ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 1608/2022
(ΓΑΚ/ΕΑΚ αγωγής: 5475/2558/2020)
(ΓΑΚ/ΕΑΚ ανταγωγής: 8001/3730/2020)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 28η Σεπτεμβρίου 2021 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ – ΑΝΤΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με ΑΦΜ …, για την οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος της, δυνάμει του υπ’ αριθ. …/27.11.2020 πληρεξουσίου εγγράφου, που συνετάγη ενώπιον της συμβολαιογράφου Ζακύνθου Ζωής Βισβάρδη, κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, Χαρά Αρβανίτη του Γεωργίου (ΑΜ/ΔΣΠ 3399), κάτοικος …, που προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/1.12.2020 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την ίδια ως άνω πληρεξούσια δικηγόρο.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ – ΑΝΤΕΝΑΓΟΥΣΩΝ : 1) Της κοινοπραξίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με ΑΦΜ …, 2) Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…. υπό εκκαθάριση», που εδρεύει στην … επί της οδού …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με ΑΦΜ …, 3) Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «… υπό εκκαθάριση», που εδρεύει στην … επί της οδού …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με ΑΦΜ …, για τις οποίες κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους, δυνάμει των από 30.11.2020 πληρεξούσιων εγγράφων, που φέρουν βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από τον ίδιο δικηγόρο, κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, Χρήστος Λιούλιος του Κυριάκου (ΑΜ/ΔΣΑ 4139), κάτοικος …, που προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/1.12.2020 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, και δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, 4) Η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», που εδρεύει στη …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με ΑΦΜ …, για την οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος της, δυνάμει του από 30.11.2020 πληρεξουσίου εγγράφου, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από τη δικηγόρο Πειραιά Άννα Πανάγου, κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, Μαρία Τσακίρη του Δημητρίου (ΑΜ/ΔΣΠ 3479), κάτοικος …, που προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/16.12.2020 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 23.7.2020 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 5475/2558/23.7.2020, και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 23.8.2021 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.
Οι αντενάγουσες ζητούν να γίνει δεκτή η από 15.10.2020 ανταγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 8001/3730/19.10.2020, και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 23.8.2021 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.
Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 246 ΚΠολΔ, το Δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μπορεί να διατάξει και αυτεπαγγέλτως την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, εάν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων. Στην προκειμένη περίπτωση, εκκρεμούν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου μεταξύ των ίδιων διαδίκων: α) η από 23.7.2020 υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 5475/2558/23.7.2020 αγωγή και β) η από 15.10.2020 υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 8001/3730/19.10.2020 ανταγωγή, οι οποίες υπάγονται στην ίδια διαδικασία και πρέπει να συνεκδικασθούν, καθώς έτσι επιταχύνεται και διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επέρχεται δε μείωση των εξόδων.
Κατά το άρθρο 261 παρ. 1 ΑΚ την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής και η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’ άλλο τρόπο περάτωση της δίκης, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 263 ΑΚ, κάθε παραγραφή που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής θεωρείται σαν να μη διακόπηκε, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς. Αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες (από την τελεσίδικη απόρριψη της πρώτης αγωγής), η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή. Όπως από τη διάταξη αυτή προκύπτει, η νέα αγωγή, η οποία μπορεί να ασκηθεί και πριν τελεσιδικήσει η απόφαση που απορρίπτει την προηγούμενη αγωγή, για να έχει όμως το ανωτέρω αποτέλεσμα πρέπει να έχει την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι το διακοπτικό αποτέλεσμα της παραγραφής που επέφεραν, κατ’ άρθρο 261 ΑΚ, η έγερση της αγωγής, η οποία όταν στρέφεται κατά κοινοπραξίας διακόπτει την παραγραφή και ως προς τα απαρτίζοντα αυτή φυσικά ή νομικά πρόσωπα, και οι μετέπειτα της εγέρσεως αυτής διαδικαστικές πράξεις των διαδίκων ή του δικαστηρίου (βλ. άρθρο 261 παρ. 2 ΑΚ), αίρεται με την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης, που απορρίπτει την αγωγή για λόγους μη ουσιαστικούς, εκτός αν εγερθεί νέα αγωγή εντός έξι μηνών από την έκδοση της απόφασης, ή και πριν την τελεσιδικία, οπότε η διακοπή της παραγραφής αναβιώνει (σχετ. ΑΠ 362/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, Α. με την υπό κρίση αγωγή, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με τις προτάσεις που κατέθεσε η ενάγουσα (άρθρο 224 ΚΠολΔ), εκτίθεται ότι δυνάμει του ενσωματωμένου σε αυτήν από 7.2.2013 ιδιωτικού συμφωνητικού τροποποίησης κοινοπρακτικού, που καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας και της δεύτερης, τρίτης και τέταρτης των εναγόμενων, οι οποίες αποτελούν μέλη της πρώτης εναγόμενης κοινοπραξίας, συμφωνήθηκε η είσοδός της (ενάγουσας) με το πλοίο της «…» από τις 11.2.2013 στη συσταθείσα