Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης

139/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών,
η οποία ορίστηκε κατόπιν κληρώσεως σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3327/2005.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Δεκεμβρίου 2021. χωρίς τη
σύμπραξη γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αιτούσας: Της νομίμως εκπροσωπούμενης εταιρείας με την επωνυμία «…» και αριθμό μητρώου …, που εδρεύει στη … και διατηρεί υποκατάστημα στην Ελλάδα επί της οδού …, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια της
πληρεξούσιας δικηγόρου της Κυριακής Μπάλτα (AM ΔΣΠ 2293).

Της καθ’ης η αίτηση: Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…» …), που εδρεύει στον … και διατηρεί γραφείο εγκατάστασης και στην οδό …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο
μετά του νομίμου εκπροσώπου της Αγγέλου Σολδάτου και μετά των πληρεξουσίων
δικηγόρων της Κλεοπάτρας Μαδημένου (AM ΔΣΠ 3707) και Παναγιώτη Πατουλιώτη (AM
ΔΣΑ 25186).

Η αιτούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 22-10-2021 αίτησή της που κατατέθηκε
στην Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό κατάθεσης 8326/2021 και
ειδικό αριθμό κατάθεσης 1889/2021, προσδιορίστηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο

που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εκφωνήθηκε από το έκθεμα.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων
ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 62 ΚΠολΔ, «Όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο
δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έχει την ικανότητα να είναι διάδικος. Ενώσεις προσώπων
που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία, καθώς και εταιρίες που δεν έχουν
νομική προσωπικότητα, μπορούν να είναι διάδικοι». Ως ικανότητα διαδίκου νοείται η
ικανότητα συμμετοχής στην έννομη σχέση της δίκης, δηλαδή στο σύμπλεγμα από τα
δικονομικά δικαιώματα και υποχρεώσεις που συνδέουν κάθε διάδικο και το δικαστήριο,
αναφορικά με το συγκεκριμένο αίτημα δικαστικής προστασίας (Βλ. Μπέη Κ./Καλαβρού
Κ./Σταματόπουλου Σ., Δικονομία των ιδιωτικών διαφορών, σελ. 292 – 293). Η ικανότητα
διαδίκου αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και η συνδρομή της εξετάζεται
αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, κατά το άρθρο 73 ΚΠολΔ (Βλ. ΑΠ 2098/2013, ΑΠ
2079/2013, ΑΠ 1737/2013, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, από τη διάταξη
του άρθρου 66 ΚΠολΔ συνάγεται ότι αλλοδαπό πρόσωπο (προφανώς φυσικό ή νομικό), το
οποίο δεν έχει, σύμφωνα με το δίκαιο της ιθαγένειάς του, ικανότητα για δικαστική
παράσταση με το δικό του όνομα, θεωρείται πως έχει ικανότητα να παρίσταται στα
ελληνικά δικαστήρια, αν έχει αυτή την ικανότητα, με βάση το ελληνικό δίκαιο, ενώ κατά το
άρθρο 64 παρ. 2 έως 4 του ίδιου Κώδικα: «…2. Τα νομικά πρόσωπα παρίστανται στο
δικαστήριο με όποιον τα εκπροσωπεί. Στις περιπτώσεις που χρειάζεται προηγούμενη άδεια
για τη διεξαγωγή της δίκης, η απεριόριστη χορήγησή της περιλαμβάνει και τη δίκη κατ’
έφεση, αναψηλάφηση και αναίρεση. 3. Οι ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο
σκοπό, χωρίς να αποτελούν σωματείο, καθώς και οι εταιρίες που δεν έχουν νομική
προσωπικότητα παρίστανται στο δικαστήριο με τα πρόσωπα, στα οποία έχει ανατεθεί η
διαχείριση των υποθέσεων τους. 4. Αν δεν υπάρχει διάταξη που ρυθμίζει τη δικαστική
παράσταση των προσώπων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 3, τα πρόσωπα αυτά
εκπροσωπούνται από όποιους τα αντιπροσωπεύουν στις συναλλακτικές τους σχέσεις». Από
το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι αλλοδαπό νομικό πρόσωπο ή
αλλοδαπές ενώσεις, που στερούνται νομικής προσωπικότητας και, εκ του λόγου αυτού,

