Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός   687/2022

(Αριθ. καταθ. 177/23/2022)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)

————————————

 Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ελένη Αντωνοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίσθηκε με κλήρωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 3327/2005.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 11 Μαρτίου 2022, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: …), άνευ ΑΦΜ, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Γεωργίου Μόσχου (Α.Μ.Δ.Σ.Α. 32082).

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ: 1) Αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει καταστατικά στις Β. Π. Ν., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Φραγκίσκου Ξυδούς (Α.Μ.Δ.Σ.Π. 3447), 2) εταιρίας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στην ……..όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Εμμανουήλ Ανδρεουλάκη (Α.Μ.Δ.Σ.Π. 2418) και 3) αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «… που εδρεύει καταστατικά στη Λ. και εκπροσωπείται νόμιμα, διατηρεί δε νόμιμη εγκατάσταση στην Ε. (…….), σύμφωνα με τις διατάξεις των α.ν. 89/67, 378/68 και ν. 27/1975, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Εμμανουήλ Ανδρεουλάκη (Α.Μ.Δ.Σ.Π. 2418).

Ο αιτών ζητεί να γίνει δεκτή η από 10.1.2022 αίτησή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό 177/23/2022 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 21.1.2022, κατόπιν αναβολής για 11.2.2022 και τελικώς για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί καθώς και όσα αναφέρονται στο έγγραφο σημείωμα που κατέθεσαν εντός της χορηγηθείσας προθεσμίας έως την 21.3.2022.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Ι. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 37 επ. και 53 επ. του ΚΙΝΔ, προκύπτει ότι για τη ιδιότητα του ναυτικού, η οποία είναι αναγκαία για την ύπαρξη σύμβασης ναυτολογήσεως και τη ρύθμιση των από αυτή απορρεουσών σχέσεων από το ναυτεργατικό δίκαιο, απαιτούνται α) ο μισθωτός να ανήκει στο συγκροτημένο πλήρωμα συγκεκριμένου πλοίου και β) να προσφέρει  τις υπηρεσίες του στους πλόες του πλοίου ανεξάρτητα από το είδος των προσφερομένων υπηρεσιών δηλαδή εάν αυτές αποτελούν καθαρά ναυτική εργασία ή άλλη εργασία που μπορεί να προσφερθεί και στην ξηρά, όπως λ.χ. η συντήρηση και επισκευή των μηχανών του πλοίου. Η πραγματική εκτέλεση πλου και η αντιμετώπιση θαλασσίου κινδύνου δεν αποτελούν ουσιώδη στοιχεία για το χαρακτηρισμό της σύμβασης εργασίας ως ναυτικής αλλά αρκεί το πλοίο να βρίσκεται σε διαρκή ετοιμότητα προς πλουν όταν χρειασθεί η αποφασισθεί από τον πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή. Στην περίπτωση αυτή ο προσλαμβανόμενος, να εργασθεί σε εν λόγω πλοίο, ως μέλος του συγκροτημένου πληρώματός του, έστω και αν δεν παρέχει αμιγή ναυτική εργασία, θεωρείται ναυτικός, η σύμβαση του έχει αντικείμενο την παροχή ναυτικής εργασίας και τα από αυτήν απορρέοντα δικαιώματα και υποχρεώσεις διέπονται από το ναυτεργατικό δίκαιο (ΑΠ 365/2005 ΕΝαυτΔ 2005.81). Εξάλλου, στην περίπτωση που εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, καθίσταται αναγκαία η προσφυγή στις οικείες διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)», οι οποίες, λόγω του οικουμενικού χαρακτήρα του ανωτέρω Κανονισμού, που ρητώς διατυπώνεται στο άρθρο 2 αυτού, αντικαθιστούν τους εθνικούς κανόνες συγκρούσεως των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσον αφορά τις συμβατικές ενοχές που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους (δηλαδή για τις συμβάσεις που συνάπτονται μετά την 17-12-2009, κατ’ άρθρον 28 του Κανονισμού, όπως στην προκείμενη περίπτωση η ένδικη σύμβαση), προς ανεύρεση του εφαρμοστέου δικαίου που διέπει τη σχετική διαφορά. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 3 του Κανονισμού αυτού τίθεται ο γενικός κανόνας, ότι στις συμβατικές ενοχές εφαρμόζεται, κατ’ αρχήν, το δίκαιο που επέλεξαν ελεύθερα τα μέρη, με την επιλογή αυτή, η οποία πρέπει να γίνεται ρητώς ή να συνάγεται σαφώς από τις διατάξεις της σύμβασης ή τα δεδομένα της υπόθεσης, τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να επιλέξουν το εφαρμοστέο δίκαιο στο σύνολο ή σε μέρος μόνο της σύμβασης. Μόνο σε περίπτωση που δεν υπάρχει επιλογή του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου, σύμφωνα με το άρθρο 3, το εφαρμοστέο δίκαιο καθορίζεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4 του εν λόγω Κανονισμού. Το δίκαιο αυτό (εφαρμοστέο) μπορεί να είναι οποιοδήποτε, ακόμα και δίκαιο που δεν έχει καμία σχέση με την αντίστοιχη σύμβαση. Όμως, η αυτονομία αυτή των συμβαλλομένων, όπως καθιερώνεται από τον ανωτέρω Κανονισμό, υπόκειται σε περιορισμούς, οι οποίοι περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και στις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 3, 9 παρ. 2 και 8 παρ. 1 αυτού, από τις οποίες οι δύο πρώτες αφορούν γενικώς τους κανόνες δημόσιας τάξης του δικαίου που παρουσιάζει το στενότερο σύνδεσμο προς την σύμβαση και του δικαίου του FORUM, ενώ η τελευταία αφορά ειδικούς κανόνες δικαίου δημόσιας τάξης ή κανόνες αναγκαστικού δικαίου που σχετίζονται με τις συμβάσεις εργασίας. Όλες οι ανωτέρω διατάξεις αφορούν κανόνες αναγκαστικού δικαίου, που περιορίζουν, υπό προϋποθέσεις, την αρχή της αυτονομίας των συμβαλλομένων, όταν το δίκαιο που έχει επιλεγεί από τα συμβαλλόμενα μέρη έρχεται σε αντίθεση προς αυτές. Από τις προαναφερθείσες διατάξεις συνάγεται ότι, στην περίπτωση που οι συμβαλλόμενοι επέλεξαν εγκύρως δίκαιο που θα διέπει τη σύμβαση εργασίας ναυτολόγησης, επιτρέπεται η εφαρμογή αυτού, εφόσον αυτό εξασφαλίζει στον εργαζόμενο (ναυτικό) τουλάχιστον ίση προστασία και καθίσταται ανεκτή η εφαρμογή του σε σχέση με τις διατάξεις αναγκαστικού δικαίου ενός (διαζευκτικά) από τα ακόλουθα δίκαια, που τείνουν στην προστασία του (ναυτικού), την οποία αυτός δεν μπορεί να στερηθεί. Ειδικότερα, τα δίκαια αυτά είναι: α) το δίκαιο της χώρας όπου ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του σε εκτέλεση της σύμβασης. Σημειωτέον ότι στη ναυτική εργασία τόπος (όχι απλώς συνήθους αλλά) μόνιμης παροχής εργασίας είναι το πλοίο στο οποίο εργάζεται ο ναυτικός και κατά την κρατούσα διεθνώς άποψη, εφαρμόζεται σχετικώς το δίκαιο της σημαίας του πλοίου «ως ο πιο σεβαστός και παγκόσμιος κανόνας του ναυτικού δικαίου», εκτός αν αυτή είναι σημαία ευκαιρίας με την οποία το πλοίο δεν έχει γνήσιο αλλά χαλαρό και τεχνητό σύνδεσμο, β) το δίκαιο (άλλης) χώρας εκτός από το δίκαιο της χώρας που συμφωνήθηκε, εφόσον από το σύνολο των περιστάσεων συνάγεται ότι η σύμβαση εργασίας (ναυτολόγησης) συνδέεται στενότερα με την άλλη χώρα, γ) το δίκαιο της χώρας όπου βρίσκεται η εγκατάσταση που προσέλαβε τον εργαζόμενο (ναυτικό), αν αυτός δεν παρέχει την εργασία του σε μία μόνο χώρα και δ) το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή (FORUM) κατ’ άρθρον 9 παρ. 2 του ανωτέρω Κανονισμού. Οι εν λόγω διατάξεις αφορούν τους αποκαλούμενους «κανόνες αμέσου εφαρμογής» του δικαίου του δικάζοντος δικαστή, που ρυθμίζουν αναγκαστικά τη σχετική περίπτωση, ανεξαρτήτως από το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο.

