ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 2300 /2015
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(Τακτική Διαδικασία)
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και την Γραμματέα Σοφία Δέδε.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 24 Μαρτίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α. ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία …., που εδρεύει …………., νομίμως εκπροσωπούμενης, 2) εταιρείας με την επωνυμία … Ετερόρρυθμη Εταιρία, που εδρεύει στην ………… της Π. Ν. Α., νομίμως εκπροσωπούμενης και 3) Φ. Κ. του Σ., κατοίκου………., από τους οποίους οι δύο πρώτες παραστάθηκαν δια και ο τρίτος μετά του πληρεξούσιού τους δικηγόρου Δημητρίου Πολέμη.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία … και με διακριτικό τίτλο … ήδη μετονομασθείσας σε …., που εδρεύει Α., νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιού της δικηγόρου Αντωνίου Χόντου, 2) Α. Μ. – ως Προέδρου της …. και προεδρεύουσας του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής (από Ιούνιο 2010 έως σήμερα), στην έδρα αυτής Α., και 3) Δ. Λ. – ως Διευθύνοντα Συμβούλου της …. και μέλους του Δ.Σ. αυτής (από Ιούνιο 2010 έως σήμερα), στην έδρα αυτής Α., οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιού τους δικηγόρου Παναγιώτη Παππά, 4) Π. Α. – ως Προέδρου της …. και του Δ.Σ. αυτής (για τη χρονική περίοδο από 2007 έως Μάιο 2010), στην έδρα αυτής Α., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιού του δικηγόρου Γερασίμου Παναγιωτάτου – Τζάκη, 5) Ε. Γ. – ως Διευθύνοντα Συμβούλου της …. και μέλους του Δ.Σ. αυτής (για την περίοδο από 2008 έως Μάιο 2010), στην έδρα αυτής Α., 6) Ν. Μ. – ως υπεύθυνου για το Υποκατάστημα «Μ. Α.» στελέχους της Διεύθυνσης Εκμετάλλευσης Υποκαταστημάτων της … στην έδρα αυτής Α., 7) Γ. Γ. – ως προϊσταμένου της Διεύθυνσης Εκμετάλλευσης Υποκαταστημάτων της … στην έδρα αυτής Α. και 8) Ι. Μ. – ως Διευθυντή του Υποκαταστήματος «Μ. Α.» (για την περίοδο μετά τον Ιανουάριο 2011), στην έδρα αυτής στο Δ. Α., οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιού τους δικηγόρου Παναγιώτη Παππά.
Β. ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία …., που εδρεύει Η. Π. Α., νομίμως εκπροσωπούμενης, και 2) Φ. Κ. του Σ., κατοίκου…………, από τους οποίους η πρώτη παραστάθηκε δια και ο δεύτερος μετά του πληρεξούσιού τους δικηγόρου Δημητρίου Πολέμη.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία … και με διακριτικό τίτλο … ήδη μετονομασθείσας σε …. – που εδρεύει Α., νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιού της δικηγόρου Αντωνίου Χόντου.
Οι ασκηθείσες ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από 12-6-2012 (υπ’ αριθ. πράξεως καταθέσεως …) και από 16-10-2012 (υπ’ αριθ. πράξεως καταθέσεως …) αγωγές φέρονται προς συζήτηση με τις υπ’ αριθ. έκθ. κατ. … και … κλήσεις, οι οποίες προσδιορίστηκαν, μετά από αναβολή κατά τη δικάσιμο της 10ης Ιουνίου 2014, για την παραπάνω δικάσιμο και γράφηκαν στο πινάκιο, κατόπιν εκδόσεως της υπ’ αριθ. 2784/2013 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, δυνάμει της οποίας αυτές (αγωγές) συνεκδικάσθηκαν, κηρύχθηκε το Δικαστήριο αναρμόδιο για την εκδίκαση της από 29-1-2013 έγγραφης αίτησης του τρίτου των εναγόντων και δευτέρου των εναγομένων στην πρώτη και δεύτερη των ανωτέρω αγωγών, αντιστοίχως, περί χορηγήσεως σ’ αυτόν του ευεργετήματος της πενίας, παρέπεμψε αυτήν (αίτηση) προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την προσήκουσα ειδική διαδικασία και αναβλήθηκε η συζήτηση της υπόθεσης, προκειμένου κατά την επαναληφθησόμενη συζήτηση να προσκομιστεί είτε πράξη – απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, περί χορηγήσεως του αιτηθέντος ως άνω ευεργετήματος της πενίας, είτε, σε περίπτωση απορρίψεως της εν λόγω αιτήσεως, γραμμάτιο καταβολής ανάλογου δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις.
KATA TH ΣYZHTHΣH της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρονται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με τις υπ’ αριθ. έκθ. κατ. … και … κλήσεις προς συζήτηση – όπως το περιεχόμενο της δεύτερης παραδεκτώς διορθώθηκε με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου των καλούντων, που καταχωρίσθηκε νομότυπα στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου – οι ασκηθείσες ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου από 12-6-2012 (υπ’ αριθ. πράξεως καταθέσεως …) και από 16-10-2012 (υπ’ αριθ. πράξεως καταθέσεως …) αγωγές, αντίστοιχα, μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 2784/2013 απόφασης, δυνάμει της οποίας αυτές (αγωγές) συνεκδικάσθηκαν κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, κηρύχθηκε το Δικαστήριο αναρμόδιο για την εκδίκαση της από 29-1-2013 έγγραφης αίτησης του τρίτου των εναγόντων και δευτέρου των εναγομένων στην πρώτη και δεύτερη των ανωτέρω αγωγών, αντιστοίχως, περί χορηγήσεως σ’ αυτόν του ευεργετήματος της πενίας, παρέπεμψε αυτήν (αίτηση) προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την προσήκουσα ειδική διαδικασία και αναβλήθηκε η συζήτηση της υπόθεσης, προκειμένου κατά την επαναληφθησόμενη συζήτηση να προσκομιστεί είτε πράξη – απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, περί χορηγήσεως του αιτηθέντος ως άνω ευεργετήματος της πενίας, είτε, σε περίπτωση απορρίψεως της εν λόγω αιτήσεως, γραμμάτιο καταβολής ανάλογου δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις. Ήδη, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο – κατά την οποία θεωρείται κατ’ αντιμωλίαν δικαζόμενος και ο ένατος των εναγομένων στην από 12-6-2012 αγωγή, Ιωάννης Αλεξόπουλος, παρόλο που η αντίστοιχη υπ’ αριθ. έκθ. κατ. … κλήση δεν απευθύνεται σ’ αυτόν, καθόσον η παρούσα συζήτηση θεωρείται κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ συνέχεια της προηγούμενης, κατά την οποία αυτός παρέστη νομίμως (βλ. και Β. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση, έκδοση 1994, τόμος Β΄, υπό το άρθρο 254, αριθ. 8, 11, 23, 27 και 28, σελ. 165 – 169, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία και θεωρία) – προσκομίστηκε το προσήκον δικαστικό ένσημο για την από 12-6-2012 (υπ’ αριθ. πράξεως καταθέσεως …) αγωγή, κατόπιν εκδόσεως της υπ’ αριθ. 1270/2014 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων), δυνάμει της οποίας απορρίφθηκε η προεκτιθέμενη αίτηση χορηγήσεως του ευεργετήματος της πενίας.
