Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης
206/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών,
η οποία ορίστηκε κατόπιν κληρώσεως σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.3327/2005.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 10 Δεκεμβρίου 2021, χωρίς τη
σύμπραξη γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αιτούντος: …, κατοίκου

……..  ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου
του Ανδρέα Ντεντιδάκη (AM ΔΣΠ 4303).

Της καθ’ης η αίτηση: Της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στη
…, νομίμως εκπροσωπουμένης, με ΑΦΜ
… ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του
πληρεξουσίου δικηγόρου της Ιωάννη Πορτοκάλη (AM ΔΣΑ 23655).

Ο αϊτών ζητεί να γίνει δεκτή η από 16-11-2021 αίτησή του, που κατατέθηκε
στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με γενικό αριθμό
κατάθεσης 9151/2021 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 2092/2021, η οποία
προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και
εκφωνήθηκε από το έκθεμα.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων
ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προβλέπεται η δυνατότητα να διαταχθεί
καταβολή εγγυοδοσίας επί των περιπτώσεων των άρθρων 162 επ., επί ασφαλιστικών
μέτρων (άρθρο 694), επί κηρύξεως αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής (άρθρο 911), επί
ασκήσεως ανακοπής ή εφέσεως (άρθρο 912 παρ. 1), ή αναιρέσεως (άρθρο 565 ΚΠολΔ) και
επί ανοχής ή παραλείψεως πράξεως (άρθρο 947). Η δικαστική εγγύηση επιβάλλεται με
δικαστική απόφαση στις περιπτώσεις που επιτρέπει αυτό ο νόμος, εξαρτών την επιβολή της
κατά κανόνα από την κρίση του δικαστηρίου, ανάλογα με την φερεγγυότητα του οφειλέτη
και με άλλες περιστάσεις, υπό τις οποίες τελεί η εξασφαλιζόμενη απαίτηση ή το
εξασφαλιζόμενο δικαίωμα. Η εγγύηση εξάλλου συνιστά ασφαλιστικό μέτρο, όταν
επιβάλλεται με απόφαση του δικαστηρίου κατά τα άρθρα 704 και 705, ενώ όταν αυτή
καθορίζεται με σύμβαση ή με άλλη διάταξη νόμου, δεν είναι ασφαλιστικό μέτρο, αλλά
περιεχόμενο ουσιαστικού δικαιώματος. Πάντως και επί εγγυοδοσίας ως ασφαλιστικού
μέτρου, συμπληρωματικώς εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 162-168 ΚΠολΔ.
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 168 προκύπτει, σαφώς, ότι αν επέλθει η περίπτωση
για την οποία δόθηκε η εγγύηση, καταπίπτει αυτή υπέρ εκείνου για τον οποίο είχε δοθεί ενώ
εάν παύσει η αιτία για την οποία δόθηκε, η εγγύηση αίρεται και διατάσσεται η απόδοσή
της, και στις δύο περιπτώσεις μετά από αίτηση, υποβαλλόμενη στο κατά τόπον αρμόδιο
Μονομελές Πρωτοδικείο ή Ειρηνοδικείο για τις υπ’ αυτού διαταχθείσες εγγυήσεις. Το
Μονομελές Πρωτοδικείο είναι αρμόδιο ακόμη και αν η εγγύηση δόθηκε με απόφαση του
Αρείου Πάγου, η δε απόφασή του υπόκειται σε έφεση (ΑΠ 375/1997, ΑΠ 465/2009,
ΕφΠειρ 284/2015, ΕφΠειρ 382/2015, ΕφΑΘ 6042/2009 – “Νόμος”). Ωστόσο, όταν η
εγγυοδοσία έχει διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο, γίνεται δεκτό, για την οικονομία της
δίκης και την αποφυγή υποβολής των διαδίκων σε επιπλέον έξοδα, ότι ιδρύεται
συντρέχουσα αρμοδιότητα για την άρση ή κατάπτωσή της και του δικαστηρίου ενώπιον του
οποίου εκκρεμεί η κύρια δίκη κατ’ άρθρο 697 ΚΠολΔ, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση της
υποβολής του σχετικού αιτήματος κατά την εκδίκαση της κύριας υποθέσεως (βλ.ΕφΠειρ
931/1993, ΕφΑΘ 1344/1987,“Νόμος”). Η αρμοδιότητα, εξάλλου, του δικαστηρίου
περιορίζεται στο να διατάξει την κατάπτωση της κατατεθείσας υπέρ του αιτούντος υπό του
καθ’ ου η αίτηση οφειλέτου ή τρίτου εγγυήσεως και την συνεπεία αυτής απόδοση στον
αιτούντα της κατατεθείσας εγγυητικής επιστολής Τράπεζας ή του παρακατατεθέντος στον

