Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

Αριθμός απόφασης  2537  /2015

Αριθμός Κατάθεσης Αγωγής …

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Αγγελική Δαμασιώτου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από ορίστηκε από Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Μαρτίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία «… (…)», που εδρεύει στον Π………… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Σαξώνη.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία «…)», που εδρεύει τυπικά στα …, ουσιαστικά όμως στον Π………… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και ήταν απούσα.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 6-8-2014 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, η πληρεξούσια δικηγόρος της ενάγουσας ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις της.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

           

(Α) Από την υπ’ αρ. … έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά …, που νομίμως προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, προκύπτει ότι πιστό αντίγραφο της ένδικης αγωγής, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκε νομότυπα στην εναγομένη (άρθρα 122, 123, 124 παρ.2, 126§1(δ), 127§1 ΚΠολΔ). Κατά τη σημερινή δικάσιμο, όμως, η εναγομένη δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου και συνεπώς, πρέπει να δικαστεί ερήμην (άρθρα 270 παρ. 1 και 271 παρ.1, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 29 του ν. 3994/2011 ΚΠολΔ).

(Β) Ναυτικός πράκτορας είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που με σύμβαση με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή αναλαμβάνει τη διεξαγωγή ναυτικών υποθέσεων, για λογαριασμό του τελευταίου, με αμοιβή (πράκτορας πλοίου). Η σχέση, που συνδέει το ναυτικό πράκτορα με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή, είναι μικτή και μάλιστα εντολής και μισθώσεως υπηρεσιών (βλ. σχ. ΕφΠειρ 134/2008 ΕΝΔ 36/215). Επομένως, από τη σύμβαση ναυτικής πρακτορείας ανήκουν στο ναυτικό πράκτορα, ιδίως, δικαίωμα αμοιβής για τις υπηρεσίες που προσφέρει και δικαίωμα αποκαταστάσεως των δαπανών, στις οποίες υποβάλλεται για τη διεκπεραίωση των εργασιών της πρακτορείας. Κύριο δικαίωμα του ναυτικού πράκτορα είναι να λαμβάνει αμοιβή για τις υπηρεσίες, που προσφέρει, ήτοι να λαμβάνει τα λεγόμενα πρακτορειακά δικαιώματα. Η αμοιβή μπορεί να καθορίζεται από τη σύμβαση, το νόμο ή τη συνήθεια (άρθρα 648, 649, 653 ΑΚ, αναλόγως εφαρμοζόμενα). Ο ναυτικός πράκτορας δικαιούται, ακόμη, να απαιτήσει τις δαπάνες, που κατέβαλε για την εκτέλεση των έργων του, είτε προκαταβολικώς είτε εκ των υστέρων, το δικαίωμά του δε αυτό βασίζεται στα άρθρα 721 και 722 ΑΚ (βλ. σχ. ΕφΠειρ 52/2010 ΕΝΑΥΤΔ 2010/234, ΕφΠειρ 134/2008 ό.π., ΕφΠειρ 1059/1995 ΔΕΕ 1996/41, με εκεί παρατιθέμενες παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία).

