Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός Αποφάσεως    2310/2015

(Αριθμός καταθέσεως ανακοπής: …)

(Αριθμός καταθέσεως προσθέτων λόγων ανακοπής: …)

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δαμασιώτου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και τη από τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ, δημόσια, στο ακροατήριο του, στις 7 Οκτωβρίου 2014, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ – ΑΣΚΟΥΣΑΣ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει  Μ. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων της Κυριάκου Σαμπάνη και Θεοδώρας Πατρινέλλη.

Της ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ – ΚΑΘ’ ΗΣ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: Της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», που εδρεύει  Π. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και ήταν απούσα.

Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 4-1-2013 ανακοπή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό … και προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 26-2-2014, κατά την οποία αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Επίσης, η ανακόπτουσα – ασκούσα πρόσθετους λόγους ανακοπής ζητεί να γίνουν δεκτοί οι από 21-2-2014 πρόσθετοι λόγοι ανακοπής της, που κατατέθηκαν με αυτοτελές δικόγραφο στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό … και προσδιορίστηκαν για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκαν στο πινάκιο.

Κατά τη δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της ανακόπτουσας – ασκούσας τους πρόσθετους λόγους ανακοπής, που παραστάθηκαν όπως αναφέρεται παραπάνω, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

(Α) Νομίμως φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αφενός η από 4-1-2013 και με αριθμό καταθέσεως δικογράφου … ανακοπή και οι από 21-2-2014 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, με αντικείμενο την ακύρωση της υπ’ αρ. … διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της από 28-12-2012 επιταγής προς πληρωμή που συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο εξ απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής. Πρέπει δε να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, καθώς είναι συναφείς μεταξύ τους, δεδομένου ότι αναφύονται από την ίδια ιστορική αιτία, υπάγονται στην ίδια -εν προκειμένω τακτική- διαδικασία και κατά τον τρόπο αυτό, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της συζητήσεως και εξυπηρετείται η αρχή της οικονομίας της δίκης και η μείωση των εξόδων, σύμφωνα με τα άρθρα 31, 246, 285, 585 ΚΠολΔ (ΜΠρΧαν 354/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).               (Β) 1. Σύμφωνα με το άρθρο 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, ο οφειλέτης, κατά του οποίου στρέφεται διαταγή πληρωμής, έχει το δικαίωμα μέσα σε δέκα πέντε εργάσιμες ημέρες από την επίδοσή της να ασκήσει ανακοπή, η οποία απευθύνεται στο δικαστήριο που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής. Ως προς τη διαδικασία προσδιορισμού και συζήτησης της ανακοπής αυτής, κατά την ακριβή διατύπωση του άρθρου 632 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 4055/2012, ορίζεται ότι «Η άσκηση της ανακοπής, η συζήτηση της οποίας προσδιορίζεται υποχρεωτικά εντός εξήντα (60) ημερών ή εντός ενενήντα (90) ημερών, αν ο διάδικος διαμένει στην αλλοδαπή ή έχει άγνωστη διαμονή, και εκδικάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 643 και 591 παράγραφος 1 περίπτωση α` ΚΠολΔ». Το αληθές νόημα της ανωτέρω διάταξης, καθώς και ο σκοπός της αντικατάστασής της με το ως άνω περιεχόμενο προκύπτουν από την επισκόπηση της αιτιολογικής έκθεσης του ν. 4055/2012, που την τροποποίησε, αλλά και από την

2ο φύλλο της με αριθμό ………/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία)