δυνάμει του από 24.10.2005 ιδιωτικού συμφωνητικού κοινοπραξία, όπως είχε τροποποιηθεί με το επίσης ενσωματωμένο στην αγωγή από 18.2.2011 ιδιωτικό συμφωνητικό και ίσχυε, καθώς και η συμμετοχή της στα έσοδα αυτής με ποσοστό 10,75%. Ότι λόγω προβλημάτων που προέκυψαν μετά τους πρώτους μήνες συνεργασίας, η ενάγουσα κατήγγειλε τη σύμβαση με το από 21.1.2014 εξώδικό της, που κοινοποιήθηκε νόμιμα αυθημερόν, άσκησε δε την υπ’ αριθ. κατάθεσης 8142/14267/2015 αγωγή της κατά των εναγόμενων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με το αίτημα να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να τής καταβάλουν εις ολόκληρον εκάστη το συνολικό ποσό των 798.392,36 ευρώ, άλλως και επικουρικώς το συνολικό ποσό των 743.128,90 ευρώ, άλλως και επικουρικώς να υποχρεωθούν να τής καταβάλουν τα ανωτέρω ποσά σύμφωνα με το ποσοστό συμμετοχής εκάστης στα κέρδη της κοινοπραξίας, όπως αυτά αναλύονται σε συμμετοχή στα έσοδα των μηνών Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 2013, σε διαφορά καταβληθέντων ποσών από την κοινοπραξία και σε ποινική ρήτρα, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο. Επί της αγωγής της αυτής, που συνεκδικάσθηκε με την από 28.12.2016 υπ’ αριθ. κατάθεσης 11056/5735/2016 ανταγωγή των εναγόμενων, με την οποία οι τελευταίες ζητούσαν να τούς καταβληθεί το συνολικό ποσό των 1.131.852,48 ευρώ, μεταξύ άλλων, για μη εκτελεσθέντα δρομολόγια, συμμετοχή σε έξοδα κοινοπραξίας, υπερωρίες, δαπάνες καυσίμων και ποινική ρήτρα, εκδόθηκε η 4108/2017 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή της ενάγουσας ως αόριστη όσον αφορά στις απαιτήσεις της που συνδέονταν με τη μη προσήκουσα εκπλήρωση της παροχής από τις εναγόμενες και ως ουσία αβάσιμη όσον αφορά στην απαίτησή της ποινικής ρήτρας, ενώ απέρριψε ως αόριστη στο σύνολό της την ασκηθείσα ανταγωγή. Κατόπιν δε ασκήσεως αντίθετων εφέσεων, εκδόθηκε η με αριθμό 103/2020 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, η οποία επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση απορρίπτοντας κατ’ ουσίαν αμφότερες τις εφέσεις. Ότι περαιτέρω, οι λόγοι καταγγελίας αφορούσαν στην αντισυμβατική συμπεριφορά των εναγόμενων, που συνίστατο μεταξύ άλλων στη μη νομότυπη λήψη αποφάσεων από την κοινοπραξία, τη μη τήρηση και ενημέρωση βιβλίου πρακτικών κατά τις συνεδριάσεις, τη μη αναπροσαρμογή των ποσοστών συμμετοχής της ενάγουσας στα έσοδα της κοινοπραξίας, μετά την εγκατάλειψη της γραμμής Πάτρα-Σάμη-Κεφαλλονιά, τη διακοπή πρόσβασης της ενάγουσας στο σύστημα ΗΣΚΘΕΕΑ, με συνέπεια τη μη ενημέρωσή της για τη διαχείριση και τα έσοδα της κοινοπραξίας, τη μη χορήγηση σ’ αυτήν αντιγράφων των συμβάσεων με τους πράκτορες εισιτηρίων και τη μη σύνταξη μηνιαίων καταστάσεων εσόδων-εξόδων και εκκαθαριστικών, μέχρι δε και τον χρόνο σύνταξης της υπό κρίση αγωγής οι εναγόμενοι δεν ανταποκρίθηκαν στις οχλήσεις της ενάγουσας για εκκαθάριση της μεταξύ τους εταιρικής σχέσης. Ότι, τέλος, βάσει του συμφωνητικού προβλέπεται καταβολή προς το ανυπαίτιο μέλος της κοινοπραξίας σωρευτικά με την ποινική ρήτρα, συνομολογούμενη στο ποσό των 500.000 ευρώ, και των επιμέρους οφειλόμενων εκ της συμβάσεως ποσών, ήτοι ποσό 50.702,8 ευρώ ως κονδύλιο διαφοράς συμμετοχής στα έσοδα της κοινοπραξίας διαστήματος Φεβρουαρίου-Οκτωβρίου 2013, ποσό 121.829,07 ευρώ ως κονδύλιο υπερωριών του πλοίου για το ίδιο χρονικό διάστημα και ποσά αντιστοίχως 74.337,81 και 32.730,40 ευρώ ως κονδύλιο συμμετοχής στα έσοδα της κοινοπραξίας μηνών Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2013, όπως τα κονδύλια αυτά προσδιορίζονται ειδικότερα στην αγωγή. Με βάση τα ανωτέρω, η ενάγουσα ζητεί να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγόμενων να της καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστη, το συνολικό ποσό των (50.702,8 + 121.829,07 + 74.337,81 =) 246.869,68 ευρώ, άλλως και επικουρικώς να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγόμενων να τής καταβάλουν, σύμφωνα με το ποσοστό συμμετοχής εκάστης εξ αυτών στα έσοδα της κοινοπραξίας, η μεν «….» ποσό 74.060,904 ευρώ, η δε «…» ποσό 49.373,936 ευρώ και η «…» ποσό 123.434,84 ευρώ, τα ανωτέρω δε ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της υπό κρίση αγωγής μέχρι την εξόφληση, και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία ενώπιον του παρόντος αρμόδιου Δικαστηρίου (άρθρα 7, 9, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 25 παρ. 2 και 37 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 1 περ. α΄ – 2, 3 Α και Β περ. ε΄ του Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Εξάλλου, η αγωγή, για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 Ν. 4640/2019, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 65 Ν. 4647/2019 (ΦΕΚ Α΄ 204/16.12.2019), διαδικασία (βλ. σχετ. την από 16.7.2020 έγγραφη ενημέρωση για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση, νομίμως υπογεγραμμένη από το νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας και την πληρεξούσια δικηγόρο της), αλλά και η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 β Ν. 4640/2019 υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης (βλ. το από 23.10.2020 πρακτικό περάτωσης ΥΑΣ, που προσκομίστηκε μετ’ επικλήσεως με τις προτάσεις της ενάγουσας, κατ’ άρθρο 7 παρ. 4 Ν. 4640/2019), εγέρθηκε εντός της προβλεπόμενης με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας, καθώς αυτή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 23.7.2020 (βλ. τη συνημμένη στο αγωγικό δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου) και επιδόθηκε στην πρώτη των εναγόμενων στις 31.7.2020, στη δεύτερη και την τρίτη στις 28.7.2020 και στην τέταρτη των εναγόμενων στις 30.7.2020, όπως προκύπτει αντιστοίχως