Α. Από τη διάταξη του άρθρου 330 ΑΚ που ορίζει ότι: “ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίσθηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νομίμων αντιπροσώπων του”, συνάγεται ότι επί των δικαιοπρακτικών και δη των συμβατικών σχέσεων, αν δεν ορίσθηκε κάτι άλλο, ο οφειλέτης ενέχεται για κάθε, από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νομίμων αντιπροσώπων του, αθέτηση της υποχρέωσής του. Η αθέτηση αυτή της ενοχής του οφειλέτη μπορεί να συνίσταται σε οποιαδήποτε ανωμαλία στην εξέλιξη της ενοχής και δη είτε σε μη εκπλήρωση ή μη προσήκουσα εκπλήρωση της παροχής αυτού, όπως απαιτεί η καλή πίστη κατ’ άρθρα 287 και 288 ΑΚ, είτε στην κακή (ελαττωματική ή και επιβλαβή) εκπλήρωση της παροχής, από τις οποίες επέρχεται και βλάβη του δανειστή. Η ως άνω διάταξη καθορίζει έμμεσα και το περιεχόμενο της ευθύνης αυτής, χωρίς να παρίσταται ανάγκη αναδρομής ως προς αυτό στις περί αδυναμίας παροχής και υπερημερίας διατάξεις του ΑΚ, καθόσον η με αυτήν θεσπιζόμενη “ενοχή” του οφειλέτη, ιδίως σε περίπτωση αθέτησης εκ μέρους του της αρχικής υποχρέωσής του με την κακή και επιζήμια εκπλήρωση της παροχής (δηλ. σε περίπτωση θετικής παράβασης της ενοχής), δεν μπορεί να συνίσταται σε κάτι άλλο παρά σε αποζημίωση για ολική μη εκπλήρωση ή για πλημμελή εκπλήρωση, η ευθύνη δε αυτή προς αποζημίωση είναι δευτερογενής (ΕφΘεσ 2111/1996 Αρμ 50. 1323). Περίπτωση πλημμελούς εκπλήρωσης ενοχικής υποχρέωσης, υποχρέωση άρα προς αποζημίωση, υπάρχει και σε περίπτωση παράβασης παρεπόμενης υποχρέωσης. Όπως προαναφέρθηκε, η αθέτηση ενοχικής υποχρέωσης (και παρεπόμενης) μπορεί να συνίσταται σε μη προσήκουσα εκπλήρωση αυτής κατά τις επιταγές της καλής πίστης. Η αρχή της καλής πίστης, που διατυπώνεται κύρια με τη θεμελιακή διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, βασίζεται στην ιδέα ότι ναι μεν δανειστής και οφειλέτης επιδιώκουν συνήθως αντίθετα συμφέροντα και η ηθική της ενοχής επιτρέπει στον κάθε έναν την κατοχύρωση των δικών του συμφερόντων, δεν δικαιολογεί, όμως, την πλήρη παραγνώριση των συμφερόντων του άλλου μέρους, αλλά επιβάλλει ακόμη και τη συνεργασία μεταξύ τους για την ομαλή εξέλιξη της σχέσης, αξιώνοντας από τα δύο μέρη καλόπιστη συμπεριφορά. Έτσι, η καλή πίστη μπορεί να επιβάλλει είτε την επιχείρηση θετικών πράξεων είτε την παράλειψη ενεργειών, η δε γενική ρήτρα του άρθρου 288 ΑΚ επιτελεί συμπληρωματική λειτουργία, δηλαδή οι επιβαλλόμενες πράξεις ή παραλείψεις αναφέρονται σε θέματα που δεν προβλέπονται ειδικά από το νόμο ή τη σύμβαση (κενά νόμου ή δικαιοπραξίας) και, κατά συνέπεια, οι παρεπόμενες υποχρεώσεις είναι το κύριο πεδίο εφαρμογής του άρθρου αυτού, όταν όμως ειδικές συνθήκες το επιβάλλουν η καλή πίστη έχει διορθωτική αποστολή, ήτοι απαιτεί παρέκκλιση από την αρχική ρύθμιση της ενοχικής σχέσης (βλ. και ΑΠ 671/1994 ΝοΒ 43. 824, 1028/1990 ΝοΒ 39. 1380, ΕφΠειρ 73/2006 ΔΕΕ 2008. 1280). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ περί αδικοπραξιών προκύπτει ότι, για να υπάρξει αδικοπραξία και υποχρέωση του ζημιώσαντος να αποζημιώσει τον παθόντα και περαιτέρω να ικανοποιηθεί η ηθική βλάβη του τελευταίου κατά το άρθρο 932 ΑΚ, προϋποτίθεται ότι η ζημία (θετική ή αποθετική) προκλήθηκε παρά το νόμο (άρθρο 914 ΑΚ) ή από συμπεριφορά αντίθετη προς τα χρηστά ήθη (άρθρο 919 ΑΚ), από πράξη ή παράλειψη, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του δράστη, ήτοι σε δόλο ή αμέλεια και ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της ζημίας που επήλθε. Η ζημία είναι παράνομη, όταν με την πράξη ή την παράλειψη του υπαιτίου προσβάλλεται δικαίωμα ή και απλό συμφέρον του παθόντος προστατευόμενο από ορισμένη διάταξη νόμου, η οποία παραβιάσθηκε, ενώ ως κριτήριο των χρηστών ηθών και συνακόλουθα της αντίθετης προς αυτά συμπεριφοράς, λαμβάνονται υπόψη οι ιδέες που κατά τη γενική αντίληψη του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου επικρατούν σε μια δεδομένη χρονική περίοδο. Μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής είναι μεν πράξη παράνομη, δεν συνιστά όμως και αδικοπραξία κατά την έννοια των άρθρων 914 επ. ΑΚ. Είναι δυνατό, ωστόσο, μια ζημιογόνα ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Αυτό συμβαίνει όταν η ενέργεια αυτή, καθ’ εαυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση, θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον (βλ. ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22. 505, ΑΠ 1120/2005 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑΘ 302/2006 ΔΕΕ 2006. 513, ΕφΔωδ 182/2005 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Σύμφωνα, τέλος, με την κρατούσα θεωρία της διαφοράς, ως ζημία νοείται η διαφορά μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης του προσώπου που διαμόρφωσε η ζημιογόνος πράξη και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτή, ενώ δικαιούχος της αποζημίωσης από αδικοπραξία είναι εκείνος που ζημιώθηκε αμέσως από αυτή, δηλαδή ο φορέας του δικαιώματος ή του προστατευόμενου συμφέροντος που προσβλήθηκε από την αδικοπραξία (ΟλΑΠ 807/1973 ΝοΒ 22. 321). Με βάση δε την έννοια της ζημίας αλλά και τον αποκαταστατικό σκοπό του δικαίου της αποζημίωσης, αποκαθίσταται όλη η πραγματική ζημία που παθαίνει ο φορέας του θιγόμενου δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντος από τη βλάβη υλικού ή άυλου αγαθού ή από την απώλεια συγκεκριμένου πράγματος που έχει οικονομική αξία, και μάλιστα ανεξάρτητα από τον αν και σε ποιο βαθμό το χρησιμοποιούσε ή αν είχε πρόθεση ή νομική δυνατότητα μεταβίβασης αυτού (ΕφΠειρ 664/2002 ΕλλΔνη 2003. 