ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Αποφάσεως 2312/2015
(Αριθμός καταθέσεως ανακοπής: …
(Αριθμός καταθέσεως προσθέτων λόγων ανακοπής: …
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δαμασιώτου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από ορίστηκε από Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και τη από τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ, δημόσια, στο ακροατήριο του, στις 7 Οκτωβρίου 2014, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ – ΑΣΚΟΥΝΤΟΣ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: Του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ ΕΤΑΜ), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από το Διευθυντή του Α΄ Ταμείου Είσπραξης Εσόδων (ΙΚΑ – ΕΤΑΜ) Α., το οποίο εκπροσωπήθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Απόστολου Συμιακού.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ – ΚΑΘ’ ΩΝ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: 1) . ., δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο …, κατοίκου Α., 2) της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία … και το διακριτικό τίτλο «… που εδρεύει στο Δήμο … … και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο και ήταν απόντες.
Το ανακόπτον ζητεί να γίνει δεκτή η ανακοπή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό … και προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Επίσης, το ανακόπτον, που ασκεί πρόσθετους λόγους, ζητεί να γίνουν δεκτοί οι από 4-9-2014 πρόσθετοι λόγοι ανακοπής του, που κατατέθηκαν με αυτοτελές δικόγραφο στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό … και προσδιορίστηκαν για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκαν στο πινάκιο.
Κατά τη δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ανακόπτοντος – ασκούντος τους πρόσθετους λόγους ανακοπής, που παραστάθηκε όπως αναφέρεται παραπάνω, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις του.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
(Α) Νομίμως φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η με αριθμό καταθέσεως δικογράφου … ανακοπή και οι από 4-9-2014 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, με αντικείμενο τη μεταρρύθμιση του υπ’ αρ. … πίνακα κατάταξης δανειστών της συμβολαιογράφου Α. Μαρίας Μπαβέα. Πρέπει δε να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, καθώς είναι συναφείς μεταξύ τους, δεδομένου ότι αναφύονται από την ίδια ιστορική αιτία, υπάγονται στην ίδια -εν προκειμένω τακτική- διαδικασία και κατά τον τρόπο αυτό, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της συζητήσεως και εξυπηρετείται η αρχή της οικονομίας της δίκης και η μείωση των εξόδων, σύμφωνα με τα άρθρα 31, 246, 285, 585 ΚΠολΔ (βλ. Βαθρακοκοίλη «ΚΠολΔ – Ερμηνευτική -Νομολογιακή Ανάλυση,» άρθρο 979 αρ. 36 σ. 982, πρβλ. ΑΠ 524/2001 αδημ.) (Β) 1. Στο αρ. 271 ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το αρ. 29 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α` 165/25.07.2011), διαλαμβάνονται τα εξής: «1. Αν ο εναγόμενος δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση ή εμφανιστεί και δεν λάβει μέρος σε αυτή κανονικά, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα. 2 Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκαν εμπρόθεσμα, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Διαφορετικά συζητεί την υπόθεση ερήμην του εναγόμενου. 3. Στην περίπτωση ερημοδικίας του εναγόμενου, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί
2ο φύλλο της με αριθμό ………/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία)
ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι, εκτός αν πρόκειται για γεγονότα για τα οποία δεν επιτρέπεται ομολογία, και η αγωγή γίνεται δέκτη, εφόσον κρίνεται νομικά βάσιμη και δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως». Η ισχύς του ως άνω αναφερόμενου ν. 3994/2011, ο οποίος τροποποίησε εκτεταμένως τον ΚΠολΔ, άρχισε εν γένει, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του αρ. 77 αυτού, από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, δηλαδή από την 25.07.2011 (ΦΕΚ Α5 165/25.07.2011). Εξάλλου, από την ως άνω τροποποιηθείσα διάταξη του αρ. 271 ΚΠολΔ συνάγονται τα ακόλουθα: Αν ο εναγόμενος δεν παρασταθεί κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο ή δεν παρασταθεί σε αυτή κανονικά, το δικαστήριο εξετάζει το νόμιμο και εμπρόθεσμο της σε αυτόν επίδοσης της αγωγής και της κλήσης προς συζήτηση και εφόσον διαπιστωθεί ότι η επίδοση δεν πάσχει, δικάζει το συγκεκριμένο απολιπόμενο διάδικο ερήμην (διαφορετικά, σε περίπτωση μη νόμιμης ή μη εμπρόθεσμης κλήτευσης, κηρύσσει τη συζήτηση απαράδεκτη), στη συνέχεια δε το δικαστήριο, αφού ελέγξει αυτεπαγγέλτως το παραδεκτό και το νόμω βάσιμο της αγωγής (βλ. ΕφΠειρ 444/1987 ΠειρΝ 1987/106) και εφόσον δεν συντρέχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, τεκμαίρει από την (πραγματική ή πλασματική) ερημοδικία του εναγόμενου, δικαστική εκ μέρους του ομολογία, η οποία αποτελεί πλήρη απόδειξη μόνο για τα ερείδοντα τους πραγματικούς αγωγικούς ισχυρισμούς πραγματικά περιστατικά, για τα οποία επιτρέπεται ομολογία, με αυτόθροη συνέπεια την κατ` ανάλογο μέρος αποδοχή της αγωγής ως ουσία βάσιμης [πρβλ. Μακρίδου, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ Ι, 2000, άρθρο 271 (υπό τη μορφή που είχε προ της εφαρμογής του ν. 2915/2001), παρ. 1 και 5, σελ. 561-562]. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του 585 παρ. 1 ΚΠολΔ, το άρθρο 271 ΚΠολΔ, όπως επανεισάχθηκε κατά ανωτέρω, εφαρμόζεται και κατά την εκδίκαση της ανακοπής του αρ. 979 ΚΠολΔ, με αποτέλεσμα, ως προς τις συνέπειες της ερημοδικίας του καθ` ου η ανακοπή, η θέση αυτού να ταυτίζεται με τη θέση του εναγόμενου (ΜΠρΑθ 2321/2013 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). 2. Περαιτέρω, κατά το άρθρ. 932 του ΚΠολΔ, τα έξοδα της αναγκαστικής εκτέλεσης βαρύνουν εκείνον, κατά του οποίου αυτή στρέφεται και προκαταβάλλονται από εκείνον που την επισπεύδει, ενώ κατά το άρθρ. 975 του ίδιου Kώδικα, η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα γίνεται, αφού αφαιρεθούν τα έξοδα της εκτέλεσης, που ορίζονται αιτιολογημένα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Όπως προκύπτει από τις διατάξεις αυτές, στη δεύτερη των οποίων γίνεται διάκριση μεταξύ αφαίρεσης των εξόδων και κατάταξης των προνομιακών απαιτήσεων, υπέγγυο στους δανειστές είναι το ποσό του πλειστηριάσματος, που απομένει μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, τα οποία δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των προνομίων ούτε κατατάσσονται στον πίνακα, αλλά προαφαιρούνται, προκειμένου να γίνει η κατάταξη των δανειστών, ορίζονται δε με τον πίνακα κατάταξης ή με ιδιαίτερη πράξη, με την οποία ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δικαιολογεί τα σχετικά κονδύλια, προκειμένου να τα προαφαιρέσει από το πλειστηρίασμα. Δικαιούχος των εξόδων εκτέλεσης είναι καταρχήν ο δανειστής που επέσπευσε την εκτέλεση, όμως, ως δικαιούχοι νοούνται και τα όργανα της εκτέλεσης και ειδικότερα ο δικαστικός επιμελητής και ο υπάλληλος του πλειστηριασμού (συμβολαιογράφος), καίτοι τα πρόσωπα αυτά δεν νομιμοποιούνται να αναζητήσουν τα σχετικά έξοδα από τον καθ` ου η εκτέλεση, αφού μ` αυτόν δεν συνδέονται με κατάλληλη έννομη σχέση. Έτσι, τα πρόσωπα αυτά, με βάση τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό και με αυτές των άρθρ. 971 και 1007 του ΚΠολΔ, λαμβάνουν τα έξοδα της εκτέλεσης από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, ο οποίος, αφού τα αφαιρέσει από το πλειστηρίασμα, ακολούθως, διανέμει το υπόλοιπο του πλειστηριάσματος μεταξύ των δανειστών του καθ` ου η εκτέλεση ή προβαίνει με σχετικό πίνακα στην κατάταξη των δανειστών σε περίπτωση ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος. Δηλαδή τα έξοδα της εκτέλεσης δεν κατατάσσονται στο συντασσόμενο από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού πίνακα, ωστόσο, η σχετική εκκαθαριστική πράξη του αποτελεί διανομή του