ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης
250 /2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών,
η οποία ορίστηκε κατόπιν κληρώσεως σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.3327/2005.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 10 Δεκεμβρίου 2021, χωρίς τη
σύμπραξη γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α) Της αιτούσας: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ … ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά, η οποία
παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Κωνσταντίνου
Τατάκη (AM ΔΣΑ 14122).
Των καθ’ων η αίτηση: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…) η οποία
εδρεύει τύποις μεν στις …, πράγματι όμως στον
…, όπου ασκείται η διοίκηση αυτής και
το σύνολο των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων, στερούμενης ΑΦΜ, όπως
εκπροσωπείται νόμιμα και αντιπροσωπεύεται στην Ελλάδα από την εταιρεία
… , που εδρεύει τύποις μεν στη …,
πράγματι όμως στον …, όπου διατηρεί
εγκατεστημένο γραφείο σύμφωνα με τις διατάξεις των Α.Ν 378/68 και Ν.27/75 με
ΑΦΜ … της ΔΟΥ πλοίων, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του
πληρεξουσίου δικηγόρου της Δημήτριου Δημητρίου (AM ΔΣΠ 3485) και 2) Της
ειδικής ναυτικής επιχείρησης με την επωνυμία «…» που εδρεύει στον …, Λεωφόρος …, με ΑΦΜ … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν
εμφανίστηκε στο Δικαστήριο ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η αιτούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 08-11-2021 αίτησή της, που κατατέθηκε
στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με γενικό αριθμό
κατάθεσης 8933/2021 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 2031/2021, η οποία
προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 22-11-2021 και μετά από νόμιμη αναβολή για
τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εκφωνήθηκε από το
έκθεμα.
Β) Της προσθέτως παρεμβαίνουσας: Της εταιρείας με την επωνυμία
«…» και με διακριτικό τίτλο «…» , η
οποία εδρεύει στη …, με ΑΦΜ
…, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια
του πληρεξουσίου δικηγόρου της Νικολάου Μαθιόπουλου (AM ΔΣΠ 2984).
Της καθ’ης η πρόσθετη παρέμβαση: Της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στο …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του
πληρεξουσίου δικηγόρου της Κωνσταντίνου Τατάκη (AM ΔΣΑ 14122).
Η προσθέτως παρεμβαίνουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η προφορικώς ασκηθείσα στο
ακροατήριο και υπέρ της καθ’ής, πρόσθετη παρέμβαση της.
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, που συνεκφωνούνται και συνεκδικάζονται
λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας αλλά και διότι διευκολύνεται και
επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρ. 246 ΚΠολΔ), οι πληρεξούσιοι δικηγόροι
των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦθΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής
επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …, που προσκομίζει και επικαλείται η αιτούσα, προκύπτει ότι, ακριβές
επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης, με πράξη καταθέσεως, ορισμού
δικασίμου και κλήση προς συζήτηση, για την αρχική δικάσιμο της 22-11-2021, κατά
την οποία η συζήτηση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της
παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην δεύτερη καθ’ης η αίτηση
(άρθρα 122, 123, 126 Κ.Πολ.Δ.). Ωστόσο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη
σειρά του οικείου εκθέματος, η τελευταία δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε
από πληρεξούσιο δικηγόρο και συνεπώς, πρέπει να δικαστεί ερήμην, το δε
Δικαστήριο να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης, σαν να ήταν όλοι οι
διάδικοι παρόντες (πρβλ. άρθρ. 696 παρ. 1 και 699 ΚΠολΔ. Βλ. ΜΠΑ 9761/2009
και ΜΠΑ 7120/2007, αδημ., Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα, 1985, σ. 50).
