ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 127/2022
(Αριθ. καταθ. 8639/1963/2021)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ελένη Αντωνοπούλου, Πρόεδρο
Πρωτοδικών, η οποία ορίσθηκε με κλήρωση, σύμφωνα με τη διάταξη του
άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 3327/2005.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 3 Δεκεμβρίου 2021, χωρίς
τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: Ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη Σ. Α. (…) και
εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ 998378078, η οποία παραστάθηκε δια του
πληρεξουσίου δικηγόρου της Αλέξανδρου Ελευθερίου με Α.Μ. Δικηγορικού
Συλλόγου Αθηνών 16854.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ: 1) Ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία
«….», που εδρεύει στο …, η οποία παραστάθηκε
δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Ειρήνης Νομικού με Α.Μ. Δικηγορικού
Συλλόγου Πειραιά 3678 και 2) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την
επωνυμία «Τ. E. Α. Ε.» και τον διακριτικό τίτλο
«…», που εδρεύει στην Αθήνα (…), με ΑΦΜ
… που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της
Κωνσταντίνας Κόκκαλη με Α.Μ. Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών 39579.
Η αιτούσα ζητά να γίνει δεκτή η από 1.11.2021 αίτησή της, η οποία
κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό
8639/1963/2021 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των
διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν
αυτοί δεκτοί, καθώς και όσα αναφέρονται στα έγγραφα σημειώματα που
κατέθεσαν, εντός της χορηγηθείσας προθεσμίας έως την 13.12.2021.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 682 και 688 ΚΠολΔ σαφώς συνάγεται ότι
η λήψη ασφαλιστικών μέτρων επιτρέπεται και διατάσσεται σε περίπτωση
υπάρξεως επικειμένου κινδύνου που απειλεί το επίδικο δικαίωμα ή την
απαίτηση και προς αποτροπή αυτού, ή σε περίπτωση συνδρομής επείγουσας
περιπτώσεως, που επιβάλλει την ταχεία και άμεση λήψη δικαστικών
προφυλακτικών μέτρων, πριν ή κατά τη διάρκεια της τακτικής διαγνωστικής
δίκης. Σε περίπτωση ανυπαρξίας ή σε περίπτωση μη πιθανολογήσεως των
πραγματικών αυτών προϋποθέσεων δεν δικαιολογείται η λήψη ασφαλιστικών
μέτρων, τα οποία αποτελούν την εξαίρεση του κανόνα, κατά τον οποίο τα
εξαναγκαστικά μέτρα κατά της περιουσίας ή του προσώπου κάποιου,
διατάσσονται και λαμβάνονται μόνον, μετά την οριστική και τελεσίδικη
διάγνωση της απαιτήσεως και υπό τις εγγυήσεις και διατυπώσεις της τακτικής
διαδικασίας. Ο αϊτών μάλιστα τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων οφείλει με βάση
τις διατάξεις των άρθρων 111, 118 αριθ. 4 και 688 ΚΠολΔ να διαλάβει στην
αίτησή του, με ποινή απαραδέκτου, που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα
ως (ρύθμιση) αναγόμενη στην προδικασία, μεταξύ άλλων και συνοπτικά τα
πραγματικά περιστατικά που πιθανολογούν, εκτός από το δικαίωμα για την
