Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠEIPAIΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης

200/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΏΣ

Αποτελσύμενο από τη Δικαστή Γεωργία Παναγιωτοπούλσυ, Πρόεδρο Πρωτοδικών,
η οποία ορίστηκε κατόπιν κληρώσεως σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.3327/2005.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 10 Δεκεμβρίου 2021, χωρίς τη
σύμπραξη γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αιτουσών: 1) Της ανώνυμης βιομηχανικής εμπορικής εταιρείας με την
επωνυμία «…», που
εδρεύει στη … με αριθμό Γ.Ε.Μ.Η
… και ΑΦΜ … ατομικά και για λογαριασμό 2) της «…» και το
διακριτικό τίτλο «…», η οποία εδρεύει στη
…, φέρει ΑΦΜ …, Γ.Ε.Μ.Η
…, οι οποίες απορρόφησαν το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού
(περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία
«…», που εδρεύει στο … και
συγκεκριμένα στη … με αριθμό Γ.Ε.Μ.Η …και ΑΦΜ … δυνάμει της με αριθμό πρωτοκ. …/27-10-2021 απόφασης ης Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή (Γενική
Διεύθυνση Αγοράς — Δ/νση Εταιρειών – Τμήμα Εποπτείας Εισηγμένων ΑΕ και
Αθλητικών ΑΕ) του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, με βάση την οποία
εγκρίθηκε η με αριθ. …/02.09.2021 πράξη του Συμβολαιογράφου Αθηνών
Γεωργίου Ρούσκα που αφορούσε τη ΣΥΜΒΑΣΗ ΚΟΙΝΗΣ ΔΙΑΣΠΑΣΗΣ της
ΑΝΩΝΥΜΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ «…» με
Γ.Ε.Μ.Η … ΔΙΑ ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΥΝΟΛΟΥ ΤΩΝ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ ΤΗΣ ΑΠΟ ΔΥΟ
ΑΛΛΕΣ ΕΠΩΦΕΛΟΥΜΕΝΕΣ ΑΝΩΝΥΜΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΑ
ΑΡΘΡΑ 55 παρ.2 59 ΚΑΙ 74 ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 4601/2019, οι οποίες παραστάθηκαν στο
Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Γεωργίου Καλτσά (AM ΔΣΠ
3231).

Της καθ’ης η αίτηση: Της εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στις …, νομίμως εκπροσωπούμενης από τον πλοίαρχο του ελληνικής
σημαίας πλοίου (Δεξαμενόπλοιο – Π/Φ “…” …, ΔΔΣ SXVZ,
ΙΜΟ 9306574), που ναυλοχεί προσωρινά στο λιμένα … και εκπροσωπείται
νόμιμα στην Ελλάδα από την εταιρεία με την επωνυμία «…», η οποία κατά το καταστατικό της εδρεύει στη …, πράγματι όμως στον …, όπου διατηρεί εγκατεστημένο γραφείο δυνάμει των διατάξεων των Α.Ν 378/68
και Ν. 27/75 (ΑΦΜ …), η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του
πληρεξουσίου δικηγόρου της Δη μητριού Δη μητριού (AM ΔΣΠ 3485).

Οι αιτούσες ζητούν να γίνει δεκτή η από 11-11-2021 αίτησή τους, που
κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με γενικό
αριθμό κατάθεσης 9153/2021 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 2093/2021, η οποία
προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και
εκφωνήθηκε από το έκθεμα.

■κ Β) Της προσθέτως παρεμβαίνουσας: Της εταιρείας με την επωνυμία

…» και με διακριτικό τίτλο «…» , η
οποία εδρεύει στη … με ΑΦΜ
…, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια
του πληρεξουσίου δικηγόρου της Νικολάου Μαθιόπουλου (AM ΔΣΠ 2984).

Των καθ’ων η πρόσθετη παρέμβαση: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία
«…», που εδρεύει στη ΒΙ.ΠΕ
… όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ατομικά και
για λογαριασμό της 2) «…», η οποία εδρεύει στη …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, οι οποίες
παραστάθηκαν στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Γεωργίου
Καλτσά (AM ΔΣΠ 3231).

Η προσθέτως παρεμβαίνσυσα ζήτησε να γίνει δεκτή η προφορικός ασκηθείσα στο
ακροατήριο και υπέρ της καθ’ής, πρόσθετη παρέμβαση της.

