ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 2129/2015
…
…
…
…
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)
——————————
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Ναυπλιώτη, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24-02-2015 για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
Α. Των ανακοπτόντων: α) … του …, κατοίκου Πειραιώς, και β) … του …, κατοίκου Ν. Αττικής, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αναστάσιο Βέργο.
Των καθ’ ων η ανακοπή: α) εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει τυπικά μεν στις …, πραγματικά δε στον Πειραιά, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τη διαχειρίστρια αυτής εταιρεία με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, και β) τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η δεύτερη εκ των οποίων εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Αναγνωστόπουλο, ενώ η πρώτη, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο, ήταν απούσα και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Οι ανακόπτοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 16-07-2014 ανακοπή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Β. Της ανακόπτουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…» που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Μιχαηλίδη.
Των καθ’ ων η ανακοπή: α) Χ. Γ., συμβολαιογράφου και κατοίκου Πειραιώς, β) Σ. Α. του …, δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς και κατοίκου Πειραιώς, και γ) τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Αναγνωστόπουλο.
Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 04-07-2014 ανακοπή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 03-02-2015, κατά την οποία η συζήτησή της αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Γ. Της ανακόπτουσας: εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…» που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Άννα Κοζώνη.
Των καθ’ ων η ανακοπή: α) πρακτορείου με την επωνυμία «…» που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, και β) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η δεύτερη εκ των οποίων εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Αναγνωστόπουλο, ενώ η πρώτη, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο, ήταν απούσα και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 14-07-2014 ανακοπή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 03-02-2015, κατά την οποία η συζήτησή της αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Δ. Της ανακόπτουσας: εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «….» που εδρεύει στη … Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Άννα Κουτσαντώνη.
Της καθ’ ης η ανακοπή: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Αναγνωστόπουλο.
Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 16-07-2014 ανακοπή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 17-02-2015, κατά την οποία η συζήτησή της αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Κατά την εκφώνηση της ανωτέρω υπό στοιχ. Γ΄ υπόθεσης από το πινάκιο η πληρεξούσια δικηγόρος της ανακόπτουσας της ως άνω από 14-07-2014 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … ανακοπής, εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», δήλωσε ότι παραιτείται από το δικόγραφο της ανακοπής καθ’ ο μέρος αυτή στρέφεται κατά του πρώτου καθ’ ου, πρακτορείου με την επωνυμία «…». Κατά την επακολουθήσασα συζήτηση των υποθέσεων, οι οποίες συνεκδικάσθηκαν λόγω συνάφειας (αρθρ. 246 ΚΠολΔ), οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παριστάμενων διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο του παρόντος δικαστηρίου, συζητήθηκαν οι εξής υποθέσεις: α) η από 16-07-2014 ανακοπή των … του … και … του … κατά της εταιρείας με την επωνυμία «…» και της τραπεζικής ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», β) η από 04-07-2014 ανακοπή της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» κατά των Χ. Γ., Σ. Α. του … και της προαναφερόμενης τραπεζικής ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», γ) η από 14-07-2014 ανακοπή της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…» κατά του πρακτορείου με την επωνυμία «…» και της ίδιας ως άνω ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…» και δ) η από 16-07-2014 ανακοπή της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «….» κατά της αυτής ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…». Οι ανωτέρω ανακοπές, οι οποίες υπάγονται στην ίδια (τακτική) διαδικασία, πρέπει να συνεκδικασθούν γιατί είναι συναφείς (αρθρ. 246 ΚΠολΔ) καθόσον αφορούν τον ίδιο προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης και κατά ένα μέρος τους ίδιους διάδικους.
Περαιτέρω, από την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών … …, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι ανακόπτοντες της από 16-07-2014 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης δικογράφου … ανακοπής, … του … και … του …, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης ανακοπής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην πρώτη των καθ’ ων η ανακοπή, εταιρεία με την επωνυμία «…» (αρθρ. 122 επ., 124§1, 126§1 περ. δ΄, 127§1, 129§1 ΚΠολΔ). Εντούτοις, η ανωτέρω καθ’ ης η ανακοπή δεν εμφανίσθηκε την παραπάνω δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου και πρέπει, συνεπώς, να δικασθεί ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (αρθρ. 979§2 εδ. α΄ σε συνδ. με 937§3, 643§2 και 649§2 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος 3 του άρθρου 937 προστέθηκε με το άρθρο 19§4 του ν. 4055/2012). Α. Με την προαναφερόμενη από 16-07-2014 ανακοπή τους οι ανακόπτοντες … του … και … του … εκθέτουν ότι στις 18-12-2013 διενεργήθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς Χ. Γ., με επίσπευση της δεύτερης των καθ’ ων η ανακοπή και για ικανοποίηση σχετικών απαιτήσεών της, αναγκαστικός πλειστηριασμός του κατασχεθέντος υπό σημαία Δ. των Ν. Μ. ρυμουλκού (supply) πλοίου με την ονομασία «…», αριθμό νηολογίου Μ. (…) …, Δ.Δ.Σ. …, αριθμό ΙΜΟ 8601587, ολικής χωρητικότητας 1.352 κόρων και καθαρής χωρητικότητας 405 κόρων, κυρία του οποίου ετύγχανε η οφειλέτιδά τους (των ανακοπτόντων) πρώτη των καθ’ ων η ανακοπή. Εν συνεχεία, αναφέρουν ότι, λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος ποσού 575.000 δολαρίων Η.Π.Α, που επιτεύχθηκε κατά τον πλειστηριασμό, συντάχθηκε από τον προαναφερόμενο υπάλληλο του πλειστηριασμού ο προσβαλλόμενος υπ’ αριθμ. … πίνακας κατάταξης δανειστών, σύμφωνα με τον οποίο, αφού αφαιρέθηκαν τα έξοδα της εκτέλεσης, κατατάχθηκε στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος, ποσού 565.180,21 δολαρίων Η.Π.Α., μεταξύ άλλων, ως ενυπόθηκη δανείστρια προνομιακά και οριστικά η δεύτερη των καθ’ ων για ποσό 543.276,17 δολαρίων Η.Π.Α. που αντιστοιχεί σε μέρος της απαίτησής της από δανειακή σύμβαση που συνήψε με την πρώτη των καθ’ ων – καθ’ ης η εκτέλεση, για την εξασφάλιση της οποίας ενεγράφη υποθήκη επί του πλειστηριασθέντος πλοίου. Ακολούθως, ιστορούν ότι στον ίδιο πλειστηριασμό είχαν αναγγελθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, χωρίς όμως να καταταγούν, και οι ίδιοι (οι ανακόπτοντες) για απαιτήσεις τους κατά της ως άνω πλοιοκτήτριας από παροχή εξαρτημένης εργασίας στο πλειστηριασθέν πλοίο, στο οποίο απασχολήθηκαν ως φύλακες κατά το χρονικό διάστημα από 07-02-2013 έως και 18-12-2013, κατά το οποίο το πλοίο βρισκόταν ελλιμενισμένο στην Ε., έναντι «κλειστού» μηνιαίου μισθού το ύψος του οποίου είχε συμφωνηθεί στο ποσό των 2.000 ευρώ. Ειδικότερα δε προσδιορίζουν τις αναγγελθείσες απαιτήσεις τους στο συνολικό ποσό των 22.000 ευρώ ο καθένας, πλέον νομίμων τόκων υπερημερίας (από την επομένη της ημέρας κατά την οποία κάθε επιμέρους μηνιαίος μισθός κατέστη ληξιπρόθεσμος και απαιτητός, άλλως από την επομένη της επίδοσης της σχετικής αγωγής τους προς την εργοδότιδά τους μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης) και εξόδων. Κατόπιν αυτών, ζητούν, για τους λόγους που αναφέρουν ειδικότερα στο δικόγραφο της ανακοπής τους, να ακυρωθεί άλλως μεταρρυθμισθεί ο προσβαλλόμενος πίνακας, ώστε να καταταγούν αυτοί προνομιακά για το σύνολο των προαναφερόμενων αναγγελθεισών απαιτήσεών τους, οι οποίες απολαύουν ισχυρότερου προνομίου έναντι αυτού της απαιτήσεως της δεύτερης των καθ’ ων, ενόψει του ότι οι εν λόγω απαιτήσεις συνιστούν δαπάνες φύλαξης του πλειστηριασθέντος πλοίου που διενεργήθηκαν μετά τον κατάπλου αυτού στον τελευταίο λιμένα, αφού προηγουμένως αποβληθεί απ’ αυτόν αντιστοίχως η προαναφερόμενη απαίτηση της ως άνω καθ’ ης στο σύνολό της, άλλως έως το ύψος των αναγγελθεισών απαιτήσεών τους (των ανακοπτόντων), να διαταχθεί η απόδοση των χρηματικών ποσών των ένδικων απαιτήσεών τους προς αυτούς και να καταδικασθούν οι καθ’ ων η ανακοπή στην πληρωμή των δικαστικών τους εξόδων.Η ανακοπή αυτή, η οποία έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 1006§3 και 979§2 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η επίδοση της πρόσκλησης προς τους ανακόπτοντες για να λάβουν γνώση του πίνακα κατάταξης εκ μέρους του υπαλλήλου του πλειστηριασμού διενεργήθηκε την 01-07-2014 και η ανακοπή ασκήθηκε τη 17-07-2014 (βλ. την από 01-07-2014 σχετική σημείωση του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς Σ. Α. που διενήργησε την επίδοση επί της επιδοθείσας στους ανακόπτοντες υπ’ αριθμ. … πρόσκλησης σε συνδυασμό με τις υπ’ αριθμ. … και … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών … … προς την πρώτη και τη δεύτερη των καθ’ ων η ανακοπή αντιστοίχως), ήτοι εντός της οριζόμενης στη διάταξη του άρθρου 979§2 ΚΠολΔ προθεσμίας των δώδεκα εργάσιμων ημερών, στην οποία δεν υπολογίζονται οι Κυριακές και λοιπές αργίες και τα Σάββατα, αφού δεν είναι εργάσιμες ημέρες (αρθρ. 144§3 ΚΠολΔ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14 του ν. 3994/2011, βλ. και ΑΠ 1760/2006, δημοσιευθείσα στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), επιπλέον δε, έχει κοινοποιηθεί αντίγραφό της στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, συμβολαιογράφο Πειραιώς Χ. Γ. (βλ. την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή), παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλην, λειτουργικά, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, και κατά τόπον αρμόδιο, ενόψει του ότι ο εκτελεστός τίτλος δυνάμει του οποίου επισπεύσθηκε η αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της οφειλέτιδας πλοιοκτήτριας του πλειστηριασθέντος πλοίου εταιρείας είναι η κατωτέρω αναφερόμενη υπ’ αριθμ. … διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και ο τόπος της εκτέλεσης είναι η Ε. του νομού Αττικής, στο σύνολο του οποίου εκτείνεται η αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου Πειραιώς για την εκδίκαση των ναυτικών διαφορών (άρθρα 933, 979, 1006§3 και 992§1 εδ. γ΄ ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 ν. 2172/1993), κατά την τακτική διαδικασία και τους ειδικούς κανόνες των άρθρων 933 επ. ΚΠολΔ (τα οποία εφαρμόζονται και στην ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 979§2 εδ. α΄ του ίδιου Κώδικα), 643, 591§1 περ. α΄ ΚΠολΔ (οι διατάξεις των οποίων εφαρμόζονται και στις δίκες σχετικά με την εκτέλεση για την εκδίκαση ανακοπών με βάση τη διάταξη του άρθρου 937§3 του ίδιου Κώδικα, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 19§4 του ν. 4055/2012) και 649, 650 ΚΠολΔ (οι διατάξεις των οποίων εφαρμόζονται αναλόγως σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 643§2 του ως άνω Κώδικα, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6§12γ΄ του ν. 2479/1997), ενόψει του ότι η προσβαλλόμενη και αμφισβητούμενη απαίτηση της δεύτερης των καθ’ ων, που αποτελεί το κύριο αντικείμενο της ανακοπής, δεν υπάγεται σε κάποια ειδική διαδικασία (βλ. ΑΠ 1410/2007, ΕφΠειρ 664/2013, ΕφΑθ 5220/2007, ΕφΑΔ 2008,990, ΕφΑθ 146/2007, ΔΕΕ 2007,687, ΕπισκΕμπΔ 2007,777, ΕφΑθ 910/2004, Δνη 2005,531, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, ενόψει του ότι η κατ’ άρθρο 979§2 ΚΠολΔ ανακοπή κατά του πίνακα κατατάξεως στρέφεται κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη με συνέπεια να νομιμοποιούνται παθητικώς εκείνοι οι δανειστές έναντι των οποίων ο ανακόπτων έχει συμφέρον και ελπίζει να επιτύχει την αποβολή τους και την κατάταξή του στις θέσεις τους (ΑΠ 365/2004, ΝοΒ 2005,480, Δνη 2005,1431, Δίκη 2005,224, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), η κρινόμενη ανακοπή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη κατά το σκέλος της κατά το οποίο στρέφεται κατά της καθ’ ης η εκτέλεση (πρώτης των καθ’ ων) λόγω μη συνδρομής στο πρόσωπο της ως άνω διαδίκου της διαδικαστικής προϋπόθεσης της παθητικής νομιμοποίησης [βλ. και Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (- Γ. Νικολόπουλος), ΚΠολΔ ΙΙ (εκδ. 2000), αρθρ. 979 αρ. 10] χωρίς να επιβληθεί δικαστική δαπάνη εις βάρος των ανακοπτόντων, ελλείψει αντίστοιχου προς τούτο αιτήματος της ανωτέρω (πρώτης) καθ’ ης η ανακοπή. Εξάλλου, παράβολο ερημοδικίας ως προς την εν λόγω καθ’ ης η ανακοπή δεν πρέπει να ορισθεί, καθόσον στην παρούσα υπόθεση δεν επιτρέπεται η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας (αρθρ. 937§1 περ. 2 και 979§2 ΚΠολΔ). Κατά τα λοιπά, δηλαδή κατά το σκέλος της κατά το οποίο στρέφεται κατά της δεύτερης των καθ’ ων η ανακοπή, πρέπει η ένδικη ανακοπή να ερευνηθεί στη συνέχεια ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της. Β. Από τις διατάξεις των άρθρων 979§2, 933 και 585§2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 216§1 και 217 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 118 και 120 του ίδιου Κώδικα, και τους λόγους αυτής, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον καθ’ ου να αμυνθεί και στο δικαστήριο να ελέγξει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της απαίτησης καθώς και την ύπαρξη του προνομίου της. Ειδικότερα, η ανακοπή, ως εισαγωγικό δικόγραφο της περί την εκτέλεση δίκης, πρέπει να περιέχει ακριβή περιγραφή της απαίτησης της οποίας ζητείται η κατάταξη και του προνομίου της, δηλαδή παράθεση των πραγματικών περιστατικών τα οποία κατά νόμο θεμελιώνουν την ενεργητική νομιμοποίηση του ανακόπτοντος, αλλά και τη συγκεκριμένη έννομη σχέση από την οποία πηγάζει η απαίτησή του και το προνόμιο της. Η ελλιπής παράθεση των περιστατικών τούτων καθιστά την ανακοπή αόριστη και ως εκ τούτου απορριπτέα, μη δυναμένη να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή άλλα έγγραφα (ΑΠ 1460/2014, ΑΠ 1083/2013, ΕΝαυτΔ 2013,226, ΕΠολΔ 2014,123, αμφότερες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 932 του ΚΠολΔ τα έξοδα της αναγκαστικής εκτέλεσης βαρύνουν εκείνον κατά του οποίου αυτή στρέφεται και προκαταβάλλονται από εκείνον που την επισπεύδει, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 975 του ίδιου κώδικα η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα γίνεται αφού αφαιρεθούν τα έξοδα της εκτέλεσης που ορίζονται αιτιολογημένα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Όπως προκύπτει από τις διατάξεις αυτές, στη δεύτερη των οποίων γίνεται διάκριση μεταξύ αφαίρεσης των εξόδων και κατάταξης των προνομιακών απαιτήσεων, υπέγγυο στους δανειστές είναι το ποσό του πλειστηριάσματος που απομένει μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, τα οποία δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των προνομίων ούτε κατατάσσονται στον πίνακα, αλλά προαφαιρούνται προκειμένου να γίνει η κατάταξη των δανειστών, ορίζονται δε με τον πίνακα κατάταξης ή με ιδιαίτερη πράξη, με την οποία ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δικαιολογεί τα σχετικά κονδύλια προκειμένου να τα προαφαιρέσει από το πλειστηρίασμα (ΑΠ 658/2014, ΧρΙδΔ 2014,681, ΑΠ 300/2013, ΕφΑΔ 2013,659, ΧρηΔικ 2014,549, ΑΠ 142/2004, ΝοΒ 2004,1560, ΧρΙδΔ 2004,625, ΑρχΝ 2005,334, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Η αφαίρεση των εξόδων γίνεται με βάση τα έγγραφα και τις αποδείξεις, που κατατίθενται από το δικαιούχο αυτών και βρίσκονται στο φάκελο του πλειστηριασμού. Για να είναι δε εφικτός ο έλεγχος από κάθε ενδιαφερόμενο και από το δικαστήριο, κρίνοντας επί σχετικού λόγου ανακοπής, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος απαιτείται να προβεί, όχι σε απλή αναφορά αυτών, αλλά σε εξειδίκευση, με αναγραφή, επί της ιδιαίτερης πράξεως εκκαθαρίσεως ή επί του πίνακα κατατάξεως, των επί μέρους κονδυλίων αυτών, της αιτίας τους και του δικαιούχου αυτών (Ι. Mπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, Τόμος 2ος, Β΄ έκδοση, έτος 1979, σελ. 1072). Στην αντίθετη περίπτωση, η αφαίρεση ως αναιτιολόγητη είναι μη νόμιμη και συνεπώς άκυρη (ΑΠ 658/2014, ο.π.).Δικαιούχος των εξόδων εκτέλεσης είναι κατ’ αρχήν ο δανειστής που επέσπευσε την εκτέλεση, όμως ως δικαιούχοι νοούνται και τα όργανα της εκτέλεσης και ειδικότερα ο δικαστικός επιμελητής και ο υπάλληλος του πλειστηριασμού (συμβολαιογράφος), καίτοι τα πρόσωπα αυτά δεν νομιμοποιούνται να αναζητήσουν τα σχετικά έξοδα από τον καθ’ ου η εκτέλεση, αφού μ’ αυτόν δεν συνδέονται με κατάλληλη έννομη σχέση. Έτσι τα πρόσωπα αυτά, με βάση τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό και με αυτές των άρθρων 971 και 1007 του ΚΠολΔ, λαμβάνουν τα έξοδα της εκτέλεσης από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, ο οποίος, αφού τα αφαιρέσει από το πλειστηρίασμα, ακολούθως διανέμει το υπόλοιπο του πλειστηριάσματος μεταξύ των δανειστών του καθ’ ου η εκτέλεση ή προβαίνει με σχετικό πίνακα στην κατάταξη των δανειστών σε περίπτωση ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος. Δηλαδή τα έξοδα της εκτέλεσης δεν κατατάσσονται στο συντασσόμενο από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού πίνακα, ωστόσο η σχετική εκκαθαριστική πράξη του αποτελεί διανομή του πλειστηριάσματος και προσβάλλεται συνεπώς με την ανακοπή του άρθρ. 979 του ΚΠολΔ. Ανακόπτων μπορεί να είναι οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, όπως είναι οι δανειστές που αναγγέλθηκαν ή ο καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτης, οπότε αν αυτοί αμφισβητούν τη νομιμότητα της σχετικής εκκαθαριστικής πράξης των εξόδων εκτέλεσης και ειδικότερα αν προσβάλουν αυτή ως αόριστη ή αναιτιολόγητη ή αμφισβητούν ότι τα έξοδα έγιναν προς το συμφέρον όλων των δανειστών, ανακύπτει ιδιωτική διαφορά μεταξύ αυτών και του επισπεύδοντος δανειστή, που είναι ο μόνος νομιμοποιούμενος παθητικά στη σχετική δίκη, αφού αυτός είναι που χορήγησε στα παραπάνω πρόσωπα την εντολή για τη διενέργεια των απαιτούμενων πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης και θα ζημιωθεί αν ανατραπεί η εκκαθάριση των εξόδων, αφού τότε θα υποχρεωθεί να καταβάλει ο ίδιος τη διαφορά στα πρόσωπα αυτά με βάση τη μεταξύ τους σχέση εντολής (ΑΠ 300/2013, ΕφΑΔ 2013,659, ΧρηΔικ 2014,549, ΑΠ 142/2004, ΝοΒ 2004,1560, ΧρΙδΔ 2004,625, ΑρχΝ 2005,334, αμφότερες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα, όταν η αμφισβήτηση αφορά μόνο τη διενέργεια των πράξεων εκτέλεσης που έκανε ο δικαστικός επιμελητής ή το ύψος της σχετικής δαπάνης, δηλαδή όταν προβάλλεται ότι τα έξοδά του ή αναλόγως του συμβολαιογράφου ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού δεν είναι νόμιμα ή υπαρκτά ή υπερβαίνουν τα καθοριζόμενα από τις οικείες υπουργικές αποφάσεις όρια της αμοιβής τους, η ανακοπή κατά της πράξης εκκαθάρισης των εξόδων οφείλει να στραφεί όχι μόνον κατ’ αυτού που επέσπευσε την εκτέλεση, αλλά και κατά των προσώπων υπέρ των οποίων έγινε η προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης (ΑΠ 300/2013, ο.π. Βλ. όμως ΑΠ 60/2011, Δνη 2011,772, ΕφΑΔ 2011,1211, ΕΠολΔ 2012,244 και ΑΠ 1774/2007, ΕΠολΔ 2008, 273, αμφότερες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, με τις οποίες έγινε δεκτό ότι στην περίπτωση αυτή νομιμοποιείται παθητικά μόνον ο δικαστικός επιμελητής). Ως έξοδα εκτέλεσης κατά τις παραπάνω διατάξεις νοούνται όλες οι δαπάνες που γίνονται από τον επισπεύδοντα την εκτέλεση δανειστή και αποβλέπουν στο γενικό συμφέρον όλων των δανειστών, εφόσον είναι αναγκαίες για τη διαδικασία της εκτέλεσης από την έναρξή της μέχρι και την περάτωσή της, δηλαδή ανάγονται στην προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, στην κατάσχεση, στη συντήρηση του κατασχεθέντος πράγματος, στον πλειστηριασμό και στην κατάταξη των δανειστών (ΑΠ 30/2013, ο.π.).Εξάλλου, βάσει των διατάξεων των άρθρων 1012§4 ΚΠολΔ και 205 ΚΙΝΔ, επί πλειστηριασμού πλοίου τα δικαστικά έξοδα τα γενόμενα προς το κοινό συμφέρον των δανειστών δεν προαφαιρούνται αλλά συγκατατάσσονται μεταξύ των ναυτικών προνομίων της πρώτης τάξεως μαζί με τους συναφείς προς τη ναυσιπλοΐα φόρους, τα τέλη και δικαιώματα που βαρύνουν το πλοίο και τα εκ της ναυτολογήσεως των ναυτικών δικαιώματα του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθενείας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν.) (ΕφΠειρ 664/2013, ΕΝαυτΔ 2013,231, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, Τόμος 4ος, Β΄ έκδοση, έτος 1982, σελ. 2028), εάν, εντούτοις, ο συντάξας τον πίνακα συμβολαιογράφος προαφαίρεσε επί πλειστηριασμού πλοίου τα έξοδα εκτελέσεως και δεν προσβάλλεται η εν λόγω πλημμέλεια με την ανακοπή, δεσμεύεται εκ τούτου το δικαστήριο συμφώνα με την εκ της διατάξεως του άρθρου 106 ΚΠολΔ αρχή της διαθέσεως των διαδίκων και δεν δύναται να θεωρήσει τα εν λόγω έξοδα ως συγκαταταχθέντα μεταξύ των ναυτικών προνομίων (ΕφΠειρ 664/2013, ο.π.).Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη από 04-07-2014 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης δικογράφου … ανακοπή της η ανακόπτουσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…» εκθέτει ότι στις 18-12-2013 διενεργήθηκε ενώπιον του πρώτου των καθ’ ων η ανακοπή, συμβολαιογράφου Πειραιώς Χ. Γ., με επίσπευση της τρίτης των καθ’ ων η ανακοπή και για ικανοποίηση σχετικών απαιτήσεών της, αναγκαστικός πλειστηριασμός του κατασχεθέντος κατά την 07-11-2013 υπό σημαία Δ. των Ν. Μ. πλοίου με την ονομασία «…», αριθμό νηολογίου Μ. (…) …, Δ.Δ.Σ. …, αριθμό ΙΜΟ 8601587, ολικής χωρητικότητας 1.352 κόρων, κυρία του οποίου ετύγχανε η οφειλέτιδά της (της ανακόπτουσας) αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «….» που εδρεύει τυπικά μεν στο Μ. των Ν. Μ., στην πραγματικότητα, όμως, στον Πειραιά. Εν συνεχεία, αναφέρει ότι, λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος ποσού 575.000 δολαρίων Η.Π.Α, που επιτεύχθηκε κατά τον πλειστηριασμό, συντάχθηκε από τον προαναφερόμενο υπάλληλο του πλειστηριασμού ο προσβαλλόμενος υπ’ αριθμ. … πίνακας κατάταξης δανειστών, σύμφωνα με τον οποίο, αφού αφαιρέθηκαν τα έξοδα της εκτέλεσης και συγκεκριμένα το ποσό των 3.340,21 ευρώ (ή 4.541,35 δολαρίων Η.Π.Α.) για έξοδα του πρώτου των καθ’ ων και το ποσό των 3.882,35 ευρώ (ή 5.278,44 δολαρίων Η.Π.Α.) για έξοδα του δεύτερου των καθ’ ων δικαστικού επιμελητή, κατατάχθηκε στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος, ποσού 565.180,21 δολαρίων Η.Π.Α., μεταξύ άλλων, ως ενυπόθηκη δανείστρια προνομιακά και οριστικά η δεύτερη των καθ’ ων για ποσό 543.276 δολαρίων Η.Π.Α. που αντιστοιχεί σε μέρος της απαίτησής της από δανειακή σύμβαση που συνήψε κατά τη 14-10-2011 με την καθ’ ης η εκτέλεση, για την εξασφάλιση της οποίας ενεγράφη την ίδια ημέρα υποθήκη επί του πλειστηριασθέντος πλοίου. Ακολούθως, ιστορεί ότι στον ίδιο πλειστηριασμό είχε αναγγελθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, χωρίς όμως να καταταγεί, και η ίδια (η ανακόπτουσα) για απαιτήσεις της κατά της ως άνω πλοιοκτήτριας που απέρρεαν από διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, δυνάμει των οποίων προμήθευσε κατά το χρονικό διάστημα από 21-12-2011 έως 21-05-2012 το πλειστηριασθέν πλοίο με τρόφιμα και λοιπά εφόδια, και ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 4.707,23 ευρώ (ή 6.167,25 δολαρίων Η.Π.Α.), όσο δηλαδή και το μη εξοφληθέν τίμημα των ανωτέρω πωλήσεων, πλέον νομίμων τόκων υπερημερίας και εξόδων. Κατόπιν αυτών, ζητεί, για τους λόγους που αναφέρει ειδικότερα στο δικόγραφο της ανακοπής της, να ακυρωθεί άλλως μεταρρυθμισθεί ο προσβαλλόμενος πίνακας, ώστε να καταταγεί αυτή για το σύνολο των προαναφερόμενων αναγγελθεισών απαιτήσεών της οριστικά και προνομιακά, ενόψει του ότι οι εν λόγω απαιτήσεις συνιστούν δαπάνες συντήρησης του πλειστηριασθέντος πλοίου που διενεργήθηκαν μετά τον κατάπλου αυτού στον τελευταίο λιμένα, για τις οποίες έχει, μάλιστα, εκδοθεί κατά της πλοιοκτήτριας η υπ’ αριθμ. … διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, αφού προηγουμένως αποβληθούν απ’ αυτόν αντιστοίχως στο σύνολό τους τα ανωτέρω έξοδα των πρώτου και δευτέρου και η ως άνω απαίτηση της τρίτης των καθ’ ων η ανακοπή, άλλως αφού καταταγούν οι μεν δύο πρώτοι των καθ’ ων οριστικώς και προνομιακώς για τα εν λόγω έξοδά τους η δε τρίτη των καθ’ ων μόνον οριστικώς και όχι προνομιακώς για την προαναφερόμενη απαίτησή της, και να καταδικασθούν οι καθ’ ων η ανακοπή στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Πιο συγκεκριμένα, με την εν λόγω ανακοπή, α) καθ’ ο μέρος αυτή αφορά τα έξοδα του πρώτου των καθ’ ων (υπαλλήλου του πλειστηριασμού) (i) αφενός μεν προσβάλλεται ως αόριστη και αναιτιολόγητη η γενομένη στον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης εκκαθάριση των εξόδων του ως άνω προσώπου (πρώτος λόγος της ανακοπής), αφετέρου δε αμφισβητείται η ύπαρξη και η γένεση των συγκεκριμένων εξόδων (δεύτερος λόγος της ανακοπής), ii) επιπλέον δε, προβάλλεται ότι ο εν λόγω συμβολαιογράφος εσφαλμένα προέβη στην προαφαίρεση των εξόδων αυτών αντί να τα κατατάξει προνομιακά (τρίτος λόγος της ανακοπής) και ζητείται η αποβολή αυτών από τον ως άνω πίνακα, άλλως η οριστική και προνομιακή κατάταξή τους στον πίνακα αυτόν (αντί της προαφαίρεσής τους), προκειμένου να καταταγούν οι αναγγελθείσες απαιτήσεις της ανακόπτουσας, (β) καθ’ ο μέρος αυτή αφορά τα έξοδα του δεύτερου των καθ’ ων (δικαστικού επιμελητή), (i) αφενός μεν προσβάλλεται ως αόριστος και αναιτιολόγητος ο πίνακας εξόδων που κατέθεσε στον υπάλληλο του πλειστηριασμού το ως άνω όργανο της εκτέλεσης, βάσει του οποίου διενεργήθηκε εν συνεχεία η εκκαθάριση των εξόδων του εν λόγω οργάνου στον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης (τέταρτος λόγος της ανακοπής), αφετέρου δε αμφισβητείται η ύπαρξη και η γένεση των συγκεκριμένων εξόδων (πέμπτος λόγος της ανακοπής), ii) επιπλέον δε, προβάλλεται ότι ο εν λόγω συμβολαιογράφος εσφαλμένα προέβη στην προαφαίρεση των εξόδων αυτών αντί να τα κατατάξει προνομιακά (έκτος λόγος της ανακοπής) και ζητείται η αποβολή αυτών από τον ως άνω πίνακα, άλλως η οριστική και προνομιακή κατάταξή τους στον πίνακα αυτόν (αντί της προαφαίρεσής τους), προκειμένου να καταταγούν οι αναγγελθείσες απαιτήσεις της ανακόπτουσας, και γ) καθ’ ο μέρος αυτή αφορά τις καταταχθείσες απαιτήσεις της τρίτης των καθ’ ων (επισπεύδουσας δανείστριας), προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κατάταξη των απαιτήσεων αυτών αντί των αναγγελθεισών απαιτήσεων της ανακόπτουσας, για το λόγο ότι οι τελευταίες απολαύουν ισχυρότερου προνομίου έναντι των πρώτων (έβδομος λόγος της ανακοπής), ζητείται δε η αποβολή των απαιτήσεων της ανωτέρω καθ’ ης από τον ως άνω πίνακα, άλλως η οριστική μεν αλλά όχι προνομιακή κατάταξή τους στον πίνακα αυτόν, προκειμένου να καταταγούν οι αναγγελθείσες απαιτήσεις της ανακόπτουσας.