Με την υπό κρίση αίτηση, όπως αυτή διορθώθηκε και συμπληρώθηκε
παραδεκτά με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της στο ακροατήριο (άρθρ. 224
ΚΠολΔ), η αιτούσα ισχυρίζεται ότι διατηρεί απαίτηση κατά της πρώτης καθ’ ης, ως
κυρίας και κατά της δεύτερης καθ’ης ως εφοπλίστριας του υπό ελληνική σημαία
δεξαμενόπλοιου (Δ/Ξ) «…» (αριθμός νηολογίου …, ΔΔΣ
SXVZ, ΙΜΟ 9306574), συνολικού πσσού 82.852,32 ευρώ από την πώληση των
εμπορευμάτων (τροφοεφοδίων), που αναφέρει αναλυτικά στην αίτησή της, δυνάμει
προφορικής σύμβασης που κατήρτισε, τον Ιούνιο 2020, με την εταιρεία «…», διαχειρίστρια του ανωτέρω πλοίου, η οποία ενεργούσε στο
όνομα και για λογαριασμό των καθ’ων. Ότι για την ανωτέρω απαίτησή της έχει
οχλήσει τις καθ’ ων, κυρία και εφοπλίστρια του ανωτέρω πλοίου αντίστοιχα, χωρίς
όμως να καταφέρει να εισπράξει το ανωτέρω τίμημα. Με βάση τα περιστατικά αυτά,
επικαλούμενη επείγουσα περίπτωση και επικείμενο κίνδυνο, ζητεί, προς εξασφάλιση
της προαναφερθείσας απαίτησής της, να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση κάθε
κινητής και ακίνητης περιουσίας των καθ’ ων, εις χείρας τους ή εις χείρας τρίτων
και ιδίως του ανωτέρω πλοίου, μέχρι του ποσού των 120.000,00 ευρώ. Επίσης ζητεί
να καταδικαστούν οι καθ’ων στη δικαστική της δαπάνη. Η αίτηση με αυτό το
περιεχόμενο και αίτημα, παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί. κατά την ειδική
διαδικασία των άρθρων 683-703 ΚΠολΔ (άρθρο 682 παρ.1 ΚΠολΔ), ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπο, σύμφωνα με τις διατάξεις
των άρθρων 683 παρ. 4 ΚΠολΔ, λόγω και του λιμένα, που ναυλοχεί το ένδικο πλοίο (βλ.
και ΕφΠειρ 928/2007 ΔΕΕ 2008.1165, ΜΠρΚαβ 440/2011 ΕΝΔ 2011.189, ΜΠρΡοδ
44/2009 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΠειρ 8280/2006 ΕΕμπΔ 2006.1017) σε συνδυασμό με το
άρθρο 51 παρ. 1 επ. του ν. 2172/1993, που καθιερώνει την λειτουργική αρμοδιότητα των
δικαστηρίων του Πειραιά για υποθέσεις ναυτικού δικαίου και συνακόλουθα έχει και διεθνή
δικαιοδοσία για την εκδίκασή της (άρθρα 4, 35 και 63 Κανονισμού ΕΕ 1215/2012).
Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη
σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Κρίσπη, Ιδ. Διεθν. Δικ., Γεν. Μερ,
παρ. 2), τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Σχετικά
με το ζήτημα αυτό πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Ως προς τη διερεύνηση των
διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και
έκδοση απόφασης κατ’ ουσία, οι οποίες εξετάζονται πριν τη νομική και ουσιαστική
βασιμότητα της αίτησης (ΕφΑθ 5009/1987 ΕλλΔνη 29.1218), εφαρμοστέο είναι το
ελληνικό δικονομικό δίκαιο (lex fori), το δικονομικό δίκαιο δηλαδή της χώρας του
Δικαστηρίου που δικάζει (ΕφΠειρ 542/2012 ΕΝΔ 2012.418, ΕφΑθ 5419/2007
ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, υπ’ άρθρο 682, αριθ. 1, σ.
1323), το οποίο εν προκειμένω καθορίζει, εκτός άλλων, το ορισμένο της αίτησης, τα
είδη των προσωρινών μέτρων που μπορεί να ληφθούν, εάν το ζητούμενο αποτελεί
πράγματι ασφαλιστικό μέτρο και το ζήτημα της ενεργητικής και παθητικής
νομιμοποίησης μεταξύ των διαδίκων. Ως προς δε το εφαρμοστέο δίκαιο επί των
εννόμων σχέσεων οι οποίες στηρίζουν τη λήψη του αϊτού μενού ασφαλιστικού
μέτρου, επισημαίνεται ότι: α) Ως προς την ιστορούμενη από την αιτούσα σύμβαση
πώλησης και ελλείψει της επικλήσεως, από την αιτούσα, επιλογής, από τα
συμβαλλόμενα μέρη, του εφαρμοστέου δικαίου επί των ανωτέρω συμβάσεων,
σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο
στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I) – που αντικατέστησε την κυρωθείσα στην Ελλάδα
με το Ν. 1792/1988, από 19-6-1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο
στις συμβατικές ενοχές» – το οποίο ορίζει ότι οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται
από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα συμβαλλόμενα μέρη, εφαρμοστέο
είναι, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 περ. β’ και 2 του ως άνω Κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι η σύμβαση παροχής υπηρεσιών διέπεται από το δίκαιο της χώρας
στην οποία ο πάροχος υπηρεσίας έχει τη συνήθη διαμονή του και ότι η σύμβαση
διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία το μέρος το οποίο οφείλει να
εκπληρώσει τη χαρακτηριστική παροχή (characteristic performance) της σύμβασης,
έχει τη συνήθη διαμονή του, σε κάθε περίπτωση δε, σύμφωνα με το τεκμήριο του
άρθρου 4 παρ. 4 του ως άνω Κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι σε περίπτωση
ελλείψεως συμφωνίας, εφαρμοστέο είναι το δίκαιο που αρμόζει στη σύμβαση από
όλες τις ειδικές συνθήκες, υπό τις οποίες αυτή καταρτίσθηκε και εκτελέσθηκε και
για το λόγο αυτό συνδέεται προς την ένδικη σύμβαση πώλησης στενότερα, το
ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο της χώρας όπου η αιτούσα, η οποία οφείλει και την
χαρακτηριστική παροχή, έχει την έδρα της. Περαιτέρω η κρινόμενη αίτηση είναι
επαρκώς ορισμένη, καθόσον περιέχει τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων
πιθανολογείται το δικαίωμα για την εξασφάλιση του οποίου ζητούνται τα
ασφαλιστικά μέτρα, όπως επίσης και ο επικείμενος κίνδυνος (πρβλ. ΜΠρΑΘ
24190/1997 ΑρχΝ 49.531, ΜΠρΑΘ 29396/1995 Δ 27.644 – Κράνη σε ΕρμΚΠολΔ Π,
Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, άρθρο 686, αριθ. 10, σ. 1339 και Βαφειάδου σε
Ασφαλιστικά Μέτρα Χαμηλοθώρη/Κλουκίνα, εκδ. 2000, αριθ. 94, ο. 65),
απορριπτομένου του ισχυρισμού της καθ’ης περί αοριστίας αυτής. Για δε τη
στοιχειοθέτηση της παθητικής νομιμοποίησης αρκεί ο ισχυρισμός της αιτούσας ότι
και η πρώτη καθ’ης συμβλήθηκε στην ένδικη σύμβαση πώλησης ως αγοράστρια και
ως εκ τούτου τυγχάνει φορέας της αντίστοιχης υποχρέωσης, ανεξαρτήτως της
βασιμότητας ή μη του ισχυρισμού αυτού κατ’ ουσίαν, αφού στην δεύτερη
περίπτωση η αίτηση απορρίπτεται ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και όχι ως απαράδεκτη
λόγω έλλειψης της νομιμοποίησης, ως διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης
(ΕφΠατρ 508/2006 ΑχΝομ 2007.340, ΕφΠειρ 455/2005 ΠειρΝομ 2005.361). Επίσης,
το επιμέρους ζήτημα της αντιπροσώπευσης της πρώτης καθ’ ης από τη διαχειρίστρια
του πλοίου κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης πώλησης, το οποίο εξαιρείται
από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού Ρώμη I, κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου
1 παρ. 2 περ. ζ’, ρυθμίζεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο αντιπρόσωπος
επιχείρησε τη δικαιοπραξία (εν προκειμένω το ελληνικό δίκαιο), για την οποία του χορηγήθηκε η πληρεξουσιότητα, σύμφωνα με την γενικώς αποδεκτή σχετική αρχή
του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (πρβλ. All 777/2015 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η
κρινόμενη αίτηση τυγχάνει νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 682,
706, 707 επ. και 176 του ΚΠολΔ, σε συνδ. με τις διατάξεις των άρθρων 211, 340,
361, 513 επ. ΑΚ, καθ’ ο δε μέρος αφορά στη συντηρητική κατάσχεση του επίδικου
πλοίου, στηριζόμενη και στις διατάξεις των άρθρων 105, 106 ΚΙΝΑ, 1 παρ. ια’, 2, 8
του ΝΔ 4570/1966 (κύρωση της από 10-5-1952 Διεθνούς Σύμβασης Βρυξελλών για
τη συντηρητική κατάσχεση πλοίων), δεδομένου ότι η ως άνω Διεθνής Σύμβαση
εφαρμόζεται επί διαφορών με στοιχεία αλλοδαπότητας. Πρέπει συνεπώς να
εξεταστεί και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.
Η προσθέτως παρεμβαίνουσα υπέρ της πρώτης καθ’ ης η αίτηση, επικαλούμενη
έννομο συμφέρον, ερειδόμενο στο γεγονός ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. 1338/2021
απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) ορίσθηκε
μεσεγγυούχος του προαναφερθέντος δεξαμενόπλοιου, με εξουσία διαχειριστικών
πράξεων και πράξεων εκμετάλλευσης για τις οποίες δικαιούται αμοιβής, την οποία
θα απολέσει σε περίπτωση κατάσχεσης του ανωτέρω πλοίου, ζητεί με προφορική
δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της στο ακροατήριο, να απορριφθεί η αίτηση.
Η πρόσθετη παρέμβαση παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση, κατά την διαδικασία
των ασφαλιστικών μέτρων, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ’
ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 686 παρ. 6
ΚΠολΔ, και είναι νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 80, 81 παρ. 1
και 82 ΚΠολΔ. Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την
ουσιαστική βασιμότητά της.
