Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

  

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1918/2022

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 8749/4108/2020)

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Γεώργιο Ξυνόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια, Ελένη Μπαντή, Πρωτοδίκη, και από τη γραμματέα Ελένη Δαβράδου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 19η Οκτωβρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΥΣΩΝ: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «… όπως εκπροσωπείται νόμιμα, …, 2) Της εταιρείας με την επωνυμία … όπως εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ … για τις οποίες κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος του Ιωάννη (ΑΜ/ΔΣΑ 10658) και εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο, που προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων, καθώς και από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Δαμιανό Δημητρούλια του Δαμιανού (ΑΜ/ΔΣΑ 15537), που προσκόμισε το υπ’ αριθ… γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, δυνάμει των από 9.2.2021 ειδικών πληρεξουσίων του βοηθού γραμματέα των εναγουσών εταιρειών, που φέρουν την επισημείωση Apostille της από 5.10.1961 Σύμβασης της Χάγης, μετά των συνημμένων σε αυτά πιστοποιητικών.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Του …, 2) Της …, για τους οποίους κατέθεσαν εμπρόθεσμα προτάσεις οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους Απόστολος Τουρκαντώνης του Ιωάννη (ΑΜ/ΔΣΑ 22802), που προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, Θεμιστοκλής Κλουκίνας του Θεόδωρου (ΑΜ/ΔΣΑ 12348), που προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, και Παναγιώτης Σιαλακάς του Βασιλείου (ΑΜ/ΔΣΑ 30850), που προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, δυνάμει των από 19.3.2021 πληρεξούσιων εγγράφων, που φέρουν βεβαίωση του γνήσιου της υπογραφής από τον ως άνω δικηγόρο Απόστολο Τουρκαντώνη, και εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πρώτο και τον τρίτο των ανωτέρω πληρεξούσιων δικηγόρων τους, 3) Του 2για τον οποίο κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Γρηγόρης Μπλαβέρης του Σπυρίδωνος (ΑΜ/ΔΣΠ 1880), δυνάμει του από 18.2.2021 πληρεξούσιου εγγράφου, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από αρμόδια αρχή, και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο, ο οποίος προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, και 4) Του …, για τον οποίο κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Αναστάσιος Φράγκος του Νικολάου (ΑΜ/ΔΣΑ 22555), δυνάμει του από 2.3.2021 πληρεξούσιου εγγράφου, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από τον ως άνω δικηγόρο, και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο, ο οποίος προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ.

Οι ενάγουσες ζητούν να γίνει δεκτή η από 5.11.2020 με ΓΑΚ 8749/6.11.2020 και με ΕΑΚ 4108/6.11.2020 αγωγή τους, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, με την από 22.9.2021 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε. Οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.             Από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, σε συνδυασμό προς αυτήν του άρθρου 216 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της αξίωσης προς αποζημίωση από αδικοπραξία απαιτείται να αναφέρονται στην αγωγή η παράνομη ενέργεια (πράξη ή παράλειψη) του δράστη, τα περιστατικά που συγκροτούν την υπαιτιότητά του υπό τη μορφή του δόλου ή της αμελείας, η ζημία και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς και της ζημίας. Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β΄, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της εννόμου τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και, εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρεώσεως λήψεως ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Επομένως, το παράνομο, ως στοιχείο της αδικοπρακτικής ευθύνης, συντρέχει και όταν παραβιάζεται η γενική υποχρέωση ασφάλειας και προστασίας των προσώπων και αγαθών, με τα οποία η συμπεριφορά ενός κοινωνού του δικαίου έρχεται ή μπορεί να έλθει σε επαφή ή άλλως «το επιβαλλόμενο γενικό καθήκον του μη υπαιτίως ζημιούν άλλον». Την υποχρέωση να τηρείται η εν λόγω συμπεριφορά επιβάλλουν οι γενικές ρήτρες, που καθιερώνουν τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών και που απαγορεύουν την καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων ή της γενικής ελευθερίας δράσης (ιδίως 281 και 288 ΑΚ). Την επιβάλλει ακόμα το πνεύμα της διατάξεως του άρθρου 914 ΑΚ, αλλά και το γενικότερο πνεύμα της ελληνικής νομοθεσίας, που καθιερώνει για κάθε άτομο γενικές υποχρεώσεις συμπεριφοράς. Το κυριότερο δε κριτήριο, με βάση το οποίο θα κρίνεται εάν υπάρχει ή όχι τέτοια υποχρέωση (που η παράβασή της θα σήμαινε παρανομία) είναι η αντικειμενική συναλλακτική καλή πίστη. Ακόμη, όταν η πράξη ή η παράλειψη, που συνιστά αθέτηση ενοχικής υποχρεώσεως, είναι συγχρόνως και καθ’ εαυτή παράνομη, δηλαδή θα ήταν παράνομη και εάν είχε διαπραχθεί χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση, γίνεται δεκτή συρροή των δύο λόγων ευθύνης, δηλαδή της ενδοσυμβατικής και της αδικοπρακτικής (ΑΠ 1123/2006, ΑΠ 1120/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τότε μόνο οφείλεται αποζημίωση, αν το γεγονός γενικότερα που δημιουργεί την ευθύνη υπήρξε πράγματι η αιτία της ζημίας. Η σχέση αυτή αιτίου και αποτελέσματος μεταξύ γεγονότος, ικανού καταρχήν να ιδρύσει ευθύνη, και της ζημίας, είναι η αιτιώδης συνάφεια ή ο αιτιώδης σύνδεσμος, που υπάρχει, όταν η συμπεριφορά του δράστη κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ήταν, αντικειμενικά, ικανή να επιφέρει, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επιφέρει στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1382/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το εάν το καταλογιζόμενο στον παρ’ ου ζητείται η αποζημίωση γεγονός ήταν ικανό κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων να επιφέρει την επελθούσα ζημία θα κριθεί με τα κριτήρια και την ικανότητα πρόβλεψης του επιμελούς εν γένει συναλλασσομένου του οικείου κύκλου δραστηριότητας, επί τη βάσει των δεδομένων της πείρας και των περιστατικών, τα οποία ήταν κατά το χρόνο, στον οποίο έγινε η πράξη, δηλαδή και πριν επέλθει το αποτέλεσμα, γνωστά σ’ αυτόν. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Με τη διάταξη αυτή, που αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα της διατάξεως του άρθρου 914 AK, ανάγεται σε αυτοτελή αδικοπραξία, που τίκτει υποχρέωση προς αποζημίωση, καθώς επίσης και προς καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης, η, κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, συμπεριφορά του υπαιτίου, εφόσον αυτή έγινε με πρόθεση επαγωγής ζημίας. Ως κριτήριο των χρηστών ηθών, η έννοια των οποίων είναι νομική, χρησιμεύουν οι ιδέες του εκάστοτε κατά τη γενική αντίληψη χρηστώς και με φρόνηση σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 10/1991 ΕλλΔνη 1992.69). Στην περίπτωση που η κρινόμενη συμπεριφορά σχετίζεται με ορισμένη κατηγορία συναλλαγών και συναλλασσομένων, οι αντίστοιχες, στην κατηγορία αυτή των συναλλασσομένων, κρατούσες αντιλήψεις, λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν, κατά το κοινό συναίσθημα του πιο πάνω κοινωνικού ανθρώπου, δεν συμβιβάζονται με την κοινωνική ηθική. Προκειμένου να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συμπεριφοράς υπάρχει αντικειμενική αντίθεση, με την πιο πάνω έννοια, προς τα χρηστά ήθη (την οποία δεν αποκλείει η ύπαρξη σχετικού δικαιώματος ή ευχέρειας) συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του υποκειμένου της συμπεριφοράς, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού, έστω και θεμιτού, και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγματώσεως της συμπεριφοράς, θετικής ή αρνητικής. Όσον αφορά την πρόθεση, δεν απαιτείται ο ζημιώσας να ενήργησε με τον αποκλειστικό σκοπό να βλάψει τον άλλον (άμεσος δόλος), αλλά αρκεί και η περί της επελθούσας ζημίας θέλησή του, ότι δηλαδή προέβλεψε ως ενδεχόμενη την πρόκληση ζημίας από τη συμπεριφορά του και παρόλ’ αυτά δεν απέσχε από την πράξη ή την παράλειψη, από την οποία επήλθε η ζημία. Η γένεση, εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, υποχρεώσεως για αποζημίωση, προϋποθέτει, σύμφωνα με αυτήν τη διάταξη, συνδυαζόμενη με εκείνη του άρθρου 298 ΑΚ, την ύπαρξη μεταξύ της συμπεριφοράς, που αντίκειται στα χρηστά ήθη, και της ζημίας, που τυχόν επήλθε, αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου, υπό την έννοια ότι η ως άνω συμπεριφορά, εκτός του ότι αποτέλεσε αναγκαίο όρο της επελεύσεως της ζημίας, ήταν, καθεαυτή, και ικανή, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις, στη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να την επιφέρει, ούτως ώστε η ζημία να μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αποδοθεί, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, στην αιτιώδη δυναμικότητα της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και, αντιστοίχως, η συμπεριφορά αυτή να συνιστά πρόσφορη, επαρκή αιτία της ζημίας. Η κρίση δε του δικαστηρίου της ουσίας, ότι συγκεκριμένη συμπεριφορά αντίκειται στα χρηστά ήθη, καθώς και η κρίση του για την ύπαρξη μεταξύ ορισμένης συμπεριφοράς, αφενός, και ζημίας, αφετέρου, αιτιώδους, υπό την έννοια πρόσφορης αιτιότητας, συνδέσμου, που αποτελεί συμπέρασμα υπαγωγής περιστατικών στις νομικές έννοιες των χρηστών ηθών και του ως άνω αιτιώδους συνδέσμου, αντιστοίχως, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου για παραβίαση, ευθεία ή εκ πλαγίου, των κανόνων ουσιαστικού δικαίου, που περιέχονται στα προαναφερόμενα άρθρα του ΑΚ. Ενώ, αντιθέτως, η δικαστική κρίση περί του ότι ορισμένη συμπεριφορά αποτέλεσε αναγκαίο όρο ζημίας (με την έννοια ότι η