Η ανακοπή αυτή, η οποία εν τοις πράγμασι αποτελεί υποκειμενική σώρευση ανακοπών με την μορφή της παθητικής ομοδικίας, δεδομένου ότι ασκείται κατά πλειόνων καταταγέντων προσώπων, τα οποία συνδέονται με το δεσμό της απλής ομοδικίας κατ’ αρθρ. 74 περ.2 ΚΠολΔ (ΑΠ 1083/2013, ΕΝαυτΔ 2013,226, ΕΠολΔ 2014,123, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 1006§3 και 979§2 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η επίδοση της πρόσκλησης προς την ανακόπτουσα για να λάβει γνώση του πίνακα κατάταξης εκ μέρους του υπαλλήλου του πλειστηριασμού διενεργήθηκε την 01-07-2014 και η ανακοπή ασκήθηκε τη 10-07-2014 (βλ. την από 01-07-2014 σχετική σημείωση του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς Σ. Α. που διενήργησε την επίδοση επί της επιδοθείσας στην ανακόπτουσα υπ’ αριθμ. … πρόσκλησης σε συνδυασμό με τις υπ’ αριθμ. …, … και … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς … … προς τους πρώτο, δεύτερο και τρίτη των καθ’ ων η ανακοπή αντιστοίχως), ήτοι εντός της οριζόμενης στη διάταξη του άρθρου 979§2 ΚΠολΔ προθεσμίας των δώδεκα εργάσιμων ημερών, επιπλέον δε, έχει κοινοποιηθεί αντίγραφό της στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, συμβολαιογράφο Πειραιώς Χ. Γ. (βλ. την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή). Παραδεκτώς δε και αρμοδίως εισάγεται, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλην, λειτουργικά και κατά τόπον αρμόδιο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα (άρθρα 933, 979, 1006§3 και 992§1 εδ. γ΄ ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 ν. 2172/1993), κατά την τακτική διαδικασία και τους ειδικούς κανόνες των άρθρων 933 επ. ΚΠολΔ (βλ. αρθρ. 979§2 εδ. α΄ του ίδιου Κώδικα), 643, 591§1 περ. α΄ ΚΠολΔ (βλ. άρθρο 937§3 του ίδιου Κώδικα, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 19§4 του ν. 4055/2012) και 649, 650 ΚΠολΔ (βλ. άρθρο 643§2 του ως άνω Κώδικα, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6§12γ΄ του ν. 2479/1997), ενόψει του ότι τα έξοδα εκτέλεσης και η απαίτηση της τρίτης των καθ’ ων που προσβάλλονται και αμφισβητούνται με την ανακοπή και αποτελούν το κύριο αντικείμενο αυτής, δεν υπάγονται σε κάποια ειδική διαδικασία. Ωστόσο, καθ’ ο μέρος η ανακοπή στρέφεται κατά του πρώτου των καθ’ ων (υπαλλήλου του πλειστηριασμού) και κατά το σκέλος της με το οποίο προσβάλλεται ως αόριστη και αναιτιολόγητη η γενομένη στον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης εκκαθάριση των εξόδων του ως άνω προσώπου (πρώτος λόγος), όπως επίσης και καθ’ ο μέρος αυτή στρέφεται κατά του δεύτερου των καθ’ ων (δικαστικού επιμελητή) και κατά το σκέλος της με το οποίο προσβάλλεται ως αόριστος και αναιτιολόγητος ο πίνακας εξόδων που κατέθεσε στον υπάλληλο του πλειστηριασμού το ως άνω όργανο της εκτέλεσης, βάσει του οποίου διενεργήθηκε εν συνεχεία η εκκαθάριση των εξόδων του εν λόγω οργάνου στον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης (τέταρτος λόγος), πρέπει αυτή (η ανακοπή) να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω μη συνδρομής στο πρόσωπο των ως άνω διαδίκων της διαδικαστικής προϋπόθεσης της παθητικής νομιμοποίησης. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, ως προς τους συγκεκριμένους λόγους ανακοπής νομιμοποιείται παθητικά αποκλειστικά η επισπεύδουσα δανείστρια (τρίτη των καθ’ ων), ως προς την οποία και μόνο τυγχάνει παραδεκτή η εν λόγω ανακοπή αναφορικά με τους ανωτέρω λόγους. Εξάλλου, οι λόγοι της ανακοπής με τους οποίους η ανακόπτουσα παραπονείται επειδή ο υπάλληλος του πλειστηριασμού προέβη σε προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης αντί να κατατάξει αυτά προνομιακά στον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης (τρίτος και έκτος λόγος), πρέπει να απορριφθούν λόγω μη συνδρομής στο πρόσωπο της ανακόπτουσας της διαδικαστικής προϋπόθεσης του εννόμου συμφέροντος. Τούτο επειδή, σύμφωνα με όσα θα εκτεθούν αναλυτικότερα κατωτέρω, τα ναυτικά προνόμια επί του πλοίου ρυθμίζονται από το δίκαιο της πολιτείας, τη σημαία της οποίας φέρει το πλοίο, ως προς τη γένεση, την έκταση, τη διάρκεια και την απόσβεσή τους, η σειρά κατατάξεως αυτών, όμως, σε περίπτωση πλειστηριασμού του πλοίου, κρίνεται από το δίκαιο του τόπου της αναγκαστικής εκτελέσεως, δηλαδή εν προκειμένω από το ελληνικό δίκαιο. Επομένως, ενόψει του ότι σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της ίδιας της ανακόπτουσας τα έξοδα εκτέλεσης απολαύουν ναυτικού προνομίου και κατά το δίκαιο της σημαίας του πλειστηριασθέντος πλοίου, ήτοι το δίκαιο της Δ. των Ν. Μ. (όπως πράγματι συμβαίνει, όπως θα εκτεθεί ειδικότερα κατωτέρω, δεδομένου ότι κατά το ως άνω δίκαιο εξοπλίζονται με ναυτικό προνόμιο τα δικαστικά έξοδα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα έξοδα αναγκαστικής εκτέλεσης), ακόμη και αν υποτεθεί αληθές ότι οι απαιτήσεις της ανακόπτουσας είναι προνομιακές, επειδή συνιστούν δαπάνες συντήρησης του πλειστηριασθέντος πλοίου που διενεργήθηκαν μετά τον κατάπλου αυτού στον τελευταίο λιμένα, κατατάσσονται μετά τα έξοδα εκτέλεσης, τα οποία εξοπλίζονται με ισχυρότερο προνόμιο (πρώτης τάξης) έναντι αυτού των προαναφερόμενων δαπανών συντήρησης (δεύτερης τάξης) κατά τη διάταξη του άρθρου 205 ΚΙΝΔ. Κατά τα λοιπά, δηλαδή καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά του πρώτου και του δεύτερου των καθ’ ων (υπαλλήλου του πλειστηριασμού και δικαστικού επιμελητή) και κατά το σκέλος της με το οποίο αμφισβητείται η ύπαρξη και η γένεση των εξόδων των προσώπων αυτών (δεύτερος και πέμπτος λόγος της ανακοπής), όπως και καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά της τρίτης των καθ’ ων – επισπεύδουσας δανείστριας (πρώτος, δεύτερος, τέταρτος, πέμπτος και έβδομος λόγος της ανακοπής), πρέπει η ένδικη ανακοπή, η οποία, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, τυγχάνει ορισμένη, απορριπτομένου ως αβασίμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των καθ’ ων, καθώς περιέχει τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά τα οποία επιτρέπουν την αξιολόγησή της από νομική και ουσιαστική άποψη και ειδικότερα περιγράφεται επαρκώς στο δικόγραφό της η έννομη σχέση από την οποία πηγάζουν οι απαιτήσεις της ανακόπτουσας, των οποίων ζητείται η κατάταξη, και το προνόμιό τους, να ερευνηθεί στη συνέχεια ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
Γ. Με την κρινόμενη από 14-07-2014 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης δικογράφου … ανακοπή της η ανακόπτουσα εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…» εκθέτει ότι στις 18-12-2013 διενεργήθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς Χ. Γ., με επίσπευση της δεύτερης των καθ’ ων η ανακοπή και για ικανοποίηση σχετικών απαιτήσεών της, αναγκαστικός πλειστηριασμός του κατασχεθέντος κατά την 07-11-2013 υπό σημαία Δ. των Ν. Μ. πλοίου με την ονομασία «…», αριθμό νηολογίου Μ. (…) …, Δ.Δ.Σ. …, αριθμό ΙΜΟ 8601587, ολικής χωρητικότητας 1.352 κόρων και καθαρής χωρητικότητας 405 κόρων, κυρία του οποίου ετύγχανε η οφειλέτιδά της (της ανακόπτουσας) αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «….» που εδρεύει στο Μ. των Ν. Μ.. Εν συνεχεία, αναφέρει ότι, λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος ποσού 575.000 δολαρίων Η.Π.Α, που επιτεύχθηκε κατά τον πλειστηριασμό, συντάχθηκε από τον προαναφερόμενο υπάλληλο του πλειστηριασμού ο προσβαλλόμενος υπ’ αριθμ. … πίνακας κατάταξης δανειστών, σύμφωνα με τον οποίο, αφού αφαιρέθηκαν τα έξοδα της εκτέλεσης και συγκεκριμένα το ποσό των 3.340,21 ευρώ (ή 4.541,35 δολαρίων Η.Π.Α.) για δικαιώματα και έξοδα του ως άνω συμβολαιογράφου και το ποσό των 3.882,35 ευρώ (ή 5.278,44 δολαρίων Η.Π.Α.) για δικαιώματα και έξοδα του δικαστικού επιμελητή Σ. Α., κατατάχθηκαν στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος, ποσού 565.180,21 δολαρίων Η.Π.Α., μεταξύ άλλων, η πρώτη των καθ’ ων, προνομιακά και υπό την αίρεση εκδόσεως τελεσίδικης απόφασης για την αξίωσή της, για ποσό 15.611,74 ευρώ (ή 21.225,72 δολαρίων Η.Π.Α.) που αντιστοιχεί στο σύνολο της απαίτησής της που αφορά την αμοιβή της για τη φύλαξη του πλειστηριασθέντος πλοίου και η δεύτερη των καθ’ ων ως ενυπόθηκη δανείστρια, προνομιακά και οριστικά, για ποσό 543.276,17 δολαρίων Η.Π.Α. που αντιστοιχεί σε μέρος της απαίτησής της από δανειακή σύμβαση που συνήψε με την καθ’ ης η εκτέλεση, για την εξασφάλιση της οποίας ενεγράφη υποθήκη επί του ως άνω πλοίου. Ακολούθως, ιστορεί ότι στον ίδιο πλειστηριασμό είχε αναγγελθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα και η ίδια (η ανακόπτουσα) για απαιτήσεις της κατά της ως άνω πλοιοκτήτριας που αφορούσαν την αμοιβή και τις δαπάνες της για την παροχή υπηρεσιών ναυτικής πρακτόρευσης στο ως άνω πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 26-01-2012 έως 17-12-2013 και ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 43.758,91 ευρώ, πλέον νομίμων τόκων υπερημερίας, πλην όμως κατετάγη μόνο για μέρος των ως άνω απαιτήσεών της, και δη για το ποσό των 498,91 ευρώ (ή 678,32 δολαρίων Η.Π.Α.) που αποτελούσε μέρος των δαπανών στις οποίες υπεβλήθη κατά την πρακτόρευση του πλοίου. Κατόπιν αυτών, ζητεί, για τους λόγους που αναφέρει ειδικότερα στο δικόγραφο της ανακοπής της, να ακυρωθεί άλλως μεταρρυθμισθεί ο προσβαλλόμενος πίνακας, ώστε να καταταγεί αυτή για το σύνολο των προαναφερόμενων αναγγελθεισών απαιτήσεών της οριστικά και προνομιακά, ενόψει του ότι οι εν λόγω απαιτήσεις συνιστούν δαπάνες φύλαξης και συντήρησης του πλειστηριασθέντος πλοίου που διενεργήθηκαν μετά τον κατάπλου αυτού στον τελευταίο λιμένα, αφού προηγουμένως αποβληθούν απ’ αυτόν αντιστοίχως οι ως άνω απαιτήσεις των καθ’ ων η ανακοπή έως το ύψος των αναγγελθεισών απαιτήσεών της (της ανακόπτουσας) και να καταδικασθούν οι καθ’ ων η ανακοπή στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων.
Κατά την έναρξη της συζήτησης η ανακόπτουσα παραδεκτά με δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά παραιτήθηκε από το δικόγραφο της ανακοπής ως προς την πρώτη των καθ’ ων και, συνεπώς, ως προς αυτήν πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν ασκήθηκε η υπό κρίση ανακοπή (άρθρα 294 εδ. α΄, 295§1, 297 ΚΠολΔ), χωρίς να επιβληθεί δικαστική δαπάνη εις βάρος της ανακόπτουσας κατ’ αρθρ. 188 ΚΠολΔ, ελλείψει αντίστοιχου προς τούτο αιτήματος της ανωτέρω καθ’ ης. Καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά της δεύτερης των καθ’ ων, η ανακοπή αυτή, η οποία έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 1006§3 και 979§2 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η επίδοση της πρόσκλησης προς την ανακόπτουσα για να λάβει γνώση του πίνακα κατάταξης εκ μέρους του υπαλλήλου του πλειστηριασμού διενεργήθηκε την 01-07-2014 και η ανακοπή ασκήθηκε τη 15-07-2014 (βλ. την από 01-07-2014 σχετική σημείωση του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς Σ. Α. που διενήργησε την επίδοση επί της επιδοθείσας στην ανακόπτουσα υπ’ αριθμ. … πρόσκλησης σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιώς Α. Α. προς τη δεύτερη των καθ’ ων η ανακοπή), ήτοι εντός της οριζόμενης στη διάταξη του άρθρου 979§2 ΚΠολΔ προθεσμίας των δώδεκα εργάσιμων ημερών, στην οποία δεν υπολογίζονται οι Κυριακές και λοιπές αργίες και τα Σάββατα, αφού δεν είναι εργάσιμες ημέρες, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, επιπλέον δε, έχει κοινοποιηθεί αντίγραφό της στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, συμβολαιογράφο Πειραιώς Χ. Γ. (βλ. την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης της ίδιας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας), παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλην, λειτουργικά και κατά τόπον αρμόδιο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα (άρθρα 933, 979, 1006§3 και 992§1 εδ. γ΄ ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 ν. 2172/1993), κατά την τακτική διαδικασία και τους ειδικούς κανόνες των άρθρων 933 επ. ΚΠολΔ (βλ. αρθρ. 979§2 εδ. α΄ του ίδιου Κώδικα), 643, 591§1 περ. α΄ ΚΠολΔ (βλ. άρθρο 937§3 του ίδιου Κώδικα, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 19§4 του ν. 4055/2012) και 649, 650 ΚΠολΔ (βλ. άρθρο 643§2 του ως άνω Κώδικα, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6§12γ΄ του ν. 2479/1997), ενόψει του ότι η απαίτηση της δεύτερης των καθ’ ων που προσβάλλεται και αμφισβητείται με την ανακοπή και αποτελεί το κύριο αντικείμενο αυτής, δεν υπάγεται σε κάποια ειδική διαδικασία. Επομένως, πρέπει η ένδικη ανακοπή να ερευνηθεί στη συνέχεια ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
Δ. Με την κρινόμενη από 16-07-2014 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης δικογράφου … ανακοπή της η ανακόπτουσα εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «….» εκθέτει ότι στις 18-12-2013 διενεργήθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς Χ. Γ., με επίσπευση της καθ’ ης η ανακοπή και για ικανοποίηση σχετικών απαιτήσεών της, πλειστηριασμός του κατασχεθέντος κατά την 07-11-2013 υπό σημαία Δ. των Ν. Μ. πλοίου με την ονομασία «…», αριθμό νηολογίου Μ. (…) …, Δ.Δ.Σ. …, αριθμό ΙΜΟ 8601587, ολικής χωρητικότητας 1.352 κόρων και καθαρής χωρητικότητας 405 κόρων, κυρία του οποίου ετύγχανε η οφειλέτιδά της (της ανακόπτουσας) αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «….» που εδρεύει τυπικά μεν στο Μ. των Ν. Μ., στην πραγματικότητα, όμως, στον Πειραιά. Εν συνεχεία, αναφέρει ότι, λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος ποσού 575.000 δολαρίων Η.Π.Α, που επιτεύχθηκε κατά τον πλειστηριασμό, συντάχθηκε από τον προαναφερόμενο υπάλληλο του πλειστηριασμού ο προσβαλλόμενος υπ’ αριθμ. … πίνακας κατάταξης δανειστών, σύμφωνα με τον οποίο, αφού αφαιρέθηκαν τα έξοδα της εκτέλεσης, κατατάχθηκε στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος, ποσού 565.180,21 δολαρίων Η.Π.Α., μεταξύ άλλων, η καθ’ ης ως ενυπόθηκη δανείστρια, προνομιακά και οριστικά, για ποσό 543.276,17 δολαρίων Η.Π.Α. που αντιστοιχεί σε μέρος της απαίτησής της από δανειακή σύμβαση που συνήψε με την καθ’ ης η εκτέλεση, για την εξασφάλιση της οποίας ενεγράφη πρώτη προτιμώμενη υποθήκη επί του ως άνω πλοίου. Ακολούθως, ιστορεί ότι στον ίδιο πλειστηριασμό είχε αναγγελθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, χωρίς όμως να καταταγεί, και η ίδια (η ανακόπτουσα) για απαιτήσεις της κατά της ως άνω πλοιοκτήτριας που απέρρεαν από διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, δυνάμει των οποίων προμήθευσε κατά το χρονικό διάστημα από 23-11-2010 έως 24-01-2012 το πλειστηριασθέν πλοίο με εφόδια, και ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 32.355 ευρώ, όσο δηλαδή και το μη εξοφληθέν τίμημα των ανωτέρω πωλήσεων, πλέον νομίμων τόκων υπερημερίας και εξόδων. Κατόπιν αυτών, ζητεί, για το λόγο που αναφέρει ειδικότερα στο δικόγραφο της ανακοπής της, να ακυρωθεί άλλως μεταρρυθμισθεί ο προσβαλλόμενος πίνακας, ώστε να καταταγεί αυτή για μέρος των προαναφερόμενων αναγγελθεισών απαιτήσεών της, που αφορά το τίμημα της πώλησης των εφοδίων με τα οποία προμήθευσε το πλοίο κατά το επιμέρους χρονικό διάστημα από 01-08-2011 έως 24-01-2012 και ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 15.809,29 ευρώ, προνομιακά, ενόψει του ότι οι εν λόγω απαιτήσεις συνιστούν κατά το μέρος αυτό δαπάνες συντήρησης του πλειστηριασθέντος πλοίου που διενεργήθηκαν μετά τον κατάπλου αυτού στον τελευταίο λιμένα, απολαύουν δε ισχυρότερου προνομίου έναντι αυτού της απαιτήσεως της καθ’ ης η ανακοπή, αφού προηγουμένως αποβληθεί απ’ αυτόν αντιστοίχως η ως άνω απαίτηση της καθ’ ης έως το ύψος των αναγγελθεισών απαιτήσεών της (της ανακόπτουσας) και να καταδικασθεί η καθ’ ης η ανακοπή στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων.