Η πρώτη καθ’ ης η αίτηση και η προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσα, με
αντίστοιχες δηλώσεις των πληρεξουσίων δικηγόρων τους κατά τη συζήτηση και με
το νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθειμένο σημείωμά τους, αρνούνται την
κρινόμενη αίτηση, επικαλούμενες, μεταξύ άλλων, ότι η πρώτη καθ’ ης ουδέποτε
συμβλήθηκε στην ένδικη σύμβαση, δεδομένου ότι η εταιρία «…» ουδέποτε ενήργησε ως αντιπρόσωπος της ιδίας αλλά συμβλήθηκε
στο όνομα και για λογαριασμό της εφοπλίστριας του πλοίου, εταιρίας με την
επωνυμία «…», δέυτερης των καθ’ων,
επικουρικά δε ισχυρίζονται ότι η εταιρία «…» ενήργησε ως ψευδοαντιπρόσωπος της πρώτης καθ’ ης, κατά την έννοια του άρθρου 229 ΑΚ (ο
σχετικός ισχυρισμός της πρώτης καθ’ ης ότι η ένδικη σύμβαση πώλησης
καταρτίστηκε χωρίς εξουσία της φερόμενης ως αντιπροσώπου αυτής εταιρίας
«…» συνιστά άρνηση ΑΠ 2107/2009 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ,
ΕφΑΘ 912/2008 ΕπισκΕΔ 2008.844). Τέλος, προβάλλει έλλειψη επείγουσας
περίπτωσης ή επικείμενου κινδύνου για τη λήψη των αιτούμενων ασφαλιστικών
μέτρων.
Από την εκτίμηση της ένορκης εξέτασης του μάρτυρος της αιτούσας … και του μάρτυρος της προσθέτως παρεμβαίνουσας …, την
υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Γενικού Προξένου της
Ελλάδος στη Σαγκάη, που ελήφθη με επιμέλεια της πρώτης καθ’ ης, η οποία κατά την
ορθότερη άποψη λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο κατά την προκειμένη διαδικασία
των ασφαλιστικών μέτρων έστω και χωρίς κλήτευση των αντιδίκων (βλ. Τζίφρα,
Ασφαλιστικά Μέτρα, εκδ. Δ’, σελ. 53, Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 2012, τόμος
II, άρθρο 690, αρ. 5, σελ. 186-187, Χαμηλοθώρη, Ασφαλιστικά μέτρα, σελ. 54, παρ. 217,
ΜΠρΘεσ 306/2012, Αρμ. 2012, 252, ΜπρΚορ 8/2009, ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑΘ 4946/2007,
ΕλλΔνη 2008, 302, ΜΠρΣαμ 190/2006, ΝΟΜΟΣ), καθώς και από τα έγγραφα που οι
διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα
πραγματικά περιστατικά: Η αιτούσα, είναι εταιρεία με αντικείμενο εργασιών τους
εφοδιασμούς πλοίων. Η πρώτη καθ’ης εταιρεία, εδρεύουσα στις …, τυγχάνει, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιου
«…», νηολογίου ….(αριθ. νηολογίου …, ΙΜΟ 9306574, ΔΔΣ SXVZ)
και είναι μέλος του ομίλου εταιριών «…»
(«…») ο οποίος δραστηριοποιείται στον τομέα των διεθνών χρηματοδοτικών
επενδύσεων, ενώ κατέχει και διαθέτει επενδυτικό και χρηματοδοτικό χαρτοφυλάκιο στην
ποντοπόρο εμπορική ναυτιλία. Η πρώτη καθ’ ης συνεστήθη από την εταιρία «…» το έτος 2017, προκειμένου να αποτελέσει μέρος
χρηματοδοτικού σχήματος, έχοντος τη μορφή πώλησης και επαναμίσθωσης, στο πλαίσιο
του οποίου θα καθίστατο ιδιοκτήτρια και εν συνέχεια εκναυλώτρια του προαναφερθέντος
δεξαμενόπλοιου, του οποίου πλοιοκτήτρια υπήρξε, μέχρι τον Αύγουστο του 2017, η εδρεύουσα στον Πειραιά εταιρία με την επωνυμία «…», δεύτερη καθ’ης, η οποία είναι μέλος το» ομίλου ναυτιλιακών εταιριών
«…» και θυγατρική της μητρικής του εν λόγω ομίλου, εταιρίας
«…». Ειδικότερα, εντός του έτους 2017 στο πλαίσιο
συνεννοήσεων και διαπραγματεύσεων μεταξύ του ανωτέρω ομίλου και της εταιρίας «…» για την (ανα)χρηματοδότηση των ναυτιλιακών
επιχειρήσεων του ως άνω ομίλου και την απόκτηση επαρκούς ταμειακής ρευστότητας,
συμφωνήθηκε η εκταμίευση, από την (χρηματοδότρια) εταιρία «…» προς τον όμιλο «…», συνολικού ποσού