στερούνται, ενδεχομένως, κατά το δίκαιο της έδρας τους, την ικανότητα να είναι διάδικοι,
έχουν την ικανότητα αυτή κατά το ελληνικό δίκαιο και, εφόσον αναπτύσσουν τη
δραστηριότητα τους στην Ελλάδα, μπορούν να ενάγουν ή να ενάγονται και, γενικότερα, να
παρίστανται ως διάδικοι, νομιμοποιούμενοι ενεργητικά ή παθητικά προς διεξαγωγή δίκης
που αφορά τα δικαιώματα τα οποία έχουν αποκτήσει ή τις υποχρεώσεις με τις οποίες έχουν
επιβαρυνθεί από την εν γένει δραστηριότητα τους, όταν η διαφορά που ανακύπτει υπάγεται
στη δικαιοδοσία ελληνικού δικαστηρίου (Βλ. ΕΑ 4267/2011 ΔΕΕ 2012.52). Περαιτέρω,
προκειμένου να κριθεί εάν μία αλλοδαπή εταιρία έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο
δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και την ικανότητα, ως νομικό πρόσωπο να είναι διάδικος,
σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθρου που παρατέθηκε, θα πρέπει να έχει την ικανότητα
αυτή κατά το δίκαιο της χώρας στην οποία έχει την έδρα της (Βλ. ΟλΑΠ 2/2003 ΝοΒ
2003.1392, ΑΠ 1390/2001 ΕλλΔνη 2003.728). Όμως, προκειμένου να κριθεί εάν η
αλλοδαπή εταιρία, μολονότι κατά το δίκαιο της έδρας της δεν έχει νομική προσωπικότητα,
έχει την ικανότητα να είναι διάδικος, τότε, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του παραπάνω
άρθρου, το οποίο εισάγει εξαίρεση από τον κανόνα του πρώτου εδαφίου και συνάδει με τη
ρύθμιση του άρθρου 66 ΚΠολΔ για την ικανότητα παράστασης αλλοδαπών προσώπων, δεν
θα ερευνηθεί εάν και κατά το δίκαιο της χώρας στην οποία εδρεύει το νομικό πρόσωπο έχει
τέτοια ικανότητα, αλλά, εφόσον η δίκη διεξάγεται ενώπιον ελληνικού δικαστηρίου, η
αλλοδαπή εταιρία, ως ένωση προσώπων, έχει αυτήν την ιδιότητα ευθέως από τη διάταξη
του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 62 ΚΠολΔ, η οποία, ως διάταξη δικονομικού δικαίου της
χώρας του δικάζοντος δικαστηρίου (lex fori), εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή (Βλ. ΑΠ
796/1993 ΔΕΕ 1995.281, ΑΠ 1309/1991 ΕλλΔνη 32.794, ΕΠ 273/2013 ΤΝΠ NOMOS).
Επομένως, ακόμη και εάν ένα αλλοδαπό νομικό πρόσωπο στερείται της ικανότητας
διαδίκου, σύμφωνα με το δίκαιο της έδρας του, θεωρείται πως έχει την ικανότητα να
παρίσταται ενώπιον των ημεδαπών δικαστηρίων, ως ένωση προσώπων, αντλώντας τη
σχετική δικονομική εξουσία ευθέως από τη διάταξη του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 62
ΚΠολΔ. (Μον.Πρωτ. Πειρ. 185/2019). Περαιτέρω στο άρθρο 197 ΑΚ ορίζεται ότι “κατά τις
διαπραγματεύσεις για τη σύναψη σύμβασης τα μέρη οφείλουν αμοιβαία να
συμπεριφέρονται σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη”, ενώ στην πρώτη
παράγραφο του επόμενου άρθρου 198 ΑΚ προβλέπεται ότι “όποιος κατά τις