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, που συνεκφωνούνται και συνεκδικάζονται
λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας αλλά και διότι διευκολύνεται και
επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρ. 246 ΚΠολΔ), οι πληρεξούσιοι δικηγόροι
των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την υπό κρίση αίτηση, οι αιτούσες, οι οποίες είναι καθολικές διάδοχοι,
λόγω διάσπασης με απορρόφηση, της αρχικής δικαιούχου των επιδίκων αξιώσεων,
ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», ισχυρίζονται, κατ’ορθή εκτίμηση του δικογράφου, ότι διατηρούν απαίτηση κατά της καθ’ ης, κυρίας του υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιου (Δ/Ξ)
«…» (αριθμός νηολογίου …, ΔΔΣ SXVZ, ΙΜΟ 9306574),
που αφορά την καταβολή του υπολοίπου ποσού της εργολαβικής αμοιβής τους,
ύψους 53.922,67 ευρώ, από την εκτέλεση μηχανουργικών και ηλεκτρολογικών
επισκευών εντός του ανωτέρω πλοίου, δυνάμει προφορικής σύμβασης που
καταρτίστηκε το μήνα Δεκέμβριο 2020, μεταξύ της δικαιοπαρόχου των αιτουσών
και της εταιρίας με την επωνυμία «…», διαχειρίστριας του
ανωτέρω πλοίου και ενεργούσας στο όνομα και για λογαριασμό της καθ’ ης. Οτι για
την ανωτέρω απαίτηση έχουν οχλήσει την καθ’ ης κυρία αλλά και την εφοπλίστρια
του ανωτέρω πλοίου, χωρίς όμως να λάβουν το υπόλοιπο της οφειλόμενης
εργολαβικής αμοιβής τους. Κατά την επικουρική βάση της αίτησης και πέραν της
συμβατικής ευθύνης της καθ’ ης, οι αιτούσες ισχυρίζονται ότι διατηρούν ισόποση
απαίτηση κατά της τελευταίας και βάσει των διατάξεων περί αδικαιολογήτου
πλουτισμού. Με βάση τα περιστατικά αυτά, επικαλούμενες επείγουσα περίπτωση
και επικείμενο κίνδυνο, ζητούν, προς εξασφάλιση της προαναφερθείσας απαίτησής
τους, να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας
της καθ’ ης, εις χείρας της ή εις χείρας τρίτων και ιδίως του ανωτέρω πλοίου, μέχρι
του ποσού των 53.922,67 ευρώ. Επίσης ζητούν να καταδικαστεί η καθ’ ης στη
δικαστική τους δαπάνη. Η αίτηση με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, παραδεκτώς
εισάγεται για να συζητηθεί, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 683-703
ΚΠολΔ (άρθρο 682 παρ.1 ΚΠολΔ), ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι
αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 683 παρ. 4
ΚΠολΔ, λόγω και του λιμένα, που ναυλοχεί το ένδικο πλοίο (βλ. και ΕφΠειρ
928/2007 ΔΕΕ 2008.1165, ΜΠρΚαβ 440/2011 ΕΝΔ 2011.189, ΜΠρΡοδ 44/2009
ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΠειρ 8280/2006 ΕΕμπΔ 2006.1017) σε συνδυασμό με το άρθρο
51 παρ. 1 επ. του ν. 2172/1993, που καθιερώνει την λειτουργική αρμοδιότητα των
δικαστηρίων του Πειραιά για υποθέσεις ναυτικού δικαίου και συνακόλουθα έχει και
διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκασή της (άρθρα 4, 35 και 63 Κανονισμού ΕΕ
1215/2012). Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά
από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Κρίσπη, Ιδ. Διεθν. Δικ., Γεν. Μερ, παρ. 2), τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την
επίδικη διαφορά. Σχετικά με το ζήτημα αυτό πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Ως
προς τη διερεύνηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη,
διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσία, οι οποίες εξετάζονται πριν τη
νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αίτησης (ΕφΑθ 5009/1987 ΕλλΔνη 29.1218),
εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δικονομικό δίκαιο (lex fori), το δικονομικό δίκαιο
δηλαδή της χώρας του Δικαστηρίου που δικάζει (ΕφΠειρ 542/2012 ΕΝΔ 2012.418,
ΕφΑθ 5419/2007 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, υπ’ άρθρο
682, αριθ. 1, σ. 1323), το οποίο εν προκειμένω καθορίζει, εκτός άλλων, το ορισμένο
της αίτησης, τα είδη των προσωρινών μέτρων που μπορεί να ληφθούν, εάν το
ζητούμενο αποτελεί πράγματι ασφαλιστικό μέτρο και το ζήτημα της ενεργητικής και
παθητικής νομιμοποίησης μεταξύ των διαδίκων. Ως προς δε το εφαρμοστέο δίκαιο
επί των εννόμων σχέσεων οι οποίες στηρίζουν τη λήψη του αιτούμενου
ασφαλιστικού μέτρου, επισημαίνεται ότι: α) Ως προς την ιστορούμενη από τις
αιτούσες σύμβαση έργου και ελλείψει της επικλήσεως από τις αιτούσες επιλογής
από τα συμβαλλόμενα μέρη του εφαρμοστέου δικαίου επί των ανωτέρω συμβάσεων,
σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο
στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I) – που αντικατέστησε την κυρωθείσα στην Ελλάδα
με το Ν. 1792/1988, από 19-6-1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο
στις συμβατικές ενοχές» – το οποίο ορίζει ότι οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται
από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα συμβαλλόμενα μέρη, εφαρμοστέο
είναι, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 περ. β’ και 2 του ως άνω Κανονισμού, το
οποίο ορίζει ότι η σύμβαση παροχής υπηρεσιών διέπεται από το δίκαιο της χώρας
στην οποία ο πάροχος υπηρεσίας έχει τη συνήθη διαμονή του και ότι η σύμβαση
διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία το μέρος το οποίο οφείλει να
εκπληρώσει τη χαρακτηριστική παροχή (characteristic performance) της σύμβασης,
έχει τη συνήθη διαμονή του, σε κάθε περίπτωση δε, σύμφωνα με το τεκμήριο του
άρθρου 4 παρ. 4 του ως άνω Κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι σε περίπτωση
ελλείψεως συμφωνίας, εφαρμοστέο είναι το δίκαιο που αρμόζει στη σύμβαση από όλες τις ειδικές συνθήκες, υπό τις οποίες αυτή καταρτίσθηκε και εκτελέσθηκε και ‘
για το λόγο αυτό συνδέεται προς τις ένδικες συμβάσεις έργου στενότερα, το
ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο της χώρας όπου η δικαιοπάροχος των αιτουσών
(πάροχος υπηρεσιών), η οποία οφείλει και την χαρακτηριστική παροχή, έχει την
έδρα της και β) ως προς τον ιστορούμενο αδικαιολόγητο πλουτισμό της καθ’ ης
(επικουρική βάση), εφαρμοστέο δίκαιο τυγχάνει επίσης το ελληνικό, με βάση τη
διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Ιουλίου 2007
«για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη II)». Η κρινόμενη
αίτηση είναι επαρκώς ορισμένη, καθόσον περιέχει τα πραγματικά περιστατικά βάσει
των οποίων πιθανολογείται το δικαίωμα για την εξασφάλιση του οποίου ζητούνται
τα ασφαλιστικά μέτρα, όπως επίσης και ο επικείμενος κίνδυνος (πρβλ. ΜΠρΑθ
24190/1997 ΑρχΝ 49.531, ΜΠρΑθ 29396/1995 Δ 27.644 – Κράνη σε ΕρμΚΠολΔ Π,
Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, άρθρο 686, αριθ. 10, σ. 1339 και Βαφειάδου σε
Ασφαλιστικά Μέτρα Χαμηλοθώρη/Κλουκίνα, εκδ. 2000, αριθ. 94, ο. 65), ενώ
απορριπτέοι τυγχάνουν οι ισχυρισμοί περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης της
καθ’ ης και αοριστίας της κρινόμενης αιτήσεως. Για δε τη στοιχειοθέτηση της
παθητικής νομιμοποίησης αρκεί ο ισχυρισμός των αιτουσών ότι η καθ’ ης
συμβλήθηκε στην ένδικη σύμβαση ως εργοδότρια και ως εκ τούτου τυγχάνει φορέας
της αντίστοιχης υποχρέωσης, ανεξαρτήτως της βασιμότητας ή μη του ισχυρισμού
αυτού κατ’ ουσίαν, αφού στην δεύτερη περίπτωση η αίτηση απορρίπτεται ως
αβάσιμη κατ’ ουσίαν και όχι ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης της νομιμοποίησης, ως
διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης (ΕφΠατρ 508/2006 ΑχΝομ 2007.340, ΕφΠειρ
455/2005 ΠειρΝομ 2005.361). Επίσης, το επιμέρους ζήτημα της αντιπροσώπευσης
της καθ’ ης από τη διαχειρίστρια του πλοίου κατά την κατάρτιση των ένδικων
συμβάσεων έργου, το οποίο εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού
Ρώμη I, κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. ζ’, ρυθμίζεται από το δίκαιο
της χώρας στην οποία ο αντιπρόσωπος επιχείρησε τη δικαιοπραξία (εν προκειμένω
το ελληνικό δίκαιο), για την οποία του χορηγήθηκε η πληρεξουσιότητα, σύμφωνα με
την γενικώς αποδεκτή σχετική αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (πρβλ. ΑΠ
777/2015 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η κρινόμενη αίτηση τυγχάνει νόμιμη,
στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 682, 706, 707 επ. και 176 του ΚΠολΔ, σε συνδ. με τις διατάξεις των άρθρων 211, 340, 361, 681 επ. ΑΚ, καθ’ ο δε μέρος
αφορά στη συντηρητική κατάσχεση του επίδικου πλοίου, στηριζόμενη και στις
διατάξεις των άρθρων 1 παρ. ια’, 2, 8 του ΝΔ 4570/1966 (κύρωση της από 10-5-
1952 Διεθνούς Σύμβασης Βρυξελλών για τη συντηρητική κατάσχεση πλοίων),
δεδομένου ότι η ως άνω Διεθνής Σύμβαση εφαρμόζεται επί διαφορών με στοιχεία
αλλοδαπότητας, εκτός της βάσεως του αδικαιολογήτου πλουτισμού, στην οποία
επιχειρείται να θεμελιωθεί επικουρικώς το αίτημα λήψεως ασφαλιστικών μέτρων,
δεδομένου ότι η αξίωση εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής
φύσεως και ασκείται μόνο αν ελλείπουν οι προϋποθέσεις ασκήσεως αγωγής από
σύμβαση ή αδικοπραξία. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αιτούσες στηρίζουν την
ένδικη (ασφαλιστέα) αξίωσή τους σε συμβατική ευθύνη και δεν επικαλούνται
περιστατικά διαφορετικά προς στήριξη της βάσεως του αδικαιολογήτου πλουτισμού
(ΑΠ 531/1994 ΕλλΔνη 37.81, ΑΠ 1369/1993 ΕλλΔνη 36.304, ΑΠ 1567/1983 ΝοΒ
32.1534). Ενόψει των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση, κατά το μέρος που κρίθηκε
νόμιμη, πρέπει να εξεταστεί ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.