Αιτιολογική έκθεση του. Σύμφωνα, επομένως, με το άρθρο 14 του παραπάνω νόμου, «προβλέπεται ότι η ανακοπή θα συζητηθεί εντός εξήντα ημερών με τη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων και η απόφαση θα εκδοθεί εντός εξήντα ημερών από τη συζήτηση. Σε περίπτωση άσκησης αίτησης αναστολής, αυτή θα συζητηθεί υποχρεωτικά στην ίδια δικάσιμο με την ανακοπή από το ίδιο δικαστήριο, το οποίο και θα αποφασίσει για την αναστολή της εκτελεστότητας ή όχι. Με τον τρόπο αυτόν επιτυγχάνεται όχι μόνον η επιτάχυνση των σχετικών δικών, αλλά και επέρχεται η αποσυμφόρηση των υποθέσεων, κυρίως των ασφαλιστικών μέτρων. Σημειώνεται ότι τα ίδια ισχύουν και για τις ανακοπές του άρθρου 933». Εξάλλου, ένας από τους βασικούς άξονες του παραπάνω νόμου, ο οποίος τιτλοφορείται «Για τη δίκαιη δίκη και την εύλογη διάρκεια αυτής», είναι η επίτευξη της εκδίκασης των υποθέσεων των πολιτών σε εύλογη και σύντομη προθεσμία (Αιτιολογική Έκθεση του ν. 4055/2012, Α. Γενικό Μέρος). Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ότι ο σκοπός του νομοθέτη είναι, εν προκειμένω, η επιτάχυνση των δικών, που ανοίγονται με την άσκηση ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, ως εκ τούτου, καθιερώνεται εξαιρετικά σύντομος προσδιορισμός τους και ορίζεται για τη συζήτησή τους στο ακροατήριο η εφαρμογή των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 περ. α` ΚΠολΔ, ανεξαρτήτως της φύσης της απαίτησης (βλ. την προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 632 παρ. 3 ΚΠολΔ, που όριζε την εκδίκαση της ανακοπής σύμφωνα με τη διαδικασία, στην οποία υπαγόταν η διαφορά από την απαίτηση). Ωστόσο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι με τη διάταξη του άρθρου 632 παρ. 2 ΚΠολΔ καθιερώνεται ειδική διαδικασία, καθώς είναι σαφές ότι τα άρθρα, στα οποία αυτό παραπέμπει, ρυθμίζουν μόνο την προθεσμία για την κλήτευση και τη συζήτηση στο ακροατήριο, αφήνοντας αρρύθμιστα ζητήματα, όπως είναι η άσκηση των ενδίκων μέσων και η διαδικασία ενώπιον των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων, η δυνατότητα άσκησης ανακοπής ερημοδικίας σε περίπτωση διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε για απαίτηση από πιστωτικό τίτλο και η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο σε περίπτωση απαίτησης από πιστωτικό τίτλο ή μισθώματα (ενδεικτικά, το άρθρο 632 παρ. 2 ΚΠολΔ δεν παραπέμπει στα άρθρα 642, 644, 648, 652 επ. του ίδιου Κώδικα). Είναι σαφές ότι εάν ο νομοθέτης επιθυμούσε να θεσπίσει τέτοιου είδους μεταβολές, όπως η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας σε υποθέσεις ανακοπών για απαιτήσεις από πιστωτικούς τίτλους ή η εγγραφή στο πινάκιο των ανακοπών κατά διαταγών πληρωμής που στηρίχθηκαν σε απαιτήσεις από πιστωτικούς τίτλους ή μισθώματα, θα το έκανε με ρητή αναφορά στην αιτιολογική του έκθεση (η οποία είναι φανερό ότι προσανατολίζεται αποκλειστικά στην επιτάχυνση των σχετικών δικών) και δεν θα το επεδίωκε σιωπηρά και με την δια παραλείψεως ειδικής ρύθμισης εφαρμογή των γενικών διατάξεων (βλ. Μπαλογιάννη σε Χ. Απαλαγάκη «ΚΠολΔ Ερμηνεία κατ` άρθρο», άρθρο 644, για το ότι η απαγόρευση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας στη διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους επιβάλλεται από το σκοπό της εξυπηρέτησης της ταχύτητας στην τελεσίδικη περάτωση της αντιδικίας). Ενόψει των ανωτέρω, η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, εκτός εάν η διαφορά από την απαίτηση, για την οποία έχει εκδοθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής δικάζεται σύμφωνα με ειδική διαδικασία, οπότε με τη διαδικασία αυτή θα εκδικασθεί και η ανακοπή, σε κάθε περίπτωση όμως με τις αποκλίσεις που εισάγουν οι διατάξεις των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 περ. α` ΚΠολΔ (βλ. και ΜΠρΧαν 41/2013 ΕΠΟΛΔ 2013/400).                2. Περαιτέρω, όσον αφορά τα αποτελέσματα της ερημοδικίας του διαδίκου, εφαρμοστέα είναι η διαδικασία που αρμόζει στη φύση της διαφοράς, μολονότι η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 643 ΚΠολΔ, στην οποία παραπέμπει το άρθρο 632 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, παραπέμπει με τη σειρά της και στο άρθρο 649, στη δεύτερη παράγραφο του οποίου ρυθμίζεται η ερημοδικία του διαδίκου. Και τούτο, διότι η διάταξη του άρθρου 643 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 6 παρ. 12 του ν. 2479/1997, δεν αναφέρεται ειδικά και ρητά στις συνέπειες της ερημοδικίας (όπως η διάταξη του άρθρου 672 ΚΠολΔ που ορίζει ότι στη διαδικασία των εργατικών διαφορών, αν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο δεν εμφανισθεί κάποιος από τους διαδίκους, η διαδικασία γίνεται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι), αλλά αποβλέπει στην αναλογική εφαρμογή των άρθρων 649 και 650 του ΚΠολΔ σχετικά με τη συζήτηση σε μια δικάσιμο όλων εκείνων των ισχυρισμών που αφορούν τους πιστωτικούς τίτλους. Ειδικότερα, ο ν. 2479/1997 στο κεφάλαιο που αναφέρεται ως «Επιτάχυνση Πολιτικής Δίκης» και στο άρθρο 643 ΚΠολΔ, που τιτλοφορείται ως «Απόφαση παραχρήμα», αντικαθιστά το άρθρο 643 παρ. 2 για λόγους απλούστευσης και επιτάχυνσης της διαδικασίας. Γι’ αυτό και αντικαθιστά το άρθρο 643 παρ. 2, χωρίς να το καταργεί. Δηλαδή, η παράγραφος 2 του άρθρου 643 ΚΠολΔ, που αφορούσε τη δυνατότητα του δικαστή να παραπέμψει σε ιδιαίτερη συζήτηση εκείνους τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν κατά την διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, αλλά δεν αποδεικνύονται παραχρήμα,

3ο φύλλο της με αριθμό ………/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία)