ζημία χωρίς αυτήν τη συμπεριφορά δεν θα είχε επέλθει) είναι, ως αναφερόμενη σε πραγματικά περιστατικά, ανέλεγκτη ακυρωτικώς (ΑΠ 1177/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1347/2017 ΕΕμπΔ 2019.213, ΑΠ 1354/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 867, 868 και 869 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι διαφορές ιδιωτικού δικαίου υφιστάμενες ή μέλλουσες να προέλθουν από ορισμένη έννομη σχέση, πλην των εργατικών διαφορών, μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία με συμφωνία, αν εκείνοι που τη συνομολόγησαν έχουν την εξουσία να διαθέτουν ελεύθερα το αντικείμενο της διαφοράς. Ειδικά για τις μελλοντικές διαφορές απαιτείται πέραν της εξουσίας διαθέσεως των μερών και τήρηση έγγραφου τύπου, που είναι συστατικός και δεν μπορεί να αναπληρωθεί με την επίκληση άλλων αποδεικτικών μέσων. Με τη συμφωνία περί διαιτησίας επί των μελλοντικών διαφορών μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία ορισμένες ή και όλες οι ιδιωτικού δικαίου διαφορές από ορισμένη έννομη σχέση, που μπορούν να γεννηθούν στο μέλλον, σε οποιαδήποτε διάταξη του νόμου και αν στηρίζονται. Άρα αντικείμενο της συμφωνίας για διαιτησία μπορεί να αποτελέσει και η διαφορά που ανακύπτει από αδικοπραξία κάποιου από τους συμβαλλομένους ή των προσώπων για τα οποία ευθύνεται αυτός. Στις διαφορές από αδικοπραξία, που κατά τα παραπάνω είναι δεκτικές υπαγωγής στη διαιτησία, περιλαμβάνονται και εκείνες που συρρέουν με απαιτήσεις αποζημιώσεως από τη σύμβαση, με την έννοια της συρροής απαιτήσεων ή αξιώσεων στηριζόμενων επί διαφορετικών διατάξεων, αφενός μεν γιατί οι αξιώσεις αυτές από αδικοπραξία, ανεξάρτητα από τη νομική τους θεμελίωση, είναι αναπόσπαστα συνδεόμενες με τις αντίστοιχες συμβατικές, αφετέρου δε γιατί, με την αντίθετη εκδοχή, το πεδίο εφαρμογής της αντίστοιχης διαιτητικής ρήτρας θα περιοριζόταν δραστικά, με την προσφυγή του ζημιωθέντος ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων, μέσω της ασκήσεως των αδικοπρακτικών αξιώσεων, με αποτέλεσμα η λειτουργία της διαιτητικής ρήτρας να καταλείπεται στην προαίρεση του ενός από τα μέρη που τη συνομολόγησαν. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 867, 868 και 869 ΚΠολΔ προκύπτει ότι στη συμφωνία διαιτησίας επί ιδιωτικού δικαίου διαφορών, δηλαδή διαφορών που πηγάζουν από έννομη σχέση του ιδιωτικού δικαίου με αντικείμενο είτε την ύπαρξη είτε την ανυπαρξία της έννομης σχέσης είτε τις επιμέρους εκδηλώσεις της ως προς τα υποκείμενα, το αντικείμενο και το περιεχόμενο του δικαιώματος, τα μέρη πρέπει να έχουν την εξουσία να διαθέτουν ελεύθερα το αντικείμενο της διαφοράς, δηλαδή αυτό να είναι απαλλοτριωτό, όπως κατά κύριο λόγο είναι τα περιουσιακά δικαιώματα, ενοχικά και εμπράγματα, όχι όμως και εκείνα που ανάγονται στο δίκαιο προστασίας της προσωπικότητας. Ενόψει αυτών, οι αξιώσεις από ηθική βλάβη φυσικού προσώπου από τις διατάξεις των άρθρων 932 και 59 ΑΚ, από προσβολή της προσωπικότητας, συνδέονται τόσο στενά με την ψυχική σφαίρα του φυσικού προσώπου, που υφίσταται και την ψυχική ταραχή, η οποία εκπηγάζει από την αδικοπρακτική συμπεριφορά σε βάρος του, ώστε να μη μπορούν ν’ αποτελέσουν αντικείμενο διαιτησίας (ΑΠ 2004/2007 ΧρΙΔ 2008.730). Περαιτέρω, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις των άρθρων 867, 868, 869 ΚΠολΔ συνάγεται ότι στη συμφωνία περί διαιτησίας, η οποία διακρίνεται από τη βασική σύμβαση, από την οποία προέκυψε η διαφορά, μπορούν με συμφωνία να υπαχθούν τόσο οι αξιώσεις που γεννώνται αμέσως από τη σύμβαση, είτε ανάγονται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων είτε στην ερμηνεία των συμβάσεων, όσο και αξιώσεις που μπορούν να προκύψουν και για τα δύο μέρη από σχέσεις, πράξεις ή παραλείψεις, σε περίπτωση δε που το δικαστήριο διαπιστώσει κενό ή ασάφεια σχετικά με τις περιεχόμενες στη διαιτητική συμφωνία διαφορές οφείλει να προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ για να κριθεί αν η συγκεκριμένη διαφορά έχει υπαχθεί στη διαιτησία (ΑΠ 1281/2019, ΑΠ 543/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 539/2013 ΕΕμπΔ 2014.99). Άλλωστε, από τις διατάξεις των άρθρων 867, 868 και 870 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η συμφωνία περί διαιτησίας είναι αυτοτελής και διακρίνεται από την κύρια ουσιαστικού χαρακτήρα σύμβαση, στην οποία αναφέρεται, έστω και αν ενσωματώνεται στο ίδιο κείμενο, με συνέπεια, αν δεν συνάγεται το αντίθετο, το κύρος αυτής να μην εξαρτάται από το κύρος της κύριας σύμβασης (ΑΠ 35/2019 ΧρΙΔ 2019.620, ΑΠ 1219/2014 ΧρΙΔ 2015.130, ΑΠ 102/2012 ΝοΒ 2012.1760, ΑΠ 2273/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 877/2000, ΕφΑθ 936/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και, επομένως, η κρίση για την εγκυρότητα της κυρίας συμβάσεως ανήκει καταρχήν στην εξουσία των διαιτητών. Ανακύπτει, όμως, δικαιοδοσία των πολιτειακών δικαστηρίων, όταν προβάλλονται λόγοι ακυρότητας ή ακυρώσεως της σύμβασης, που πλήττουν και την ίδια τη διαιτητική ρήτρα, αφού η δικαιοδοσία των διαιτητών προϋποθέτει την ισχύ της ρήτρας αυτής, από την οποία και μόνον απορρέει. Η εκδοχή αυτή συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 264, 869 εδ. α΄ και 897 αρ. 1 ΚΠολΔ και των άρθρων 180 και 184 ΑΚ (ΑΠ 1281/2019 ό.π.). Εκδήλωση της αυτοτέλειας της συμφωνίας διαιτησίας αποτελεί και το ενδεχόμενο να διέπεται από δίκαιο διαφορετικό από εκείνο που διέπει την κύρια σύμβαση. Κατά τη διάταξη του άρθρου 869 παρ. 2 ΚΠολΔ, η συμφωνία για τη διαιτησία διέπεται από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου για τις συμβάσεις, χωρίς ωστόσο να καθίσταται έτσι και σύμβαση του ουσιαστικού δικαίου, αφού οι κύριες συνέπειές της, που προσδιορίζουν τη νομική φύση της, δηλαδή η θεμελίωση της δικαιοδοσίας των διαιτητών για ορισμένη διαφορά και αντίστοιχα ο αποκλεισμός της δικαιοδοσίας των τακτικών δικαστηρίων για την ίδια διαφορά, εκδηλώνονται στο χώρο του δικονομικού δικαίου και της προσδίδουν συνεπώς το χαρακτήρα δικονομικής σύμβασης, στην οποία απλώς εφαρμόζονται οι κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, προκειμένου να καλυφθεί το σχετικό έλλειμμα στη ρύθμιση των δικονομικών συμβάσεων (ΑΠ 1219/2014 ό.π.). Η συμφωνία των μερών για το εφαρμοστέο στη διαιτητική συμφωνία δίκαιο μπορεί να είναι ρητή ή και σιωπηρή, συναγόμενη από συγκεκριμένες βουλητικές ενδείξεις, όπως προπάντων είναι η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου για την ουσία της διαφοράς ή ο συμφωνημένος τόπος διεξαγωγής της διαιτησίας (ΑΠ 1219/2014 ό.π.). Η διαιτητική δίκη στηρίζεται στη διαιτητική συμφωνία, όχι μόνον κατά τα αντικειμενικά, αλλά και κατά τα υποκειμενικά της όρια (βλ. σχετ. ΑΠ 1679/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα υποκειμενικά όρια της διαιτητικής συμφωνίας δεν καθορίζονται στο νόμο. Από τη φύση της ως συναλλάγματος, η συμφωνία διαιτησίας δεν μπορεί παρά να αναπτύσσει σχετική ενέργεια, δεσμεύει μόνον τα πρόσωπα που την υπέγραψαν, καθώς και τα ταυτιζόμενα ουσιαστικά μ’ αυτά. Τρίτοι δεν δεσμεύονται, κατ’ αρχάς, από τη σχετική συμφωνία [βλ. σχετ. Γνωμοδότηση Ν. Νίκα, Καθηγητή Α.Π.Θ., Διαιτησία και κάμψη της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της θυγατρικής εταιρίας, Αρμ 2018 σελ. 1050 (1052), Καργάδος, ΝοΒ 1977.1421, 1428], ακόμη και όταν ευθύνονται εις ολόκληρον (ΑΚ 480 επ.) μ’ ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη (Stein/Jonas/Schlosser, Kommentar zur ΖΡΟ, 2002, § 1029 αριθ. 33). Δεδομένου, όμως, ότι η διαιτητική συμφωνία αναπτύσσει και δικονομικές ενέργειες (αποκλείει τη φυσική δικαιοδοσία των κρατικών δικαστηρίων), η μέθεξη και των δικονομικών ρυθμίσεων αποτελεί, ενίοτε, αποφασιστικής σημασίας παράγοντα για τη χάραξη των υποκειμενικών ορίων της εμβέλειάς της (βλ. Ν. Νίκα, ό.π., Κουσούλη, Δίκαιο Διαιτησίας, 2006, § 5 αριθ. 42). Επομένως, καταλαμβάνονται από τα όρια αυτά, μεταξύ άλλων, οι τρίτοι, των οποίων οι έννομες θέσεις ταυτίζονται με την έννομη θέση των συμβληθέντων στη διαιτητική συμφωνία (βλ. σχετ. Ν. Νίκα, ό.π. – ΜονΕφΠειρ 585/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, όπου και παραπομπές στους προαναφερθέντες θεωρητικούς). Περαιτέρω, με το άρθρο 1 του ν. 2735/1999, με τον οποίο υιοθετήθηκε, με μικρές διαφοροποιήσεις, ο Πρότυπος Νόμος, που κατάρτισε η Επιτροπή του Ο.Η.Ε. για το Δίκαιο του Διεθνούς Εμπορίου (UNCITRAL), τίθενται τα κριτήρια για τον χαρακτηρισμό μιας διαιτησίας ως διεθνούς και ορίζεται ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται στη διεθνή εμπορική διαιτησία, εφόσον ο τόπος της βρίσκεται στην ελληνική επικράτεια, με μόνη επιφύλαξη αυτή των άρθρων 8, 9 και 36 του ίδιου νόμου, που έχουν γενική εφαρμογή, δηλαδή εφαρμόζονται από τα ελληνικά δικαστήρια σε κάθε περίπτωση που αυτά καλούνται να δικάσουν διαφορά για την οποία έχει συμφωνηθεί η διαιτητική επίλυσή της, έστω και αν η διαιτησία ορίστηκε να διεξαχθεί εκτός της ελληνικής επικράτειας. Κατά το άρθρο δε 7 του ν. 2735/1999: «1. Συμφωνία διαιτησίας είναι η συμφωνία με την οποία τα μέρη υπάγουν σε διαιτησία όλες τις διαφορές ή ορισμένες διαφορές που έχουν προκύψει ή ενδέχεται να προκύψουν μεταξύ τους από μια έννομη σχέση, συμβατική ή μη συμβατική. 2. Η συμφωνία διαιτησίας μπορεί να έχει τη μορφή διαιτητικής ρήτρας σε ορισμένη σύμβαση ή τη μορφή χωριστής συμφωνίας. 3. Η συμφωνία διαιτησίας είναι γραπτή και μπορεί να περιέχεται σε έγγραφο που έχει υπογραφεί από τα μέρη ή σε ανταλλαγή επιστολών, τηλετυπημάτων, τηλεγραφημάτων ή άλλων μέσων τηλεπικοινωνίας που καταγράφουν τη συμφωνία. Συμφωνία γραπτή, επίσης, θεωρείται ότι υπάρχει όταν το ένα μέρος επικαλείται την ύπαρξη συμφωνίας διαιτησίας σε δικόγραφο και το άλλο δεν αντιλέγει. 4. Ο τύπος θεωρείται ότι έχει εκπληρωθεί εφόσον προφορική συμφωνία διαιτησίας καταγράφεται σε έγγραφο, το οποίο διαβιβάστηκε από το ένα μέρος στο άλλο ή από τρίτον σε όλα τα μέρη, το δε περιεχόμενο του εγγράφου, για το οποίο δεν προβλήθηκαν αντιρρήσεις σε εύλογο χρονικό διάστημα, μπορεί, σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη, να θεωρηθεί ως περιεχόμενο της σύμβασης. 