(Γ) 1. Με την υπό κρίσιν αγωγή, η ενάγουσα εκθέτει ότι ασχολείται με πρακτορεύσεις πλοίων που καταπλέουν στο λιμένα του Πειραιά, με την ιδιότητα του ναυτικού πράκτορα δυνάμει της υπ’ αρ. … άδειας ασκήσεως επαγγέλματος του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά, ότι η εναγομένη είναι πλοιοκτήτρια του περιγραφόμενου στην αγωγή με σημαία BELIZE φορτηγού πλοίου …, κ.ο.χ. 1636, έχει μεν καταταστατική έδρα στα Ν. Μ. πραγματική δε έδρα στον Πειραιά, στο ευρισκόμενο επί της οδού … γραφείο, όπου ασκείται η διοίκηση και λαμβάνονται οι αποφάσεις που αφορούν στην επιχειρηματική της δραστηριότητα. Ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης Α. Γ., μαζί με το μέτοχο αυτής Ν. Γ., της ανέθεσε στον Πειραιά, στις 14-5-2014, την πρακτόρευση του ανωτέρω πλοίου και τη διενέργεια όλων των πάγιων και απαραίτητων εργασιών και επαφών με τις αρμόδιες αρχές, καθώς και όλων των συναφών υπηρεσιών που ανακύπτουν κατά την παραμονή των πλοίων σε λιμάνια και ειδικότερα για το χρονικό διάστημα του ελλιμενισμού αυτού στο λιμένα του Πειραιά και δη στο λιμένα του Αγίου Γεωργίου μέχρι τον απόπλου του. Ότι η αμοιβή της συμφωνήθηκε να είναι η ειθισμένη στις συναλλαγές του είδους αμοιβής, η οποία προβλέπεται για το συγκεκριμένο τύπο πλοίου από το δελτίο χρέωσης της Ένωσης Ναυτικών Πρακτόρων Αττικής και Πειραιά, που ισχύει από 1-1-2008 και ανέρχεται για 7 ημέρες στο συνολικό ποσό των 1.980,00 ευρώ, ενώ για κάθε επόμενη ημέρα είναι 200,00 ευρώ ημερησίως, προσαυξημένα κατά 25%, δεδομένου ότι το πλοίο βρισκόταν εκτός του κυρίου λιμένος του Πειραιά. Ότι σε εκτέλεση της ως άνω συμφωνίας, διενέργησε όλες τις απαραίτητες εργασίες για την εξυπηρέτηση του πλοίου και του πληρώματός του, καταβάλλοντας εξ ιδίων, για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας, χρεώσεις, τέλη και δικαιώματα λιμένα, έξοδα τροφοδοσίας πληρώματος, υδροδότησης πλοίου, παροχής πετρελαίου, ιατρικών δαπανών, περισυλλογής αποβλήτων πλοίου, λεμβουχικές υπηρεσίες, μεταφορά πληρώματος κλπ. και συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις εντολές του εκπροσώπου της εναγομένης, κατέβαλε εξ ιδίων τις αναλυτικά περιγραφόμενες στην αγωγή δαπάνες, συνολικού ποσού (20,00 + 123,34 + 467,05 + 2.777,00 + 17,50 + 732,50 + 1.109,38 + 1.032,02 + 100,00 + 12,90 + 21,20 + 2.450,00 + 560,00 =) 9.422,89 ευρώ, για τις οποίες έχουν εκδοθεί τα συμπεριλαμβανόμενα στην αγωγή τιμολόγια και οι αναφερόμενες στο δικόγραφο αποδείξεις παροχής υπηρεσιών. Ότι για τις συνολικά παρασχεθείσες στην εναγομένη εργασίες από 14/5-2014 έως 24/7-2014 (έκδοση αδειών εξόδου στην ξηρά μελών του πληρώματος / αμοιβή αποναυτολογήσεως και ναυτολογήσεως πλοιάρχου, όπως αυτές περιγράφονται ειδικότερα στην αγωγή), οφείλεται σε αυτήν (ενάγουσα) από την εναγομένη αμοιβή, με βάση τα συμφωνηθέντα, ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των (80,00 + 250,00 +2.475,00 + 16.250,00 =) 19.055,00 ευρώ, για τις οποίες έχει εκδώσει το υπ’ αρ. 145/31-7-2014 τιμολόγιο, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι η εναγομένη δεν της έχει καταβάλει κανένα ποσό μέχρι σήμερα για τις ανωτέρω δαπάνες και τη συμφωνηθείσα αμοιβή της, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της και για το λόγο αυτό, αυτή (ενάγουσα) προέβη στην από 21-7-2014 διαμαρτυρία της ενώπιον της Λιμενικής Αρχής, όπου η εναγομένη κλήθηκε για την παροχή εξηγήσεων και ουδέποτε αμφισβήτησε την οφειλή της προς αυτή, συνολικού ύψους 28.477,89 ευρώ (δαπάνες και αμοιβή), αλλά ζήτησε προθεσμία λίγων ημερών, για να τακτοποιήσει την εκκρεμότητά της, πλην όμως, ουδέν κατέβαλε μέχρι σήμερα. Ότι κατόπιν τούτων, αυτή (ενάγουσα), στις 24-7-2014, δήλωσε στην εναγομένη ότι αδυνατεί να πρακτορεύσει το πλοίο λόγω της αντισυμβατικής συμπεριφοράς της, η παραίτηση δε αυτή καταχωρήθηκε την 24-7-2014 και με αριθμό 4898 στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 28.477,89 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 25-7-2014, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.