ΙΙ. Εξάλλου, η ευθύνη του κυρίου του πλοίου από πράξεις του εφοπλιστή, αν και είναι πραγματοπαγής, αποτελεί στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου εξωσυμβατική ενοχή, το έρεισμα της οποία αναζητείται στο νόμο (ενοχή ex lege). Ειδικός κανόνας ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που να προσδιορίζει ευθέως εν προκειμένω το εφαρμοστέο δίκαιο δεν υπάρχει, ούτε αποτελεί τέτοιον κανόνα άμεσης εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 106 εδ. β’ του ΚΙΝΔ, κατά την οποία «Αι εκ του εφοπλισμού απορρέουσαι απαιτήσεις ασκούνται και κατά του πλοίου». Εν όψει τούτων, το εφαρμοστέο δίκαιο επί εξωσυμβατικών (ex lege) ενοχών, πρέπει να αναζητηθεί βάσει της αναλογικής εφαρμογή του κανόνα του άρθρου 4 παρ. 4 του ανωτέρω Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 και του άρθρου 25 εδ. β` του ΑΚ. Κατά τον κανόνα αυτό, εφαρμοστέο είναι το δίκαιο που αρμόζει στη σχέση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών, οι οποίες συνεκτιμώνται, ανάλογα με τη στενότητα ή χαλαρότητα της έννομης σχέσης, τέτοιες δε ειδικές συνθήκες στην περίπτωση αυτή αποτελούν η σημαία του πλοίου, η έδρα των εμπλεκόμενων μερών, ο τόπος σύναψης και εκτέλεσης των παραγωγικών της ευθύνης δικαιοπραξιών και ιδίως η τυχόν υπάρχουσα συμφωνία του κυρίου του πλοίου και του εφοπλιστή, περί υπαγωγής τους στο δίκαιο ορισμένης πολιτείας (ΑΠ 384/2005 ΕΕμπΔ 2005.375, ΕφΠειρ 262/2012 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 627/2003 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτών, με την κρινόμενη αίτησή του, εκθέτει ότι δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας, που καταρτίστηκε στις 30.6.2021, με την δεύτερη των αιτούντων, εκπροσωπούμενη από την τρίτη εξ αυτών, προσλήφθηκε ως β’ μηχανικός, στο υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιο (…» (αριθμός …), του οποίου η κυριότητα ανήκει στην πρώτη των καθ’ ων και το οποίο εκμεταλλεύεται οικονομικά η δεύτερη εξ αυτών (εφοπλίστρια). Ότι προσέφερε τις υπηρεσίες του από 1.7.2021 μέχρι και τις 25-11-2021, οπότε απολύθηκε προ της συμφωνηθείσας λήξεως της συμβάσεως εργασίας του και ότι εκ της ανωτέρω αιτίας διατηρεί απαιτήσεις σε βάρος των καθ’ ων από μη καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών (συμπεριλαμβανομένου και του επιδόματος επαναπρόσληψης) και αποζημίωσης απόλυσης, συνολικού ποσού 34.308,00 ευρώ, όπως το ανωτέρω ποσό αναλύεται στο δικόγραφο της κρινόμενης αιτήσεως. Με βάση τα περιστατικά αυτά και επικαλούμενος επικείμενο κίνδυνο και επείγουσα περίπτωση ζητά: α) να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας των καθ’ ων και ειδικότερα του ως άνω δεξαμενόπλοιου, μέχρι του ποσού (κεφάλαιο απαίτησης, τόκοι, έξοδα) των 44.885,00 ευρώ, προκειμένου να εξασφαλιστούν ως άνω απαιτήσεις του, οι οποίες κινδυνεύουν λόγω της οικονομικής αφερεγγυότητας των καθ’ ων αλλά και του πραγματικού κινδύνου εκποίησης του εν λόγω πλοίου, το οποίο αποτελεί το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της πρώτης των καθ’ ων και β) ενόψει του γεγονότος ότι υποβλήθηκε σε στερήσεις και αναγκάστηκε να δανειστεί χρήματα από τρίτους για το βιοπορισμό του, να του επιδικαστεί προσωρινά το ως άνω ποσό στο σύνολό τους, άλλως τουλάχιστον ποσοστό 2/3 εξ αυτών, ήτοι 22.872,00 ευρώ. Τέλος, ο αιτών ζητά να καταδικαστούν οι καθ’ ων στη δικαστική του δαπάνη. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, η αίτηση παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 683-703 ΚΠολΔ (άρθρο 682 παρ. 1 ΚΠολΔ), ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπο (άρθρα 25 παρ. 2, 40 και 683 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 επ. του ν. 2172/1993, που καθιερώνει την λειτουργική αρμοδιότητα των δικαστηρίων του Πειραιά για υποθέσεις ναυτικού δικαίου και συνακόλουθα έχει και διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκασή της (άρθρα 3 ΚΠολΔ, 4, 20, 21, 25 παρ. 1 περ. α’, 35 και 63 Κανονισμού ΕΕ 1215/2012). Σε κάθε δε περίπτωση, η τρίτη των καθ’ ων (αναφορικά με την δεύτερη εξ αυτών υπάρχει συμφωνία των αντισυμβαλλόμενων μερών στις συμβάσεις εργασίας, σύμφωνα με τον όρο 14 αυτών, για παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ του Πρωτοδικείου Πειραιά) δεν αντέλεξε και ως εκ τούτου θεωρείται ότι συναινεί σιωπηρά, κατ’ άρθρο 26 του ανωτέρω Κανονισμού, στην παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας αυτού του Δικαστηρίου (βλ. ΑΠ 1288/1994 ΔΕΕ 1995.215, ΕφΠειρ 342/1996 ΠειρΝ 2996.209), ενώ αναφορικά με την πρώτη των καθ’ ων που προβάλλει ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας, το παρόν δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 παρ 1 σε συνδ με το άρθρο 20 του Κανονισμού ΕΕ 1215/2012. Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Κρίσπη, Ιδ. Διεθν. Δικ., Γεν. Μερ, παρ. 2), τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Σχετικά με το ζήτημα αυτό πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Ως προς τη διερεύνηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσία – οι οποίες εξετάζονται πριν τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αίτησης (ΕφΑθ 5009/1987 ΕλλΔνη 29.1218), εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δικονομικό δίκαιο (lex fori), το δικονομικό δίκαιο δηλαδή της χώρας του Δικαστηρίου που δικάζει (ΕφΠειρ 542/2012 ΕΝΔ 2012.418, ΕφΑθ 5419/2007 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, υπ’ άρθρο 682, αριθ. 1, σ. 1323), το οποίο εν προκειμένω καθορίζει, εκτός άλλων, το ορισμένο της αίτησης, τα είδη των προσωρινών μέτρων που μπορεί να ληφθούν, εάν το ζητούμενο αποτελεί πράγματι ασφαλιστικό μέτρο και το ζήτημα της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης μεταξύ των διαδίκων. Ως προς δε το εφαρμοστέο δίκαιο επί των εννόμων σχέσεων οι οποίες στηρίζουν τη λήψη του αιτούμενου ασφαλιστικού μέτρου, επισημαίνεται ότι: α) Ως προς την ένδικη σύμβαση ναυτικής εργασίας και ειδικότερα ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτή, εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο τόσο, αφού αυτό το δίκαιο επελέγη να διέπει την εν λόγω σύμβαση με ρητή συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών που περιλήφθηκε στον 14ο όρο της σύμβασης ναυτικής εργασίας [βλ. αρθρ. 3 παρ. 1 και 8 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)», οι διατάξεις του οποίου αντικαθιστούν τους εθνικούς κανόνες συγκρούσεως των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τις συμβάσεις που υπάγονται στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του, λόγω του οικουμενικού χαρακτήρα του ανωτέρω Κανονισμού, που ρητά διατυπώνεται στο άρθρο 2 αυτού], απορριπτομένου του ισχυρισμού της πρώτης των καθ’ ων, περί εφαρμογής του αγγλικού ουσιαστικού δικαίου στην ένδικη διαφορά, ως απορρέουσα από την από 24-8-2017 σύμβαση γυμνής ναυλώσεως του πλοίου «…», που διέπεται από το  αγγλικό δίκαιο (όρος 30 αυτής) και συνήφθη μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης εξ αυτών (εφοπλίστριας), β) ως προς την επικαλούμενη ευθύνη της πρώτης των καθ’ ων – κυρίας του πλοίου για τις ένδικες απαιτήσεις που απορρέουν από τον εφοπλισμό του και σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, επισημαίνεται ότι το δίκαιο που διέπει την από 24-8-2017 σύμβαση γυμνής ναυλώσεως είναι κατά τα προαναφερθέντα, το αγγλικό. Κατά τα λοιπά όμως, επισημαίνεται ότι η ένδικη σύμβαση ναυτικής εργασίας συνήφθη στην Ε., μεταξύ του αιτούντος ναυτικού και ελληνικής εταιρίας (ειδικής ναυτικής επιχείρησης), εφαρμοζομένου ως προελέχθη του ελληνικού δικαίου στη σχετική σύμβαση, βάσει επιλογής των συμβληθέντων μερών, η δε ναυτική εργασία παρασχέθηκε σε πλοίο υπό ελληνική σημαία αντί αμοιβής καταβλητέας μεν σε δολάρια ΗΠΑ, πλην όμως καταβλητέας με έμβασμα σε ελληνική τράπεζα (…). Τα παραπάνω μη αμφισβητούμενα πραγματικά περιστατικά συνιστούν ασφαλή κριτήρια για την ανεύρεση του εφαρμοστέου στην προκειμένη περίπτωση δικαίου, αναφορικά με την πραγματοπαγή ευθύνη της πρώτης αιτούσας – κυρίας του πλοίου «…» και συνηγορούν υπέρ της εφαρμογής του ελληνικού δικαίου και όχι του αγγλικού, παρά το γεγονός ότι το βαρύνουσας σημασίας κριτήριο του συμφωνηθέντος δικαίου στην από 24-8-2017 σύμβαση γυμνής ναυλώσεως παραπέμπει στο αγγλικό δίκαιο. Και τούτο διότι ο σύνδεσμος με το ανωτέρω δίκαιο έχει χαλαρό σύνδεσμο με τις κρινόμενες έννομες σχέσεις και δεν διασφαλίζει την απαιτούμενη για την ασφάλεια των συναλλαγών βεβαιότητα του αιτούντος ναυτικού ως τρίτου, ο οποίος σε κάθε περίπτωση τυγχάνει ασθενέστερο συμβληθέν μέρος στην ένδικη σύμβαση ναυτικής εργασίας, ενώ καθιστά ενδεχομένως δυσχερέστερη και τη δικαστική επιδίωξη των υπό διασφάλιση αξιώσεών του, δεδομένου ότι ο τελευταίος πρέπει να είναι σε θέση να γνωρίζει τις εξουσίες του εφοπλιστή και την έκταση της ευθύνης του κυρίου του πλοίου. Στην κρινόμενη δε περίπτωση, η εμπλοκή διαφορετικών εννόμων τάξεων (αγγλικού και ελληνικού δικαίου) δημιουργεί σύγχυση και ανασφάλεια δικαίου, συνεκτιμωμένου του γεγονότος ότι αφενός μεν δεν έχει υποβληθεί δήλωση εφοπλισμού (άρθρο 105 παρ. 3 ΚΙΝΔ) εκ μέρους της πρώτης των καθ’ ων (κυρίας του πλοίου) και της δεύτερης εξ αυτών για το υπό ελληνική σημαία πλοίο «…», αφετέρου δε ότι η πρώτη καθ’ ης εμφανιζόταν κατά το χρόνο κατάρτισης των ένδικων συμβάσεων ναυτικής εργασίας αλλά και μεταγενεστέρως, σύμφωνα με τα στοιχεία της αρμόδιας διοικητικής αρχής, να έχει αναθέσει τη διαχείριση του πλοίου «…», στην τρίτη καθ’ ης διαχειρίστρια εταιρία «…», που είχε νόμιμη εγκατάσταση στην Ε. [βλ. σχετ. την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από τους αιτούντες υπ’ αριθ. πρωτ. … βεβαίωση του Εμπορικής Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (Διεύθυνση Ποντοπόρου Ναυτιλίας – Τμήμα 2ο)]. Κατόπιν των ανωτέρω, το παρόν Δικαστήριο, κρίνει ότι αναφορικά με την ευθύνη της πρώτης καθ’ ης ως κυρίας του πλοίου, εφαρμοστέο στην προκειμένη περίπτωση είναι το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ειδικότερα δε οι διατάξεις του άρθρου 106 ΚΙΝΔ, οι οποίες καθιερώνουν αυτοτελή ευθύνη και όχι παρεπόμενη της αξίωσης του δανειστή ή της υποκείμενης σχέσης που συνδέει τον κύριο με τον εφοπλιστή (Ι. Κοροτζή Ναυτικό Δίκαιο, 2005, τομ. ΙΙ, σελ. 84). Επισημαίνεται δε ότι ακόμη κι αν ήθελε κριθεί εφαρμοστέο το Ουκρανικό δίκαιο, μόνο εκ του τόπου κατοικίας του αιτούντος ναυτικού, όπως ισχυρίζεται η πρώτη των καθ’ ων, ελλείψει γνωμοδότησης ως προς το δίκαιο αυτό, που δεν είναι γνωστό στο παρόν δικαστήριο, εφαρμοστέο και πάλι, λόγω της κατεπείγουσας περίπτωσης λήψης ασφαλιστικών μέτρων, θα παρίστατο το ελληνικό δίκαιο.  