5. Ρήτρα διαιτησίας καταρτίζεται επίσης όταν σε γραπτή σύμβαση γίνεται αναφορά σε έγγραφο που περιλαμβάνει ρήτρα διαιτησίας, υπό τον όρο ότι η αναφορά αυτή καθιστά τη ρήτρα μέρος της σύμβασης. 6. … 7. Η έλλειψη τύπου θεραπεύεται αν τα μέρη μετάσχουν ανεπιφύλακτα στη διαιτητική διαδικασία» (βλ. σχετ. ΑΠ 35/2019 ό.π.). Εξάλλου, κατά το άρθρο 8 παρ. 1 του ως άνω ν. 2735/1999, «το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ασκείται αγωγή σε υπόθεση για την οποία υπάρχει συμφωνία διαιτησίας, παραπέμπει την υπόθεση στη διαιτησία μετά από αίτημα ενός από τους διαδίκους, εφόσον αυτό υποβάλλεται κατά την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο, εκτός αν το δικαστήριο διαπιστώσει ότι η συμφωνία διαιτησίας είναι άκυρη, ανενεργός ή μη επιδεκτική εφαρμογής». Όμοια είναι και η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 της Σύμβασης της Νέας Υόρκης «περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως των αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων», που υπογράφτηκε στις 10.6.1958 και κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 4220/1961, σύμφωνα με την οποία «το δικαστήριο ενός των συμβαλλομένων κρατών, επιλαμβανόμενον αγωγής επί θέματος, ως προς το οποίον τα μέρη έχουν συνάψει συμφωνία εν τη εννοία του παρόντος άρθρου (δηλαδή περί διαιτησίας), θα παραπέμπει τα μέρη εις διαιτησίαν, τη αιτήσει ενός εξ αυτών, εκτός αν διαπιστώνει ότι η εν λόγω συμφωνία είναι άκυρος, ανενεργός ή μη δεκτική εφαρμογής». Αντίστοιχα ορίζουν και οι διατάξεις των άρθρων 263 περ. β΄ και 264 εδ. α΄ ΚΠολΔ, οι οποίες, ως δικονομικές, εφαρμόζονται σε κάθε διαιτησία με forum την Ελλάδα, δηλαδή ακόμη και όταν η όλη διαιτησία διέπεται από διατάξεις αλλοδαπού δικαίου, κατά την (πρώτη) συζήτηση της υπόθεσης προτείνεται, με ποινή διαφορετικά απαραδέκτου, η υπαγωγή της διαφοράς σε διαιτησία, στην οποία, ακολούθως, το δικαστήριο παραπέμπει την υπόθεση, ενώ αν η διαιτησία συμφωνηθεί αργότερα, ορίζουν οι δικονομικές, επίσης, διατάξεις του άρθρου 870 ΚΠολΔ ότι η υπαγωγή της υπόθεσης στη διαιτησία πρέπει να προτείνεται κατά τη συζήτηση, μετά τη συνομολόγηση της συμφωνίας, διαφορετικά είναι και πάλι απαράδεκτη (ΑΠ 1219/2014 ό.π., ΑΠ 45/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1032/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1006/1999 ΕλλΔνη 1999.1715, ΑΠ 2040/1984 ΝοΒ 1985.1160, ΕφΑθ 669/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 37/2010 ΕλλΔνη 2012.1609, ΕφΑθ 7195/2007 ΝοΒ 2008.650). Παρέπεται εξ αυτών ότι η εν λόγω ένσταση, προτεινόμενη από τον εναγόμενο, πριν από κάθε απάντησή του για την ουσία της διαφοράς, πρέπει να είναι ορισμένη και σαφής, χωρίς όρους και αιρέσεις, η προσθήκη των οποίων και δεν συμβιβάζεται άλλωστε με τον προεκτεθέντα χαρακτήρα και περιεχόμενό της (ΕφΠειρ 37/2010 ό.π.). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι αν έχει συμφωνηθεί η υπαγωγή της διαφοράς σε διαιτησία και προταθεί κατά την πρώτη συζήτηση η σχετική ένσταση, το πολιτικό δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να δικάσει την υπόθεση και πρέπει να παραπέμψει αυτήν στη διαιτησία, δηλαδή να παραπέμψει εκεί όλη τη διαφορά και όχι μεμονωμένα στοιχεία αυτής (π.χ. την αγωγή) (ΑΠ 45/2013 ό.π., ΜονΕφΠειρ 585/2020 ό.π.). Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 70 ΑΚ, που ορίζει ότι «δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο», καθιερώνεται ως βασική αρχή του δικαίου των νομικών προσώπων η περιουσιακή αυτοτέλεια αυτών έναντι των μελών τους και αντιστρόφως, η οποία και αποτελεί καθοριστικό στοιχείο της ιδιοσυστασίας τους. Ωστόσο, η αρχή αυτή κάμπτεται κατ’ εξαίρεση, όταν ο ως άνω διαχωρισμός δεν είναι ανεκτός από το δίκαιο, είτε ευθέως με βάση σχετική διάταξη νόμου είτε κατά την καλή πίστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στα άρθρα 281, 288 και 200 ΑΚ, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της αυτοτελούς υπάρξεως του νομικού προσώπου, οπότε καταφάσκεται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειάς του. Οι περιπτώσεις καταχρήσεως της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου προσλαμβάνουν στο εταιρικό δίκαιο πολλές και ποικίλες μορφές, είναι δε δυνατό να εμφανίζονται τόσο κατά το στάδιο της ιδρύσεως όσο και κατά το στάδιο λειτουργίας του νομικού προσώπου. Δεν συνιστά, υπό την ανωτέρω έννοια, καταχρηστική συμπεριφορά μόνη η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των μετοχών ανωνύμου εταιρείας ή των μεριδίων εταιρείας περιορισμένης ευθύνης σε ένα μόνο πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρείας και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά (ΟλΑΠ 5/1996 ΕλλΔνη 1996.1046). Επίσης, δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας για την άσκηση μέσω αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας από έναν ή περισσοτέρους επιχειρηματίες, με σκοπό η εταιρεία να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορροφήσεως των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, ούτε επίσης η ταύτιση των συμφερόντων της εταιρείας με αυτά του βασικού μετόχου ή εταίρου της ή η συστηματική από αυτούς παροχή εγγυήσεων υπέρ της εταιρείας ούτε και η εμφάνιση αυτών ως των ουσιαστικών φορέων της ασκουμένης από την εταιρεία επιχειρήσεως, αφού η εταιρεία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή εκ μέρους τους εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρείας διασφαλίζουν αντιστοίχως και τα δικά τους συμφέροντα κατά θεμιτό ασφαλώς τρόπο. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, που δεν διαπιστώνεται κατάχρηση κατά τη λειτουργία του εταιρικού θεσμού, διατηρείται αναλλοίωτη και η αυτοτέλεια της εταιρείας ως νομικού προσώπου. Όμως, η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρείας έναντι των μετόχων ή των εταίρων της υποχωρεί, όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητάς της χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστεως, δηλαδή όταν οι πράξεις της εταιρείας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα παραλλάσσονται ή, αντιστρόφως, όταν οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρεία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Η μορφή αυτή καταχρήσεως του θεσμού της εταιρείας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει τον νόμο (παρακάμπτοντας υποχρεώσεις που τον δεσμεύουν ως φυσικό πρόσωπο) ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο (οπότε θα ανακύπτει και αδικοπρακτική ευθύνη του) ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση είτε εταιρικών είτε ατομικών υποχρεώσεών του, που δημιουργήθηκαν καθ’ υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών ή ατομικών του δυνατοτήτων, κριτήρια δε ενδεικτικά τοιαύτης καταχρήσεως αποτελούν κυρίως η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του, αφού εξ αιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδοτήσεως ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρείας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθεμίτως και στην περίπτωση της συγχύσεως των περιουσιών χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες ή, αντιστρόφως, επωφελείται η εταιρεία σε βάρος των ατομικών του δανειστών. Ασφαλώς καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρεία, όταν η εταιρεία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της καταχρήσεως προσήκει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας και η επέκταση από την εταιρεία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή, αντιστρόφως, η επέκταση των αντιστοίχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρεία, ιδιαιτέρως όταν οι τρίτοι, που συμβλήθηκαν με την εταιρεία ή τον βασικό μέτοχο ή εταίρο της, οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη παραλλαγμένη κατάσταση. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι προσωρινή και περιορισμένη, δηλαδή δεν καταλύεται η ίδια η νομική προσωπικότητα της εταιρείας, αλλά παραμερίζεται μόνο για τη συγκεκριμένη συναλλαγή η περιουσιακή αυτοτέλειά της, με την έννοια ότι η εταιρεία ή αναλόγως o βασικός μέτοχος ή εταίρος της παραμένουν οφειλέτες, που ευθύνονται πλέον από κοινού και εις ολόκληρο για τις ζημιογόνες συνέπειες της συναλλαγής τους, δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση είτε από την εταιρεία προς τον βασικό μέτοχο ή εταίρο είτε αντιστρόφως (ΟλΑΠ 2/2013 ΝοΒ 2013.363, ΑΠ 537/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1204/2019 ΕπισκΕμπΔ 2019.423). Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, εκτίθεται ότι η 1η ενάγουσα είναι πλοιοκτήτρια του υπό σημαία … φορτηγού πλοίου χύδην φορτίου …, όπως ειδικότερα περιγράφεται στην αγωγή, και η 2η διαχειρίστρια αυτού, ενώ ο 1ος εναγόμενος είναι ουσιαστικός ιδιοκτήτης και αποκλειστικός, άλλως κατά πλειοψηφία μέτοχος και διαχειριστής της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία … και διοικείται από τους τρεις πρώτους των εναγόμενων, η 2η εναγόμενη νόμιμη εκπρόσωπος της εν λόγω εταιρείας και οι 3ος και 4ος των εναγόμενων στενοί συνεργάτες του 1ου, ο μεν 3ος νόμιμος εκπρόσωπος και διευθυντής ναυλώσεων ο δε 4ος υπάλληλος στο Τμήμα Διαχείρισης Ναυλώσεων αυτής. Ότι κατά το χρονικό διάστημα από 15.4.2019 έως 27.11.2019 οι εναγόμενοι στην Αθήνα προέβησαν σε βάρος των εναγουσών εταιρειών στην αξιόποινη πράξη της απάτης, μέσω της παραστάσεως ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, συνεπεία της οποίας η 1η ενάγουσα προέβη σε περιουσιακή διάθεση από την οποία έχει υποστεί περιουσιακή ζημία ύψους 874.765,24 δολ. ΗΠΑ, άλλως 835.555,55 ευρώ, σύμφωνα με την ισοτιμία ευρώ – δολ. ΗΠΑ κατά τον χρόνο επέλευσης της ζημίας, αμφότερες δε οι ενάγουσες υπέστησαν ηθική βλάβη, καθόσον τρώθηκε η φήμη τους στη ναυτιλιακή αγορά. Ειδικότερα, οι εναγόμενοι και συγκεκριμένα οι 3ος και 4ος των εναγόμενων, ως φυσικοί αυτουργοί, κατόπιν προσυνεννόησης με τους ηθικούς αυτουργούς 1ο και 2η των εναγόμενων, εξαπάτησαν την 1η ενάγουσα, με σκοπό να περιποιήσουν παράνομο περιουσιακό όφελος στον 1ο εναγόμενο και τη “…”, παριστάνοντας ψευδώς προς τους εκπροσώπους των εναγουσών κατά τη διαπραγμάτευση της σύναψης του από 26.7.2019 χρονοναυλοσυμφώνου του πλοίου …” ότι η ανωτέρω εταιρεία είναι εφοπλίστρια του πλοίου …”, διαθέτει μεγάλη περιουσία, ιστορικό πολυάριθμων επιτυχών ναυλώσεων, πιστοποιητικό καλής λειτουργίας και χαίρει διεθνούς φήμης, είναι συνεπώς εξασφαλισμένη η εκπλήρωση των υποχρεώσεών της, με την εγγύηση του -διαθέτοντος τεράστια περιουσία και έχοντος διεθνή επιχειρηματική δραστηριότητα- 1ου εναγόμενου, ενώ η αλήθεια ήταν ότι η “…” στερούνταν παντελώς περιουσίας, δεν ήταν εφοπλίστρια του ανωτέρω πλοίου και υπολειτουργούσε για να καλύπτει τη δραστηριότητα του ιδιοκτήτη της, 1ου εναγόμενου, είχαν δε εξαπατήσει με τον ίδιο τρόπο μεγάλο αριθμό πλοιοκτητριών. Ότι αν η 1η ενάγουσα γνώριζε ότι τα ανωτέρω ήταν ψευδή, δεν θα συμβαλλόταν στην από 26.7.2019 σύμβαση ναύλωσης, την οποία ο 1ος εναγόμενος εξαρχής είχε σκοπό να μην τηρήσει, ούτε θα συναινούσε στη μεταφορά του φορτίου που προέβλεπε η από 18.7.2019 υποναύλωση μεταξύ της ναυλώτριας “…” ως υπεκναυλώτριας και της “…” ως υποναυλώτριας, από τις 28.8.2019, οπότε φορτώθηκε το φορτίο στο … της Βραζιλίας, μέχρι και τη δόλια καταγγελία της ένδικης ναύλωσης από τους εναγόμενους, στις 27.9.2019, καθόσον ο 1ος εναγόμενος άφησε απλήρωτο τον ναύλο και τα έξοδα, έχοντας, ωστόσο, καρπωθεί το σύνολο του επιτευχθέντος υποναύλου, τον οποίο υπεξαίρεσε αποξενώνοντας τη ναυλώτρια από αυτόν, με σκοπό να ματαιώσει τυχόν διεκδίκησή του από την 1η ενάγουσα. Περαιτέρω, ότι οι 3ος και 4ος των εναγόμενων, κατόπιν προσυνεννόησης με τους 1ο και 2η, παρέστησαν ψευδώς στην προμηθεύτρια καυσίμων εταιρεία με την επωνυμία …”, κατά το χρονικό διάστημα από 6.9.2019 έως 27.11.2019, ότι είχαν εξουσιοδοτηθεί από τις ενάγουσες να συνάψουν στο όνομά τους σύμβαση αγοράς 300 μ.τ. καυσίμων, πράγμα που ήταν ψευδές, με συνέπεια να χρεώσουν την περιουσία της 1ης ενάγουσας με το τίμημα της πώλησης, αν και γνώριζαν ότι ήταν συμβατική υποχρέωση της “…” να πληρώσει το τίμημα, και να προκαλέσουν την κατάσχεση του πλοίου από την ως άνω προμηθεύτρια στις 25.11.2019 στην Αργεντινή. Τέλος, ότι οι εναγόμενοι, εν γνώσει της έλλειψης κεφαλαίων της ναυλώτριας, παρείχαν ψευδείς διαβεβαιώσεις μέσω των 3ου και 4ου αυτών στις ενάγουσες κατ’ επανάληψη τον Σεπτέμβριο 2019 ότι ο οφειλόμενος ναύλος και τα έξοδα θα καταβάλλονταν άμεσα, αν και γνώριζαν ότι αυτό δεν επρόκειτο να γίνει. Ότι επικουρικά ο 1ος και η 2η των εναγόμενων, νόμιμοι εκπρόσωποι της “…”, ευθύνονται προσωπικά από κοινού και εις ολόκληρον με την εν λόγω αλλοδαπή ναυλώτρια εταιρεία, που λειτούργησε ως «εν τοις πράγμασι» (de facto) ομόρρυθμη προσωπική εταιρεία λόγω της επιχειρηματικής δραστηριότητας που ανέπτυξε στον … όπου βρίσκεται η πραγματική της έδρα, χωρίς να έχει τηρήσει τις διατυπώσεις δημοσιότητας, για την αδικοπρακτική τους συμπεριφορά, και επικουρικότερα ο 1ος αυτών ευθύνεται προσωπικά από κοινού και εις ολόκληρον με την ως άνω ναυλώτρια, διότι διαμέσου των 3ου και 4ου των εναγόμενων άφησε απλήρωτο τον ναύλο όπως εξαρχής είχε σκοπό, κατά κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της ως άνω ναυλώτριας, περαιτέρω δε παραβίασαν αυτοί την υποχρέωση πρόνοιας, καλής πίστης και επιμέλειας, έτσι ώστε να δικαιολογείται η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου. Επικουρικά, ο 1ος και η 2η των εναγόμενων ευθύνονται για το χρέος της ναυλώτριας συμμέτρως και κατ’ ίσο ποσό έκαστος λόγω του ότι υπάρχει μεταξύ αυτών και της ναυλώτριας γνήσια κοινοπραξία και, τέλος, άπαντες οι εναγόμενοι ευθύνονται από κοινού και εις ολόκληρον να αποζημιώσουν την 1η ενάγουσα για την επίδικη απαίτησή της, διότι οι 3ος και 4ος, σε συμπαιγνία με τον 1ο και τη 2η, ενήργησαν ως ψευδοαντιπρόσωποι. Ότι, συνεπεία της προπεριγραφείσας αδικοπραξίας των εναγόμενων, η 1η ενάγουσα υπέστη τις κάτωθι ζημίες: Α. Απώλεια ναύλων για τη χρονική περίοδο από 11.9.2019 έως 15.10.2019, ανερχόμενη στο ποσό των 542.336,51 ευρώ, Β. Προμήθεια καυσίμων την 1η.10.2019, προκειμένου το πλοίο να φθάσει στον λιμένα εκφόρτωσης, αξίας 9.793,90 ευρώ, Γ. Έξοδα αμοιβής πράκτορα στο λιμάνι της Σιγκαπούρης για την προμήθεια καυσίμων την 1η.10.2019, ποσού 2.157,88 ευρώ, Δ. Έξοδα καθαρισμού κυτών 4.988,44 ευρώ, Ε. Έξοδα χρήσης τηλεγραφικών εγκαταστάσεων, διατροφής και αναψυχής, ποσού 2.907,12 ευρώ, Στ. Λογαριασμός εξόδων του πλοίου στον λιμένα εκφόρτωσης, ποσού 47.817,57 ευρώ, Ζ. Ζημία λόγω πληρωμής του τιμήματος των καυσίμων του πλοίου προς την “…, ποσού 162.894,33 ευρώ, Η. Ζημία από διαφυγόντα κέρδη λόγω της κατάσχεσης του πλοίου στο …, ήτοι απώλεια ναύλων ποσού 32.561,83 ευρώ, Θ. Έξοδα για την άρση της κατάσχεσης του πλοίου, ποσού 771,49 ευρώ, Ι. Δαπάνη για την κατανάλωση καυσίμων κατά τον χρόνο που το πλοίο είχε τεθεί εκτός ναύλου, ποσού 2.850,14 ευρώ, ΙΑ. Ζημία λόγω της θραύσης κάβων στον ανασφαλή λιμένα της … ποσού 9.691,80 ευρώ, ΙΒ. Ζημία λόγω της καταστροφής της βαφής του πλοίου, ποσού 1.792,03 ευρώ, και ΙΓ. Ζημία λόγω της σύγκρουσης του πλοίου με το φορτηγό πλοίο «… στον λιμένα … στις 14.10.2019, ποσού 14.992,51 ευρώ, ήτοι συνολικά 835.555,55 ευρώ, όπως τα ανωτέρω ποσά ειδικά προσδιορίζονται στην αγωγή και υπολογίζονται με την επίσημη ισοτιμία δολ. ΗΠΑ – ευρώ κατά το χρόνο επέλευσης των ζημιών, άλλως αναφέρονται σε δολ. ΗΠΑ και ζητούνται με την επίσημη ισοτιμία κατά το χρόνο πληρωμής [συνολικά 874.765,24 δολ. ΗΠΑ]. Με βάση τα ανωτέρω, οι ενάγουσες ζητούν, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον έκαστος, να καταβάλουν α. στην 1η ενάγουσα το ποσό των 835.555,55 ευρώ, που είναι το ισόποσο σε ευρώ ποσό 874.765,24 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο επέλευσης των ζημιών, άλλως και επικουρικά το ισόποσο του ποσού 874.765,24 δολ. ΗΠΑ, κατά την επίσημη ισοτιμία δολ. ΗΠΑ – ευρώ κατά το χρόνο πληρωμής, καθώς και το ποσό των 100.000 ευρώ ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης, β. στη 2η ενάγουσα το ποσό των 100.000 ευρώ ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης, τα ανωτέρω δε ποσά νομιμοτόκως από τις 15.10.2019, άλλως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, άλλως και επικουρικά να υποχρεωθεί έκαστος των 1ου και 2ης των εναγόμενων να καταβάλει στην 1η ενάγουσα το ποσό των 311.851,81 ευρώ και στη 2η ενάγουσα το ποσό των 33.333,3 ευρώ. Επίσης, ζητούν ν’ απειληθεί σε βάρος εκάστου των εναγόμενων προσωπική κράτηση ενός έτους και χρηματική ποινή 50.000 ευρώ για κάθε παράβαση της εκδοθησόμενης απόφασης, καθώς και να καταδικασθούν αυτοί στη δικαστική δαπάνη τους.

ΙΙ.           Οι δύο πρώτοι των εναγόμενων ισχυρίζονται, με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν, πριν την προβολή οποιουδήποτε άλλου ισχυρισμού, ότι το επίδικο από 26.7.2019 ναυλοσύμφωνο περιέχει ρήτρα διαιτησίας, σύμφωνα με την οποία όλες οι διαφορές που απορρέουν από τη συγκεκριμένη σύμβαση θα επιλύονται από Διαιτητικό Δικαστήριο συγκροτούμενο από τρία πρόσωπα στο Λονδίνο και ότι, ως εκ τούτου, η ένδικη διαφορά υπάγεται στην εν λόγω διαιτησία. Ο ισχυρισμός αυτός των εναγόμενων συνιστά ένσταση υπαγωγής της διαφοράς σε διαιτησία, η οποία προτείνεται παραδεκτά και είναι νόμιμη κατά το μέρος κατά το οποίο ζητείται η επιδίκαση αποζημίωσης για την αποκατάσταση της επικαλούμενης θετικής και αποθετικής ζημίας της πρώτης ενάγουσας, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 264, 867, 868 και 869 ΚΠολΔ. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι, η υπαγωγή σε διαιτησία δεν καθιστά την αγωγή απορριπτέα ως απαράδεκτη κατά το άρθρο 4 ΚΠολΔ, όπως παρά το νόμο ζητούν οι εν λόγω εναγόμενοι, αλλά έχει δικονομικό αποτέλεσμα την παραπομπή της υπόθεσης, καθόσον, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 264 και 263 περ. β΄ ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν έχει συμφωνηθεί η υπαγωγή της διαφοράς σε διαιτησία και προταθεί παραδεκτά η σχετική ένσταση, το πολιτικό δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να δικάσει την υπόθεση και πρέπει να παραπέμψει αυτήν στη διαιτησία. Η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου με την οποία παραπέμπεται η υπόθεση στη διαιτησία εξομοιώνεται με παραπεμπτική λόγω αναρμοδιότητας απόφαση (ΑΠ 255/1996 ΕλλΔνη 1996.1560, ΕφΛαρ 350/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 338/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά το μέρος, όμως, κατά το οποίο ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από την επικαλούμενη προσβολή της προσωπικότητας των εναγουσών, η άνω ένσταση είναι μη νόμιμη και, συνεπώς, απορριπτέα διότι, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην παραπάνω νομική σκέψη, η αξίωση αυτή σε κάθε περίπτωση δεν είναι δεκτική διάθεσης και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διαιτησίας. Κατόπιν αυτών, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμω βάσιμη, η σχετική ένσταση πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.               Από το από 26.7.2019 ναυλοσύμφωνο μετά των Παραρτημάτων του, όπως το ως άνω ναυλοσύμφωνο, το οποίο είναι συνταγμένο στην αγγλική γλώσσα και προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως σε αποσπασματική μετάφραση στην ελληνική, καταρτίστηκε μεταξύ της 1ης ενάγουσας, πλοιοκτήτριας του πλοίου …”, και της μη διαδίκου αλλοδαπής ναυλώτριας εταιρείας με την επωνυμία “…”, φέρει δε την υπογραφή αμφοτέρων των μερών, προκύπτει ότι στις γραμμές 225 – 226 (όρος 17 – Διαφορές) του ναυλοσυμφώνου προβλέπεται ότι: «Στην περίπτωση που ανακύψουν διαφορές μεταξύ των Πλοιοκτητών και των Ναυλωτών, το αντικείμενο της διαφοράς θα αντιμετωπίζεται με τον τρόπο που προβλέπεται στον Όρο υπ’ αριθ. 80», στον Όρο δε 80 αναφέρονται επί λέξει τα εξής: «Σε περίπτωση που ανακύψει οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ των Πλοιοκτητών και των Ναυλωτών, το αντικείμενο της διαφοράς θα παραπέμπεται σε τρία πρόσωπα στο Λονδίνο, κάθε ένα εκ των οποίων θα διορίζεται από έκαστο των συμβαλλόμενων μερών, και το τρίτο πρόσωπο υπό των δύο ήδη διορισθέντων […]. Θα εφαρμόζεται το αγγλικό δίκαιο. Οι διαιτητές θα είναι πρόσωπα από τον χώρο του εμπορίου με πλήρη γνώση ναυτικών θεμάτων. Η σύμβαση θα διέπεται από το αγγλικό δίκαιο. Γενικές αβαρίες και διαιτησία θα λάβουν χώρα στο Λονδίνο, διαδικασία μικρής κλίμακας διαφορών δεν θα υπερβαίνει το ποσό των 100.000 δολ. ΗΠΑ». Η εν λόγω ρήτρα διαιτησίας επιβεβαιώνεται και υπό στοιχ. 