Η ανακοπή αυτή, η οποία έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 1006§3 και 979§2 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η επίδοση της πρόσκλησης προς την ανακόπτουσα για να λάβει γνώση του πίνακα κατάταξης εκ μέρους του υπαλλήλου του πλειστηριασμού διενεργήθηκε την 01-07-2014 και η ανακοπή ασκήθηκε τη 17-07-2014 (βλ. την από 01-07-2014 σχετική σημείωση του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς Σ. Α. που διενήργησε την επίδοση επί της επιδοθείσας στην ανακόπτουσα υπ’ αριθμ. … πρόσκλησης σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών Ε. Κ. – Φ. προς την καθ’ ης η ανακοπή), ήτοι εντός της οριζόμενης στη διάταξη του άρθρου 979§2 ΚΠολΔ προθεσμίας των δώδεκα εργάσιμων ημερών, στην οποία δεν υπολογίζονται οι Κυριακές και λοιπές αργίες και τα Σάββατα, αφού δεν είναι εργάσιμες ημέρες, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, επιπλέον δε, έχει κοινοποιηθεί αντίγραφό της στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, συμβολαιογράφο Πειραιώς Χ. Γ. (βλ. την υπ’ αριθμ. 11811Δ΄/17-07-2014 έκθεση επίδοσης της ίδιας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας), παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλην, λειτουργικά και κατά τόπον αρμόδιο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα (άρθρα 933, 979, 1006§3 και 992§1 εδ. γ΄ ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 ν. 2172/1993), κατά την τακτική διαδικασία και τους ειδικούς κανόνες των άρθρων 933 επ. ΚΠολΔ (βλ. αρθρ. 979§2 εδ. α΄ του ίδιου Κώδικα), 643, 591§1 περ. α΄ ΚΠολΔ (βλ. άρθρο 937§3 του ίδιου Κώδικα, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 19§4 του ν. 4055/2012) και 649, 650 ΚΠολΔ (βλ. άρθρο 643§2 του ως άνω Κώδικα, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6§12γ΄ του ν. 2479/1997), ενόψει του ότι η απαίτηση της καθ’ ης που προσβάλλεται και αμφισβητείται με την ανακοπή και αποτελεί το κύριο αντικείμενο αυτής, δεν υπάγεται σε κάποια ειδική διαδικασία. Επομένως, πρέπει η ένδικη ανακοπή, η οποία τυγχάνει ορισμένη, απορριπτομένου ως αβασίμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της καθ’ ης, καθώς ρητά αναφέρεται στο δικόγραφό της ότι ο τελευταίος λιμένας, στον οποίο κατέπλευσε το πλοίο κατά την 31-07-2011, ήταν το Πέραμα, απ’ όπου και μεθορμίσθηκε στο λιμένα της Ε.ς για λόγους ασφάλειας της ναυσιπλοΐας, να ερευνηθεί στη συνέχεια ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
Πριν από την εξέταση, ωστόσο, των λόγων των υπό κρίση ανακοπών, πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Τα ναυτικά προνόμια επί του πλοίου γίνεται γενικά δεκτό ότι έχουν εμπράγματο χαρακτήρα, ως εξομοιούμενα με ειδικό ενέχυρο, και ρυθμίζονται από το δίκαιο της πολιτείας, τη σημαία της οποίας φέρει το πλοίο, σύμφωνα με τον κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του άρθρου 9 του ΚΙΝΔ. Συγκεκριμένα, το δίκαιο της σημαίας του πλοίου ρυθμίζει τη γένεση, έκταση, διάρκεια και απόσβεση των ναυτικών προνομίων, και μάλιστα, έστω και αν οι απαιτήσεις που ασφαλίζονται με αυτά διέπονται από το δίκαιο άλλης πολιτείας. Η σειρά κατατάξεως αυτών, όμως, σε περίπτωση πλειστηριασμού του πλοίου, θα κριθεί από το δίκαιο του τόπου της αναγκαστικής εκτελέσεως, δηλαδή από τη lex fori, αφού η λόγω προνομίου προτίμηση στην κατάταξη δεν αποτελεί στοιχείο της απαιτήσεως αλλά αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους και κανονίζεται από το δικονομικό δίκαιο. Επομένως, αν πλειστηριασθεί πλοίο με αλλοδαπή σημαία στην Ελλάδα, δεν προηγείται των απαιτήσεων των λοιπών δανειστών, ενυπόθηκων ή όχι, οποιοδήποτε προνόμιο επί του πλοίου αναγνωρίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο της αλλοδαπής πολιτείας, αλλά προηγούνται μόνον εκείνα που όμοια τους, κατά τη φύση και το χαρακτήρα, προβλέπει η διάταξη του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 1012§4 του ΚΠολΔ, ανεξάρτητα από τη σειρά κατάταξης τους, κατά το δίκαιο αυτής της χώρας (βλ. ΑΠ 295/2002, ΕΝαυτΔ 2002,117, ΑΠ 710/1992, ΕΕΝ 1993,540, ΑΠ 70/1992, ΕΕΝ 1994,212, ΕΝαυτΔ 1993,258, ΕφΠειρ 131/2012, ΕΝαυτΔ 2012,209, ΕφΠειρ 16/2010, ΕΝαυτΔ 2010,252, ΠειρΝομ 2010,398 , Αρμ 2011,1193 , ΕΕμπΔ 2011,888, ΕφΠειρ 519/2009, ΕΝαυτΔ 2009,439, ΕφΠειρ 933/2006, ΕΝαυτΔ 2007,49, ΕφΠειρ 270/2006, ΠειρΝομ 2006,242, ΕφΠειρ 1135/2005, ΕΝαυτΔ 2005,456, ΕφΠειρ 3/2004, ΕΝαυτΔ 2004,140, ΕφΠειρ 497/2003, ΕΝαυτΔ 2003,447, ΕφΠειρ 198/2003, ΕΝαυτΔ 2003,145, ΕφΠειρ 163/2003, ΕΕμπΔ 2003,672, ΕΝαυτΔ 2003,287, ΕφΠειρ 599/2000, ΕΕμπΔ 2001,320, ΕφΠειρ 196/1999, ΕΕμπΔ 2000,115, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Ενόψει δε του ότι, όπως ιστορείται στις κρινόμενες ανακοπές και αποδεικνύεται, άλλωστε, από τα αποδεικτικά στοιχεία που τέθηκαν υπ’ όψιν του Δικαστηρίου, το πλειστηριασθέν πλοίο έφερε σημαία Δ. των Ν. Μ., τα ναυτικά προνόμια επ’ αυτού ρυθμίζονται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, από το δίκαιο της πολιτείας αυτής, η οποία δεν έχει προσχωρήσει στη Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών της 10-04-1926 «Περί ενοποιήσεως ορισμένων κανόνων που αφορούν τα ναυτικά προνόμια και τις υποθήκες» (βλ. το CMI Yearbook 2014, σελ. 476-477, που είναι δημοσιευμένο στο διαδικτυακό ιστότοπο http://www.comitemaritime.org). Το ουσιαστικό ναυτικό δίκαιο της Δ. των Ν. Μ. (στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και οι διατάξεις περί ναυτικών προνομίων και δικαιωμάτων in rem σε πλοία) περιλαμβάνεται στο Ναυτικό Νόμο του έτους 1990 (The Maritime Act 1990 of the Republic of the …), όπως αυτός τροποποιήθηκε με τους νόμους (P.L. = Public Laws) 1990-92, 1992-32, 1993-76, 1997-33, 1999-91, 2000-8, 2001-27, 2003-95, 2005-36, 2006-53 και 2009-16. Ο Νόμος αυτός εμπεριέχεται, υπό τον υπ’ αριθμ. 47 Τίτλο, στον Αναθεωρημένο Κώδικα των Ν. Μ. (… Revised Code, Title 47). Στις διατάξεις των άρθρων 318 και 319§1 του ανωτέρω νόμου [που τιτλοφορούνται «Κατάσχεση· προτεραιότητα του προνομίου της προτιμώμενης υποθήκης· εξαίρεση» (Foreclosure; priority of Preffered Mortgage lien; Exemption) και «Αναγκαία· προνόμιο· αναγκαστική εκτέλεση» (Necessaries; lien; enforcement) αντιστοίχως], το κείμενο του οποίου προσκομίζεται από τους διαδίκους σε επίσημη αποσπασματική μετάφραση νομίμως επικυρωμένη, ορίζονται τα ακόλουθα: «Άρθρο 318: Σε περίπτωση πώλησης (πλειστηριασμού) οιουδήποτε πλοίου στο πλαίσιο αγωγής in rem (suit in rem) ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου της Δ. (High Court of the Republic), δικάζοντος κατά τη Ναυτική Διαδικασία (sitting in Admiralty), για την αναγκαστική εκτέλεση προνομίου προτιμώμενης υποθήκης, όλες οι αξιώσεις κατά του πλοίου που προϋπήρχαν της πωλήσεώς του, συμπεριλαμβανομένων και όσων εξοπλίζονται με προνόμιο κατά το Κοινοδίκαιο (possessory common law lien), παύουν να υφίστανται έναντι του πλοίου και ισχύουν πλέον για το ίδιο ποσό και σύμφωνα με τις αντίστοιχες προτεραιότητες έναντι του προϊόντος της πώλησης (πλειστηριασμού) εκτός αυτών, το προνόμιο της προτιμώμενης υποθήκης προηγείται έναντι κάθε απαίτησης κατά του σκάφους, εκτός των ναυτικών προνομίων για τις ζημίες που προκύπτουν από αδίκημα (tort), των ναυτικών προνομίων που προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 238 του παρόντος Τίτλου (ενν. ο υπ’ αριθμ. 47 Τίτλος του … Revised Code, δηλαδή ο Maritime Act 1990), των ναυτικών προνομίων για τους μισθούς του πληρώματος (crew’s wages), για τη γενική αβαρία (general average) και για την επιθαλάσσια αρωγή (salvage) (συμπεριλαμβανομένης της σύμβασης επιθαλάσσιας αρωγής) και των δαπανών (expenses) και τελών (fees) που εγκρίνονται και των εξόδων (costs) που επιδικάζονται από το Δικαστήριο. Άρθρο 319: §1. Όποιος εκτελεί επισκευές (repairs), παρέχει προμήθειες (supplies), ενεργεί ρυμούλκηση (towage), παρέχει τη χρήση δεξαμενής (dry dock) ή ναυτικού σιδηροδρόμου (marine railway), ή παρέχει άλλα αναγκαία (necessaries) σε κάθε αλλοδαπό ή ημεδαπό πλοίο κατόπιν εντολής του πλοιοκτήτη (owner) ή προσώπου εξουσιοδοτηθέντος από τον πλοιοκτήτη, αποκτά ναυτικό προνόμιο επί του πλοίου». Επίσης, στη διάταξη του άρθρου 238§3 του ίδιου νόμου [που τιτλοφορείται «Είσπραξη τελών και φόρων· ποινές και προνόμια» (Collection of fees and taxes; penalties and liens)] ορίζεται ότι «Κάθε φόρος χωρητικότητας (tonnage taxes), τέλος (fees), χρηματική ποινή (penalties) και κάθε χρηματική επιβάρυνση (χρέωση) (charges) που δεν έχει πληρωθεί και προβλέπεται στο νόμο αυτό (ενν. τον Maritime Act 1990) ή σε κανονισμούς (Regulations) που εκδίδονται δυνάμει αυτού, αποτελεί ναυτικό προνόμιο επί του πλοίου σε σχέση με το οποίο οφείλονται τέτοιου είδους ποσά και, ανεξαρτήτως των αντιθέτων προβλέψεων του άρθρου 316 του παρόντος Τίτλου (ενν. ο υπ’ αριθμ. 47 Τίτλος του … Revised Code, δηλαδή ο Maritime Act 1990), τέτοιο προνόμιο προηγείται έναντι παντός άλλου πλην αυτών που αφορούν τους μισθούς (του πληρώματος) και την επιθαλάσσια αρωγή». Με βάση τις προαναφερόμενες διατάξεις του Ναυτικού Νόμου του έτους 1990 (The Maritime Act 1990) προνομιούχες κατά το δίκαιο της Δ. των Ν. Μ. είναι οι ακόλουθες απαιτήσεις: 1) οι μισθοί του πληρώματος, 2) οι απαιτήσεις εκ της επιθαλάσσιας αρωγής (συμπεριλαμβανομένης και της σύμβασης επιθαλάσσιας αρωγής), 3) οι φόροι, τα τέλη, οι χρηματικές ποινές και οι λοιπές χρηματικές επιβαρύνσεις (χρεώσεις) που προβλέπονται στον εν λόγω νόμο ή σε κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτού, 4) τα δικαστικά έξοδα (δαπάνες και τέλη που εγκρίνονται και έξοδα που επιδικάζονται από το δικαστήριο), 5) τα οφειλόμενα ποσά λόγω συνεισφοράς σε κοινές αβαρίες, 6) οι αποζημιώσεις για ζημίες που οφείλονται σε αδικοπραξία, 7) οι προτιμώμενες υποθήκες και 8) οι απαιτήσεις που απορρέουν από εκτέλεση επισκευών, παροχή προμηθειών, ρυμούλκηση, παροχή χρήσης δεξαμενής ή ναυτικού σιδηροδρόμου ή παροχή άλλων αναγκαίων κατόπιν εντολής του πλοιοκτήτη ή προσώπου εξουσιοδοτηθέντος απ’ αυτόν. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 214 του ν.4072/2012 (ΦΕΚ Α΄ 86/11-04-2012), καθιερώνεται ειδική σειρά κατάταξης και προσδιορίζονται τα ναυτικά προνόμια σε τέσσερις κατηγορίες, που αποκαλούνται τάξεις, στις οποίες εντάσσονται και κατατάσσονται: 1) στην πρώτη τάξη και κατά την οριζόμενη σειρά: α) οι συναφείς προς τη ναυσιπλοΐα φόροι, β) τα προς το κοινό συμφέρον των δανειστών γενόμενα δικαστικά έξοδα, γ) τα τέλη και δικαιώματα που βαρύνουν το πλοίο και δ) τα εκ της ναυτολογήσεως των ναυτικών δικαιώματα του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθενείας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν.), 2) στη δεύτερη τάξη κατατάσσονται: α) οι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος από τη σύμβαση εργασίας και β) τα έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου από τον κατάπλου του στο τελευταίο λιμάνι, 3) στην τρίτη τάξη κατατάσσονται τα έξοδα και οι αμοιβές λόγω επιθαλάσσιας αρωγής διάσωσης και ναυαγιαίρεσης και 4) στην τέταρτη τάξη κατατάσσονται οι λόγω σύγκρουσης ή πρόσκρουσης πλοίων οφειλόμενες αποζημιώσεις για ζημίες σε πλοία, επιβάτες και φορτία. Τα προνόμια, κατά ρητή διάταξη του ίδιου άρθρου, προηγούνται της υποθήκης. Ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 206 του ΚΙΝΔ, «αι προνομιούχοι απαιτήσεις της αυτής τάξεως κατατάσσονται συμμέτρως. Επί απαιτήσεων εξ επιθαλασσίου αρωγής, διασώσεως και ναυαγιαιρέσεως, αι μεταγενέστεραι προηγούνται των προγενεστέρων». Τα παραπάνω προνόμια, είναι ειδικά, έχουν ως αντικείμενο ορισμένο πλοίο (ή το ναύλο) και εκτοπίζουν κάθε άλλο προνόμιο του κοινού δικαίου ή του ΚΠολΔ. Στη συνέχεια, κατατάσσονται οι ενυπόθηκες απαιτήσεις επί του πλοίου, απλές ή προτιμώμενες. Μετά την ικανοποίηση και των απαιτήσεων αυτών, στο τυχόν απομένον πλειστηρίασμα κατατάσσονται οι απαιτήσεις των άρθρων 975 και 976 του ΚΠολΔ, κατά την έκταση που δεν καλύπτονται από το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, μεταξύ των οποίων και αυτές των εργαζομένων με σύμβαση χερσαίας εργασίας. Τελευταίοι κατατάσσονται οι εγχειρόγραφοι δανειστές (βλ. ΕφΠειρ 131/2012, ο.π., ΕφΠειρ 361/2010, ο.π., ΕφΠειρ 440/2008, ΕΝαυτΔ 2008/426, Αρμ 2010,536, ΕφΠειρ 933/2006, ο.π., ΕφΠειρ 3/2004, ο.π., ΕφΠειρ 497/2003, ο.π., ΕφΠειρ 198/2003, ο.π., άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, από τον προσβαλλόμενο υπ’ αριθμ. … πίνακα κατάταξης δανειστών του συμβολαιογράφου Πειραιώς Χ. Γ. (πρώτου καθ’ ου της ανωτέρω υπό στοιχ. Β΄ από 04-07-2014 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … ανακοπής της εταιρείας με την επωνυμία «…»), σε συνδυασμό με την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα … Σ. του Χ. στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασής του, καθώς και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και η υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση του άγγλου δικηγόρου P. A. B. ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Ζαφειρίας Σουρή – Κωνσταντίνου, η οποία δεν έχει ληφθεί για να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό μέσο στην παρούσα δίκη αλλά λήφθηκε πριν από την έναρξη αυτής εξ αφορμής άλλης δίκης (ΑΠ 411/2012, ΧρΙδΔ 2012,613, ΑΠ 214/2012, ΝοΒ 2012,1409, δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), χωρίς, ωστόσο, να λαμβάνονται υπ’ όψιν α) η υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση του Μ. Ζ. του Περικλέους, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς και λήφθηκε ύστερα από προηγούμενη εμπρόθεσμη κλήτευση (βλ. τη διάταξη του άρθρου 650§1 εδ. δ΄ ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται εν προκειμένω, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα) των αντιδίκων των ανακοπτόντων της ανωτέρω υπό στοιχ. Α΄ από 16-07-2014 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … ανακοπής, Ι. Κ. του … και … του …, με προφορική στο ακροατήριο δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους που καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, και β) το αντίγραφο αποσπάσματος του βιβλίου συμβάντων του φύλακα του πλοίου με την ονομασία «…», τα οποία τυγχάνουν απαράδεκτα αποδεικτικά μέσα, επειδή αφενός μεν, όπως προκύπτει από την οικεία βεβαίωση της γραμματέως της έδρας, προσκομίσθηκαν από τους ανωτέρω ανακόπτοντες την 27-02-2015 και ώρα 13:45, ήτοι μετά την πάροδο της οριζόμενης στην εφαρμοστέα εν προκειμένω διάταξη του εδαφίου γ΄ του άρθρου 238 ΚΠολΔ (όπως το άρθρο αυτό τέθηκε με το άρθρο 24 του ν. 3994/2011 στη θέση του καταργηθέντος με το άρθρο 6§8 του ν. 2479/1997 ταυτάριθμού άρθρου) προθεσμίας· σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 151 ΚΠολΔ, η παρέλευση της προθεσμίας αυτής συνεπάγεται την έκπτωση των ως άνω ανακοπτόντων από το δικαίωμα προσκομίσεως των εν λόγω εγγράφων, αφετέρου δε οι ανακόπτοντες τα επικαλούνται το πρώτον με την προσθήκη των προτάσεών τους και τα προσκομίζουν μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 238 εδ. γ΄ ΚΠολΔ, καθώς τα αποδεικτικά αυτά μέσα (ενόψει και του αναφερόμενου στην ως άνω προσθήκη – αντίκρουση των ανακοπτόντων περιεχομένου τους) δεν προσκομίζονται προς αντίκρουση αυτοτελών ισχυρισμών που προτάθηκαν από τη δεύτερη καθ’ ης η ανωτέρω ανακοπή για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση αλλά προς απόδειξη των απαιτήσεων των ανακοπτόντων, έπρεπε, επομένως, να προσκομισθούν έως το τέλος της συζήτησης στο ακροατήριο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 649§1 εδ. α΄ ΚΠολΔ (πρβλ. ΑΠ 917/2010, ΑΠ 1704/2007, ΑΠ 66/2007, ΔΕΕ 2007,1230, ΑΠ 234/2006, ΕφΘεσ 2067/2011, Αρμ 2012,592, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:Τη 14-10-2011 η καθ’ ης η ανωτέρω υπό στοιχ. Δ΄ από 16-07-2014 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … ανακοπή και συνάμα δεύτερη των καθ’ ων η ανωτέρω υπό στοιχ. Α΄ από 16-07-2014 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … ανακοπή, τρίτη των καθ’ ων η ανωτέρω υπό στοιχ. Β΄ από 04-07-2014 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … ανακοπή και δεύτερη των καθ’ ων η ανωτέρω υπό στοιχ. Γ΄ από 14-07-2014 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … ανακοπή, ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…», η οποία (επωνυμία) μεταβλήθηκε εν συνεχεία σε «…» με την τροποποίηση του άρθρου 1 του καταστατικού της εν λόγω εταιρείας, η οποία διενεργήθηκε κατά την 29-06-2012 από την Τακτική Γενική Συνέλευση των μετόχων της, εγκρίθηκε με την υπ’ αριθμ. Κ2-5558/02-08-2012 απόφαση της Διεύθυνσης Α.Ε. και Πίστεως της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και καταχωρίσθηκε τη 02-08-2012 στο Γ.Ε.ΜΗ. με κωδικό αριθμό καταχώρισης 13943 (βλ. τη μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. πρωτ. Κ5-150/27-08-2012 βεβαίωση του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών & Δικτύων/Γενική Γραμματεία Εμπορίου/Γενική Διεύθυνση Εσωτερικού Εμπορίου/Αυτοτελές Τμήμα Γ.Ε.ΜΗ.), κατήρτισε σύμβαση δανείου ως δανειοδότρια με τις αλλοδαπές εταιρείες με την επωνυμία «….» (πρώτη των καθ’ ων η ανωτέρω υπό στοιχ. Α΄ από 16-07-2014 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … ανακοπή) και «….» αντιστοίχως ως δανειολήπτριες, αμφότερες οι οποίες εδρεύουν κατά το καταστατικό τους στο Μ. (…) της Δ. των Ν. Μ., η πρώτη δε εξ αυτών ήταν κυρία του υπό σημαία Δ. Ν. Μ. ρυμουλκού (Ρ/Κ) (supply) πλοίου με την ονομασία «M/V …», αριθμό νηολογίου Μ. …, Δ.Δ.Σ. …, ολικής χωρητικότητας 1.352 κόρων και καθαρής χωρητικότητας 405 κόρων. Με τη σύμβαση αυτή, η δανειοδότρια τράπεζα χορήγησε στις δανειολήπτριες εταιρείες έντοκο δάνειο ύψους 2.020.000 δολαρίων Η.Π.Α., με τους εκεί αναφερόμενους όρους, μεταξύ των οποίων και ότι οι δανειολήπτριες εταιρείες θα ευθύνονται εις ολόκληρον η καθεμία για την απόδοση του δανείου [βλ. τους υπ’ αριθμ. 1.1 και 2.10 όρους της από 14-10-2011 σύμβασης δανείου κυμαινόμενου επιτοκίου μέχρι του ποσού των 2.020.000 $. (Loan Agreement for a secured floating interest rate Loan facility of up to US$ 2,020,000), αντίγραφο της οποίας προσκομίζεται σε επίσημη αποσπασματική μετάφραση νομίμως επικυρωμένη]. Το ποσό του δανείου μεταβιβάσθηκε στις δανειολήπτριες εφάπαξ την ίδια ημέρα (14-10-2011), όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη σε επίσημη μετάφραση νομίμως επικυρωμένη από 14-10-2011 δήλωση αναγνώρισης λήψεως δανείου (Acknowledgement of Receipt of Loan and Declaration). Σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους της παραπάνω σύμβασης, οι δανειολήπτριες ανέλαβαν την υποχρέωση να αποπληρώσουν το δάνειο σε α) τέσσερις ισόποσες τριμηνιαίες δόσεις, το ποσό της καθεμίας από τις οποίες ορίσθηκε στις 200.000 $, ήταν δε πληρωτέες την 11-01-2012 η πρώτη και την 30-10-2012 η τελευταία, και β) μία τελική δόση (balloon installment) ποσού 1.220.000 $, η οποία ήταν πληρωτέα επίσης κατά την 30-10-2012 μαζί με την τελευταία από τις προαναφερόμενες τέσσερις ισόποσες τριμηνιαίες δόσεις (βλ. υπ’ αριθμ. 4.1 όρο της σύμβασης). Επίσης, ορίσθηκε ότι οι συμβατικοί τόκοι του δανείου, οι οποίοι θα υπολογίζονταν με ετήσιο επιτόκιο που θα καθοριζόταν από τη δανειοδότρια τράπεζα και θα ισούτο με το άθροισμα του Περιθωρίου (Margin) ποσοστού 5,5% ετησίως (βλ. υπ’ αριθμ. 1.2 όρο της σύμβασης) και του Τραπεζικού Επιτοκίου του Λονδίνου (LIBOR) για την αντίστοιχη περίοδο τοκοφορίας, θα καταβάλλονταν στο τέλος κάθε περιόδου τοκοφορίας ή ανά τρίμηνο (ήτοι σε οποιαδήποτε από τις ανωτέρω δύο ημερομηνίες επερχόταν νωρίτερα) (βλ. υπ’ αριθμ. 3.1 όρο της σύμβασης). Επιπλέον συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση μη καταβολής οιουδήποτε από τα ανωτέρω οφειλόμενα ποσά κατά τη δήλη ημέρα πληρωμής του, οι δανειολήπτριες θα επιβαρύνονταν με τόκους υπερημερίας επί του μη καταβληθέντος ποσού οι οποίοι θα αφορούσαν το χρονικό διάστημα από τη συμφωνηθείσα δήλη ημέρα πληρωμής του μέχρι την ημέρα της πραγματικής εξόφλησής του. Η ως άνω περίοδος υπερημερίας θα διαιρείτο σε διαδοχικές επιμέρους περιόδους όχι μεγαλύτερες των τριών μηνών, κατ’ επιλογήν της δανειοδότριας. Οι τόκοι υπερημερίας, οι οποίοι θα υπολογίζονταν με επιτόκιο που θα καθοριζόταν από τη δανειοδότρια τράπεζα και θα ισούτο με το άθροισμα του ποσοστού 2% ετησίως, του Περιθωρίου (Margin) και του Τραπεζικού Επιτοκίου του Λονδίνου (LIBOR) για την αντίστοιχη περίοδο τοκοφορίας, θα καταβάλλονταν στο τέλος καθεμίας από τις ανωτέρω επιμέρους περιόδους (βλ. υπ’ αριθμ. 