πλειστηριάσματος και προσβάλλεται συνεπώς με την ανακοπή του άρθρ. 979 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1359/1998 ΕλλΔνη 40/307, ΑΠ 1578/1995 ΕλλΔνη 38/1087, ΕφΑθ 2984/1999 ΕλλΔνη 42/199, ΕφΑθ 2801/1998 ΕλλΔνη 40/395, ΕφΘεσ 342/1995 ΕΤΡΑΞΧΡΔ 1995/74). Κατά συνέπεια και στην περίπτωση αυτή, η άρνηση από τον ανακόπτοντα της απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή ή του μεγέθους της, που αφορά τα προαφαιρεθέντα έξοδα εκτέλεσης, αποτελεί παραδεκτό και ορισμένο λόγο ανακοπής, στον καθ’ ου δε εναπόκειται να αποδείξει τα παραγωγικά της απαίτησής του και του μεγέθους της περιστατικά. Δηλαδή και στην περίπτωση αυτή ο καθ’ ου η ανακοπή οφείλει κατά την πρώτη ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου συζήτηση να επικαλεσθεί κατά τρόπο ορισμένο (και να αποδείξει) την ύπαρξη, το περιεχόμενο και το μέγεθος της απαίτησής του, για την οποία έχει καταταγεί. Αν ο καθ’ ου η ανακοπή δεν ανταποκριθεί στο βάρος αυτό (ΑΠ 1717/1999, ΑΠ 1722/1998), η
3ο φύλλο της με αριθμό ………/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία)
ανακοπή γίνεται δεκτή (ΑΠ 658/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ανακόπτων μπορεί να είναι οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, όπως είναι οι δανειστές που αναγγέλθηκαν ή ο καθ` ου η εκτέλεση οφειλέτης, οπότε αν αυτοί αμφισβητούν τη νομιμότητα της σχετικής εκκαθαριστικής πράξης των εξόδων εκτέλεσης και ειδικότερα, αν προσβάλουν αυτή ως αόριστη ή αναιτιολόγητη ή αμφισβητούν ότι τα έξοδα έγιναν προς το συμφέρον όλων των δανειστών, ανακύπτει ιδιωτική διαφορά μεταξύ αυτών και του επισπεύδοντος δανειστή, που είναι ο μόνος νομιμοποιούμενος παθητικά στη σχετική δίκη, αφού αυτός είναι που χορήγησε στα παραπάνω πρόσωπα την εντολή για τη διενέργεια των απαιτούμενων πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης και θα ζημιωθεί αν ανατραπεί η εκκαθάριση των εξόδων, αφού τότε θα υποχρεωθεί να καταβάλει ο ίδιος τη διαφορά στα πρόσωπα αυτά με βάση τη μεταξύ τους σχέση εντολής (ΑΠ 1783/1998, 142/2004, 280/2004, πρβλ. και ΑΠ 1359/1998). Αντίθετα, όταν η αμφισβήτηση αφορά μόνο τη διενέργεια των πράξεων εκτέλεσης που έκανε ο δικαστικός επιμελητής ή το ύψος της σχετικής δαπάνης, δηλαδή όταν προβάλλεται ότι τα έξοδά του ή αναλόγως του συμβολαιογράφου ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού δεν είναι νόμιμα ή υπαρκτά ή υπερβαίνουν τα καθοριζόμενα από τις οικείες υπουργικές αποφάσεις όρια της αμοιβής τους, η ανακοπή κατά της πράξης εκκαθάρισης των εξόδων οφείλει να στραφεί όχι μόνο κατ` αυτού που επέσπευσε την εκτέλεση, αλλά και κατά των προσώπων, υπέρ των οποίων έγινε η προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης (βλ. σχ. ΑΠ 1777/2001, ΑΠ 1722/1998, ΕφΘεσ 668/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1634/2008 Αρμ 2008/1873, ΕφΠατρ 120/2007 ΑχΝομ 2008/333, ΕφΛαρ 66/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1313/2003 ΕλλΔνη 45/1472, ΜΠρΡοδ 49/2012 ΝΟΜΟΣ). Ως συνέπεια δε του ότι ο ανακόπτων μπορεί να στραφεί κατά συγκεκριμένων δανειστών, των οποίων προσβάλλει την κατάταξη, η νομική ενέργεια της δίκης και συνακόλουθα το δεδικασμένο, που θα προκύψει, περιορίζεται μόνο στους διαδίκους, χωρίς να ωφελεί ή να βλάπτει τους λοιπούς. Το δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή περιορίζεται στα όρια του αιτήματος του ανακόπτοντα και δεν έχει περαιτέρω εξουσία προς διαμόρφωση του πίνακα κατάταξης και των λοιπών. Αν η ανακοπή, με την οποία επιδιώκεται η μείωση των εξόδων της εκτέλεσης, που προαφαιρέθηκαν, γίνει δεκτή, ως βάσιμη στην ουσία της, στο επιπλέον ποσό, που προκύπτει (λόγω της μείωσης των εξόδων), θα καταταγεί μόνο ο ανακόπτων, χωρίς να μπορεί να ωφεληθεί άλλος δανειστής, ο οποίος και δεν άσκησε ανακοπή, ακόμη και αν προηγείται αυτού στην κατάταξη, σύμφωνα με τους ορισμούς των αρθρ. 975, 977, 1007 ΚΠολΔ και προκειμένου για απαιτήσεις του Δημοσίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο αρθρ. 61 του ΚΕΔΕ, όπως τροποποιήθηκε με