εξασφάλιση ή διατήρηση του οποίου ζητείται το ασφαλιστικό μέτρο και το
οφειλόμενο χρηματικό ποσό, όταν πρόκειται για χρηματικές απαιτήσεις, (και)
τον επικείμενο κίνδυνο που απειλεί το δικαίωμα ή την επείγουσα περίπτωση
που επιβάλλει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων. Ειδικότερα, ως επικείμενος
κίνδυνος νοείται η πιθανολόγηση πως επίκειται προσεχής αποξένωση του
οφειλέτη από την κατασχετή περιουσία του, έτσι ώστε να είναι αδύνατη η
επίσπευση εναντίον του αναγκαστικής εκτελέσεως, όταν ο αϊτών (δανειστής)
αποκτήσει εκτελεστό τίτλο, μετά τον τερματισμό της διαγνωστικής δίκης
(ΜΠρΑΘ 23867/1993 ΝοΒ 42.233, ΜΠρΧαλκ 686/1991 Δ 23.262, ΜΠρΑΘ
12407/1985 Δ 16.725, Κεραμεύς-Πολυζωγόπουλος: “Τα ασφαλιστικά μέτρα,
στο ελληνικό αστικό δικονομικό δίκαιο στο συλλογικό έργο «Η δραστικότητα
της δικαιοσύνης» παρ. 3, 4 σελ 260). Το γεγονός ότι ο καθ’ ου η αίτηση δεν
έχει εμφανή περιουσιακά στοιχεία και είναι ελαττωμένης περιουσιακής
καταστάσεως δεν αρκεί για να δικαιολογήσει τη λήψη του ασφαλιστικού
μέτρου, διότι ανάγκη για να εξασφαλισθεί η αξίωση, δεν δημιουργείται όταν ο
οφειλέτης είναι κάτοχος μικρής περιουσίας, παρά όταν αυτός επιχειρεί να
αποξενωθεί από αυτήν, άλλως όταν προβαίνει σε συγκεκριμένες θετικές ή
αποθετικές ενέργειες ή κινήσεις που δείχνουν ότι επίκειται προσεχής
αποξένωση. Ενώ επείγουσα περίπτωση συντρέχει όταν λ.χ. συρρέουν
βάσιμες πληροφορίες ή επιβεβαιωμένες φήμες ή λαμβάνουν χώρα ενέργειες
που καταδεικνύουν την πρόθεση του οφειλέτη να προβεί σε άμεση και
προσεχή αποξένωση από την περιουσία του κατά την τρέχουσα στιγμή ή
όταν προτίθεται να κλείσει τον τυχόν τραπεζικό του λογαριασμό. Επί πλέον
δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί επικείμενο κίνδυνο ή επείγουσα
περίπτωση η πιθανή μεταβολή στο μέλλον της περιουσιακής καταστάσεως
κάποιου, διότι με αυτήν την εκδοχή θα δικαιολογείτο η λήψη ασφαλιστικών
μέτρων (και ιδία υπό την εξεταζόμενη μορφή της συντηρητικής κατάσχεσης)
σε κάθε εκκρεμή διαφορά, ενόψει της ενδεχόμενης, κατά την κοινή πείρα και
λογική, μεταβολής ή ελαττώσεως της περιουσιακής κατάστασης του διαδίκου.
Συνεπώς, όταν ο νόμος απαιτεί επικείμενο κίνδυνο ή επείγουσα περίπτωση,
εννοεί προδήλως την ύπαρξη ασυνήθιστης ανάγκης έκτακτης δικαστικής
προστασίας του διαδίκου, δικαιολογούμενη από τη συνδρομή παρόντων
πραγματικών περιστατικών συγκεκριμένου κινδύνου ματαιώσεως της
απαιτήσεως ή επείγουσας περιπτώσεως της παρούσας στιγμής (ΜΠρΘεσ
19987/2005 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑΘ 7810/2003 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, ΜΠΠειρ
6460/2003 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑΘ 3066/1999 Δ30.523). Τέλος, η
συμπλήρωση με το σημείωμα ή με παραπομπή στην κυρία αγωγή, που δεν
ενσωματώνεται στην αίτηση, δεν είναι παραδεκτή (ΜΠρΑΘ 22493/1994
ΕλλΔνη 37.707, 23867/1993 ΝοΒ 42.233, I. Χαμηλοθώρη: Ασφαλιστικά
μέτρα, 2000, αριθμοί 96, σελ. 65 και σελ. 187).