3.4 όρο της σύμβασης). Περαιτέρω, συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση αθέτησης (default) της σύμβασης (τέτοια δε θα συνιστούσε, μεταξύ άλλων, η μη πληρωμή εκ μέρους των δανειοληπτριών οιουδήποτε από τα οφειλόμενα με βάση τη σύμβαση αυτή ποσά κατά τη δήλη ημέρα πληρωμής, ή, σε περίπτωση ποσών πληρωτέων σε πρώτη ζήτηση, εντός τριών τραπεζικών ημερών από την υποβολή του σχετικού αιτήματος, σύμφωνα με τον υπ’ αριθμ. 9.1 περ. α΄ όρο της σύμβασης), η δανειοδότρια τράπεζα θα εδικαιούτο ανά πάσα στιγμή να δηλώσει με ειδοποίηση προς τις δανειολήπτριες ότι το δάνειο και όλοι οι δεδουλευμένοι τόκοι και προμήθειες καθώς και όλα τα άλλα καταβλητέα βάσει της εν λόγω σύμβασης ποσά έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμα και απαιτητά, οπότε τα ανωτέρω ποσά θα καθίσταντο ληξιπρόθεσμα και απαιτητά αμέσως ή σύμφωνα με τους όρους της ανωτέρω ειδοποίησης, χωρίς να απαιτείται καμία περαιτέρω επιμέλεια, εμφάνιση, αίτηση πληρωμής, διαμαρτυρία ή ειδοποίηση ή η τήρηση οιασδήποτε άλλης διαδικασίας εκ μέρους της τράπεζας (βλ. υπ’ αριθμ. 9.9 περ. β΄ όρο της σύμβασης). Προσέτι, συμφωνήθηκε ότι α) η σύμβαση θα διεπόταν από το αγγλικό δίκαιο, προς απόδειξη του οποίου, για τους σκοπούς εκτελέσεως στην Ελλάδα, θα αρκούσε μία ένορκη βεβαίωση δικηγόρου αγγλικής δικηγορικής εταιρείας διορισθέντος από τη δανειοδότρια τράπεζα, η οποία θα αποτελούσε πλήρη απόδειξη δεσμευτική για τις δανειολήπτριες, θα εδικαιούντο, όμως, οι τελευταίες να αντικρούσουν την ως άνω απόδειξη με οιοδήποτε αποδεικτικό μέσο πλην αυτού των μαρτύρων (βλ. υπ’ αριθμ. 14 όρο της σύμβασης), β) αποσπάσματα ή φωτοτυπίες των εμπορικών βιβλίων της δανειοδότριας τράπεζας καθώς και λογιστικές καταστάσεις ή πιστοποιητικό υπογεγραμμένο από εξουσιοδοτημένο αξιωματούχο αυτής θα αποτελούσαν πλήρη και δεσμευτική απόδειξη έναντι των δανειοληπτριών σε σχέση με (i) την ύπαρξη και/ή το ύψος των ληξιπρόθεσμων χρεών τους έναντι της αντισυμβαλλομένης τους σε κάθε χρονική στιγμή, (ii) την ύπαρξη και/ή το ύψος κάθε οφειλόμενου εκ της ως άνω σύμβασης ποσού, (iii) το ισχύον συμβατικό επιτόκιο ή το επιτόκιο υπερημερίας ή το επιτόκιο ή οποιοδήποτε άλλο επιτόκιο προβλεπόταν ή αναφερόταν στην εν λόγω σύμβαση, (iv) την περίοδο τοκοφορίας, (v) την αξία των επιπρόσθετων εξασφαλίσεων, (vi) την πληρωμή ή μη πληρωμή οιουδήποτε ποσού και/ή την ύπαρξη οιουδήποτε γεγονότος που συνιστά αθέτηση της σύμβασης, θα εδικαιούντο, όμως, οι δανειολήπτριες να αντικρούσουν την ως άνω απόδειξη με οιοδήποτε αποδεικτικό μέσο πλην αυτού των μαρτύρων (βλ. υπ’ αριθμ. 2.8 όρο της σύμβασης), και γ) προς εξασφάλιση των απορρεουσών από την ως άνω σύμβαση απαιτήσεων της δανειοδότριας τράπεζας, οι δανειολήπτριες θα παραχωρούσαν υπέρ αυτής πρώτη προτιμώμενη υποθήκη επί του προαναφερόμενου πλοίου της πρώτης εξ αυτών (…) και επί του υπό σημαία Μάλτας ρυμουλκού (supply) πλοίου με την ονομασία «…», αριθμό νηολογίου Βαλέττας …, το οποίο ανήκε στην κυριότητα της δεύτερης εξ αυτών (βλ. υπ’ αριθμ. 11.1.α όρο της σύμβασης σε συνδυασμό με τον υπ’ αριθμ. 1.2 όρο αυτής). Τέλος, με τον υπ’ αριθμ. 13.10 όρο της εν λόγω σύμβασης διορίσθηκε η δικηγόρος Μ. Μ. ως αντίκλητος στην Ελλάδα των δανειοληπτριών εταιρειών προκειμένου να παραλαμβάνει κάθε έγγραφο, δικαστικό ή εξώδικο, και κάθε ειδοποίηση, αίτηση, εντολή πληρωμής, γνωστοποίηση αξίωσης κλπ σχετικά με τη συγκεκριμένη σύμβαση. Εξάλλου, με το προσκομιζόμενο σε επίσημη αποσπασματική μετάφραση νομίμως επικυρωμένη από 14-10-2011 υποθηκοσύμφωνο που καταρτίσθηκε, νομίμως κατά το δίκαιο της Δ. των Ν. Μ. [βλ. τις διατάξεις του Κεφαλαίου (Chapter) 3, αρθρ. 301 επ., του προαναφερόμενου Ναυτικού Νόμου του έτους 1990 (The Maritime Act 1990 of the Republic of the …)], στον Πειραιά και καταχωρίσθηκε στον τόμο PM 22, σελίδα 758, των βιβλίων της Διεύθυνσης Ναυτικών Υποθέσεων της ως άνω Δ. [βλ. το προσκομιζόμενο σε επίσημη μετάφραση νομίμως επικυρωμένη πιστοποιητικό κυριότητας και βαρών (Certificate of Ownership and Encumbrance) που εκδόθηκε τη 17-12-2013 από τον Αναπληρωτή Επίτροπο Ναυτικών Υποθέσεων των Ν. Μ. (Deputy Commissioner of Maritime Affairs) στον Πειραιά], η πρώτη από της δανειολήπτριες εταιρείες («….») παραχώρησε υπέρ της δανειοδότριας τράπεζας, προς εξασφάλιση της απόδοσης του δανείου, πρώτη προτιμώμενη υποθήκη επί του προαναφερόμενου πλοίου της (…) για ολόκληρο το ποσό του κεφαλαίου του δανείου (ήτοι 2.020.000 $) πλέον συμβατικών τόκων, τόκων υπερημερίας, αποζημιώσεων και εξόδων της ενυπόθηκης δανείστριας. Περαιτέρω, ενόψει του ότι οι δανειολήπτριες εξόφλησαν μόνο την πρώτη από τις προαναφερόμενες τέσσερις τριμηνιαίες δόσεις των 200.000 $, η οποία ήταν πληρωτέα κατά την 11-01-2012, ενώ κατέστησαν υπερήμερες ως προς την αποπληρωμή όλων των υπολοίπων δόσεων του δανείου [δηλαδή των τριών τριμηνιαίων δόσεων των $ δολαρίων Η.Π.Α. που ήταν πληρωτέες την 11-04-2012, την 11-07-2012 και την 30-04-2012 αντιστοίχως και της τελικής δόσης (balloon installment) ποσού 1.220.000 $, η οποία ήταν πληρωτέα επίσης κατά την 30-10-2012], κατά το μήνα Νοέμβριο του έτους 2012 συνήφθη μεταξύ αυτών και της δανειοδότριας εταιρείας, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, νέα, συμπληρωματική της αρχικής, σύμβαση, με την οποία παρατάθηκε ο χρόνος αποπληρωμής του δανείου. Ειδικότερα, με την από 07-11-2012 πρώτη συμπληρωματική σύμβαση της από 14-10-2011 σύμβασης δανείου ποσού (αρχικώς) 2.020.000 $ (First Supplemental Agreement in relation to a Loan Agreement dated 14th October 2011 for a loan facility of up to US$ 2,020,000), αντίγραφο της οποίας προσκομίζεται σε επίσημη αποσπασματική μετάφραση νομίμως επικυρωμένη, οι δανειολήπτριες αναγνώρισαν ότι η δανειοδότρια τράπεζα τους είχε χορηγήσει το ποσό των 2.020.000 $ εκ του οποίου εξακολουθούσαν να οφείλουν κατά την ημερομηνία κατάρτισης της εν λόγω συμπληρωματικής σύμβασης (14-10-2011) το ποσό των 1.820.000 $, το οποίο συμφώνησαν με την αντισυμβαλλομένη τους να το αποδώσουν την 30-04-2013 (βλ. τους υπό στοιχ. Α, D.a, E.a όρους του προοιμίου της πρώτης συμπληρωματικής σύμβασης). Ειδικότερα, με τον υπ’ αριθμ. 5 όρο της ανωτέρω συμπληρωματικής σύμβασης τροποποιήθηκαν το ποσοστό του Περιθωρίου (Margin), που διαμορφώθηκε από τις 08-10-2012 στο 7% ετησίως, και ο χρόνος και ο τρόπος απόδοσης του υπολοίπου του δανείσματος (ποσού 1.820.000 $) και καταβολής οιουδήποτε άλλου ληξιπρόθεσμου και απαιτητού χρηματικού ποσού σχετικού με το δάνειο, που ορίσθηκαν για τις 30-04-2013 με την εφάπαξ καταβολή κάθε οφειλόμενου ποσού. Επιπλέον, συμφωνήθηκε από την 01-02-2013 να καταβάλλεται από τις δανειολήπτριες ένα ποσό ύψους 300.000 $ μηνιαίως σε λογαριασμό δεσμευμένης κατάθεσης που θα τηρείτο στη δανειοδότρια τράπεζα μέχρι να συμπληρωθεί συνολικό ποσό 900.000 $, το οποίο κατά την ως άνω συμφωνηθείσα δήλη ημέρα πληρωμής (30-04-2013) θα διατίθετο για τη μερική εξόφληση του δανείου. Τέλος, με τον υπ’ αριθμ. 11 όρο της συμπληρωματικής σύμβασης συμφωνήθηκε να διέπεται και η νέα (συμπληρωματική) σύμβαση από το αγγλικό δίκαιο. Μετά την τροποποίηση της αρχικής από 14-10-2011 σύμβασης δανείου με την ως άνω από 07-11-2012 συμπληρωματική σύμβαση, τροποποιήθηκε αντιστοίχως και το προαναφερόμενο από 14-10-2011 υποθηκοσύμφωνο. Ειδικότερα, με την προσκομιζόμενη σε επίσημη αποσπασματική μετάφραση νομίμως επικυρωμένη από 07-11-2012 έγγραφη πρώτη τροποποίηση της πρώτης προτιμώμενης υποθήκης (Amendment No.1 to First Preferred … Mortgage on M/V …), η οποία καταρτίσθηκε, νομίμως κατά το δίκαιο της Δ. των Ν. Μ. (βλ. τις ανωτέρω αναφερόμενες διατάξεις του Ναυτικού Νόμου του έτους 1990), στον Πειραιά και καταχωρίσθηκε στον τόμο PM 23, σελίδα 933, των βιβλίων της Διεύθυνσης Ναυτικών Υποθέσεων της ως άνω Δ. (βλ. το ως άνω αναφερόμενο από 17-12-2013 πιστοποιητικό κυριότητας και βαρών), περιορίσθηκε το ποσό του κεφαλαίου για το οποίο παραχωρήθηκε η υποθήκη επί του πλοίου M/V …) στο 1.820.000 $. Ωστόσο, οι δανειολήπτριες δεν εκπλήρωσαν τις απορρέουσες από την ως άνω συμπληρωματική σύμβαση υποχρεώσεις τους. Ειδικότερα, αντί του συνολικού ποσού των 900.000 $ που είχε συμφωνηθεί να καταβάλουν αυτές εντός τριμήνου από την 01-02-2013 στο λογαριασμό δεσμευμένης κατάθεσης που τηρείτο στη δανειοδότρια τράπεζα, αυτές κατέβαλαν μόνο ποσό 150.000 $, το οποίο η τελευταία καταλόγισε στο οφειλόμενο υπόλοιπο του κεφαλαίου του δανείου κατά την ως άνω αναφερόμενη δήλη ημέρα απόδοσής του (30-04-2013), με αποτέλεσμα κατά την ημέρα αυτή το οφειλόμενο υπόλοιπο του δανείσματος να διαμορφωθεί στο ποσό του 1.670.000 $. Σε ουδεμία δε άλλη καταβολή προς τη δανειοδότρια προέβησαν οι δανειολήπτριες προς εξόφληση του κεφαλαίου του δανείου τόσο μέχρι την 30-04-2013 όσο και μετά την ως άνω ημερομηνία. Έτσι, σύμφωνα με τη μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη έγγραφη εκτύπωση του αποσπάσματος των τηρούμενων σε ηλεκτρονική μορφή εμπορικών (λογιστικών) βιβλίων της δανειοδότριας τράπεζας, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση του υπ’ αριθμ. … λογαριασμού που τηρείτο στην ως άνω τράπεζα για την εξυπηρέτηση του δανείου κατά το χρονικό διάστημα από τη 14-10-2011 έως την 31-07-2013, το ανεξόφλητο υπόλοιπο του κεφαλαίου του δανείου τόσο κατά την ημέρα κατά την οποία κατέστη αυτό ληξιπρόθεσμο και απαιτητό (30-04-2013) όσο και κατά την τελευταία ημέρα του ανωτέρω χρονικού διαστήματος (31-07-2013) ανερχόταν στο ποσό του 1.670.000 $. Η εν λόγω έγγραφη εκτύπωση, η οποία έφερε τις υπογραφές των αξιωματούχων (διαχειριστών πιστοδοτήσεων ναυτιλίας) της δανειοδότριας τράπεζας, Σταυρούλας – Σωτηρίας Υδραίου και Μαρίνας Τζουτζουράκη, στις οποίες είχε παρασχεθεί η σχετική εξουσιοδότηση υπογραφής από την ως άνω τράπεζα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη από 23-09-2010 επιστολή της τελευταίας, αποτελεί πλήρη και δεσμευτική απόδειξη έναντι των δανειοληπτριών σε σχέση με την ύπαρξη και το ύψος των ληξιπρόθεσμων χρεών τους έναντι της αντισυμβαλλομένης τους, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Επειδή οι δανειολήπτριες εταιρείες, καθιστάμενες υπερήμερες ως προς την εξόφληση του υπολοίπου του δανείσματος, αθέτησαν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις που απέρρεαν από την ανωτέρω σύμβαση δανείου, η δανειοδότρια τράπεζα κοινοποίησε κατά την 21-08-2013 στην προαναφερόμενη δικηγόρο, Μ. Μ., η οποία είχε διορισθεί έγκυρα αντίκλητός τους με σχετική ρήτρα της σύμβασης δανείου (βλ. αρθρ. 142§4 ΚΠολΔ), όπως προεκτέθηκε, τη μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη από 19-08-2013 εξώδικη δήλωση υπερημερίας – καταγγελίας συμβάσεως – πρόσκλησης – επιφυλάξεως δικαιωμάτων, με την οποία κατήγγειλε τη δανειακή σύμβαση, δήλωσε προς τις αντισυμβαλλόμενές της ότι όλα τα καταβλητέα βάσει της σύμβασης αυτής ποσά είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμα και απαιτητά και απαίτησε απ’ αυτές την άμεση καταβολή του προαναφερόμενου ποσού του 1.670.000 $ καθώς και ποσού 1.500 € για τα έξοδά της (βλ. την ως άνω εξώδικη δήλωση σε συνδυασμό και με τη μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιώς … προς την πρώτη δανειολήπτρια, εταιρεία με την επωνυμία «….», που ενδιαφέρει εν προκειμένω). Μετά την άπρακτη παρέλευση ευλόγου χρόνου από την κοινοποίηση της παραπάνω εξώδικης δήλωσης, η δανειοδότρια τράπεζα επεδίωξε την ικανοποίηση των, νομίμων κατά το διέπον την ανωτέρω σύμβαση δανείου αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο (βλ. και τη μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση του άγγλου δικηγόρου …, μέλους της αγγλικής δικηγορικής εταιρείας …, η οποία αποτελεί πλήρη απόδειξη του ως άνω αλλοδαπού δικαίου έναντι των δανειοληπτριών, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα), απαιτήσεών της που πήγαζαν από τη σύμβαση αυτή, διά της αναγκαστικής εκποιήσεως των προαναφερόμενων πλοίων επί των οποίων είχε παραχωρηθεί υπέρ αυτής πρώτη προτιμώμενη υποθήκη. Προς το σκοπό αυτό υπέβαλε ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 24-09-2013 αίτηση κατά των δύο δανειοληπτριών εταιρειών και δύο ακόμα φυσικών προσώπων (τα οποία είχαν εγγυηθεί την εκπλήρωση των υποχρεώσεων των ανωτέρω δύο εταιρειών που απέρρεαν από τη σύμβαση δανείου) προς έκδοση διαταγής πληρωμής για μέρος του οφειλόμενου υπολοίπου του κεφαλαίου του δανείου, ποσού 800.000 $. Η αίτηση αυτή έγινε δεκτή με τη μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. … διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία διατάχθηκαν περαιτέρω οι καθ’ ων η αίτηση (μεταξύ των οποίων και η εταιρεία ….) να καταβάλουν στην παραπάνω τράπεζα, εις ολόκληρον ο καθένας, το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 800.000 $ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο ανωτέρω νομισμάτων κατά το χρόνο της πληρωμής, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της εκδόσεως της διαταγής πληρωμής, καθώς και τη δικαστική δαπάνη αυτής, η οποία ορίσθηκε στο ποσό των 13.600 €. Κατά την 04-10-2013, η δανειοδότρια τράπεζα επέδωσε στην ως άνω αντίκλητο της εταιρείας …. αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της εν λόγω διαταγής πληρωμής με τη συνταχθείσα κάτω απ’ αυτό από 03-10-2013 επιταγή προς πληρωμή (βλ. την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά …). Όπως δε προκύπτει από το υπ’ αριθμ. … πιστοποιητικό του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 632§1 ΚΠολΔ προθεσμία για την άσκηση ανακοπής κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής παρήλθε άπρακτη, δεδομένου ότι τέτοια ανακοπή δεν είχε ασκηθεί από την ως άνω δανειολήπτρια εταιρεία (αλλά και τους υπολοίπους των καθ’ ων η διαταγή πληρωμής) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς μέχρι και τη 14-11-2013. Κατόπιν αυτών, η δανειοδότρια τράπεζα επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της προαναφερόμενης δανειολήπτριας εταιρείας (….) δυνάμει του θεωρημένου αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της εν λόγω διαταγής πληρωμής και της επ’ αυτού συνταχθείσας από 03-10-2013 επιταγής προς πληρωμή. Συγκεκριμένα, δυνάμει της υπ’ αριθμ. … έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς Σ. Α. (δεύτερου των καθ’ ων η ανωτέρω υπό στοιχ. Β΄ από 04-07-2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … ανακοπή), επιβλήθηκε κατά την 07-11-2013 κατάσχεση επί του ανωτέρω αναφερόμενου πλοίου της εν λόγω δανειολήπτριας με την ονομασία «…», το οποίο βρισκόταν κατά το χρόνο εκείνο ελλιμενισμένο στη θέση Β. της Ε.ς. Εν συνεχεία, με την υπ’ αριθμ. … (διορθωτική της προγενέστερης υπ’ αριθμ. …) περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης αυτής, ορίσθηκε να διενεργηθεί ο σχετικός πλειστηριασμός τη 18-12-2013 στο Κατάστημα του Ειρηνοδικείου Ε.ς και ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς Χ. Γ. (πρώτου των καθ’ ων η ανωτέρω υπό στοιχ. Β΄ από 04-07-2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … ανακοπή). Σημειωτέον ότι κατά το χρόνο διενέργειας της κατάσχεσης επί του ως άνω πλοίου, αυτό βρισκόταν σε κατάσταση παροπλισμού, στερούμενο πλοιάρχου και πληρώματος (βλ. τα αναφερόμενα στις ανωτέρω υπ’ αριθμ. … και … έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου και περίληψη της έκθεσης αυτής αντιστοίχως). Επιπλέον, όπως αποδεικνύεται από τα μετ’ επικλήσεως προσκομισθέντα υπ’ αριθμ. πρωτ. … έγγραφο του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά/Τομέας Ναυτολογίας, από 15-11-2011 δελτίο κατάπλου, από 18-11-2011 άδεια μεθόρμισης, από 26-01-2012 δελτίο απόπλου και υπ’ αριθμ. πρωτ. … βεβαίωση του Κεντρικού Λιμεναρχείου Ε.ς/Τμήμα Νηολογίων & Ναυτικών Υποθηκολογίων, το κατασχεθέν πλοίο κατέπλευσε στο αγκυροβόλιο Πειραιά τη 15-11-2011 προερχόμενο από την Τυνησία, τη 18-11-2011 έλαβε άδεια μεθόρμισης από τη ράδα του Πειραιά προς το Πέραμα (και δη τις εγκαταστάσεις του ναυπηγείου «…»), απ’ όπου και απέπλευσε την 26-01-2012 με προορισμό το λιμένα της Ε.ς, στον οποίο και κατέπλευσε την επομένη (ήτοι την 27-01-2012 – βλ. τη μετ’ επικλήσεως προσκομισθείσα υπ’ αριθμ. πρωτ. 3511.1/95.29-04-2014 βεβαίωση του Κεντρικού Λιμεναρχείου Ε.ς/Τμήμα Ναυτολογίας) και εν τέλει πλειστηριάσθηκε κατά τη 18-12-2013. Όσο το πλοίο ναυλοχούσε στην Ε., επιβλήθηκαν σ’ αυτό: α) απαγόρευση απόπλου με προσωρινή διαταγή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που χορηγήθηκε την 01-10-2012 κατόπιν αιτήσεως της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», για την εξασφάλιση απαιτήσεώς της ύψους 23.000 € έναντι της πλοιοκτήτριας του πλοίου εταιρείας, και κοινοποιήθηκε στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Ε.ς την ίδια ημέρα (01-10-2012), β) απαγόρευση απόπλου με προσωρινή διαταγή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που χορηγήθηκε την 06-12-2012 κατόπιν αιτήσεως της εταιρείας με την επωνυμία «…» (ανακόπτουσας της ανωτέρω υπό στοιχ. Δ΄ από 16-07-2014 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης δικογράφου … ανακοπής), για την εξασφάλιση απαιτήσεώς της ύψους 33.000 € έναντι της ως άνω πλοιοκτήτριας εταιρείας, και κοινοποιήθηκε στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Ε.ς την 27-12-2012, γ) συντηρητική κατάσχεση μέχρι του ποσού των 32.355 €, με την υπ’ αριθμ. 7/07-01-2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), η οποία εκδόθηκε επί αιτήσεως της προαναφερόμενης ανακόπτουσας εταιρείας («…») με αντικείμενο τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων για την εξασφάλιση της ως άνω υπό στοιχ. β΄ απαίτησής της και κοινοποιήθηκε στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Ε.ς τη 13-02-2013 και δ) η προαναφερόμενη αναγκαστική κατάσχεση δυνάμει της υπ’ αριθμ. … έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς Σ. Α., που κοινοποιήθηκε στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Ε.ς την 11-11-2013. Σύμφωνα, δε με τα αναφερόμενα στην ως άνω υπ’ αριθμ. πρωτ … βεβαίωση του Τμήματος Νηολογίων & Ναυτικών Υποθηκολογίων του Κεντρικού Λιμεναρχείου Ε.ς, από την επιβολή της πρώτης χρονικά απαγόρευσης απόπλου, δηλ. από την 01-10-2012, μέχρι και τον πλειστηριασμό του παραπάνω πλοίου, δεν χορηγήθηκε ποτέ ελευθεροπλοΐα στο πλοίο αυτό.Πράγματι, τη 18-12-2013 διενεργήθηκε ο πλειστηριασμός του ανωτέρω πλοίου ενώπιον του προαναφερόμενου συμβολαιογράφου Πειραιώς (πρώτου των καθ’ ων η ανωτέρω υπό στοιχ. Β΄ από 04-07-2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … ανακοπή), ως επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, και ανέδειξε τελευταία υπερθεματίστρια την εδρεύουσα στη Δημοκρατία του Παναμά εταιρεία με την επωνυμία «…», η οποία κατέβαλε εμπρόθεσμα το επιτευχθέν πλειστηρίασμα, ποσού 575.000 $. Στον πλειστηριασμό αυτόν, για τον οποίο συντάχθηκε η υπ’ αριθμ. … έκθεση δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμού πλοίου και η υπ’ αριθμ. … περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης πλοίου 575.000 δολαρίων Η.Π.