διαπραγματεύσεις για τη σύναψη σύμβασης προξενήσει υπαίτια στον άλλο ζημία είναι
υποχρεωμένος να την ανορθώσει και αν ακόμη η σύμβαση δεν καταρτίστηκε”. Από τις
διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό προς εκείνες του άρθρου 298 ΑΚ, συνάγονται τα εξής:
Προϋποθέσεις της προσυμβατικής ευθύνης είναι α) ύπαρξη σταδίου διαπραγματεύσεων, το
οποίο αρχίζει από τη στιγμή που θα πραγματοποιηθεί η προσέγγιση των προσώπων που
ενδιαφέρονται για τη σύναψη ισχυρής μεταξύ τους σύμβασης, για τη διερεύνηση των
δυνατοτήτων σύναψης και καθορισμού των όρων αυτής και λήγει είτε με την οριστική
διακοπή των διαπραγματεύσεων, είτε με τη σύναψη της σύμβασης, β)συμπεριφορά
αντίθετη προς την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη κατά το ανωτέρω στάδιο,
γ)επέλευση ζημίας, δ)υπαιτιότητα, για την οποία αρκεί και η κατ’ άρθρο 330 εδ. β’ ΑΚ
αμέλεια, ε)αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της υπαίτιας αντισυναλλακτικής και κακόπιστης
συμπεριφοράς του ζημιώσαντος και της ζημίας. Ειδικότερα, υπό την έννοια των παραπάνω
διατάξεων, συμπεριφορά των μερών σύμφωνη με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη
είναι η επιβαλλόμενη στα μέρη συναλλακτική ευθύτητα κατά την αντίληψη του έμφρονος
συναλλασσόμενου, η τήρηση δηλαδή από τα μέρη των τρόπων ενέργειας που γενικώς
ακολουθούνται στις εντίμως διεξαγόμενες συναλλαγές, ενώ διαπραγματεύσεις είναι οι
προφορικές ή έγγραφες ανταλλαγές απόψεων των ενδιαφερομένων για τη σύναψη
συμβάσεως, με τις οποίες επιδιώκεται η βαθμιαία προσέγγιση των διαφορετικών αρχικών
θέσεών τους σχετικά με τους όρους της υπό συζήτηση συμβάσεως μέχρι και την τελική
σύμπτωσή τους ή την αδυναμία τέτοιας σύμπτωσης. Η αδικαιολόγητη διακοπή των
διαπραγματεύσεων τότε μόνο αντίκειται στις αρχές της καλής πίστης και των
συναλλακτικών ηθών, όταν οι διαπραγματεύσεις είχαν ουσιαστικός περατωθεί με
συμφωνία των ενδιαφερομένων επί όλων των αφορώντων τη σύμβαση σημείων και
υπολειπόταν η απαιτούμενη από το νόμο ή τη συμφωνία των μερών τυπική κατάρτισή της ή
όταν υπήρχαν διαβεβαιώσεις ότι θα καταρτιζόταν η σκοπούμενη σύμβαση (ΑΠ 1232/2000,
ΑΠ 1678/2001, ΑΠ 554/2011). Έτσι, η ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις έχει εφαρμογή και
επί ματαιώσεως καταρτίσεως της συμβάσεως σε χρόνο, κατά τον οποίο οι
διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών έχουν τερματισθεί οριστικός με συμφωνία τούτων επί
όλων των αφορώντων τη σύμβαση σημείων και δεν υπολείπεται παρά μόνον η τυπική
υπογραφή της συμβάσεως, περί της οποίας ο υπαίτιος της ματαιώσεως είχε δώσει στον
αντισυμβαλλόμενο σαφείς διαβεβαιώσεις ότι θα πρέπει να θεωρείται αυτή ως βεβαία (ΑΠ
12/2006, ΑΠ 197/2007). Στην περίπτωση αυτή, ο υπαίτιος της ματαιώσεως της σύμβασης
είναι υπόχρεος να αποζημιώσει τον άλλον, στον οποίο δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση
περί βεβαίας συνάψεως της σύμβασης, με συνέπεια να πιστέψει ως επικείμενη την
κατάρτισή της (ΑΠ 1231/2008). Ως ζημία νοείται το καλούμενο αρνητικό της σύμβασης
διαφέρον ή διαφέρον εμπιστοσύνης, δηλ. η ζημία που υπέστη ο διαπραγματευόμενος,
επειδή πίστεψε στην κατάρτιση της σύμβασης και την οποία θα είχε αποφύγει, αν από την
αρχή τηρούσε αρνητική στάση και όχι το διαφέρον εκπλήρωσης της σύμβασης, αφού τα
μέρη δεν είχαν νομική υποχρέωση για τη σύναψή της. Αποκαθίσταται ιδίως η ζημία που
αυτός υπέστη, διότι, πιστεύοντας δικαιολογημένα ότι επίκειται κατάρτιση της σύμβασης,
υποβλήθηκε σε δαπάνες ή απέκρουσε άλλη ευκαιρία προς σύναψη παρόμοιας σύμβασης με
τους αυτούς ή ευνοϊκότερους όρους. Η ζημία δε αυτή πρέπει να βρίσκεται σε αιτιώδη
σύνδεσμο προς την αθέμιτη ή την αντίθετη συμπεριφορά του άλλου προς τα χρηστά
συναλλακτικά ήθη και η υπαίτια συμπεριφορά που προκάλεσε τη ζημία να εκδηλώνεται
κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων (ΑΠ 1100/2020, ΝΟΜΟΣ, με αναφορά σε ΑΠ
1565/2000, ΑΠ 12/2006, ΑΠ 197/2007, ΑΠ 1231/2008). Επίσης από το συνδυασμό των
διατάξεων των άρθρων 682 επ. ΚΠολ.Δ. συνάγεται ότι τα ασφαλιστικά μέτρα αποτελούν
παρεπόμενο της εκκρεμούς ή μέλλουσας να ανοίγει διαγνωστικής δίκης ως προς το
επικαλούμενο ουσιαστικό δικαίωμα και αποβλέπουν στη διασφάλιση, διατήρηση ή
προσωρινή ρύθμιση του τελευταίου μέχρι να συντελεστεί δικαστικά η διάγνωση του, και,
συνεπώς, στη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης. Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου
682 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., η οποία ορίζει ότι τα Δικαστήρια σε επείγουσες περιπτώσεις ή για να
αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος μπορούν να διατάξουν ασφαλιστικά μέτρα για την
εξασφάλιση ή διατήρηση δικαιώματος ή τη ρύθμιση κατάστασης, προκύπτει με σαφήνεια
ότι, για τη λήψη του απαιτούμενου κάθε φορά ασφαλιστικού μέτρου, πρέπει α) να υπάρχει
επείγουσα γι’ αυτό περίπτωση ή ανάγκη αποτροπής επικειμένου κινδύνου, και β) να
πιθανολογείται η ύπαρξη δικαιώματος του αιτούντος. Ως επείγουσα περίπτωση ή
επικείμενος κίνδυνος νοείται προδήλως η ύπαρξη ασυνήθους ανάγκης έκτακτης δικαστικής
προστασίας του διαδίκου, που δικαιολογείται από τη συνδρομή παρόντων πραγματικών
περιστατικών κάποιου συγκεκριμένου κινδύνου ματαίωσης της απαίτησης ή επείγουσας
περίπτωσης της παρούσας στιγμής, η οποία είναι πιεστική και ανεπίδεκτη αναβολής και
απαιτεί άμεση ρύθμιση, ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία ανεπανόρθωτων ή δύσκολα
αναστρέψιμων καταστάσεων (βλ. ΜΠΑ 449/2004 ΝοΒ 52.831, ΜΠΠειρ 1248/1999 ΕΜετΔ
1999.337). Πρέπει, δε, να σημειωθεί ότι η ως άνω διάταξη αναφέρεται στην επείγουσα
περίπτωση και στον επικείμενο κίνδυνο κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, χωρίς να
καθορίζει εάν αφορούν στο επίδικο αντικείμενο ή τους διαδίκους, τούτο, δε, δεν
διευκρινίσθηκε ούτε κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες του Κώδικα Πολιτικής
Δικονομίας (βλ. Νίκα σε Δ. 8.623 επ.), και, συνεπώς, ενόψει της σιωπής του Νόμου, πρέπει
να γίνει δεκτό ότι μπορεί οι προϋποθέσεις αυτές να αναφέρονται και στις δύο περιπτώσεις
(βλ. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση
κατ’ άρθρο, τ.Δ’, 1996, υπό το άρθρο 682, αριθ. 10). Η ύπαρξη ή όχι επείγουσας
περίπτωσης ή επικειμένου κινδύνου για την αποτροπή του οποίου ζητείται να διαταχθεί
κάποιο ασφαλιστικό μέτρο, απόκειται σε κάθε περίπτωση στην κρίση του κατά Νόμο
αρμοδίου να διατάξει το ασφαλιστικό μέτρο Δικαστηρίου, κρίση η οποία σχηματίζεται με
βάση την πιθανολόγηση (βλ. ΑΠ 422/1970 ΝοΒ 18.1197, ΜΠΘεσ 12162/1993 Αρμεν.
48.182). Ειδικότερα, η συνδρομή επείγουσας περίπτωσης είναι ανεξάρτητη από τον κίνδυνο
διαπληκτισμών και συγκρούσεων των διαδίκων, εκτός εάν οι συγκεκριμένες συγκρούσεις
εμποδίζουν την ομαλή εξουσίαση του κρίσιμου αντικειμένου (βλ. Μπέη, Πολιτική
Δικονομία, υπό το άρθρο 682, σελ. 30 επ.). Συγκεκριμένα, επείγουσα περίπτωση νοείται
εκείνη, η οποία χρειάζεται άμεση ρύθμιση με δικαστική παρέμβαση λόγω της ανάγκης για
τη γρήγορη απόλαυση του ασφαλιστέσυ ουσιαστικού δικαιώματος από μέρους του
δικαιούχου, όπως συμβαίνει όταν η πάροδος του χρόνου μέχρι την άσκηση της τακτικής
αγωγής πρόκειται να φέρει ουσιώδη βλάβη οποιοσδήποτε έκτασης στην υλική φύση του
αντικειμένου, πρέπει, δε, να συντρέχει όταν πρόκειται να διαταχθεί προσωρινή ικανοποίηση
του ασφαλιστέου δικαιώματος, δηλαδή για την προσωρινή επιδίκαση της απαίτησης (άρ.
728 επ. Κ.Πολ.Δ.) και την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης (άρ. 731 επ. Κ.Πολ.Δ.).
Επικείμενος, δε, κίνδυνος, που πρέπει να είναι ουσιώδης και αναπότρεπτος, υπάρχει όταν η
βλάβη, που απειλείται απ’ αυτόν, ενόψει και της βραδείας οριστικής επίλυσης της διαφοράς, είναι πολύ κοντά και επικρέμαται στο πράγμα ή τους διαδίκους, όπως όταν
απειλείται προσεχής αποξένωση του οφειλέτη από την περιουσία του, έτσι ώστε να είναι
αδύνατη η επίσπευση εναντίον του αναγκαστικής εκτέλεσης όταν κάποτε ο αϊτών δανειστής
θα αποκτήσει εκτελεστό τίτλο, μετά τον τερματισμό της σχετικής κυρίας διαγνωστικής
δίκης, πρέπει, δε, να συντρέχει όταν πρόκειται να διαταχθούν τα άλλα ασφαλιστικά μέτρα,
δηλαδή εγγυοδοσία (άρ. 704 επ. Κ.Πολ.Δ.), προσημείωση υποθήκης (άρ. 706 Κ.Πολ.Δ.),
συντηρητική κατάσχεση (άρ. 707 επ. Κ.Πολ.Δ.), δικαστική μεσεγγύηση (άρ. 725 Κ.Πολ.Δ.)
και σφράγιση (άρ. 737 Κ.Πολ.Δ.) (βλ. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας –
Ερμηνευτική- Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο, τ.Δ’, 1996, υπό το άρθρο 682, αριθ. 10,
σελ.24 – βλ. ενδ. και ΠΠΒόλ 278/1990 ΑρχΝ 43.268 επ.). Ωστόσο, μόνη η ελαττωμένη
περιουσιακή κατάσταση του καθ’ ου δεν αρκεί για να δικαιολογήσει τη λήψη του
ασφαλιστικού μέτρου (της συντηρητικής κατάσχεσης ή) της εγγραφής προσημείωσης
υποθήκης. Εξάλλου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί επικείμενο κίνδυνο ή επείγουσα
περίπτωση πιθανή μεταβολή στο μέλλον της περιουσιακής κατάστασης κάποιου προσώπου,
διότι με τέτοια εκδοχή θα δικαιολογείται η λήψη ασφαλιστικών μέτρων, και δη με τη μορφή
(της συντηρητικής κατάσχεσης ή) της εγγραφής προσημείωσης υποθήκης, σε κάθε εκκρεμή
αγωγή, ενόψει της ενδεχόμενης, κατά την κοινή πείρα και λογική, μεταβολής ή ελάττωσης
της περιουσιακής κατάστασης του διαδίκου (βλ. ενδ. ΜΠΕδέσ 217/2012, ΜΠΠειρ
4645/2011, ΜΠΘεσ 31427/2010, ΜΠΡόδ 2046/2010, ΜΠΑ 1495/2009 και Μ Π Ρόδ
3417/2007 δημοσιευθείσες πρώτη φορά σε Ηλεκτρονική Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών
«ΝΟΜΟΣ», ΜΠΑ 7810/2003 Αρμεν. 58.121, ΜΠΑ 31951/1996 Αρμεν. 51.1499, ΜΠΑ
23867/1993 ΝοΒ 42.233, ΜΠΧαλκ 686/1991 Δ. 23.262 – βλ. και Μπέη, Πολιτική
Δικονομία, υπό το άρθρο 682 παρ.5 σελ.32, Χαμηλοθώρη, Ασφαλιστικά Μέτρα, έκδ.2000,
σελ. 65 και 167, Κατρά, Αιτήσεις Ασφαλιστικών Μέτρων και Αμυνα Αντιδίκου, έκδ. 2008,
σελ. 69). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 111, 118 αριθ. 4, 216 και 688 παρ. 1 του
Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι για κάθε αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας απαιτείται
γενικώς μεν να αναφέρεται στο δικόγραφο, με ποινή απαραδέκτου που λαμβάνεται υπ’ όψιν
και αυτεπαγγέλτως, ως αναγόμενο στην προδικασία, μεταξύ άλλων και το αντικείμενο
αυτής κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο, ειδικώς, δε, επί αίτησης ασφαλιστικών
μέτρων να αναφέρονται συνοπτικώς τα πραγματικά περιστατικά που πιθανολογούν το
δικαίωμα, για την εξασφάλιση ή διατήρηση του οποίου ζητείται η λήψη συγκεκριμένου
ασφαλιστικού μέτρου, καθώς και την επείγουσα περίπτωση ή τον επικείμενο κίνδυνο, ενώ
στις χρηματικές απαιτήσεις πρέπει να αναφέρεται το οφειλόμενο χρηματικό ποσό (ή η
χρηματική αξία του αντικειμένου που οφείλεται). Στα ασφαλιστικά μέτρα η αξίωση αυτή
του Νόμου αποβαίνει περισσότερο επιτακτική, δεδομένου ότι στις υποθέσεις αυτές είναι
υποχρεωτική η προαπόδειξη (βλ. άρθρο 690 παρ. 1 Κ.ΠολΔ.), λόγω της οποίας ο