Περαιτέρω, το επιμέρους ζήτημα της αντιπροσώπευσης της καθ’ ης πλοιοκτήτριας από τη διαχειρίστρια του πλοίου κατά την κατάρτιση των ένδικων συμβάσεων πρακτόρευσης, το οποίο εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού Ρώμη Ι, κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. ζ’, ρυθμίζεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο αντιπρόσωπος επιχείρησε τη δικαιοπραξία (εν προκειμένω το ελληνικό δίκαιο), για την οποία του χορηγήθηκε η πληρεξουσιότητα, σύμφωνα με την γενικώς αποδεκτή σχετική αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (πρβλ. ΑΠ 777/2015 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ). Κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση τυγχάνει αρκούντως ορισμένη, απορριπτομένου του περί αοριστίας ισχυρισμού της πρώτης καθ’ ης, περιέχουσα έστω και συνοπτικά τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων πιθανολογείται το δικαίωμα για την εξασφάλιση του οποίου ζητείται η συντηρητική κατάσχεση, όπως επίσης και ο επικείμενος κίνδυνος (πρβλ. ΜΠρΑθ 24190/1997 ΑρχΝ 49.531, ΜΠρΑθ 29396/1995 Δ 27.644 – Κράνη σε ΕρμΚΠολΔ II, Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, άρθρο 686, αριθ. 10, σ. 1339 και Βαφειάδου σε Ασφαλιστικά Μέτρα Χαμηλοθώρη/Κλουκίνα, εκδ. 2000, αριθ. 94, ο. 65). Τυχόν δε λοιπά στοιχεία, όπως τα επικαλούμενα, ως ελλείποντα στοιχεία, από την πρώτη καθ’ ης, δύνανται να προκύψουν και από την αποδεικτική διαδικασία και αποτελούν αντικείμενο αυτής και όχι στοιχεία του ορισμένου της κρινόμενης αίτησης, χωρίς να δυσχεραίνεται η δυνατότητα των καθ’ ων να αντιτάξουν τους αμυντικούς και ανταποδεικτικούς τους ισχυρισμούς και το Δικαστήριο να τάξει τα αποδεικτέα ζητήματα της ένδικης υπόθεσης. Ως προς την τρίτη των καθ’ ων, όμως, η κρινόμενη αίτηση τυγχάνει απαράδεκτη ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης, δεδομένου ότι σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ιστορική βάση της κρινόμενης αίτησης, αφενός μεν η ως άνω καθ’ ης συνήψε στην Ε. συμβάσεις παροχής εργασίας ως αντιπρόσωπος της δεύτερης καθ’ ης, η οποία όμως δεν αποτελεί αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρία αλλά ειδική ναυτική επιχείρηση, ήτοι ελληνική εταιρία, που διέπεται από τους όρους της εγκριτικής πράξης ίδρυσης αυτής και τις διατάξεις του ν. 959/1979, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 του ν. 762/1978, αφετέρου δε ο αιτών δεν επικαλείται συμβατική ευθύνη της τρίτης καθ’ ης εκ της ένδικης συμβάσεως ναυτικής εργασίας, ούτε αποδέχθηκε να αναλάβει τις υποχρεώσεις εξ αυτής έναντι του αιτούντος για καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών και αποζημίωσης απόλυσης, ώστε τουλάχιστον ως προς τις τελευταίες, να αποτελεί Πλοιοκτήτη κατά την έννοια των διατάξεων του ν. 4078/2012, κυρωτικού της Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας 2006 (“MLC 2006”) της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (όπως ισχύει δυνάμει και των ΚΥΑ 3522.2/08/2013 και 2242.7-2.1/5625/2017). Μόνη δε η ιδιότητα της ως άνω καθ’ ης ως διαχειρίστριας του πλοίου – αντιπροσώπου της πρώτης των καθ’ ων δεν μπορεί να αποτελέσει ιδρυτικό λόγο ευθύνης αυτής για την ικανοποίηση των ένδικων απαιτήσεων του αιτούντος, με αυτοτελή (αγωγική) βάση τον προαναφερθέντα νόμο την κύρωση της Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας 2006 (“MLC 2006”) της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας. Περαιτέρω, η κρινόμενη αίτηση τυγχάνει νόμιμη ως προς την πρώτη και δεύτερη των καθ’ ων, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 682, 707 επ., 728 παρ. 1γ’ και 176 του ΚΠολΔ, σε συνδ. με τις διατάξεις των άρθρων 37, 38, 53, 60 εδ. α’, 72, 75, 76 και 106 ΚΙΝΔ, 361, 648, 649, 653, 655, 340, ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της Σ.Σ.Ε. περί Πλοιάρχων  Φορτηγών Πλοίων από 4500 TDW και άνω του έτους 2009, που κυρώθηκε με την ΥΑ 352/1-1-2009 (Φ.Ε.Κ. Β 2397/2009), της Σ.Σ.Ε. περί Πληρωμάτων Φορτηγών Πλοίων από 4500 TDW και άνω του έτους 2009, που κυρώθηκε με την ΥΑ 352/1.1.2009 (Φ.Ε.Κ. Β 2395/2009). Τέλος, καθ’ ο μέρος η ένδικη αίτηση αφορά στη συντηρητική κατάσχεση του επίδικου πλοίου, στηρίζεται και στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. ια’, 2, 8 του ΝΔ 4570/1966 (κύρωση της από 10-5-1952 Διεθνούς Σύμβασης Βρυξελλών για τη συντηρητική κατάσχεση πλοίων), δεδομένου ότι η ως άνω Διεθνής Σύμβαση εφαρμόζεται επί διαφορών με στοιχεία αλλοδαπότητας. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση, καθ’ ο μέρος κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Η πρώτη των καθ’ ων η αίτηση προφορικά στο ακροατήριο και με το κατατεθέν έγγραφο σημείωμά της αρνείται την κρινόμενη αίτηση καθ’ ολοκληρίαν, ισχυριζόμενη περαιτέρω ότι δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση λήψης ασφαλιστικών μέτρων ελλείψει κατεπείγουσας περίπτωσης. Πέραν των ανωτέρω, προέβαλε τον ισχυρισμό ότι οι ένδικες αξιώσεις των αιτούντων έχουν ολοσχερώς εξοφληθεί. Ο ανωτέρω ισχυρισμός εκ του άρθρου 416 ΑΚ, ο οποίος βάλλει κατά της ουσιαστικής βασιμότητας των υπό διασφάλιση απαιτήσεων, είναι νόμιμος και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Περαιτέρω, σε αντίθεση με την πρώτη των καθ’ ων, η δεύτερη εξ αυτών συνομολογεί (άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔ), με σχετική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της στο ακροατήριο αλλά και με το σημείωμα που κατέθεσε, την ιστορική βάση της κρινόμενης αιτήσεως αναφορικά με τη σύναψη της ένδικης σύμβασης ναυτικής εργασίας, τους όρους που αυτή εμπεριέχει, την παροχή της εργασίας από τον αιτούντα ναυτικό κατά το επικαλούμενο από αυτόν χρονικό διάστημα, καθώς και τα οφειλόμενα στον αιτούντα ποσά (διασφαλιστέα απαίτηση). Πέραν δε των ανωτέρω, η δεύτερη και τρίτη των καθ’ ων, επικαλούμενες αντιδικία τους με την πρώτη των καθ’ ων, απορρέουσα από την συναφθείσα από 24-8-2017 σύμβαση γυμνής ναυλώσεως του πλοίου «…» καθώς και επικείμενο κίνδυνο και επείγουσα περίπτωση, υπέβαλαν με το κατατεθέν σημείωμά τους αίτηση, να διαταχθεί, ως ασφαλιστικό μέτρο σε βάρος της πρώτης των καθ’ ων, η δικαστική μεσεγγύηση του υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιου (…» και να επιτραπεί στο μεσεγγυούχο που θα οριστεί η διενέργεια πράξεων διαχειρίσεως και εκμεταλλεύσεως του ανωτέρω πλοίου. Η ανωτέρω, όμως, αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτη, δεδομένου ότι δεν εισήχθη ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο και με την τήρηση της απαιτούμενης προδικασίας, κατά το άρθρο 111 παρ. 2 ΚΠολΔ, αλλά με το σημείωμα που κατατέθηκε μετά τη συζήτηση της  κρινόμενης αιτήσεως.

Από τις υπ’ αριθ. … ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιά Αριστείδη Δ. Κατοπώδη, οι οποίες ελήφθησαν με επιμέλεια του αιτούντος καθώς και την υπ’ αριθ… ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Γενικού Προξένου της Ελλάδος στη Σαγκάη και την υπ’ αριθμ … ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Αικατερίνης Κουτάκου, που ελήφθησαν με επιμέλεια της πρώτης των καθ’ ων, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη, στην παρούσα δίκη, ανεξαρτήτως της κλήτευσης ή μη του αντιδίκου, αφού αυτό επιβάλλει η ταχύτητα της όλης διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων, που αποσκοπεί στην παροχή προσωρινής μόνον δικαστικής προστασίας με την έκδοση απόφασης προσωρινής αντίστοιχα ισχύος (ΑΠ 688/2002 ΕλλΔνη 44.725, ΑΠ 739/1988 ΕΕΝ 1989.384, ΕφΠειρ 57/2001 ΕΝαυτΔ 2001.461, Πετρόπουλο, Οι ένορκες βεβαιώσεις στην πολιτική δίκη, σε ΕλλΔνη 48.38), καθώς και από τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη των καθ’ ων τυγχάνει, κατά τον παρόντα χρόνο, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιου «…», νηολογίου …… (αριθ. νηολογίου …) και μέλος του ομίλου εταιριών «…) ο οποίος δραστηριοποιείται στον τομέα των διεθνών χρηματοδοτικών επενδύσεων, κατέχει δε και διαθέτει επενδυτικό και χρηματοδοτικό χαρτοφυλάκιο στην ποντοπόρο εμπορική ναυτιλία. Περαιτέρω, η ως άνω καθ’ ης συνεστήθη από την εταιρία «…» το έτος 2017, προκειμένου να αποτελέσει μέρος χρηματοδοτικού σχήματος, έχοντος τη μορφή πώλησης και επαναμίσθωσης, στο πλαίσιο του οποίου θα καθίστατο ιδιοκτήτρια και εν συνέχεια εκναυλώτρια του προαναφερθέντος δεξαμενόπλοιου, του οποίου πλοιοκτήτρια υπήρξε, μέχρι τον Αύγουστο του 2017, η δεύτερη των καθ’ ων εταιρία με την επωνυμία «…», μέλος του ομίλου ναυτιλιακών εταιριών «…» και θυγατρική της μητρικής του εν λόγω ομίλου εταιρίας «…». Ειδικότερα, εντός του έτους 2017 στο πλαίσιο συνεννοήσεων και διαπραγματεύσεων μεταξύ του ανωτέρω ομίλου και της εταιρίας «…» για την (ανα)χρηματοδότηση των ναυτιλιακών επιχειρήσεων του ως άνω ομίλου και την απόκτηση επαρκούς ταμειακής ρευστότητας, συμφωνήθηκε η εκταμίευση από την (χρηματοδότρια) εταιρία «…» προς τον όμιλο «…» συνολικού ποσού 65.550.000 δολαρίων ΗΠΑ, στο πλαίσιο πώλησης και επαναμίσθωσης («sale & leaseback») τεσσάρων υπό ελληνική σημαία δεξαμενοπλοίων, ήτοι των «…» (νηολογίου……. , με αριθμό νηολογίου …), «…» (ένδικο πλοίο), «…», (νηολογίου …… με αριθμό νηολογίου …) και «…, (νηολογίου ……. με αριθμό νηολογίου … και ΔΔΣ SYQM), τα οποία ανήκαν σε πλοιοκτήτριες εταιρίες του εν λόγω ομίλου. Κατά το περιεχόμενο της ανωτέρω συμφωνίας χρηματοδότησης μέσω πωλήσεων και επαναμισθώσεων, συναφθείσας μεταξύ των εταιριών «…» (δανείστριας) και «….» (δανειζόμενης), η πρώτη θα προέβαινε στη σύσταση τεσσάρων εταιριών ειδικού σκοπού, οι οποίες προορίζονταν να αποκτήσουν την κυριότητα των ανωτέρω δεξαμενόπλοιων δι’ αγοράς, από τις (τότε) ως άνω πλοιοκτήτριες, έναντι συνολικού τιμήματος 65.550.000 δολαρίων ΗΠΑ. Παράλληλα, με τις συμβάσεις αγοραπωλησίας των πλοίων και με τη μεταβίβαση της κυριότητας τους στις εταιρίες ειδικού σκοπού του δανειστή ομίλου, οι εν λόγω εταιρίες/αγοράστριες θα προέβαιναν στην εκναύλωση των πλοίων προς τις πρώην πλοιοκτήτριες εταιρίες του ομίλου «…», δυνάμει σχετικών συμβάσεων ναύλωσης «γυμνού πλοίου» (bareboat charter agreements) για περίοδο ενενήντα έξι (96) μηνών (8 έτη), στο πλαίσιο των οποίων οι ναυλώτριες θα αναλάμβαναν την υποχρέωση να καταβάλουν μηνιαίους ναύλους στις αγοράστριες – εκναυλώτριες, διατηρώντας τη ναυτική διεύθυνση και κατοχή των πλοίων, τα οποία θα εκμεταλλεύονταν οι ίδιες, ιδίω ονόματι και για δικό τους λογαριασμό, για ολόκληρη τη συμφωνηθείσα περίοδο των ναυλώσεων. Την δε εμπορική και τεχνική διαχείριση των ανωτέρω πλοίων θα διατηρούσε για ολόκληρη την περίοδο της ναύλωσης ο όμιλος «…», διά της τρίτης των καθ’ ων εταιρίας «…», η οποία διατηρεί νόμιμη εγκατάσταση στον Πειραιά, κατά τις διατάξεις του Ν. 27/1975. Ειδικότερα και αναφορικά με το δεξαμενόπλοιο «…», πιθανολογήθηκε ότι καταρτίστηκε μεταξύ των δυο πρώτων καθ’ ων, το από 24-8-2017 Προσύμφωνο Αγοραπωλησίας (Memorandum of Agreement), διά του οποίου συμφωνήθηκε η πώληση και μεταβίβαση της κυριότητας του ανωτέρω πλοίου στην πρώτη καθ’ ης – αγοράστρια αντί συνολικού τιμήματος 20.750.000 δολαρίων ΗΠΑ και δυνάμει της από 4-9-2017 σχετικής πράξης μεταβίβασης (Bill of Sale), μεταβιβάστηκε στην ως άνω καθ’ ης η κυριότητα του πλοίου και παραδόθηκε σε αυτή η νομή και κατοχή του. Πέραν δε ως άνω πώλησης και μεταβίβασης καταρτίστηκε μεταξύ αφενός της πρώτης των καθ’ ων, ως κυρίας και εκναυλώτριας του ανωτέρω πλοίου και, αφετέρου, της δεύτερης εξ αυτών, ως γυμνής ναυλώτριας, η από 24-8-2017 σύμβαση ναύλωσης γυμνού πλοίου, τύπου «BARECON 2001». Η ανωτέρω σύμβαση ναύλωσης γυμνού πλοίου (bareboat charter ή charter by demise, affretement coque nue) αποτελεί είδος της υπό ευρεία έννοια ναύλωσης, κατά τον οποία ο κύριος του πλοίου – εκναυλωτής θέτει, έναντι ανταλλάγματος, στη διάθεση του ναυλωτή, για ορισμένο χρόνο, πλοίο κατάλληλο μεν για θαλασσοπλοΐα, αλλά χωρίς εξοπλισμό και επάνδρωση ή με ατελή επάνδρωση και εξοπλισμό, τους δε τελευταίους προσλαμβάνει ο χρονοναυλωτής, στις εντολές του οποίου αυτοί υπακούουν, αναφορικά με τη ναυτική και εμπορική διεύθυνση του πλοίου (ΕφΠειρ 452/2008 Νόμος, ΕφΠειρ 2/1998 ΠειρΝομ 1998, 44, ΕΕμπΔ 1998, 121, ΕφΠειρ 1961/1988 ΕΝΔ 17, 409). Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι και στην περίπτωση του ένδικου πλοίου, την εμπορική και τεχνική διαχείριση αυτού συμφωνήθηκε ότι θα αναλάμβανε και θα διατηρούσε για ολόκληρη τη διάρκεια της ναύλωσης η τρίτη καθ’ ης εταιρία «…», ενεργώντας κατ’ εντολή και για λογαριασμό της δεύτερης καθ’ ης ναυλώτριας, ως αντιπρόσωπος της τελευταίας. Για το λόγο δε αυτό καταρτίστηκε, μεταξύ της ως άνω ναυλώτριας και της εταιρίας «…», η από 8-9-2017, σύμβαση διαχείρισης του πλοίου «…». Η ως άνω, όμως, σύμβαση γυμνής ναύλωσης καταγγέλθηκε από την πρώτη καθ’ ης δυνάμει της από 14-3-2021 δήλωσης – γνωστοποίησης καταγγελίας, δεδομένου ότι η ναυλώτρια είχε καταστεί από τον Ιανουάριο του 2021, υπερήμερη ως προς την καταβολή των ναύλων. Ακολούθως, στις 21-3-2021 και δυνάμει σχετικού δικαιώματος της καθ’ ης (άρθρο 3.7 της από 8-9-2017 επιστολής ανάληψης υποχρέωσης διαχειριστή που εστάλη από την διαχειρίστρια τρίτη καθ’ ης, η τελευταία κατήγγειλε, με σχετική επιστολή της προς την «…» τη σύμβαση διαχείρισης και ενημέρωσε την τελευταία ότι τη διαχείριση του ένδικου πλοίου αναλάμβανε εφεξής η εταιρία «…». Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα και ειδικότερα από την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από τον αιτούντα έγγραφη σύμβαση ναυτικής εργασίας, πιθανολογήθηκε ότι ο αιτών, με αντίστοιχη σύμβαση ναυτικής εργασίας που συνήφθη μεταξύ της δεύτερης των καθ’ ων, εκπροσωπούμενης από εξουσιοδοτημένο, προς τούτο, στέλεχος της τρίτης εξ αυτών (διαχειρίστριας) και του αιτούντος, ναυτολογήθηκε στο δεξαμενόπλοιο «…», προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο ανωτέρω πλοίο. Ειδικότερα, ο αιτών προσλήφθηκε στον Πειραιά, στις 30.6.2021, και ναυτολογήθηκε, στις 1.7.2021 στις Μπαχάμες, ως β’ Μηχανικός για αόριστη χρονική περίοδο και με μηνιαίο μισθό συνολικού ύψους 10.000,00 δολ ΗΠΑ, προσαυξημένου με μπόνους («ελλείποντος») 350,00 δολ ΗΠΑ μηνιαίως. Πέραν δε των ως άνω συμφωνηθεισών αποδοχών, οι οποίες αναλύονται στην ένδικη σύμβαση ναυτικής εργασίας καθώς και στον προσκομιζόμενο από τον αιτούντα μισθοδοτικό λογαριασμό, ο τελευταίος συμφώνησε ατύπως (προφορικώς) με την δεύτερη των καθ’ ων – εργοδότρια ότι πέραν της μηνιαίων συμφωνηθεισών αποδοχών, θα λάμβανε και ένα