Α. ή 420.198,77 ευρώ του ανωτέρω συμβολαιογράφου, αναγγέλθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα για να λάβουν μέρος στη διανομή α) ο …, ο οποίος διατηρεί ατομική επιχείρηση πρακτορείου με τον διακριτικό τίτλο «…» που εδρεύει στον Πειραιά (πρώτος των καθ’ ων η ανωτέρω υπό στοιχ. Γ΄ από 14-07-2014 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … ανακοπή, ως προς τον οποίον η ανακόπτουσα της εν λόγω ανακοπής παραιτήθηκε από το δικόγραφο αυτής· διευκρινίζεται ότι στην προαναφερόμενη ανακοπή, όπως και στον προσβαλλόμενο υπ’ αριθμ. … πίνακα κατάταξης δανειστών, ο συγκεκριμένος καθ’ ου αναφέρεται ως πρακτορείο με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, πλην όμως η εν λόγω επιχείρηση πρακτορείου δεν έχει νομική προσωπικότητα, αλλ’ αποτελεί απλώς ατομική επιχείρηση του προαναφερόμενου φυσικού προσώπου), με την από 27-12-2013 αναγγελία του, για το ποσό των 15.611,74 € πλέον τόκων, β) η ανακόπτουσα της ανωτέρω υπό στοιχ. Γ΄ από 14-07-2014 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … ανακοπής, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», με την από 02-01-2014 αναγγελία της, για ποσό 43.758,91 € πλέον τόκων από τη 17-12-2013 μέχρις εξοφλήσεως, άλλως μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης, που αφορούσε απαιτήσεις της από παροχή υπηρεσιών ναυτικής πρακτόρευσης στο πλειστηριασθέν πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 26-01-2012 έως 17-12-2013 και δη για το επιμέρους ποσό των 41.100 € που αφορούσε την αμοιβή της για την πρακτόρευση του ανωτέρω πλοίου κατά το ανωτέρω διάστημα και για το επιμέρους ποσό των 2.658,91 € που αφορούσε τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε για την ως άνω πρακτόρευση, γ) η ανακόπτουσα της ανωτέρω υπό στοιχ. Δ΄ από 16-07-2014 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … ανακοπής, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «….», με την από 23-12-2013 αναγγελία της, για ποσό 32.355 € πλέον νομίμων τόκων και εξόδων, που αφορούσε απαιτήσεις της από διαδοχικές συμβάσεις πώλησης εφοδίων, με τα οποία προμήθευσε το πλειστηριασθέν πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 23-11-2010 έως 24-01-2012, δ) η ανακόπτουσα της ανωτέρω υπό στοιχ. Β΄ από 04-07-2014 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης δικογράφου … ανακοπής, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…», με την από 27-12-2013 αναγγελία της, για ποσό 6.167,25 $ πλέον τόκων και εξόδων μέχρις εξοφλήσεως, άλλως μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης, που αφορούσε απαιτήσεις της από διαδοχικές συμβάσεις πώλησης εφοδίων, με τα οποία προμήθευσε το πλειστηριασθέν πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 21-12-2011 έως 21-05-2012, ε) οι ανακόπτοντες της ανωτέρω υπό στοιχ. Α΄ από 16-07-2014 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … ανακοπής, … του … και … του …, με την από 31-12-2013 αναγγελία τους, για ποσό 22.000 € ο καθένας, πλέον νομίμων τόκων (από την επομένη της ημέρας κατά την οποία κάθε επιμέρους μηνιαίος μισθός κατέστη ληξιπρόθεσμος και απαιτητός, άλλως από την επομένη της επίδοσης της σχετικής αγωγής τους προς την εργοδότιδά τους – καθ’ ης η εκτέλεση μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης) και εξόδων, που αφορούσε τις συμφωνηθείσες αποδοχές τους για την παροχή εξαρτημένης εργασίας στο πλειστηριασθέν πλοίο, στο οποίο απασχολήθηκαν ως φύλακες κατά το χρονικό διάστημα από 07-02-2013 έως και 18-12-2013, κατά το οποίο το πλοίο βρισκόταν ελλιμενισμένο στην Ε., και στ) η καθ’ ης η ανωτέρω υπό στοιχ. Δ΄ από 16-07-2014 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … ανακοπή και συνάμα δεύτερη των καθ’ ων η ανωτέρω υπό στοιχ. Α΄ από 16-07-2014 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … ανακοπή, τρίτη των καθ’ ων η ανωτέρω υπό στοιχ. Β΄ από 04-07-2014 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … ανακοπή και δεύτερη των καθ’ ων η ανωτέρω υπό στοιχ. Γ΄ από 14-07-2014 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … ανακοπή, ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…», με την από 19-12-2013 αναγγελία της, για ποσό 1.670.000 $, πλέον τόκων και εξόδων, που αφορούσε τις απαιτήσεις της από την προαναφερόμενη σύμβαση δανείου, για την εξασφάλιση των οποίων είχε εγγραφεί πρώτη προτιμώμενη ναυτική υποθήκη επί του πλειστηριασθέντος πλοίου, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Επιπλέον, ο δικαστικός επιμελητής … του … (δεύτερος των καθ’ ων η ανωτέρω υπό στοιχ. Β΄ από 04-07-2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … ανακοπή) κατέθεσε στον υπάλληλο του πλειστηριασμού τον μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο από έτος 2013 (άνευ ειδικότερης ημερομηνίας) πίνακα των εξόδων και δικαιωμάτων του σχετικά με τις πράξεις εκτελέσεως που διενήργησε αυτός, τα οποία ανήλθαν, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στον πίνακα αυτόν, στο συνολικό ποσό των 2.916,38 € πλέον Φ.Π.Α. ποσοστού 23% επί του ποσού αυτού, ήτοι, συνολικά, στο ποσό των 3.587,15 €. Λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος των 575.000 $, συντάχθηκε από τον προαναφερόμενο υπάλληλο του πλειστηριασμού ο προσβαλλόμενος υπ’ αριθμ. … πίνακας κατάταξης δανειστών, σύμφωνα με τον οποίο, αφού αφαιρέθηκε το συνολικό ποσό των 7.222,56 € [ή 9.819,79 $, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και δολαρίου Η.Π.Α. κατά το χρόνο διανομής, ήτοι την 23-06-2014, οπότε συντάχθηκε ο ανακοπτόμενος πίνακας κατάταξης (1 € = 1,3596 $)] για τα έξοδα εκτέλεσης, και συγκεκριμένα το επιμέρους ποσό των 3.340,21 € (ή 4.541,35 $ με βάση την ως άνω συναλλαγματική ισοτιμία) για τα έξοδα και τα δικαιώματα του ως άνω συμβολαιογράφου και το επιμέρους ποσό των 3.882,35 € (ή 5.278,44 $ με βάση την ως άνω συναλλαγματική ισοτιμία) για τα έξοδα και τα δικαιώματα του ανωτέρω δικαστικού επιμελητή, κατατάχθηκαν στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος, ποσού 565.180,21 $, 1) η ανακόπτουσα της ανωτέρω υπό στοιχ. Γ΄ από 14-07-2014 ανακοπής, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», προνομιακά και οριστικά, μόνον, όμως, για ποσό 498,91 € (ή 678,32 $ με βάση την ως άνω συναλλαγματική ισοτιμία), που αφορούσε μέρος των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε για την πρακτόρευση του πλειστηριασθέντος πλοίου, και συγκεκριμένα τις δαπάνες: (i) ποσού (73,41 € + 73,41 € + 80,75 € + 201,34 € =) 428,91 € για την πληρωμή προς τον πλοηγικό σταθμό Πειραιά πλοηγικών δικαιωμάτων σχετικά με τη μεθόρμιση του πλοίου εντός της ράδας Ε.ς κατά τη 02-02-2012 (δύο φορές την ίδια ημέρα), από τη ράδα Ε.ς στη θέση Β. Ε.ς κατά την 06-02-2012 και εντός της θέσης Β. κατά την 06-07-2012 και (ii) ποσού 70 € για την πληρωμή φαρικών τελών (απαλλαγή φαρικών), 2) ο … (ο οποίος, όπως προεκτέθηκε, στον ανακοπτόμενο πίνακα αναφέρεται ως πρακτορείο με την επωνυμία «…»), προνομιακά και υπό την αίρεση τελεσιδικίας της απαίτησής του, για το ποσό των 15.611,74 € (ή 21.225,72 $ με βάση την ως άνω συναλλαγματική ισοτιμία) σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της ανωτέρω αναγγελθείσας απαίτησής της, και 3) οριστικά και προνομιακά η καθ’ ης η ανωτέρω υπό στοιχ. Δ΄ από 16-07-2014 ανακοπή και συνάμα δεύτερη των καθ’ ων η ανωτέρω υπό στοιχ. Α΄ από 16-07-2014 ανακοπή, τρίτη των καθ’ ων η ανωτέρω υπό στοιχ. Β΄ από 04-07-2014 ανακοπή και δεύτερη των καθ’ ων η ανωτέρω υπό στοιχ. Γ΄ από 14-07-2014 ανακοπή, ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…», για όλο το υπόλοιπο πλειστηρίασμα, ήτοι για το ποσό των 543.276,17 $, σε μερική εξόφληση των αναγγελθεισών απαιτήσεων που απέρρεαν από την ανωτέρω αναφερόμενη σύμβαση δανείου, για την εξασφάλιση των οποίων είχε εγγραφεί πρώτη προτιμώμενη ναυτική υποθήκη επί του πλειστηριασθέντος πλοίου. Αντιθέτως, δεν κατετάγησαν: α) η ανακόπτουσα της ανωτέρω υπό στοιχ. Γ΄ από 14-07-2014 ανακοπής, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», για το υπόλοιπο της απαίτησής της για τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε για την πρακτόρευση του πλειστηριασθέντος πλοίου [ήτοι για τις δαπάνες: (i) ποσού 40 € για την πληρωμή προς το Τελωνείο Ε.ς δικαιωμάτων εκτέλεσης τελωνειακών εργασιών, (ii) ποσού 1.400 € για την αμοιβή της για τη διενέργεια του ελέγχου των διαβατηρίων και των ναυτολογήσεων – αποναυτολογήσεων των μελών του πληρώματος του πλειστηριασθέντος πλοίου, (iii) ποσού 350 € για την πληρωμή των εξόδων μεταφοράς των μελών του πληρώματος του ως άνω πλοίου με ταξί (taxi), (iv) ποσού 70 € για την πληρωμή των εξόδων κατάπλου και απόπλου του πλειστηριασθέντος πλοίου, (v) ποσού 200 € για διάφορα έξοδα (κόστος τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, χαρτικής ύλης κλπ) και (vi) ποσού 100 € για την πληρωμή των εξόδων μεταφοράς του πλοηγού], η οποία ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 2.160 €, καθώς και για το σύνολο της αμοιβής της για την ως άνω πρακτόρευση, με την αιτιολογία ότι αυτές στερούνταν προνομίου κατά το δίκαιο του τόπου της εκτέλεσης (δηλαδή το ελληνικό δίκαιο), β) η ανακόπτουσα της ανωτέρω υπό στοιχ. Δ΄ από 16-07-2014 ανακοπής, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «….», για το σύνολο των αναγγελθεισών απαιτήσεών της, με την αιτιολογία ότι αυτές στερούνταν προνομίου κατά το δίκαιο του τόπου της εκτέλεσης (ελληνικό), επειδή οι απαιτήσεις από την πώληση τροφοεφοδίων δεν εξοπλίζονται με κάποιο από τα προβλεπόμενα στη διάταξη του άρθρου 205 ΚΙΝΔ προνόμια, και, σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν θεωρηθεί ότι το τίμημα της πώλησης τέτοιων εφοδίων εμπίπτει στην έννοια των εξόδων συντήρησης του πλοίου, οι συγκεκριμένες απαιτήσεις αφορούσαν έξοδα που έγιναν πριν από τον κατάπλου του πλοίου στο τελευταίο λιμάνι, γ) η ανακόπτουσα της ανωτέρω υπό στοιχ. Β΄ από 04-07-2014 ανακοπής, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…», για το σύνολο των αναγγελθεισών απαιτήσεών της, με την αιτιολογία ότι η ως άνω ανακόπτουσα ουδόλως ανέφερε στην αναγγελία της ότι οι απαιτήσεις της αυτές ήταν προνομιακές κατά το δίκαιο του τόπου της εκτέλεσης (ελληνικό), και επιπλέον για τους ίδιους ως άνω λόγους για τους οποίους δεν κρίθηκαν κατατακτέες οι απαιτήσεις της εταιρείας «….» και δ) οι ανακόπτοντες της ανωτέρω υπό στοιχ. Α΄ από 16-07-2014 ανακοπής, … του … και … του …, για το σύνολο των αναγγελθεισών απαιτήσεών τους, με την αιτιολογία ότι οι ως άνω ανακόπτοντες ουδόλως ανέφεραν στην αναγγελία τους ούτε απέδειξαν, διά της προσκομιδής σχετικών αποδεικτικών εγγράφων, ότι οι απαιτήσεις τους αυτές ήταν προνομιακές κατά το δίκαιο της σημαίας του πλειστηριασθέντος πλοίου (ήτοι το δίκαιο της Δ. των Ν. Μ.), και, επομένως, η αναγγελία τους ήταν αόριστη. Με τον πρώτο λόγο της ανωτέρω υπό στοιχ. Α΄ ανακοπής τους, οι ανακόπτοντες … του … και … του …, ισχυρίζονται ότι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού έσφαλε δεχόμενος ότι η σειρά κατατάξεως των ναυτικών προνομίων κρίνεται με βάση το δίκαιο της σημαίας του πλειστηριασθέντος πλοίου, ενώ με το δεύτερο λόγο της ως άνω ανακοπής ισχυρίζονται ότι ο ως άνω συμβολαιογράφος εσφαλμένα απέρριψε την αναγγελία τους ως αόριστη, επειδή δεν προσδιοριζόταν σ’ αυτήν ότι οι αναγγελθείσες απαιτήσεις τους ήταν προνομιακές κατά το δίκαιο της σημαίας του πλειστηριασθέντος πλοίου. Ωστόσο, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία που τέθηκαν υπ’ όψιν του Δικαστηρίου, δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη των ένδικων απαιτήσεων των ανακοπτόντων έναντι της καθ’ ης η εκτέλεση πλοιοκτήτριας του πλειστηριασθέντος πλοίου. Και τούτο διότι, όπως προεκτέθηκε, στο ανωτέρω πλοίο, όσο ναυλοχούσε στην Ε., επιβλήθηκαν διαδοχικά: α) απαγόρευση απόπλου με την από 01-10-2012 προσωρινή διαταγή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που κοινοποιήθηκε στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Ε.ς την 01-10-2012, β) απαγόρευση απόπλου με την από 06-12-2012 προσωρινή διαταγή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που κοινοποιήθηκε στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Ε.ς την 27-12-2012, γ) συντηρητική κατάσχεση με την υπ’ αριθμ. 7/07-01-2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που κοινοποιήθηκε στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Ε.ς τη 13-02-2013 και δ) η ένδικη αναγκαστική κατάσχεση δυνάμει της υπ’ αριθμ. … έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς Σ. Α., που κοινοποιήθηκε στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Ε.ς την 11-11-2013, καθ’ όλη δε τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος από 01-10-2012 μέχρι και την ημέρα του πλειστηριασμού του πλοίου (18-12-2013), δεν χορηγήθηκε ποτέ ελευθεροπλοΐα σ’ αυτό. Στις διατάξεις, δε, του π.δ. 280/2000 «Υποχρέωση πρόσληψης φυλάκων στα πλοία που τελούν υπό απαγόρευση απόπλου λόγω αναγκαστικής ή συντηρητικής κατάσχεσης ή προσωρινής διαταγής των δικαστηρίων και κάθε άλλη αναγκαία με το θέμα αυτό λεπτομέρεια» ορίζεται ότι: «Άρθρο 1 (Διορισμός Φυλάκων): §1. Κάθε επισπεύδων δανειστής αμέσως μετά την επιβολή του μέτρου της απαγόρευσης απόπλου πλοίου συνεπεία κατάσχεσης (αναγκαστικής ή συντηρητικής) ή προσωρινής διαταγής του δικαστηρίου προσλαμβάνει και εγκαθιστά επί του πλοίου τουλάχιστον ένα (1) φύλακα και σε περίπτωση παρατεταμένης παραμονής ή συνδρομής ειδικών συνθηκών σχετικών με τη φύλαξη, προσηκόντως εκτιμωμένων από την αρμόδια Λιμενική Αρχή, μέχρι και τρεις (3). Η φύλαξη είναι υποχρεωτική καθ’ όλο το 24ωρο… §2. Εάν για το ίδιο πλοίο έχουν επιβληθεί από περισσότερους του ενός μέτρα απαγόρευσης από τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η Λιμενική Αρχή εξετάζει το ενδεχόμενο έγκρισης διορισμού φύλακα ή φυλάκων από κοινού εκ μέρους όλων των επισπευδόντων εφόσον υποβληθεί στη Λιμενική Αρχή εγγράφως σχετικό αίτημα αυτών. §3. Ο πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, ο πλοίαρχος και ο ναυτικός πράκτορας του πλοίου παρέχουν στον φύλακα τις απαιτούμενες διευκολύνσεις διαμονής επί του πλοίου και τα αναγκαία μέσα για την εκτέλεση των καθηκόντων του… §6. Κάθε φύλακας εφοδιάζεται από την αρμόδια Λιμενική Αρχή με “ΑΔΕΙΑ ΦΥΛΑΚΑ ΠΛΟΙΟΥ”, η οποία εκδίδεται ύστερα από την υποβολή των ακόλουθων δικαιολογητικών: α) σύμβασης εργασίας μεταξύ του προσλαμβανόμενου και του εργοδότη ή των πλειόνων εργοδοτών, αντίγραφο της οποίας υποβάλλεται, με μέριμνα του εργοδότη ή των εργοδοτών, στον αρμόδιο ασφαλιστικό φορέα, β) αντιγράφου αναγγελίας πρόσληψης στον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού ή στο Γ.Ε.Ν.Ε., γ) δήλωσης του φύλακα, για επιστροφή της άδειας, εάν παύσει να προσφέρει υπηρεσίες φύλακα. Εάν ο φύλακας είναι συνταξιούχος ναυτικός στη δήλωση αυτή αναγράφεται επίσης ότι πριν την ανάληψη οποιασδήποτε εργασίας θα το δηλώσει με προσωπική του ευθύνη στο Ν.Α.Τ. παρέχοντας κάθε σχετική πληροφορία, δ) έγγραφης δήλωσης του εργοδότη (ή των εργοδοτών), στην οποία δηλώνει ότι εντός δέκα (10) ημερών από την πρόσληψη του φύλακα θα υποβάλει στον αρμόδιο ασφαλιστικό φορέα αντίγραφο της σχετικής σύμβασης εργασίας, ε) φωτοαντιγράφου των σελίδων του Ναυτικού Φυλλαδίου που περιέχουν τα στοιχεία του ναυτικού ή, εάν πρόκειται για αλλοδαπό, των αντιστοίχων σελίδων του οικείου εγγράφου του κράτους του, από το οποίο αποδεικνύεται η ιδιότητα του ναυτικού, φωτοαντιγράφου του πιστοποιητικού βασικού κύκλου Δημόσιας Σχολής Σωστικών και Πυροσβεστικών Μέσων Εμπορικού Ναυτικού και του πιστοποιητικού ιατρικής εξέτασης. Άρθρο 2 (Καθήκοντα Φυλάκων): §1. Οι φύλακες των ανωτέρω πλοίων: … γ) τηρούν ανελλιπώς “Ημερολόγιο Φύλακα”, το οποίο φυλλομετρείται και θεωρείται στην τελευταία σελίδα από τη Λιμενική Αρχή πριν από την έναρξη συμπλήρωσής του… §3. Στο ημερολόγιο του φύλακα καταχωρίζεται κάθε θέμα που έχει σχέση με το διορισμό του, την εκτέλεση εργασιών στο πλοίο και τα ειδικά καθήκοντα του φύλακα όπως αυτά προβλέπονται στο Διάταγμα αυτό καθώς και τα στοιχεία κάθε ανερχόμενου στο πλοίο προσώπου. Το ημερολόγιο αυτό κάθε εβδομάδα υποβάλλεται προς θεώρηση στη Λιμενική Αρχή και σε περίπτωση εκτάκτων περιστατικών υποβάλλεται αυθημερόν. Άρθρο 6 (Κυρώσεις): Οι παραβάτες του παρόντος, του οποίου η εκτέλεση ανατίθεται στα Λιμενικά Όργανα, ανεξάρτητα από τις συντρέχουσες αστικές και ποινικές ευθύνες κατά την ισχύουσα νομοθεσία, υπόκεινται, σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγρ. 11 του ν. 2743/99 (Α΄ 211), στις κυρώσεις του άρθρου 157 του ν.δ. 187/73 (Α΄ 261), όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του π.δ. 381/95 (Α΄ 214)». Εφόσον, επομένως, στο ένδικο πλοίο είχε επιβληθεί απαγόρευση απόπλου με τις ως άνω προσωρινές διαταγές και κατασχέσεις (συντηρητική και αναγκαστική) για ολόκληρο το χρονικό διάστημα μεταξύ της 01-10-2012 και της 18-12-2013, τούτο έπρεπε να φυλάσσεται καθ’ όλο το 24ωρο από ειδικό φύλακα, τον οποίο είχε εκ του νόμου την υποχρέωση να προσλάβει και να εγκαταστήσει επ’ αυτού ο εκάστοτε επισπεύδων δανειστής (ή οι περισσότεροι τέτοιοι δανειστές από κοινού) και μόνον αυτός, σε περίπτωση δε παράβασης της ως άνω υποχρέωσής του, ήταν εκείνος που θα υπέκειτο στις κυρώσεις του άρθρου 6 του ανωτέρω π.δ. 280/2000. Ο δανειστής (ή οι δανειστές) αυτός είχε και την ιδιότητα του εργοδότη του φύλακα. Αντιθέτως, η πλοιοκτήτρια του πλοίου εταιρεία ούτε υποχρεούτο αλλ’ ούτε και εδικαιούτο να διορίσει δικό της φύλακα επί του εν λόγω σκάφους κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Πράγματι, όπως προκύπτει από το μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο υπ’ αριθμ. πρωτ. … έγγραφο του Κεντρικού Λιμεναρχείου Ε.ς/Τμήμα Νηολογίων & Ναυτικών Υποθηκολογίων, το εν λόγω Λιμεναρχείο, μετά την προς αυτό κοινοποίηση κατά την 11-11-2013 της αναγκαστικής κατάσχεσης του μετέπειτα πλειστηριασθέντος πλοίου από τη δεύτερη των καθ’ ων η κρινόμενη υπό στοιχ. Α΄ από 16-07-2014 ανακοπή, ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…», απευθύνθηκε αυθημερόν σ’ αυτήν προκειμένου να της γνωστοποιήσει την υποχρέωσή της να προσλάβει και να εγκαταστήσει φύλακα στο κατασχεθέν πλοίο και, εν συνεχεία, να καταθέσει στο εν λόγω Λιμεναρχείο την έγγραφη συναίνεση του φύλακα αυτού, καθόσον διαφορετικά θα της επέβαλλε τις προβλεπόμενες στο νόμο κυρώσεις. Σε συμμόρφωση με τις ως άνω υποχρεώσεις της, η ανωτέρω καθ’ ης η ανακοπή ανέθεσε τη φύλαξη του ένδικου πλοίου στην εταιρεία με την επωνυμία «…», γεγονός που γνωστοποίησε στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Ε.ς με τη μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη από 19-11-2013 επιστολή της. Εξάλλου, με τη μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. … βεβαίωση του Κεντρικού Λιμεναρχείου Ε.ς/Γραφείο Αγκυροβολίας/Φυλάκων βεβαιώνεται ότι, με βάση τα υπάρχοντα στην ως άνω Υπηρεσία στοιχεία, κατά το χρονικό διάστημα από 01-10-2012 έως και 18-02-2013 χρέη φύλακα στο πλοίο M/V … εκτελούσε ο Ν. Τ. του Ε., τον οποίο είχε τοποθετήσει η εταιρεία «…» (δηλαδή ο …, ο οποίος διατηρεί ατομική επιχείρηση πρακτορείου με τον διακριτικό τίτλο «…», σύμφωνα με τα προεκτεθέντα), ενώ κατά το χρονικό διάστημα από 21-11-2013 έως και 18-12-2013 χρέη φύλακα στο ως άνω πλοίο εκτελούσε ο Π. Κ. του Δ., τον οποίο είχε τοποθετήσει η εταιρεία «…», στην οποία είχε αναθέσει τη φύλαξη του πλοίου αυτού η επισπεύδουσα την αναγκαστική εκτέλεση τραπεζική εταιρεία, όπως προεκτέθηκε. Με βάση, λοιπόν, τα στοιχεία που περιήλθαν σε γνώση της αρμόδιας Λιμενικής Αρχής, οι ανακόπτοντες δεν εκτέλεσαν χρέη φύλακα σε κανένα χρονικό σημείο της χρονικής περιόδου από 07-02-2013 μέχρι και 18-12-2013, παρά τα όσα ισχυρίσθηκαν με την αναγγελία και την ανακοπή τους. Αντιθέτως, μάλιστα, κατά το χρονικό διάστημα από 07-02-2013 έως 18-02-2013 χρέη φύλακα εκτελούσε ο Ν. Τ. ενώ κατά το χρονικό διάστημα από 21-11-2013 έως 18-12-2013 τέτοια χρέη εκτελούσε ο Π. Κ.. Μετά από όσα προεκτέθηκαν, το Δικαστήριο δεν δύναται να αχθεί στο σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποίθησης περί των θεμελιωτικών των απαιτήσεων των ανακοπτόντων πραγματικών περιστατικών, και δη της σύναψης των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας από τις οποίες απορρέουν οι απαιτήσεις τους αυτές καθώς και της πραγματικής απασχόλησής τους ως φυλάκων του πλειστηριασθέντος πλοίου κατά το χρονικό διάστημα από 07-02-2013 έως και 18-12-2013, με μόνο το μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο από 07-02-2013 έγγραφο του νομίμου εκπροσώπου της διαχειρίστριας του πλειστηριασθέντος πλοίου εταιρείας, με το οποίο γνωστοποιείται προς κάθε ενδιαφερόμενο (δεδομένου ότι το εν λόγω έγγραφο δεν απευθύνεται προς κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο ή Υπηρεσία) ότι από την ως άνω ημερομηνία (07-02-2013) ανατίθεται από την εταιρεία αυτή (ενεργούσα υπό την ιδιότητά της ως αντιπροσώπου της πλοιοκτήτριας εταιρείας) η φύλαξη του πλοίου στους ανακόπτοντες. Το ως άνω έγγραφο αφενός μεν προέρχεται από πρόσωπο που δεν όφειλε ούτε εδικαιούτο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, να προσλάβει και να εγκαταστήσει φύλακες επί του τελούντος ήδη τότε σε απαγόρευση απόπλου πλοίου (προέρχεται δηλαδή από την πλοιοκτήτρια εταιρεία αντιπροσωπευόμενη από την εταιρεία στην οποία είχε ανατεθεί η διαχείριση του πλοίου), αφετέρου δε ουδέποτε κατατέθηκε στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Ε.ς. Εξάλλου, το εν λόγω έγγραφο δεν ενισχύεται και από άλλα ικανά αποδεικτικά στοιχεία, αφού οι ανακόπτοντες δεν προσκομίζουν κανένα από τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 1§6 του π.δ. 280/2000 και θα έπρεπε να έχουν εκδοθεί από την ως άνω αρμόδια Λιμενική Αρχή ή να έχουν κατατεθεί σ’ αυτήν, αν πράγματι είχαν αναλάβει αυτοί τη φύλαξη του ένδικου πλοίου (ήτοι την άδεια φύλακα πλοίου, την έγγραφη σύμβαση εργασίας μεταξύ αυτών και της φερόμενης ως εργοδότριάς τους, το αντίγραφο αναγγελίας πρόσληψης στον Ο.Α.Ε.Δ. ή στο Γ.Ε.Ν.