18 του ανακεφαλαιωτικού μηνύματος (recap). Συνεπώς, συμφωνήθηκε ρητώς η υπαγωγή όλων των διαφορών που τυχόν προκύψουν μεταξύ των ως άνω συμβαλλομένων από τη λειτουργία της εν λόγω συμβάσεως ναυλώσεως σε διεθνή διαιτησία στο Λονδίνο, σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο, που ρυθμίζει τον τύπο και το περιεχόμενο της συμφωνίας για τη διαιτησία, ως το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη (άρθρα 11 και 25 ΑΚ – βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 585/2020 ό.π.). Σημειώνεται ότι ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), έχει ρητά εξαιρέσει από το πεδίο εφαρμογής του τις συμφωνίες διαιτησίας και επιλογής Δικαστηρίου (άρθρο 1 § 2ε Καν 593/2008). Η ρήτρα αυτή είναι έγκυρη και ισχυρή, σύμφωνα με το δίκαιο (αγγλικό), στο οποίο τα μέρη την υπήγαγαν (άρθρα 11 και 25 ΑΚ) και για το οποίο το παρόν Δικαστήριο μπορεί να πληροφορηθεί με όποιο μέσο κρίνει κατάλληλο, χωρίς να υποχρεούται να διατάξει απόδειξη (άρθρο 337 ΚΠολΔ), εφόσον, κατά τον παρεμπίπτοντα έλεγχο του κύρους της συμφωνίας υπαγωγής της διαφοράς σε διαιτησία (άρθρα 264 και 284 ΚΠολΔ, βλ. σχετ. Χ. Απαλαγάκη, ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 6η έκδ. 2019, άρθρα 264 σημ. 2, 3 και 284 ΚΠολΔ), καταρτίσθηκε εγγράφως, περιέχει το ελάχιστο ουσιαστικό περιεχόμενο, που απαιτεί ο νόμος περί διαιτησίας, κατά το αγγλικό δίκαιο, να πληροί, καθώς και τον τόπο στον οποίο τα μέρη συμφώνησαν να διεξαχθεί η διαιτησία, το εφαρμοστέο δίκαιο και τη διαιτητική επίλυση της διαφοράς, δεν αντίκειται δε σε κανόνες δημόσιας τάξης (ΑΚ 33) (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 585/2020 ό.π.) και δεσμεύει την πρώτη ενάγουσα και τη μη διάδικο στην παρούσα δίκη ναυλώτρια εταιρεία με την επωνυμία “…”. Άλλωστε, για τις απαιτήσεις της πρώτης ενάγουσας από την επίδικη σύμβαση ναυλώσεως σε βάρος της “…” έχει ήδη συγκροτηθεί το προβλεπόμενο από την ως άνω ρήτρα διαιτητικό δικαστήριο, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως ηλεκτρονική αλληλογραφία μεταξύ της πλοιοκτήτριας και της ναυλώτριας, ενώπιον του οποίου έχουν υποβληθεί οι από 3.12.2020 Απαιτήσεις. Κατά την κρίση, όμως, του Δικαστηρίου, η παρούσα υπόθεση για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας (θετικής και αποθετικής) της πρώτης ενάγουσας από την περιγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγόμενων δεν υπάγεται στην εν λόγω διαιτητική ρήτρα και το Δικαστήριο αυτό έχει δικαιοδοσία να τη δικάσει, καθόσον εκφεύγει των υποκειμενικών ορίων της δικονομικής αυτής συμφωνίας. Οι δύο πρώτοι εναγόμενοι ισχυρίζονται σχετικά ότι τα εν λόγω φυσικά πρόσωπα καλύπτονται, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, από το εταιρικό πέπλο της ναυλώτριας “…” και, συνεπώς, δεσμεύονται από τη μεταξύ αυτής ως νομικού προσώπου και των εναγουσών καταρτισθείσα διαιτητική συμφωνία, σύμφωνα με την αγγλική νομολογία και πρακτική, που τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω κατά τα ανωτέρω, διότι ο μεν 1ος εναγόμενος εμφανίζεται ως νόμιμος εκπρόσωπος, μοναδικός μέτοχος, μέλος του Δ.Σ. και ουσιαστικός ιδιοκτήτης της ναυλώτριας εταιρείας, η δε 2η παρουσιάζεται ως νόμιμη εκπρόσωπος, αμφότεροι δε εμφανίζονται να έχουν δράσει με σκοπό εξαπάτησης των εναγουσών, κατόπιν προσυνεννόησης και κατά συνειδητή παράβαση των συμβατικών όρων του ναυλοσυμφώνου. Ωστόσο, με βάση τα στοιχεία που περιέχονται στην επίδικη σύμβαση ναυλώσεως και το σύνολο των αποδεικτικών μέσων που παραδεκτά επισκοπούνται στο στάδιο αυτό, προκύπτει ότι οι 1ος και 2η εναγόμενοι δεν ταυτίζονται ουσιαστικά με την ως άνω ναυλώτρια, η οποία και υπέγραψε την εν λόγω σύμβαση και δεσμεύεται από αυτήν. Συγκεκριμένα, από την επισκόπηση του χρονοναυλοσυμφώνου δεν προκύπτει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν ότι από τη διαιτητική ρήτρα θα δεσμεύονταν και τα φυσικά πρόσωπα που κατονομάζονται στην υπό κρίση αγωγή ως νόμιμοι εκπρόσωποι της ναυλώτριας και δη για τυχόν αδικοπρακτική συμπεριφορά τους, τόσο κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων όσο και μεταγενέστερα, κατά τον χρόνο λειτουργίας της σύμβασης, ενώ από κανένα στοιχείο δεν προέκυψαν κριτήρια τέτοια, όπως η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία τους, που να δικαιολογούν την επέκταση σ’ αυτούς από την εταιρεία των συνεπειών που την αφορούν, σύμφωνα και με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, ήτοι, εν προκειμένω, τη δέσμευσή τους από τη διαιτητική ρήτρα, η οποία σε κάθε περίπτωση πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά, καθόσον συνιστά παρέκκλιση από τους εφαρμοζόμενους γενικούς κανόνες. Επομένως, η σχετική δικονομική ένσταση, στον βαθμό που κρίθηκε νόμω βάσιμη, πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Εξάλλου, απορριπτέο κατ’ ουσίαν τυγχάνει και το προβαλλόμενο από τους 1ο και 2η των εναγόμενων αίτημα για αναβολή (αναστολή) της παρούσας δίκης, κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της από 3.12.2020 διαιτητικής αγωγής της 1ης ενάγουσας κατά της αλλοδαπής ναυλώτριας εταιρίας με την επωνυμία «…», καθόσον δεν υφίσταται σχέση προδικαστικότητας μεταξύ των δύο δικών ούτε ελλοχεύει ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, αφού οι δύο δίκες αφορούν σε διαφορετικούς διαδίκους και άλλο αντικείμενο, και συγκεκριμένα στο διεθνές διαιτητικό δικαστήριο εκκρεμεί αγωγή από την ενδοσυμβατική ευθύνη της ναυλώτριας στο πλαίσιο της ένδικης σύμβασης ναυλώσεως, ενώ στο παρόν Δικαστήριο εκκρεμεί αγωγή από αδικοπραξία των εναγόμενων φυσικών προσώπων.

ΙΙΙ.          Μετά ταύτα, με το ανωτέρω περιεχόμενο και τα περιλαμβανόμενα σ’ αυτήν αιτήματα, η αγωγή, που εγέρθηκε εντός της προβλεπόμενης με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας, καθώς αυτή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 6.11.2020 (βλ. τη συνημμένη στο αγωγικό δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου) και επιδόθηκε στους εναγόμενους στις 2.12.2020, όπως προκύπτει αντιστοίχως από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης, με την κάτω απ’ αυτή από 2.12.2020 απόδειξη παράδοσης αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου στα χέρια του αρμόδιου αξιωματικού υπηρεσίας και την από 3.12.2020 βεβαίωση του εν λόγω δικαστικού επιμελητή περί ταχυδρομικής αποστολής αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου, και … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, … παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία ενώπιον του παρόντος αρμόδιου Δικαστηρίου (άρθρα 7, 9, 12 παρ. 1, 13, 14, 18, 22 παρ. 1, 35 και 37 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 1 περ. α΄ – 2, 3 Α και Β περ. ε΄ του Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), το οποίο έχει και διεθνή δικαιοδοσία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 7 περ. 2 του Κανονισμού 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις («Βρυξέλλες Ια»). Εξάλλου, για το παραδεκτό της συζήτησης της αγωγής έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 Ν. 4640/2019, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 65 Ν. 4647/2019 (ΦΕΚ Α΄ 204/16.12.2019), διαδικασία (βλ. σχετ. την από 5.11.2020 έγγραφη ενημέρωση για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση, νομίμως υπογεγραμμένη από το νόμιμο εκπρόσωπο των εναγουσών και τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Γεωργόπουλο), αλλά και η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 β Ν. 4640/2019 υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης (βλ. το από 15.2.2021 πρακτικό περάτωσης ΥΑΣ, που προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως με τις προτάσεις των διαδίκων, κατ’ άρθρο 7 παρ. 4 Ν. 4640/2019). Άλλωστε, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου. Ως προς τη διερεύνηση, λοιπόν, των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσία, οι οποίες εξετάζονται πριν τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο (lex fori), το δίκαιο δηλαδή της έδρας του Δικαστηρίου που δικάζει, ενώ ως προς την επικαλούμενη από τις ενάγουσες στενώς συνδεόμενη με την προαναφερθείσα σύμβαση χρονοναύλωσης αδικοπραξία των νομίμων εκπροσώπων και των προστηθέντων της ναυλώτριας εταιρείας, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1, 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές («Ρώμη ΙΙ»), που εφαρμόζεται στα ζημιογόνα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα μετά την έναρξη ισχύος του, στις 11 Ιουλίου 2009, στο οποίο σε κάθε περίπτωση επέλεξαν σιωπηρώς να υπαχθούν τα μέρη κατά το άρθρο 14 παρ. 1 περ. α΄ του Κανονισμού, αφού οι ενάγουσες τις διατάξεις αυτές επικαλούνται για να θεμελιώσουν τις ένδικες αξιώσεις τους, οι δε παριστάμενοι εναγόμενοι με βάση τις διατάξεις αυτές επέλεξαν ν’ αμυνθούν επιστηρίζοντας τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, υφισταμένης έτσι σιωπηρής, μεταγενέστερης της επέλευσης του ιστορούμενου ζημιογόνου γεγονότος, συμφωνίας αυτών σχετικά με την εφαρμογή του. Το επιμέρους ζήτημα της (ψευδο)αντιπροσώπευσης των εναγουσών από τους εναγόμενους, το οποίο εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου διά το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές («Ρώμη Ι»), κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. ζ΄, ρυθμίζεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο αντιπρόσωπος επιχείρησε τη δικαιοπραξία (εν προκειμένω το ελληνικό δίκαιο) για την οποία του χορηγήθηκε η πληρεξουσιότητα, σύμφωνα με τη γενικώς αποδεκτή σχετική αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (πρβλ. ΑΠ 777/2015 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, αλυσιτελώς προβάλλονται οι επικουρικά προβαλλόμενοι νόμιμοι λόγοι ευθύνης των 1ου και 2ης των εναγόμενων, ήτοι υπό την ιδιότητά τους ως ομορρύθμων μελών της «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμης εταιρείας «…», ως μελών της απαρτιζόμενης από αυτούς και τη ναυλώτρια κοινοπραξίας, αλλά και λόγω κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας της ναυλώτριας εταιρείας από τον 1ο εναγόμενο -για τις οποίες εφαρμοστέο τυγχάνει επίσης το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο ως το δίκαιο της πραγματικής έδρας της «…», που εμφανίζεται τυπικά ως αλλοδαπή εταιρία, στην πραγματικότητα όμως είναι εγκατεστημένη στο … (άρθρο 10 ΑΚ – βλ. σχετ. και ΕφΠειρ 466/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4801/2009 ΕλλΔνη 2010.250)-, διότι η υπό κρίση αγωγή ερείδεται μόνο στην αδικοπραξία των κατονομαζόμενων φυσικών προσώπων και όχι (και) στην ευθύνη της ναυλώτριας από την παράβαση της σύμβασης ναύλωσης, οπότε θα επεκτείνονταν οι εξ αυτής σε βάρος της (ναυλώτριας) έννομες συνέπειες και σε βάρος των συγκεκριμένων φυσικών προσώπων, υπό τις ως άνω ιδιότητές τους. Σε κάθε περίπτωση, ο επικουρικά προβαλλόμενος νόμιμος λόγος ευθύνης του 1ου εναγόμενου σε σχέση με την κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της ναυλώτριας εταιρείας από αυτόν τυγχάνει απαράδεκτος και λόγω της αοριστίας του και πρέπει ν’ απορριφθεί, καθόσον γίνεται επίκληση μόνης της ιδιότητάς του ως πραγματικού ιδιοκτήτη, διαχειριστή και νόμιμου εκπροσώπου της ναυλώτριας εταιρείας, ο οποίος την αποξένωσε από την εταιρική της περιουσία, χωρίς παράθεση άλλων συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, ικανών να οδηγήσουν κατά νόμο σε άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της, αφού δεν αρκεί μόνος ο ισχυρισμός της συγκέντρωσης στο πρόσωπό του των ως άνω ιδιοτήτων, όπως επιχειρούν οι ενάγουσες, αλλά έπρεπε να μνημονεύονται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία να καταδεικνύουν είτε την ανεπαρκή χρηματοδότησή της, με κεφάλαια σημαντικά υποδεέστερα των συμβατικών υποχρεώσεων που ανέλαβε, διαφορετικά από τα ίδια κεφάλαια του 1ου εναγόμενου φυσικού προσώπου, και με συγκεκριμένη αναφορά σε έλλειψη εσόδων οποιασδήποτε μορφής είτε τη σύγχυση της ατομικής του περιουσίας και της εταιρικής περιουσίας, ιδίως με την παράθεση των περιουσιακών στοιχείων εκείνης και του 1ου εναγόμενου, καθώς και του συγκεκριμένου τρόπου συγχύσεως αυτών, είτε την εικονικότητα του ως άνω νομικού προσώπου (βλ. σχετ. και ΕφΠειρ 372/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 567/2008 ΕΝΔ 2008.413, ΕφΑθ 8734/1986 ΕΕμπΔ 1986.664, Αθ. Λιακόπουλος, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου στη νομολογία, 1988, σελ. 123, Δημ. Αυγητίδης σε ΕΕμπΔ. 1993, σελ. 421). Επομένως, δεν δικαιολογείται η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 281, 288 ΑΚ για την άρση της περιουσιακής αυτοτέλειας της εταιρείας «…». Περαιτέρω, η αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης ως προς τη 2η ενάγουσα, με βάση τις ακόλουθες σκέψεις: Το νομικό πρόσωπο, εφόσον έχει ικανότητα δικαίου και είναι ικανό για δικαιοπραξία (άρθρα 61 και 70 ΑΚ), διατηρεί δικαίωμα επί της προσωπικότητας αυτού στις εκφάνσεις της πίστεως, της υπολήψεως, της φήμης, του κύρους, του αντικειμένου του, του μέλλοντός του και των αναγνωριζόμενων σε αυτό άυλων αγαθών. Συνεπώς, σε περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας του νομικού προσώπου σε οποιαδήποτε των εκφάνσεων τούτων, δικαιούται να ζητήσει, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 57 και 59 ΑΚ, προστασία καθώς και ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προσβολή, η οποία μπορεί να συνίσταται στην καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού. Ειδικότερα, από τη φύση της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης (άρθρο 932 ΑΚ) προκύπτει ότι η τελευταία αφορά φυσικά πρόσωπα. Δεν αποκλείεται, όμως, σύμφωνα με την κρατούσα στη νομολογία άποψη, να είναι δικαιούχος χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης και νομικό πρόσωπο δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, διότι και αυτά είναι φορείς έννομων αγαθών. Ωστόσο, η ηθική βλάβη στο νομικό πρόσωπο δεν αναφέρεται, όπως στο φυσικό πρόσωπο, σε ενδιάθετο συναίσθημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, αλλά σε συγκεκριμένη βλάβη, που έχει υλική υπόσταση και την οποία το αιτούμενο τη χρηματική ικανοποίηση νομικό πρόσωπο πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει (ΕφΠειρ 541/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις ανωτέρω αναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57 και 59 ΑΚ, συνάγεται ότι για τη θεμελίωση αξιώσεως για την προστασία της προσωπικότητας νομικού προσώπου απαιτείται πράξη που επάγεται μειωτική διαταραχή αυτής σε κάποια από τις ανωτέρω εκφάνσεις της προσωπικότητάς του που, επιπλέον, είναι παράνομη. Είναι, δε, παράνομη η προσβολή, όταν υπάρχει διάταξη η οποία απαγορεύει συγκεκριμένη πράξη, που προσβάλλει κάποια έκφανση της προσωπικότητας είναι δε αδιάφορο αν η απαγόρευση βρίσκεται στο αστικό ή στο ποινικό δίκαιο ή σε κανόνες δημόσιου δικαίου ή και ειδικούς νόμους. Ακόμη, από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι για τη θεμελίωση αξιώσεως καταβολής χρηματικού ποσού λόγω ηθικής βλάβης εκ μέρους νομικού προσώπου απαιτείται η προσβολή (ενέργεια ή παράλειψη) στην προσωπικότητα αυτού (νομικού προσώπου), όπως αυτή οριοθετείται πιο πάνω, να είναι όχι μόνο παράνομη αλλά και υπαίτια, δηλαδή να οφείλεται σε δόλια προαίρεση ή αμελή συμπεριφορά (άρθρο 330 ΑΚ) (βλ. ΕφΠειρ 51/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εφόσον η 2η ενάγουσα δεν επικαλείται με τρόπο ορισμένο πραγματικά περιστατικά, δυνάμενα να υπαχθούν στις προπαρατεθείσες διατάξεις, ήτοι δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένη βλάβη με υλική υπόσταση που υπέστη συνεπεία συγκεκριμένης παράνομης και υπαίτιας σε βάρος της συμπεριφοράς των εναγόμενων, δεν νομιμοποιείται ενεργητικά να ζητήσει να υποχρεωθούν τα εναγόμενα φυσικά πρόσωπα να της καταβάλουν χρηματικό ποσό ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της επικαλούμενης προσβολής της προσωπικότητάς της και η υπό κρίση αγωγή πρέπει ν’ απορριφθεί ως προς αυτήν, γενομένου δεκτού ως βάσιμου του σχετικού ισχυρισμού των εναγόμενων. Κατά τα λοιπά, η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, καθόσον περιέχει όλα τα απαιτούμενα εκ του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ στοιχεία και πραγματικά περιστατικά για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγόμενων φυσικών προσώπων, απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού των εναγόμενων, και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 71, 281, 288, 291, 297, 298, 299, 330, 340, 345, 346, 481, 914, 919, 922, 926 και 932 ΑΚ, σε συνδυασμό με 45, 46 παρ. 1, 386 και 363-362 ΠΚ, 20 ΕισΝΑΚ, 6 παρ. 1 ν. 5422/1932, 1 ν. 2842/2000, 907, 908, 1047 και 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, πλην των κάτωθι αιτημάτων, τα οποία κρίνονται νόμω αβάσιμα και απορριπτέα: α) του επικουρικού αιτήματος αποκατάστασης της επικαλούμενης ζημίας της 1ης ενάγουσας κατά την ισοτιμία του νομίσματος προσδιορισμού της ζημίας (USD) προς το ημεδαπό νόμισμα (ευρώ) κατά τον χρόνο πληρωμής της οφειλής, καθόσον, επί διεπόμενων από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο αξιώσεων από αδικοπραξία, αν πριν από την έγερση της αγωγής η προξενηθείσα ζημία αποκαταστάθηκε με δαπάνη αλλοδαπού νομίσματος ή επήλθε απώλεια κερδών σε αλλοδαπό νόμισμα, για τον υπολογισμό της ζημίας του αδικηθέντος και άρα για τον καθορισμό της οφειλόμενης αποζημίωσης θα ληφθεί υπόψη η αξία σε ευρώ του αλλοδαπού νομίσματος κατά το χρόνο της δαπάνης ή απώλειας των κερδών (ΟλΑΠ 14/1997, ΟλΑΠ 15/1996, ΟλΑΠ 9/1995, ΑΠ 388/2015, ΑΠ 698/2006, ΑΠ 1595/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα παραπάνω ισχύουν σε περίπτωση που η θετική ζημία έχει ήδη αποκατασταθεί στο εξωτερικό από τον ίδιο το ζημιωθέντα πριν την άσκηση της αγωγής αποζημίωσης. Αντίθετα, σε όσες περιπτώσεις δεν έχει μεσολαβήσει αποκατάσταση της θετικής ζημίας, κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό του ύψους της αποζημίωσης είναι αυτός της παροχής έννομης προστασίας και ως εκ τούτου για τον προσδιορισμό του ύψους της αποζημίωσης ο υπολογισμός σε ευρώ της αξίας του αλλοδαπού νομίσματος γίνεται κατά το χρόνο της επ’ ακροατηρίου συζήτησης της αγωγής (ΑΠ 477/2021, ΕφΠειρ 432/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), β) του αιτήματος καταβολής τόκων από τις 15.10.2019, καθόσον η ενάγουσα δεν επικαλείται προηγούμενη όχληση των εναγομένων αναφορικά με τις επίδικες αξιώσεις της, που πηγάζουν από την αδικοπρακτική συμπεριφορά τους, και γ) του αιτήματος απειλής χρηματικής ποινής σε βάρος των εναγόμενων για κάθε παράβαση της παρούσας, διότι η εφαρμογή των άρθρων 946 και 947 παρ. 1 ΚΠολΔ προϋποθέτουν αντίστοιχα την υποχρέωση σε επιχείρηση υλικής πράξης και σε παράλειψη ή ανοχή ορισμένης πράξης, ως μέσο εξαναγκασμού, περιπτώσεις που δεν συντρέχουν εν προκειμένω. Πρέπει, συνεπώς, στον βαθμό που κρίθηκε παραδεκτή και νόμω βάσιμη, να εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι για το καταψηφιστικό αντικείμενό της καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. τα με κωδικό πληρωμής … e-παράβολα, σε συνδυασμό με τα αποδεικτικά εκτέλεσης συναλλαγής της «Τράπεζας Πειραιώς»).