το αρθρ. 24 παρ.1 του Ν. 2093/1992 (ΟλΑΠ 27/2009, ΑΠ 175/2012, ΑΠ 479/2012, ΕφΛαρ 103/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το δικαστήριο, δηλαδή, επί όλου του επιπλέον ποσού, που προκύπτει, κατατάσσει μόνο τον ανακόπτοντα (ΕφΘεσ 2683/2007 ΕΦΑΔ 2008/585). Εξάλλου, ως έξοδα εκτέλεσης, κατά τις παραπάνω διατάξεις, νοούνται όλες οι δαπάνες, που γίνονται από τον επισπεύδοντα την εκτέλεση δανειστή και αποβλέπουν στο γενικό συμφέρον όλων των δανειστών, εφόσον είναι αναγκαίες για τη διαδικασία της εκτέλεσης από την έναρξή της μέχρι και την περάτωσή της (ΑΠ 419/1998), δηλαδή ανάγονται στην προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, στην κατάσχεση, στη συντήρηση του κατασχεθέντος πράγματος, στον πλειστηριασμό και στην κατάταξη των δανειστών. Αντίθετα, δεν περιλαμβάνονται τα έξοδα που έγιναν προς το αποκλειστικό συμφέρον είτε του επισπεύδοντος είτε των αναγγελθέντων δανειστών, ούτε επίσης όσα έγιναν από υπαιτιότητα του επισπεύδοντος, όπως είναι τα έξοδα πλειστηριασμού που ματαιώθηκε λόγω παρόδου προθεσμίας ή λόγω ακυρότητας των πράξεων (ΑΠ 300/2013 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1783/1998 Δ 30/1116, ΑΠ 1359/1998 ΕλλΔνη 1999/308, ΑΠ 1100/1996 ΕλλΔνη 1997/1094, ΕφΘεσ 2042/2009 Αρµ 2010/109, ΕφΠατρ 203/2006 ΑΧΑΝΟΜ 2007/278). Δηλαδή, έξοδα εκτελέσεως, τα οποία κατά τις παραπάνω διατάξεις προαφαιρούνται από το πλειστηρίασµα είναι εκείνα, µε τα οποία ήχθη σε πέρας η εκτέλεση µε πλειστηριασµό, αφού η προαφαίρεση γίνεται από το πλειστηρίασµα που προέκυψε από την εκτέλεση, όχι δε και τα έξοδα εκτελέσεως, η οποία δεν ολοκληρώθηκε µε πλειστηριασµό ή εγκαταλείφθηκε και έτσι δεν απέδωσε πλειστηρίασµα, από το οποίο και µόνο προαφαιρούνται τα έξοδα. Εποµένως και στην περίπτωση κατασχέσεως, βάση ενιαίας κοινής εκθέσεως περισσοτέρων ακινήτων, για ορισµένα από τα οποία δεν ολοκληρώθηκε η εκτέλεση µε πλειστηριασµό ελλείψει πλειοδοτών, τα έξοδα εκτελέσεως, που προσήκουν στα ακίνητα αυτά, δεν θα αφαιρεθούν από το πλειστηρίασµα που επιτεύχθηκε από τον πλειστηριασµό (ΑΠ 1515/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1498/2003 ΕλλΔνη 2004/435, ΕφΠατρ 204/2008 ΑΧΑΝΟΜ 2009/298, ΕφΠατρ 836/2007 ΑΧΑΝΟΜ 2008/414, ΜΠρΡοδ 49/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, δεν περιλαµβάνονται στα έξοδα εκτελέσεως εκείνα που προκλήθηκαν προς το αποκλειστικό συµφέρον του επισπεύδοντος δανειστή ή των αναγγελθέντων
4ο φύλλο της με αριθμό ………/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία)
πιστωτών, όπως λ.χ. τα έξοδα για τη δικαστική επιδίωξη της απαιτήσεως, για την απόκτηση εκτελεστού τίτλου, την απόκτηση διαταγής πληρωµής, για την κατάθεση τίτλων, την απόκτηση προνοµίου µε προσηµείωση υποθήκης (βλ. σχετ. ΕφΘεσ 670/2009 ΕΦΑΔ 2009/837, ΕφΔωδ 191/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή από υπαιτιότητα του επισπεύδοντος, διότι τα έξοδα αυτά δεν ήταν απαραίτητα, για να αχθεί σε πέρας η εκτέλεση (ΑΠ 1359/1998 ό.π., ΕφΠατρ 204/2008 ΑΧΑΝΟΜ 2009/298, ΜΠρΡοδ 49/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). (Γ) 1. Από τις υπ’ αρ. … και … εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Α. Ε. Π., οι οποίες νομίμως προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως εκ μέρους του ανακόπτοντος, αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης ανακοπής, µε πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στους καθ’ ων η ανακοπή (ά. 122 επ., 126 παρ. 1 περ. α΄ και δ, 127 παρ. 1, 129 παρ. 1, 139, 228, 229, 979 ΚΠολΔ). Επομένως, οι καθ’ ων η ανακοπή, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στην παρούσα δικάσιμο, όταν εκφωνήθηκε και συζητήθηκε η υπόθεση με τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο (βλ. τα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως), πρέπει να δικαστούν ερήμην, κατά τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 271 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 29 του ν. 3994/2011. Περαιτέρω, από τις υπ’ αρ. 7.649Β΄/5-9-2014 και … εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Α. Ε. Π., οι οποίες νομίμως προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως εκ μέρους του ασκούντος πρόσθετους λόγους ανακοπής, αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο των ένδικων προσθέτων λόγων ανακοπής, µε πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκαν νομίμως και εμπροθέσμως στους καθ’ ων η ανακοπή (ά. 122 επ., 126 παρ. 1 περ. α΄ και δ, 127 παρ. 1, 129 παρ. 1, 139, 228, 229, 979 ΚΠολΔ). Επομένως, οι καθ’ ων οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στην παρούσα δικάσιμο, όταν εκφωνήθηκε και συζητήθηκε η υπόθεση με τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο (βλ. τα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως), πρέπει να δικαστούν ερήμην, κατά τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 271 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 29 του ν. 3994/2011. 2. Στην προκειμένη περίπτωση, εισάγονται προς εκδίκαση τα δικόγραφα της υπό κρίση ανακοπής και των πρόσθετων λόγων αυτής, με τα οποία το ανακόπτον ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «ΙΚΑ – ΕΤΑΜ» εκθέτει ότι από τις αναφερόμενες στα ανωτέρω δικόγραφα αιτίες (μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές των ετών 1-12-1990 έως 31-12-2011) έχει έναντι της οφειλέτιδος ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΝΑΥΠΗΓΕΙΑ» ληξιπρόθεσμες και προνομιακές χρηματικές απαιτήσεις, συνολικού ύψους 14.249.579,41 ευρώ. Ότι επισπεύσθηκε αναγκαστική εκτέλεση από την δεύτερη καθ’ ης σε βάρος της ως άνω οφειλέτιδος ανώνυμης εταιρείας, με βάση τον εκτελεστό τίτλο της υπ` αριθμ. 1006/2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και εκπλειστηριάσθηκε στις 18-12-2013 ο αναλυτικά περιγραφόμενος στην υπ’ αρ. 724β επαναληπτική περίληψη της υπ’ αρ. 576Β/10-7-2103 κατασχετήριας έκθεσης κινητών της ως άνω οφειλέτιδος ανώνυμης εταιρείας πλωτός γερανός, με εκπλειστηρίασμα, ύψους 44.000 ευρώ, συνταχθείσης της υπ’ αρ. 483/18-12-2013 εκθέσεως αναγκαστικού πλειστηριασμού της υπαλλήλου του πλειστηριασμού – συμβολαιογράφου Α. Μαρίας Μπαβέα. Ότι στη συνέχεια, επειδή το εν λόγω εκπλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση τόσο των ως άνω απαιτήσεων αυτού (ανακόπτοντος), που τις είχε αναγγείλει νομίμως και εμπροθέσμως στην εκτελεστική διαδικασία δια του Διευθυντή του Υποκαταστήματος Ελευσίνας του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, όσο και των λοιπών αναγγελθέντων δανειστών, η ανωτέρω επί του πλειστηριασμού υπάλληλος συνέταξε τον προσβαλλόμενο υπ` αρ. 509/17.01.2014 πίνακα κατάταξης δανειστών, στον οποίο, μετά την προαφαίρεση των εξόδων της εκτελεστικής διαδικασίας, ύψους 28.986,88 ευρώ, εκ των οποίων το ποσό των 25.629,41 ευρώ για έξοδα του πρώτου καθ’ ου – δικαστικού επιμελητή του επισπεύσαντος την εκτέλεση, κατέταξε προνομιακά και οριστικά το ίδιο (ανακόπτον) επί του απομένοντος ποσού των 15.913,12 ευρώ. Ότι ο ως άνω συνταχθείς εκ μέρους της υπαλλήλου του επίδικου πλειστηριασμού πίνακας κατάταξης δανειστών, είναι αόριστος, διότι δεν αναφέρεται σε αυτόν λεπτομερώς σε ποια ποσά συνίστανται τα έξοδα και οι αμοιβές του πρώτου καθ’ ου – δικαστικού επιμελητή, όπως ειδικότερα εκτίθεται στα δικόγραφα της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων αυτής, επικουρικά δε ισχυρίζεται ότι είναι μη νόμιμη η προαφαίρεση υπέρ του πρώτου καθ’ ου – δικαστικού επιμελητή του συνολικού ποσού των 25.629,41 ευρώ, καθόσον
5ο φύλλο της με αριθμό ………/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία)