Ε., την έγγραφη δήλωση της φερόμενης ως εργοδότριάς τους περί υποβολής εντός δέκα ημερών από την πρόσληψή τους αντιγράφου της σχετικής σύμβασης εργασίας στον αρμόδιο ασφαλιστικό φορέα), αλλ’ ούτε και αντίγραφο του ημερολογίου φύλακα που έπρεπε να τηρείται απ’ αυτούς και να υποβάλλεται προς θεώρηση στην προαναφερόμενη Λιμενική Αρχή για όσο χρόνο εκτελούσαν χρέη φύλακα του παραπάνω πλοίου, σύμφωνα με το άρθρο 2§§1 και 3 του π.δ. 280/2000. Εφόσον, επομένως, δεν αποδεικνύεται ότι υφίστανται κατατακτέες απαιτήσεις των ανακοπτόντων της ανωτέρω υπό στοιχ. Α΄ από 16-07-2014 ανακοπής έναντι της καθ’ ης η εκτέλεση εταιρείας (των οποίων απαιτήσεων, άλλωστε, την ύπαρξη ρητώς αρνείται με τις προτάσεις της η δεύτερη των καθ’ ων η εν λόγω ανακοπή) και, συνακόλουθα, ότι συντρέχει στο πρόσωπό τους έννομο συμφέρον προς άσκηση της κρινόμενης ανακοπής, πρέπει αυτή να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη, παρελκούσης της εξετάσεως της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας των λόγων της. Σημειωτέον ότι οι δανειστές μαχόμενοι κατά ή υπέρ του κύρους του πίνακα της κατάταξης, στο πλαίσιο της διεξαγόμενης, κατόπιν ανακοπής του άρθρου 979§2 ΚΠολΔ, δίκης, είναι τρίτοι έναντι του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη και δεν δεσμεύονται ούτε ωφελούνται από το μεταξύ αυτού και οποιουδήποτε δανειστή δεδικασμένο. Έτσι, ο καθ’ ου η ανακοπή δεν δεσμεύεται από το δεδικασμένο απόφασης μεταξύ του ανακόπτοντος και του καθ’ ου η εκτέλεση και μπορεί να προτείνει, ακωλύτως, όλους τους νομίμους, σχετικούς, ισχυρισμούς που τον ωφελούν (ΑΠ 1860/2013, ΕφΑΔ 2014,179, ΑΠ 679/2007, ΕφΠειρ 131/2012, ΕΝαυτΔ 2012,209, ΠειρΝομ 2013,147, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται, με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους, η οποία καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά της συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, αλλά και με την προσθήκη των προτάσεών τους, ότι η αμφισβήτηση εκ μέρους της ως άνω καθ’ ης η ανακοπή των ένδικων απαιτήσεών τους τυγχάνει απαράδεκτη στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, επειδή η ύπαρξη των απαιτήσεων αυτών αποτελεί αντικείμενο της δίκης επί της από 31-12-2013 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης 9372/31-12-2013 αγωγής που έχουν ασκήσει αυτοί κατά της καθ’ ης η εκτέλεση εταιρείας ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (διαδικασία εργατικών διαφορών). Όπως, όμως, εκτέθηκε αμέσως ανωτέρω, η καθ’ ης η ανακοπή δεν δεσμεύεται από το δεδικασμένο της απόφασης που θα εκδοθεί επί της ως άνω αγωγής, αλλ’ αντιθέτως μπορεί να προτείνει κατά την παρούσα δίκη όλους τους νομίμους ισχυρισμούς της κατά των απαιτήσεων των ανακοπτόντων και να αρνηθεί τη βασιμότητά τους, την οποία, άλλωστε, είναι υποχρεωμένο να ελέγξει το Δικαστήριο στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, αφού η διά της παραδοχής της ανακοπής αποβολή από τον πίνακα της εν λόγω καθ’ ης προϋποθέτει κατ’ ανάγκη την ύπαρξη κατατακτέων απαιτήσεων των ανακοπτόντων. Πρέπει, συνεπώς, ο ως άνω ισχυρισμός των ανακοπτόντων να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος.Σε αντίθεση με τις προαναφερόμενες απαιτήσεις των ανακοπτόντων της ανωτέρω υπό στοιχ. Α΄ ανακοπής, η ύπαρξη των οποίων δεν αποδείχθηκε, οι απαιτήσεις της ανακόπτουσας της ανωτέρω υπό στοιχ. Β΄ ανακοπής, εταιρείας με την επωνυμία «…» αποδεικνύονται πλήρως από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία που τέθηκαν υπ’ όψιν του Δικαστηρίου. Ειδικότερα, αποδεικνύεται ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων πωλήσεως που κατήρτισε η ανακόπτουσα με την αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «…», η οποία είναι νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του α.ν. 89/1967, ετύγχανε τότε διαχειρίστρια του μετέπειτα πλειστηριασθέντος πλοίου και ενεργούσε ως άμεσος αντιπρόσωπος της πλοιοκτήτριας αυτού, η πρώτη προμήθευσε κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ των μηνών Δεκεμβρίου του έτους 2011 και Μαΐου του έτους 2012 το ως άνω πλοίο με διάφορα εφόδια (τρόφιμα, απορρυπαντικά και άλλα είδη καθαρισμού και υγιεινής, αποσμητικά, σκεύη και ηλεκτρικές συσκευές μαγειρικής, ναυτιλιακά έντυπα), τα οποία περιγράφονται αναλυτικά (κατ’ είδος, ποσότητα και τιμή μονάδας) στα ακόλουθα φορολογικά παραστατικά: α) υπ’ αριθμ. … δελτίο αποστολής – τιμολόγιο ποσού 1.010,39 €, το οποίο έπρεπε να εξοφληθεί κατά την 20-03-2012, β) υπ’ αριθμ. … δελτίο αποστολής – τιμολόγιο ποσού 169,86 €, το οποίο έπρεπε να εξοφληθεί κατά την 20-03-2012, γ) υπ’ αριθμ. … δελτίο αποστολής σε συνδυασμό με το υπ’ αριθμ. … τιμολόγιο ποσού 82,20 €, το οποίο έπρεπε να εξοφληθεί κατά την 22-03-2012, δ) υπ’ αριθμ. … δελτίο αποστολής σε συνδυασμό με το υπ’ αριθμ. … τιμολόγιο ποσού 110,30 €, το οποίο έπρεπε να εξοφληθεί κατά την 22-03-2012, ε) υπ’ αριθμ. … δελτίο αποστολής – τιμολόγιο ποσού 5,11 €, το οποίο έπρεπε να εξοφληθεί την 28-01-2012, στ) υπ’ αριθμ. … δελτίο αποστολής – τιμολόγιο ποσού 668,13 €, το οποίο έπρεπε να εξοφληθεί κατά την 04-04-2012, ζ) υπ’ αριθμ. … δελτίο αποστολής – τιμολόγιο ποσού 308,11 €, το οποίο έπρεπε να εξοφληθεί κατά την 04-04-2012, η) υπ’ αριθμ. … δελτίο αποστολής – τιμολόγιο ποσού 5,11 €, το οποίο έπρεπε να εξοφληθεί τη 10-02-2012, θ) υπ’ αριθμ. … δελτίο αποστολής σε συνδυασμό με το υπ’ αριθμ. … τιμολόγιο ποσού 116,99 €, το οποίο έπρεπε να εξοφληθεί κατά τη 15-04-2012, ι) υπ’ αριθμ. … δελτίο αποστολής – τιμολόγιο ποσού 807,06 €, το οποίο έπρεπε να εξοφληθεί κατά τη 18-04-2012, ια) υπ’ αριθμ. … δελτίο αποστολής – τιμολόγιο ποσού 210,63 €, το οποίο έπρεπε να εξοφληθεί κατά τη 18-04-2012, ιβ) υπ’ αριθμ. … δελτίο αποστολής – τιμολόγιο ποσού 7,83 €, το οποίο έπρεπε να εξοφληθεί την 24-02-2012, ιγ) υπ’ αριθμ. … δελτίο αποστολής – τιμολόγιο ποσού 752,44 €, το οποίο έπρεπε να εξοφληθεί κατά την 25-04-2012, ιδ) υπ’ αριθμ. … δελτίο αποστολής – τιμολόγιο ποσού 240,29 €, το οποίο έπρεπε να εξοφληθεί κατά την 25-04-2012, ιε) υπ’ αριθμ. … δελτίο αποστολής σε συνδυασμό με το υπ’ αριθμ. … τιμολόγιο ποσού 171,90 €, το οποίο έπρεπε να εξοφληθεί κατά την 26-04-2012, ιστ) υπ’ αριθμ. … δελτίο αποστολής – τιμολόγιο ποσού 5,11 €, το οποίο έπρεπε να εξοφληθεί την 11-03-2012, ιζ) υπ’ αριθμ. … δελτίο αποστολής – τιμολόγιο ποσού 5,11 €, το οποίο έπρεπε να εξοφληθεί την 23-03-2012, ιη) υπ’ αριθμ. … δελτίο αποστολής – τιμολόγιο ποσού 5,11 €, το οποίο έπρεπε να εξοφληθεί την 06-04-2012, ιθ) υπ’ αριθμ. … δελτίο αποστολής – τιμολόγιο ποσού 5,11 €, το οποίο έπρεπε να εξοφληθεί την 20-04-2012, κ) υπ’ αριθμ. … δελτίο αποστολής – τιμολόγιο ποσού 5,11 €, το οποίο έπρεπε να εξοφληθεί την 05-05-2012, κα) υπ’ αριθμ. … δελτίο αποστολής – τιμολόγιο ποσού 5,11 €, το οποίο έπρεπε να εξοφληθεί τη 18-05-2012, κβ) υπ’ αριθμ. … δελτίο αποστολής – τιμολόγιο ποσού 5,11 €, το οποίο έπρεπε να εξοφληθεί τη 02-06-2012, και κγ) υπ’ αριθμ. … δελτίο αποστολής – τιμολόγιο ποσού 5,11 €, το οποίο έπρεπε να εξοφληθεί την 20-06-2012. Όλα τα ανωτέρω εφόδια (πλην των ναυτιλιακών εντύπων που παραδόθηκαν στην έδρα της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρείας) παραδόθηκαν κατά την αναγραφόμενη στο εκάστοτε δελτίο αποστολής ημερομηνία στο πλοίο και παρελήφθησαν από τον πλοίαρχο αυτού, ο οποίος έθεσε επί των ως άνω φορολογικών παραστατικών την υπογραφή του και τη σφραγίδα του πλοίου (πλην των τιμολογίων ). Το τίμημα της εκάστοτε επιμέρους πώλησης, το οποίο ανήλθε στο ποσό που αναγράφεται σε καθένα από τα προαναφερόμενα τιμολόγια, και συνολικά στο ποσό των 4.707,23 €, πιστώθηκε και έπρεπε να εξοφληθεί, κατά τη σχετική συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών, κατά την ημερομηνία που αναγραφόταν στο αντίστοιχο τιμολόγιο (ήτοι 30 ημέρες μετά την έκδοση κάθε τιμολογίου που αφορούσε την πώληση ναυτιλιακών εντύπων και 90 ημέρες μετά την έκδοση εκάστου εκ των υπολοίπων τιμολογίων). Επειδή, ωστόσο, η αγοράστρια των παραπάνω εφοδίων – πλοιοκτήτρια του πλειστηριασθέντος πλοίου εταιρεία ουδέν ποσό κατέβαλε στην ανακόπτουσα τόσο κατά τις ως άνω ημερομηνίες όσο και σε μεταγενέστερο χρόνο, η τελευταία υπέβαλε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, μετά τον πλειστηριασμό του πλοίου …, την από 13-02-2014 αίτησή της κατά της πρώτης προς έκδοση διαταγής πληρωμής για το σύνολο του οφειλόμενου τιμήματος. Η αίτηση αυτή έγινε δεκτή με τη μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. … διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, με την οποία διατάχθηκε περαιτέρω η καθ’ ης η αίτηση να καταβάλει στην ανακόπτουσα το ανωτέρω αναφερόμενο συνολικό ποσό των 4.707,23 €, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη ληξιπρόθεσμο το τίμημα της κάθε επιμέρους πώλησης, καθώς και τη δικαστική δαπάνη αυτής, η οποία ορίσθηκε στο ποσό των 175 €. Κατά την 25-02-2014, η ανακόπτουσα επέδωσε προς την καθ’ ης η εκτέλεση αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της εν λόγω διαταγής πληρωμής με τη συνταχθείσα κάτω απ’ αυτό από 20-02-2014 επιταγή προς πληρωμή (βλ. την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά … …). Όπως δε προκύπτει από το υπ’ αριθμ. 106/10-04-2014 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, η οριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 632§1 ΚΠολΔ προθεσμία για την άσκηση ανακοπής κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής παρήλθε άπρακτη, δεδομένου ότι τέτοια ανακοπή δεν είχε ασκηθεί από την καθ’ ης η εκτέλεση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς μέχρι και τη 10-04-2014. Εφόσον, λοιπόν, αποδεικνύεται ότι υφίστανται απαιτήσεις της ανακόπτουσας της ανωτέρω υπό στοιχ. Β΄ από 04-07-2014 ανακοπής έναντι της καθ’ ης η εκτέλεση εταιρείας από τις ανωτέρω ιστορούμενες αιτίες συνολικού ύψους 4.707,23 €, πλέον τόκων υπερημερίας και εξόδων (των οποίων απαιτήσεων, άλλωστε, την ύπαρξη δεν αρνούνται με τις προτάσεις τους οι καθ’ ων η εν λόγω ανακοπή), συντρέχει στο πρόσωπό της έννομο συμφέρον να προσβάλει τον ως άνω πίνακα κατάταξης.Περαιτέρω, με τον πρώτο λόγο της ανωτέρω υπό στοιχ. Β΄ ανακοπής της, η ανακόπτουσα εταιρεία με την επωνυμία «…» προσβάλλει ως αόριστη και αναιτιολόγητη τη γενομένη στον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης εκκαθάριση των εξόδων του πρώτου των καθ’ ων η ανακοπή (υπαλλήλου του πλειστηριασμού). Ο λόγος αυτός (ως προς τον οποίο η ανακοπή τυγχάνει παραδεκτή μόνο καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά της τρίτης των καθ’ ων – επισπεύδουσας δανείστριας, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα) είναι νόμιμος, καθώς στηρίζεται στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 975 του ΚΠολΔ. Πρέπει να γίνει δε δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος ενόψει του ότι στον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης (σημειωτέον ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που τέθηκαν υπ’ όψιν του Δικαστηρίου δεν προκύπτει ότι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε ιδιαίτερη πράξη εκκαθάρισης για τα έξοδα εκτέλεσης που προαφαίρεσε από το πλειστηρίασμα) αναγράφεται μόνο το συνολικό ποσό των δικαιωμάτων και εξόδων του υπαλλήλου του πλειστηριασμού (3.340,21 € ή 4.541,35 $), χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση των επιμέρους κονδυλίων αυτών και τις αιτίας τους. Η έλλειψη δε οιασδήποτε αιτιολογίας, καθιστά την αφαίρεση του ως άνω ποσού από το πλειστηρίασμα μη νόμιμη και, συνακόλουθα, άκυρη, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη. Συντρέχει, επομένως, περίπτωση μεταρρύθμισης του ανακοπτόμενου πίνακα. Ειδικότερα, πρέπει, να ακυρωθεί η αφαίρεση των εξόδων και δικαιωμάτων του υπαλλήλου του πλειστηριασμού (πρώτου των καθ’ ων η ανακοπή) και, ακολούθως, να διαγραφεί το συγκεκριμένο ποσό των 3.340,21 € (ή 4.541,35 $) και να καταταγεί στο απελευθερούμενο ποσό του πλειστηριάσματος η ανακόπτουσα εταιρεία. Κατόπιν αυτών, παρέλκει η εξέταση του δεύτερου λόγου της κρινόμενης ανακοπής, που συνίσταται στην άρνηση της ύπαρξης και της γένεσης των συγκεκριμένων εξόδων εκτέλεσης. Εξάλλου, με τον τέταρτο λόγο της ίδιας ως άνω ανακοπής της, η ανακόπτουσα προσβάλλει ως αόριστο και αναιτιολόγητο τον πίνακα εξόδων που κατέθεσε στον υπάλληλο του πλειστηριασμού ο δικαστικός επιμελητής … του … (δεύτερος των καθ’ ων η ανακοπή), βάσει του οποίου διενεργήθηκε εν συνεχεία η εκκαθάριση των εξόδων του εν λόγω οργάνου στον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης. Ο λόγος αυτός (ως προς τον οποίο η ανακοπή τυγχάνει παραδεκτή μόνο καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά της τρίτης των καθ’ ων – επισπεύδουσας δανείστριας, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα) είναι νόμιμος, καθώς στηρίζεται στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 975 του ΚΠολΔ. Πρέπει, ωστόσο, να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του περιεχομένου αυτού, ο συγκεκριμένος πίνακας τυγχάνει επαρκώς ορισμένος και αιτιολογημένος. Ειδικότερα, παρατίθενται αναλυτικά σ’ αυτόν τα επιμέρους κονδύλια των δικαιωμάτων και εξόδων του ως άνω δικαστικού επιμελητή και προσδιορίζεται η αιτία του καθενός αυτών, κατά τρόπον ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος των κονδυλίων αυτών τόσο από το Δικαστήριο όσο και από κάθε άλλον ενδιαφερόμενο. Περαιτέρω, με τον πέμπτο λόγο της προαναφερόμενης ανακοπής της, η ανακόπτουσα αρνείται την ύπαρξη και τη γένεση των εξόδων του ως άνω δικαστικού επιμελητή (δεύτερου των καθ’ ων η ανακοπή) που προαφαιρέθηκαν από το πλειστηρίασμα. Ο λόγος αυτός (ως προς τον οποίο η ανακοπή τυγχάνει παραδεκτή τόσο καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά του δευτέρου των καθ’ ων όσο και κατά της τρίτης αυτών – επισπεύδουσας δανείστριας, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα) είναι νόμιμος, ενόψει του ότι ο λόγος ανακοπής δύναται να συνίσταται σε απλή αμφισβήτηση ή άρνηση από τον ανακόπτοντα της απαιτήσεως του καθ’ ου που έχει καταταγεί ή του προνομίου της, οπότε ο τελευταίος βαρύνεται με την επίκληση διά των προτάσεων (και με την απόδειξη) των παραγωγικών της απαιτήσεως ή του προνομίου της πραγματικών γεγονότων. Ως προς την ουσιαστική βασιμότητα του λόγου αυτού λεκτέα τα εξής: Από το συνολικό ποσό των 3.882,35 € (ή 5.278,44 $) που αφαιρέθηκαν από το πλειστηρίασμα για τα έξοδα και τα δικαιώματα του παραπάνω δικαστικού επιμελητή: 1) Το επιμέρους ποσό των 40 € αφορούσε την αμοιβή του εν λόγω οργάνου της εκτέλεσης για την έρευνα που διενήργησε στα δημόσια βιβλία που τηρούνται στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά (Νηολόγιο, Ναυτικό Υποθηκολόγιο, Βιβλίο Εκθέσεων, Βιβλίο Κατασχέσεων πλοίων) (υπ’ αριθμ. 1 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Ωστόσο, τέτοια έρευνα δεν αποδείχθηκε ότι έγινε, ούτε, άλλωστε, ήταν αναγκαία, δεδομένου ότι το πλειστηριασθέν πλοίο έφερε σημαία Δ. των Ν. Μ.. Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το ανωτέρω ποσό. 2) Το επιμέρους ποσό των 65 € αφορούσε τα οδοιπορικά έξοδα για τη μετάβασή του από τον Πειραιά στην Ε. μετ’ επιστροφής προκειμένου να προβεί στην αναγκαστική κατάσχεση του πλειστηριασθέντος πλοίου (υπ’ αριθμ. 2 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Ωστόσο, σε τέτοια έξοδα δεν αποδείχθηκε ότι υποβλήθηκε ο εν λόγω καθ’ ου με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία που τέθηκαν υπ’ όψιν του Δικαστηρίου. Εδικαιούτο, όμως, αυτός σε κάθε περίπτωση το ποσό των 21 € που αντιστοιχεί στην πρόσθετη αμοιβή του για τη μετάβαση στον ως άνω τόπο μετ’ επιστροφής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη σχετική διάταξη της ενότητας Ε΄ περ. ια΄ της υπ’ αριθμ. 2/54638/0022/13-08-2008 Κοινής Απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης (Φ.Ε.Κ. Β΄ 1716/26-08-2008) «Καθορισμός αμοιβών δικαστικών επιμελητών» (ήτοι 21 χιλιόμετρα χ 2 χ 0,50 € = 21 €). Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το επιπλέον ποσό των (65 – 21 =) 44 € για την ανωτέρω αιτία. 3) Το επιμέρους ποσό των 95 € αφορούσε τα δικαιώματα και τα οδοιπορικά έξοδα για τη μετάβαση στην Ε. μετ’ επιστροφής του μάρτυρα που προσέλαβε ο ως άνω δικαστικός επιμελητής για να παρασταθεί κατά την αναγκαστική κατάσχεση του πλειστηριασθέντος πλοίου (υπ’ αριθμ. 3 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Πράγματι, δεδομένου ότι ως μάρτυρας προσελήφθη ο δικαστικός επιμελητής του Πρωτοδικείου Πειραιώς Θεοδόσης Σακκιώτης (βλ. τα αναφερόμενα στην όγδοη σελίδα της υπ’ αριθμ. … έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου), η αμοιβή αυτού ανήλθε, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη σχετική διάταξη της ενότητας Δ΄ περ. ΙΙ της προαναφερόμενης Κ.Υ.Α., στο ποσό των 60 €. Επιπλέον, ο συγκεκριμένος μάρτυρας εδικαιούτο το ποσό των 21 € που αντιστοιχεί στην πρόσθετη αμοιβή του για τη μετάβαση από τον Πειραιά στην Ε. μετ’ επιστροφής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη σχετική διάταξη της ενότητας Ε΄ περ. ιβ΄ της ίδιας Κ.Υ.Α. (ήτοι 21 χιλιόμετρα χ 2 χ 0,50 € = 21 €). Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το επιπλέον ποσό των [95 – (60 + 21) =] 14 € για την ανωτέρω αιτία. 4) Το επιμέρους ποσό των 11 € που αφορούσε την αμοιβή του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για τη σύνταξη της υπ’ αριθμ. … έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του πλειστηριασθέντος πλοίου (υπ’ αριθμ. 4 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Το ποσό αυτό ορθώς αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα, δεδομένου ότι η ως άνω έκθεση αποτελείται από 6 φύλλα, για το πρώτο από τα οποία η αμοιβή του δικαστικού επιμελητή καθορίζεται στο ποσό των 3 € και για το καθένα από τα υπόλοιπα στο ποσό των 2 € με βάση τη διάταξη της ενότητας Ε΄ περ. δ΄ της παραπάνω Κ.Υ.Α. Η νόμιμη αμοιβή που εδικαιούτο, λοιπόν, ο εν λόγω καθ’ ου για τη σύνταξη της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ανερχόταν στο ποσό των (1 φύλλο χ 3 € + 5 φύλλα χ 2 € =) 13 €, το οποίο υπερβαίνει το ποσό που αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα για την ανωτέρω αιτία.5) Το επιμέρους ποσό των (53 + 147,75 + 422 =) 622,75 € αφορούσε την αμοιβή του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για τη διενέργεια της αναγκαστικής κατάσχεσης του πλειστηριασθέντος πλοίου (υπ’ αριθμ. 5 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Το ποσό αυτό ορθώς αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα, δεδομένου ότι η αναγκαστική εκτέλεση επισπεύσθηκε για την ικανοποίηση μέρους των απαιτήσεων της επισπεύδουσας δανείστριας που απέρρεαν από την προαναφερόμενη σύμβαση δανείου, ποσού 800.000 $, σύμφωνα δε με τη διάταξη της ενότητας Β΄ περ. 1΄ της παραπάνω Κ.Υ.Α. η αμοιβή για την ενέργεια αναγκαστικής κατάσχεσης καθορίζεται ανάλογα με το ποσό της απαίτησης για την οποία η κατάσχεση με βάση την παρακάτω κλίμακα: α. Για ποσό απαίτησης μέχρι 590 €, πενήντα τρία ευρώ (53 €) β. Για το ποσό απαίτησης από 590,01 € μέχρι 6.500 €, υπολογίζεται και προστίθεται ποσοστό αμοιβής 2,5% [ήτοι (6.500 – 590) χ 2,5% = 147,75 €] και γ. Για το ποσό απαίτησης από 6.500,01 € και άνω υπολογίζεται και προστίθεται ποσοστό αμοιβής 1% που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 422 €. 6) Το επιμέρους ποσό των 196 € αφορούσε τα δικαιώματα του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για τα αντίγραφα της ανωτέρω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης που εξέδωσε (υπ’ αριθμ. 6 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Όπως, όμως, προκύπτει από το περιεχόμενο του ανωτέρω πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων (βλ. τα υπ’ αριθμ. 12 και 13 κονδύλια αυτού), καθώς και από τα αναφερόμενα στην όγδοη σελίδα της υπ’ αριθμ. … έκθεσης δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμού που συνέταξε ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, ο εν λόγω δικαστικός επιμελητής επέδωσε επίσημα αντίγραφα της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του πλειστηριασθέντος πλοίου στον Λιμενάρχη, το Νηολόγο και το Ναυτικό Υποθηκοφύλακα Ε.ς καθώς και στη δικηγόρο Μ. Μ. που είχε ορισθεί αντίκλητος της καθ’ ης η εκτέλεση, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Σε άλλο πρόσωπο δεν αποδεικνύεται ότι διενεργήθηκε επίδοση επισήμου αντιγράφου της εν λόγω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης και, επομένως, δεν αποδεικνύεται ότι συντάχθηκαν άλλα τέτοια αντίγραφα πέραν των τεσσάρων που απαιτήθηκαν για τις ως άνω επιδόσεις. Συνεπώς, δεδομένου ότι η ως άνω έκθεση αποτελείται από 6 φύλλα, για το καθένα από τα οποία η αμοιβή του δικαστικού επιμελητή καθορίζεται στο ποσό των 3,50 € με βάση τη διάταξη της ενότητας Ε΄ περ. ε΄ της παραπάνω Κ.