 

γραμματέα του δικαστηρίου γραμματίου συστάσεως παρακαταθήκης του Ταμείου
Παρακαταθηκών (ή αντιστρόφως την απόδοση της εγγυήσεως στον αιτούντα καταθέσαντα
λόγω παύσεως της αιτίας για την οποία αυτή δόθηκε). Δυνάμει δε της αποφάσεως αυτής ο
δικαιωθείς μπορεί να ζητήσει την ανάληψη από τον αρμόδιο γραμματέα του δικαστηρίου
του παρακατατεθέντος σ’ αυτόν γραμματίου ή της κατατεθείσας εγγυητικής επιστολής
Τράπεζας, ενώ μόνον στην περίπτωση που ο γραμματέας αρνείται να προβεί στην απόδοση
της εγγυήσεως το δικαστήριο μπορεί να τον υποχρεώσει, εγειρομένης της αγωγής περί
καταδίκης του σε ενέργεια της ως άνω πράξεως κατά την τακτική διαδικασία, σε απόδοση
της κατατεθείσας εγγυήσεως. Τόσο από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 168 ΚΠολΔ
όσο και από το πνεύμα της όλης διατάξεως, με σαφήνεια προκύπτει ότι βάσει των
αποδείξεων που θα προσκομισθούν, το δικαστήριο θα αποφασίσει αναλόγως για την άρση ή
την κατάπτωση της ήδη δοθείσας εγγυήσεως. Η δίκη για την κατάπτωση (ή άρση) της
εγγυήσεως διεξάγεται μεταξύ υπόχρεου και δικαιούχου και όχι μεταξύ της Τράπεζας ή του
ΤΠ&Δ και μόνο όταν τα τελευταία αρνούνται την απόδοση δημιουργείται δίκη με διάδικο
αυτά, κατά την τακτική διαδικασία. Με τη διάταξη του άρθρου 168 ΚΠολΔ θεσπίζεται
σύντομη διαδικασία για την απόδοση της εγγυοδοσίας, αν έπαυσε η αιτία για την οποία
δόθηκε ή πραγματοποιήθηκε ο σχετικός λόγος και κατέπεσε η εγγυοδοσία. Πότε πρόκειται
για παύση της αιτίας εξαρτάται από το σκοπό της εγγυοδοσίας στη συγκεκριμένη
περίπτωση. Η διαπίστωση της παύσεως συνήθως συναρτάται προς την τελεσίδικη απόφαση.
Για την άρση της εγγυοδοσίας δεν απαιτείται οπωσδήποτε ανάκληση της αποφάσεως που τη
διέταξε. Η αυτοδίκαιη άρση του ασφαλιστικού μέτρου που τη διέταξε (πχ η παύση ισχύος
της προσωρινής διαταγής λόγω μεταγενέστερης εκδόσεως σχετικής αποφάσεως επί
αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων ή πχ η μη άσκηση αγωγής εντός τριάντα ημερών -αρθ 693)
δεν καθιστά περιττή τη διαδικασία εκ του άρθρου 168 ΚΠολΔ. Η διαπίστωση της παύσεως
σημαίνει δικαίωμα του καταθέτη να αναλάβει το αντικείμενο της εγγυοδοσίας. Ιδιομορφία
παρουσιάζει η εγγυητική επιστολή ως προς την οποία, η Τράπεζα σε σχέση με τον
δικαιούχο δεν εξετάζει τη δημιουργία αξιώσεώς του και αρκείται στην καταβολή, όταν
ζητηθεί η κατάπτωσή της (ή η άρση της) και αποδεικνύεται η πραγματοποίηση του λόγου
με προσκομιδή της σχετικής αποφάσεως. Η απόφαση διατάζει την κατάπτωση (ή την άρση)
και την απόδοση της εγγυητικής επιστολής, δεν απαγγέλλει, όμως , καταψήφιση προς
πληρωμή του ποσού, όπως δε προαναφέρεται, η σχετική δίκη διεξάγεται μεταξύ του
καταθέτη και του υπέρ’ου η εγγύηση (δικαιούχου) και όχι μεταξύ του καταθέτη ή