65.550.000 δολαρίων ΗΠΑ, στο πλαίσιο πώλησης και επαναμίσθωσης («sale & leaseback»)
τεσσάρων υπό ελληνική σημαία δεξαμενοπλοίων, ήτοι των «…» (ένδικο πλοίο),
«…» (νηολογίου …, ΙΜΟ 9283853, ΔΔΣ
SYPX), «…», (νηολογίου …, ΙΜΟ
9319545, ΔΔΣ SVET) και «…», (νηολογίου …, ΙΜΟ 93065692 και ΔΔΣ SYQM), τα οποία ανήκαν σε πλοιοκτήτριες εταιρείες του
εν λόγω ομίλου, ειδικότερα δε πλοιοκτήτρια του ένδικου πλοίου «…» ετύγχανε
όπως προαναφέρθηκε, η δεύτερη καθ’ης. Κατά το περιεχόμενο της ανωτέρω συμφωνίας
χρηματοδότησης μέσω πωλήσεων και επαναμισθώσεων, συναφθείσας μεταξύ των εταιριών
«…» (δανείστριας) και «….» (δανειζόμενης), η πρώτη θα προέβαινε στη σύσταση τεσσάρων
εταιριών ειδικού σκοπού, οι οποίες προορίζονταν να αποκτήσουν την κυριότητα των
ανωτέρω δεξαμενόπλοιων δι’ αγοράς, από τις. τότε, ως άνω πλοιοκτήτριες, έναντι
συνολικού τιμήματος 65.550.000 δολαρίων ΗΠΑ. Παράλληλα, με τις συμβάσεις
αγοραπωλησίας των πλοίων και με τη μεταβίβαση της κυριότητας τους στις εταιρίες ειδικού
σκοπού του δανειστή ομίλου, οι εν λόγω εταιρίες/αγοράστριες θα προέβαιναν στην
εκναύλωση των πλοίων προς τις πρώην πλοιοκτήτριες εταιρίες του ομίλου «…»,
δυνάμει σχετικών συμβάσεων ναύλωσης «γυμνού πλοίου» (bareboat charter agreements)
για περίοδο ενενήντα έξι (96) μηνών (8 έτη), στο πλαίσιο των οποίων οι ναυλώτριες θα
αναλάμβαναν την υποχρέωση να καταβάλουν μηνιαίους ναύλους στις αγοράστριες —
εκναυλώτριες διατηρώντας τη ναυτική διεύθυνση και κατοχή των πλοίων, τα οποία θα
εκμεταλλεύονταν οι ίδιες ιδίω ονόματι και για δικό τους λογαριασμό, για ολόκληρη τη
συμφωνηθείσα περίοδο των ναυλώσεων. Την δε εμπορική και τεχνική διαχείριση των ανωτέρω πλοίων θα διατηρούσε για ολόκληρη την περίοδο της ναύλωσης ο όμιλος
«…», διά της εταιρίας «…», η οποία διατηρεί νόμιμη
εγκατάσταση στον …., κατά τις διατάξεις του Ν. 27/1975. Ειδικότερα και αναφορικά
με το δεξαμενόπλοιο «…», πιθανολογήθηκε ότι καταρτίστηκε μεταξύ της
πρώτης καθ’ ης και της δεύτερης καθ’ης, τότε πλοιοκτήτριας εταιρίας «…
…», το από 24-8-2017 Προσύμφωνο Αγοραπωλησίας
(Memorandum of Agreement), διά του οποίου συμφωνήθηκε η πώληση και μεταβίβαση της
κυριότητας του ανωτέρω πλοίου στην πρώτη καθ’ ης – αγοράστρια αντί συνολικού
τιμήματος 20.750.000 δολαρίων ΗΠΑ και δυνάμει της από 4-9-2017 σχετικής πράξης
μεταβίβασης (Bill of Sale), μεταβιβάστηκε στην πρώτη καθ’ ης η κυριότητα του πλοίου και
παραδόθηκε σε αυτή η νομή και κατοχή του. Ταυτόχρονα καταρτίστηκε μεταξύ αφενός της
πρώτης καθ’ ης, ως κυρίας και εκναυλώτριας του ανωτέρω πλοίου και, αφετέρου, της
δεύτερης καθ’ης ως γυμνής ναυλώτριας, η από 24-8-2017 σύμβαση ναύλωσης γυμνού
πλοίου, τύπου «…». Στο πλαίσιο του ανωτέρω σχεδίου χρηματοδότησης,
συμφωνήθηκε ότι την εμπορική και τεχνική διαχείριση του ένδικου πλοίου, θα αναλάμβανε
και θα διατηρούσε για ολόκληρη τη διάρκεια της ναύλωσης η εταιρία «…» ενεργώντας κατ’ εντολή και για λογαριασμό της ναυλώτριας εταιρίας
«…», δεύτερης καθ’ης, ως αντιπρόσωπος
αυτής. Για το λόγο αυτό καταρτίστηκε, μεταξύ της ως άνω γυμνής ναυλώτριας και της
εταιρίας «…», η από 8-9-2017, σύμβαση διαχείρισης του πλοίου
«…». Ενόψει όμως του ότι η ναυλώτρια κατέστη υπερήμερη ως προς την
καταβολή των ναύλων από τον Ιανουάριο 2021, η πρώτη καθ’ης κατήγγειλε τη σύμβαση
γυμνής ναύλωσης, δυνάμει της από 14-3-2021 δήλωσης – γνωστοποίησης καταγγελίας.