αποδεικτικός έλεγχος των παραγωγικών γεγονότων του προστατευτέου δικαιώματος γίνεται
κατ’ ανάγκη μόνο με βάση τους ισχυρισμούς που διαλαμβάνονται στην αίτηση. Η
παράλειψη της συνοπτικής μνείας κάποιου από τα παραπάνω γεγονότα καθιστά την αίτηση
αόριστη και κατ’ ακολουθία απαράδεκτη (βλ. ΕΑ 1173/1999 ΕλλΔ/νη 42.764, ΜΠΑ
20368/1987 ΕλλΔ/νη 29.580 – βλ. επίσης Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας –
Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση κατ’άρθρο, τ.Δ’, 1996, υπό το άρθρο 682, αριθ. 10 και
72). Ειδικότερα, η ακριβολογία στη διατύπωση και τον καθορισμό των στοιχείων που
θεμελιώνουν το δικαίωμα δεν είναι αναγκαία στον ίδιο βαθμό που συμβαίνει στην τακτική
διαδικασία (βλ. Κράνη σε Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής
Δικονομίας II, υπό το άρθρο 686, αριθ, 10, σελ. 1339, και Βαφειάδου σε
Χαμηλοθώρη/Κλουκίνα, Ασφαλιστικά Μέτρα, έκδ. 2000, αριθ. 94, σελ. 65). Αυτό, όμως,
δεν σημαίνει ότι η συζήτηση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων συγχωρείται να έχει
αοριστίες τέτοιες, που να δημιουργούν αμφιβολίες ως προς τη γένεση και την έκταση του
ασφαλιστέου δικαιώματος ή τη συνδρομή επείγουσας περίπτωσης ή επικειμένου κινδύνου
(βλ. Μπέη, Πολιτική Δικονομία, υπό το άρθρο 688, σελ. 86, Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα,
έκδ. 1985, σελ. 23-24 – πρβλ. ΜΠΑ 24190/1997 ΑρχΝ 49.531, ΜΠΑ 29396/1995 Δ.
27.644). Η Συντακτική Επιτροπή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας έχει διευκρινίσει όσον
αφορά στο άρθρο 688 παρ.1 Κ.Πολ.Δ. ότι «δια του όρου “συνοπτικώς”, όστις τίθεται εις
αντικατάστασιν του όρου “συντόμως”, σκοπείται η σύντομος μεν, αλλά σαφής αναγραφή
των πιθανολογούντων το δικαίωμα πραγματικών γεγονότων» (βλ. Πρακτικά, τόμος 5 ος,
σελ. 492). Με απλά λόγια αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να δημιουργείται αμφιβολία ως
προς την ταυτότητα και τη γένεση του ασφαλιστέου δικαιώματος (βλ. Μπέη, Πολιτική
Δικονομία, υπό το άρθρο 688, αριθ.3.2). Ομοίως, για το ορισμένο της σχετικής αίτησης,
όπως της αίτησης συντηρητικής κατάσχεσης περιουσίας και της αίτησης εγγραφής
προσημείωσης υποθήκης, ως προς την προϋπόθεση της συνδρομής επείγουσας περίπτωσης
ή επικειμένου κινδύνου, πρέπει σ’ αυτήν να γίνεται, έστω και συνοπτικώς, αναφορά των
πραγματικών περιστατικών που πιθανολογούν τη συνδρομή της επείγουσας περίπτωσης ή
του επικειμένου κινδύνου, και δεν αρκεί η αναφορά στη στερεότυπη διατύπωση του Νόμου,
αλλά απαιτείται παράθεση, έστω και συνοπτικώς, συγκεκριμένων περιστατικών του
εννοιολογικού προσδιορισμού των προϋποθέσεων αυτών, διαφορετικά η αίτηση είναι
απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας της (βλ. ΑΠ 127/1973, ΝοΒ 21.889, ΕΑ
1173/1999 ΕλλΔ/νη 42.764, ΜΠΠειρ 1248/1999 ΕΜετΔ 1999.337, ΜΠΚω 349/1988

