Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

Αριθμός απόφασης

1377/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

——————————————————–

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Χρυσάνθη Μάντη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 12 Οκτωβρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Του ενάγοντος : …, νόμιμα εκπροσωπούμενου, ο οποίος προκατέθεσε νόμιμα και εμπρόθεσμα, στις 11-1-2021 τις από ίδιας ημερομηνίας προτάσεις του δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Νικόλαου Γερασίμου (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 2814), δυνάμει του από 7-1-2021 ειδικού πληρεξουσίου του νόμιμου εκπροσώπου του Ηλία Μπόμπολου, στο οποίο βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής του, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο ως άνω πληρεξούσιος δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθμό … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π.

Της εναγόμενης : Εταιρείας με την επωνυμία … δυνάμει του Α.Ν. 89/67 και του Ν. 27/75, στην πραγματικότητα, όμως, εδρεύει στον … νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία προκατέθεσε νόμιμα και εμπρόθεσμα, στις 11-1-2021 τις από ίδιας ημερομηνίας προτάσεις της δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Κωνσταντίνου Τασιόπουλου (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 3403), δυνάμει της από 7-1-2021 εξουσιοδότησης του νόμιμου εκπροσώπου της Νικόλαου Σάββα, στην οποία βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής του, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο ως άνω πληρεξούσιος δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθμό … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π.

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 3-9-2020 αγωγή του, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 6398/3-9-2020 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 3017/3-9-2020, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, δυνάμει της από 23-8-2021 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

  ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του ΚΙΝΔ (Ν. 3816/1959) προκύπτει ότι γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό. Κατά δε τη διάταξη του άρθρο 105 ΚΙΝΔ «ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο δι’ εαυτόν ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι’ εαυτόν». Εκ της διάταξης αυτής προκύπτει ότι η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου παρ’ αυτού που γίνεται στο λιμάνι νηολόγησης του πλοίου από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, εν ελλείψει της οποίας (δήλωσης) τίθεται μαχητό τεκμήριο, ήτοι τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται τούτο δι’ ίδιον λογαριασμό, είναι δηλαδή πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, ήτοι μπορεί να αποδειχθεί ότι ο τρίτος που δεν αναγγέλθηκε στην ανωτέρω λιμενική αρχή είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής. Για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριόριστα ο εφοπλιστής, ο δε κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (πραγματοπαγής και περιορισμένη ευθύνη). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των ων άρθρων 211, 212 και 216 ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, συνάγεται ότι για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών πρέπει, προκειμένου η δήλωση βούλησης να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευόμενου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο προς εκείνο, προς τον οποίο γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευόμενου. Απαιτείται, δηλαδή, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευόμενου, διότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την αρχή του εμφανούς συναλλασσόμενου. Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση στο όνομα άλλου υπάρχει όχι μόνο όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου (ΑΠ 689/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Εξάλλου, στη σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχείρισης πλοίων άλλων. Ειδικότερα, έχουν εμφανισθεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων : α) οι συμβάσεις τεχνικής διαχείρισης πλοίων άλλων στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου και β) οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο εκτός του πλοιοκτήτη έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναύλωσης, της είσπραξης των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων και της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων τους. Έτσι, έχουν δημιουργηθεί εταιρείες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία άλλων. Η ενοχική σχέση που συνδέει το διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερομένους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι άμεσος αντιπρόσωπος του. Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (άρθρο 211 ΑΚ). Ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής με την ιδιότητα του αυτή, αυτός ενέχεται απέναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις δικαιοπραξίες αυτές. Εφόσον λοιπόν ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας συναπτόμενης με την ιδιότητα του αυτή και κατ’ επέκταση δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωση της. Έτσι, ο διαχειριστής συναλλάσσεται σχετικά με το πλοίο στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη με τους ενδιαφερόμενους τρίτους ως άμεσος αντιπρόσωπός του (ΕφΠειρ 497/2013 ΕΝαυτΔ 2013, σελ. 110, ΕφΠειρ 574/2004 ΕΕμπΔ 2005, σελ. 373). Ο διαχειριστής διαφέρει από τον εφοπλιστή, αφού ο τελευταίος κατ’ άρθρο 105 § 1 ΚΙΝΔ εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο που ανήκει σε άλλον, δηλαδή εκτελεί με ξένο πλοίο ναυτιλιακές εργασίες στο όνομα του και είναι υποκείμενο των σχετικών με την εκμετάλλευση ξένου πλοίου δικαιοπραξιών, συμβαίνει δε τούτο και όταν ο πρώτος έχει την εμπορική διαχείριση του πλοίου (ΕφΠειρ 497/2013 ό.π., Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, εκδ. 2005 § 28, σελ. 137). Τα έννομα αποτελέσματα κάθε επιχειρούμενης ενέργειας από το διαχειριστή, μέσα στα πλαίσια της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη, ο οποίος είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απορρέουν από τη δράση του διαχειριστή και εκείνος ευθύνεται προς τους δανειστές του. Επομένως, εφόσον ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν είναι αυτός ο αντισυμβαλλόμενος σε κάθε συναπτόμενη δικαιοπραξία με την ιδιότητα του αυτή, και κατ’ επέκταση, δεν ευθύνεται ο ίδιος προς εκπλήρωση της. Έχει προσωπική ευθύνη μόνο, όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν συνάγεται από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό του, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (ΕφΠειρ 497/2013 ό.π.). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, αν ο ενάγων προσδώσει στον εναγόμενο, που συμβλήθηκε μαζί του, την ιδιότητα του διαχειριστή του πλοίου και συγχρόνως από το περιεχόμενο της αγωγής καθίσταται σαφές είτε ότι ο τελευταίος δήλωσε ρητώς ότι ενεργούσε επ’ ονόματι και για λογαριασμό τρίτου, όπως συμβαίνει όταν από τους αγωγικούς ισχυρισμούς προκύπτει η ταυτότητα του τρίτου αυτού, είτε ότι η αντιπροσώπευση του τρίτου από τον εναγόμενο συναγόταν από τις διαγνωστές εκ μέρους του ενάγοντος περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν εκτίθεται η χρήση από τον εναγόμενο του εφαρμοζόμενου στη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική και προσδιοριστικού της ιδιότητας του διαχειριστή όρου «as agent only» ή, όπερ το αυτό, «as manager only», που αναφέρεται στην έννοια του αντιπροσώπου κατά το αγγλικό δίκαιο, η αγωγή θα απορριφθεί αυτεπαγγέλτως ως παθητικά ανομιμοποίητη, ήτοι απαράδεκτη, χωρίς περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης από το Δικαστήριο, επειδή υπό τα εκτιθέμενα στο δικόγραφό της ο εναγόμενος δεν υπέχει ατομική ευθύνη προς εκπλήρωση της υποχρέωσης από την επίδικη σύμβαση (ΕφΠειρ 19/2019 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, ο ενάγων Αλληλοασφαλιστικός Οργανισμός, που εδρεύει … και έχει συσταθεί με τους νόμους της Κύπρου, εκθέτει ότι έχει ως αντικείμενο των δραστηριοτήτων του την ασφαλιστική κάλυψη των πλοίων των μελών του πλοιοκτητριών εταιρειών, έναντι κάθε θαλάσσιου κινδύνου. Ότι οι ασφαλίσεις των πλοίων γίνονται με βάση τον Κανονισμό του, στον οποίο έχουν ενσωματωθεί ως ενιαίο κείμενο και Παράτημα, οι τυπικοί όροι του Ινστιτούτου των Άγγλων ασφαλιστών επί ασφαλίσεων σκαφών, γνωστοί με το όνομα «Institute Time Clauses Hulls 1.10.83»., ο Κανονισμός δε και η Σύμβαση Ασφάλισης που παρέχει ο Οργανισμός, κατά ρητό και σαφή όρο, διέπονται και ερμηνεύονται σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο. Ότι, ακόμη, σύμφωνα με τον Κανονισμό του, τα μέλη του υποχρεούνται να καταβάλουν, πέρα από τα ασφάλιστρα, και Συμπληρωματικές Εισφορές, καθώς και Εισφορές Απελευθέρωσης. Ότι η εναγόμενη έχει ως αντικείμενο επιχειρηματικής δραστηριότητας τη διαχείριση διαφόρων εμπορικών πλοίων, τα οποία ανήκουν κατά κυριότητα σε άλλες αλλοδαπές πλοιοκτήτριες εταιρείες, και την επιμέλεια όλων των θεμάτων που αφορούν τις εταιρείες αυτές στην Ελλάδα και για το σκοπό αυτό έχει εγκαταστήσει στην Ελλάδα γραφείο, δυνάμει της υπ’ αριθμό 1241/3134/23443/19-9-1997 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής, που εγκρίθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις των Α.Ν. 378/68 και Ν. 27/75, Ν. 814/1978, Ν. 2234/94, Ν. 3752/09 και Ν. 4150/2013. Ότι, σύμφωνα με τα ανωτέρω, η εναγόμενη διετέλεσε διαχειρίστρια εταιρεία, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, των εκτιθέμενων σε αυτήν πλοίων και υπήρξε αντισυμβαλλόμενη, σε όλους τους κρίσιμους για την εν λόγω υπόθεση χρόνους, στις εκάστοτε συμβάσεις ασφάλισης, οι οποίες καταρτίσθηκαν μεταξύ τους για όλα τα πλοία που αναφέρονται στο συνημμένο σε αυτήν πίνακα. Ότι, συγκεκριμένα, στα πλαίσια της επιχειρηματικής του δραστηριότητας, η εναγόμενη, την 10η-7-2012, προέβη στη σύναψη ασφαλιστήριων συμβολαίων μαζί του, έναντι κινδύνων «Σκάφους και Μηχανών» (Hull & Machinery), «Πηδαλίου» (Gear) και λοιπού «Εξοπλισμού» (Equipment), ασφαλίζοντας τα αναφερόμενα σε αυτήν πλοία, για τα οποία εκθέτει ειδικότερα τον αριθμό του ασφαλιστήριου συμβολαίου εκάστου πλοίου, το τιμολόγιο που εκδόθηκε και την ημερομηνία κατά την οποία αυτό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Ότι, ωστόσο, η εναγόμενη δεν εκπλήρωσε τη συμβατική της υποχρέωση να του καταβάλει τις Συμπληρωματικές Εισφορές και Εισφορές Απελευθέρωσης έναντι του ασφαλιστικού κινδύνου που αυτός ανέλαβε και για το λόγο αυτό, με την από 25-2-2020 εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία – πρόσκλησή του, της έταξε προθεσμία πέντε (5) ημερών προκειμένου να του καταβάλει το οφειλόμενο ποσό που αντιστοιχεί στις ως άνω εισφορές και ανέρχεται σε 117.087,63 δολάρια ΗΠΑ, ήτοι 107.993,86 ευρώ, βάσει της ισχύουσας ισοτιμίας, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, κατά τη δήλη ημέρα (9-2-2015), πλην, όμως, η εναγόμενη δεν προέβη σε καμία καταβολή. Ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, εκτός από την ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγόμενης, συντρέχουν και οι προϋποθέσεις της αδικοπραξίας, καθώς η εναγόμενη με τη συμπεριφορά που επέδειξε παραβίασε τον προστατευτικό κανόνα δικαίου, που επιτάσσει την τήρηση καλόπιστης και έντιμης συμπεριφοράς. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό που αντιστοιχεί στις Συμπληρωματικές Εισφορές και Εισφορές Απελευθέρωσης, ύψους 117.087,63 δολαρίων ΗΠΑ, ήτοι 107.993,86 ευρώ, βάσει της επίσημης συναλλαγματικής ισοτιμίας, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, όπως αυτή διαμορφώθηκε την 9η-2-2015, τριάντα (30) ημέρες μετά την έκδοση του υπ’ αριθμό … τιμολογίου, με το νόμιμο τόκο από 9-2-2015, άλλως από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή, η οποία επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 215 § 2 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθμό 10135Β΄/8-9-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Γεώργιου Γρηγόρη), παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλη (άρθρα 7, 9, 10 και 14 § 2 ΚΠολΔ), λειτουργικά (άρθρο 51 §§ 1 περ. α΄, 3Α και 3Β περ. θ΄ Ν. 2172/1993 λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς) και κατά τόπο (άρθρο 25 § 2 ΚΠολΔ), το οποίο έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς [άρθρα 3 § 1 και 4 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1 § 1, 4 § 1, 7 § 1 στοιχ. β΄, 8 § 1, 62, 63 § 1 και 66 § 1 και 81 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», ο οποίος εφαρμόζεται εφόσον ο εναγόμενος έχει την κατοικία ή την έδρα του σε κράτος μέλος, ανεξαρτήτως του που βρίσκεται η κατοικία του ενάγοντος (βλ. Ι. Δεληκωστόπουλο, Ζητήματα από την εφαρμογή του Κανονισμού 1215/2012 για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την Εκτέλεση Αποφάσεων, β΄ έκδ, § 2.37, σελ. 64-65)], δοθέντος ότι η εναγόμενη, σύμφωνα με το δικόγραφο της αγωγής, έχει εγκαταστήσει γραφείο, δυνάμει των Α.Ν. 89/67 και Ν. 27/75 στον … όπου και εδρεύει πραγματικά, αφού εκεί λειτουργεί η κεντρική της διοίκηση, που εκφράζει τη βούληση και διευθύνει την επιχειρηματική της πολιτική (βάσει δε της πραγματικής έδρας καθορίζεται η αρμοδιότητα και η διεθνής δικαιοδοσία, βλ. ΕφΠειρ 83/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)]. Για το παραδεκτό δε της συζήτησης της αγωγής προσκομίζεται το από 7-10-2020 πρακτικό περάτωσης αρχικής υποχρεωτικής συνεδρίας διαμεσολάβησης, κατ’ άρθρο 7 § 4 του Ν. 4640/201, ενώ η παράλειψη προσκόμισης της έγγραφης ενημέρωσης των νόμιμων εκπροσώπων των διαδίκων από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση, κατ’ άρθρο 3 § 2 Ν. 4640/2019, δεν συνεπάγεται το απαράδεκτο της συζήτησης, καθόσον ο σκοπός του νομοθέτη, ήτοι η ενημέρωση των διαδίκων, έχει εκπληρωθεί και διασφαλισθεί, εν προκειμένω, μέσω της διενέργειας της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας. Ωστόσο, η αγωγή, και με δεδομένο ότι το ορισμένο αυτής, ως προϋπόθεση του παραδεκτού, ανάγεται στο πεδίο του δικονομικού δικαίου και συνεπώς, εφαρμοστέο ως προς αυτό είναι το ελληνικό δίκαιο (lex fori), κρίνεται, τόσο ως προς την ενδοσυμβατική, όσο και ως προς την αδικοπρακτική βάση, απορριπτέα ως απαράδεκτη ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης της εναγόμενης, δεκτού γενομένου του και αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενου σχετικού ισχυρισμού της, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα ιστορούμενα στο δικόγραφο, η εναγόμενη, κατά τον επίδικο χρόνο, ήταν διαχειρίστρια των πλοίων πλοιοκτητριών εταιρειών – μελών του ενάγοντος, για τα οποία και εκδόθηκαν τα αναγραφόμενα στη σύμβαση ασφαλιστήρια συμβόλαια. Ως εκ τούτου, αφού η εναγόμενη ενεργούσε για λογαριασμό των εν λόγω εταιρειών κατά την κατάρτιση των επίδικων συμβάσεων, τα δικαιοπρακτικά αποτελέσματα από την εν λόγω συναλλακτική δράση της παράχθηκαν καταρχάς υπέρ και σε βάρος των εταιρειών αυτών, εκ μόνου δε του γεγονότος ότι αυτή κατήρτισε τα ασφαλιστήρια συμβόλαια δεν την καθιστά υπεύθυνη ούτε για την πληρωμή των ασφαλίστρων – εισφορών με βάση τις συναφθείσες συμβάσεις, ούτε για την αποκατάσταση της ζημίας από τη μη πληρωμή τους με βάση τις περί αδικοπραξίας διατάξεις, καθόσον η όποια δράση της αφορούσε ευθέως τους πλοιοκτήτες, στο όνομα και για λογαριασμό των οποίων ενήργησε, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη. Σημειωτέον, άλλωστε, ότι ο ενάγων για τη θεμελίωση ατομικής ευθύνης της εναγόμενης αφενός δεν επικαλέσθηκε με την κρινόμενη αγωγή εφοπλισμό των πλοίων, για τα οποία εκδόθηκαν τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, από την εναγόμενη, ήτοι εκτέλεση ναυτιλιακών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό της, που θα είχε ως συνέπεια την υποχρέωσή της, ως εφοπλίστριας πλέον των πλοίων, αφετέρου δεν ανέφερε στην αγωγή του ότι η εναγόμενη, αν και διαχειρίστρια των πλοίων, συμβλήθηκε μαζί του χωρίς να του δηλώσει ρητά ότι ενεργεί για τις πλοιοκτήτριες εταιρείες, ή ότι τούτο δεν προέκυπτε από τις περιστάσεις, ή ότι υπερέβη τα όρια της αντιπροσωπευτικής της εξουσίας. Συνεπώς, η αγωγή με το προεκτεθέν περιεχόμενο πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματός της με τις προτάσεις της (άρθρο 106 ΚΠολΔ) σε βάρος του ενάγοντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 189 και 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την αγωγή.

Επιβάλλει σε βάρος του ενάγοντος τα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων εκατόν εξήντα (2.160,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον … στις  3   Μαΐου 2022 με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