203). Κατά τη διάταξη, εξάλλου, του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από την τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 118 του ίδιου Κώδικα, πρέπει να περιέχει, α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα και, συγκεκριμένα, λεπτομερή αναφορά των πραγματικών περιστατικών επί των οποίων ο τελευταίος στηρίζει την αξίωσή του και το δικαίωμά του να προτείνει αυτή κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου περί του οποίου ερίζουν οι διάδικοι, το οποίο πρέπει να περιγράφεται κατά τρόπο τόσο πιστό και επαρκή, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία για την ταυτότητά του και γ) ορισμένο αίτημα. Από τις ως άνω διατάξεις, σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 111 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, καθιερώνεται, μεταξύ άλλων, ως ουσιώδες και απαραίτητο στοιχείο της αγωγής, η ιστορική βάση, δηλαδή η ακριβής εξιστόρηση όλων των πραγματικών γεγονότων, από τα οποία, με βάση τους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου και ειδικότερα από την εφαρμοστέα νομική διάταξη, πηγάζει το επιδιωκόμενο δικαίωμα και η επικαλούμενη από τον ενάγοντα έννομη συνέπεια. Αν δεν περιέχονται στο αγωγικό δικόγραφο όλα τα ανωτέρω γεγονότα ή περιέχονται αυτά με ασάφειες ή ελλείψεις, τότε η αγωγή καθίσταται αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, η δε αοριστία αυτή της αγωγής συνιστά έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης και, γι’ αυτό, οδηγεί στην απόρριψη αυτής (αγωγής) και κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου, ως απαράδεκτης, γιατί τούτο (απαράδεκτο της αγωγής) ανάγεται στην προδικασία, η οποία αφορά τη δημόσια τάξη (ΑΠ 1629/2001 ΕλλΔνη 43. 418, 365/2000 ΕλλΔνη 41. 301, ΕφΑθ 2855/2008 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει, εκτός των άλλων, ότι η νομιμοποίηση, ως εξουσία διεξαγωγής συγκεκριμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση, η οποία καθορίζεται κατά κανόνα, ως προς το αντικείμενό της και τους φορείς της, από το ουσιαστικό δίκαιο, είναι απαραίτητο στοιχείο της αγωγής [βλ. και ΟλΑΠ 18/2005 ΝοΒ 53 (2005). 1075]. Η νομιμοποίηση του διαδίκου απορρέει, κατά κανόνα, αμέσως από το νόμο και κυρίως από διατάξεις του ουσιαστικού ή και του δικονομικού δικαίου και εκείνος που εμφανίζεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο δικαιούχος ή υπόχρεος, νομιμοποιείται καταρχήν, ως ενάγων ή εναγόμενος, αντίστοιχα [ΑΠ 26/2005 ΕλλΔνη 46 (2005). 1462]. Για τη νομιμοποίηση, συνεπώς, προς διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης, αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης (ΕφΙωαν 21/2005 ΕΕΝ 2005. 574). Τα θεμελιωτικά, εξάλλου, στοιχεία της νομιμοποίησης, ενεργητικής και παθητικής, πρέπει να αναγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, για να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη έννομη σχέση, γιατί ο ισχυρισμός για τη νομιμοποίηση αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, η δε συνέπεια της παράλειψης αναφοράς των στοιχείων νομιμοποίησης στο δικόγραφο της αγωγής είναι το απαράδεκτο αυτής [βλ. και ΕφΑΘ 5685/1999 ΕλλΔνη 41 (2000). 526]. Στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγοντες, με την υπό στοιχείο α΄ κρινόμενη αγωγή τους, εκθέτουν ότι, δυνάμει συμβάσεως που καταρτίστηκε μεταξύ της πρώτης εξ αυτών (εναγόντων) και της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, της οποίας αντιπροσωπευτικά όργανα ήταν οι λοιποί εναγόμενοι για τη χρονική περίοδο από το έτος 2005 και εντεύθεν, συμφωνήθηκε ο ελλιμενισμός στην Μ. Α., που εκμεταλλεύεται η τελευταία (α΄ εναγομένη), του ανήκοντος στην πλοιοκτησία της α΄ ενάγουσας και από τον Μάιο του 2010 στη δεύτερη εξ αυτών (εναγουσών), νομίμως εκπροσωπούμενη από τον τρίτο (ενάγοντα), ιδιωτικού σκάφους «…», για το χρονικό διάστημα από το έτος 1992 έως και το 2003˙ ότι από το έτος 2004 και μετά η πρώτη εναγομένη δεν συνέπραξε στην απομάκρυνση του ως άνω σκάφους από την Μ. Α., αν και της ζητήθηκε από τους ίδιους (ενάγοντες), αλλά συνέχιζε τη χρέωσή του με τέλη ελλιμενισμού˙ ότι, συνεπεία της οφειλόμενης σε υπαιτιότητα των αρμοδίων οργάνων της εναγόμενης εταιρείας, πλημμελούς φύλαξης του εν λόγω σκάφους, κατά παράβαση της νομικής υποχρέωσής τους να φυλάσσουν την περιουσία του καταναλωτικού κοινού σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, εκλάπησαν τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο αντικείμενα και εξαρτήματά του (σκάφους), συνολικής αξίας 46.300,00 ευρώ. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, ζητούν, όπως παραδεκτά περιορίστηκε, κατ’ άρθρο 223 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το καταψηφιστικό αίτημά τους, με δήλωση του πληρεξούσιού τους δικηγόρου, που καταχωρίσθηκε νομότυπα στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, αλλά και με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να τους καταβάλουν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, ως αποζημίωση, το ως άνω ποσό των 46.300,00 ευρώ, καθώς και το ποσό των 100.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την προπεριγραφόμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά τους, με το νόμιμο τόκο, για έκαστο των προαναφερθέντων κονδυλίων, από την επίδοση της αγωγής. Με τα ανωτέρω ως περιεχόμενο και αιτήματα, απορριπτομένης της ενστάσεως εκκρεμοδικίας που προέβαλαν οι εναγόμενοι, καθόσον οι ενάγοντες παραδεκτώς παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της επικαλούμενης σχετικά από τους πρώτους, ασκηθείσας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 7-3-2012 και με αριθ. κατ. 1938/2012 όμοιας με την κρινόμενη αγωγής τους, με δήλωση του πληρεξούσιού τους δικηγόρου που καταχωρίσθηκε νομότυπα στα υπ’ αριθ. 2784/2013 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 294 και 297 ΚΠολΔ), η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 9, 12 παρ. 1 και 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρα 22, 25 παρ. 2, 33 και 35 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ. 