Με την υπό κρίση αίτηση, η αιτούσα εκθέτει ότι, δυνάμει της από
14.2.2020 σύμβασης εφοπλισμού που καταρτίστηκε μεταξύ της ίδιας και της
πρώτης των καθ’ων, όπως αυτή τροποποιήθηκε με τις από 19.2.2020 και
15.10.2020 συμβάσεις, εφόπλισε το Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο με την ονομασία
«…» πλοιοκτησίας της πρώτης καθ’ ης, προκειμένου να
εκτελεί δρομολόγια στη γραμμή Κεραμωτή – Λιμένας Θάσου. Ως διάρκεια του
εφοπλισμού συμφωνήθηκε από την παράδοση του πλοίου την 2.3.2020 έως
31.10.2021 και ο ναύλος συμφωνήθηκε στο συνολικό ποσό των 205.000,00
ευρώ για το σύνολο της περιόδου εφοπλισμού και συγκεκριμένα 15.000,00
ευρώ για τον πρώτο μήνα και 10.000,00 ευρώ για έκαστο των λοιπών. Ότι
συμφωνήθηκε επίσης η παράδοση στην πρώτη καθ’ ης εταιρία, εγγυητικής
επιστολής τραπέζης καλής εκτέλεσης ποσού 120.000,00 ευρώ, προς
εξασφάλιση καταβολής του συμφωνηθέντος ναύλου και την εν γένει τήρηση
των όρων της σύμβασης. Ότι την 9.11.2020 παρέδωσε στην πρώτη καθ’ ης
την υπ’ αριθμ. … εγγυητική επιστολή εκδόσεως της
δεύτερης των καθ’ ων τραπεζικής εταιρίας, δια της οποίας η τελευταία
εγγυήθηκε υπέρ της απούσας και έναντι της πρώτης καθ’ ης, μέχρι του
ανωτέρω ποσού, την καλή και εμπρόθεσμη εκπλήρωση των υποχρεώσεων
που απορρέουν από την σύμβαση εφοπλισμού και δεσμεύθηκε να
καταβάλλει το ποσό της εγγύησης στην πρώτη των καθ ων, ολικά ή μερικά,
χωρίς να ερευνήσει την βασιμότητα της απαίτησης, εντός πέντε ημερών από
την εμφάνισή της συνοδευόμενη από δήλωσή της. Ότι την 29.10.2021 η
πρώτη καθ’ ης εμφάνισε την εγγυητική επιστολή στην δεύτερη, αιτούμενη την
κατάπτωση του συνολικού ποσού, παράνομα, καταχρηστικά και σε προφανή
υπέρβαση του οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, δηλαδή την κάλυψη
ζημίας της από την σύμβαση και σε αντίθεση με την καλή πίστη. Ότι ουδεμία
ζημία έχει υποστεί η πρώτη των καθ’ων και ουδεμία απαίτηση διατηρεί σε
βάρος της απούσας, η οποία ήδη έχει καταβάλει το συνολικό ποσό των
296.350,71 ευρώ κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην αίτηση, αποδεικνύοντας
παραχρήμα ότι η ίδια η αιτούσα διατηρεί απαίτηση από αχρεωστήτως
καταβληθέντα και ποινική ρήτρα. Ότι εάν αποδοθεί το συνολικό ποσό της
εγγυητικής επιστολής, θα προκληθεί στην αιτούσα σημαντική ζημία, καθόσον
η πρώτη καθ’ ης ναυτική εταιρία, τυγχάνει αναξιόπιστη και αφερέγγυα και
μετέρχεται παράνομων μεθοδεύσεων για να πλουτίσει αδικαιολόγητα σε
βάρος της. Με βάση τα ανωτέρω, επικαλούμενη επείγουσα περίπτωση να
ρυθμιστεί η κατάσταση, η αιτούσα ζητά να διαταχθεί η απαγόρευση
καταβολής οποιουδήποτε ποσού από τη δεύτερη των καθ’ ων προς την
πρώτη των καθ’ ων από την υπ’ αριθμ. … εγγυητική
επιστολή, καθώς και η είσπραξη αυτής από την πρώτη, μέχρι να εκδοθεί
τελεσίδικη απόφαση επί αγωγής με την οποία θα αιτείται να αναγνωριστεί ότι
η άσκηση του δικαιώματος της πρώτης καθ’ ης να ζητήσει την καταβολή του
ποσού της εγγυητικής επιστολής είναι καταχρηστική και δεν παράγει έννομες
συνέπειες και να καταδικαστούν οι καθ’ ων στην καταβολή της δικαστικής της
δαπάνης.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αίτηση αρμοδίως εισάγεται για να
συζητηθεί, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 683-703 ΚΠολΔ (άρθρο
682 παρ. 1 ΚΠολΔ), ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι αρμόδιο καθ’
ύλην και κατά τόπο ( άρθρ. 3, 9, 14 παρ. 2, 591 παρ. 1 εδ α’, 683 παρ. 1 και 4
ΚΠολΔ). Ωστόσο, πριν την έρευνα του νομίμου αυτής, όπως προκύπτει από
την αυτεπάγγελτη περί τούτου έρευνα του Δικαστηρίου αυτού, και πριν την
ουσιαστική έρευνα όσον αφορά στην ύπαρξη του ασφαλιστέου δικαιώματος,
η αίτηση παρίσταται κατ’ άρθρα 111, 118, 216 και 688 Κ.Πολ.Δ. και σύμφωνα
με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, απορριπτέα ως
αόριστη, δεδομένου ότι σε αυτήν δεν αναφέρεται κατά τρόπο συγκεκριμένο
και εξατομικευμένο σε τι συνίσταται η επείγουσα περίπτωση ή ο επικείμενος
κίνδυνος, που καθιστούν αναγκαία, κατά τον παρόντα χρόνο, τη λήψη του
αιτουμένου ασφαλιστικού μέτρου της προσωρινής ρύθμισης κατάστασης με
την απαγόρευση καταβολής οποιουδήποτε ποσού από την υπ’ αριθμ.