ΕλλΔ/νη 31.616, ΜΠΑ 20368/1987 ΕλλΔ/νη 29.580, ΜΠΑ 12407/1985 Δ. 16.725 – Τζίφρα,
Ασφαλιστικά Μέτρα, έκδ.1985, σελ. 9 & 24, Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής
Δικονομίας – Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο, τ.Δ’, 1996, υπό το άρθρο
682, αριθ. 10, Μπέη, Πολιτική Δικονομία, υπό το άρθρο 682, Κεραμέως-Πολυζωγόπουλου,
Τα ασφαλιστικά μέτρα στο Ελληνικό Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, στο συλλογικό έργο «Η
δραστικότητα της δικαιοσύνης» παρ. 3, 4 σελ. 260, Γεωργίου, Οι έννοιες του επικειμένου
κινδύνου και της επείγουσας περίπτωσης στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων
Κ.Πολ.Δ. 682 παρ. 1 σε ΕλλΔ/νη 38.16 – βλ. επίσης ΜΠΑ 7810/2003 Αρμεν. 58.121,
ΜΠΒόλ 1156/2002 αδημ. σε νομ. περιοδ., ΜΠΑ 31951/1996 Αρμεν. 51.1499, ΜΠΑ
3066/1999 Δ. 30.521 -βλ. επίσης ΜΠΠειρ 232/1995 Δ. 26.595, ΜΠΑ 22493/1994 ΔΕΝ
51.549, ΜΠΑ 23867/1993 ΝοΒ 42.233, ΜΠΑ 8650/1991 ΝοΒ 40.304, ΜΠΧαλκ 686/1991
Δ. 23.262 με σύμφωνο σχόλιο Σταματόπουλου, ΜΠΧαλκ 654/1991 ΕλλΔ/νη 33.1629,
18488/1987 ΝοΒ 30.1254, ΜΠΑ 12407/1985 Δ. 16.725).