Η προσθέτως παρεμβαίνουσα υπέρ της καθ’ ης η αίτηση, επικαλούμενη έννομο
συμφέρον, ερειδόμενο στο γεγονός ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. 1338/2021 απόφασης
του παρόντος Δικαστηρίου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) ορίσθηκε
μεσεγγυούχος του προαναφερθέντος δεξαμενόπλοιου της καθ’ ης η αίτηση, με
εξουσία διαχειριστικών πράξεων και πράξεων εκμετάλλευσης για τις οποίες
δικαιούται αμοιβής, την οποία θα απολέσει σε περίπτωση κατάσχεσης του ανωτέρω
πλοίου, ζητεί με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της στο
ακροατήριο, να απορριφθεί η αίτηση. Η πρόσθετη παρέμβαση παραδεκτά εισάγεται
προς συζήτηση, κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ενώπιον του
Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, σύμφωνα με
τη διάταξη του άρθρου 686 παρ. 6 ΚΠολΔ, και είναι νόμιμη, ως στηριζόμενη στις
διατάξεις των άρθρων 80, 81 παρ. 1 και 82 ΚΠολΔ. Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί
περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.

Η καθ’ ης η αίτηση και η προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσα, με αντίστοιχες
δηλώσεις των πληρεξουσίων δικηγόρων τους κατά τη συζήτηση και με το νομίμως και

εμπροθέσμως κατατεθειμένο σημείωμά τους, αρνούνται την κρινόμενη αίτηση, ‘
επικαλούμενες, μεταξύ βώλων, ότι η καθ’ ης ουδέποτε συμβλήθηκε στις ένδικες συμβάσεις,
δεδομένου ότι η εταιρία «…» ουδέποτε ενήργησε ως
αντιπρόσωπος της ιδίας αλλά συμβλήθηκε στο όνομα και για λογαριασμό της εφοπλίστριας
του πλοίου εταιρίας με την επωνυμία «… …»,
επικουρικά δε ισχυρίζονται ότι η εταιρία «…» ενήργησε ως
ψευδοαντιπρόσωπος της καθ’ ης, κατά την έννοια του άρθρου 229 ΑΚ (ο σχετικός
ισχυρισμός της καθ’ ης ότι οι ένδικες συμβάσεις καταρτίστηκαν χωρίς εξουσία της
φερόμενης ως αντιπροσώπου αυτής εταιρίας «…» συνιστά
άρνηση – ΑΠ 2107/2009 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 912/2008 ΕπισκΕΔ 2008.844). Τέλος,
προβάλλουν έλλειψη επείγουσας περίπτωσης ή επικείμενου κινδύνου για τη λήψη
ασφαλιστικών μέτρων.