… εγγυητική επιστολή, και, ειδικότερα, διότι δεν
εκτίθενται έστω και συνοπτικά τα πιθανολογούντο τη συνδρομή του
επικειμένου κινδύνου ή της επείγουσας περιπτώσεως παρόντα πραγματικά
περιστατικά. Η επικαλούμενη απλώς αφερεγγυότητα και αναξιοπιστία της
πρώτης καθ’ ης (σημειώνεται ότι δεν αποτελεί επικείμενο κίνδυνο, στην
περίπτωση που ζητείται κάποιο ασφαλιστικό μέτρο, η ανυπαρξία
περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή η μειωμένη περιουσιακή κατάστασή
του – ΜΠρΑΘ 31951/1996 Αρμ 37.1499, ΜΠρΑΘ 22493/1994 ΕλλΔνη 37.707,
ΜΠρΧαλκ 686/1991 Δίκη 23.262) δεν αρκεί, και αληθής υποτιθέμενη, να
δικαιολογήσει, όπως προαναφέρθηκε, τη λήψη του συγκεκριμένου
ασφαλιστικού μέτρου. Ομοίως δεν αναφέρονται βάσιμες πληροφορίες ή
επιβεβαιωμένες φήμες ή ότι λαμβάνουν χώρα ενέργειες που καταδεικνύουν
την πρόθεση της πρώτης καθ’ης να προβεί σε άμεση και προσεχή
αποξένωση από την περιουσία της κατά την τρέχουσα στιγμή, έτσι ώστε να
μην είναι εφικτή η επιστροφή του ποσού της εγγυοδοσίας. Καθόσον μάλιστα,
ουδεμία επίκληση γίνεται στις πραγματικές αυτές προϋποθέσεις, την ύπαρξη
ασυνήθους ανάγκης έκτακτης δικαστικής προστασίας του διαδίκου, η οποία
να δικαιολογείται από τη συνδρομή πραγματικών περιστατικών, αλλά ούτε
περιστατικά επείγουσας περίπτωσης που πρέπει άμεσα να αντιμετωπιστεί,
δεδομένου ότι δεν εκτίθεται στην ένδικη αγωγή και η κατάπτωση της
εγγυοδοσίας, δεν δικαιολογείται η λήψη ασφαλιστικών μέτρων, καθόσον αυτά
αποτελούν την εξαίρεση του κανόνα κατά τον οποίο τα εξαναγκαστικά μέτρα
κατά της περιουσίας ή του προσώπου διατάσσονται και λαμβάνονται μόνο
μετά την οριστική και τελεσίδικη διάγνωση της απαιτήσεως και με τις
εγγυήσεις και διατυπώσεις της τακτικής διαδικασίας.
Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει η αίτηση να απορριφθεί, κατά παραδοχή
και του σχετικού ισχυρισμού της δεύτερης καθ’ ης και τα δικαστικά έξοδα των
καθ’ ων να επιβληθούν σε βάρος της αιτούσας λόγω της ήττας της (άρ. 176,
191 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της
παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
- ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
- ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση.
- ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα των καθ’ ων σε βάρος της απούσας,
τα οποία καθορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια
συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι
διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 24 Ιανουάριου 2022.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
(για τη δημοσίευση)