  1. IV. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 682 παρ. 2, 684 και 686 παρ. 5 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι τα ασφαλιστικά μέτρα μπορούν να διαταχθούν και κατά τη διάρκεια της δίκης που αφορά την κύρια υπόθεση από το Πολυμελές Πρωτοδικείο αν η κύρια υπόθεση εκκρεμεί ενώπιόν του, μετά από αίτηση που μπορεί να υποβληθεί και με τις προτάσεις [Κράνης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Κράνη, ΚΠολΔ ΙΙ (2000), 686 αριθ. 1]. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο δικάζει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων μόνο κατά τη συζήτηση της κύριας υπόθεσης. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 697 του ΚΠολΔ, το αρμόδιο για την κύρια υπόθεση δικαστήριο όσο διαρκεί η εκκρεμοδικία μπορεί με αίτηση του διαδίκου που έχει έννομο συμφέρον, η οποία υποβάλλεται και αυτοτελώς, να μεταρρυθμίσει ή να ανακαλέσει ολικά ή εν μέρει, την απόφαση που δέχεται ή απορρίπτει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων. Ενώ όμως η διάταξη του άρθρου 696 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα επιτρέπει στο δικαστήριο που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα έως την πρώτη συζήτηση της αγωγής που αφορά την κύρια υπόθεση, με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, να μεταρρυθμίσει ή να ανακαλέσει ολικά ή εν μέρει την απόφασή του μόνο εάν έχει επέλθει μεταβολή των πραγμάτων που δικαιολογεί την ανάκληση ή τη μεταρρύθμισή της, δηλαδή αν έχουν μεταβληθεί τα δεδομένα (το δικαίωμα ή η ιστορική ή νομική αιτία), στην οποία η απόφαση στηρίχθηκε, παρόμοια πρόβλεψη δεν υφίσταται στη διάταξη του άρθρου 697 ΚΠολΔ και, κατά συνέπεια, η ανακλητική αίτηση, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο των απαγορευμένων ενδίκων μέσων κατά των αποφάσεων που διατάσσουν ασφαλιστικά μέτρα, μπορεί να ασκηθεί ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη νέων στοιχείων που δικαιολογούν την ανάκληση. Δηλαδή, η ανακλητική αίτηση ενώπιον του αρμοδίου για την κύρια υπόθεση δικαστηρίου μπορεί να στηρίζεται όχι μόνο στη μεταβολή πραγμάτων, υπό την έννοια του άρθρου 696 παρ. 3 ΚΠολΔ, αλλά σε οποιαδήποτε νέα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία, καθώς επίσης σε νομικές ή πραγματικές πλημμέλειες της αρχικής απόφασης, με την οποία έγινε δεκτή ή απορρίφθηκε η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων (βλ. σχετ. ΠΠρΑθ 2090/2004 ΕΕμπΔ 2004.761). Σημειώνεται ότι ως κυρία υπόθεση θεωρείται εκείνη, αντικείμενο της οποίας είναι το δικαίωμα για την εξασφάλιση του οποίου διατάχθηκε το ασφαλιστικό μέτρο. Τέλος, ο λόγος για τον οποίο αναγνωρίζεται στο δικαστήριο της κύριας δίκης διευρυμένη εξουσία ανάκλησης ή μεταρρύθμισης των αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων οφείλεται στη νομοθετική σκέψη ότι το δικαστήριο αυτό έχει την πλήρη εποπτεία του νομικού και πραγματικού υλικού της υπόθεσης και επομένως πρέπει να έχει και τη δυνατότητα, κάμπτοντας το προσωρινό δεδικασμένο, να ανακαλεί ή να μεταρρυθμίζει τις αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων, όταν διαπιστώνει σ’ αυτές νομικές ή ουσιαστικές πλημμέλειες. Ωστόσο, το δικαστήριο της κύριας δίκης έχει τη δυνατότητα να αξιολογήσει στη βάση αυτή την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων όχι ευθύς με την έναρξη της εκκρεμοδικίας της κύριας υπόθεσης, αλλά το πρώτον κατά τη συζήτησή της και ήδη μετά το ν. 4335/2015 από την κατάθεση προτάσεων και αντικρούσεων στο πλαίσιο της τακτικής διαδικασίας (άρθρα 237 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ). Επομένως, με συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 697 ΚΠολΔ πρέπει να γίνει δεκτό ότι το δικαστήριο της κύριας δίκης ανακαλεί ή μεταρρυθμίζει απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ανεξαρτήτως μεταβολής των πραγμάτων στο πλαίσιο μεν της τακτικής διαδικασίας μετά την κατάθεση των προτάσεων και αντικρούσεων στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, κατά δε τα λοιπά μόνον αν η σχετική αίτηση συζητείται στο δικαστήριο αυτό από κοινού με την κύρια υπόθεση ή και μεταγενέστερα κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας της, αφού μόνο τότε υπάρχει πλήρης εποπτεία του νομικού και πραγματικού υλικού της υπόθεσης ώστε να δικαιολογείται η ανάκληση ή η μεταρρύθμιση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων για οποιονδήποτε λόγο. Κυρίαρχη πάντως είναι η θέση ότι η συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 697 ΚΠολΔ ενδείκνυται μόνον αν το δικαστήριο της κύριας δίκης είναι ισόβαθμο με αυτό που εξέδωσε την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, ενώ αν είναι ανώτερο, την ανακαλεί ή τη μεταρρυθμίζει χωρίς περιορισμούς (βλ. Δ. Κράνη, Ανάκληση απόφασης απορριπτικής αίτησης ασφαλιστικών μέτρων από το δικαστήριο της κύριας δίκης κατά το άρθρο 697 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 4335/2015, σε ΕΠολΔ 2019.383 επ., με περαιτέρω παραπομπές σε θεωρία και νομολογία). Στην προκειμένη περίπτωση, με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις τους οι ενάγουσες υποβάλλουν αίτημα μερικής ανάκλησης, άλλως μεταρρύθμισης της με αριθμό 1967/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), επικαλούμενες άμεσο κίνδυνο, προκειμένου να διαταχθεί συντηρητική κατάσχεση σε βάρος κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της εταιρείας “…” προς εξασφάλιση της απαιτήσεως των εναγουσών για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης συνεπεία της περιγραφόμενης αδικοπραξίας. Το εν λόγω αίτημα παραδεκτά μεν υποβάλλεται με το κύριο σώμα των προτάσεων, προκειμένου να συνεκδικαστεί με την υπό κρίση αγωγή, πλην όμως τυγχάνει απαράδεκτο και απορριπτέο, προεχόντως διότι με την από 4.11.2019 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της πρώτης ενάγουσας εταιρείας, επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω 1967/2019 απόφαση, ζητήθηκε η λήψη ασφαλιστικού μέτρου σε βάρος της εταιρείας “…” λόγω της επικαλούμενης αδικοπρακτικής και ενδοσυμβατικής ευθύνης αυτής, εκ της παραβίασης των όρων της συναφθείσας χρονοναύλωσης, η εταιρεία, ωστόσο, αυτή δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, που έχει ως αντικείμενο την τυχόν αδικοπρακτική συμπεριφορά των κατονομαζόμενων φυσικών προσώπων. Σημειώνεται ότι, όπως προεκτέθηκε, σε σχέση με την ενδοσυμβατική ευθύνη της “…” έναντι της πρώτης ενάγουσας πλοιοκτήτριας εταιρείας από την επίδικη σύμβαση ναύλωσης εκκρεμεί η από 3.12.2020 διαιτητική προσφυγή που έχει ήδη ασκήσει η τελευταία ενώπιον τριμελούς διαιτητικού οργάνου στο Λονδίνο, με συνέπεια το παρόν Δικαστήριο να στερείται δικαιοδοσίας για την έκδοση οριστικής δικαστικής κρίσης ως προς το σκέλος αυτό. Επομένως, δεν δικαιολογείται νομικά η μερική ανάκληση άλλως μεταρρύθμιση της ως άνω 1967/2019 απόφασης προκειμένου να διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο η συντηρητική κατάσχεση σε βάρος της “…” από το παρόν Δικαστήριο. Δικαστική δαπάνη, μετά την απόρριψη της αιτήσεως, δεν θα επιβληθεί σε βάρος των αιτουσών εναγουσών, διότι οι καθ’ ων – εναγόμενοι δεν υποβλήθηκαν σε πρόσθετη δαπάνη για την απόκρουση αυτής, πέραν εκείνης στην οποία υποβλήθηκαν για την απόκρουση της αγωγής. Περαιτέρω, με την προσθήκη των προτάσεών τους οι ενάγουσες υπέβαλαν επικουρικά αίτημα επίδειξης από τον 1ο εναγόμενο της κίνησης των τραπεζικών λογαριασμών της “…” από τις 28.8.2019, οπότε καταβλήθηκε ο αναφερόμενος στην αγωγή υποναύλος, μέχρι τις 27.9.2019, οπότε ομολογήθηκε η οικονομική αδυναμία της ναυλώτριας και καταγγέλθηκε η σύμβαση ναυλώσεως, προκειμένου να καταδειχθεί η υπεξαίρεση του ποσού αυτού από τον 1ο εναγόμενο. Το αίτημα αυτό απαραδέκτως προβάλλεται το πρώτον με την προσθήκη και πρέπει ν’ απορριφθεί, καθόσον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 451 παρ. 1 ΚΠολΔ, πρέπει να υποβάλλεται με τις προτάσεις (ΕφΛαρ 183/2006 Δικογραφία 2006.337, ΠΠρΘεσ 14193/2011, ΠΠρΡόδ 92/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. και ΜΠρΛαμ 72/2019 ΧρΙΔ 2019.600).
  2. Οι εναγόμενοι με τις νόμιμα και εμπρόθεσμα κατατεθείσες προτάσεις τους προβάλλουν τους ειδικότερα αναφερόμενους στο σκεπτικό της παρούσας ισχυρισμούς και αρνούνται τα θεμελιωτικά της αγωγής γεγονότα.

VΙ.          Από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα … που λήφθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς με επιμέλεια των εναγουσών, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων τους κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει αντιστοίχως από τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, … και από την από … ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα … που λήφθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Γένοβας Ιταλίας Torrente Paolo με επιμέλεια των εναγουσών, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων τους κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει αντιστοίχως από τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, … απορριπτομένης της ένστασης του τέταρτου εναγόμενου περί ανυπόστατου αυτής, μη λαμβανομένων, ωστόσο, υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, κατά παραδοχή ως βάσιμης της σχετικής ένστασης των εναγόμενων (βλ. σχετ. άρθρο 424 ΚΠολΔ), α) των υπ’ αριθ. … ένορκων βεβαιώσεων του μάρτυρα … που λήφθηκαν αντίστοιχα ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Μαρίας Νάκου-Μανίσαλη και ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, με επιμέλεια των εναγουσών, καθόσον αυτός είναι εκπρόσωπος των εναγουσών εταιρειών, επομένως έπρεπε να εξεταστεί ως διάδικος (πρβλ. άρθρο 415 παρ. 3 ΚΠολΔ, με τη σημείωση ότι έχει καταργηθεί η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 400 ΚΠολΔ περί εξαίρεσης εκείνων των μαρτύρων που μπορεί να έχουν συμφέρον από την έκβαση της δίκης – βλ. και ΜονΕφΠατρ 89/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), επιπλέον δε, συμμετείχε υπό την ως άνω ιδιότητά του στη διαδικασία διαμεσολάβησης, όπως προκύπτει από το προαναφερθέν Πρακτικό Περάτωσης Υποχρεωτικής Αρχικής Συνεδρίας, με συνέπεια την απαγόρευση εξέτασής του ως μάρτυρα (βλ. άρθρο 5 παρ. 6 Ν. 4640/2019), β) της υπ’ αριθ. … ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα … που λήφθηκε επίσης ενώπιον της ως άνω συμβολαιογράφου Πειραιώς με επιμέλεια των εναγουσών, χωρίς, ωστόσο, προηγούμενη κλήτευση των αντιδίκων τους (άρθρα 422 παρ. 1 και 424 ΚΠολΔ), από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του … που λήφθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Αθανασίας – Λήδας Λάβδα με επιμέλεια των δύο πρώτων εναγόμενων κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων τους κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …, από τις υπ’ αριθ. … ένορκες βεβαιώσεις αντιστοίχως των μαρτύρων … που λήφθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς με επιμέλεια του τρίτου εναγόμενου Αναστάσιου Ευσταθίου κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων του κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, … που λήφθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Δέσποινας Κασκαρέλη με επιμέλεια του τέταρτου εναγόμενου Ιω. Καλόσακα κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων του κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …, καθώς και απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μη λαμβανομένων ωστόσο υπόψη των εγγράφων που προσκομίστηκαν μετ’ επικλήσεως, προς απόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών, το πρώτον με τις από 30.3.2021 και 31.3.2021 συμπληρωματικές προτάσεις των εναγουσών, διότι αυτές κατατέθηκαν εκπρόθεσμα, όπως βασίμως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, σύμφωνα με την ΚΥΑ αριθ. Δ1α/Γ.