Με την υπό κρίση αίτηση, η αιτούσα, η οποία είναι … εταιρεία περιορισμένης
ευθύνης, με αντικείμενο τις εμπορικές και ναυτιλιακές δραστηριότητες, εκθέτει ότι
διατηρεί σε βάρος της καθ’ ης, απαίτηση για αποζημίωση από αθέτηση συμβατικής
υποχρέωσης, συνολικού ύψους 2.493.161 ευρώ, η οποία επήλθε υπό τις ειδικότερα
περιγραφόμενες στην αίτηση συνθήκες. Με βάση τα ανωτέρω, επικαλούμενη επικείμενο
κίνδυνο και επείγουσα περίπτωση, ζητεί, για την εξασφάλιση της απαίτησής της και μέχρι
του ανωτέρω χρηματικού ποσού, να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και
ακίνητης περιουσίας της καθ’ ης, ειδικότερα δε η συντηρητική κατάσχεση του πλοίου
«…», με α/α νηολογίου …, με ΙΜΟ 7616860, ΔΔΣ SVAF5, κ.ο.χ 2.171,
πλοιοκτησίας της καθ’ης καθώς και να καταδικαστεί αυτή στην καταβολή των δικαστικών
της εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο, η αίτηση εισάγεται παραδεκτά ενώπιον του παρόντος
Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 683 παρ. 1 και 3
ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 Ν. 2172/1993 λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της
διαφοράς) για να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία εκδίκασης των ασφαλιστικών
μέτρων των άρθρων 683 έως 703 ΚΠολΔ, είναι επαρκώς ορισμένη και είναι νόμιμη,
στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 707, 708, 709 και 176 ΚΠολΔ. Πρέπει συνεπώς να
ερευνηθεί και ως προς τήν ουσιαστική της βασιμότητα. Εν προκειμένω και ενόψει του ότι
εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με
στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επί δίκη
διαφορά. Σχετικά με το ζήτημα αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι ως προς τη διερεύνηση των
διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση
απόφασης κατ’ ουσία, οι οποίες εξετάζονται πριν τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της
αίτησης εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δικονομικό δίκαιο (lex fori), το δικονομικό δίκαιο
δηλαδή της χώρας του Δικαστηρίου που δικάζει (ΕφΠειρ 542/2012 ΕΝαυτΔ 2012.418,
ΠΠρΠειρ 2102/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), το οποίο εν προκειμένω καθορίζει, εκτός άλλων, το
ορισμένο της αίτησης και το ζήτημα της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης μεταξύ
των διαδίκων, ενώ ως προς το ουσιαστικό ζήτημα εφαρμοστέο είναι επίσης το ελληνικό
δίκαιο ως το δίκαιο της χώρας με το οποίο συνδέονται στενότερα τα μέρη.

Η καθ’ης η αίτηση, με το νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθέν σημείωμά της
αμφισβητεί την ικανότητα διαδίκου της αιτούσας, καθώς και την ύπαρξη εξουσίας προς
εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της. Οι ισχυρισμοί αυτοί της καθ’ης η αίτηση, που
αφορούν σε διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης και η συνδρομή τους εξετάζονται
αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (άρθρα 62, 64 παρ. 2, 66, 73 ΚΠολΔ), τυγχάνουν
απορριπτέοι ως αβάσιμοι, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που παρατέθηκε αμέσως
παραπάνω, για το λόγο ότι η αιτούσα αλλοδαπή εταιρία έχει την ικανότητα να είναι
διάδικος ευθέως από τη διάταξη του άρθρου 62 εδ. β’ ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται, ως
διάταξη του δικονομικού δικαίου της lex fori, επιπλέον δε αυτή έχει και ικανότητα
παράστασης, κατ’ άρθρο 66 ΚΠολΔ (Βλ. ΕΠ 273/2013, ό.π.).

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, στο
ακροατήριο, από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, από τους
ισχυρισμούς τους που περιέχονται στα σημειώματα που κατέθεσαν νόμιμα και εμπρόθεσμα
και από όλη εν γένει τη διαδικασία, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά
περιστατικά: Τον Αύγουστο 2021 η αιτούσα ανέθεσε στη ναυλομεσιτική εταιρεία του
Χαράλαμπου Τσοκανή, εντολή ανεύρεσης πλοίου προς χρονοναύλωση διάρκειας έξι μηνών,
με δυνατότητα παράδοσης αυτού εντός του πρώτου δεκαήμερου του Σεπτεμβρίου με σκοπό
τη μεταφορά φορτίων σε λιμένες της Ελλάδας και της Ανατολικής Μεσογείου. Από τα
διαθέσιμα κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο πλοία που της υπέδειξε ο ως άνω
μεσίτης, η αιτούσα επέλεξε το υπό ελληνική σημαία φορτηγό πλοίο “…” με α/α
νηολογίου …, πλοιοκτησίας της καθ’ης, με ημερήσιο μίσθωμα 3.500 ευρώ

πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ 24%. Την 11-08-2021, ο μεσίτης απέστειλε στην καθ’ης,
μέσω του διαχειριστή του πλοίου …, προσχέδιο των βασικών όρων της υπό
διαπραγμάτευση χρονοναύλωσης (recap) στο οποίο αναγράφονταν τα στοιχεία του προς
ναύλωση πλοίου M/V …, η ναυλώτρια εταιρεία … ή άλλη
υποδειχθησομένη από αυτήν εταιρεία, ο ημερήσιος ναύλος, ο χρόνος έναρξης της
ναύλωσης, ο οποίος προσδιορίστηκε στο δεύτερο ήμισυ του μηνός Σεπτεμβρίου και ο τόπος
παράδοσης του πλοίου, που ήταν το Αιγαίο Πέλαγος. Στο προσχέδιο αναφερόταν επίσης
ότι το πλοίο … εκτελούσε πλόες στο Αιγαίο Πέλαγος, τη Μαύρη θάλασσα και την
Ανατολική Μεσόγειο, εξαιρούμενων των λιμένων του Ισραήλ και της κατεχόμενης
Κύπρου, το είδος του μεταφερόμενου φορτίου (δομικά υλικά – όχι επικίνδυνα – χύμα ή σε
παλέτες ή σε μεγασάκους, αλλά πάντα φορτωμένα στα αμπάρια του πλοίου και όχι στο
κατάστρωμα, παλιοσίδερα (scrap) και σιτηρά) και ο τρόπος πληρωμής του μισθώματος
(προκαταβολικά κάθε 15 ημέρες και πληρωμή του πραγματικού χρόνου χρήσης στο τέλος
της ναύλωσης). Την 12-08-2021 η καθ’ης απέστειλε μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας
στον … με το οποίο δήλωσε ότι συμφωνεί και επιβεβαιώνει τους όρους του
προσχεδίου (agree and confirm with the terms), ακολούθως δε ο τελευταίος προώθησε το
μήνυμα αυτό στον μεσίτη και αυτός στους ναυλωτές. Την 16-08-2021 ο μεσίτης απέστειλε
στην καθ’ης σχέδιο πλήρους οριστικού ναυλοσύμφωνου (final recap) ζητώντας από αυτήν
να το συμπληρώσει και να το σφραγίσει. Δεδομένου ότι το νέο σχέδιο περιείχε
διαφοροποιήσεις από το αρχικό, η καθ’ης επιφυλάχθηκε να απαντήσει προκειμένου να
λάβει τη γνώμη των νομικών της συμβούλων. Την ίδια χρονική περίοδο, η καθ’ης έλαβε την
πληροφορία από τρίτους που δραστηριοποιούνταν στη ναυτιλιακή αγορά ότι το πλοίο της
είχε ναυλωθεί από μία εταιρεία με την επωνυμία …, με σκοπό τη μεταφορά
λιπασμάτων από την Καβάλα στη Μαύρη Θάλασσα. Η καθ’ης απευθύνθηκε άμεσα στον
ναυλομεσίτη, ο οποίος την διαβεβαίωσε ότι αντισυμβαλλόμενη της στη σύμβαση, εφόσον
αυτή ολοκληρωνόταν, θα ήταν η αιτούσα. Στη συνέχεια η καθ’ης απευθύνθηκε σε
δικηγορικό γραφείο στην Κύπρο, στο οποίο ανέθεσε να ερευνήσει τη νομική και
οικονομική κατάσταση της αιτούσας, λαμβάνοντας την πληροφορία ότι η τελευταία
στερείται νόμιμης διοίκησης στην Κύπρο και επιπλέον δεν έχει υποβάλλει τις ετήσιες
εκθέσεις και οικονομικές της καταστάσεις για το υποκατάστημα που διατηρεί στην Ελλάδα.

Τις εν λόγω πληροφορίες μετέφερε η αιτούσα στο μεσίτη, εκφράζοντας την ανησυχία της
και ζήτησε να κανονιστεί διαδικτυακή συνάντηση με τη συμμετοχή όλων των
εμπλεκομένων μερών προκειμένου να συζητηθούν προφορικά τα ζητήματα αυτά. Ωστόσο
καθ όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα, η καθ’ης συνέχισε την ανταλλαγή ηλεκτρονικών
μηνυμάτων με την αιτούσα, ανταποκρινόμενη στα αιτήματα της και παρέχοντας σε αυτήν
πληροφορίες σχετικές με τα δρομολόγια του προς ναύλωση πλοίου καθώς και τεχνικά
στοιχεία αυτού. Επίσης την 07-09-2021 απέστειλε στην αιτούσα σχέδιο στοιβασίας του
πλοίου για μεταφορά 2.500 μτ λιπάσματος από το λιμάνι της Καβάλας. Την 10-09-2021
πραγματοποιήθηκε η διαδικτυακή συνάντηση στην οποία παραβρέθηκαν ο νόμιμος
εκπρόσωπος της αιτούσας, ο ναυλομεσίτης και ο διαχειριστής του πλοίου της καθ’ής. Ο
τελευταίος εξέφρασε τις ανησυχίες της καθ’ης και ζήτησε από τον εκπρόσωπο της αιτούσας
να του παρέχει εγγυητική επιστολή ποσού 150.000 ευρώ προς εξασφάλιση τυχόν οφειλών
που ενδέχετο να βαρύνουν το πλοίο από την εκμετάλλευσή του από την αιτούσα. Η
αιτούσα, με το από 15-09-2021 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, απευθυνόμενο προς
το μεσίτη αντιπρότεινε στην καθ’ης, η πληρωμή του ναύλου να γίνεται προκαταβολικά για
ένα μήνα αντί για δεκαπέντε ημέρες που είχε συμφωνηθεί αρχικά και ζήτησε η παράδοση
του πλοίου να γίνει το αργότερο έως την 29-09-2021 στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Η
καθ’ης με το από 15-09-2021 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, απάντησε στην
αντιπρόταση της αιτούσας, ότι αποδέχεται τον προτεινόμενο τρόπο καταβολής του ναύλου
και αντιπρότεινε την παροχή εγγύησης ποσού 50.000 ευρώ αντί του αρχικώς αιτηθέντος
ποσού των 150.000 ευρώ, το οποίο θα αφαιρούνταν από το πληρωτέο ποσό του τελευταίου
τιμολογίου χρέωσης ναύλων καθώς και τη συνομολόγηση των όρων Bunker Non lien,
Arrest και B/L. Την επόμενη ημέρα ο εκπρόσωπος της αιτούσας με μήνυμα ηλεκτρονικού
ταχυδρομείου απάντησε ότι δεν αποδέχεται την αντιπρόταση της καθ’ης για καταβολή
εγγύησης ποσού 50.000 ευρώ και ζήτησε την επιβεβαίωση της συμφωνίας προκειμένου
αυτή να καταστεί οριστική. Τις επόμενες ημέρες η αιτούσα ζήτησε από την καθ’ης να της
αποστείλει σχέδιο στοιβασίας των φορτίων scrap και χάλυβα που επρόκειτο να μεταφέρει, η
δε καθ’ης ανταποκρίθηκε άμεσα ζητώντας μάλιστα διευκρινίσεις ως προς τις διαστάσεις και
το βάρος του χάλυβα προκειμένου να υπολογίσει τη δύναμη της κορυφής της δεξαμενής
(βλ. σχετ. από 17-09-2021 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της αιτούσας και την από
20-09-2021 απάντηση της καθ’ης). Περί τα τέλη Σεπτεμβρίου 2021, η αιτούσα απέστειλε
μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην καθ’ης και τον μεσίτη ζητώντας την άμεση