Από την εκτίμηση της ένορκης εξέτασης του μάρτυρος των αιτουσών
… και του μάρτυρος της προσθέτως παρεμβαίνουσας
…, την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση ενώπιον του
Γενικού Προξένου της Ελλάδος στη Σαγκάη, που ελήφθη με επιμέλεια της καθ’ ης,
η οποία κατά την ορθότερη άποψη λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο κατά την
προκειμένη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων έστω και χωρίς κλήτευση των αντιδίκων
(βλ. Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα, εκδ. Δ’, σελ. 53, Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ.
2012, τόμος II, άρθρο 690, αρ. 5, σελ. 186-187, Χαμηλοθώρη, Ασφαλιστικά μέτρα, σελ. 54,
παρ. 217, ΜΠρΘεσ 306/2012, Αρμ. 2012, 252, ΜπρΚορ 8/2009, ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑΘ
4946/2007, ΕλλΔνη 2008, 302, ΜΠρΣαμ 190/2006, ΝΟΜΟΣ), καθώς και από τα
έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, πιθανολογήθηκαν τα
ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι αιτούσες, οι οποίες είναι καθολικές διάδοχοι,
λόγω διάσπασης με απορρόφηση, της αρχικής δικαιούχου των επιδίκων αξιώσεων,
ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», είναι εταιρείες με αντικείμενο εργασιών μεταξύ άλλων την επισκευή πλοίων και την εκτέλεση πάσης φύσεως μηχανουργικών, ελασματουργικών και
σωληνουργικών σε πλοία. Η καθ’ης εταιρεία, εδρεύουσα στις …, τυγχάνει, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιου «…», νηολογίου …, ΙΜΟ 9306574, ΔΔΣ SXVZ)και είναι μέλος του ομίλου εταιριών «…»(«…») ο οποίος δραστηριοποιείται στον τομέα των διεθνών χρηματοδοτικών
επενδύσεων, ενώ κατέχει και διαθέτει επενδυτικό και χρηματοδοτικό χαρτοφυλάκιο στην
ποντοπόρο εμπορική ναυτιλία. Η καθ’ ης συνεστήθη από την εταιρία «…» το έτος 2017, προκειμένου να αποτέλεσει μέρος χρηματοδοτικού σχήματος, έχοντος τη μορφή πώλησης και επαναμίσθωσης, στο πλαίσιο του οποίου θα καθίστατο ιδιοκτήτρια και εν συνέχεια εκναυλώτρια του προαναφερθέντρς δεξαμενόπλοιου, του οποίου πλοιοκτήτρια υπήρξε, μέχρι τον Αύγουστο του 2017, η εδρεύουσα στον Πειραιά εταιρία με την επωνυμία «… …», μέλος του
ομίλου ναυτιλιακών εταιριών «…» και θυγατρική της μητρικής του εν
λόγω ομίλου, εταιρίας «…». Ειδικότερα, εντός του έτους 2017
στο πλαίσιο συνεννοήσεων και διαπραγματεύσεων μεταξύ του ανωτέρω ομίλου και της
εταιρίας «…» για την (ανα)χρηματοδότηση των
ναυτιλιακών επιχειρήσεων του ως άνω ομίλου και την απόκτηση επαρκούς ταμειακής
ρευστότητας, συμφωνήθηκε η εκταμίευση, από την (χρηματοδότρια) εταιρία «…» προς τον όμιλο «…», συνολικού ποσού 65.550.000 δολαρίων ΗΠΑ, στο πλαίσιο πώλησης και επαναμίσθωσης («sale & leaseback») τεσσάρων υπό ελληνική σημαία δεξαμενοπλοίων, ήτοι των «…»
(ένδικο πλοίο), «…» (νηολογίου …, ΙΜΟ
9283853, ΔΔΣ SYPX), «…», (νηολογίου …,
ΙΜΟ 9319545, ΔΔΣ SVET) και «…», (νηολογίου …, ΙΜΟ 93065692 και ΔΔΣ SYQM), τα οποία ανήκαν σε πλοιοκτήτριες εταιρείες του
εν λόγω ομίλου, ειδικότερα δε πλοιοκτήτρια του ένδικου πλοίου «…» ετύγχανε
όπως προαναφέρθηκε, η εταιρεία «… …».
Κατά το περιεχόμενο της ανωτέρω συμφωνίας χρηματοδότησης μέσω πωλήσεων και
επαναμισθώσεων, συναφθείσας μεταξύ των εταιριών «…» (δανείστριας) και «….» (δανειζόμενης), η
πρώτη θα προέβαινε στη σύσταση τεσσάρων εταιριών ειδικού σκοπού, οι οποίες
προορίζονταν να αποκτήσουν την κυριότητα των ανωτέρω δεξαμενόπλοιων δι’ αγοράς, από τις, τότε, ως άνω πλοιοκτήτριες, έναντι συνολικού τιμήματος 65.550.000 δολαρίων ΗΠΑ. 1
Παράλληλα, με τις συμβάσεις αγοραπωλησίας των πλοίων και με τη μεταβίβαση της
κυριότητας τους στις εταιρίες ειδικού σκοπού του δανειστή ομίλου, οι εν λόγω
εταιρίες/αγοράστριες θα προέβαιναν στην εκναύλωση των πλοίων προς τις πρώην
πλοιοκτήτριες εταιρίες του ομίλου «…», δυνάμει σχετικών συμβάσεων ναύλωσης
«γυμνού πλοίου» (bareboat charter agreements) για περίοδο ενενήντα έξι (96) μηνών (8
έτη), στο πλαίσιο των οποίων οι ναυλώτριες θα αναλάμβαναν την υποχρέωση να
καταβάλουν μηνιαίους ναύλους στις αγοράστριες – εκναυλώτριες, διατηρώντας τη ναυτική
διεύθυνση και κατοχή των πλοίων, τα οποία θα εκμεταλλεύονταν οι ίδιες, ιδίω ονόματι και
για δικό τους λογαριασμό, για ολόκληρη τη συμφωνηθείσα περίοδο των ναυλώσεων. Την δε
εμπορική και τεχνική διαχείριση των ανωτέρω πλοίων θα διατηρούσε για ολόκληρη την
περίοδο της ναύλωσης ο όμιλος «…», διά της εταιρίας «…», η οποία διατηρεί νόμιμη εγκατάσταση στον …………, κατά τις διατάξεις
του Ν. 27/1975. Ειδικότερα και αναφορικά με το δεξαμενόπλοιο «…»,
πιθανολογήθηκε ότι καταρτίστηκε μεταξύ της καθ’ ης και της (τότε πλοιοκτήτριας) εταιρίας
«… …», το από 24-8-2017 Προσύμφωνο
Αγοραπωλησίας (Memorandum of Agreement), διά του οποίου συμφωνήθηκε η πώληση και
μεταβίβαση της κυριότητας του ανωτέρω πλοίου στην καθ’ ης – αγοράστρια αντί συνολικού
τιμήματος 20.750.000 δολαρίων ΗΠΑ και δυνάμει της από 4-9-2017 σχετικής πράξης
μεταβίβασης (Bill of Sale), μεταβιβάστηκε στην καθ’ ης η κυριότητα του πλοίου και
παραδόθηκε σε αυτή η νομή και κατοχή του. Ταυτόχρονα καταρτίστηκε μεταξύ αφενός της
καθ’ ης, ως κυρίας και εκναυλώτριας του ανωτέρω πλοίου και, αφετέρου, της
«… …», ως γυμνής ναυλώτριας, η από
24-8-2017 σύμβαση ναύλωσης γυμνού πλοίου, τύπου «…». Στο πλαίσιο του
ανωτέρω σχεδίου χρηματοδότησης, συμφωνήθηκε ότι την εμπορική και τεχνική διαχείριση