από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ζακύνθου, …, με την κάτω απ’ αυτή από 31.7.2020 απόδειξη παράδοσης αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου στα χέρια του αρμόδιου αξιωματικού υπηρεσίας και την από 3.8.2020 βεβαίωση του εν λόγω δικαστικού επιμελητή περί ταχυδρομικής αποστολής αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου, τις υπ’ αριθ. …΄/28.7.2020 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, …, και την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του ως άνω δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ζακύνθου, …. Περαιτέρω, είναι ορισμένη, καθώς διαλαμβάνει όλα τα αναγκαία στοιχεία για την ιστορική και νομική της θεμελίωση, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 118 περ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγόμενων, ενώ έχουν συμπληρωθεί οι ελλείψεις της προηγούμενης (ΓΑΚ/ΕΑΚ 14267/8142/2015) όμοιας αγωγής της ενάγουσας, σύμφωνα με το σκεπτικό της υπ’ αριθ. 4108/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της υπ’ αριθ. 103/2020 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς, καθόσον καθίσταται πλέον σαφές ότι είχε συμφωνηθεί ρητά η σωρευτική αξίωση τόσο της ποινικής ρήτρας όσο και της ζημίας στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το καλυπτόμενο από την ποινική ρήτρα ποσό. Επιπρόσθετα, Β. με την υπό κρίση ανταγωγή, εκτίθεται ότι δυνάμει του από 24.10.2005 ιδιωτικού συμφωνητικού σύστασης κοινοπραξίας οι αντενάγουσες και η ναυτική εταιρεία με την επωνυμία «Α. ….» συνέστησαν κοινοπραξία, με ειδικότερη συμφωνία για τη διανομή των εσόδων της κοινοπραξίας στα πλοία της δεύτερης, της τρίτης και της τέταρτης εξ αυτών, όπως αναλύεται στην ανταγωγή. Ότι η αντεναγόμενη εταιρεία εισήλθε στην κοινοπραξία δυνάμει του από 26.6.2006 ιδιωτικού συμφωνητικού εισόδου νέου μέλους στην υπάρχουσα κοινοπραξία με το πλοίο της «…» για τη χρονική περίοδο από 1 Ιουλίου 2006 έως 31 Οκτωβρίου 2007, διέκοψε, ωστόσο, τα δρομολόγια στις 23 Σεπτεμβρίου 2007, αντισυμβατικά φερόμενη. Ότι περαιτέρω, με το από 18.2.2011 ιδιωτικό συμφωνητικό παράτασης κοινοπραξίας – τροποποίηση και συμπλήρωση όρων λειτουργίας αυτής, παρατάθηκε η διάρκεια της κοινοπραξίας έως τις 31 Οκτωβρίου 2016, ενώ, δυνάμει του από 25.10.2012 Μνημονίου Συνεργασίας, όπως τροποποιήθηκε με το από 7.2.2013 ιδιωτικό συμφωνητικό τροποποίησης κοινοπρακτικού με είσοδο πλοίου, με τους παρατιθέμενους στην ανταγωγή όρους, η αντεναγόμενη κατέστη εκ νέου μέλος της. Ότι η αντεναγόμενη συμμετείχε έκτοτε στη διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση της κοινοπραξίας, παραλάμβανε τις μηνιαίες εκκαθαρίσεις, εισέπραττε το μέρισμά της και τις υπερωρίες στις οποίες υποβαλλόταν το πλοίο της, χωρίς ουδέποτε να διαμαρτυρηθεί, πλην όμως στις 19.10.2013 αιφνιδίως διέκοψε τα δρομολόγια, επιβαρύνοντας με πρόσθετες δαπάνες τα λοιπά μέλη της κοινοπραξίας, και ουδέν δρομολόγιο εκτέλεσε μέχρι την εκ μέρους της καταγγελία της εταιρικής σχέσης, στις 21.1.2014, καθόσον είχε ήδη έρθει σε συμφωνία με τον κατονομαζόμενο πλοιοκτήτη, που ανταγωνιζόταν την κοινοπραξία. Ότι λόγω της αντισυμβατικής συμπεριφοράς της, η κοινοπραξία έπαυσε να της καταβάλλει μερίσματα από τις 19.10.2013, σύμφωνα με τους όρους του κοινοπρακτικού, ενέργεια για την οποία δεν διαμαρτυρήθηκε η αντεναγόμενη. Ότι περαιτέρω η τελευταία άσκησε εναντίον τους την από 28.12.2015 υπ’ αριθ. κατάθεσης 14267/8142/2015 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία ζητούσε να της επιδικασθεί το συνολικό ποσό των 798.392,36 ευρώ, άλλως το συνολικό ποσό των 743.128,90 ευρώ, νομιμότοκα από 22.1.2013, ενώ οι ίδιες (αντενάγουσες) άσκησαν την από 28.12.2016 υπ’ αριθ. κατάθεσης 11056/5735/2016 ανταγωγή, με την οποία ζητούσαν να τούς καταβληθεί, λόγω της αντισυμβατικής συμπεριφοράς της αντεναγόμενης, το συνολικό ποσό των 1.131.852,48 ευρώ, νομιμοτόκως, όπως τα επιμέρους κονδύλια παρατίθενται στο υπό κρίση δικόγραφο, για μη εκτελεσθέντα δρομολόγια, για έξοδα, υπερωρίες πληρώματος, μη πρόσληψη υπαλλήλων, ως υποχρεούτο, και ποινική ρήτρα, κατόπιν δε συνεκδικάσεως αυτών, εκδόθηκε η 4108/2017 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή και την ανταγωγή. Κατόπιν δε ασκήσεως των αναφερόμενων εφέσεων, εκδόθηκε η με αριθμό 103/2020 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε αμφότερες τις εφέσεις. Ότι, συνεπώς, επειδή η ως άνω ανταγωγή ασκήθηκε για λόγους μη ουσιαστικούς, εμπροθέσμως ασκείται εκ νέου εντός έξι μηνών από τη δημοσίευση της 103/2020 τελεσίδικης απόφασης και δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή τα αιτούμενα κονδύλια, όπως υπολογίζονται στην ανταγωγή και ανέρχονται σε: α) ποσό 283.238,50 ευρώ για τα μη εκτελεσθέντα από το πλοίο «…» 97,07 δρομολόγια, β) 22.099,13 ευρώ ως έξοδα της κοινοπραξίας, γ) 6.211,35 ευρώ ως υπερωρίες, δ) 32.100 ευρώ ως κόστος για την αμοιβή δύο εργαζόμενων που η αντεναγόμενη δεν προσέλαβε αν και όφειλε, με αντίστοιχη επιβάρυνση των αντεναγουσών μελών της κοινοπραξίας, και ε) 188.203,50 ευρώ ως δαπάνη για τα καύσιμα εκτέλεσης των αναφερόμενων δρομολογίων από το πλοίο «…», πλοιοκτησίας της δεύτερης εξ αυτών. Επιμερίζοντας, τέλος, τα αιτούμενα ποσά σ’ έκαστη εξ αυτών, οι αντενάγουσες ζητούν, με βάση τα ανωτέρω, να αναγνωρισθεί ότι η αντεναγόμενη εταιρεία υποχρεούται να καταβάλει στη δεύτερη εξ αυτών το συνολικό ποσό των 159.555,74 ευρώ, στην τρίτη εξ αυτών το συνολικό ποσό των 106.370,50 ευρώ και στην τέταρτη εξ αυτών το συνολικό ποσό των 249.876,24 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, καθώς και να καταδικαστεί η αντεναγόμενη στη δικαστική δαπάνη τους. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η ανταγωγή παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία ενώπιον του παρόντος αρμόδιου Δικαστηρίου (άρθρα 34, 268 ΚΠολΔ). Εξάλλου, αυτή εγέρθηκε εντός της προβλεπόμενης με τη διάταξη του άρθρου 238 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμίας των εξήντα (60) ημερών από την κατάθεση της αγωγής, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 147 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθώς αυτή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 19.10.2020 (βλ. τη συνημμένη στο αγωγικό δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου) και επιδόθηκε στην αντεναγόμενη στις 22.10.2020, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …/22.10.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ζακύνθου, …, ενώ για το παραδεκτό της συζήτησής της έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 Ν. 4640/2019, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 65 Ν. 4647/2019 (ΦΕΚ Α΄ 204/16.12.2019), διαδικασία (βλ. σχετ. τις από 16.10.2020 έγγραφες ενημερώσεις για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση, νομίμως υπογεγραμμένες από τους νόμιμους εκπροσώπους των αντεναγουσών και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους), αλλά και η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 β Ν. 4640/2019 υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης (βλ. τα από 20.11.2020 πρακτικά περάτωσης ΥΑΣ, που προσκομίστηκαν μετ’ επικλήσεως με τις προτάσεις των αντεναγουσών, κατ’ άρθρο 7 παρ. 4 Ν. 4640/2019). Περαιτέρω, είναι ορισμένη, καθώς διαλαμβάνει όλα τα αναγκαία στοιχεία για την ιστορική και νομική της θεμελίωση, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 118 περ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, ενώ έχουν συμπληρωθεί οι ελλείψεις της προηγούμενης (ΓΑΚ/ΕΑΚ 11056/5735/2016) όμοιας ανταγωγής, σύμφωνα με το σκεπτικό της υπ’ αριθ. 4108/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της υπ’ αριθ. 103/2020 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς, καθόσον πλέον δεν καταλείπονται αμφιβολίες ως προς το ύψος της αξίωσης που εγείρει καθεμία από τις αντενάγουσες. Ι. Κατά το άρθρο 324 ΚΠολΔ, δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το αυτό αντικείμενο και την αυτή νομική και ιστορική αιτία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δεδικασμένο καλύπτει ως ενιαίο σύνολο ολόκληρο τον δικανικό συλλογισμό βάσει του οποίου το δικαστήριο κατέληξε στην αναγνώριση της επίδικης έννομης σχέσης. Συγκεκριμένα καλύπτει : α) το δικαίωμα που κρίθηκε (την έννομη σχέση που αναγνωρίσθηκε), β) τη νομική αιτία (το νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε από το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά κατά την υπαγωγή τους στη σχετική διάταξη του νόμου, την οποία εφάρμοσε) και γ) την ιστορική αιτία, που έγινε δεκτή από την απόφαση, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης. Από την ίδια ως άνω διάταξη προκύπτει επίσης ότι η ενέργεια του δεδικασμένου σε μεταγενέστερη δίκη προϋποθέτει ότι αυτή αναφέρεται στο ίδιο αντικείμενο και στηρίζεται στην ίδια ιστορική και νομική αιτία, δηλαδή στο ίδιο νομικό γεγονός, παραγωγικό, τροποποιητικό, καταργητικό ή αποσβεστικό της συγκεκριμένης έννομης σχέσης. Ειδικότερα, ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει, όταν τα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διάταξης, που εφαρμόστηκε κατά την προηγούμενη δίκη και ήταν αναγκαία κατά το νόμο για την άρνηση ή την κατάφαση της διαγνωσθείσας έννομης συνέπειας, είναι τα ίδια που συγκροτούν το πραγματικό εν όλω ή εν μέρει της νομικής διάταξης που πρέπει να εφαρμοστεί στη νέα δίκη. Περαιτέρω, από την ίδια ως άνω διάταξη καθώς και από αυτή του άρθρου 322 παρ. 1 ΚΠολΔ καθίσταται σαφές ότι δεδικασμένο δεν γεννάται ως προς άλλες ιστορικές βάσεις, που θα ήταν δυνατό να στηρίξουν το δικαίωμα και το ίδιο αγωγικό αίτημα, οι οποίες όμως δεν είχαν προβληθεί με την αγωγή και επί των οποίων επομένως το δικαστήριο δεν έκρινε. Ο ενάγων, ο οποίος είχε στηρίξει το αγωγικό αίτημα σε ορισμένη ιστορική αιτία, δεν κωλύεται, αν η αγωγή εκείνη απορρίφθηκε, να στηρίξει με νέα αγωγή του όμοιο αίτημα σε διάφορη ιστορική αιτία. Η βάση όμως επί της οποίας το δικαστήριο έκρινε, καθώς και ο λόγος της απόρριψης, κρίνεται από την ίδια την απορριπτική απόφαση. Διότι αυτή αναγκαίως αξιολόγησε την αγωγή επί της οποίας έκρινε και αποφάνθηκε επί της ιστορικής αιτίας της, η δε επ’ αυτής κρίση παράγει δεδικασμένο, η έκταση του οποίου καθορίζεται από την αιτιολογία της απόρριψης. Επομένως, προκειμένου να εξεταστεί αν υφίσταται από προηγηθείσα τελεσίδικη απόφαση δεδικασμένο, το οποίο κωλύει την έρευνα του ήδη με νέα αγωγή φερόμενου προς κρίση, βάσει ορισμένης ιστορικής αιτίας αιτήματος, θα ληφθεί υπόψη η αιτιολογία της πρώτης απόφασης, όσον αφορά την ιστορική αιτία επί της οποίας έκρινε και ο λόγος της απόρριψης. Εάν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, η τελεσίδικη κρίση του δικαστηρίου δημιουργεί δεδικασμένο ως προς το ουσιαστικό ζήτημα (δικαίωμα) το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο της δίκης για το οποίο υποβλήθηκε αίτηση παροχής έννομης προστασίας, κατά τις διατάξεις του άρθρου 322 ΚΠολΔ, και καταλαμβάνει το δικαίωμα για το οποίο διεξήχθη η δίκη και τη δικαιολογητική σχέση από την οποία απέρρευσε. Καλύπτει συνεπώς το δικαίωμα και τις υποχρεώσεις που κρίθηκαν, δηλαδή τις έννομες σχέσεις, που ως έννομες συνέπειες προέκυψαν από την υπαγωγή ορισμένων περιστατικών στο πραγματικό ορισμένου κανόνα δικαίου. Στη δεσμευτική δύναμη του δεδικασμένου, που αναφέρεται στην ουσία της διαφοράς και εκτείνεται σε όλα τα ουσιώδη στοιχεία, είτε έγινε επίκληση είτε παραλείφθηκε η επίκλησή τους, αναγνωρίζονται οι ακόλουθες εξαιρέσεις: α) όταν ο ενάγων στη μεταγενέστερη αγωγή του επικαλείται