αντικαθίσταται με την ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 649 (όπως ίσχυε τότε) και 650 ΚΠολΔ. Η ρύθμιση αυτή έρχεται σαν συνέπεια της κατάργησης της δυνατότητας παραπομπής των μη αποδεικνυομένων παραχρήμα ισχυρισμών σε ιδιαίτερη συζήτηση. Για το λόγο αυτό, έχει κριθεί από μερίδα της νομολογίας (ΜΠρΠειρ 1616/2014, ΜΠρΠειρ 1330/2013, ΜΠρΛαρ 47/2012, ΜΠρΧαν 200/2011 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), με την οποία συμφωνεί το παρόν Δικαστήριο, ότι στη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων τυγχάνουν εφαρμογής, κατ’ άρθρο 591 παρ. 1 εδ. α` ΚΠολΔ, οι διατάξεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά το ν. 3994/2011, με τις οποίες καθιερώνεται σύστημα ειδικών συνεπειών της ερημοδικίας, αφού οι εν λόγω διατάξεις δεν έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 637 έως 646 ΚΠολΔ, με τις οποίες εκδικάζονται οι διαφορές από πιστωτικούς τίτλους. Η λύση αυτή, συμπορευόμενη και με την ταχύτητα εκδίκασης των σχετικών διαφορών, στην οποία απέβλεψε ο νομοθέτης με την ανωτέρω διαδικασία, προκύπτει εξ αντιδιαστολής και από το άρθρο 642 ΚΠολΔ, με το οποίο ορίζεται ότι στη διαδικασία αυτή δεν εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, η επί των μικροδιαφορών ισχύουσα και ακριβώς την εφαρμογή των άρθρων 271 και 272 αποκλείουσα διάταξη του άρθρου 469 παρ. 1 ΚΠολΔ (Ν. Βερβεσός Δίκη 6.514 και Δίκη 5.551), παραπέρα δε και από το γεγονός ότι ο νομοθέτης, σε άλλες ειδικές διαδικασίες που δεν θέλησε την καθιέρωση του συστήματος των ειδικών συνεπειών της ερημοδικίας, όπως π.χ. στη διαδικασία των εργατικών διαφορών, θέσπισε την ειδική ρύθμιση του άρθρου 672 ΚΠολΔ, με την οποία όρισε ότι, αν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο δεν εμφανισθεί κάποιος από τους διαδίκους, η διαδικασία γίνεται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. Αντίθετο επιχείρημα προς τα ανωτέρω δεν προκύπτει από το άρθρο 644 ΚΠολΔ, με το οποίο αποκλείεται στη διαδικασία των διαφόρων από πιστωτικούς τίτλους η ανακοπή ερημοδικίας, αφού ο αποκλεισμός της ανακοπής ερημοδικίας στην εν λόγω διαδικασία, γενόμενος απ’ την ανάγκη της γρήγορης επίλυσης των σχετικών διαφορών (πρβλ. Πρακτ.Συντ.Επιτρ.ΚΠολΔ Τομ. Ε`, σελ. 131, 433 επόμ. και Πρακτ. Αναθ. Επιτρ. ΚΠολΔ, 598), δεν σημαίνει αναγκαίως και αποκλεισμό της εφαρμογής των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ. Εν κατακλείδι, οι ως άνω διατάξεις των άρθρων 271 και 272 του ΚΠολΔ, έχουν, κατά το άρθρο 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, εφαρμογή και στην ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους, καθώς εντάσσονται στο σύστημα των διαφορών αυτών, δεν διασπούν την τελολογική του ενότητα, αλλά, αντιθέτως, καθίστανται μέσα για την πραγμάτωση των βασικών του στόχων, ήτοι την οικονομία της δίκης και την άμεση ανάγκη δικαστικής προστασίας, ενώ εναρμονίζονται και με το σκοπό του νομοθέτη του άρθρου 29 του ν. 3994/2011 για επιτάχυνση και απλούστευση της πολιτικής δίκης. Συνεπώς και επί τέτοιας ανακοπής, αν ερημοδικήσει ο καθ’ ου η ανακοπή αυτόν και απορρίπτει την ανακοπή (βλ. σχ. ΜΠρΠειρ 1616/2014 και ΜΠΠειρ 1330/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΧαν 41/2013 ό.π., ΜΠρΧαν 8/2013 και ΜΠρΧαν 341/2012 αδημ., ΜΠρΛαρ 47/2012 ΝοΒ 2012/594, ΜΠρΧαν 200/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), διότι τεκμαίρεται ότι αυτός παραιτήθηκε από αυτή (ΕφΑθ 7253/1986 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλης «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο», τ. Β΄, έκδοση 1994, άρθρο 272, αρ. 12 και του ιδίου «Οι τροποποιήσεις του ν. 4055/2012, άρθρο 632 αρ. 53 και 54, σ. 81). Έτσι, ο ν. 4055/2012 «για τη δίκαιη δίκη και την εύλογη διάρκεια αυτής», ο οποίος είχε τις ίδιες ως άνω επιδιώξεις, παρέλειψε να εξαιρέσει ρητά την εκδίκαση της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής από το σύστημα ειδικών συνεπειών των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ, πράγμα που θα ήταν, άλλωστε, ανακόλουθο σε σχέση με την επιδίωξή του για την επιτάχυνση της δίκης επί ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής. Πολύ δε περισσότερο, όταν η απαίτηση, για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής υπάγεται στην τακτική διαδικασία (λ.χ. απαίτηση από αλληλόχρεο λογαριασμό ή από πώληση με τιμολόγια), οπότε, κατά το προϊσχύσαν άρθρο 632 ΚΠολΔ, θα επέρχονταν σε κάθε περίπτωση οι δυσμενείς συνέπειες της ερημοδικίας του διαδίκου, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ.                3. Τέλος, στο αρ. 271 ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το αρ. 29 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α` 165/25.07.2011), διαλαμβάνονται τα εξής: «1. Αν ο εναγόμενος δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση ή εμφανιστεί και δεν λάβει μέρος σε αυτή κανονικά, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα. 2 Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκαν εμπρόθεσμα, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Διαφορετικά συζητεί την υπόθεση ερήμην του εναγόμενου. 3. Στην περίπτωση ερημοδικίας του εναγόμενου, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι, εκτός αν πρόκειται για γεγονότα για τα οποία δεν επιτρέπεται ομολογία, και η αγωγή γίνεται δέκτη, εφόσον κρίνεται νομικά βάσιμη και δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως».