1, 2 και 3Α Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή, η οποία αφορά σε ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, ήτοι σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας ως προς την πρώτη ενάγουσα εταιρεία (Σ. Βρέλλη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2001, σελ. 1-2, Ηλ. Κρίσπη, Ιδ. Διεθνές δίκαιο, σελ. 12), είναι ερευνητέα στο σύνολό της, κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, και ειδικότερα: α) ως προς την ενδοσυμβατική ευθύνη της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, δεδομένου ότι δεν γίνεται επίκληση σχετικής ειδικότερης συμφωνίας, σύμφωνα με τα άρθρα 2, 3 και 4 παρ. 1 και 2 της από 19.6.1980 Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 1792/1988 (ΦΕΚ Α΄ 142/24.6.1988), διότι, εκ της ευρισκόμενης στην Ελλάδα (Μ. Α.) εγκατάστασης της πρώτης εναγομένης όπου έπρεπε σύμφωνα με την επίδικη σύμβαση να εκπληρωθεί η παροχή, τεκμαίρεται ότι το δίκαιο αυτό (ελληνικό) συνδέεται στενότερα με την ως άνω σύμβαση, και β) ως προς την επικαλούμενη αδικοπραξία, ως το δίκαιο της πολιτείας όπου διαπράχθηκε το αδίκημα (Ελλάδα), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 26 ΑΚ, καθώς και για τα ζημιογόνα γεγονότα που έλαβαν χώρα μετά τις 11 Ιανουαρίου 2009, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 3, 31 και 32 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ)», ως το δίκαιο της χώρας στην οποία επήλθε η ζημία και με την οποία εμφανίζει προδήλως στενότερο δεσμό η επικαλούμενη από τους ενάγοντες αδικοπραξία. Εντούτοις, η αγωγή κρίνεται, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προπαρατεθείσα μείζονα πρόταση της παρούσας και γενομένου δεκτού του σχετικού ισχυρισμού των εναγομένων, απορριπτέα στο σύνολό της ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, διότι, αφενός ως προς την ενδοσυμβατική ευθύνη της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, αφορώσα τη χρονική περίοδο μέχρι το 2004, οπότε κατά τα διαλαμβανόμενα στο αγωγικό δικόγραφο δεν ανανεώθηκε η ένδικη σύμβαση, δεν εξειδικεύονται οι ειδικές συνθήκες που επέβαλλαν, κατά παρέκκλιση από την αρχική ρύθμιση της επίδικης ενοχικής σχέσης της σύμβασης ελλιμενισμού του ιδιωτικού σκάφους «…» και σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, την παρεπόμενη υποχρέωση φύλαξής του εκ μέρους της (α΄ εναγομένης), αν ληφθεί υπόψη ότι η σύμβαση ελλιμενισμού σκάφους έχει ως βασική υποχρέωση την παραχώρηση της χρήσης του χώρου για τον ελλιμενισμό του και όχι τη φύλαξη του σκάφους ή την παροχή επιπρόσθετων υπηρεσιών (βλ. και ΕφΠειρ 605/2010 ΔΕΕ 2011. 220, ΕφΑθ 10868/1988 ΑρχΝ 1989. 426), αφετέρου ως προς την επικαλούμενη από τους ενάγοντες αδικοπραξία, δεν προσδιορίζεται στο υπό κρίση δικόγραφο με σαφήνεια ο χρόνος κατά τον οποίο εκλάπησαν τα εκτιθέμενα αντικείμενα και εξαρτήματα του σκάφους, αλλά αναφέρεται αορίστως ότι αυτό έλαβε χώρα κατά τα διαστήματα από 2002 – Οκτώβρη του 2008 και από Οκτώβρη 2008 έως την ημέρα σύνταξης της αγωγής, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατο για το Δικαστήριο να κρίνει εκτός των άλλων επί της προβληθείσας εκ μέρους των εναγομένων ενστάσεως παραγραφής των αγωγικών αξιώσεων, καθώς και επί της νομιμοποίησης των δύο πρώτων εναγουσών εταιρειών για τη διεξαγωγή της προκείμενης δίκης για τα μερικότερα αιτούμενα ποσά, αφού, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, η πλοιοκτησία του ως άνω σκάφους μεταβιβάστηκε τον Μάιο του 2010 από την πρώτη στη δεύτερη εξ αυτών (εναγουσών), οπότε η τελευταία κατέστη πλέον δικαιούχος της αιτούμενης αποζημίωσης από αδικοπραξία, αναφορικά με τις επικαλούμενες στο δικόγραφο κλοπές που έλαβαν χώρα μετά τον ως άνω χρόνο, ως αμέσως ζημιωθείσα από αυτές (ο έτερος ενάγων Φραντζέσκος Καλλιβρούσης, νόμιμος εκπρόσωπος των πλοιοκτητριών εταιρειών, τυγχάνει τρίτος σε σχέση με το επίδικο σκάφος και, συνεπώς, ως μη δικαιούχος της παραπάνω αποζημίωσης και της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, στερείται της ενεργητικής νομιμοποίησης για την άσκηση των αγωγικών αξιώσεων, βλ. και ΑΠ 566/2010 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ας σημειωθεί, τέλος, ότι η αγωγή πάσχει αοριστίας και για το λόγο ότι σ’ αυτή δεν προσδιορίζεται με επάρκεια και σαφήνεια κατ’ είδος (μάρκα, μοντέλο, ημερομηνία αγοράς) και αξία κάθε ένα από τα κλαπέντα αντικείμενα, αλλά γίνεται απλή αναφορά και περιγραφή αυτών, με συνέπεια να καθίσταται αδύνατο στους μεν εναγομένους να απαντήσουν στο δε Δικαστήριο να προβεί σε εκτίμηση των κονδυλίων αυτών από ουσιαστική άποψη, η αοριστία δε αυτή δεν είναι δυνατόν να θεραπευθεί ούτε με τις προτάσεις των εναγόντων ούτε με παραπομπή στα έγγραφα που προσκομίζουν αυτοί σχετικά, ούτε από την εν γένει εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 496/1990 ΕΕΝ 1991. 95, ΕφΠειρ 714/1999 ΠειρΝ 2000. 41). Τέλος, πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, κατόπιν και του σχετικού αιτήματός τους, σε βάρος των εναγόντων, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 180 παρ. 1 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας.