νέα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συντελέσθηκαν σε χρόνο που ήταν αδύνατη η παραδεκτή προβολή τους στα πλαίσια της προηγούμενης δίκης, και β) όταν ο κρίσιμος χρόνος για τη μεταγενέστερη δίκη διέρρευσε κάτω από νομικό καθεστώς διαφορετικό από εκείνο που υπήρχε κατά τον χρόνο που ήταν κρίσιμος στην προηγούμενη δίκη και ενόψει του οποίου επιδικάστηκε ή όχι η απαίτηση, η οποία ήταν επίμαχη στη δίκη εκείνη, αφού στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει η προϋπόθεση της ταυτότητας και στις δύο δίκες του νομικού ζητήματος, δηλαδή της νομικής αιτίας (ΟλΑΠ 15/1998 ΕλλΔνη 1998.303, ΕφΘεσ 796/2008 Αρμ 2009.904, όπου περαιτέρω παραπομπές σε νομολογία). Σημειώνεται, πάντως, ότι και υπό τη θετική και υπό την αρνητική του λειτουργία το δεδικασμένο υπόκειται στην ενδοδιαδικαστική αίρεση μη προσβολής του με έκτακτα ένδικα μέσα (αναίρεση, αναψηλάφηση), οπότε, αν το ένδικο μέσο γίνει κατ’ ουσίαν δεκτό, το δεδικασμένο ανατρέπεται (βλ. Χ. Τριανταφυλλίδη σε Χαρ. Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2η έκδ. υπό το άρθρο 321 παρ. 13 σελ. 605· βλ. και ΟλΑΠ 6/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). ΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 249 ΚΠολΔ, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας, που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο, ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη. Από τις διατάξεις αυτές, οι οποίες έχουν θεσπιστεί για να προλαμβάνεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων, αλλά και για την εξυπηρέτηση της αρχής της οικονομίας της δίκης, εφαρμόζονται δε και κατά τη διαδικασία ενώπιον του Εφετείου, ακόμη και ενώπιον του Αρείου Πάγου (ΑΠ 896/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), σαφώς προκύπτει ότι: α) στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου εναπόκειται να διατάξει την αναβολή (ορθότερα αναστολή) της δίκης ή να προχωρήσει περαιτέρω στην έρευνα της υπόθεσης (ΑΠ 215/1999 ΕλλΔνη 1999.635), όταν για το ίδιο ζήτημα υπάρχει άλλη πολιτική δίκη, η οποία είναι εκκρεμής ενώπιον του ιδίου ή άλλου δικαστηρίου (πολιτικού, διοικητικού, διοικητικής αρχής, ΔΕΕ, ΕΔΔΑ, αλλά και διαιτητικού δικαστηρίου), ανεξαρτήτως βαθμού, μεταξύ των ιδίων ή άλλων προσώπων, για τον σκοπό εναρμονίσεως της δικαστικής κρίσης ως προς το ζήτημα αυτό ή για άλλον λόγο που αφορά την ορθή εκτίμηση της διαφοράς (βλ. ΕφΑθ 1204/2019 ΕπισκΕμπΔ 2019.423, με παραπομπές στη θεωρία), β) η αναβολή αυτή χωρεί ύστερα από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως, όταν υφίσταται εκκρεμές προδικαστικό ζήτημα στα πιο πάνω δικαστήρια, το οποίο απασχολεί το δικαστήριο, που εκδικάζει τη συγκεκριμένη υπόθεση, και προβλέπεται ότι η αυτοτελής στην τελευταία αυτή δίκη διάγνωση του προδικαστικού ζητήματος θα γίνει ταχύτερα και ασφαλέστερα λόγω των δυσχερειών του νομικού ζητήματος και έτσι η αναβολή θα συντελέσει στην επιτάχυνση της πορείας της δίκης, που θα αναβληθεί και γ) όταν ο νόμος απαιτεί την εξάρτηση της αναβολής από άλλες έννομες σχέσεις, προϋποθέτει την ύπαρξη δεσμού νομικής αναγκαιότητας ανάμεσά τους, ώστε να μην είναι δυνατή η διάγνωση της επίδικης διαφοράς χωρίς την κρίση της υποκείμενης και εξαρτώσας έννομης σχέσης (ΕφΑθ 1204/2019 ό.π., ΕφΑθ 5574/2004 ΕλλΔνη 2007.545, ΕφΑθ 6771/1999 ΕλλΔνη 2000.1389). Στην προκειμένη περίπτωση, οι εναγόμενες -αντενάγουσες ισχυρίζονται με τις νομοτύπως κατατεθειμένες προτάσεις τους ότι το κονδύλιο της αγωγής που αφορά στα έσοδα της κοινοπραξίας μηνών Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2013, καθώς και το κονδύλιο των υπερωριών, έχουν ήδη κριθεί τελεσιδίκως δυνάμει της υπ’ αριθ. 103/2020 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς και, συνεπώς, απορρέει εξ αυτής δεδικασμένο. Από το σύνολο των επικαλούμενων και προσκομιζόμενων διαδικαστικών εγγράφων, που παραδεκτά προεπισκοπούνται, προκύπτει ότι η ενάγουσα-αντεναγόμενη άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 28.12.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 14267/8142/2015 αγωγή, η οποία αφορά στο ίδιο βιοτικό συμβάν, θεμελιώνεται στην ίδια νομική αιτία και περιέχει α) το αίτημα καταβολής ποινικής ρήτρας ποσού 500.000 ευρώ, το οποίο δεν συνιστά αίτημα της υπό κρίση αγωγής, καθώς και β) το αίτημα καταβολής συνολικού ποσού 298.392,36 ευρώ, άλλως και επικουρικώς 243.128,90 ευρώ, ως διαφορά προκύπτουσα από την αφαίρεση του συνολικά καταβληθέντος σ’ αυτήν ποσού 1.975.154,76 ευρώ για τη συμμετοχή της στην κοινοπραξία από το ποσό που έπρεπε να τής καταβληθεί, ανερχόμενο στο ύψος των 2.273.547,12 ευρώ και συγκεκριμένα 1.779.673,38 ευρώ ως έσοδα για το διάστημα από 11.2.2013 έως 18.10.2013, 172.963,54 ευρώ λόγω παρακράτησης μεγαλύτερου ποσού από το συμβατικά προβλεπόμενο ως συμμετοχή της στα έξοδα της κοινοπραξίας, 121.828,99 ευρώ για υπερωρίες του πληρώματος, 18.747,82 ευρώ για τη χρήση ηλεκτρογεννητριών στο λιμάνι και, τέλος, 107.184,75 ευρώ και 73.148,64 ευρώ για τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2013, κατά τους οποίους το πλοίο της τελούσε σε νόμιμη αργία. Σημειώνεται ότι με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα προβαίνει εν μέρει σε διαφορετικό υπολογισμό των οφειλόμενων σ’ αυτήν ποσών και τελικά αξιώνει το συνολικό ποσό των 246.869,68 ευρώ, όπως αυτό προκύπτει από το άθροισμα: Α) της διαφοράς αναλογίας συμμετοχής της στα έσοδα της κοινοπραξίας το διάστημα από 11.2.2013 έως 31.10.2013, ύψους 50.702,80 ευρώ, Β) 121.829,07 ευρώ για τις υπερωρίες του πληρώματος και Γ) του κονδυλίου συμμετοχής στα έσοδα της κοινοπραξίας για τον μήνα Νοέμβριο 2013, ύψους 74.337,81 ευρώ, ήτοι για επιμέρους κονδύλια που είχαν συνυπολογισθεί κατά τη διαμόρφωση του β) αιτήματος της προηγουμένως