4ο φύλλο της με αριθμό ………/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία)

Εξάλλου, από την ως άνω τροποποιηθείσα διάταξη του αρ. 271 ΚΠολΔ εξάγονται τα ακόλουθα: Αν ο εναγόμενος δεν παρασταθεί κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο ή δεν παρασταθεί σε αυτή κανονικά, το δικαστήριο εξετάζει το νόμιμο και εμπρόθεσμο της σε αυτόν επίδοσης της αγωγής και της κλήσης προς συζήτηση και εφόσον διαπιστωθεί ότι η επίδοση δεν πάσχει, δικάζει το συγκεκριμένο απολιπόμενο διάδικο ερήμην (διαφορετικά, σε περίπτωση μη νόμιμης ή μη εμπρόθεσμης κλήτευσης, κηρύσσει τη συζήτηση απαράδεκτη),·στη συνέχεια δε το δικαστήριο, αφού ελέγξει αυτεπαγγέλτως το παραδεκτό και το νόμω βάσιμο της αγωγής (βλ. ΕφΠειρ 444/1987 ΠειρΝ 1987/106) και εφόσον δεν συντρέχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, τεκμαίρει από την (πραγματική ή πλασματική) ερημοδικία του εναγόμενου, δικαστική εκ μέρους του ομολογία, η οποία αποτελεί πλήρη απόδειξη μόνο για τα ερείδοντα τους πραγματικούς αγωγικούς ισχυρισμούς πραγματικά περιστατικά, για τα οποία επιτρέπεται ομολογία, με αυτόθροη συνέπεια την κατ` ανάλογο μέρος αποδοχή της αγωγής ως ουσία βάσιμης [βλ. ΜΠρΑθ 2321/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, πρβλ. Μακρίδου, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ Ι, 2000, άρθρο 271 (υπό τη μορφή που είχε προ της εφαρμογής του ν. 2915/2001), παρ. 1 και 5, σελ. 561-562].               4. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623, 624§1, 626, 628§1 περ. α’, 632§1 και 633§1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματική απαίτηση, εφόσον η απαίτηση αυτή δεν εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και αποδεικνύεται (η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό) με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο ή με συνδυασμό τέτοιων εγγράφων που επισυνάπτονται στην αίτηση. Εάν η απαίτηση ή το ποσό δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ’ άρθρο 628 ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής. Εάν δε παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής αυτή, ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής στην περίπτωση αυτή απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης της απαίτησης και της δυνατότητας να αποδειχθεί με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 43/2005 ΕλλΔνη 2005/1649, ΟλΑΠ 10/1997 ΕλλΔνη 1997/768, ΑΠ 1632/2013, ΑΠ 1349/2013, ΑΠ 1480/2007 ΧρΙδΔ 2008/437, δημοσιευμένες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής αυτής είναι ο έλεγχος μόνο της νομιμότητας και του κύρους της διαταγής πληρωμής και όχι η διάγνωση της ουσιαστικής αξίωσης, οπότε, εάν από τα έγγραφα, που προσκομίστηκαν για την έκδοσή της, δεν αποδεικνύεται η απαίτηση, δεν μπορεί το δικαστήριο της ανακοπής να διαγνώσει την ουσιαστική αξίωση και θα πρέπει, δεχόμενο την ανακοπή, να ακυρώσει τη διαταγή πληρωμής (ΑΠ 1349/2013 ό.π.). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων, με τη συνδρομή ή μη των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής, είναι αφενός η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση και αφετέρου η απαίτηση αυτή να αποδεικνύεται με δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα. Από τα έγγραφα πρέπει να προκύπτουν το οφειλόμενο ποσό, το ύψος της σχετικής αξίωσης, το ληξιπρόθεσμο και η αιτία της οφειλής, καθώς και τα πρόσωπα του δικαιούχου και οφειλέτη (ΑΠ 355/1999 ΕλλΔνη 40/1535). Εάν τα ανωτέρω δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ’ άρθρο 628 του ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, εάν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά τα άρθρα 632 και 633 του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 10/1997 ό.π., ΑΠ 1102/2008 δημοσιευμένη στη Νόμος, ΑΠ 1480/2007 όπ.π., ΑΠ 901/2006 ΕλλΔνη 2009/125, ΑΠ 737/2006, ΑΠ 665/2006 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 443 ΚΠολΔ, για να έχει αποδεικτική δύναμη ιδιωτικό έγγραφο, πρέπει να έχει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη, ως εκδότης δε, κατά την έννοια του άρθρου αυτού, θεωρείται εκείνος που αναλαμβάνει υποχρεώσεις από το έγγραφο. Κατά το άρθρο δε 447 του ίδιου Κώδικα, το ιδιωτικό έγγραφο αποτελεί απόδειξη υπέρ του εκδότη μόνον αν το προσκόμισε ο αντίδικος ή αν πρόκειται για τα βιβλία που αναφέρονται στο άρθρο 444 ΚΠολΔ. Έτσι, είναι δυνατή η έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, μόνον αν τα έγγραφα αυτά φέρουν την υπογραφή του λήπτη των υπηρεσιών κατά τρόπο που να αποδέχεται την οφειλή του. Στην περίπτωση δε κατά την οποία έχει υπογράψει επί των εγγράφων αυτών (τιμολογίων), κάτω από τη δήλωση παραλαβής τους, τρίτο πρόσωπο, ως αντιπρόσωπος του υπόχρεου λήπτη των υπηρεσιών, κατόπιν εντολής και εξουσιοδοτήσεως τούτου, απαιτείται για την έκδοση διαταγής πληρωμής η εντολή και η πληρεξουσιότητα αυτή να αποδεικνύεται από δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Η προϋπόθεση αυτή επιβάλλεται και από την αρχή της ασφάλειας των συναλλαγών, διότι διαφορετικά ο φερόμενος ως αντιπροσωπευόμενος λήπτης υπηρεσιών δεσμεύεται υπέρμετρα, χωρίς να υπάρχει προηγούμενη καθαρή δήλωση της