Β. Με την υπό στοιχείο β΄ κρινόμενη αγωγή της, η ενάγουσα εκθέτει ότι, με την από 13-4-2003 αίτηση – δήλωση, η πρώτη εναγόμενη εταιρεία, δια του νομίμου εκπροσώπου της, δευτέρου εναγομένου, της ζήτησε τη διάθεση χώρου για τον ελλιμενισμό του σκάφους με την ονομασία «…» (πρώην ARAL II), υπό σημαία Η.Π.Α. (αριθ. νηολογίου WILMINGTON DELAWARE DL 9180A), που ανήκε στην πλοιοκτησία της, στη Μ. Α. Αττικής, την οποία η ίδια (ενάγουσα) εκμεταλλεύεται· ότι, παρά την παροχή χώρου ελλιμενισμού και των συναφών υπηρεσιών στο ως άνω σκάφος, οι εναγόμενοι δεν της έχουν καταβάλει τα αναφερόμενα αναλυτικά στο δικόγραφο τέλη ελλιμενισμού, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην αγωγή σχετικά τιμολόγια, που προσδιορίζονται και εγκρίνονται με Αποφάσεις του Υπουργού Ανάπτυξης, για το χρονικό διάστημα από την 1-4-2010 έως και την 1-10-2012, συνολικού ύψους 20.582,39 ευρώ. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να της καταβάλουν εις ολόκληρον το ανωτέρω ποσό, νομιμοτόκως από τη λήξη κάθε μήνα ελλιμενισμού, κατά τα ειδικότερα συνομολογηθέντα στην επίδικη σύμβαση, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Με τα ανωτέρω ως περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 9, 12 παρ. 1 και 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (κατ’ άρθρο 33 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51 Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) και, συνεπώς, έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπό κρίση διαφοράς (άρθρα 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή, η οποία αφορά σε ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, ήτοι σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας ως προς την α΄ εναγόμενη εταιρεία, είναι ερευνητέα, δεδομένου ότι δεν γίνεται επίκληση σχετικής ειδικότερης συμφωνίας, κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 3 παρ. 1 της από 19.6.1980 Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 1792/1988 (ΦΕΚ Α΄ 142/24.6.1988), καθόσον υφίσταται εν προκειμένω σιωπηρός μετασυμβατικός καθορισμός, αφού η ενάγουσα θεμελιώνει ρητά τις αξιώσεις της στο ημεδαπό δίκαιο, χωρίς να υφίσταται επ’ αυτού αμφισβήτηση εκ μέρους των εναγομένων (βλ. και ΕφΠειρ 27/2001 ΕΝΔ 30. 19). Κατ’ ακολουθίαν, η αγωγή είναι, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου αιτιάσεων των εναγομένων, επαρκώς ορισμένη, καθόσον περιέχονται σ’ αυτή με σαφήνεια και πληρότητα όλα τα απαιτούμενα κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ στοιχεία, ήτοι η κατάρτιση της ένδικης σύμβασης, η διάρκειά της και το αντικείμενό της, που αφορά σε παροχή χώρου ελλιμενισμού για το σκάφος «…» της πρώτης εναγομένης έναντι των εγκεκριμένων με τις αναφερόμενες Υπουργικές Αποφάσεις τιμολογίων, όπως αυτά εξειδικεύονται στο αγωγικό δικόγραφο κατά οφειλόμενο ανά μήνα ποσό τελών ελλιμενισμού και αμοιβών για την παροχή συναφών υπηρεσιών εξυπηρέτησης του σκάφους, σύμφωνα με τις επισυναπτόμενες αναλυτικές χρεωστικές καρτέλες πελάτη, και νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 341 εδ. α΄, 345 εδ. α΄, 346, 361 και 481 του ΑΚ, 907 και 908 παρ. 1 στοιχ. στ΄ ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι, για το παραδεκτό της συζήτησής της, έχει καταβληθεί το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ’ αριθ. 4581114 σειρά Χ διπλότυπο είσπραξης τύπου Α της ΔΟΥ Γ΄ Πειραιά, με τα επικολληθέντα σ’ αυτό ένσημα υπέρ του Τ.Ν. και του Ε.Τ.Α.Α.).
Σύμφωνα με το άρθρο 281 του ΑΚ, «η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι τάσσονται ως αντικειμενικά κριτήρια ασκήσεως των δικαιωμάτων: α) η καλή πίστη, δηλαδή η στον έντιμο και εχέφρονα άνθρωπο υπαγορευόμενη συμπεριφορά, β) ή τα χρηστά ήθη, δηλαδή οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη ηθικού και συνετού, μέσου κοινωνικού ανθρώπου, γ) ή ο εγκείμενος στο δικαίωμα κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του, και απαγορεύεται η άσκησή τους, όταν υπερβαίνει ολοφάνερα τα τασσόμενα με τα κριτήρια αυτά ακραία όρια είτε διότι προηγήθηκε μακρά αδράνεια του δικαιούχου, που δημιούργησε εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα, του οποίου η άσκηση πλέον συνεπάγεται δυσανάλογα μεγαλύτερη ζημία για τον υπόχρεο από την ωφέλεια που προσδοκά από την άσκησή του ο δικαιούχος (ΟλΑΠ 2101/1984 ΝοΒ 1985. 648), είτε διότι η προηγηθείσα της ασκήσεως του δικαιώματος συμπεριφορά του δικαιούχου καθ’ εαυτή και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το μεσολαβήσαν χρονικό διάστημα, δεν δικαιολογούν επαρκώς τη μεταγενέστερη άσκησή του, από την οποία προκύπτει προφανής υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης (ΟλΑΠ 62/1990 ΕλλΔνη 1991. 501), είτε για άλλους λόγους, εφόσον τα προβαλλόμενα και αποδεικνυόμενα με αυτοτελή ισχυρισμό πραγματικά περιστατικά μπορούν να υπαχθούν σε μία από τις προαναφερόμενες περιπτώσεις υπερβάσεως των ανεκτών από το νόμο ορίων ασκήσεως του δικαιώματος. Σημειωτέον δε ότι δεν αποτελεί ισχυρισμό (δικαιοκωλυτική ένσταση) κατ’ άρθρ. 281 ΑΚ η αμφισβήτηση της ύπαρξης αυτού καθ’ εαυτού του δικαιώματος του ενάγοντος, λόγω είτε μη επέλευσης των σχετικών δικαιογόνων πραγματικών περιστατικών ή λόγω επέλευσης δικαιοφθόρων (αποσβεστικών) περιστατικών, καθόσον η διάταξη αυτή του άρθρου 281 ΑΚ δεν δύναται να αντιταχθεί κατά δικαιωμάτων αλλά του τρόπου άσκησής τους κατά τις προμνησθείσες προϋποθέσεις (ΕφΘεσ 601/2005 ΝοΒ 53. 1119), ήτοι η εφαρμογή της προϋποθέτει ότι ο ενιστάμενος καταφάσκει την ύπαρξη του δικαιώματος (ΕφΘεσ 721/2010 Αρμ 2011. 951).
