστώθηκε. Από το ως άνω αποδεικτικό υλικό προκύπτει ότι κατά την ένδικη συναλλαγή, η εναγομένη συμβλήθηκε, υπό την ιδιότητα της διαχειρίστριας του πλοίου M/V …I, στο όνομα και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας του πλοίου εταιρείας (…), ήτοι ως αντιπρόσωπος της αλλοδαπής αυτής εταιρείας. Ειδικότερα, η εναγομένη δήλωσε εξαρχής ρητώς ότι ενεργεί αποκλειστικά ως διαχειρίστρια του πλοίου, αναγράφοντας την ιδιότητά της αυτή (as managers only) στην ηλεκτρονική επιστολή που απέστειλε κατά την 08-04-2011 προς την ενάγουσα με την οποία την καλούσε να της υποβάλει προσφορά (request for quotation) για την προμήθεια των ένδικων εμπορευμάτων. Σημειωτέον ότι ο αγγλικός όρος «manager» χρησιμοποιείται στη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική και αναφέρεται στην έννοια του διαχειριστή. Αλλά και κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης πώλησης, που έλαβε χώρα κατά την 05-05-2011, με την αποδοχή εκ μέρους της εναγομένης της πρότασης που της υπέβαλε η ενάγουσα και την αποστολή της σχετικής επιβεβαίωσης παραγγελίας, η εναγομένη κατέστησε σαφές προς την ενάγουσα ότι ενεργεί ως άμεσος αντιπρόσωπος της πλοιοκτήτριας του πλοίου M/V …I εταιρείας, επισημαίνοντάς της ότι το σχετικό τιμολόγιο θα έπρεπε να εκδοθεί προς την τελευταία αυτή εταιρεία (…) με την περαιτέρω ένδειξη «c/o (care of) …» (ήτοι «με τη φροντίδα» της εναγομένης), γεγονός που σήμαινε ότι την ιδιότητα της αντισυμβαλλόμενης της ενάγουσας στη συγκεκριμένη σύμβαση πώλησης, δηλαδή της αγοράστριας των εμπορευμάτων, είχε η πλοιοκτήτρια εταιρεία, το δε τιμολόγιο θα έπρεπε απλώς να τεθεί υπ’ όψιν της εναγομένης, ώστε να μεριμνήσει αυτή, ως διαχειρίστρια του πλοίου, για τη διεκπεραίωση της εξόφλησης αυτού. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι η ενάγουσα αρνείται το γεγονός ότι περιήλθε ποτέ σε γνώση της η από 04-05-2011 επιβεβαίωση παραγγελίας με την υπόδειξη της εναγομένης για την έκδοση του τιμολογίου προς την πλοιοκτήτρια του πλοίου εταιρεία. Ο ισχυρισμός της, όμως, αυτός αναιρείται πρωτίστως από την κατάθεση του μάρτυρα …, υπαλλήλου του τμήματος πωλήσεών της ο οποίος και συνηλλάγη εκ μέρους της με την εναγομένη. Και τούτο διότι ο εν λόγω μάρτυρας δήλωσε, όταν κατά την εξέτασή του στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου του επιδείχθηκε η πρώτη σελίδα του ανωτέρω εγγράφου, ότι τελούσε εις γνώσιν του. Ακολούθως, βέβαια, όταν του επιδείχθηκε και η δεύτερη σελίδα του συγκεκριμένου εγγράφου (όπου και η υπόδειξη της εναγομένης να εκδοθεί το τιμολόγιο προς την πλοιοκτήτρια του πλοίου) δήλωσε ότι ουδέποτε απεστάλη στην ενάγουσα η σελίδα αυτή. Πλην, όμως, όπως προκύπτει από την αναγραφόμενη στο τέλος της κάθε σελίδας του εγγράφου αυτού ημερομηνία (04-05-2011) και ώρα (16:12) εκτύπωσής του καθώς και από τη συνημμένη στο εν λόγω έγγραφο από 05-05-2011 (και ώρα 13:16) αναφορά επιτυχούς αποστολής του διά τηλεομοιοτυπίας, το κείμενο αυτού εκτυπώθηκε εξ αρχής σε δύο σελίδες, αμφότερες οι οποίες απεστάλησαν την επομένη της εκτυπώσεώς του στην ενάγουσα. Σε κάθε δε περίπτωση, όπως προεκτέθηκε, η ενάγουσα εξέδωσε το τιμολόγιο προς την πλοιοκτήτρια εταιρεία, συμμορφούμενη με την ανωτέρω υπόδειξη της αντιδίκου της, της οποίας αποδεικνύεται έτσι ότι τελούσε σε γνώση. Ο περαιτέρω ισχυρισμός της εναγομένης ότι ανέγραψε στη θέση της επωνυμίας του λήπτη του τιμολογίου (αγοραστή) τη φράση «…» (με αποτέλεσμα να