  1. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίσιν αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις του (βλ. το υπ’ αριθ. ΣΕΙΡΑ VI – ΤΥΠΟΥ Β 13721252/20-3-2015 διπλότυπο είσπραξης Δ.Ο.Υ. Γ΄ Πειραιά με τα επικολλημένα σε αυτό κινητά ένσημα που αναλογούν υπέρ του Τ.Ν. και του Ε.Τ.Α.Α.) παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλη και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 1, 7, 8, 9, 10, 13, 14 παρ. 2, 25 παρ. 2, 33 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 3 περ. Β΄ του Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Συνακόλουθα, το Δικαστήριο αυτό έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της διαφοράς αυτής, η οποία εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως [άρθρα 3§1 και 4 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 2§1, 59 και 60§1 του Κανονισμού 44/2001 του Συμβουλίου της 22-12-2000, L 12/16-1-2001, «Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», ο οποίος αντικατέστησε την από 27-9-1968 Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών «Για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», κυρωθείσα στην Ελλάδα με το Ν. 1844/1988, ο οποίος ισχύει από 1-3-2002 και εφαρμόζεται, εν προκειμένω, λόγω του χρόνου κατάθεσης της αγωγής πριν από την 10-1-2015, βλ. και άρθρο 66 παρ. 1 και 2 του Κανονισμού 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις»]. Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, πρέπει να ερευνηθεί το εφαρμοστέο δίκαιο, το οποίο εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ΕφΠειρ 403/1994 ΕΝΔ 22/245) και με βάση το οποίο θα κριθεί το ορισμένο και η νομική βασιμότητα της κρινομένης αγωγής. Ειδικότερα, στην ένδικη υπόθεση, το εφαρμοστέο δίκαιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 4 παρ.1 εδ.β, 4 παρ.2 και 3 του Κανονισμού (ΕΚ) με αριθμό 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), με έναρξη εφαρμογής την 17.12.2009, που αντικατέστησε την Κοινοτική Σύμβαση της Ρώμης του 1980 (Ν. 1792/1988), τυγχάνει το ελληνικό, ενόψει της ελλείψεως επικλήσεως με βάση το άρθρο 3 του ως άνω Κανονισμού από την ενάγουσα επιλογής από τα συμβαλλόμενα μέρη του εφαρμοστέου δικαίου επί της ανωτέρω συμβάσεως πρακτόρευσης (από την οποία απορρέει η αξίωση της ενάγουσας), με δεδομένο ότι αφενός η ενάγουσα ως πάροχος των υπηρεσιών, για τις οποίες συνάφθηκε η επίδικη σύμβαση, έχει έδρα στην Ελλάδα, ενώ και η εναγομένη εταιρεία, που συνήψε την υπό κρίση σύμβαση με την ενάγουσα, έχει πραγματική έδρα στην Ελλάδα (στον Πειραιά) και αφετέρου ότι η Ελλάδα είναι η χώρα, με την οποία η σύμβαση συνδέεται στενότερα, καθόσον η εναγομένη αλλοδαπή εταιρεία έχει πραγματική έδρα στην Ελλάδα, όπου και λαμβάνονται οι αποφάσεις για τη διοίκησή της, ενώ ο νόμιμος εκπρόσωπός της Α. Γ. είναι Έλληνας υπήκοος, επίσης κάτοικος Ελλάδος, ενώ η Ελλάδα είναι ο τόπος κατάρτισης της σύμβασης, αλλά και εκπλήρωσης της χαρακτηριστικής παροχής (εν προκειμένω, της παροχής υπηρεσιών πρακτόρευσης), κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης. Πρέπει να σημειωθεί, εν προκειμένω, ότι τα παραπάνω αναφέρονται στο ουσιαστικό δίκαιο, στο οποίο περιλαμβάνονται και οι τόκοι υπερημερίας, προκειμένου όμως, περί των τόκων επιδικίας, που αρχίζουν από το χρόνο ασκήσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση του ποσού που θα επιδικασθεί, αυτοί κρίνονται κατά το δίκαιο του δικάζοντος Δικαστηρίου (lex fori) και στην προκειμένη περίπτωση, κατά το ελληνικό τοιούτο (άρθρο 346 ΑΚ, βλ. σχ. ΠΠΠειρ 5…/1999 ΕΝΔ 27/370, ΠΠρΠειρ 1336/1990 ΕΝΔ 19/6). Περαιτέρω, η υπό κρίσιν αγωγή τυγχάνει ορισμένη, κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, είναι δε και νόμιμη, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 288, 330, 340, 345, 346, 361, 648, 653, 713, 722 ΑΚ και 176, 191 παρ. 2, 907, 908 ΚΠολΔ και επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

(Δ) Κατά της υπό κρίσιν αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Επομένως, πρέπει να γίνει η υπό κρίσιν αγωγή δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί η απολιπόμενη εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 28.477,89 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 25-7-2014, διότι, εφόσον η εναγομένη ερημοδικεί, αποδεικνύονται πλήρως οι πραγματικοί ισχυρισμοί που περιέχονται στο δικόγραφο της αγωγής, δεδομένου ότι θεωρούνται ως ομολογημένοι εκ μέρους της εναγομένης, σύμφωνα με το άρθρο 352 παρ. 1 και την παρ. 3 του άρθρου 271 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 29 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25-07-2011), το οποίο εφαρμόζεται εν προκειμένω. Ωστόσο, το αίτημα περί της κηρύξεως της αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί, διότι δεν αποδείχθηκε ότι η καθυστέρηση της εκτέλεσης μπορεί να επιφέρει σημαντική ζημία στην ενάγουσα, ούτε ότι συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι. Τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, με βάση και το σχετικό αίτημά της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης (άρθρα 176, 191§2 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επίσης, να καθορισθεί το προκαταβλητέο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από την ερημοδικαζόμενη εναγόμενη (άρθρ. 501, 502§1, 505§2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εναγομένης.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των είκοσι οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα επτά ευρώ και ογδόντα εννέα λεπτών του ευρώ (28.477,89 ευρώ), νομιμοτόκως από την 25-7-2014 μέχρι την πλήρη εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του, στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις……………

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