ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 2164/2015
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(Τακτική Διαδικασία)
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και την Γραμματέα Σοφία Δέδε.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 24 Μαρτίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιού της δικηγόρου, Στέφανου Λύρα, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ..
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Θ. Κ. του Π., κατοίκου Β. Λ., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιού του δικηγόρου, Βασίλη Σαξώνη, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Ο εφεσίβλητος – ενάγων άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς τη με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή του κατά της εκκαλούσας – εναγομένης, με την οποία ζήτησε ό, τι αναφέρει σ’ αυτήν. Το Δικαστήριο, με την υπ’ αριθ. 121/2012 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, την έκανε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της (αριθμός έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς 33/18-2-2014), η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 5735/16-9-2014 και προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθ. 121/2012 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή του εφεσίβλητου κατά της εκκαλούσας, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 499, 511, 513 παρ. 1, 516, 517 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Πρέπει, συνεπώς, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Με την από 10-10-2011 αγωγή του κατά της εκκαλούσας, την οποία άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, ο εφεσίβλητος ζήτησε να υποχρεωθεί η πρώτη, ως πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ πλοίου “…”, νηολογίου Πειραιώς υπ’ αριθ. …, να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 3.853,17 ευρώ για μισθολογικές διαφορές και για διαφορές επί της υπερωριακής του αμοιβής, καθώς και επί της αναλογίας δώρου Χριστουγέννων 2010, αναφορικά με το χρονικό διάστημα κατά το οποίο υπηρέτησε επί του ανωτέρω πλοίου ως θαλαμηπόλος, με συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές τις προβλεπόμενες από τη ΣΣΕ Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων του 2010, δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, καταρτισθείσας μετά της ιδίας (εκκαλούσας), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του, επικουρικά δε από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε την εκκαλούσα να καταβάλει στον εφεσίβλητο το συνολικό ποσό των 3.748,50 ευρώ, νομιμοτόκως από τις 20-9-2010. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα η εκκαλούσα – εναγομένη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στην έφεσή της, και ζητεί να εξαφανιστεί αυτή (εκκαλούμενη απόφαση), ώστε να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 368 ΚΠολΔ, το δικαστήριο μπορεί να διορίσει έναν ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει πως πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν, για να γίνουν αντιληπτά, ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και στο εφετείο, το οποίο δεν κωλύεται, προκειμένου να προβεί στην ολοκλήρωση της έρευνας περί της βασιμότητας του λόγου εφέσεως, να διατάξει νέες αποδείξεις ή και συμπληρωματικές, από τα αναφερόμενα στο άρθρο 339 ΚΠολΔ αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και πραγματογνωμοσύνη, ώστε, μετά τη συνεκτίμηση των αποδείξεων που διέταξε και αυτών που εκτίμησε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, να κρίνει εάν είναι εσφαλμένη η εκκαλούμενη απόφαση και, σε καταφατική περίπτωση, να αποφανθεί για τη βασιμότητα του λόγου εφέσεως, ακολούθως δε, κατά την επιταγή του άρθρου 535 παρ. 1 ΚΠολΔ, να εξαφανίσει τότε (και όχι εξ’ αρχής) την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, καθόσον, κατά την ορθή έννοια της εν λόγω διατάξεως, προϋπόθεση της εξαφάνισης της εκκαλούμενης απόφασης είναι η προηγούμενη από το εφετείο διάγνωση της βασιμότητας του λόγου εφέσεως (ΟλΑΠ 1285/1982 ΝοΒ 1983. 219, ΑΠ 2/2006 ΕλλΔνη 2006. 1048, ΕφΠειρ 510/2009 ΧρΙδΔ 2011. 