5ο φύλλο της με αριθμό ………/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία)

βούλησής του για αντιπροσωπευτική διάθεση (ΕφΠειρ 621/2013 αδημ., ΕφΠειρ 670/2012 ΔΕΕ 2013/75, πρβλ. και ΑΠ 1349/2013 ό.π., ΑΠ 1480/2007, ό.π., ΕφΑθ 289/2012 ΕφΑΔ 2012/623, οι οποίες έκριναν επί ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε με βάση τιμολόγια πώλησης – δελτία αποστολής).                5. Κατά το εδάφιο 4 του άρθρου 289 ΚΙΝΔ, στην ετήσια παραγραφή υπόκεινται και οι αξιώσεις από σύμβαση ναυλώσεως, μεταφοράς επιβατών ή πραγμάτων, ως εκ της μη εκτελέσεως ή μη προσηκούσης εκτελέσεως της συμβάσεως, σε συνδυασμό με το άρθρο 291 ΚΙΝΔ, η οποία αρχίζει από το τέλος του έτους κατά την οποία συμπίπτει η αφετηρία της αξιώσεως. Στην παραγραφή της διατάξεως αυτής υπόκεινται, λόγω της ευρύτατης διατυπώσεώς της, όλες οι αξιώσεις, οι οποίες απορρέουν από τη σύμβαση ναυλώσεως, μεταφοράς επιβατών ή πραγμάτων τόσο του ναυλωτή ή παραλήπτη κατά του εκναυλωτή, όσο και τούτου κατά του ναυλωτή η παραλήπτη. Υπό τα δεδομένα αυτά, στην ετήσια παραγραφή του ως άνω εδαφίου 4 υπόκεινται οι αξιώσεις, οι οποίες αφορούν την πληρωμή του ναύλου και των συναφών προς αυτόν προσθέτων παροχών, αξιώσεις ναυλωτή για αθέτηση υποχρεώσεων εκναυλωτή, ως και εκ της υπαιτίου ματαιώσεως του πλου εκ μέρους του εκναυλωτή, φορτώσεως ολιγότερου φορτίου του συμφωνηθέντος κλπ. (βλ. , ΑΠ 836/2002 ΕΝΔ 30/277, ΕφΠειρ 941/2004 αδημ., ΕφΠειρ 654/1999 ΕΝΔ 27/436, ΕφΠειρ 1130/1998 ΕΝΔ 27/442, ΕφΠειρ 769/2002 ΕΝΔ 30/455 και εκεί νομολογία, Καμβύση «Ερμην. Κ.Ι.Ν.Δ» υπό άρθρο 289 αυτού, Σταυρόπουλο «Ερμηνεία ΚΙΝΔ» υπό άρθρο 289 αρ. 4, Κιάντου – Παμπούκη «Ναυτικό δίκαιο» 1986, τόμος II σελ. 276). Εξάλλου, σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς πραγμάτων είναι η συμφωνία, με την οποία ο μεταφορέας αναλαμβάνει έναντι ανταλλάγματος (του λεγομένου «ναύλου»), τη διά θαλάσσης μεταφορά ορισμένων πραγμάτων από ένα λιμένα σε άλλον. Ο θαλάσσιος μεταφορέας μπορεί να είναι ο κύριος του πλοίου (πλοιοκτήτης) ή συνηθέστερα, έτερο πρόσωπο, το οποίο στο δικό του όνομα ή για λογαριασμό δικό του, εκμεταλλεύεται το πλοίο που ανήκει σε άλλον (εφοπλιστής). Η σχέση, που συνδέει στην τελευταία αυτή περίπτωση τον κύριο του πλοίου με αυτόν που έχει την εκμετάλλευση, είναι συνήθως μίσθωση σκάφους γυμνού, έτσι αυτός που αναλαμβάνει να εκμεταλλευθεί το σκάφος, το εξοπλίζει και το επανδρώνει κατάλληλα, για να εκτελέσει θαλάσσιες μεταφορές, συνάπτοντας ο ίδιος συμβάσεις ναυλώσεως (βλ. Α.Κιάντου — Παμπούκη, «Ναυτικό Δίκαιο», εκδ. Σάκκουλα, 1993, σε. 251 επ.). Ιδιαίτερα ζητήματα σχετικά με την ταυτότητα του μεταφορέα δημιουργεί η παρεμβολή παραγγελιοδόχου στη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς πραγμάτων, καθόσον η ελληνική νομοθεσία δεν περιλαμβάνει ειδικούς κανόνες για το            ν παραγγελιοδόχο θαλάσσιας μεταφοράς και επομένως, κρατούσα είναι η άποψη ότι οι διατάξεις του ΕμπΝ για τον παραγγελιοδόχο μεταφορά «διά γης ή ύδατος» και δη οι διατάξεις των άρθρων 90-101 εφαρμόζονται αναλογικά και στη θαλάσσιο μεταφορά (βλ. ΑΠ 89/2005 ΕΕργΔ 2005/372, ΕφΠειρ 377/2003 ΕΝΔ 2003/267, ΕφΠειρ 305/2005 ΕΝΔ 2005/101). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 91 ΕμπΝ, “τα καθήκοντα και τα δικαιώματα του παραγγελιοδόχου, όστις ενεργεί εν ονόματι παραγγελέως τινός, προσδιορίζονται παρά του πολιτικού νόμου” (βιβλ, Γ’ τίτλος ΙΓ), όπως η παραπομπή αναφέρεται στις περί εντολής διατάξεις, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 96 ΕμπΝ, ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς … είναι εγγυητής, ότι αι πραγματείαι θέλουν φθάσει εντός της εις το αγωγιαστήριον έγγραφον ορισμένης προθεσμίας, εκτός αν νομίμως απόδειξη τι εμποδίσθη εξ ακαταμάχητου δυνάμεως”. Η κατά τα ανωτέρω διάκριση είναι λεπτή, καθόσον ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς δεν είναι μεταφορέας, αλλά αναλαμβάνει με σύμβαση να προωθήσει την μετατόπιση των πραγμάτων του παραγγελία από τόπο σε τόπο, συνάπτοντας συμβάσεις με άλλους μεταφορείς συνήθως στο όνομα του, αλλά για λογαριασμό του μεταφορέα. Αντίθετα, εάν ενεργεί ως αντιπρόσωπος του παραγγελέα, ενεργεί ως πράκτορας του τελευταίου, απέναντι στον οποίο δεν υπέχει ευθύνη για τη μεταφορά. Ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς οργανώνει, δηλαδή, τη θαλάσσια μεταφορά, έχοντας επιλογή στη χρήση των μέσων και των δρομολογίων που θα χρησιμοποιήσει και συνάπτει ο ίδιος τη σύμβαση μεταφοράς στο δικό του όνομα, αλλά για λογαριασμό του παραγγελέα – αποστολέα ή φορτωτή (βλ. ΕφΠειρ 990/2005 ΠειρΝομ 2006/86, ΟλΑΠ 33/1998 ΕλλΔνη 39/1262).               (Γ) 1. Από την υπ’ αριθμόν … έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά Γ. Π. Π., η οποία νομίμως προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως εκ μέρους της ανακόπτουσας, αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης ανακοπής, µε πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 26-2-2014, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στην καθ’ ης η ανακοπή εταιρεία (ά. 632§1 εδ.β΄, 933§1, 585§1, 122 επ., 128 παρ. 1-4, 139 και 591§1 περ. α ΚΠολΔ). Στην εν λόγω δικάσιμο, η συζήτηση της υποθέσεως αναβλήθηκε από το πινάκιο για την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και ενεγράφη εκ νέου στο πινάκιο. H εγγραφή αυτή