επιμίσθιο – δώρο (bonus) επαναπρόσληψης, σε περίπτωση που θα επαναπροσλαμβάνονταν σε πλοίο που θα διαχειριζόταν η τρίτη των καθ’ ων. Το ως άνω δε επίδομα χορηγούνταν σε μηνιαία βάση, ήδη από το έτος 2016, σε όλους του πλοιάρχους και τους ανώτερους αξιωματικούς, υπό την προαναφερθείσα προϋπόθεση, όπως συνάγεται από το 29-1-2016 ενημερωτικό έγγραφο προς τους πλοιάρχους των πλοίου του ομίλου «…» και από το έτος 2019 και εφεξής ανερχόταν μηνιαίως στο ποσό των 1.500 ευρώ για τους πλοιάρχους και α’ μηχανικούς, 800 ευρώ για τους υποπλοιάρχους και β’ μηχανικούς και 200 ευρώ για τους ανθυποπλοιάρχους και γ’ μηχανικούς. Ο αιτών προσέφερε ανελλιπώς τις υπηρεσίες του στο προαναφερθέν πλοίο, ως μέλος συγκροτημένου πληρώματος, παρότι είχε επιβληθεί κατάσχεση του τελευταίου στις 12-3-2021, στις Μπαχάμες, κατόπιν δικαστικών ενεργειών της πρώτης των καθ’ ων στο πλαίσιο αντιδικίας που προέκυψε μεταξύ αυτής και της δεύτερης των καθ’ ων (ναυλώτριας). Η δε τελευταία, πιθανολογήθηκε ότι εξαιτίας οικονομικών προβλημάτων έπαυσε, από τον Οκτώβριο του έτους 2021 να καταβάλει τις οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές, τόσο στον αιτούντα, όσο και στο υπόλοιπο πλήρωμα, όπως εξάλλου συνέβη και για τα μέλη των πληρωμάτων των λοιπών πλοίων του συγκεκριμένου ομίλου, τα οποία ευρίσκονταν υπό τη διαχείριση της τρίτης των καθ’ ων. Ο δε αιτών ενημερώθηκε ότι λόγω των ανωτέρω προβλημάτων θα απολύονταν και θα επαναπατρίζονταν. Με εντολή δε της δεύτερης και τρίτης των καθ’ ων έκλεισε το ναυτολόγιο του πλοίου «…», αφού αυτό ασφαλίστηκε σε θέση παροπλισμού και η σχετικές αποναυτολογήσεις όλου του πληρώματος πραγματοποιήθηκαν στις 25-11-2021, με αναγραφή στο ναυτικό φυλλάδιο εκάστου ναυτικού ότι η αποναυτολόγηση έλαβε χώρα «αμοιβαία συναινέσει». Η ως άνω όμως αναγραφές, οι οποίες σημειωτέον είναι δεκτικές ανταποδείξεως (ΕφΠειρ 346/2011 ΕΝΔ 2011.271, δημοσιευθείσα και στην ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ) πιθανολογήθηκε ότι αποτελούσαν, κατά τα προαναφερθέντα, τυπικές αιτιολογίες απόλυσης, λόγω των αμφιβολιών που υπήρχαν κατά το χρόνο εκείνο στην δεύτερη και τρίτη των καθ’ ων αναφορικά με την τύχη του πλοίου και ειδικότερα με την εάν αυτό θα μεταβιβαζόταν ή θα εκπλειστηριαζόταν, όπως άλλωστε συνομολόγησαν και οι ως άνω καθ’ ων με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της κρινόμενης αιτήσεως αλλά και δια του σημειώματός τους. Ενόψει όλων των ανωτέρω, πιθανολογήθηκε ότι ο αιτών διατηρεί κατά της δεύτερης των καθ’ ων – εργοδότριας αλλά και της πρώτης εξ αυτών, υπό την ιδιότητά της ως κυρίας του πλοίου, ευθυνόμενης μέχρι της αξίας αυτού (άρθρο 106 παρ. 2 εδ. α’ ΚΙΝΔ), τις κάτωθι αξιώσεις εκ της ένδικης συμβάσεως ναυτικής εργασίας και συγκεκριμένα: α) για τον μήνα Οκτώβριο 2021 το ποσό των 10.350,00 δολ ΗΠΑ και για την περίοδο 25 ημερών του μήνα Νοεμβρίου 2021 το ποσό των 8.966,66 δολ ΗΠΑ, ήτοι συνολικά το ποσό των 19.316,66 δολ ΗΠΑ, β) για μη καταβληθείσα αποζημίωση απόλυσης (σύμφωνα με τον ΚΙΝΔ αποδοχών 45 ημερών) το ποσό των 15.525,00 δολ ΗΠΑ και γ) για επίδομα/bonus επαναπρόσληψης [που αντιστοιχεί στους μήνες υπηρεσίας του, δεδομένου ότι πριν την επίδικη ναυτολόγησή του είχε ναυτολογηθεί στα πλοία διαχείρισης της τρίτης καθ’ ης «…» (από 14-9-2016 έως 26-4-2017 και από 19-5-2019 έως 21-12-2019), «…» (από 24-8-2017 έως 2-3-2018 και από 28-5-2020 έως 15-10-2020) και «…» (από 14-7-2018 έως 22-12-2018) το ποσό των 3.917,00 δολ ΗΠΑ. Επομένως, βάσει των ανωτέρω οι καθ’ ων οφείλουν στον ανωτέρω αιτούντα το συνολικό ποσό των (10.350 + 8.966,66 + 15.525 + 3.917 =) 38.758,00 δολ ΗΠΑ και το ισόποσο σε ευρώ 34.308,00 (σύμφωνα με την ισοτιμία ευρώ δολαρίου ΗΠΑ κατά τον χρόνο κατάθεσης της ένδικης αίτησης). Από κανένα στοιχείο δεν πιθανολογήθηκε η ολοσχερής εξόφληση του αιτούντος, απορριπτομένου του ισχυρισμού της πρώτης των καθ’ ων ως ουσιαστικά αβάσιμου, δεδομένου μάλιστα ότι κανένα αποδεικτικό στοιχείο καταβολής δεν προσκομίστηκε, μόνο δε από τους μισθοδοτικούς λογαριασμούς του αιτούντος, δεν δύναται να συναχθεί το αντίθετο. Στο σημείο δε αυτό πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι το γεγονός της καταγγελίας της σύμβασης γυμνής ναυλώσεως από την πρώτη των καθ’ ων, κυρία του πλοίου «…», η οποία έλαβε χώρα σε χρόνο προγενέστερο του ληξιπρόθεσμου των υπό διασφάλιση απαιτήσεων του αιτούντος (η σύμβαση ναυτικής εργασίας του συνήφθη σε χρόνο μεταγενέστερο της καταγγελίας της σύμβασης γυμνής ναυλώσεως του πλοίου που έλαβε χώρα στις 14-3-2021), δεν ασκεί έννομη επιρροή στην ευθύνη της εκ του άρθρου 106 ΚΙΝΔ, δεδομένου ότι για την κατάφαση της σχετικής ευθύνης του κυρίου του πλοίου αρκεί το γεγονός ότι τρίτος χρησιμοποιεί – εκμεταλλεύεται το ξένο πλοίο για ίδιον όφελος, η δε χρησιμοποίηση του τελευταίου μπορεί να στηρίζεται τόσο σε εμπράγματες ή ενοχικές σχέσεις όσο και σε απλή πραγματική κατάσταση, καλόπιστη ή κακόπιστη, ακόμα και αθέμιτη ή παράνομη (ΕφΑθ 1988/1970 ΕΕΔ 1971.76, ΕφΠειρ 235/1980 Αργώ 1981.57, ΕφΠειρ 