φέρεται το εν λόγω φορολογικό παραστατικό ως εκδοθέν προς την πλοιοκτήτρια του πλοίου εταιρεία φροντίδι της εναγομένης), θεωρώντας εσφαλμένα, κατόπιν σχετικής παραπλανητικής προφορικής υπόδειξης υπαλλήλου του λογιστηρίου της εναγομένης, ότι η φράση αυτή αποτελούσε την πλήρη επωνυμία της εναγομένης, κρίνεται επίσης αβάσιμος. Τούτο επειδή αφενός μεν η πλήρης επωνυμία της εναγομένης αναγραφόταν επανειλημμένα στην προαναφερόμενη από 08-04-2011 ηλεκτρονική επιστολή που απέστειλε αυτή προς την ενάγουσα, οπότε, και αν ακόμη η τελευταία δεν γνώριζε την επωνυμία της αντιδίκου της παρά την υπερδεκαετή εμπορική συνεργασία τους (όπως θα εκτεθεί κατωτέρω), έλαβε τότε γνώση αυτής, αφετέρου δε δεν νοείται άγνοια από τα όργανα και τους υπαλλήλους της ενάγουσας της έννοιας του ευρύτατα καθιερωμένου στη ναυτιλιακή (και όχι μόνο) πρακτική όρου c/o (care of). Επομένως, η ενάγουσα αναμφισβήτητα γνώριζε, ήδη από το στάδιο των διαπραγματεύσεων, την ιδιότητα με την οποία ενήργησε η εναγομένη κατά τη μεταξύ τους συναλλαγή, σε κάθε δε περίπτωση ουδεμία αμφιβολία είχε κατελειφθεί σ’ αυτήν κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης και από τις τότε υφιστάμενες περιστάσεις ότι αγοράστρια των εμπορευμάτων (άρα αντισυμβαλλόμενή της) ήταν η πλοιοκτήτρια του πλοίου εταιρεία, δεδομένου μάλιστα ότι δραστηριοποιείται (η ενάγουσα) επαγγελματικά στο ναυτιλιακό χώρο και τόσο τα όργανά της όσο και οι υπάλληλοί του τμήματος πωλήσεών της διαθέτουν γνώσεις και εμπειρία σχετικά με τη λειτουργία των ναυτιλιακών επιχειρήσεων. Εξάλλου, όπως κατέθεσε ο προαναφερόμενος μάρτυρας Μ. Σ., εξεταζόμενος ενώπιον του Πρωτοβάθμιου ΔΙκαστηρίου, οι δύο διάδικες εταιρείες διατηρούν εμπορική συνεργασία για χρονικό διάστημα μείζον της δεκαετίας. Ήταν, συνεπώς, γνωστό στην ενάγουσα ότι η αντίδικός της τυγχάνει διαχειρίστρια πλοίων και ότι στις εκάστοτε συναλλαγές της που αφορούν τα πλοία που τελούν υπό τη διαχείρισή της ενεργεί ως αντιπρόσωπος των πλοιοκτητριών εταιρειών, παρά του περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του ως άνω μάρτυρα. Περί της πάγιας τακτικής της εναγομένης να γνωστοποιεί εγγράφως, κατά τη διενέργεια των παραγγελιών της, προς τους διάφορους προμηθευτές των πλοίων που διαχειρίζεται, ότι αυτή δεν ενεργεί ατομικά αλλά ως αντιπρόσωπος του εκάστοτε πλοιοκτήτη, κατέθεσε, άλλωστε, σαφώς ο προαναφερόμενος υπάλληλός της, Α. Μ., εξεταζόμενος ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Η κατάθεσή του δε αυτή κρίνεται πειστική καθώς επιβεβαιώνεται από τα αναγραφόμενα στα προαναφερόμενα έγγραφα (από 08-04-2011 αίτηση για υποβολή προσφοράς και από 04-05-2011 επιβεβαίωση παραγγελίας) που απέστειλε η εργοδότριά του εταιρεία προς την ενάγουσα. Με βάση το σύνολο των προεκτεθέντων, εφόσον αποδεικνύεται ότι η εναγομένη συνήψε την ένδικη σύμβασης πώλησης με την ενάγουσα ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας του πλοίου M/V …I, ήτοι με την ιδιότητα του αμέσου αντιπροσώπου της ως άνω αλλοδαπής εταιρείας, ιδιότητα η οποία δηλώθηκε ρητώς στην αντίδικό της και, σε κάθε περίπτωση, συναγόταν από τις διαγνωστές εκ μέρους της τελευταίας περιστάσεις, υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από την εν λόγω σύμβαση δεν είναι η ίδια (η εναγομένη) αλλά η πλοιοκτήτρια του πλοίου, η οποία και μόνον ενέχεται έναντι της ενάγουσας για την πληρωμή του τιμήματος της πώλησης. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη η παραδεκτώς προταθείσα κατά τον πρώτο βαθμό σχετική ένσταση της εναγομένης, η οποία τυγχάνει νόμιμη, καθώς στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 211 ΑΚ, και, συνακόλουθα, η κρινόμενη αγωγή, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 513, 293, 346 ΑΚ, 2, 4§2 περ. α΄ και γ΄ π.δ. 166/2003 και 176 ΚΠολΔ [δεδομένου ότι εφαρμοστέο εν προκειμένω τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4§1 περ. α΄ και 19§1 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)», ως το δίκαιο της χώρας στην οποία η πωλήτρια ενάγουσα έχει την κεντρική της διοίκηση, ενώ δεν τυγχάνει εφαρμογής η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων που υιοθετήθηκε από τη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών στη Βιέννη στις 11-04-1980, κυρώθηκε στην Ελλάδα με το ν. 2532/1997 και ισχύει από 01-02-1999, ενόψει του ότι η Διεθνής αυτή Σύμβαση εφαρμόζεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 περ. β΄ αυτής, σε συμβάσεις πώλησης κινητών πραγμάτων μεταξύ μερών που έχουν εγκατάσταση σε διάφορα κράτη, πράγμα που δεν συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση αφού η μοναδική εγκατάσταση της ενάγουσας βρίσκεται στην Ελλάδα, όπου και η κρίσιμη εν προκειμένω εγκατάσταση της εναγομένης, δεδομένου ότι μολονότι η τελευταία εδρεύει στη Λιβερία, διατηρεί εγκατάσταση και στην ημεδαπή, η οποία παρουσιάζει και το στενότερο σύνδεσμο με την ένδικη σύμβαση πώλησης και την εκτέλεσή της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 περ. α΄ της εν λόγω Σύμβασης], πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσία αβάσιμη. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την προσβαλλομένη απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη απορρίπτοντας κατ’ ουσίαν την ως άνω ένσταση, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, και συνεπώς, ο μοναδικός λόγος της έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός κατά το αντίστοιχο σκέλος του ως ουσία βάσιμος.
Κατόπιν αυτών, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση και από ουσιαστικής πλευράς και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση. Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί από το Δικαστήριο τούτο η υπόθεση (αρθρ. 535§1 ΚΠολΔ), πρέπει η ένδικη από 13-11-2012 αγωγή να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου που κατέθεσε για την άσκηση της κρινόμενης έφεσης ενόψει της ολικής νίκης της (αρθρ. 495§4 εδ. δ΄ ΚΠολΔ) και να επιβληθεί η δικαστική της δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, με βάση και το σχετικό αίτημά της, σε βάρος της εφεσίβλητης, λόγω της ήττας της τελευταίας (άρθρα 176 εδ. α΄, 183, 189§1 και 191§2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικώς και ουσιαστικώς την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 251/2013 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς.
Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.
Απορρίπτει την από 13-11-2012 αγωγή.
Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου το οποίο κατέθεσε αυτή για την άσκηση της έφεσης.
Επιβάλλει σε βάρος της εφεσίβλητης τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας, τα οποία ορίζει και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας στο ποσό των πεντακοσίων εξήντα ευρώ (560 €).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στον Πειραιά στις 11-05-2015.
Ο Δικαστής Η Γραμματέας