6ο φύλλο της με αριθμό ………/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία)

επέχει θέση νομίμου κλητεύσεως για όλους τους διαδίκους υπό την προϋπόθεση της αρχικής νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεώς τους (ά. 226§4 και 585§1 KΠολΔ). Επομένως, η καθ’ ης η ανακοπή, η οποία δεν παραστάθηκε στην παρούσα δικάσιμο, όταν εκφωνήθηκε και συζητήθηκε η υπόθεση με τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο (βλ. τα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως), πρέπει να δικαστεί ερήμην, κατά τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 271 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 29 του ν. 3994/2011. Περαιτέρω, από την υπ’ αριθμόν 4.243E΄/24-2-2014 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά Γ. Π. Π., η οποία νομίμως προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως εκ μέρους της ασκούσας πρόσθετους λόγους ανακοπής, αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο των ένδικων προσθέτων λόγων ανακοπής, µε πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στην καθ’ ης η ανακοπή εταιρεία (ά. 632§1 εδ. β΄, 933§1, 585§2, 122 επ., 128 παρ. 1-4 και 591§1 περ. α ΚΠολΔ). Επομένως, η καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, η οποία δεν παραστάθηκε στην παρούσα δικάσιμο, όταν εκφωνήθηκε και συζητήθηκε η υπόθεση με τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο (βλ. τα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως), πρέπει να δικαστεί ερήμην, κατά τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 271 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 29 του ν. 3994/2011.                2. Στην προκειμένη περίπτωση, εισάγεται προς εκδίκαση η υπό κρίση ανακοπή και πρόσθετοι λόγοι αυτής κατά της με αριθμό … διαταγής πληρωμής του Δικαστηρίου τούτου και της από 28-12-2012 επιταγής προς πληρωμή, με την οποία η ανακόπτουσα επιτάσσεται να καταβάλει στην καθ’ ης το συνολικό ποσό των 359.469,20 ευρώ, με το νόμιμο τόκο (πλην του κονδυλίου των τόκων) από της επιδόσεως της διαταγής πληρωμής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, για απαίτηση απορρέουσα από τιμολόγια, που εκδόθηκαν από την καθ’ ης στο πλαίσιο της εκτέλεσης της από 20-6-2006 σύμβασης που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων. Η ανακόπτουσα – ασκούσα πρόσθετους λόγους ανακοπής εκθέτει ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε ακύρως, εξαιτίας των παρατιθέμενων στα δικόγραφα της ένδικης ανακοπής και των πρόσθετων αυτής λόγων, οι οποίοι καθιστούν επίσης άκυρη τη συνεπιδοθείσα στην ανακόπτουσα προειρημένη επιταγή προς εκτέλεση (και δη, κατά συνοπτική παράθεση των οικείων λόγων ανακοπής, επειδή i] δεν συντρέχουν οι νόμιμες διαδικαστικές προϋποθέσεις εκδόσεως της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, δεδομένου ότι τα ένδικα τιμολόγια δεν είχαν γίνει αποδεκτά από την ανακόπτουσα, καθόσον υπογράφονται από υπάλληλό της που δεν είχε εξουσία εκπροσωπήσεως της, ενώ δεν προσκομίσθηκε κανένα άλλο έγγραφο αποδεικτικό πληρεξουσιότητας ή εντολής, ii] ούτε άλλωστε προσκομίσθηκαν όλα τα αναγκαία έγγραφα, από τα οποία να προκύπτει με σαφήνεια η ύπαρξη και το ύψος της σχετικής απαίτησης, όπως απαιτείται κατά το νόμο και ιδίως ενόψει της αναφερόμενης στα επίδικα τιμολόγια αιτίας έκδοσης αυτών, iii] η απαίτηση της καθ’ ης, για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, έχει υποπέσει στην ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 289 ΚΙΝΔ της διωκόμενης με την ως άνω διαταγή πληρωμής απαιτήσεως ως πηγάζουσας από σύμβαση ναυλώσεως πλοίου για την εκτέλεση θαλάσσιας μεταφοράς πραγμάτων, iv] η έκδοση των ένδικων τιμολογίων συνιστά καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, διότι με αυτά η καθ’ ης επιχειρεί να εισπράξει δαπάνες που της έχουν ήδη καταβληθεί ή δαπάνες που εκείνη οφείλει στον ΟΛΘ από άλλη αιτία, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στα δικόγραφα της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων). Κατόπιν τούτων, η ανακόπτουσα – ασκούσα τους πρόσθετους λόγους αυτής ζητεί, κατά τη δέουσα εκτίμηση του αιτητικού των δικογράφων, να ακυρωθεί η ανωτέρω διαταγή πληρωμής και να κηρυχθεί η ακυρότητα της προαναφερθείσας συνεπιδοθείσας επιταγής προς εκτέλεση και να καταδικασθεί η καθ’ ης στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Στα δικόγραφα της υπό κρίση ανακοπής και των πρόσθετων λόγων αυτής κατά της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής και της ως άνω επιταγής προς πληρωμή, όπως αυτά παραδεκτά διορθώθηκαν με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της ανακόπτουσας – ασκούσας τους πρόσθετους λόγους (άρθρα 591 παρ. 1, 224 εδ. β΄ ΚΠολΔ), παραδεκτώς, δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 218§1, 585§1, 632§1, 933 και 937§3 ΚΠολΔ, όπως έχουν μετά από τη θέσπιση και την έναρξη ισχύος του Ν. 4055/2012, σωρεύεται η προβλεπόμενη εκ των ρυθμίσεων των άρθρων 933 επ. ΚΠολΔ ανακοπή κατά της συνεπιδοθείσας στην ανακόπτουσα με την ανωτέρω διαταγή πληρωμής από 28-12-2012 επιταγής προς εκτέλεση του άρθρου 924 ΚΠολΔ, διότι εκδικάζονται πλέον (ήτοι ύστερα από την έναρξη ισχύος του προαναφερθέντος νόμου, ο οποίος τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής) με την ίδια διαδικασία, που ενόψει των προπαρατεθέντων συνίσταται στη συγκεκριμένη περίπτωση στην τακτική

7ο φύλλο της με αριθμό ………/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία)