Περαιτέρω, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 440 και 441 ΑΚ, το διαπλαστικό δικαίωμα της προτάσεως συμψηφισμού δημιουργείται από τότε που δύο αντίθετες απαιτήσεις, οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού, θα συνυπάρξουν. Από το χρονικό αυτό σημείο, παρέχεται κατά νόμο η δυνατότητα αφενός στο δικαιούχο της (αντ)απαιτήσεως να αποσβέσει μονομερώς την απαίτηση του δανειστή του, προτείνοντας την ανταπαίτησή του σε συμψηφισμό, αφετέρου στους δανειστές και οφειλέτες να προβούν σε συμβατικό συμψηφισμό (συμβιβασμό). Η πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων αναδρομικά, δηλαδή από τότε που συνυπήρξαν. Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 262 § 1 και 222 § 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για να είναι ορισμένος ο ισχυρισμός περί μονομερούς συμψηφισμού ή η ένσταση συμψηφισμού πρέπει να γίνεται αναφορά με τρόπο σαφή και ορισμένο των περιστατικών που θεμελιώνουν κατά νόμο την προτεινόμενη σε συμψηφισμό ληξιπρόθεσμη και ομοειδή ανταπαίτηση κατά του δανειστή, χωρίς να υφίσταται δυνατότητα αναπλήρωσης και κατ’ ακολουθία θεραπείας της για το λόγο αυτόν αοριστίας της ένστασης, με αναφορά σε άλλα έγγραφα, που αναφέρονται τα περιστατικά αυτά, με ανάλογη εφαρμογή και στην περίπτωση αυτή των όσων ισχύουν για το ορισμένο της αγωγής (βλ. ΑΠ 811/2014 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», 7/1976 ΝοΒ 24. 537). Ειδικότερα, για να είναι ορισμένος ο ισχυρισμός περί μονομερούς συμψηφισμού ή η ένσταση συμψηφισμού, πρέπει να διαλαμβάνεται σαφής έκθεση των δικαιοπαραγωγικών της ανταπαίτησης γεγονότων, ήτοι πρέπει να αναφέρεται: α) περιγραφή, χρόνος γέννησης και το ποσό των αμοιβαίων απαιτήσεων, που προτείνονται σε συμβιβασμό (ΑΠ 793/2005 ΕλλΔνη 49. 205), β) ότι οι απαιτήσεις είναι ομοειδείς (ΑΠ 386/1978 ΝοΒ 27. 174), γ) ότι οι απαιτήσεις είναι υποστατές και έγκυρες (ΑΠ 181/1995 ΕλλΔνη 1996. 1344) και δ) ότι οι αξιώσεις είναι ληξιπρόθεσμες και αγώγιμες (Β. Βαθρακοκοίλης, ΕΡΝΟΜΑΚ, έκδοση 2003, τόμος Β΄, υπό το άρθρο 440, αρ. 6, σελ. 550). Ειδάλλως, ήτοι εφόσον δεν εξειδικεύονται τα παραγωγικά της ανταπαιτήσεως πραγματικά περιστατικά ή δεν καθορίζονται επακριβώς τα επιμέρους χρηματικά κονδύλια που απαρτίζουν την ανταπαίτηση κατά του δανειστή, ώστε να καταστεί εφικτό στον ενάγοντα να απαντήσει σ’ αυτή, στο δε δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο σχετικός ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως αόριστος (βλ. και ΑΠ 811/2014 ό.π., ΑΠ 789/1975 ΝοΒ 24. 755). Στην προκείμενη περίπτωση, οι εναγόμενοι, αφού αρνούνται την κρινόμενη υπό στοιχείο β΄ αγωγή, ισχυρίζονται στη συνέχεια παραδεκτώς με τις έγγραφες προτάσεις τους, αλλά και προφορικώς κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, αντικρούοντας αυτή (αγωγή), ότι καταχρηστικώς ασκείται εν προκειμένω η ένδικη αξίωση της ενάγουσας, διότι η τελευταία αυθαίρετα, παράνομα και αντισυμβατικά, εκμεταλλευόμενη ότι το σκάφος «…» της πρώτης εξ αυτών (εναγομένων) τελεί σε συντηρητική κατάσχεση από 17-1-2011 και επικαλούμενη τον ανενεργό από 31-12-2003 όρο της μεταξύ τους συναφθείσας σύμβασης περί αυτόματης ανανέωσής της, προέβη σε υπερχρεώσεις για τα οφειλόμενα τέλη ελλιμενισμού του ως άνω σκάφους και λοιπών παρασχεθέντων υπηρεσιών, αν και ουδέποτε παρασχέθηκαν στην πραγματικότητα τέτοιες υπηρεσίες σ’ αυτό (σκάφος) κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, αφού δεν βρισκόταν στο θαλάσσιο χώρο της Μαρίνας αλλά πλημμελώς τοποθετημένο σε ακατάλληλη, εντελώς αφύλακτη θέση, στο χερσαίο χώρο αυτής. Περαιτέρω, προτείνουν παραδεκτώς σε συμψηφισμό αφενός τη διαλαμβανόμενη στην υπό στοιχείο α΄ ως άνω αγωγή τους απαίτησή τους εναντίον της ενάγουσας για αποζημίωση ύψους 46.300,00 ευρώ, χωρίς να συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 222 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ήτοι αναστολή της εκδίκασης της εν λόγω ένστασης συμψηφισμού, αφού επί συνεκδικάσεως της αγωγής και της ένστασης δεν υπάρχει ο σκοπός για τον οποίο προβλέφθηκε η επί εκκρεμοδικίας αναστολή, δηλαδή η αποτροπή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων με ισοδύναμο δεδικασμένο και η επίτευξη οικονομίας χρόνου και δαπάνης (βλ. και ΑΠ 31/1985 ΝοΒ 33. 1417, ΕφΑθ 4857/1999 ΔΕΕ 1999. 873), αφετέρου έτερη απαίτηση κατά της ενάγουσας ποσού 30.000,00 ευρώ, στο οποίο ανέρχεται η δαπάνη αποκατάστασης της λειτουργίας των συστημάτων και των κύριων μηχανών πρόωσης του ως άνω σκάφους, τα οποία υπέστησαν τις επικαλούμενες από τους ίδιους (εναγομένους) ζημίες, οφειλόμενες σε υπαιτιότητα της πρώτης (ενάγουσας). Από τους ως άνω ισχυρισμούς, ο πρώτος είναι μη νόμιμος και εντεύθεν απορριπτέος, καθόσον όσα οι εναγόμενοι επικαλούνται μ’ αυτόν και αληθή υποτιθέμενα, δεν πληρούν το πραγματικό του κανόνα δικαίου του άρθρου 281 του ΑΚ, ήτοι δεν μπορούν να υπαχθούν σε μία από τις αναφερόμενες στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη, περιπτώσεις υπερβάσεως των ανεκτών από το νόμο ορίων ασκήσεως του δικαιώματος της ενάγουσας (βλ. και ΟλΑΠ 8/2001 ΕλλΔνη 2001. 