εσφαλμένα αφαιρέθηκε για τα έξοδα εκτέλεσης το συνολικό ποσό των 13.879,63 ευρώ, που αναλύεται στα επιμέρους ποσά των 4.359,25 ευρώ, 7.749,00 ευρώ και 1.771,38 ευρώ, εκ των οποίων το μεν πρώτο αντιστοιχεί σε έξοδα για δικαιώματα κατάσχεσης και το δεύτερο σε έξοδα για αμοιβή συμβούλου – εκτιμητή για οκτώ κινητά που κατασχέθηκαν, ενώ εντέλει εκπλειστηριάσθηκε μόνο το ένα κινητό (πλωτός γερανός), όπως ειδικότερα εκτίθεται στο δικόγραφο των πρόσθετων λόγων ανακοπής, ενώ το τελευταίο αφορά έξοδα για αντιγραφικά 581Β/2003 περιλήψεων, ένσημα Ταμείου Προνοίας και Ταμείου Υγείας και επιδόσεις, τα οποία υπολογίστηκαν εσφαλμένα, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων αυτής. Με βάση τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, το ανακόπτον – ασκούν πρόσθετους λόγους, επικαλούμενο έννομο συμφέρον, ζητεί, κατά τη δέουσα συνολική εκτίμηση του δικογράφου της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων αυτής, τη μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου υπ` αριθμ. 509/17.01.2014 πίνακα κατάταξης δανειστών της συμβολαιογράφου Α. Μαρίας Μπαβέα, ώστε να καταταγεί το ίδιο προνομιακά και οριστικά στο ποσό των 25.629,41 ευρώ, άλλως στο συνολικό ποσό των (4.359,25 + 7.749,00 + 1.771,38 =) 13.879,63 ευρώ, που εσφαλμένα προαφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα, κατά τα προαναφερθέντα, και να καταδικασθούν οι αντίδικοι του στη δικαστική του δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και με αυτά τα αιτήματα, η υπό κρίση ανακοπή παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του καθ` ύλη και κατά τόπον αρμοδίου παρόντος Δικαστηρίου, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία (άρθρα 584, 585, 933 παρ. 1 και 2, 937 και 979 παρ. 2 ΚΠολΔ – όπως τα άρθρα 933, 937 και 979 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 1, 2 και 3Β του ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της επίδικης διαφοράς), ήτοι εντός της προθεσμίας των 30 ημερών σύμφωνα με το άρθρο 10 του Διατάγματος της 26.6-10.7.1944 “περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου”, καθόσον το ΙΚΑ, κατά τα άρθρα 5 του Ν. 3210/1955 και 19 παρ. 1 α ν. 1846/1951, απολαμβάνει των διαδικαστικών προνομίων του Δημοσίου και ειδικότερα, η ανακοπή ασκήθηκε εντός τριάντα ημερών από την επίδοση στο ανακόπτον της πρόσκλησης εκ μέρους της υπαλλήλου του πλειστηριασμού, αφού αυτή έλαβε χώρα στις 22-1-2014 (βλ. την από 22-1-2014 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή Α. Γ., που έχει τεθεί, κατ’ άρθρο 139§3 ΚΠολΔ επί του προσκομιζόμενου μετ’ επικλήσεως υπ’ αρ. … πίνακα κατάταξης και πρόσκλησης δανειστών της ανωτέρω συμβολαιογράφου) και η ανακοπή ασκήθηκε, ήτοι κατατέθηκε στις 21-2-2014 και επιδόθηκε στους καθ’ ων στις 21-2-2014 (βλ. τις … και … εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Α. Ε. Π.), ενώ οι από 4-9-2014 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 4-9-2014 πρόσθετοι λόγοι ανακοπής έχουν ασκηθεί εμπροθέσμως, κατά άρθρο 585 παρ. 2 εδ. β’ ΚΠολΔ, ήτοι πλέον των 30 ημερών πριν από τη συζήτηση της ανακοπής (βλ. τις υπ’ αρ. … και … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Α. Ε. Π.), σημειωτέον δε ότι αντίγραφο της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων αυτής επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και στην υπάλληλο του πλειστηριασμού, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 979 παρ. 2β του ΚΠολΔ (βλ. τις υπ’ αριθμ… και … εκθέσεις επίδοσης του ως άνω δικαστικού επιμελητή). Περαιτέρω, η ένδικη ανακοπή είναι παραδεκτή από πλευράς ενεργητικής νομιμοποίησης και εννόμου συμφέροντος του ανακόπτοντος, καθώς αυτό έχει την ιδιότητα του αναγγελθέντος δανειστή, όσο και από πλευράς παθητικής νομιμοποίησης απάντων των καθ` ων, επισπεύδουσας – δεύτερης καθ’ ης και δικαστικού επιμελητή – πρώτου καθ’ ου, αναφορικά με τον επικουρικά προβαλλόμενο δεύτερο λόγο και το επικουρικό αίτημα της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων αυτής, καθώς με αυτό προσβάλλεται το κατά νόμο ύψος των αμοιβών του πρώτου των καθ` ων, που προαφαιρέθηκαν ως έξοδα της επίδικης εκτέλεσης, αλλά και η φύση μέρους των εξόδων που προαφαίρεσε η υπάλληλος του πλειστηριασμού έναντι αμοιβής του πρώτου των καθ’ ων ως ανηκόντων στα νόμιμα έξοδα εκτέλεσης, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Επίσης, είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις αναφερόμενες στην προηγηθείσα νομική σκέψη διατάξεις, καθώς