ασκηθείσας αγωγής της. Επί της ανωτέρω από 28.12.2015 αγωγής εκδόθηκε η οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) με αριθμό 4108/2017, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως προς το υπό στοιχ. β) αίτημά της, που αφορούσε σε απαιτήσεις της ενάγουσας συνδεόμενες με την επικαλούμενη μη προσήκουσα εκπλήρωση της παροχής από τις εναγόμενες, ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της, και ως προς το υπό στοιχ. α) ως άνω αίτημά της, που αφορούσε σε απαίτηση από την παρεπόμενη σύμβαση ποινικής ρήτρας, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Επίσης, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας απορρίφθηκε η συνεκδικαζόμενη από 28.12.2016 υπ’ αριθ. κατάθεσης 11056/5735/2016 ανταγωγή που άσκησαν οι εναγόμενες σε βάρος της ενάγουσας, αναφορικά με απαιτήσεις τους σε βάρος της από την κοινοπραξία και από την κατάπτωση της μεταξύ τους συμφωνηθείσας ποινικής ρήτρας. Η ενάγουσα προσέβαλε την ανωτέρω οριστική πρωτόδικη απόφαση ασκώντας ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) την από 15.2.2018 (με αυξ. αριθ. εκθ. καταθ. 1786/124/15.2.2018 και 166/126/15.2.2018) έφεσή της, η οποία συνεκδικάσθηκε με την από 12.2.2018 (με αυξ. αριθ. εκθ. καταθ. 1727/118/14.2.2018 και 168/128/15.2.2018) έφεση των εναγομένων – αντεναγουσών και εκδόθηκε η με αριθμό 103/2020 τελεσίδικη απόφαση του Δικαστηρίου εκείνου, με την οποία οι εφέσεις έγιναν δεκτές τυπικά και απορρίφθηκαν κατ’ ουσίαν, επικυρώνοντας τις κρίσεις της πρωτόδικης απόφασης. Ειδικότερα, στις αιτιολογίες της εν λόγω τελεσίδικης απόφασης για την απόρριψη κατ’ ουσίαν του αιτήματος της ενάγουσας καταβολής ποινικής ρήτρας, περιλαμβάνονται και οι ακόλουθες, κρίσιμες για τη διερεύνηση της βασιμότητας της ένστασης δεδικασμένου, το οποίο λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο (βλ. άρθρο 332 ΚΠολΔ): «Περαιτέρω η ενάγουσα ισχυρίσθηκε ότι οι εναγόμενες υπαιτίως παρέβησαν το άρθρο 7 του από 7.2.2013 ιδιωτικού συμφωνητικού εισόδου της στην κοινοπραξία, με αποτέλεσμα την υπέρ της κατάπτωση της συμφωνημένης ποινικής ρήτρας, διότι, ενώ, κατά το χρονικό διάστημα από 11.11.2013 έως 31.12.2013, όπως η αγωγή παραδεκτώς διορθώθηκε κατά τα ανωτέρω ως προς το αναφερόμενο στο δικόγραφο χρονικό διάστημα με τις πρωτόδικες προτάσεις της, άσκησε το δικαίωμα αργίας δύο μηνών του πλοίου της, που προβλέπεται στο ως άνω άρθρο για όλα τα πλοία των μελών της κοινοπραξίας προς συντήρησή τους, με δικαίωμα συμμετοχής του μέλους στα έσοδα αυτής, εντούτοις αντισυμβατικά δεν της καταβλήθηκαν τα αναλογούντα στο ποσοστό συμμετοχής της έσοδα της κοινοπραξίας για τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο του έτους 2013. Επί του ανωτέρω λόγου κατάπτωσης της συνομολογημένης ποινικής ρήτρας λεκτέα τα κάτωθι: Η ενάγουσα διέκοψε την εκτέλεση με το πλοίο της των εγκριθέντων δρομολογίων της κοινοπραξίας στις 18.10.2013, χωρίς να ενημερώσει σχετικά την κοινοπραξία και τα μέλη της και να επικαλεσθεί άσκηση στο εξής του προβλεπομένου στο κοινοπρακτικό δικαίωμα αργίας/ακινησίας του πλοίου της επί δίμηνον, και έκτοτε ουδέποτε πραγματοποίησε δρομολόγια ως μέλος της κοινοπραξίας, ενώ στις 22.1.2014 επέδωσε στις εναγόμενες το προαναφερόμενο εξώδικο έγγραφό της, με το οποίο κατήγγειλε τη συμμετοχή της στην κοινοπραξία αιτιώμενη παραβίαση από τις αντιδίκους της των όρων του συμφωνητικού εισόδου της σ’ αυτήν, και δήλωσε ότι έκτοτε αποχωρεί, ζητώντας εκκαθάριση της συμμετοχής της. Η ίδια εκ των υστέρων ισχυρίσθηκε ότι το πλοίο της υπέστη βλάβη (προσκομίζονται προς τούτο απόσπασμα από το ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου, και απόσπασμα από το εγχειρίδιο ασφαλούς διαχείρισης αυτού, σύμφωνα με τα οποία στις 21.10.2013, και όχι στις 19.10.2013 παρουσιάσθηκε «διαρροή ύδατος στο χώρο ψύξεως Τ/C λόγω ρήγματος στο κέλυφος δεξιάς κύριας μηχανής», καθώς και «διαρροή νερού στα καπάκια Νο.4 κυλίνδρου αριστερού και δεξιού μπλόκ αριστερής κύριας μηχανής»), πλην όμως, όπως επίσης συνάγεται από τα προσκομιζόμενα από την ίδια έντυπα σήματα του Λιμεναρχείου Κυλλήνης, εγκρίθηκε ακινησία του πλοίου της, προφανώς κατόπιν δικού της αιτήματος, όχι λόγω επίκλησης της ανωτέρω μηχανικής βλάβης, ως θα έδει κατά την κοινή πείρα και λογική, αλλά προς εκτέλεση εργασιών ετήσιας επιθεώρησης. Όμως εκ των του συνόλου των αποδεικτικών μέσων, που τέθηκαν υπόψη και του παρόντος Δικαστηρίου, συνάγεται ότι εντός των μηνών Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου του έτους 2013 δεν εκτελέσθηκαν εργασίες επισκευής ή συντήρησης στο πλοίο αυτό, ούτε κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα διενεργήθηκε στο πλοίο ετήσια επιθεώρηση, ώστε να δικαιολογείται η άσκηση από την πλοιοκτήτριά του/ενάγουσα του προβλεπομένου από το ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό δικαίωμα ακινησίας/αργίας του πλοίου της από την εκτέλεση των δρομολογίων της κοινοπραξίας, με παράλληλη αξίωσή της απόληψης των αναλογούντων στο ποσοστό συμμετοχής της στην κοινοπραξία εσόδων της τελευταίας. Αντίθετα, από τα υπ’ αριθμ. …/13.01.2014 και …../24.3.2014 τιμολόγια παροχής υπηρεσιών των «………» και «………..» αντίστοιχα, που επίσης προσκομίζει η ενάγουσα, προκύπτει ότι τέτοιες εργασίες στο πλοίο της διενεργήθηκαν σε μεταγενέστερο χρόνο, και συγκεκριμένα στις 13.1.2014 και στις 24.3.2014, το πρώτο εξ αυτών, που αναφέρεται σε εργασίες στις μηχανές του πλοίου, φέρει ημερομηνία 3 σχεδόν μήνες μετά την εμφάνιση της βλάβης (τα καταθέντα από τον εξετασθέντα στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου μάρτυρά της περί αναμονής όλο αυτό το διάστημα του κατάλληλου ανταλλακτικού, δεν κρίνονται πειστικά), το δε δεύτερο αναφέρεται σε ηλεκτρολογικές εργασίες διενεργηθείσες κατά το μήνα Μάρτιο