957/1993 ΕΕΔ 1995.90, ΕφΠειρ 247/1995 ΕΝΔ 1995.483, ΕφΠειρ 249/1996 Νομολογία 1996-1997.193, Α. Κιάντου – Παμπούκη Ναυτικό Δίκαιο, έκδ. 2005, τόμος Ι, σελ. 134-135). Εξάλλου, πιθανολογήθηκε ότι η εργασία του αιτούντος αποτελούσε τη μόνη πηγή εισοδήματος του, με συνέπεια ο τελευταίος να υποστεί στερήσεις κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, αδυνατώντας να καλύψει τις ανάγκες του και να συντηρηθεί, δεδομένου ότι οι οφειλόμενες σε αυτόν αποδοχές είναι απολύτως αναγκαίες για τη διατροφή του ιδίου και της οικογένειάς του, ήδη δε έχει περιέλθει σε δεινή οικονομική κατάσταση λόγω της πανκοίνως γνωστής στρατιωτικής εισβολής στην χώρα καταγωγής του (Ουκρανία) και της πραγματικής αδυναμίας του να ναυτολογηθεί εκ νέου, συντρέχουσας επείγουσας περίπτωσης για την προσωρινή επιδίκαση μέρους των απαιτήσεων του αιτούντος από τη σύμβαση ναυτικής εργασίας που συνήψε με την δεύτερη των καθ’ ων. Ομοίως, πιθανολογήθηκε ότι οι καθ’ ων, πέραν του ανωτέρω πλοίου της πρώτης καθ’ ης, το οποίο εξ αντικειμένου εκτίθεται σε θαλάσσιους κινδύνους, δεν διαθέτουν άλλη περιουσία, ενώ σε βάρος τους διατηρούν απαιτήσεις και άλλοι πιστωτές, οι οποίοι έχουν ήδη προβεί σε κατάθεση αιτήσεων για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, όπως συνάγεται από σχετικές αιτήσεις που προσκομίζουν οι αιτούντες αλλά και από γεγονότα γνωστά στο Δικαστήριο από άλλες δικαστικές ενέργειές του (άρθρο 336 παρ. 2 ΚΠολΔ – ΣυμβΕφΠειρ 121/1998 Αρμ 1998.866, ΜΠρΑθ 1323/2013 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑθ 1822/2013 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ).

Ενόψει όλων των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως προς την τρίτη των καθ’ ων και να γίνει εν μέρει δεκτή, ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, ως προς τις λοιπές εξ αυτών, ειδικότερα δε να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της πρώτης και δεύτερης των καθ’ ων, μεταξύ των οποίων και του προπεριγραφέντος πλοίου της πρώτης εξ αυτών προς εξασφάλιση των ένδικων απαιτήσεων του αιτούντος, για το ποσό που διαλαμβάνονται στο διατακτικό της παρούσας, στο οποίο πιθανολογείται ότι θα ανέλθει η απαίτησή του, μετά εξόδων και τόκων, έως αποκτήσεως εκτελεστού τίτλου καθώς και να διαταχθεί η προσωρινή επιδίκαση μέρους της πιθανολογηθείσας απαίτησης του αιτούντος, για το κονδύλιο των δεδουλευμένων αποδοχών του ύψους 10.000,00 ευρώ. Λαμβανομένων υπόψη του χρηματικού χαρακτήρα των ένδικων απαιτήσεων και του επαχθούς στοιχείου του λαμβανομένου ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατασχέσεως, πρέπει παράλληλα να παρασχεθεί η ευχέρεια στους ανωτέρω καθ’ ων να αντικαταστήσουν ή και να ματαιώσουν το παραπάνω ασφαλιστικό μέτρο, με την κατάθεση στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, γραμματίου συστάσεως χρηματικής παρακαταθήκης στο Τ.Π.Δ. για την παροχή υπέρ εκάστου των αιτούντων, αντίστοιχης ισόποσης εγγύησης. Τέλος, δικαστικά έξοδα δεν θα επιδικασθούν υπέρ της τρίτης των καθ’ ων ελλείψει σχετικού αιτήματος (άρθρο 106 ΚΠολΔ), κατά δε τα λοιπά, η δικαστική δαπάνη του αιτούντος πρέπει να επιβληθεί κατά ένα μέρος σε βάρος της πρώτης και δεύτερης των καθ’ ων, σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 178 ΚΠολΔ και 84 παρ. 2 ν. 4194/2013).

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

  • ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
  • ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση ως προς την τρίτη των καθ’ ων.
  • ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά εν μέρει την αίτηση ως προς την πρώτη και δεύτερη των καθ’ ων.
  • ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της πρώτης και δεύτερης των καθ’ ων η αίτηση, είτε αυτή βρίσκεται στα χέρια τους, είτε στα χέρια τρίτων και ιδίως του υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιου (Δ/Ξ) «…» (αριθμός νηολογίου ……. …), μέχρι του χρηματικού ποσού των σαράντα τεσσάρων χιλιάδων (44.000,00) ευρώ, συγχρόνως δε παρέχει στους ως άνω καθ’ ων η αίτηση την ευχέρεια να ματαιώσουν ή σε περίπτωση επιβολής της να αντικαταστήσουν τη διατασσόμενη με την ανωτέρω διάταξη της παρούσας συντηρητική κατάσχεση, με το μέτρο της εγγυοδοσίας, δια της καταθέσεως στο γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου, γραμματίου συστάσεως χρηματικής παρακαταθήκης στο Τ.Π.Δ. για την παροχή (αντίστοιχης) εγγύησης, υπέρ του αιτούντος ποσού σαράντα τεσσάρων χιλιάδων ευρώ.
  • ΕΠΙΔΙΚΑΖΕΙ προσωρινά στον αιτούντα και σε βάρος των καθ’ ων (πρώτης και δεύτερης) το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000,00) ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές του.
  • ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των καθ’ ων μέρος των δικαστικών εξόδων του αιτούντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 18 Απριλίου 2022.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                      Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

(για τη δημοσίευση)