δικαιούχου και της Τράπεζας ή του ΤΠΔ (για όλα τα ανωτέρω Εφ. Πειρ. 99/2020, ΝΟΜΟΣ
με παραπομπές σε Ορφανίδη σε ΚΠολΔ Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα υπό το άρθρο 168).
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 695 ΚΠολΔ, η απόφαση των
ασφαλιστικών μέτρων ισχύει προσωρινά και δεν επηρεάζει την κύρια υπόθεση. Επομένως,
από αυτή παράγεται προσωρινό δεδικασμένο, το οποίο, με πρόταση διαδίκου ή και
αυτεπαγγέλτως δεσμεύει το Δικαστήριο, όταν αυτό καλείται να δικάσει επί άλλης αιτήσεως
λήψεως ασφαλιστικού μέτρου, για την ίδια μεταξύ των διαδίκων διαφορά, μέχρι
πιθανολογήσεως υπάρξεως νέων στοιχείων. Το προσωρινό αυτό δεδικασμένο παύει να
ισχύει με την έκδοση αντίθετης ή μη απόφασης επί της κύριας δίκης (Π. Τζίφρα, 1980,
Ασφαλιστικά Μέτρα, σ. 68, αριθ. 24. α, ΑΠ 1077/2008 ΤΝΠ-Νόμος). Η απόφαση που
περατώνει τη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων έχει οριστικότητα, γι’ αυτό και δεν
ανακαλείται ούτε μεταρρυθμίζεται ελεύθερα. Ειδικότερα, η απόφαση που δέχεται την
αίτηση και διατάσσει ασφαλιστικά μέτρα διαμορφώνει με δικονομικό θεμέλιο μια νέα
κατάσταση που επιτρέπει την εξασφάλιση ή την προσωρινή απόλαυση του ουσιαστικού
δικαιώματος του αιτούντος και τη ρύθμιση γενικότερα των εριζόμενων σχέσεων των
διαδίκων. Συνεπώς, η απόφαση έχει άμεση διαπλαστική ενέργεια, την οποία ο αντίδικος και
κάθε τρίτος είναι υποχρεωμένοι να σεβαστούν (Κονδύλης, Το δεδικασμένον, 1983, σ. Β91,
ΟλΕΣ 33/1997 Δ. 1998. 435). Η δέσμευση από το προσωρινό δεδικασμένο περιορίζεται στο
πλαίσιο της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων (ΑΠ 283/1992 ΕλλΔνη 1993. 1071, ΑΠ
1062/1991 ΕλλΔνη 1992. 561) και εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 321-334 για τον
προσδιορισμό τόσο των αντικειμενικών και υποκειμενικών του ορίων όσο και της
λειτουργίας του, η οποία παρουσιάζεται ως αρνητική και θετική. Κατά την αρνητική του
λειτουργία το προσωρινό δεδικασμένο εμποδίζει την αναδίκαση της υπόθεσης. Νέα αίτηση
μεταξύ προσώπων που δεσμεύονται από το δεδικασμένο μπορεί να υποβληθεί, όταν δεν
παρουσιάζει τις τυπικές ελλείψεις για τις οποίες απορρίφθηκε η προηγούμενη ή στηρίζεται
σε διάφορη ιστορική και νομική αιτία, με μεταβολή ενδεχομένως και του αντικειμένου της
προσωρινής δικαστικής προστασίας. Η μεταβολή των συνθηκών υπό την έννοια του άρθρου
696 αριθ. 3 ΚΠολΔ αποτελεί λόγο κάμψης του δεδικασμένου και αναλόγως δικαιολογεί είτε
αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης της απόφασης που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα είτε νέα
αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, όταν η αρχική απόφαση είναι απορριπτική

(Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, ΕρμΚΠολΔ II, 2000, αριθ. 5-6, σ. 1361). Κατά την άποψη που
επικρατεί μεταβολή των πραγμάτων, που δικαιολογεί κατ’ άρθ. 696 § 3 ΚΠολΔ την
ανάκληση ή τη μεταρρύθμιση αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων, υφίσταται όταν τα
επικαλούμενα περιστατικά, τα οποία πρέπει οπωσδήποτε να είναι κρίσιμα και να ασκούν
ουσιώδη επίδραση κατά την επανεκτίμηση τις διαφοράς, είναι μεταγενέστερα τις εκδόσεως
της αποφάσεως, ή και προγενέστερα, τα οποία όμως δεν τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου
είτε διότι αποκαλύφθηκαν εκ των υστέρων είτε διότι υπήρξε άλλη συγγνωστή αδυναμία των
διαδίκων και γενικότερα εύλογη αιτία (βλ. ΜΠρΛαμ 713/2011 ΤΝΠ-Νόμος, βλ. α.ά.
Τζίφρας, Ασφ. Μέτρα έκδ. 1η, σ. 99 και 100, β. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Δ υπό το
αρθρ. 696, σ. 122 επ„ §§6,11, 54, ΠπρΑιγ. 2/2013, ΝΟΜΟΣ).

Με την υπό κρίση αίτηση, ο αϊτών εκθέτει ότι διατηρεί σε βάρος της καθ’ης,
απαίτηση ύψους 368.101,08 ευρώ πλέον τόκων, η οποία επιδικάστηκε σε αυτόν δυνάμει της
υπ’αριθ. 555/2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά. Ότι πριν από την έκδοση
της ανωτέρω τελεσίδικης απόφασης και προς εξασφάλιση της απαίτησής του, αιτήθηκε με
την από 18-03-2019 (υπ’αριθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ 298/61/2019) αίτησή του αφενός την ανάκληση
της υπ’αριθ. 387/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία
απορρίφθηκε το αίτημά του περί συντηρητικής κατάσχεσης του πλοίου Ρ/Κ “…” πλοιοκτησίας της καθ’ης, λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος του αιτούντος, ο
οποίος κατά το χρόνο εκείνο είχε ήδη επιτύχει την εξασφάλιση της απαίτησής του με
οριστική απόφαση, αφετέρου την συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης
περιουσίας της καθ’ης εις χείρας της ή εις χείρας τρίτου και δη του ανωτέρω πλοίου, μέχρι
του ποσού των 430.000 ευρώ και την απαγόρευση, με προσωρινή διαταγή, της μεταβολής
της νομικής και πραγματικής κατάστασης καθώς και του απόπλου του ανωτέρω πλοίου από
τη Σαλαμίνα, όπου ναυλοχούσε κατά το χρόνο της συζήτησης της αίτησης. Ότι το αίτημα
προσωρινής διαταγής έγινε δεκτό με την από 18-03-2019 προσωρινή διαταγή με την οποία
απαγορεύθηκε ο απόπλους του πλοίου και ότι στη συνέχεια η καθ’ης, με την από
20-03-2019 (υπ’αριθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ 313/66/2019) αίτησή της περί αντικατάστασης των
ασφαλιστικών μέτρων με εγγυοδοσία, πέτυχε την έκδοση της από 20-03-2019 προσωρινής
διαταγής με την οποία αντικαταστάθηκε το ανωτέρω ασφαλιστικό μέτρο με την καταβολή
εγγυοδοσίας ποσού 350.000 ευρώ μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της κύριας