του έτους 2014, ενώ η έτερη επικαλούμενη από την ενάγουσα βλάβη, που αφορά σε πτώση τάσης και σε εκδήλωση μικρής εστίας πυρκαγιάς στο πλωραίο τμήμα του πλοίου, και συγκεκριμένα στο δωμάτιο του χώρου των πινάκων παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, που κατασβέσθηκε από το πλήρωμα, προ της άφιξης της κληθείσας πυροσβεστικής, εμφανίσθηκε μεταγενέστερα, και δη στις 16.1.2014, ούτε, βέβαια, προσκομίσθηκαν έγγραφα, εκ των οποίων να συνάγεται το συμπέρασμα ότι κατά το διάστημα αυτό το πλοίο υποβλήθηκε σε ετήσια επιθεώρηση. Ενόψει των ανωτέρω η ενάγουσα δεν εδικαιούτο να συμμετάσχει στα έσοδα της κοινοπραξίας τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2013, κατά τους οποίους αρνήθηκε να εκτελέσει με το πλοίο της δρομολόγια ως μέλος της κοινοπραξίας, παρότι ουδόλως προέκυψε ότι το πλοίο της δεν ήταν αξιόπλοο, σύμφωνα με τον υπό στοιχεία 11Β όρο του από 18.2.2011 συμφωνητικού, οι όροι του οποίου ορίζονται ως εφαρμοστέοι και στο από 7.2.2013 συμφωνητικό εισόδου της στην κοινοπραξία, και, επομένως, ο σχετικός αγωγικός ισχυρισμός περί παραβίασης των όρων της σύμβασης από τις εναγόμενες για το λόγο αυτό είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Επομένως, εφόσον σε κάθε περίπτωση κατά τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο του έτους 2013, η ενάγουσα δεν εδικαιούτο εσόδων εκ της λειτουργίας της κοινοπραξίας, παρέπεται ότι οι εναγόμενες, μη καταβάλλοντάς της για τους μήνες αυτούς χρηματικά ποσά για τη συγκεκριμένη αιτία, και μάλιστα, όπως ισχυρίζεται στην αγωγή της, με αναπροσαρμοσθέν αναλογικά ποσοστό συμμετοχής της στα έσοδα της κοινοπραξίας, το οποίο στο αγωγικό δικόγραφο ειδικότερα προσδιορίζεται σε 15,5%, λόγω της διακοπής εκτέλεσης δρομολογίων από τα πλοία της στη ζημιογόνα γραμμή Πάτρας – Σάμης Κεφαλληνίας για την επόμενη δρομολογιακή περίοδο, ήτοι από την 1η.11.2013 έως τις 31.10.2014, για την οποία η κοινοπραξία, κατόπιν ομόφωνης απόφασης όλων των μελών της, δεν υπέβαλε εκ νέου αίτημα στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Ναυτιλίας προς έγκριση δρομολογίων στη γραμμή αυτή, όπως όφειλαν με βάση τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1 του από 7.2.2013 ιδιωτικού συμφωνητικού, δεν παραβίασαν τον ανωτέρω όρο, ώστε να συντρέχει περίπτωση κατάπτωσης σε βάρος τους για το λόγο αυτό της συμφωνημένης ποινικής ρήτρας.». Επομένως, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρονται στην ανωτέρω υπό στοιχ. Ι. νομική σκέψη της παρούσας και με δεδομένο ότι, προκειμένου να εξετασθεί αν υφίσταται από προηγηθείσα τελεσίδικη απόφαση δεδικασμένο, θα ληφθεί υπόψη η αιτιολογία της πρώτης απόφασης, όσον αφορά την ιστορική αιτία επί της οποίας έκρινε, και ο λόγος της απόρριψης, εν προκειμένω δε οι προαναφερθείσες αιτιολογίες ανήκουν στο διαγνωστικό μέρος και στηρίζουν το διατακτικό του απορριπτικού κατ’ ουσίαν σκέλους της απόφασης, από την υπ’ αριθ. 103/2020 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 4108/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, παράγεται καταρχήν δεδικασμένο ως προς το ουσιαστικό ζήτημα του δικαιώματος της ενάγουσας σε έσοδα εκ της λειτουργίας της κοινοπραξίας κατά τους μήνες Νοέμβριο (και Δεκέμβριο) του έτους 2013. Αντίθετα, δεν παράγεται δεδικασμένο ως προς το ουσιαστικό ζήτημα του δικαιώματος της ενάγουσας στις υπερωρίες του πληρώματος, καθόσον αυτό δεν αποτέλεσε αντικείμενο δικαστικής διάγνωσης κατά τη δευτεροβάθμια δίκη. Συγκεκριμένα, στην ως άνω τελεσίδικη απόφαση περιλαμβάνονται τα κάτωθι: «Τέλος, η ενάγουσα με το δέκατο τρίτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εσφαλμένα εκτιμώντας τις αποδείξεις, απέρριψε σιγή τον ισχυρισμό της περί κατάπτωσης της συμφωνημένης ποινικής ρήτρας λόγω παράβασης εκ μέρους των εναγομένων της υποχρέωσής τους, που προβλέπεται στο άρθρο 5 στοιχεία δ, στ και ζ του από 18.2.2011 ιδιωτικού συμφωνητικού, να της αποδώσουν τα ποσά της αξίας των καυσίμων για την χρήση από το πλοίο της ηλεκτρογεννητριών κατά τις διανυκτερεύσεις του εκτός του λιμένος της Ζακύνθου και των αμοιβών δύο μελών του πληρώματός του που απασχολήθηκαν τότε, τα οποία έχει ήδη καταβάλει η ίδια. Ο λόγος αυτός όμως απορριπτέος τυγχάνει ως αβάσιμος, διότι η παράβαση των ανωτέρω όρων ουδόλως περιλαμβάνεται μεταξύ των λοιπών, που αναφέρονται στην αγωγή ως λόγος κατάπτωσης υπέρ της ενάγουσας της συμφωνημένης ποινικής ρήτρας, ώστε ν’ αποφανθεί σχετικώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως σαφώς συνάγεται εκ της επισκόπησης του ιδίου του δικογράφου της (στις σελίδες 9 και 10 αυτού, στο υπό στοιχείο Α σκέλος του υπ’ αριθμ.2 κεφαλαίου, που αφορά στα αιτούμενα κονδύλια, παρατίθενται συνοπτικά τα συγκεκριμένα άρθρα των από 7.2.2013 και από 18.1.2011 συμφωνητικών, τα οποία φέρονται ότι παραβιάσθηκαν από τις εναγόμενες, και των οποίων η παραβίαση προβάλλεται ως λόγος κατάπτωσης της συνομολογημένης ποινής, ενώ στις προηγούμενες σελίδες του δικογράφου αναλυτικά εκτίθεται κάθε επιμέρους περίπτωση παραβίασης συμφωνηθέντων όρων), αλλά τα φερόμενα ως καταβληθέντα από την ίδια ποσά για την αξία των καυσίμων, τα οποία αναλώθηκαν λόγω της χρήσης από το πλοίο της ηλεκτρογεννητριών, καθώς και για τις αμοιβές των εργαζομένων της, που αμφότερα συναρτώνται με τις διανυκτερεύσεις του πλοίου αυτού εκτός του λιμένος της Ζακύνθου, των 18.747,82 ευρώ και των 121.828,99 ευρώ αντίστοιχα, ζητείται – μεταξύ άλλων κονδυλίων – στο υπό στοιχείο Β σκέλος του ιδίου κεφαλαίου της αγωγής, όπου το πρώτον αναφέρονται, ν’ αναγνωρισθεί ότι της οφείλονται λόγω αθέτησης από τις εναγόμενες των εκ της κοινοπρακτικής σχέσης απορρεουσών υποχρεώσεών τους μετά την αποχώρησή της εξ αυτής και την καταγγελία της συμμετοχής της, χωρίς επίκληση των συγκεκριμένων όρων του κοινοπρακτικού που τις προβλέπουν.». Επομένως, επειδή η -κατά παράβαση των συμβατικών όρων- μη απόδοση στην ενάγουσα του ποσού των 121.828,99 ευρώ που είχε καταβάλει εξ ιδίων ως αμοιβές στους εργαζομένους της για διανυκτερεύσεις του πλοίου εκτός του λιμένος της Ζακύνθου δεν περιελήφθη στην αγωγή ως λόγος κατάπτωσης υπέρ της της συμφωνημένης ποινικής ρήτρας, δεν απεφάνθη επ’ αυτού ούτε το πρωτοβάθμιο ούτε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και δεν υφίσταται δεδικασμένο. Περαιτέρω προέκυψε ότι κατά της ως άνω με αριθμό 103/2020 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά η ενάγουσα έχει ασκήσει την από 24.11.2020 υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. 