382), αλλά αντιθέτως δύναται να εκτιμηθεί μόνο ως αιτιολογημένη άρνηση της υπό κρίση αγωγής. Η έτερη δε ένσταση συμψηφισμού που προέβαλαν οι εναγόμενοι, είναι, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην αμέσως προπαρατεθείσα μείζονα πρόταση, απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, κατά τα διαλαμβανόμενα ως άνω αναφορικά με τη για τον ίδιο λόγο απόρριψη της υπό στοιχείο α΄ αγωγής, και, ως προς την επικαλούμενη απαίτηση αποζημίωσης ύψους 30.000,00 ευρώ, διότι οι εναγόμενοι δεν εξειδικεύουν με σαφήνεια τα ποσά που θα υποχρεωθούν να δαπανήσουν για κάθε αιτία ξεχωριστά, αλλά αναφέρουν ένα συνολικό ποσό που θα απαιτηθεί, με βάση την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη απ’ αυτούς τεχνική έκθεση, για τις εν γένει εργασίες επισκευών και αντικαταστάσεων των συστημάτων και των κύριων μηχανών πρόωσης του ως άνω σκάφους, με συνέπεια να καθίσταται αδύνατο στη μεν ενάγουσα να απαντήσει στο δε Δικαστήριο να προβεί σε προσήκουσα απόδειξη ενός εκάστου κονδυλίου.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάσθηκαν νόμιμα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχονται στα υπ’ αριθ. 2784/2013 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, από όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα, καθώς και από την επισκόπηση των φωτογραφιών που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι εναγόμενοι, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την από 13-4-2003 αίτηση – δήλωση, η πρώτη εναγόμενη εταιρεία, δια του νομίμου εκπροσώπου της, δευτέρου εναγομένου, ζήτησε από την ενάγουσα την ανανέωση της από το 2001 σύμβασης διάθεσης χώρου για τον ελλιμενισμό του ιδιωτικού σκάφους / θαλαμηγού αναψυχής με την ονομασία «…» (πρώην ARAL II), υπό σημαία Η.Π.Α. (αριθ. νηολογίου WILMINGTON DELAWARE DL 9180A), που ανήκε στην πλοιοκτησία της, για το χρονικό διάστημα από 9-3-2003 έως 31-12-2003, στη Μ. Α. Αττικής, την οποία η τελευταία (ενάγουσα) εκμεταλλεύεται. Με την αποδοχή δε της ως άνω αίτησης από τον Διευθυντή της Μαρίνας καταρτίστηκε η επίδικη σύμβαση ελλιμενισμού του προεκτιθέμενου σκάφους αρχικά στο θαλάσσιο χώρο της Μ. Α. και εν συνεχεία στο χερσαίο χώρο αυτής, όπου και παραμένει, εφαρμοζομένων των διατάξεων του Γενικού Κανονισμού Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων (ΦΕΚ 1323Β/16-9-2003). Η εν λόγω σύμβαση, μάλιστα, ανανεώθηκε ετησίως διαδοχικά για το χρονικό διάστημα από την 1-1-2004 έως την 1-10-2012, όπως ακριβώς ορίζεται στο άρθρο 4.2 αυτής (επίδικης σύμβασης), όπου αναφέρεται επί λέξει ότι «σε περίπτωση λήξεως του συμφωνητικού, εάν τυχόν ο ΠΕΛΑΤΗΣ δεν έχει ενημερώσει κατά τα ως άνω εγγράφως την ΕΤΑΙΡΕΙΑ για την παράταση ή όχι της παραμονής του σκάφους, δια του παρόντος Ο ΠΕΛΑΤΗΣ παρέχει προς την ΕΤΑΙΡΕΙΑ την ανέκκλητη εντολή να ανανεώσει αυτομάτως το συμφωνητικό για περίοδο ίση με την αρχικώς συμφωνηθείσα, χωρίς τη συγκατάθεσή του και να τον χρεώνει σύμφωνα με τον ισχύοντα τότε Τιμοκατάλογο και τους όρους αυτού». Από οιοδήποτε δε αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι ενημέρωσαν κατ’ άρθρο 4.1 της εν λόγω σύμβασης την ενάγουσα για την παράταση ή όχι της παραμονής του ως άνω σκάφους στις εγκαταστάσεις της στη Μ. Α. τουλάχιστον 30 ημέρες πριν τη λήξη του συμβατικού χρόνου ελλιμενισμού του, ώστε να μην ανανεωθεί αυτομάτως η επίδικη σύμβαση κατά τα προαναφερθέντα, αλλά αντιθέτως οι προσκομιζόμενες επιστολές τους προς την ενάγουσα αφορούσαν προτάσεις για διακανονισμό της οφειλής τους προς αυτή. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 2 παρ. 6 και 7 του Ν. 2251/1994 και 179 ΑΚ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι ο προεκτιθέμενος όρος περί αυτόματης ανανέωσης της σύμβασης είναι καταχρηστικός, άκυρος και ανίσχυρος, επειδή κατά παράβαση της καλής πίστης και των χρηστών ηθών δεσμεύει υπέρμετρα την βούλησή τους, καθόσον, λαμβανομένων υπόψη της φύσης των παρεχόμενων εν προκειμένω υπηρεσιών, του σκοπού της ένδικης σύμβασης, των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλων των υπολοίπων όρων της, μεταξύ των οποίων και αυτός του άρθρου 4.1, κατά τον οποίο ο πελάτης διατηρεί αυτούσιο το δικαίωμα να αποδεσμευτεί από τη συναφθείσα σύμβαση, δηλώνοντας εγγράφως στην εταιρεία, μέσα σε εύλογο χρονικό περιθώριο 30 ημερών πριν τη λήξη του συμβατικού χρόνου, για την παράταση ή όχι της παραμονής του σκάφους του στις εγκαταστάσεις της στη Μ. Α., δεν προέκυψε ο καταχρηστικός χαρακτήρας του ως άνω όρου και οιαδήποτε εξ αυτού υπερβολική δέσμευση των εναγομένων. Εξάλλου, όπως αποδείχθηκε, παρά την παροχή χώρου ελλιμενισμού και των συναφών υπηρεσιών στο ως άνω σκάφος από την ενάγουσα, χωρίς να ασκεί νομική επιρροή, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, εάν το εν λόγω σκάφος καταλαμβάνει χώρο στη στεριά και όχι στα θαλάσσιο χώρο της