του ένδικου πλοίου, θα αναλάμβανε και θα διατηρούσε για ολόκληρη τη διάρκεια της
ναύλωσης η εταιρία «…» ενεργώντας κατ’ εντολή και για
λογαριασμό της ναυλώτριας εταιρίας «… …»,
ως αντιπρόσωπος αυτής. Για το λόγο αυτό καταρτίστηκε, μεταξύ της ως άνω γυμνής
ναυλώτριας και της εταιρίας «…», η από 8-9-2017, σύμβαση
διαχείρισης του πλοίου «…». Ενόψει όμως του ότι η ναυλώτρια κατέστη
υπερήμερη ως προς την καταβολή των ναύλων από τον Ιανουάριο 2021, η καθ’ης κατήγγειλε τη σύμβαση γυμνής ναύλωσης, δυνάμει της από 14-3-2021 δήλωσης –
γνωστοποίησης καταγγελίας. Ακολούθως, στις 21-3-2021 και δυνάμει σχετικού
δικαιώματος της καθ’ ης (άρθρο 3.7 της από 8-9-2017 επιστολής ανάληψης υποχρέωσης
διαχειριστή που εστάλη από την «…» προς την καθ’ ης), η
τελευταία κατήγγειλε, με σχετική επιστολή της προς την «…», τη
σύμβαση διαχείρισης και ενημέρωσε την ανωτέρω εταιρεία ότι εφεξής ανέθετε τη
διαχείριση του ένδικου πλοίου στην εταιρία «…».
Επειδή δε τόσο η ναυλώτρια «… …» όσο και η
διαχειριστρια εταιρία «…» αρνήθηκαν να παραδώσουν το πλοίο
«…» στην καθ’ ης, η τελευταία αφενός προσέφυγε στην προβλεπόμενη από τη
σύμβαση ναύλωσης και τη σύμβαση διαχείρισης Διαιτητική διαδικασία στο Λονδίνο,
αφετέρου κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών
Διαφορών) την με ΕΑΚ 1452/2021 και ΓΑΚ 6475/2021 αίτηση κατά των ανωτέρω
εταιριών, για την υπαγωγή του πλοίου σε δικαστική μεσεγγύηση. Επί της ανωτέρω
αιτήσεως, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1338/2021 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου (διαδικασία
ασφαλιστικών μέτρων), η οποία δέχθηκε την ανωτέρω αίτηση, ανέθεσε τη δικαστική
μεσεγγύηση του πλοίου στην προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρία και διέταξε αμφότερες τις
ανωτέρω εταιρίες να παραδώσουν το πλοίο στην τελευταία. Η ανωτέρω απόφαση
εκτελέστηκε στις 5-11-2021, οπότε η κατοχή του πλοίου αφαιρέθηκε από τις ανωτέρω
εταιρείες, δυνάμει σχετικής πράξης του δικαστικού επιμελητή … και
παραδόθηκε στη μεσεγγυούχο. Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι τον Δεκέμβριο του έτους
2020, η δικαιοπάροχος των αιτουσών, συνήψε προφορική σύμβαση έργου για την
πραγματοποίηση μηχανουργικών, ελασματουργικών και σωληνουργικών εργασιών,
κατασκευών, επισκευών και ανακατασκευών ανταλλακτικών μηχανοστασίου του πλοίου
«…», με την διαχειριστρια αυτού εταιρία «…». Για
τις εργασίες αυτές εκδόθηκαν το υπ’αριθ. … τιμολόγιο πώλησης αξίας 3.670,40
ευρώ (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 24%) και το υπ’αριθ. … τιμολόγιο παροχής
υπηρεσιών (μετά την έκπτωση) 174.831,83 ευρώ, με απαλλαγή ΦΠΑ, βάσει της με αριθ.
πρωτ. … άδειας εκτέλεσης εργασιών. Στη συνέχεια εκδόθηκε το υπ’αριθ. … πιστωτικό τιμολόγιο συνολικής αξίας 25.909,16 ευρώ που αφορούσε σε περαιτέρω έκπτωση του υπ’αριθ. … τιμολογίου παροχής υπηρεσιών, ώστε το συνολικό J
οφειλόμενο ποσό ανήλθε σε 148.822,67 ευρώ. Η ως άνω διαχειρίστρια του πλοίου
«…», προέβη, όπως ρητά συνομολογείται από τις αιτούσες, σε τμηματικές
καταβολές συνολικού ποσού 95.000,00 ευρώ εξοφλώντας ολοσχερώς το υπ’αριθ. … τιμολόγιο πώλησης και μερικώς το υπ’αριθ. … τιμολόγιο παροχής
υπηρεσιών, αφήνοντας υπόλοιπο 53.922,67 ευρώ. Οπως προαναφέρθηκε κατά τον ένδικό
χρόνο, η διαχείριση του πλοίου «…» είχε ανατεθεί στην εταιρεία «…» από την ως άνω γυμνή ναυλώτρια δυνάμει της από 8-9-2017 σύμβασης
διαχείρισης και όχι από τη καθ’ ης, η οποία, δεν εκμεταλλευόταν, καθ’ όλο το χρονικό
διάστημα της γυμνής ναύλωσης το πλοίο. Συνεπώς πιθανολογήθηκε ότι κατά τον επίδικο
χρόνο η καθ’ης δεν ήταν πλοιοκτήτρια του πλοίου αλλά απλή κυρία αυτού. Ωστόσο κατά
σχετική παραδοχή της στο σημείωμα που κατέθεσε, η καθ’ης ουδέποτε προέβη από κοινού
με την εταιρεία «… …» σε καταχώρηση
δήλωσης εφοπλισμού του ανωτέρω πλοίο στο οικείο νηολόγιο. Το γεγονός αυτό θέτει
ζήτημα ισχύος στην προκειμένη περίπτωση, του μαχητού τεκμηρίου του άρθρου 105 παρ. 3
ΚΠολΔ. Και είναι μεν γεγονός ότι η καθ’ ης βάλλοντας κατά του ανωτέρω τεκμηρίου,
νομιμοποιούμενη προς τούτο, ως κυρία που δεν εκμεταλλεύεται το πλοίο αλλά ενάγεται ως
πλοιοκτήτρια (ΕφΠειρ 268/1989 ΕΝΔ 1989.517) προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία από τα
οποία βασίμως πιθανολογείται η εφοπλιστική σχέση μεταξύ αυτής και της εταιρίας
«… …», πλην όμως αναφορικά με την γνώση
της δικαιοπαρόχου των αιτουσών για την ύπαρξη της εφοπλιστικής σχέσης κατά το χρόνο
σύναψης της ένδικης σύμβασης, η καθ’ ης δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο. Ειδικότερα,
από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν πιθανολογήθηκε ότι η καθ’ ης ή διαχειρίστρια του
πλοίου ή εφοπλίστρια εταιρία κατέστησαν γνωστό, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, προς την
δικαιοπάροχο των αιτουσών ότι η εταιρία «… …» ανέλαβε την εκμετάλλευση αυτού, γεγονός άλλωστε που δεν αμφισβητείται ειδικώς από την καθ’ ης. Αντιθέτως, η διαχειρίστρια εταιρία «…»
συνέχισε να διαχειρίζεται το πλοίο «…», εμφανιζόμενη μάλιστα ενώπιον της
αρμόδιας διοικητικής αρχής, ακόμα και μετά την κατάρτιση της από 24-8-2017 σύμβασης
γυμνής ναυλώσεως, ως ενεργούσας στο όνομα και για λογαριασμό της φερόμενης ως
πλοιοκτήτριας καθ’ ης [βλ. σχετ. τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από την αιτούσα υπ’
αριθ. πρωτ. …/1709/70954/2020 και …/1709/83518/2021 βεβαιώσεις του