παράδοση του πλοίου προκειμένου να ξεκινήσει η διαδικασία φόρτωσης, λαμβάνοντας την
απάντηση ότι η πλοιοκτήτρια εταιρεία άλλαξε γνώμη και δεν επιθυμούσε πλέον τη
κατάρτιση σύναψης ναύλωσης. Περαιτέρω πιθανολογήθηκε ότι η αιτούσα έχοντας την
βέβαιη πεποίθηση ότι η ένδικη σύμβαση θα καταρτιστεί, είχε προχωρήσει σε σύναψη
συμβάσεων μεταφοράς με διάφορους πιστωτές. Ειδικότερα, η αιτούσα είχε συμφωνήσει τη
μεταφορά 2.500 τόνων σίτου χύδην από το Ταγκαρόγκ στη Σμύρνη έναντι ναύλου 106.250
δολ ΗΠΑ για την …, τη μεταφορά 2.500 τόνων ΝΡ χύδην από τη Νέα
Καρβάλη στο Νικολάγιεβ έναντι 67.500 δολ. ΗΠΑ για την …, τη
μεταφορά 2.100 τόνων σκραπ από το Νικολάγιεβ στο Νεμρούτ για τη … (3
ναύλους έναντι 113.400 δολ. ΗΠΑ έκαστο), τη μεταφορά 2.700 τόνων χάλυβα από το
Μαρμαρά στη Θεσσαλονίκη, έναντι ναύλου 80.325 δολ. ΗΠΑ για την …., τη μεταφορά 2.750 τόνων σκραπ από την Galatz προς Hereke
έναντι ναύλου 105.000 δολ ΗΠΑ για την … καθώς και τη μεταφορά 2.300
τόνων σιτηρών από Yeisk προς Λίβανο έναντι ναύλου 105.000 δολ. ΗΠΑ για τη …
Από τους μη πραγματοποιηθέντες ναύλους πιθανολογείται ότι η αιτούσα απώλεσε το ποσό
των 800.000 δολ. ΗΠΑ περίπου, ενώ υπέστη σημαντική ζημία και η εμπορική της φήμη,
αφού δυσφημίστηκε στη ναυτιλιακή αγορά ως αναξιόπιστη. Πιθανολογήθηκε δε ότι η
προκλη θείσα στην αιτούσα ζημία, συνδέεται αιτιωδώς με τη διακοπή των
διαπραγματεύσεων που προκάλεσε η καθ’ης, η οποία διέψευσε την εμπιστοσύνη της
αιτούσας, στην οποία είχε δημιουργήσει αντικειμενικά την εύλογη πεποίθηση ότι επέκειτο
η κατάρτιση της υπό διαπραγμάτευση συμβάσεως ναύλωσης. Επίσης πιθανολογήθηκε ότι
το πλοίο …, το οποίο αποτελεί το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της καθ’ης αν και
είναι ηλικίας ήδη σαράντα δύο ετών (κατασκευάστηκε το έτος 1979), εξακολουθεί να
εκτελεί πλόες, πραγματοποιώντας μεταφορές λυματολάσπης από την Ψυτάλλεια στην
Κύπρο, ενώ δεν πιθανολογήθηκε, ούτε από την κατάθεση του μάρτυρα της αιτούσας ότι
πρόκειται να αποσυρθεί προς διάλυση. Αντίθετα, προσφάτως πραγματοποιήθηκαν εργασίες
συντήρησης στο πλοίο ύψους 88.000 ευρώ (βλ. σχετ. … τιμολόγιο της
εταιρείας … και … τιμολόγιο της εταιρείας
…), οι οποίες, κατά την κοινή πείρα και λογική δεν θα εκτελούνταν
εάν το πλοίο επρόκειτο να πωληθεί ως scrup. Περαιτέρω δεν πιθανολογήθηκε ότι η καθ’ης

βρίσκεται σε επισφαλή οικονομική κατάσταση, ούτε ότι έχει προβεί σε ενέργειες που
πιθανολογούν την πρόθεσή της να αποξενωθεί από το ανωτέρω περιουσιακό της στοιχείο,
ώστε να αποφύγει την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών της. Κατόπιν των
ανωτέρω και ανεξάρτητα από την πιθανολόγηση της βασιμότητας της απαίτησης της
αιτούσας, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί λόγω έλλειψης επείγουσας περίπτωσης και
επικείμενου κινδύνου, που αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση για τη λήψη του αϊτού μενού
ασφαλιστικού μέτρου. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων
λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών (άρθρ. 178 παρ.1 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την αίτηση.

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια
συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων
δικηγόρων τους, στις 31-01-2022

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Για τη δημοσίευση