Υ.Α., το ποσό που εδικαιούτο ο καθ’ ου για την έκδοση των ως άνω τεσσάρων αντιγράφων ανερχόταν στα (4 αντίγραφα χ 6 φύλλα χ 3,50 € =) 84 €. Συνακόλουθα, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το επιπλέον ποσό των (196 – 84 =) 112 € για την ανωτέρω αιτία. 7) Το επιμέρους ποσό των 19,65 € αφορούσε τα ένσημα που επικολλήθηκαν από τον καθ’ ου δικαστικό επιμελητή στα εκδοθέντα επίσημα αντίγραφα της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του πλειστηριασθέντος πλοίου (υπ’ αριθμ. 7 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Τέτοια επικόλληση, όμως, ουδόλως αποδεικνύεται. Αντιθέτως μάλιστα, όπως προκύπτει από το φωτοαντίγραφο ενός από τα επίσημα αντίγραφα της ως άνω έκθεσης που προσκομίσθηκε στο Δικαστήριο, κανένα ένσημο δεν έχει επικολληθεί σ’ αυτό. Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το ανωτέρω ποσό. 8) Το επιμέρους ποσό των 12 € αφορούσε την αμοιβή του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για τη σύνταξη περίληψης της έκθεσης κατάσχεσης για το νηολόγιο (υπ’ αριθμ. 8 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Ωστόσο, τέτοια πράξη δεν αποδείχθηκε ότι διενεργήθηκε από το ως άνω πρόσωπο. Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το ανωτέρω ποσό.9) Το επιμέρους ποσό των 20 € αφορούσε τα δικαιώματα του νηολογίου που κατέβαλε ο καθ’ ου δικαστικός επιμελητής για την εγγραφή της κατάσχεσης επί του πλειστηριασθέντος πλοίου (υπ’ αριθμ. 9 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Ουδόλως αποδεικνύεται, όμως, ότι το εν λόγω όργανο της εκτέλεσης προέβη στην καταβολή του συγκεκριμένου ποσού για την ανωτέρω αιτία. Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το ανωτέρω ποσό.10) Το επιμέρους ποσό των 42,50 € αφορούσε την αμοιβή του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για τη σύνταξη αιτήσεων που απευθύνονταν προς το νηολόγιο, την εγγραφή της κατάσχεσης και την παραλαβή πιστοποιητικού βαρών (υπ’ αριθμ. 10 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Από κανέναν αποδεικτικό στοιχείο, ωστόσο, δεν αποδεικνύεται ότι ο καθ’ ου προέβη στις ως άνω ενέργειες. Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το ανωτέρω ποσό.11) Το επιμέρους ποσό των 25 € αφορούσε την αμοιβή του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για την επίδοση της έκθεσης κατάσχεσης στην ως άνω αντίκλητο της καθ’ ης η εκτέλεση (υπ’ αριθμ. 12 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή), ενώ το επιμέρους ποσό των 100 € αφορούσε την αμοιβή αυτού για την επίδοση της ίδιας έκθεσης κατάσχεσης στον Λιμενάρχη, το Νηολόγο και το Ναυτικό Υποθηκοφύλακα Ε.ς (υπ’ αριθμ. 14 κονδύλιο του ανωτέρω πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων). Πράγματι, επίσημο αντίγραφο της ως άνω έκθεσης επιδόθηκε στα προαναφερόμενα πρόσωπα, προς τούτο δε συντάχθηκαν και οι σχετικές υπ’ αριθμ. …, …, … και … εκθέσεις επίδοσης. Για καθεμία από τις επιδόσεις αυτές η αμοιβή που δικαιούται ο εν λόγω δικαστικός επιμελητής ανέρχεται στο ποσό των 23 €, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της ενότητας Α΄ περ. α΄ της παραπάνω Κ.Υ.Α., όπως αυτή διορθώθηκε με σχετική καταχώριση στο ΦΕΚ Β΄ …/18-09-2008. Αντιθέτως, με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία που τέθηκαν υπ’ όψιν του Δικαστηρίου, δεν αποδείχθηκε ότι ο καθ’ ου υποβλήθηκε σε οδοιπορικά έξοδα για τη διενέργεια των παραπάνω επιδόσεων. Εδικαιούτο, όμως, αυτός σε κάθε περίπτωση το ποσό των 21 € που αντιστοιχεί στην πρόσθετη αμοιβή του για τη μετάβαση από τον Πειραιά στην Ε. μετ’ επιστροφής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη σχετική διάταξη της ενότητας Ε΄ περ. ια΄ της ανωτέρω Κ.Υ.Α. (ήτοι 21 χιλιόμετρα χ 2 χ 0,50 € = 21 €). Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το επιπλέον ποσό των [(25 + 100) – (23 χ 4 + 21) =] 12 € για τις ανωτέρω αιτίες.12) Το επιμέρους ποσό των 14,50 € που αφορούσε την αμοιβή του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για τη σύνταξη της υπ’ αριθμ. … περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης του πλειστηριασθέντος πλοίου (υπ’ αριθμ. 14 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Δεδομένου, όμως, ότι η ως άνω περίληψη αποτελείται από 6 φύλλα, για το πρώτο από τα οποία η αμοιβή του δικαστικού επιμελητή καθορίζεται στο ποσό των 3 € και για το καθένα από τα υπόλοιπα στο ποσό των 2 € με βάση τη διάταξη της ενότητας Ε΄ περ. στ΄ της παραπάνω Κ.Υ.Α., η νόμιμη αμοιβή που εδικαιούτο ο εν λόγω καθ’ ου για τη σύνταξη της περίληψης αυτής ανερχόταν στο ποσό των (1 φύλλο χ 3 € + 5 φύλλα χ 2 € =) 13 €. Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το επιπλέον ποσό των (14,50 – 13 =) 1,50 € για την ανωτέρω αιτία.13) Το επιμέρους ποσό των (53 + 118,20 + 210 =) 381,20 € αφορούσε την αμοιβή του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για την κατάρτιση της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης του πλειστηριασθέντος πλοίου (υπ’ αριθμ. 15 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Το ποσό αυτό ορθώς αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα, δεδομένου ότι η αναγκαστική εκτέλεση επισπεύσθηκε για την ικανοποίηση μέρους των απαιτήσεων της επισπεύδουσας δανείστριας που απέρρεαν από την προαναφερόμενη σύμβαση δανείου, ποσού 800.000 $, σύμφωνα δε με τη διάταξη της ενότητας Γ΄ της παραπάνω Κ.Υ.Α. η αμοιβή για την κατάρτιση περίληψης κατασχετήριας έκθεσης καθορίζεται ανάλογα με το ποσό της απαίτησης για την οποία επισπεύδεται ο πλειστηριασμός με βάση την παρακάτω κλίμακα: α. Για ποσό απαίτησης μέχρι 590 €, πενήντα τρία ευρώ (53 €) β. Για το ποσό απαίτησης από 590,01 € μέχρι 6.500 €, υπολογίζεται και προστίθεται ποσοστό αμοιβής 2% [ήτοι (6.500 – 590) χ 2% = 118,20 €] και γ. Για το ποσό απαίτησης από 6.500,01 € και άνω υπολογίζεται και προστίθεται ποσοστό αμοιβής 1% που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 210 €.14) Το επιμέρους ποσό των 514,50 € αφορούσε τα δικαιώματα του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για τα αντίγραφα της ανωτέρω περίληψης κατασχετήριας έκθεσης που εξέδωσε (υπ’ αριθμ. 16 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Όπως, όμως, προκύπτει από τα αναφερόμενα στη δέκατη πέμπτη σελίδα της υπ’ αριθμ. … έκθεσης δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμού που συνέταξε ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, ο εν λόγω δικαστικός επιμελητής επέδωσε επίσημα αντίγραφα της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης του πλειστηριασθέντος πλοίου στη Διεύθυνση Τελωνείων Αττικής, την Ο.Λ.Π. Α.Ε., την αντίκλητο της καθ’ ης η εκτέλεση δικηγόρο Μ. Μ., τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά, το Ν.Α.Τ., την επισπεύδουσα την αναγκαστική εκτέλεση δανείστρια, το Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ., τον Προϊστάμενο του Α΄ Ταμείου Εσόδων του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ., το Ναυτικό Υποθηκοφύλακα, το Νηολόγο και τον Λιμενάρχη Ε.ς, το Κεντρικό Λιμεναρχείο Ε.ς, τον Ειρηνοδίκη Ε.ς, τον Προϊστάμενο του Ταμείου Εσόδων του Ι.Κ.Α. Ε.ς και τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Ε.ς, ενώ, επιπλέον, επικόλλησε επίσημο αντίγραφο της ως άνω περίληψης κατασχετήριας έκθεσης στον ιστό του πλειστηριασθέντος πλοίου. Σε άλλο πρόσωπο δεν αποδεικνύεται ότι διενεργήθηκε επίδοση επισήμου αντιγράφου της εν λόγω περίληψης κατασχετήριας έκθεσης και, επομένως, δεν αποδεικνύεται ότι συντάχθηκαν άλλα τέτοια αντίγραφα πέραν των δεκαέξι που απαιτήθηκαν για τις ως άνω επιδόσεις. Συνεπώς, δεδομένου ότι η ως άνω περίληψη αποτελείται από 6 φύλλα, για το καθένα από τα οποία η αμοιβή του δικαστικού επιμελητή καθορίζεται στο ποσό των 3,50 € με βάση τη διάταξη της ενότητας Ε΄ περ. ε΄ της παραπάνω Κ.Υ.Α., το ποσό που εδικαιούτο ο καθ’ ου για την έκδοση των ως άνω δεκαέξι αντιγράφων ανερχόταν στα (16 αντίγραφα χ 6 φύλλα χ 3,50 € =) 336 €. Συνακόλουθα, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το επιπλέον ποσό των (514,50 – 336 =) 178,50 € για την ανωτέρω αιτία. 15) Το επιμέρους ποσό των 40,28 € αφορούσε τα ένσημα που επικολλήθηκαν από τον καθ’ ου δικαστικό επιμελητή στα εκδοθέντα επίσημα αντίγραφα της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης του πλειστηριασθέντος πλοίου (υπ’ αριθμ. 17 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Πράγματι, όπως προκύπτει από το φωτοαντίγραφο ενός από τα επίσημα αντίγραφα της ως άνω περίληψης κατασχετήριας έκθεσης που προσκομίσθηκε στο Δικαστήριο, στα επίσημα αντίγραφα αυτής είχαν επικολληθεί ένα ένσημο του Ε.Τ.Α.Α./Τομέας Υγείας Δικηγόρων Επαρχιών/Εισφορά Δικαστικού Επιμελητή ποσού 0,72 € και έξι ένσημα (ένα για κάθε φύλλο) του Ε.Τ.Α.Α./Τομέας Δικαστικών Επιμελητών ποσού 0,20 € το καθένα. Επειδή, ωστόσο, τα επίσημα αντίγραφα της ως άνω περίληψης που εκδόθηκαν από τον καθ’ ου ήταν δεκαέξι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, και τα φύλλα του καθενός εξ αυτών έξι, το ποσό με το οποίο επιβαρύνθηκε ο εν λόγω δικαστικός επιμελητής για την επικόλληση των ανωτέρω ενσήμων ανήλθε στα {16 αντίγραφα χ [0,72 € + (0,20 € χ 6 φύλλα)] =} 30,72 €. Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το επιπλέον ποσό των (40,28 – 30,72 =) 9,56 € για την ανωτέρω αιτία.16) Τα επιμέρους ποσά των 25 €, 25 €, 25 €, 35 €, 25 €, 25 €, 42 €, 25 €, 25 €, 42 €, 25 €, 25 €, 25 €, 25 €, 25 €, 25 € και 25 € (ήτοι συνολικά 469 €) αφορούσαν την αμοιβή του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για την επίδοση της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης στην αντίκλητο της καθ’ ης η εκτέλεση δικηγόρο Μ. Μ., τη Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά, το Ι.Κ.Α. Αθηνών, την επισπεύδουσα την αναγκαστική εκτέλεση δανείστρια, το Α΄ Ταμείο Εσόδων Ι.Κ.Α. Αθηνών, τη Διεύθυνση Τελωνείων Αττικής (Πειραιά), τον Ειρηνοδίκη Ε.ς, την Ο.Λ.Π. Α.Ε., το Ι.Κ.Α. Πειραιά, τον Ειρηνοδίκη Ε.ς και το Ι.Κ.Α. Ε.ς, για την αμοιβή του για την επικόλληση της περίληψης αυτής στον ιστό του πλειστηριασθέντος πλοίου και την τοιχοκόλλησή της στο Δήμο Ε.ς και την αμοιβή του για την επίδοση της ίδιας περίληψης στον Λιμενάρχη, το Νηολόγο και το Ναυτικό Υποθηκοφύλακα Ε.ς καθώς και στο Ν.Α.Τ. αντιστοίχως (υπ’ αριθμ. 19 – 27, 29, 31 – 36 και 38 κονδύλια του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Όμως, όπως προαναφέρθηκε, οι επιδόσεις της προαναφερόμενης περίληψης που διενεργήθηκαν πράγματι από τον καθ’ ου ήταν αυτές προς τη Διεύθυνση Τελωνείων Αττικής, την Ο.Λ.Π. Α.Ε., την αντίκλητο της καθ’ ης η εκτέλεση δικηγόρο Μ. Μ., τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά, το Ν.Α.Τ., την επισπεύδουσα την αναγκαστική εκτέλεση δανείστρια, το Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ., τον Προϊστάμενο του Α΄ Ταμείου Εσόδων του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ., το Ναυτικό Υποθηκοφύλακα, το Νηολόγο και τον Λιμενάρχη Ε.ς, το Κεντρικό Λιμεναρχείο Ε.ς, τον Ειρηνοδίκη Ε.ς, τον Προϊστάμενο του Ταμείου Εσόδων του Ι.Κ.Α. Ε.ς και τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Ε.ς, ενώ, επιπλέον, επικολλήθηκε απ’ αυτόν επίσημο αντίγραφο της ως άνω περίληψης κατασχετήριας έκθεσης στον ιστό του πλειστηριασθέντος πλοίου. Προς τούτο δε συντάχθηκαν και οι σχετικές υπ’ αριθμ. …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, … και … εκθέσεις επίδοσης. Για καθεμία από τις επιδόσεις αυτές η αμοιβή που δικαιούται ο εν λόγω δικαστικός επιμελητής ανέρχεται στο ποσό των 23 €, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της ενότητας Α΄ περ. α΄ της παραπάνω Κ.Υ.Α., όπως αυτή διορθώθηκε με σχετική καταχώριση στο ΦΕΚ Β΄ …/18-09-2008. Αντιθέτως, με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία που τέθηκαν υπ’ όψιν του Δικαστηρίου, δεν αποδείχθηκε ότι ο καθ’ ου υποβλήθηκε σε οδοιπορικά έξοδα για τη διενέργεια των παραπάνω επιδόσεων. Εδικαιούτο, όμως, αυτός σε κάθε περίπτωση το ποσό των 21 € που αντιστοιχεί στην πρόσθετη αμοιβή του για τη μετάβαση από τον Πειραιά στην Ε. μετ’ επιστροφής κατά την 27-11-2013, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη σχετική διάταξη της ενότητας Ε΄ περ. ια΄ της ανωτέρω Κ.Υ.Α. (ήτοι 21 χιλιόμετρα χ 2 χ 0,50 € = 21 €). Επομένως, το συνολικό ποσό που εδικαιούτο ο καθ’ ου για τη διενέργεια των ως άνω επιδόσεων και επικόλλησης ανέρχεται στο ποσό των (23 € χ 16 + 21 € =) 389 €. Άρα εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το επιπλέον ποσό των (469 – 389 =) 80 € για τις ανωτέρω αιτίες.17) Το επιμέρους ποσό των 32 € αφορούσε την αμοιβή του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για την παραλαβή πιστοποιητικού βαρών επί του πλειστηριασθέντος πλοίου από το νηολόγιο Ε.ς (υπ’ αριθμ. 39 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Ουδόλως αποδεικνύεται, όμως, ότι το εν λόγω όργανο της εκτέλεσης προέβη στην καταβολή του συγκεκριμένου ποσού για την ανωτέρω αιτία. Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το ανωτέρω ποσό.18) Το επιμέρους ποσό των 35 € αφορούσε τη δαπάνη στην οποία υποβλήθηκε ο καθ’ ου δικαστικός επιμελητής για την κατάθεση εγγράφων σχετικών με τον επισπευδόμενο αναγκαστικό πλειστηριασμό του ένδικου σκάφους (υπ’ αριθμ. 40 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Το ποσό αυτό ορθώς αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα, δεδομένου ότι, όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθμ. 15/21-11-2013 πράξη κατάθεσης εγγράφων πλειστηριασμού που συνέταξε ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, ο καθ’ ου προέβη πράγματι στην ως άνω κατάθεση, για την οποία μάλιστα κατέβαλε ως αμοιβή στον εν λόγω συμβολαιογράφο το ποσό των 36 € πλέον Φ.Π.Α., το οποίο υπερβαίνει το ποσό που αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα για την ανωτέρω αιτία.19) Το επιμέρους ποσό των 25 € αφορούσε τα δικαιώματα του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για την κατάθεση των ως άνω εγγράφων στον υπάλληλο του πλειστηριασμού (υπ’ αριθμ. 41 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Ωστόσο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της ενότητας Ε΄ περ. θ΄ της παραπάνω Κ.Υ.Α., το ποσό που δικαιούται ο δικαστικός επιμελητής για κατάθεση εγγράφων στον υπάλληλο του πλειστηριασμού ορίζεται στα 2 €. Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το επιπλέον ποσό των (25 – 2 =) 23 € για την ανωτέρω αιτία.20) Το επιμέρους ποσό των 28 € αφορούσε τα δικαιώματα του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για τη σύνταξη αποσπάσματος της προαναφερόμενης περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης προκειμένου αυτό να δημοσιευθεί στην Ιστοσελίδα Δημοσιεύσεων Πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ε.Τ.Α.Α. (υπ’ αριθμ. 42 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Ωστόσο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της ενότητας Ε΄ περ. στ΄ της παραπάνω Κ.Υ.Α., το ποσό που δικαιούται ο δικαστικός επιμελητής για τη σύνταξη περίληψης δικογράφου που κοινοποιείται ή εγγράφου, ο δικαστικός επιμελητής δικαιούται για μεν το πρώτο φύλλο 3 €, για κάθε δε επόμενο φύλλο 2 €. Εφόσον, επομένως, δεν προκύπτει εν προκειμένω ότι το ως άνω απόσπασμα αποτελείτο από περισσότερα του ενός φύλλα, ο καθ’ ου εδικαιούτο για τη σύνταξη του παραπάνω αποσπάσματος το ποσό των 3 € μόνο. Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το επιπλέον ποσό των (28 – 3 =) 25 € για την ανωτέρω αιτία.21) Τέλος τα επιμέρους ποσά των 65 € και 63 € αφορούσαν τα δικαιώματα του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για τη δημοσίευση του προαναφερόμενου αποσπάσματος στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ε.Τ.Α.Α. και τα δικαιώματα του ως άνω Ταμείου για την εν λόγω δημοσίευση, τα οποία κατέβαλε αυτός (υπ’ αριθμ. 43 και 44 κονδύλια του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Πράγματι, όπως προκύπτει από τα αναφερόμενα στη δέκατη πέμπτη σελίδα της υπ’ αριθμ. … έκθεσης δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμού που συνέταξε ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, απόσπασμα της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης δημοσιεύθηκε από τον καθ’ ου στο υπ’ αριθμ…/02-12-2013 Φύλλο του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ε.Τ.Α.Α. Για τη διενέργεια της δημοσίευσης, όμως, αυτής ο καθ’ ου εδικαιούτο μόνο το ποσό των 3 € σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της ενότητας Ε΄ περ. ι΄ της παραπάνω Κ.Υ.Α. Αντιθέτως, με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία που τέθηκαν υπ’ όψιν του Δικαστηρίου, δεν αποδείχθηκε ότι ο καθ’ ου υποβλήθηκε σε οδοιπορικά έξοδα ή σε οιαδήποτε άλλη δαπάνη (όπως η πληρωμή των δικαιωμάτων του ως άνω Ταμείου) για τη διενέργεια της ανωτέρω δημοσιεύσης. Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το επιπλέον ποσό των [(65 + 63) – 3 =) 125 € για τις ανωτέρω αιτίες. Με βάση τα ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι ο καθ’ ου η ανακοπή δικαστικός επιμελητής εδικαιούτο για τα έξοδα και την αμοιβή του για τις πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας που διενεργήθηκαν απ’ αυτόν το συνολικό ποσό των (21 + 81 + 11 + 622,75 + 84 + 23 + 90 + 13 + 381,20 + 336 + 30,72 + 389 + 35 + 2 + 3 + 3 =) 2.125,67 €. Συνεπώς, από το πλειστηρίασμα έπρεπε να αφαιρεθεί το συγκεκριμένο ποσό, πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α. ποσοστού 23%, ήτοι συνολικά το ποσό των 2.614,58 € για τις συγκεκριμένες αιτίες. Αντιθέτως, δεν έπρεπε να αφαιρεθούν τα προαναφερόμενα ποσά των 40 €, 44 €, 14 €, 112 €, 19,65 €, 12 €, 20 €, 42,50 €, 2 €, 10 €, 1,50 €, 178,50 €, 9,56 €, 80 €, 32 €, 23 €, 25 €, 62 € και 63 €, τα οποία αθροιζόμενα ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 790,71 € και με την πρόσθεση του αναλογούντος Φ.Π.Α. ποσοστού 23%, στο ποσό των 972,57 €. Άλλωστε, μολονότι το συνολικό ποσό των αναφερόμενων στον ως άνω πίνακα εξόδων και αμοιβών του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή ανερχόταν, μαζί με τον αναλογούντα Φ.Π.Α. στο ποσό των 3.587,15 €, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού αφαίρεσε από το πλειστηρίασμα συνολικά 3.882,35 €, ήτοι το επιπλέον ποσό των (3.882,35 – 3.587,15 =) 295,20 €, το οποίο από κανένα από τα αποδεικτικά στοιχεία που τέθηκαν υπ’ όψιν του Δικαστηρίου δεν προκύπτει ποια συγκεκριμένα έξοδα εκτέλεσης αφορά. Συνεπώς, το ποσό που εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα για τις ανωτέρω αιτίες ανέρχεται στο ποσό των (972,57 + 295,20 € =) 1.267,77 €. Συνακόλουθα, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος ο τέταρτος λόγος της προαναφερόμενης ανακοπής, και να μεταρρυθμισθεί ο ανακοπτόμενος πίνακας. Ειδικότερα, πρέπει να ακυρωθεί η αφαίρεση των εξόδων και δικαιωμάτων του ανωτέρω δικαστικού επιμελητή (δεύτερου των καθ’ ων η ανακοπή) ως προς το προαναφερόμενο ποσό [1.267,77 € ή 1.723,66 $ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και δολαρίου Η.Π.Α. κατά το χρόνο διανομής, ήτοι την 23-06-2014, οπότε συντάχθηκε ο ανακοπτόμενος πίνακας κατάταξης (1 € = 1,3596 $)] και, ακολούθως, να διαγραφεί το συγκεκριμένο ποσό και να καταταγεί στο απελευθερούμενο ποσό του πλειστηριάσματος η ανακόπτουσα εταιρεία.Έτι περαιτέρω, ως προς τον έβδομο λόγο της ανωτέρω υπό στοιχ. Β΄ ανακοπής της εταιρείας με την επωνυμία «…», με τον οποίο προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κατάταξη των απαιτήσεων της τρίτης των καθ’ ων (επισπεύδουσας δανείστριας) αντί των αναγγελθεισών απαιτήσεων της ανακόπτουσας, για το λόγο ότι οι τελευταίες απολαύουν ισχυρότερου προνομίου έναντι των πρώτων, λεκτέα τα εξής: Όπως προεκτέθηκε, προνομιούχες επί του πλοίου και του ναύλου, κατατασσόμενες, μάλιστα, στη δεύτερη τάξη του άρθρου 205 περ. 2 β΄ του ΚΙΝΔ, είναι, μεταξύ άλλων, και οι απαιτήσεις για έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου από τον κατάπλου του στο τελευταίο λιμάνι. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως έξοδα συντήρησης του πλοίου νοούνται όλα όσα δαπανήθηκαν από την είσοδο του πλοίου στο τελευταίο λιμάνι, τα οποία είναι αναγκαία για την αποκατάσταση των φθορών που προκλήθηκαν απ’ την πάροδο του χρόνου και τη λειτουργία του, ώστε να διατηρηθεί σε ικανότητα προς εκπλήρωση του προορισμού του ως οικονομικής μονάδας, κατάλληλου για αυτοδύναμη κίνηση και ναυτιλιακή εκμετάλλευση, αλλά και για να αποφευχθεί η μείωση της αξίας του. Ως έξοδα φύλαξης νοούνται εκείνα που γίνονται για την επίβλεψη και αναγκαία φροντίδα διαφύλαξης και διασφάλισης του πλοίου στην κατάσταση που βρίσκεται μαζί με τα συστατικά και παραρτήματα του. Περιλαμβάνονται όχι μόνο οι δαπάνες αλλά και η αμοιβή των αναγκαίων προς τούτο υπηρεσιών και φροντίδων (αντιμισθία φυλάκων κλπ). Προνομιούχος δε, θεωρείται κάθε δαπάνη που έγινε για τον ανωτέρω σκοπό από τον κατάπλου του πλοίου στον τελευταίο λιμένα, δηλαδή σ’ εκείνον στον οποίο κατέπλευσε το πλοίο και από τον οποίο παρεμποδίσθηκε να αποπλεύσει, λόγω της κατάσχεσης του (ΑΠ 1691/2013, Ε7 2014,716, ΧρΙδΔ 2014,279, Αρμ 2014,771, ΕΕμπΔ 2014,383, ΕΝαυτΔ 2013,304, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Η έννοια του τελευταίου λιμανιού δε μεταβάλλεται από τυχόν μετατόπιση ή μεθόρμιση του πλοίου προς επισκευή σε ναυπηγείο ή προς άρση εμποδίων της ναυσιπλοΐας ή προς εξασφάλιση απλώς και μόνο του αγκυροβολίου του (βλ. ΑΠ 175/1989, ΕΝαυτΔ 1989,201, ΕφΠειρ 361/2010, ΕΝαυτΔ 2010,236, ΕφΠειρ 3/2004, ΕΝαυτΔ 2004,140, ΕφΠειρ 430/1987, Δνη 1988,729, ΕΝαυτΔ 1991,40, ΠειρΝομ 1987,94, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Οι ως άνω δαπάνες δεν είναι απαραίτητο να έχουν γίνει μετά την κατάσχεση (ΑΠ 52/1995, ΕΝαυτΔ 1995,200, ΕΕμπΔ 1995,467, ΕΕΝ 1996,96, ΝοΒ 1996,620, Δνη 1997,1088, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 229/2013, δημοσιευθείσα στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Ισοκράτης του Δ.Σ.Α., ΕφΠειρ 275/2012, ΕΝαυτΔ 2012,208, ΕφΠειρ 147/2010, ΕΝαυτΔ 2010,241, δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), πρέπει, όμως, κατά πάσα περίπτωση να συνδέονται αιτιωδώς προς αυτή, ώστε, προκειμένου περί πλοίου ακινητοποιημένου ή παροπλισμένου εξ άλλου λόγου, τα γενόμενα μέχρι της επακολουθησάσης κατασχέσεως αυτού έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως δεν απολαύουν του προαναφερομένου προνομίου (ΕφΠειρ 664/2013, ΕΝαυτΔ 2013,231, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 275/2012, ο.π., ΕφΠειρ 147/2010, ο.π.). Αποκλείεται, δηλαδή, κάθε δαπάνη που δεν συμβιβάζεται με τη δικαιολογητική αιτία της καθιέρωσης του προνομίου, η οποία αναφέρεται σε πλοίο, που τελεί σε σταθερή παραμονή προς το σκοπό της εκποίησης. Εξάλλου, το προνόμιο αυτό έχει ως έρεισμα λόγους επιείκειας. Η φύλαξη του πλοίου στο τελευταίο λιμάνι δεν προστατεύει μόνο τα συμφέροντα του πλοιοκτήτη, αλλά ωφελεί αμέσως και το σύνολο των δανειστών, διότι, χωρίς το προνόμιο αυτό, ο οφειλέτης διακινδυνεύει να μη βρει φύλακες πρόθυμους να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και έτσι το πλοίο να παραμείνει χωρίς προστασία ενόψει του πλειστηριασμού προς βλάβη των δανειστών. Στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο που κατασχέθηκε βρισκόταν επί μεγάλο χρονικό διάστημα παροπλισμένο στο ίδιο λιμάνι στο οποίο και πλειστηριάσθηκε, το λιμάνι αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ο «τελευταίος λιμένας μετά τον κατάπλου», έτσι ώστε κάθε δαπάνη φύλαξης και συντήρησης που έγινε κατά το διάστημα αυτό να καλύπτεται από το πιο πάνω προνόμιο. Τούτο δε, διότι, δεν πρόκειται για λιμάνι στο οποίο το πλοίο ακινητοποιήθηκε και παρακωλύθηκε να αποπλεύσει συνεπεία της κατάσχεσης, αλλά η ακινητοποίηση του αυτή ήταν άσχετη με την κατάσχεση, αφού το πλοίο είχε καταπλεύσει με τον αποκλειστικό σκοπό να ακινητοποιηθεί και να παροπλισθεί επί μακρό χρόνο. Επίσης, δεν συντρέχει η πιο πάνω αιτία για την προνομιακή κατάταξη της απαίτησης του φύλακα που προσλήφθηκε για τη φύλαξη του παροπλισμένου πλοίου στην περίπτωση κατά την οποία η πρόσληψη αυτού και η παροχή των υπηρεσιών του έγινε σε διάστημα άσχετο με την κατάσχεση του πλοίου. Διαφορετική εκδοχή θα οδηγούσε στην προνομιακή κατάταξη όλων σχεδόν των απαιτήσεων που αφορούν παροπλισμένα πλοία (αφού αυτές αφορούν κατά κανόνα έξοδα φύλαξης και συντήρησης που έγιναν στο λιμάνι της κατάσχεσης), εκδοχή η οποία θα ήταν αντίθετη με την έννοια των διατάξεων που καθιερώνουν τα ναυτικά προνόμια και οι οποίες πρέπει να ερμηνεύονται στενά, καθόσον διαταράσσουν την ισότητα μεταξύ των πιστωτών, ενώ δεν πρέπει να παραβλεφθεί και το γεγονός ότι η αμοιβή του φύλακα παροπλισμένου πλοίου δεν πηγάζει από σύμβαση ναυτικής εργασίας, αλλά από σύμβαση χερσαίας εργασίας, αφού το πρόσωπο αυτό δεν είναι ναυτικός, και επομένως δεν απολαμβάνει ούτε του προνομίου της περίπτωσης β΄ του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, με το οποίο εξοπλίζονται οι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος από τη σύμβαση εργασίας (ΕφΠειρ 229/2013, ο.π., ΕφΠειρ 147/2010, ο.π.).Στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, οι απαιτήσεις της ανακόπτουσας της ως άνω υπό στοιχ. Β΄ ανακοπής (εταιρείας με την επωνυμία «…») απορρέουν από την παροχή προμηθειών (τροφίμων κλπ) στο πλοίο …. Οι απαιτήσεις αυτές απολαύουν προνομίου κατά το δίκαιο της Δ. των Ν. Μ. (αρθρ. 319§1 του Maritime Act 1990). Προκειμένου, ωστόσο, να καταταγούν στον ανακοπτόμενο πίνακα έναντι της ενυπόθηκης απαίτησης της τράπεζας …., απαιτείται να εξοπλίζονται και κατά το ελληνικό δίκαιο με προνόμιο, ισχυρότερο, μάλιστα, αυτού της απαίτησης της καθ’ ης τράπεζας (πρώτη προτιμώμενη ναυτική υποθήκη), πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει όμως. Και τούτο διότι και αν ακόμα υποτεθεί ότι οι συγκεκριμένες απαιτήσεις της ανακόπτουσας συνιστούν δαπάνες συντήρησης του πλειστηριασθέντος πλοίου, οι δαπάνες αυτές δεν διενεργήθηκαν μετά τον κατάπλου του στον τελευταίο λιμένα κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 205 περ. β΄ του ΚΙΝΔ, όπως αυτή προσδιορίζεται στη μείζονα σκέψη. Διενεργήθηκαν, δηλαδή, όταν το εν λόγω πλοίο ναυλοχούσε μεν στο λιμένα στον οποίο πλειστηριάσθηκε τελικά (ως τέτοιος, δε, νοείται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, τόσο ο Πειραιάς, όσο και το Πέραμα και η Ε., όπου μεθορμίσθηκε εν συνεχεία αυτό προς εξασφάλιση του αγκυροβολίου του), σε χρόνο, όμως, κατά τον οποίο αυτό δεν τελούσε σε σταθερή παραμονή εκεί προς το σκοπό εκποίησης, και συγκεκριμένα κατά το χρονικό διάστημα από 21-12-2011 έως 21-05-2012. Ειδικότερα, όπως προαναφέρθηκε, το εν λόγω πλοίο κατέπλευσε, προερχόμενο από την Τυνησία, στο αγκυροβόλιο Πειραιά τη 15-11-2011, τη 18-11-2011 μεθορμίσθηκε στο Πέραμα και από εκεί, την 27-01-2012, στην Ε., όπου και απαγορεύθηκε ο απόπλους του το πρώτον την 01-10-2012, χωρίς να του χορηγηθεί έκτοτε ελευθεροπλοΐα μέχρι και τον πλειστηριασμό του (18-12-2013). Ενδιαμέσως, επιβλήθηκαν σ’ αυτό νέα απαγόρευση απόπλου (την 06-12-2012), συντηρητική κατάσχεση (κοινοποιηθείσα στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Ε.ς τη 13-02-2013) και η προαναφερόμενη αναγκαστική κατάσχεση από την επισπεύδουσα δανείστρια (την 07-11-2013). Προκύπτει, επομένως, ότι το πλοίο κατέπλευσε στο λιμένα του Πειραιά (και εν συνεχεία του Περάματος και της Ε.ς) μετά την επιστροφή του από την Τυνησία, με αποκλειστικό σκοπό να ακινητοποιηθεί εκεί και να παροπλισθεί επί μακρό χρόνο, όπως και έγινε. Σε σταθερή παραμονή προς το σκοπό της εκποίησης το πλοίο τελούσε από την 01-10-2012, όταν και επιβλήθηκε η απαγόρευση απόπλου του από το λιμένα της Ε.ς με την προαναφερόμενη προσωρινή διαταγή του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επομένως, τα μέχρι τότε γενόμενα έξοδα συντηρήσεως δεν απολαύουν του προαναφερομένου προνομίου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη. Συνακόλουθα, εφόσον οι ένδικες απαιτήσεις της ανακόπτουσας δεν εξοπλίζονται με προνόμιο κατά το ελληνικό δίκαιο, δεν δύναται να καταταγούν στον ανακοπτόμενο πίνακα στη θέση της ενυπόθηκης απαιτήσεως της καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας και ο σχετικός (έβδομος) λόγος της ανωτέρω υπό στοιχ. Β΄ ανακοπής, ο οποίος τυγχάνει νόμιμος, καθώς στηρίζεται στις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 319§1 του Maritime Act 1990 και 205 περ. β΄ του ΚΙΝΔ, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος. Για τους ίδιους λόγους πρέπει, άλλωστε, να απορριφθεί ο μοναδικός λόγος της ανωτέρω υπό στοιχ. Δ΄ από 16-07-2014 ανακοπής της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «….». Συγκεκριμένα, με τον λόγο αυτό η ανακόπτουσα προσβάλλει ως εσφαλμένη την κατάταξη των απαιτήσεων της καθ’ ης (επισπεύδουσας δανείστριας) αντί του μέρους των αναγγελθεισών απαιτήσεών της που απορρέει από τις πωλήσεις εφοδίων στο πλειστηριασθέν πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 01-08-2011 έως 24-01-2012 και ανέρχεται στο ποσό των 15.809,29 €, επειδή κατά το μέρος τους αυτό οι απαιτήσεις της (της ανακόπτουσας) συνιστούν δαπάνες συντήρησης του ως άνω πλοίου που διενεργήθηκαν μετά τον κατάπλου αυτού στον τελευταίο λιμένα, απολαύουν δε ισχυρότερου προνομίου έναντι αυτού των απαιτήσεων της καθ’ ης η ανακοπή (ναυτική υποθήκη). Ο λόγος αυτός τυγχάνει νόμιμος, καθώς στηρίζεται στις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 319§1 του Maritime Act 1990 και 205 περ. β΄ του ΚΙΝΔ, πρέπει, όμως, να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος, αφού και αν ακόμα υποτεθεί ότι υφίστανται οι συγκεκριμένες απαιτήσεις της ανακόπτουσας (την ύπαρξη των οποίων, άλλωστε, δεν αρνείται η καθ’ ης η ανακοπή) και ότι συνιστούν δαπάνες συντήρησης του πλειστηριασθέντος πλοίου, οι δαπάνες αυτές δεν διενεργήθηκαν μετά τον κατάπλου του στον τελευταίο λιμένα κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 205 περ. β΄ του ΚΙΝΔ, όπως αυτή προσδιορίζεται στη μείζονα σκέψη. Διενεργήθηκαν, δηλαδή, πριν την επιβολή της πρώτης χρονικά απαγόρευσης απόπλου του παραπάνω πλοίου από το λιμένα της Ε.ς, στον οποίο ναυλοχούσε έως τότε αυτό όντας παροπλισμένο επί μακρό χρόνο. Μέχρι, όμως, την ως άνω απαγόρευση απόπλου, που επιβλήθηκε την 01-10-2012 με την εκδοθείσα κατά την ίδια ημέρα προσωρινή διαταγή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το πλοίο δεν τελούσε σε σταθερή παραμονή στον ως άνω λιμένα προς το σκοπό της εκποίησής του. Επομένως, τα μέχρι τότε γενόμενα έξοδα συντηρήσεως δεν απολαύουν του προαναφερομένου προνομίου, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Συνακόλουθα, εφόσον οι ένδικες απαιτήσεις της ανακόπτουσας εξοπλίζονται μεν με προνόμιο κατά το δίκαιο της Δ. των Ν. Μ., αφού απορρέουν από την παροχή προμηθειών στο πλειστηριασθέν πλοίο (αρθρ. 319§1 του Maritime Act 1990), όχι όμως και με προνόμιο κατά το ελληνικό δίκαιο, δεν δύναται να καταταγούν στον ανακοπτόμενο πίνακα στη θέση της ενυπόθηκης απαιτήσεως της καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας.Τέλος, με τον πρώτο λόγο της ανωτέρω υπό στοιχ. Γ΄ ανακοπής της, η ανακόπτουσα εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…» αρνείται την ύπαρξη της απαίτησης της δεύτερης των καθ’ ων η ανακοπή (επισπεύδουσας δανείστριας). Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, ενόψει του ότι ο λόγος ανακοπής δύναται να συνίσταται σε απλή αμφισβήτηση ή άρνηση από τον ανακόπτοντα της απαιτήσεως του καθ’ ου που έχει καταταγεί ή του προνομίου της, οπότε ο τελευταίος βαρύνεται με την επίκληση διά των προτάσεων (και με την απόδειξη) των παραγωγικών της απαιτήσεως ή του προνομίου της πραγματικών γεγονότων. Πρέπει, όμως, να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος, αφού όπως αποδεικνύεται από τα αναλυτικά ανωτέρω εκτεθέντα, η εν λόγω καθ’ ης η ανακοπή έχει απαίτηση κατά της καθ’ ης η εκτέλεση που απορρέει από την προαναφερόμενη από 14-10-2011 σύμβαση δανείου και την από 07-11-2012 συμπληρωματική αυτής σύμβαση και ανέρχεται στο ποσό του 1.670.000 $, πλέον νομίμων τόκων υπερημερίας, ασφαλίζεται δε με πρώτη προτιμώμενη υποθήκη επί του πλειστηριασθέντος πλοίου. Με το δεύτερο, και τελευταίο, λόγο της προαναφερόμενης ανακοπής της, η ανακόπτουσα εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…» προσβάλλει ως εσφαλμένη την κατάταξη των απαιτήσεων της δεύτερης καθ’ ης (επισπεύδουσας δανείστριας) αντί του μέρους των αναγγελθεισών απαιτήσεών της που δεν κατετάγη και ανέρχεται στο συνολικό ποσό των (43.758,91 – 498,41 =) 43.260,50 €, επειδή κατά το μέρος τους αυτό οι απαιτήσεις της (της ανακόπτουσας) συνιστούν δαπάνες φύλαξης και συντήρησης του ως άνω πλοίου που διενεργήθηκαν μετά τον κατάπλου αυτού στον τελευταίο λιμένα, απολαύουν δε ισχυρότερου προνομίου έναντι αυτού των απαιτήσεων της καθ’ ης η ανακοπή (ναυτική υποθήκη). Ωστόσο, ο λόγος αυτός τυγχάνει νόμω αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος. Και τούτο διότι, ακόμη και αν υποτεθεί αληθές ότι υφίστανται οι ως άνω απαιτήσεις της ανακόπτουσας έναντι της καθ’ ης η εκτέλεση για δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε και για την αμοιβή που δικαιούται για την πρακτόρευση του πλειστηριασθέντος πλοίου, και ότι αυτές απολαύουν προνομίου κατά το δίκαιο της Δ. των Ν. Μ. (αρθρ. 319§1 του Maritime Act 1990), ως απορρέουσες από την παροχή αναγκαίων (necessaries), δεν εξοπλίζονται και κατά το ελληνικό δίκαιο με προνόμιο, ισχυρότερο, μάλιστα, αυτού της απαίτησης της καθ’ ης τράπεζας (ναυτική υποθήκη), όπως απαιτείται προκειμένου να καταταγούν στον ανακοπτόμενο πίνακα έναντι της ως άνω (ενυπόθηκης) απαίτησης της καθ’ ης. Ειδικότερα, ούτε οι αναφερόμενες στο δικόγραφο της κρινόμενης ανακοπής δαπάνες [ήτοι οι δαπάνες: (i) ποσού 40 € για την πληρωμή προς το Τελωνείο Ε.ς δικαιωμάτων εκτέλεσης τελωνειακών εργασιών, (ii) ποσού 350 € για την πληρωμή των εξόδων μεταφοράς των μελών του πληρώματος του πλειστηριασθέντος πλοίου με ταξί (taxi), (iii) ποσού 70 € για την πληρωμή των εξόδων κατάπλου και απόπλου του ως άνω πλοίου, (iv) ποσού 200 € για διάφορα έξοδα (κόστος τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, χαρτικής ύλης κλπ) και (v) ποσού 100 € για την πληρωμή των εξόδων μεταφοράς του πλοηγού], ούτε η αμοιβή της ανακόπτουσας για τη πρακτόρευση του πλοίου (ποσού 41.100 €) και για τη διενέργεια του ελέγχου των διαβατηρίων και των ναυτολογήσεων – αποναυτολογήσεων των μελών του πληρώματος αυτού (ποσού 1.400 €) συνιστούν έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 205 περ. β΄ του ΚΙΝΔ, ώστε να απολαύουν του προβλεπόμενου στη συγκεκριμένη διάταξη ναυτικού προνομίου (βλ. ΕφΠειρ 16/1999, ΕΕμπΔ 1991,299, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Ισοκράτης του Δ.Σ.Α.). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η ανωτέρω υπό στοιχ. Β΄ από 04-07-2014 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … ανακοπή της εταιρείας με την επωνυμία «…», ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν κατά ένα μέρος. Συνακόλουθα, ενόψει του ότι το κεφάλαιο των απαιτήσεων της ως άνω ανακόπτουσας ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 4.707,23 € [ήτοι 6.400,63 $ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και δολαρίου Η.Π.Α. κατά το χρόνο διανομής, ήτοι την 23-06-2014, οπότε συντάχθηκε ο ανακοπτόμενος πίνακας κατάταξης (1 € = 1,3596 $)], πρέπει να μεταρρυθμισθεί εν μέρει ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης προκειμένου να καταταγεί μέρος των ως άνω απαιτήσεών της (της ανακόπτουσας) στο απελευθερούμενο ποσό των εξόδων εκτέλεσης, το οποίο ανέρχεται στο ύψος των (3.340,21 + 1.267,77 =) 4.607,98 € ή (4.541,35 +1.723,66 =) 6.265,01 $. Η κατάταξη της εν λόγω ανακόπτουσας ως προς το ποσό αυτό πρέπει να γίνει τυχαία, με τον όρο της τελεσιδικίας των σχετικών απαιτήσεών της. Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων της ανακόπτουσας, με βάση και το σχετικό αίτημά της, πρέπει να βαρύνει τους καθ’ ων η ανακοπή, ανάλογα με το ποσοστό της ήττας των τελευταίων (άρθρα 176, 178§1, 191§2 του ΚΠολΔ).Αντιθέτως, πρέπει α) να απορριφθεί η ανωτέρω υπό στοιχ. Α΄ από 16-07-2014 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … ανακοπή των Ι. Κ. του … και … του … και να καταδικασθούν αυτοί, λόγω της ήττας τους, στη δικαστική δαπάνη της δεύτερης των καθ’ ων η ανακοπή (άρθρα 176 και 191§§1,2 ΚΠολΔ), β) να απορριφθεί η ανωτέρω υπό στοιχ. Γ΄ από 14-07-2014 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … ανακοπή της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», και να καταδικασθεί αυτή, λόγω της ήττας της, στη δικαστική δαπάνη της δεύτερης των καθ’ ων η ανακοπή (άρθρα 176 και 191§§1,2 ΚΠολΔ) και γ) να απορριφθεί η ανωτέρω υπό στοιχ. Δ΄ από 16-07-2014 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … ανακοπή της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «….» και να καταδικασθεί αυτή, λόγω της ήττας της, στη δικαστική δαπάνη της καθ’ ης η ανακοπή (άρθρα 176 και 191§§1,2 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Θεωρεί ως μη ασκηθείσα την ανωτέρω υπό στοιχ. Γ΄ από 14-07-2014 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … ανακοπή της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…» καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά του πρώτου των καθ’ ων η ανακοπή, … Ι. … (ο οποίος διατηρεί ατομική επιχείρηση πρακτορείου με τον διακριτικό τίτλο «…» και στην προαναφερόμενη ανακοπή αναφέρεται εσφαλμένα ως πρακτορείο με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, πλην όμως η εν λόγω επιχείρηση πρακτορείου δεν έχει νομική προσωπικότητα, αλλ’ αποτελεί απλώς ατομική επιχείρηση του προαναφερόμενου φυσικού προσώπου). Συνεκδικάζει, ερήμην της πρώτης των καθ’ ων η ανωτέρω υπό στοιχ. Α΄ από 16-07-2014 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … ανακοπή, αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…», και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, τις ως άνω αναφερόμενες υπό στοιχ. Α΄, Β΄, Γ΄ και Δ΄ αντιστοίχως από 16-07-2014 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … ανακοπή των Ι. Κ. του … και … του …, από 04-07-2014 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … ανακοπή της εταιρείας με την επωνυμία «…», από 14-07-2014 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … ανακοπή της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…» και από 16-07-2014 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … ανακοπή της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «….».Δέχεται εν μέρει την ανωτέρω υπό στοιχ. Β΄ από 04-07-2014 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … ανακοπή της εταιρείας με την επωνυμία «…».Μεταρρυθμίζει τον υπ’ αριθμ. … πίνακα κατάταξης δανειστών του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου συμβολαιογράφου Πειραιώς Χ. Γ. του …, ώστε, αφού ακυρωθεί η αφαίρεση α) των εξόδων και δικαιωμάτων του υπαλλήλου του πλειστηριασμού στο σύνολό τους και β) των εξόδων και δικαιωμάτων του δικαστικού επιμελητή Σ. Α. του … κατά ένα μέρος και, ακολούθως, διαγραφεί το ποσό των εξόδων αυτών [α) 3.340,21 € ή 4.541,35 $ και β) 1.267,77 € ή 1.723,66 $ αντιστοίχως], να καταταγεί στο απελευθερούμενο ποσό του πλειστηριάσματος, συνολικού ύψους 4.607,98 € ή 6.265,01 $ η ανακόπτουσα τυχαία, με τον όρο της τελεσιδικίας των απαιτήσεών της.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Καταδικάζει τους καθ’ ων η ανακοπή στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης της ανακόπτουσας, το οποίο ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα ευρώ (350 €).
Απορρίπτει την ανωτέρω υπό στοιχ. Α΄ από 16-07-2014 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … ανακοπή των Ι. Κ. του … και … του …,
Καταδικάζει τους ανακόπτοντες στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της δεύτερης των καθ’ ων η ανακοπή, την οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα ευρώ (450 €).
Απορρίπτει την ανωτέρω υπό στοιχ. Γ΄ από 14-07-2014 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … ανακοπή της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…».
Καταδικάζει την ανακόπτουσα στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της δεύτερης των καθ’ ων η ανακοπή, την οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα ευρώ (450 €).
Απορρίπτει την ανωτέρω υπό στοιχ. Δ΄ από 16-07-2014 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … ανακοπή της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «….».
Καταδικάζει την ανακόπτουσα στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της καθ’ ης η ανακοπή, την οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων ογδόντα ευρώ (280 €).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στον Πειραιά στις 26-05-2015.
Ο Δικαστής Η Γραμματέας