Ακολούθως, στις 21-3-2021 και δυνάμει σχετικού δικαιώματος της πρώτης καθ’ ης (άρθρο
3.7 της από 8-9-2017 επιστολής ανάληψης υποχρέωσης διαχειριστή που εστάλη από την
«…» προς την πρώτη καθ’ ης), η τελευταία κατήγγειλε, με
σχετική επιστολή της προς την «…», τη σύμβαση διαχείρισης και
ενημέρωσε την ανωτέρω εταιρεία ότι εφεξής ανέθετε τη διαχείριση του ένδικου πλοίου
στην εταιρία «…». Επειδή τόσο η ναυλώτρια
«…» όσο και η διαχειρίστρια εταιρία «…» αρνήθηκαν να παραδώσουν το πλοίο «…» στην
πρώτη καθ’ ης, η τελευταία αφενός προσέφυγε στην προβλεπόμενη από τη σύμβαση
ναύλωσης και τη σύμβαση διαχείρισης Διαιτητική διαδικασία στο Λονδίνο, αφετέρου
κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών)
την με ΕΑΚ 1452/2021 και ΓΑΚ 6475/2021 αίτηση κατά των ανωτέρω εταιριών, για την
υπαγωγή του πλοίου σε δικαστική μεσεγγύηση. Επί της ανωτέρω αιτήσεως, εκδοθηκε η υπ’
αριθ. 1338/2021 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), η
οποία δέχθηκε την ανωτέρω αίτηση, ανέθεσε τη δικαστική μεσεγγύηση του πλοίου στην
πρόσθετός παρεμβαίνουσα εταιρία και διέταξε αμφότερες τις ανωτέρω εταιρίες να
παραδώσουν το πλοίο στην τελευταία. Η ανωτέρω απόφαση εκτελεστήκε στις 5-11-2021,
οπότε η κατοχή του πλοίου αφαιρέθηκε από τις ανωτέρω εταιρείες, δυνάμει σχετικής
πράξης του δικαστικού επιμελητή … και παραδόθηκε στη
μεσεγγυούχο. Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι τον Ιούνιο του έτους 2020, η αιτούσα
συνήψε διαδοχικές προφορικές συμβάσεις, με την διαχειρίστρια εταιρία «…», ενεργούσα για λογαριασμό της δεύτερης καθ’ης ως εφοπλίστριας, με
σκοπό την πώληση των αναλυτικά αναφερόμενων στην αίτηση εμπορευμάτων
(τροφοεφοδίων), τα οποία παραδόθηκαν στο πλοίο «…» και παραλήφθηκαν από
τον πλοίαρχο αυτού. Ειδικότερα πιθανολογήθηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα από 22-06-
2020 έως 24-08-2021, πωλήθηκαν και παραδόθηκαν στο ανωτέρω πλοίο, εμπορεύματα
συνολικής αξίας 82.852,32 ευρώ για τα οποία εκδόθηκαν τα αντίστοιχα τιμολόγια – δελτία
αποστολής. Η δεύτερη καθ’ης, αν και παρέλαβε ανεπιφύλακτα τα ανωτέρω εμπροεύματα,
μέσω του πλοιάρχου του πλοίου «…», δεν έχει εξοφλήσει το τίμημα αν και έχει
οχληθεί επανειλημμένα από την αιτούσα. Οπως προαναφέρθηκε κατά τον ένδικο χρόνο, η
διαχείριση του πλοίου «…» είχε ανατεθεί στην εταιρεία «…» από την ως άνω γυμνή ναυλώτρια δυνάμει της από 8-9-2017 σύμβασης
διαχείρισης και όχι από την πρώτη καθ’ ης, η οποία, δεν εκμεταλλευόταν, καθ’ όλο το
χρονικό διάστημα της γυμνής ναύλωσης το πλοίο. Συνεπώς πιθανολογήθηκε ότι κατά τον
επίδικο χρόνο η πρώτη καθ’ης δεν ήταν πλοιοκτήτρια του πλοίου αλλά απλή κυρία αυτού,
συνεπώς ευθύνεται έναντι της αιτούσας μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την
αξία αυτού. Περαιτέρω, η πρώτη καθ’ης ουδέποτε προέβη από κοινού με την δεύτερη
καθ’ης σε καταχώρηση δήλωσης εφοπλισμού του ανωτέρω πλοίο στο οικείο νηολόγιο. Το
γεγονός αυτό θέτει ζήτημα ισχύος στην προκειμένη περίπτωση, του μαχητσύ τεκμηρίου του άρθρου 105 παρ. 3 ΚΠολΔ. Και είναι μεν γεγονός ότι η πρώτη καθ’ ης βάλλοντας κατά του
ανωτέρω τεκμηρίου, νομιμοποιούμενη προς τούτο, ως κυρία που δεν εκμεταλλεύεται το