260). Στην προκείμενη περίπτωση, η εναγομένη ισχυρίστηκε παραδεκτώς με τις κατατεθείσες ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου έγγραφες προτάσεις της, αλλά και προφορικώς κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου της, αντικρούοντας την αγωγή, ότι έχουν καταβληθεί στον ενάγοντα οι νόμιμες αποδοχές του για το επίδικο χρονικό διάστημα από 7-6-2010 έως την απόλυσή του, στις 19-9-2010, όπως αυτές διαλαμβάνονται στο αγωγικό δικόγραφο, προς απόδειξη δε του ισχυρισμού της αυτού που συνιστά νόμιμη, ως στηριζόμενη στο άρθρο 416 ΑΚ, ένσταση εξοφλήσεως, προσκομίζει και επικαλείται 4 λογαριασμούς μισθοδοσίας των αντίστοιχων μηνών Ιουνίου, Ιουλίου, Αυγούστου και Σεπτεμβρίου του 2010, οι οποίοι φέρονται να έχουν υπογραφεί από τον ίδιο τον ενάγοντα. Ο τελευταίος, με την κατατεθείσα ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προσθήκη των προτάσεών του, ισχυρίστηκε ότι οι προαναφερθέντες λογαριασμοί μισθοδοσίας είναι πλαστοί. Επομένως, παρά το γεγονός ότι δεν προβλήθηκε παραδεκτώς ένσταση πλαστότητας των ως άνω εγγράφων, ελλείψει ειδικής πληρεξουσιότητας προς τούτο του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος κατ’ άρθρο 98 ΚΠολΔ, όπως διαλαμβάνεται και στην εκκαλούμενη απόφαση, κρίνεται από το παρόν Δικαστήριο αναγκαία η διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης προς έρευνα του ελάσσονος ισχυρισμού (αρνήσεως) για τη μη γνησιότητα των προδιαλαμβανομένων εγγράφων (ΕφΠειρ 418/2000 ΠειρΝομ. 2000. 323, ΕφΘεσ 466/1990 Αρμ. 1991. 382). Τούτο δε διότι, α) τα έγγραφα αυτά είναι απαραίτητα για τη διάγνωση της υπόθεσης και, ειδικότερα, για τη διακρίβωση της βασιμότητας της ένστασης εξοφλήσεως που προέβαλε η εναγομένη, αλλά και για τη γενικότερη αξιοπιστία των διαδίκων, β) για τη διακρίβωση της γνησιότητάς τους απαιτείται η ύπαρξη ειδικών γνώσεων γραφολογικής επιστήμης (άρθρο 368 ΚΠολΔ), καθώς από την απλή επισκόπηση των εν λόγω εγγράφων και τη σύγκριση της υπογραφής επ’ αυτών με αυτή του ενάγοντος σε άλλα προσκομιζόμενα έγγραφα το Δικαστήριο δεν δύναται να οδηγηθεί σε ασφαλές συμπέρασμα περί του αν πρόκειται για την ίδια υπογραφή, ούτε αν η ενυπάρχουσα στους προεκτιθέμενους λογαριασμούς μισθοδοσίας υπογραφή έχει μεταφερθεί σ’ αυτούς με «σκανάρισμα», όπως ισχυρίζεται ο ενάγων, και γ) η εναγομένη εμμένει στη χρήση τους (άρθρο 464 ΚΠολΔ). Πρέπει, συνεπώς, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη της παρούσας και γενομένου δεκτού του σχετικού αιτήματος που προέβαλε η εκκαλούσα, για την πλήρη και ορθή διάγνωση της ουσιαστικής βασιμότητας του πρώτου λόγου της υπό κρίση εφέσεως και της επίδικης διαφοράς, να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης κατ’ άρθρο 254 του ΚΠολΔ (χωρίς την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης όπως αβασίμως αιτείται η εκκαλούσα), προκειμένου, σύμφωνα με το άρθρο 368 ΚΠολΔ, να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη από έναν ειδικό γραφολόγο – πραγματογνώμονα, που θα διορισθεί µε την παρούσα απόφαση από τον κατάλογο των πραγματογνωμόνων, που τηρείται στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, προκειμένου να γνωμοδοτήσει επί των οριζομένων στο διατακτικό θεμάτων. Τέλος, δεν διαλαμβάνεται διάταξη σχετική με τον προσδιορισμό και την επιβολή δικαστικών εξόδων, διότι η παρούσα απόφαση δεν είναι οριστική (άρθρο 191 παρ. 1 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση κατά το τυπικό της μέρος.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, προκειμένου, κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση, να προσκομιστεί, με τη φροντίδα του επιμελέστερου των διαδίκων, γραφολογική πραγματογνωμοσύνη.
ΔΙΟΡΙΖΕΙ πραγματογνώμονα την καταχωρισμένη στον τηρούμενο στο παρόν Δικαστήριο κατάλογο πραγματογνωμόνων, Γ. Α. … του Λυκούργου, ειδική δικαστική γραφολόγο, τηλέφωνο … κιν. … η οποία, αφού προηγουμένως δώσει το νόμιμο όρκο ενώπιον του Δικαστηρίoυ τούτου σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, κατά την πρώτη τακτική δικάσιμο αυτού επί πολιτικών υποθέσεων της τακτικής διαδικασίας (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από την επίδοση σε αυτή αντιγράφου της παρούσας απόφασης, συντασσόμενης σχετικής έκθεσης όρκισης και, αφού λάβει υπόψη της την έφεση, την αγωγή, τις προτάσεις, όλα τα έγγραφα του φακέλου της υπόθεσης, μεταξύ των οποίων οι αναφερόμενοι στο σκεπτικό της παρούσας λογαριασμοί μισθοδοσίας, που φέρονται να έχουν την υπογραφή του ενάγοντος, καθώς και δείγματα υπογραφής του τελευταίου (ενάγοντος), τόσο ενώπιόν της όσο και σε ανύποπτο χρόνο τεθέντα, έχοντας μάλιστα το δικαίωμα να ζητήσει από τους διαδίκους οποιοδήποτε χρήσιμο έγγραφο και κάθε αναγκαία για το έργο της πληροφορία (που όμως θα μνημονεύσει), θα γνωμοδοτήσει για τα διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό της παρούσας θέματα, ήτοι: α) για το αν οι υπογραφές που φέρουν οι προεκτιθέμενοι λογαριασμοί μισθοδοσίας ανήκουν στον ενάγοντα ή σε άλλο πρόσωπο και β) αν οι εν λόγω υπογραφές έχουν μεταφερθεί στους ως άνω λογαριασμούς μισθοδοσίας με «σκανάρισμα», όπως ισχυρίζεται ο ενάγων. Την αιτιολογημένη γνωμοδότησή της, η οποία θα προσκομισθεί κατά τη νέα συζήτηση της υπόθεσης που θα γίνει με κλήση του επιμελέστερου των διαδίκων, πρέπει να καταθέσει μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την όρκισή της στον Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου, από τον οποίον θα συνταχθεί και η σχετική έκθεση κατάθεσης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις -5-2015, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