 

Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (Διεύθυνση Ποντοπόρου
Ναυτιλίας – Τμήμα 2ο)]. Η ως άνω δε γνώση του τρίτου σχετικά με την ύπαρξη ή μη του
πραγματικού γεγονότος του εφοπλισμού, αποτελεί, κατά την άποψη που το παρόν
Δικαστήριο κρίνει ορθότερη, προϋπόθεση για την ανατροπή του τεκμηρίου του άρθρου 105
παρ. 3 ΚΙΝΔ, στην περίπτωση που ενάγεται ο κύριος του πλοίου (ΠΠειρ 1877/1964 ΕΕΔ
1964.391, ΑΠ 624/1968 ΕΕΔ 1969.243, ΠΠΠειρ 636/1969 ΕΕΔ 1969.565, ΠΠΠειρ
450/1970 ΕΕΔ 1971.77, ΕφΑθ 2943/1970 ΕΕΔ 1971.198, ΕφΑθ 3613/1970 ΕΕΔ 1971.245,
ΕφΑθ 3893/1973 ΝοΒ 1973.1480 ΕΝΔ 1974 129, ΕφΑθ 8424/1974 ΕΕΔ 1975.624, ΠΠΠειρ
1004/1978 ΕΕΔ 1979.403, Αλίκη Κιάντου – Παμπούκη Ναυτικό Δίκαιο, 2005, τομ. I, σελ.
140-142, Λ. Αθανασίου Ναυτικό Δίκαιο, εκδ. 2020, παρ. 793-796). Και τούτο διότι αν
δεχόταν κανείς ότι αρκεί να αποδείξει ο κύριος του πλοίου, για αν ανατρέψει το τεκμήριο,
ότι δεν εκμεταλλεύεται το πλοίο ο ίδιος, θα περιόριζε σε σημαντικό βαθμό την πρακτική
σημασία του τεκμηρίου, καθόσον θα επιφόρτιζε τους τρίτους, τους οποίους και επιδιώκει
πρώτιστα να προστατέψει η θέσπιση του τεκμηρίου, με το έργο της αναζήτησης του
πράγματι εκμεταλλευόμενου το πλοίο. Άλλωστε, όταν ο νόμος θεωρεί τον κύριο του
πλοίου, που δεν έκανε δήλωση για την παραχώρηση της εκμετάλλευσής του σε άλλον, ως
εκμεταλλευόμενο αυτό και παράλληλα επιτρέπει σε αυτόν να προσάγει αντίθετη απόδειξη,
υπονοεί κατά λογική ακολουθία, ότι η αντίθετη αυτή απόδειξη αντικείμενο έχει ότι δεν
προβαίνει αυτός αλλά συγκεκριμένο άλλο πρόσωπο στη εκμετάλλευση του πλοίου. Ενόψει
όλων των ανωτέρω και δεδομένης της μη ανατροπής του μαχητού τεκμηρίου του άρθρου
105 παρ. 3 ΚΙΝΔ από την καθ’ ης, το οποίο σημειωτέον ερευνάται, κατ’ αυτεπάγγελτη
ενέργεια του Δικαστηρίου, στην περίπτωση κατά την οποία δεν αποδεικνύεται η ιδιότητα
της πλοιοκτήτριας αλλά της απλής κυρίας του πλοίου (ΕφΠειρ 436/2018 ΕΕμπΔ 2019.907),
η καθ’ ης ευθύνεται ως πλοιοκτήτρια για την καταβολή του ως άνω οφειλόμενου ποσού από
την ένδικη σύμβαση έργου. Τέλος, πιθανολογήθηκε ότι η καθ’ ης πέραν του ανωτέρω
πλοίου, το οποίο εξ αντικειμένου εκτίθεται σε θαλάσσιους κινδύνους, δεν διαθέτει άλλη
περιουσία, ενώ σε βάρος της διατηρούν απαιτήσεις και άλλοι πιστωτές, οι οποίοι έχουν ήδη
προβεί σε κατάθεση αιτήσεων για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, γεγονότα γνωστά στο
Δικαστήριο από άλλες δικαστικές ενέργειές του (άρθρο 336 παρ. 2 ΚΠολΔ – ΣυμβΕφΠειρ
121/1998 Αρμ 1998.866, ΜΠρΑΘ 1323/2013 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑΘ 1822/2013 ΤΝΠ7ΝΟΜΟΣ). Ενόψει όλων των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση, ως’
βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να διαταχτεί η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και
ακίνητης περιουσίας της καθ’ ης, μεταξύ των οποίων και του ενδίκου πλοίου προς
εξασφάλιση της ένδικης απαίτησης των αιτουσών, για το ποσό των 53.922,67 ευρώ.
Λαμβανομένων υπόψη του χρηματικού χαρακτήρα της ένδικης απαίτησης και του επαχθούς
στοιχείου του λαμβανομένου ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατασχέσεως, πρέπει
παράλληλα να παρασχεθεί η ευχέρεια στην καθ’ ης να αντικαταστήσει ή και να ματαιώσει
το παραπάνω ασφαλιστικό μέτρο, με την κατάθεση στη Γραμματεία του Δικαστηρίου
αυτού, γραμματίου συστάσεως χρηματικής παρακαταθήκης στο Τ.Π.Δ. για την παροχή
ισόποσης προς το παραπάνω ποσό των 53.922,67 ευρώ εγγύησης. Τέλος, η δικαστική
δαπάνη των αιτουσών πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της καθ’ ης, σύμφωνα με τα οριζόμενα
ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 176 ΚΠολΔκαι 84 παρ. 2 ν. 4194/2Θ13).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την αίτηση και την προφορικώς ασκηθείσα,
υπέρ της καθ’ ης, πρόσθετη παρέμβαση.