πλοίο αλλά ενάγεται ως πλοιοκτήτρια (ΕφΠειρ 268/1989 ΕΝΔ 1989.517) προσκομίζει
αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία βασίμως πιθανολογείται η εφοπλιστική σχέση μεταξύ
αυτής και της δεύτερης καθ’ης πλην όμως αναφορικά με την γνώση της δικαιοπαρόχου των
αιτουσών για την ύπαρξη της εφοπλιστικής σχέσης κατά το χρόνο σύναψης της ένδικης
σύμβασης, η καθ’ ης δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο. Ειδικότερα, από κανένα αποδεικτικό
στοιχείο δεν πιθανολογήθηκε ότι η καθ’ ης ή διαχειρίστρια του πλοίου ή εφοπλίστρια
εταιρία κατέστησαν γνωστό, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, προς την δικαιοπάροχο των αιτουσών
ότι η εταιρία «…» ανέλαβε την
εκμετάλλευση αυτού, γεγονός άλλωστε που δεν αμφισβητείται ειδικώς από την καθ’ ης. Η
ως άνω δε γνώση του τρίτου σχετικά με την ύπαρξη ή μη του πραγματικού γεγονότος του
εφοπλισμού, αποτελεί, κατά την άποψη που το παρόν Δικαστήριο κρίνει ορθότερη,
προϋπόθεση για την ανατροπή του τεκμηρίου του άρθρου 105 παρ. 3 ΚΙΝΔ, στην
περίπτωση που ενάγεται ο κύριος του πλοίου (ΠΠειρ 1877/1964 ΕΕΔ 1964.391, ΑΠ
624/1968 ΕΕΔ 1969.243, ΠΠΠειρ 636/1969 ΕΕΔ 1969.565, ΠΠΠειρ 450/1970 ΕΕΔ
1971.77, ΕφΑΘ 2943/1970 ΕΕΔ 1971.198, ΕφΑΘ 3613/1970 ΕΕΔ 1971.245, ΕφΑΘ
3893/1973 ΝοΒ 1973.1480 ΕΝΔ 1974 129, ΕφΑΘ 8424/1974 ΕΕΔ 1975.624, ΠΠΠειρ
1004/1978 ΕΕΔ 1979.403, Αλίκη Κιάντου — Παμπούκη Ναυτικό Δίκαιο, 2005, τομ. I, σελ.
140-142, Λ. Αθανασίου Ναυτικό Δίκαιο, εκδ. 2020, παρ. 793-796). Και τούτο διότι αν
δεχόταν κανείς ότι αρκεί να αποδείξει ο κύριος του πλοίου, για αν ανατρέψει το τεκμήριο,
ότι δεν εκμεταλλεύεται το πλοίο ο ίδιος, θα περιόριζε σε σημαντικό βαθμό την πρακτική
σημασία του τεκμηρίου, καθόσον θα επιφόρτιζε τους τρίτους, τους οποίους και επιδιώκει
πρώτιστα να προστατέψει η θέσπιση του τεκμηρίου, με το έργο της αναζήτησης του
πράγματι εκμεταλλευόμενου το πλοίο. Άλλωστε, όταν ο νόμος θεωρεί τον κύριο του
πλοίου, που δεν έκανε δήλωση για την παραχώρηση της εκμετάλλευσής του σε άλλον, ως
εκμεταλλευόμενο αυτό και παράλληλα επιτρέπει σε αυτόν να προσάγει αντίθετη απόδειξη,
υπονοεί κατά λογική ακολουθία, ότι η αντίθετη αυτή απόδειξη αντικείμενο έχει ότι δεν
προβαίνει αυτός αλλά συγκεκριμένο άλλο πρόσωπο στη εκμετάλλευση του πλοίου. Ενόψει
όλων των ανωτέρω και δεδομένης της μη ανατροπής του μαχητού τεκμηρίου του άρθρου 105 παρ. 3 ΚΙΝΔ από την καθ’ ης, το οποίο σημειωτέον ερευνάται, κατ’ αυτεπάγγελτη
ενέργεια του Δικαστηρίου, στην περίπτωση κατά την οποία δεν αποδεικνύεται η ιδιότητα
της πλοιοκτήτριας αλλά της απλής κυρίας του πλοίου (ΕφΠειρ 436/2018 ΕΕμπΔ 2019.907),
η πρώτη καθ’ ης ευθύνεται ως πλοιοκτήτρια για την καταβολή του ως άνω οφειλόμενου
ποσού από την ένδικη σύμβαση πώλησης. Επιπλέον ευθυνεται και η δεύτερη καθ’ης ως
οφειλέτρια της ένδικης απαίτησης που πηγάζει από την εκμετάλλευση του πλοίου χωρίς να
υφίσταται μεταξύ τους παθητική εις ολόκληρον ενοχή (άρθρο 481 ΑΚ), κατά νομική
κυριολεξία (Εφ.Πειρ. 479/2015, ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω πιθανολογήθηκε ότι η πρώτη καθ’ ης
πέραν του ανωτέρω πλοίου, το οποίο εξ αντικειμένου εκτίθεται σε θαλάσσιους κινδύνους,