1047/115/1.12.2020 αίτηση αναίρεσης, η συζήτηση της οποίας ενώπιον του Αρείου Πάγου έχει ήδη προσδιορισθεί, σύμφωνα με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση, για τις 5.12.2022. Για τον λόγο αυτό ζητεί την αναβολή (αναστολή) της παρούσας δίκης, κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, θεωρώντας ότι η διάγνωση της παρούσας διαφοράς και δη η διάγνωση του κονδυλίου διαφοράς αναλογίας της συμμετοχής της στα έσοδα της κοινοπραξίας το διάστημα από 11.2.2013 έως 31.10.2013 και του κονδυλίου συμμετοχής της στα έσοδα μηνός Νοεμβρίου 2013 εξαρτάται μερικώς από την κρίση του Αρείου Πάγου ως προς την ερμηνεία συγκεκριμένων όρων της επίδικης συμβάσεως, αίτημα στο οποίο οι εναγόμενες – αντενάγουσες αντιλέγουν. Επί του αιτήματος αυτού, λεκτέα τα ακόλουθα: Όπως προκύπτει από την παραδεκτά προεπισκοπούμενη στο στάδιο αυτό από 24.11.2020 αίτηση αναίρεσης, η ενάγουσα, μεταξύ άλλων λόγων, πλήττει την ως άνω τελεσίδικη απόφαση όσον αφορά στην κρίση της ότι δεν εδικαιούτο μερισμάτων για τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο, περιλαμβάνοντας στον συναφή 6ο λόγο το περιληφθέν και στην παρούσα σχετικό απόσπασμα της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, για το οποίο της καταλογίζει παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 559 αριθ. 11, 12, 8 και 19, καθώς και 10 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τις ειδικότερες αιτιάσεις που αναλυτικά παρατίθενται στο δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης. Επομένως και σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχ. Ι. μείζονα σκέψη, στην περίπτωση που γίνει δεκτός ο συγκεκριμένος λόγος της αίτησης αναίρεσης, η ως άνω τελεσίδικη απόφαση θα εξαφανιστεί ως προς το συγκεκριμένο κεφάλαιο και κατά την έκταση παραδοχής του, όπως και ως προς τα τυχόν κεφάλαια που συνδέονται αρρήκτως με αυτό, συνακόλουθα δεν θα διατηρηθεί το δεδικασμένο ως προς τα αναιρεθέντα κεφάλαια. Κατόπιν αυτού, για την ασφάλεια της κρίσης του παρόντος Δικαστηρίου σχετικά με τη δέσμευσή του από το απορρέον εκ του συγκεκριμένου κεφαλαίου της τελεσίδικης απόφασης δεδικασμένο, παρίσταται σκόπιμη η αναστολή της δίκης. Άλλωστε, με τον 5ο λόγο της εν λόγω αίτησης αναίρεσης πλήττονται για παραβίαση των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου και μη λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων (άρθρο 559 αριθ. 1, 11 ΚΠολΔ) κρίσεις του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου σχετικά με την επιβολή πλαφόν στις υπερωρίες και τα έξοδα, που προβλέπεται στους όρους 1, 2 και 12 του από 7.2.2013 ιδιωτικού συμφωνητικού, σε συνδυασμό με το άρθρο 8 του από 8.2.2011 κοινοπρακτικού. Η ερμηνεία των συγκεκριμένων όρων και ο ορθός υπολογισμός του ανώτατου ορίου επιβάρυνσης της ενάγουσας για τις αιτίες αυτές κατά τη χρονική περίοδο από 11.2.2013 έως 31.10.2013 επιδρά στη διάγνωση της επίδικης διαφοράς, καθόσον συνιστά προδικαστικό ζήτημα σε σχέση με το αιτούμενο κονδύλιο της διαφοράς αναλογίας συμμετοχής της στα έσοδα της κοινοπραξίας κατά το διάστημα αυτό, ύψους 50.702,80 ευρώ, όπως αυτό ζητείται με την υπό κρίση αγωγή, υπολογιζόμενο, όπως προεκτέθηκε, κατά διάφορο τρόπο σε σχέση με την προηγουμένως ασκηθείσα αγωγή της ενάγουσας, για την οποία εκκρεμεί και η αίτηση αναίρεσης. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, γενομένου δεκτού του σχετικού αιτήματος της ενάγουσας – αντεναγόμενης, πρέπει να διαταχθεί η αναστολή της συζήτησης της κρινόμενης αγωγής και της συνεκδικαζόμενης μ’ αυτήν ανταγωγής κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της προαναφερόμενης ασκηθείσας αναίρεσης κατά των εναγόμενων – αντεναγουσών και κατά της με αριθμό 103/2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών). Σημειώνεται ότι το παρόν Δικαστήριο συνεκτιμά, πέραν της ορθής διάγνωσης της επίδικης διαφοράς, και την ανάγκη ταχείας εκδόσεως οριστικής απόφασης επ’ αυτής, η οποία εξυπηρετείται, ενόψει και του γεγονότος ότι η αίτηση αναίρεσης έχει ήδη προσδιορισθεί προς συζήτηση εντός του έτους. Τέλος, διάταξη για δικαστικά έξοδα δεν θα περιληφθεί, επειδή η παρούσα είναι μη οριστική (άρθρο 191 παρ. 1 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων α) την από 23.7.2020 υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 5475/2558/23.7.2020 αγωγή και β) την από 15.10.2020 υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 8001/3730/19.10.2020 ανταγωγή.
ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ τη συζήτηση επί της κρινόμενης αγωγής και της συνεκδικαζόμενης μ’ αυτήν ανταγωγής, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της από 24.11.2020 υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. 1047/115/1.12.2020 αίτησης αναίρεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά των εναγόμενων – αντεναγουσών και κατά της με αριθμό 103/2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών).
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στον Πειραιά, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