 

υπόθεσης. Οτι η καθ’ης, με την υπ’αριθ. 1/19.06.2019 έκθεση κατάθεσης εγγυητικής
επιστολής της Γραμματείας του Εφετείου Πειραιά, κατέθεσε ισόποση εγγυοδοσία και
ακολούθως φυγάδευσε το πλοίο της στη Σαουδική Αραβία. Οτι κατά τη συζήτηση της
αίτησης των ασφαλιστικών μέτρων, που συνεκδικάστηκε με τις αντίθετες εφέσεις των
διαδίκων και τους πρόσθετους λόγους της καθ’ης, εκδόθηκε η υπ’αριθ. 555/2020 απόφαση
του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά, με την οποία υποχρεώθηκε η καθ’ης να του καταβάλλει
το ποσό των 368.101,08 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής,
ενώ αναφορικά με την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν
συντρέχει λόγος εξέτασης της αίτησης, μετά την έκδοση τελεσίδικης απόφασης, με βάση
την οποία ο αϊτών δύναται να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση σε οποιοδήποτε
περιουσιακό στοιχείο της καθ’ης. Ότι μετά την έκδοση της ανωτέρω απόφασης, έπαυσε να
ισχύει η προσωρινή διαταγή που διέτασσε την εγγυοδοσία, με αποτέλεσμα να
πιθανολογείται περαιτέρω ότι η αίτηση περί κατάπτωσης της χορηγηθείσης εγγυητικής
επιστολής δε θα γίνει δεκτή μολονότι η ίδια δεν έπαυσε να ισχύει ούτε ήρθη αφού αυτό
δύναται να συμβεί μόνο κατόπιν σχετικής αίτησης ερειδόμενης στο άρθρο 168 ΚΠολΔ.
Επίσης εκθέτει ότι η περιουσιακή κατάσταση της καθ’ης είναι επισφαλής, καθώς και ότι η
τελευταία έχει αποπειραθεί να πωλήσει με εικονικό ιδιωτικό συμφωνητικό πώλησης (Bill of
Sale), το επίδικο πλοίο, το οποίο έχει ήδη φυγαδεύσει στη Σαουδική Αραβία, ότι η απόπειρα
του αιτούντος να κατάσχει αναγκαστικά εις χείρας της … ως η τράπεζα που έχει εκδώσει
την εγγυητική επιστολή, κάθε απαίτηση που αυτή (ΕΤΕ) διατηρεί εναντίον της καθ’ης και
ιδίως των χρημάτων που κατέθεσε ως κάλυψη για την έκδοση της εγγυητικής επιστολής,
απέβη άκαρπη, καθώς προέκυψε ότι η κάλυψη παρασχέθηκε από άλλη εταιρεία, ιδίων
συμφερόντων με την καθ’ης. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό και επικαλούμενος επείγουσα
περίπτωση και επικείμενο κίνδυνο, ζητεί να διαταχθεί, προς εξασφάλιση της αναλυτικά
αναφερόμενης απαίτησής του, το ασφαλιστικό μέτρο της εγγυοδοσίας ποσού 350.000 ευρώ
σε βάρος της καθ’ης και υπέρ του ιδίου, να διαταχθεί η διατήρηση της ήδη υπάρχουσας με
αριθμό …) εγγυητικής επιστολής της … όπως αυτή
τροποποιήθηκε με το από 13-06-2019 με «…» έγγραφο της ίδιας τράπεζας
ύψους 350.000 ευρώ που έχει καταθέσει η καθ’ης στη Γραμματεία του Εφετείου
Πειραιά, συνταχθείσης προς τούτο της υπ’αριθ. … έκθεσης κατάθεσης
εγγυητικής επιστολής, με την οποία η εκδότρια τράπεζα θα εγγυάται για το ποσό
που θα διαταχθεί με την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, να διαταχθεί η