διαδικασία, με τη συνεφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 591§1 περ. α και 643 ΚΠολΔ (βλ. σχ. ΜΠρΠατρ 150/2014 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), υπάγονται δε αμφότερες στην αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου και δεν υφίσταται κίνδυνος σύγχυσης από τη σύγχρονη εκδίκασή τους (ΑΠ 337/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 547/2008 ΕλλΔνη 2008/842, ΕφΑθ 5326/2007 ΕλλΔνη 2008/1099, ΕφΠειρ 322/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ποδηματάς σε Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα «Ερμηνεία ΚΠολΔ», τόμο ΙΙ, άρθρο 632, σελ. 1190, αρ. 36, Νικολόπουλος σε Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα ό.π., τόμο ΙΙ, άρθρο 933, σελ. 1775, αρ. 12, με σχετικές παραπομπές στη νομολογία). Η υπό κρίση ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και η επιταγή προς πληρωμή επιδόθηκαν στην ανακόπτουσα στις 31-12-2012, όπως προκύπτει από τη σχετική από 31-12-2012 επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας Βασιλικής Κομπότη επί του προσκομιζόμενου από την ανακόπτουσα αντιγράφου της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και το δικόγραφο της ανακοπής επιδόθηκε στην καθ’ ης στις 4-1-2014, όπως προκύπτει από την υπ’ αρ. … έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά Γ. Π. Π.), οι δε πρόσθετοι λόγοι ανακοπής επιδόθηκαν στην καθ’ ης στις 24-2-2014, όπως προκύπτει από την υπ’ αρ. … έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά Γ. Π. Π. (άρθρα 585 παρ. 2, 632 παρ. 1, 633§1 εδ. α` και 934 παρ. 1 εδ. α` ΚΠολΔ, δεδομένου ότι δεν προκύπτει ότι μετά την επιταγή προς πληρωμή διενεργήθηκε άλλη πράξη εκτέλεσης), αρμοδίως δε καθ’ ύλη και κατά τόπον εισάγονται, για να συζητηθούν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 14§2 σε συνδ. προς το άρθρο 632§1 εδ. α` ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με τη διάταξη της §1 του άρθρου 14 ν. 4055/2012 και άρθρα 25 παρ. 2, 584, 933 παρ. 1-2, ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο ισχύει μετά από την τροποποίηση του με το Ν. 4055/2012 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 1, 2 και 3Β περ. ε΄ του ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της επίδικης διαφοράς), κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία (ά. 632 § 2, 215 επ. ΚΠολΔ), στην οποία υπάγονται οι πηγάζουσες εκ τιμολογίων που εκδόθηκαν δυνάμει συμβάσεως θαλάσσιας μεταφοράς, όπως είναι η ένδικη, για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Εφόσον, λοιπόν, η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής έχουν ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα, είναι δε ορισμένοι και νόμιμοι, στηριζόμενοι στις αναφερόμενες στην προηγηθείσα νομική σκέψη διατάξεις (υπό στοιχεία Β.4 και Β.5), εκτός από τον προαναφερόμενο (πρόσθετο) λόγο ανακοπής περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος εκ μέρους της καθ’ ης, που είναι απορριπτέος ως αόριστος, καθόσον η ανακόπτουσα αντιφατικά ισχυρίζεται ότι τα ένδικα τιμολόγια με αριθμούς 316, 317, 318, 319, 320 και 321/22-10-2007 αφορούν είτε ήδη καταβληθείσες δαπάνες είτε μη οφειλόμενες από την ίδια δαπάνες που οφείλει η καθ’ ης προς τον ΟΛΘ, χωρίς όμως να διευκρινίζει ποια είναι τα συγκεκριμένα ποσά που έχει ήδη καταβάλει στην καθ’ ης και ποια αιτία αφορούν οι σχετικές καταβολές. Μετά ταύτα, η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, κατά το μέρος που κρίθηκαν ορισμένοι και νόμιμοι, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα.                3. Κατά της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων αυτής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπάγγελτα και για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής επιτρέπεται ομολογία. Κατά συνέπεια, πρέπει η υπό κρίση ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής να γίνουν δεκτοί και ως κατ` ουσίαν βάσιμοι, διότι, λόγω της ερημοδικίας της καθ` ης η ανακοπή και των πρόσθετων λόγοι αυτής, οι περιεχόμενοι στα ως άνω δικόγραφα πραγματικοί ισχυρισμοί της ανακόπτουσας και ασκούσας τους πρόσθετους λόγους ανακοπής θεωρούνται ομολογημένοι (άρθρο 352§1 σε συνδ. προς το άρθρο 271§3 ΚΠολΔ, όπως η διάταξη αυτή ισχύει μετά την αντικατάσταση της από το άρθρο 29 ν. 3994/2011, το οποίο, σύμφωνα και με όσα εκτίθενται στην παραπάνω μείζονα πρόταση, εφαρμόζεται και εν προκειμένω). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει για τους παραπάνω λόγους να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και να κηρυχθεί άκυρη η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, που άρχισε με την επίδοση της ως άνω επιταγής προς εκτέλεση, που συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο εξ απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας – ασκούσας πρόσθετους λόγους ανακοπής πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της καθ’ ης η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, λόγω της ήττας της στη δίκη, τα οποία αναφορικά με την ανακοπή κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής πρέπει να οριστούν σε ποσοστό τουλάχιστον 2% επί του ποσού της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής (άρθρα 106, 176, 184, 191 παρ. 2, 591 § 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ και άρθρα 63 παρ. 1 περ. α΄ και 65 του ν. 4194/2013, βλ. σχ. ΑΠ 1031/2008 ΝΟΜΟΣ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, πρέπει να

8ο φύλλο της με αριθμό ………/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία)

ορισθεί παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση που θα ασκηθεί από την καθ’ ης η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής ανακοπή ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής, σχετικά αποκλειστικώς με τη σωρευόμενη στο κύριο δικόγραφο ανακοπή κατά της υπ’ αριθμόν … διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και όχι αναφορικά με τη σωρευόμενη στο κύριο δικόγραφο ανακοπή κατά της συνεπιδοθείσας με την περί ης ο λόγος διαταγή πληρωμής στην ανακόπτουσα από 28-12-2012 επιταγής προς εκτέλεση (ά. 501, 502 §§ 1, 3, 505 § 2 και 937 § 1 στοιχ. 2 ΚΠολΔ) (πρβλ. ΠΠρΠατρ 212/2014, ΠΠρΘεσ 6152/2013, ΜΠρΠατρ 150/1014 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΕΝΩΝΕΙ ΚΑΙ ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής την από 4-1-2013 και με αριθμό καταθέσεως δικογράφου … ανακοπή και τους από 21-2-2014 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … πρόσθετους λόγους αυτής.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ για την περίπτωση της ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους της ερημοδικασθείσας καθ’ ης η ανακοπή, ως προς τη σωρευόμενη στο κύριο δικόγραφο ανακοπή κατά της υπ’ αριθμόν … διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά τις σωρευόμενες στο δικόγραφο της ανακοπής και τους πρόσθετους λόγους αυτής ανακοπές κατά της υπ’ αριθμόν … διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και κατά της από 28-12-2012 επιταγής προς πληρωμή, που έχει συνταχθεί κάτωθι του αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής.

ΑΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’ αρ. … διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ άκυρη την από 28-12-2012 επιταγή προς πληρωμή, που έχει συνταχθεί κάτωθι του αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι αυτής τα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας – ασκούσας πρόσθετους λόγους ανακοπής, τα οποία ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (4.500) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του,  Π., στις …………………………………………. 2015, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