Μ. Α., αφού, όπως αναφέρεται στο άρθρο 1.1 του ως άνω Γενικού Κανονισμού Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, ως χώρος της Μαρίνας νοείται τόσο ο θαλάσσιος όσο και ο χερσαίος, οι τελευταίοι (εναγόμενοι) δεν της έχουν καταβάλει τα αιτούμενα με την υπό κρίση αγωγή ποσά μηνιαίων τελών ελλιμενισμού και αμοιβών για την παροχή συναφών υπηρεσιών εξυπηρέτησης του σκάφους, για το χρονικό διάστημα από 1-4-2010 έως και 1-10-2012, συνολικού ύψους 20.582,39 ευρώ, όπως αυτά εξειδικεύονται στα επιμέρους εκδοθέντα από την ενάγουσα τιμολόγια, που έχουν εγκριθεί με τη με αριθμό 1634/2007 απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ 196 Β/15-2-2007), η οποία προσδιορίζει τα τιμολόγια ελλιμενισμού ανά μέτρο, ανά μήνα, καθώς και των λοιπών παρεχομένων υπηρεσιών, στον τουριστικό Λιμένα Αλίμου, για το έτος 2006 και εφεξής, προσδιορίζοντας το ετήσιο ποσό αναπροσαρμογής προσαυξημένο κατά το ποσοστό αύξησης του τιμάριθμου κόστους ζωής του προηγούμενου έτους, πλέον ποσοστού 1%, σε εκτέλεση του άρθρου 31 Α του Ν. 2160/1993, κατά τα διαλαμβανόμενα στις κάτωθι παρατιθέμενες καρτέλες πελατών που νόμιμα προσκόμισε μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα, ήτοι:
……………………………………………………………………………………
……………………………………………………………………………………
………………………………………………………………………………….
…………………………………………………………………………..
………………………………………………………………………………………………..
…………………………………………………………………………………..
Συνεπώς, πρέπει η αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη τόσο ως προς τον δεύτερο των εναγομένων, νόμιμο εκπρόσωπο της πρώτης εξ αυτών, σύμφωνα με τα άρθρα 5.6 της ένδικης σύμβασης και 2 παρ. 4 του εφαρμοζόμενου κατά τα ανωτέρω Γενικού Κανονισμού Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, με τα οποία θεσπίζεται σωρευτική εκ του νόμου αναδοχή των υποχρεώσεων του πλοιοκτήτη προς τους φορείς διαχείρισης τουριστικών λιμένων από το νόμιμο εκπρόσωπο ή και το χρήστη του σκάφους, όσο και ως προς την πρώτη εναγόμενη εταιρεία, απορριπτομένης της ένστασης ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησής της, αφού δεν προέκυψε από κάποιο νόμιμα προσκομιζόμενο και επικαλούμενο έγγραφο ότι η εν λόγω εταιρεία έχει νομότυπα λυθεί και έχει επέλθει η εξαφάνιση της νομικής της προσωπικότητας, ώστε να πάψει να υφίσταται ως υποκείμενο δικαίου και να έχει την ικανότητα διαδίκου (άρθρο 62 ΚΠολΔ), ούτε ότι έχει ολοκληρωθεί η μεταβίβαση της κυριότητας του ως άνω σκάφους από την τελευταία στην εδρεύουσα στην Άνδρο εταιρεία με την επωνυμία «… Ετερόρρυθμη Εταιρία», μετά τη σύναψη της επικαλούμενης από τους εναγομένους από 5-5-2010 σύμβασης πωλήσεως αυτού, αν ληφθεί υπόψη ότι δεν προέκυψε ούτε οι τελευταίοι (εναγόμενοι) επικαλούνται ότι έλαβε χώρα η προβλεπόμενη στο άρθρο 8 παρ. 8.5 του Γενικού Κανονισμού Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, έγγραφη ενημέρωση της ενάγουσας περί της εν λόγω αλλαγής της πλοιοκτησίας – ιδιοκτησίας του ανωτέρω σκάφους. Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει οι εναγόμενοι να υποχρεωθούν να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 20.582,39 ευρώ, νομιμοτόκως, για κάθε μερικότερο κονδύλιο όπως αυτά προσδιορίζονται αναλυτικά στις προεκτιθέμενες καρτέλες πελατών, από την επόμενη ημέρα της λήξης του αντίστοιχου μήνα ελλιμενισμού, σύμφωνα με τα συνομολογηθέντα στο άρθρο 5.1. της ένδικης σύμβασης. Ωστόσο, το αίτημα περί κηρύξεως της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί, γιατί η καθυστέρηση της εκτέλεσης δεν θα επιφέρει σημαντική ζημία στην ενάγουσα ούτε συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι. Τέλος, πρέπει η δικαστική δαπάνη της τελευταίας, κατόπιν και του σχετικού αιτήματός της, να επιβληθεί εις βάρος των εναγομένων λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 180 παρ. 3 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις με αριθμούς έκθεσης κατάθεσης α) … και β) … αγωγές κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπό στοιχείο α΄ ως άνω αγωγή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους ενάγοντες στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων διακοσίων (3.200,00) ευρώ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό, τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό.
ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά την υπό στοιχείο β΄ ως άνω αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγομένους να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το ποσό των είκοσι χιλιάδων πεντακοσίων ογδόντα δύο ευρώ και τριάντα εννέα λεπτών (20.582,39), με το νόμιμο τόκο από τη δήλη ημέρα καταβολής εκάστου κονδυλίου, κατά τα διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό της παρούσας.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγομένους στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των χιλίων τριακοσίων (1.300,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις -6-2015, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