δεν διαθέτει άλλη περιουσία, ενώ σε βάρος της διατηρούν απαιτήσεις και άλλοι πιστωτές, οι
οποίοι έχουν ήδη προβεί σε κατάθεση αιτήσεων για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων,
γεγονότα γνωστά στο Δικαστήριο από άλλες δικαστικές ενέργειες του (άρθρο 336 παρ. 2
ΚΠολΔ – ΣυμβΕφΠειρ 121/1998 Αρμ 1998.866, ΜΠρΑΘ 1323/2013 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ,
ΜΠρΑΘ 1822/2013 ΤΕΦ,ΠειΝΠ/ΝΟΜΟΣ), επιπλέον δεν πιθανολογήθηκε και η οικονομιή
φερεγγυότητα της δεύτερης καθ’ης. Ενόψει όλων των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό
κρίση αίτηση, ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση κάθε
κινητής και ακίνητης περιουσίας των καθ’ων και ιδίως του υπό ελληνική σημαία
δεξαμενόπλοιου «…». νηολογίου … (αριθ. νηολογίου …, ΙΜΟ
9306574, ΔΔΣ SXVZ), κυριότητας της πρώτης καθ’ης, προς εξασφάλιση της ένδικης
απαίτησης της αιτούσας, για το ποσό των 82.852,32 ευρώ. Λαμβανομένων υπόψη του
χρηματικού χαρακτήρα της ένδικης απαίτησης και του επαχθούς στοιχείου του
λαμβανομένου ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατασχέσεως, πρέπει παράλληλα να
παρασχεθεί η ευχέρεια στις καθ’ων να αντικαταστήσουν ή και να ματαιώσουν το παραπάνω
ασφαλιστικό μέτρο, με την κατάθεση στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, γραμματίου
συστάσεως χρηματικής παρακαταθήκης στο Τ.Π.Δ. για την παροχή ισόποσης προς το
παραπάνω ποσό των 82.852,32 ευρώ εγγύησης. Τέλος, η δικαστική δαπάνη της αιτούσας
πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των καθ’ων, σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο
διατακτικό (άρθρα 176 ΚΠολΔ και 84 παρ. 2 ν. 4194/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει ερήμην της δεύτερης καθ’ης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων την
αίτηση και την προφορικώς ασκηθείσα, υπέρ της πρώτης καθ’ ης, πρόσθετη παρέμβαση.
Απορρίπτει την πρόσθετη παρέμβαση.
Δέχεται την αίτηση
Διατάσσει τη συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας των καθ’
ων η αίτηση, είτε αυτή βρίσκεται στα χέρια τους, είτε στα χέρια τρίτων και ιδίως του υπό
ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιου «…», νηολογίου ….. (αριθ. νηολογίου
…, ΙΜΟ 9306574, ΔΔΣ SXVZ), κυριότητας της πρώτης καθ’ης, προς εξασφάλιση της
απαίτησης της αιτούσας, για το ποσό των ογδόντα δυο χιλιάδων οκτακόσιων πενήντα δύο
και τριάντα δυο λεπτών (82.852,32) ευρώ, συγχρόνως δε παρέχει στις καθ’ων η αίτηση την
ευχέρεια να ματαιώσουν ή σε περίπτωση επιβολής της να αντικαταστήσουν τη
διατασσόμενη με την ανωτέρω διάταξη της παρούσας συντηρητική κατάσχεση, με το μέτρο
της εγγυοδοσίας, δια της καταθέσεως στο γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου, γραμματίου
συ στάσεως χρηματικής παρακαταθήκης στο Τ.Π.Δ. για την παροχή εγγύησης, ποσού
ογδόντα δύο χιλιάδων οκτακόσιων πενήντα δύο και τριάντα δύο λεπτών (82.852,32) ευρώ.
Καταδικάζει τις καθ’ ων στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της αιτούσας, τα
οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο
ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι
δικηγόροι τους, στις 15 Φεβρουάριου 2022.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
(για τη δημοσίευση)