 

αρμόδια Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά να συμπληρώσει επί της ως άνω έκθεσης
εγγυοδοσίας το διατακτικό της απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου και να
επιβληθούν τα δικαστικά του έξοδα σε βάρος της καθ’ης η αίτηση. Με αυτό το
περιεχόμενο και αίτημα, η αίτηση αρμοδίως και παραδεκτός φέρεται ενώπιον του
παρόντος Δικαστηρίου για να συζητηθεί κατά την προκειμένη διαδικασία των
ασφαλιστικών μέτρων (άρθρ. 686 επ. ΚΠολΔ), ερειδόμενη, κατά την εκτίμηση του
δικογράφου, στις διατάξεις των άρθρων 704 – 705 ΚΠολΔ, πλην όμως πρέπει να
απορριφθεί στο σύνολό της καθώς από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας,
προκύπτει ότι ο αϊτών, επικαλούμενος τα ίδια πραγματικά περιστατικά και την ίδια
επείγουσα περίπτωση και επικείμενο κίνδυνο, υπέβαλε κατά της ίδιας καθ’ης ενώπιον του
παρόντος Δικαστηρίου, την από 16-06-2021 (υπ’αριθ. εκθ. κατάθ. 4247/927/16-06-2021)
αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1088/2021 απόφαση του
ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αίτηση ως νομικά αβάσιμη. Επανερχόμενος ήδη ο
αϊτών με νέα αίτηση κατά της ίδιας καθ’ης και επικαλούμενος την ίδια επείγουσα
περίπτωση και τον ίδιο επικείμενο κίνδυνο, διώκει και πάλι να διαταχθούν τα ίδια ακριβώς
ασφαλιστικά μέτρα. Κατά συνέπεια με αυτό το περιεχόμενο και αυτά τα αιτήματα, η υπό
κρίση αίτηση, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω του προσωρινού δεδικασμένου
(αρνητική λειτουργία αυτού) που απορρέει από την υπ’ αριθ. 1088/2021 απόφαση του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που απέρριψε την ίδια ως άνω αίτηση ασφαλιστικών
μέτρων, κατά παραδοχή και της σχετικής ένστασης της καθ’ης η αίτηση που λαμβάνεται
υπόψη και αυτεπαγγέλτως κατ’ άρθρο 322 ΚΠολΔ, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα
ανωτέρω στην μείζονα σκέψη της παρούσας. Άλλωστε, ο αιτών δεν επικαλείται καμία
μεταβολή των πραγμάτων, ώστε να διαφοροποιείται η ιστορική αιτία της υπό κρίση αίτησης
κατά το στοιχείο εκείνο που κρίθηκε με την ως άνω απορριπτική απόφαση ως μη
πιθανολογούμενο (ασφαλιστέο ουσιαστικό δικαίωμα), πάντως η επικαλούμενη δυσχέρεια
αναγνώρισης και εκτέλεσης της τελεσίδικης υπ’αριθ. 555/2020 απόφασης του Τριμελούς
Εφετείου Πειραιά, που επιδίκασε την απαίτηση του αιτούντος, στην έννομη τάξη της
Σαουδικής Αραβίας, όπου ναυλοχεί το επίδικο πλοίο, δεν συνιστά νέο κρίσιμο πραγματικό
περιστατικό, ικανό να δικαιολογήσει την κάμψη του δεδικασμένου που έχει παραχθεί από
την ανωτέρω υπ’ αριθ. 1088/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθεί η
δικαστική δαπάνη της καθ’ης σε βάρος του αιτούντος λόγω της ήττας του (άρθρ 176
ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την αίτηση.

Επιβάλλει σε βάρος του αιτούντος την δικαστική δαπάνη της καθ’ης την οποία ορίζει
στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια
συνεδρίαση, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στο
ακροατήριό του, στις 7-2-2022

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                    Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

(Για τη δημοσίευση)