Απορρίπτει την πρόσθετη παρέμβαση.

Δέχεται την αίτηση

Διατάσσει τη συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της καθ’
ης η αίτηση, είτε αυτή βρίσκεται στα χέρια της, είτε στα χέρια τρίτου και ιδίως του υπό
ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιου (Δ/Ξ) «…» (αριθμός νηολογίου …, ΔΔΣ SXVZ, ΓΜΟ 9306574), μέχρι του χρηματικού ποσού των πενήντα τριών χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι δύο και εξήντα επτά λεπτών (53.922,67) ευρώ, συγχρόνως δε παρέχει στην ως άνω καθ’ ης η αίτηση την ευχέρεια να ματαιώσει ή σε περίπτωση επιβολής της να αντικαταστήσει τη διατασσόμενη με την ανωτέρω διάταξη της παρούσας συντηρητική κατάσχεση, με το μέτρο της εγγυοδοσίας, δια της καταθέσεως στο γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου, γραμματίου συστάσεως χρηματικής παρακαταθήκης στο Τ.Π.Δ.για την παροχή εγγύησης, ποσού πενήντα τριών χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι δύο και
εξήντα επτά λεπτών (53.922,67) ευρώ.

Καταδικάζει την καθ’ ης στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των αιτουσών, τα
οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο
ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι
δικηγόροι τους, στις 7 Φεβρουάριου 2022.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                        Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

(για τη δημοσίευση)