και σε εκείνες των άρθρων 974, 975, 979, 176 ΚΠολΔ και της υπ’ αριθ. 2/54638/0022/13.08.08 κοινής Υπουργικής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας, Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β 1716/26.08.08), μόνον ως προς τον επικουρικά προβαλλόμενο δεύτερο λόγο, που αφορά την εσφαλμένη προαφαίρεση του συνολικού ποσού των 13.879,63 ευρώ, που αντιστοιχεί και το επικουρικό αίτημα της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων αυτής, ενώ είναι απορριπτέα τόσο λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης του πρώτου των καθ’ ων – δικαστικού επιμελητή όσο και λόγω αοριστίας της ως προς τον πρώτο
6ο φύλλο της με αριθμό ………/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία)
κυρίως προβαλλόμενο λόγο ανακοπής περί έλλειψης λεπτομερούς προσδιορισμού και αναλυτικής αιτιολογίας της προαφαίρεσης του συνολικού ποσού των 25.629,42 ευρώ από την υπάλληλο του πλειστηρισμού, ως αμοιβή και έξοδα ανήκοντα στον πρώτο καθ’ ου, το οποίο (ποσό) αντιστοιχεί και στο κύριο αίτημά της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων αυτής, για τους εξής λόγους: Από την εκτίμηση του κύριου δικογράφου της ανακοπής συνάγεται ότι αναφέρεται στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης ότι από το πλειστηρίασμα προαφαιρείται το ποσό των 25.629,42 ευρώ ως έξοδα ανήκοντα στον πρώτο καθ’ ου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται ειδικότερα το ποσό των 2.940 ευρώ για προαφαίρεση εξόδων αντιγράφων εκ 980 ευρώ για 3 περιλήψεις, το ποσό των 8.856 ευρώ για προαφαίρεση αμοιβής συμβούλου εκτιμητή εκ 1.107 ευρώ για κάθε γερανογέφυρα, ενώ η πρώτη προσφορά τους είναι 4.700 ευρώ, το ποσό των 4.700 ευρώ για έξοδα δημοσίευσης στο ΤΝ εκ 718,75 Χ 3, το ποσό των 4.982 ευρώ για αντιγραφικά κατάσχεσης για κάθε γερανογέφυρα και δη συνολικά το ποσό των 18.934 ευρώ, ως προς το οποίο η ανακόπτουσα ζητεί τη μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης. Εντούτοις, στο δικόγραφο των πρόσθετων λόγων αναφέρεται, αντιφατικά προς τα προαναφερθέντα, ότι η προαφαίρεση του ποσού των 25.629 ευρώ έγινε με τη γενική αναφορά «για τη σύνταξη, κοινοποίηση και κατάθεση της έκθεσης κατάσχεσης κινητών, της αρχικής περίληψης κατασχετήριας έκθεσης, της α΄ επαναληπτικής περίληψης, που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την με αριθμό 11141/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Α., της με αριθμό β΄ επαναληπτικής περίληψης που ακολούθησε, καθώς και για τη διενέργεια κάθε άλλης σχετικής πράξης εκτέλεσης μέχρι τον πλειστηριασμό», χωρίς λεπτομερή προσδιορισμό και αναλυτική αιτιολογία των επιμέρους ποσών που το απαρτίζουν, με αποτέλεσμα να καθίσταται εντέλει αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης ο σχετικός λόγος ανακοπής περί έλλειψης λεπτομερούς προσδιορισμού και αναλυτικής αιτιολογίας της προαφαίρεσης του συνολικού ποσού των 25.629,42 ευρώ. Κατόπιν τούτων, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της. 3. Κατά της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων αυτής δεν υπάρχει ένσταση, που να εξετάζεται αυτεπάγγελτα και για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής επιτρέπεται ομολογία. Κατά συνέπεια, πρέπει η υπό κρίση ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, κατά το μέρος που κρίθηκαν ορισμένοι και νόμιμοι, να γίνουν δεκτοί και ως κατ` ουσίαν βάσιμοι, διότι, λόγω της ερημοδικίας των καθ` ων η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, οι οποίοι φέρουν το βάρος απόδειξης για την ύπαρξη και το μέγεθος των εξόδων που προαφαιρέθηκαν (βλ. Μπρίνια, Αναγκ. Εκτέλ. παρ. 158 σελ. 435), οι περιεχόμενοι στα ως άνω δικόγραφα πραγματικοί ισχυρισμοί του ανακόπτοντος και ασκούντος τους πρόσθετους λόγους ανακοπής, που κρίθηκαν ορισμένοι και νόμιμοι, θεωρούνται ομολογημένοι και επομένως, αποδεδειγμένοι (άρθρα 352§1 σε συνδ. προς το άρθρο 271§3 ΚΠολΔ, όπως η διάταξη αυτή ισχύει μετά την αντικατάσταση της από το άρθρο 29 ν. 3994/2011, το οποίο, σύμφωνα και με όσα εκτίθενται στην παραπάνω μείζονα πρόταση, εφαρμόζεται και εν προκειμένω, σε συνδυασμό και με άρθρο 585 παρ. 1 ΚΠολΔ). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και να μεταρρυθμισθεί ο ανακοπτόμενος πίνακας κατάταξης, κατά τρόπον ώστε να μειωθεί το ποσό των προαφαιρεθέντων εξόδων εκτέλεσης για τα έξοδα του πρώτου των καθ’ ων – δικαστικού επιμελητή, κατά το ποσό των 13.879,63 € και να καταταχθεί στο εν λόγω αποδεσμευόμενο ποσό το ανακόπτον – ασκούν πρόσθετους λόγους ανακοπής, πέραν του ποσού των 15.913,12 ευρώ, για το οποίο έχει ήδη καταταχθεί, ώστε η συνολική κατάταξή του να ανέρχεται στο τελικό ποσό των 29.792,75 ευρώ, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό. Μέρος των δικαστικών εξόδων του ανακόπτοντος – ασκούντος πρόσθετους λόγους ανακοπής πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των καθ’ ων η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, κατά το μέρος της ήττας τους στη δίκη (άρθρα 106, 178, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), μειωμένα, όμως, κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν.3693/1957, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την υπ’ αριθμό 134423/8-12-1992/20-1-1993 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5§ 12 του ν.1738/1987, δοθέντος ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 9 του Ν.Δ. 2698/1953, η νομική υπηρεσία του Ι.Κ.Α. διεξάγεται δια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και επομένως, οι διατάξεις του άρθρου 22 του Ν. 3693/1957 εφαρμόζονται, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου τούτου και σε δίκες, στις οποίες διάδικος είναι το Ι.Κ.Α. (ΑΠ 1655/2010 ΧΡΙΔ 2011/517, ΑΠ 675/2009 ΧΡΙΔ 2010/224, ΑΠ 157/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1351/1990 ΕλλΔνη 1992/326), ενώ εξάλλου το άρθρο 22 ν. 3693/1957 εφαρμόζεται ακόμη κι αν νικά το Δημόσιο (ΕφΑθ 10676/1998 Αρμ 2000/200, ΜΠρΡοδ 62/2013
7ο φύλλο της με αριθμό ………/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία)
ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, δεν πρέπει να ορισθεί παράβολο ερημοδικίας, καθόσον η απόφαση αυτή δε μπορεί να προσβληθεί με το ένδικο μέσο της ανακοπής ερημοδικίας (άρθρο 937§1 αρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΕΝΩΝΕΙ ΚΑΙ ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των καθ’ ων η ανακοπή – καθ’ ων οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής τη με αριθμό καταθέσεως δικογράφου … ανακοπή και τους από 4-9-2014 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … πρόσθετους λόγους ανακοπής.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής.
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΕΙ τον υπ’ αριθμ. 509/17-01-2014 Πίνακα Κατάταξη Δανειστών της Συμβολαιογράφου Α. Μαρίας Μπαβέα, μειώνοντας το ποσό των προαφαιρεθέντων εξόδων εκτέλεσης για τα έξοδα του πρώτου των καθ’ ων – δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Α. Α. Γ., κατά το ποσό των δεκατριών χιλιάδων οκτακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και εξήντα τριών λεπτών του ευρώ (13.879,63 €) και κατατάσσοντας στο εν λόγω αποδεσμευόμενο ποσό το ανακόπτον – ασκούν πρόσθετους λόγους ανακοπής νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ ΕΤΑΜ)», πέραν του ποσού των δεκαπέντε χιλιάδων εννιακοσίων δεκατριών ευρώ και δώδεκα λεπτών του ευρώ (15.913,12 ευρώ), για το οποίο έχει ήδη καταταχθεί, ώστε η συνολική κατάταξή του να ανέρχεται στο τελικό ποσό των είκοσι εννέα χιλιάδων επτακοσίων ενενήντα δύο ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών του ευρώ (29.792,75 ευρώ).
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των καθ’ ων η ανακοπή – καθ’ ων οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής μέρος των δικαστικών εξόδων του ανακόπτοντος – ασκούντος πρόσθετους λόγους ανακοπής, τα οποία ορίζει στο ποσό των εκατό (100) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις …………………………………………. 2015, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