Π.οικ. 17698 (ΦΕΚ Β΄ 1076/20.3.2021), αποδείχθηκαν τ’ ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία … τυγχάνει πλοιοκτήτρια του υπό …») πλοίου …” … και η δεύτερη ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία «… διαχειρίστρια του πλοίου της. Στο πλαίσιο της εμπορικής της δραστηριότητας, που συνίσταται στη ναύλωση και την εμπορική εκμετάλλευση πλοίων, τα οποία ανήκουν κατά κυριότητα σε τρίτες εταιρείες (operator), δυνάμει σχετικών συμβάσεων εφοπλιστικής χρονοναύλωσης (time-chartering), τις οποίες καταρτίζει με τις εκάστοτε πλοιοκτήτριες, η -μη διάδικος στην παρούσα δίκη- εταιρεία με την επωνυμία “…”, που είναι αλλοδαπή κεφαλαιουχική ναυτιλιακή εταιρεία, εδρεύουσα κατά την καταστατική της έδρα στις … όπου έχει εγκαταστήσει γραφείο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 27/1975, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, υπέβαλε τον Ιούλιο του έτους 2019, μέσω της εδρεύουσας στη … ναυλομεσίτριας εταιρείας με την επωνυμία «…» πρόταση – προσφορά για τη χρονοναύλωση του προαναφερθέντος πλοίου. Η εν λόγω χρονοναύλωση αφορούσε την πραγματοποίηση ενός ταξιδιού χρονοναύλωσης για τη μεταφορά από τη Βραζιλία προς τη Songxia της Κίνας, σιτηρών, προϊόντων σιτηρών και αγροπροϊόντων ως χύδην φορτίου. Κατόπιν σύντομων διαπραγματεύσεων που έλαβαν χώρα με τη διαμεσολάβηση της προαναφερθείσας ναυλομεσίτριας μεταξύ της «…» και της δεύτερης ενάγουσας υπό την προαναφερθείσα ιδιότητά της, καταρτίσθηκε μεταξύ της πρώτης ενάγουσας και της ως άνω ναυλώτριας το από 26.7.2019 σύμφωνο χρονοναύλωσης τύπου N.Y.P.E. (New York Produce Exchange Form 1990, TIMENAV), μαζί με τα παραρτήματά του, όπως αυτό συνοψίστηκε σε ανακεφαλαιωτικό μήνυμα (recap) που εστάλη από τη ναυλώτρια εταιρεία προς την πρώτη ενάγουσα. Σύμφωνα με τη ρήτρα 67 του ναυλοσυμφώνου, η ημερήσια ναύλωση ανερχόταν στο ποσό των 17.750 δολαρίων, ενώ επιπλέον 775.000 δολάρια έπρεπε να καταβληθούν ως αντισταθμιστικό bonus. Σε εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης, το πλοίο παραδόθηκε την 12η Αυγούστου 2019 στο Tubarao της Βραζιλίας, όπου φορτώθηκαν 69.769 μετρικοί τόνοι κυάμων σόγιας, και απέπλευσε στις 28 Αυγούστου 2019, κατευθυνόμενο προς τη Songxia της Κίνας μέσω Νοτίου Αφρικής. Στο πλαίσιο της ανωτέρω σύμβασης, είχε συμφωνηθεί μεταξύ άλλων ότι το πλοίο θα επαναπαραδιδόταν στην πλοιοκτήτρια με το πέρας της χρονοναύλωσης, μετά την ολοκλήρωση της εκφόρτωσης, η οποία έλαβε τελικά χώρα στις 15 Οκτωβρίου 2019. Πριν την ολοκλήρωση, όμως, της ναύλωσης, η ναυλώτρια σταμάτησε να καταβάλλει τις δόσεις της ναύλωσης και εν τέλει εγκατέλειψε το πλοίο στις 27 Σεπτεμβρίου 2019, δηλώνοντας προς την πλοιοκτήτρια ότι δεν ήταν σε θέση να συνεχίσει να τηρεί τις υποχρεώσεις της εκ του ναυλοσυμφώνου, μεταξύ των οποίων την πληρωμή περαιτέρω ναύλων. Συγκεκριμένα, η πρώτη δόση της ναύλωσης για την περίοδο 12-27 Αυγούστου 2019, ύψους 1.382.334,48 δολ. ΗΠΑ, καθίστατο ληξιπρόθεσμη στις 15 Αυγούστου, αλλά εξοφλήθηκε στις 19 Αυγούστου, η δεύτερη δόση για την περίοδο 27 Αυγούστου – 11 Σεπτεμβρίου, ύψους 257.015,63 δολ. ΗΠΑ, καθίστατο ληξιπρόθεσμη στις 27 Αυγούστου, αλλά καταβλήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου, παρά δε τις επανειλημμένες οχλήσεις της πλοιοκτήτριας, οι λοιπές δόσεις ουδέποτε καταβλήθηκαν. Άλλωστε, η ως άνω ναυλώτρια πριν την κατάρτιση της ένδικης χρονοναύλωσης και ειδικότερα στις 18.7.2019 είχε καταρτίσει υποναύλωση, όπως συνάγεται από το από 18.7.2019 ναυλοσύμφωνο τύπου «Baltimore FORM C», με την εδρεύουσα στη … Για τη σύμβαση δε αυτή η «…» προεισέπραξε το σύνολο του ναύλου, μέσω εμβάσματος στον τραπεζικό της λογαριασμό στην τράπεζα “… τον Αύγουστο 2019. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος είναι ο (άτυπος) διαχειριστής του συνόλου των υποθέσεων και η δεύτερη των εναγόμενων η νόμιμη εκπρόσωπος της ως άνω ναυλώτριας εταιρείας, ενώ ο τρίτος ήταν κατά το επίδικο διάστημα διευθυντής του τμήματος ναυλώσεων, το οποίο ήταν υπεύθυνο για την κατάρτιση νέων ναυλώσεων, και ο τέταρτος απασχολείτο ως υπάλληλος στο επιχειρησιακό τμήμα (operations department) αυτής, το οποίο ήταν υπεύθυνο για την παρακολούθηση των ταξιδιών των ήδη ναυλωμένων πλοίων. Οι ενάγουσες ισχυρίζονται, μεταξύ άλλων, με την υπό κρίση αγωγή τους ότι οι εναγόμενοι, υπό τις ανωτέρω ιδιότητές τους, προέβησαν σε συκοφαντική δυσφήμηση σε βάρος τους, παριστάνοντας απατηλώς, ενόσω λειτουργούσε η σύμβαση χρονοναύλωσης, προς την προμηθεύτρια καυσίμων εταιρεία “…, ότι είχαν εξουσιοδοτηθεί από τις ενάγουσες να συνάψουν για λογαριασμό τους σύμβαση προμήθειας καυσίμων και ότι η πρώτη εξ αυτών, πλοιοκτήτρια εταιρεία, ήταν συνυπεύθυνη για την καταβολή του τιμήματος των καυσίμων που θα προμηθευόταν το πλοίο, αν και γνώριζαν ότι, δυνάμει σχετικής ρήτρας του ναυλοσυμφώνου, μόνη υπεύθυνη για την καταβολή του ήταν η ναυλώτρια εταιρεία, προέβησαν δε στις δόλιες αυτές ενέργειές τους προκειμένου η «…» ν’ αποφύγει την καταβολή του τιμήματος, το οποίο γνώριζαν ότι δεν ήταν σε θέση να καταβάλει, ζημιώνοντας την περιουσία της πρώτης ενάγουσας και προκαλώντας τρώση της φήμης και της αξιοπιστίας αμφοτέρων των εναγουσών. Ισχυρίζονται μάλιστα ότι έλαβαν γνώση της σχετικής εξαπάτησης μόλις τον Οκτώβριο του έτους 2020, όταν περιήλθαν εις χείρας τους σχετικά κρίσιμα έγγραφα [ηλεκτρονική αλληλογραφία] από την πληρεξούσια δικηγόρο της “…. Επί του ισχυρισμού τους αυτού αποδείχθηκε ότι, σύμφωνα με τη ρήτρα 2 του ναυλοσυμφώνου, η ναυλώτρια ήταν υπεύθυνη για την πληρωμή των καυσίμων επί του πλοίου κατά τη στιγμή παράδοσης του πλοίου, καθώς και ότι αυτή είχε συμφωνήσει με την εταιρεία προμήθειας καυσίμων με την επωνυμία «… να προμηθεύσει το πλοίο με 300.097 μ.τ. HSFO στο port Louis, Mauritius, στις 18 Σεπτεμβρίου 2019, έναντι τιμήματος 145.547,05 δολ. ΗΠΑ. Κατά την ανωτέρω ημερομηνία και την παράδοση των καυσίμων στο πλοίο από τη φυσική προμηθεύτρια εταιρεία «… διατυπώθηκε άρνηση από την τελευταία και εν τέλει δεν τέθηκε στην απόδειξη πετρέλευσης του πλοίου που εγχειρίστηκε στον κυβερνήτη του σφραγίδα με τη ρητή επιφύλαξη των δικαιωμάτων της πλοιοκτήτριας και το ακόλουθο ειδικότερο περιεχόμενο: «1. Τα καύσιμα παρελήφθησαν και έγιναν αποδεκτά για λογαριασμό της ναυλώτριας “….” (χρονοναυλώτριας του πλοίου κατά τον παρόντα χρόνο), η οποία και μόνο ευθύνεται για την αποπληρωμή του τιμήματος της αξίας τους. Το πλοίο σε καμία περίπτωση δεν ευθύνεται για την καταβολή αυτή. 2. Σημαντική επισήμανση. Τα αγαθά και/ή οι υπηρεσίες που διά του παρόντος αναγνωρίζονται, παρέχονται και/ή παραγγέλλονται γίνονται αποδεκτά/ές για λογαριασμό της ναυλώτριας του πλοίου «…» “….” και μόνο και όχι για λογαριασμό του πλοίου ή της πλοιοκτήτριας. Επομένως κανένα ναυτικό προνόμιο ή άλλη απαίτηση δεν εγείρεται κατά του πλοίου». Ο κυβερνήτης του πλοίου αυθημερόν απέστειλε επιστολή προς την ως άνω φυσική προμηθεύτρια, στην οποία συμπεριέλαβε τα ανωτέρω και επισήμανε ότι η άρνηση της τελευταίας ν’ αποδεχθεί την ενσωμάτωση των παραπάνω παρατηρήσεων δεν απαλλάσσει τη χρονοναυλώτρια από τις εκ του σχετικού ναυλοσυμφώνου υποχρεώσεις της. Η ναυλώτρια εν τέλει δεν κατέβαλε το τίμημα για την προμήθεια των καυσίμων και το πλοίο κατασχέθηκε από την “… στην Αργεντινή στις 20 Νοεμβρίου 2019, δυνάμει της υπ’ αριθ. 11833/15.11.2019 Απόφασης του Δικαστή του 8ου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε με αριθμό 1354 στο φύλλο 174 του Βιβλίου Πρακτικών την 15η.11.2019. Προκειμένου να ελευθερώσει το πλοίο από την επιβληθείσα κατάσχεση, η πλοιοκτήτρια κατέβαλε 179.468,83 δολ. ΗΠΑ (145.547,05 πλέον τόκων και εξόδων) στην “… και η κατάσχεση ήρθη στις 26 Νοεμβρίου 2019. Δεν αποδείχθηκε, ωστόσο, ότι η αποπληρωμή του τιμήματος των καυσίμων από την πλοιοκτήτρια εταιρεία και η εκτιθέμενη περιουσιακή και μη ζημία αυτής υπήρξε αποτέλεσμα ψευδούς παράστασης εκ μέρους των εναγόμενων τόσο ως προς την αντιπροσώπευση των εναγουσών όσο και ως προς τη συνευθύνη της πρώτης. Αντίθετα, η σχετική ρήτρα συνευθύνης, που περιελήφθη στην από 6.9.2019 επιβεβαιωτική της συναφούς παραγγελίας καυσίμων ηλεκτρονική επιστολή από την πωλήτρια αυτών προς τη ναυλώτρια (“confirmation note”) αποτελεί συνήθη πρακτική των εταιρειών προμήθειας ναυτιλιακών καυσίμων, καθιερωμένη στη ναυτιλιακή πρακτική, προκειμένου να επιτυγχάνεται μεγαλύτερη εξασφάλιση της πωλήτριας, με αποτέλεσμα και τη μεγαλύτερη πίστωση στην αποπληρωμή του τιμήματος. Τούτο δε συμβαίνει ανεξαρτήτως των ειδικότερων συμφωνιών μεταξύ των εκάστοτε πλοιοκτητών και χρονοναυλωτών, όπως εν προκειμένω με τη ρήτρα 2 του ναυλοσυμφώνου. Από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι δολίως παρέστησαν ψευδώς, προκαλώντας και τη συκοφαντική δυσφήμηση των εναγουσών, προς τους εκπροσώπους και προστηθέντες της “… ότι είχαν λάβει οποιαδήποτε εξουσιοδότηση από τους εκπροσώπους της πλοιοκτήτριας προκειμένου να συνάψουν τη σύμβαση προμήθειας καυσίμων για λογαριασμό της, η οποία και θα ήταν υπεύθυνη για την εξόφληση του τιμήματος. Η κατάσχεση του πλοίου υπήρξε αποτέλεσμα της αδυναμίας καταβολής του από τη ναυλώτρια, που ενεργοποίησε τη σχετική ρήτρα για τη συνευθύνη της πλοιοκτήτριας, η οποία περιλαμβάνεται στους γενικούς όρους συναλλαγών της “…. Άλλωστε, η αλλαγή του λιμένα πετρέλευσης (Port Louis, Άγιος Μαυρίκιος, αντί του αρχικά ορισθέντος Port Elizabeth της Νοτίου Αφρικής) είχε γνωστοποιηθεί έγκαιρα στον Πλοίαρχο από τη ναυλώτρια εταιρεία διά του τέταρτου εναγόμενου και δεν είχε διατυπωθεί οποιαδήποτε επιφύλαξη σχετικά, οι ισχυρισμοί δε περί εξασφάλισης πίστωσης με απατηλό τρόπο στο Port Louis, που είναι μικρό λιμάνι, και περί ύπαρξης κινδύνου κατάσχεσης του πλοίου λόγω χρεών της ναυλώτριας εταιρείας στην περίπτωση που η πετρέλευση λάμβανε χώρα στο Port Elizabeth της Νοτίου Αφρικής, λόγω του ευνοϊκού καθεστώτος που ισχύει εκεί για τους πιστωτές, δεν παρίστανται βάσιμοι. Σημειώνεται, τέλος, ότι η παραβίαση της ρήτρας 2 του ναυλοσυμφώνου δεν σημαίνει άνευ ετέρου ότι υπήρξε απατηλή – αδικοπρακτική συμπεριφορά, χωρίς τη συνδρομή και λοιπών στοιχείων που να καταδεικνύουν σχετικό δόλο, τα οποία εν προκειμένω δεν προέκυψαν, ενώ για την κατάφασή τους δεν αρκεί μόνη η οικονομική αδυναμία της ναυλώτριας εταιρείας. Κατόπιν αυτών, ο χρόνος περιέλευσης εις χείρας των εναγουσών των αναφερόμενων εγγράφων από την πληρεξούσια δικηγόρο της “…, αποδεικτικών, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, της τελεσθείσας σε βάρος τους απάτης, δεν ασκεί οποιαδήποτε επιρροή. Στις 5 Σεπτεμβρίου υπήρξε εκ μέρους της ναυλώτριας, έστω και καθυστερημένα, η αποπληρωμή της δεύτερης δόσης εκ της σύμβασης ναυλώσεως, επομένως, στο στάδιο εκείνο η πρώτη ενάγουσα δεν είχε λόγο να καταγγείλει τη σχετική σύμβαση, η περαιτέρω δε εκτέλεση αυτής απεικόνιζε την επιθυμία της να ολοκληρωθεί η χρονοναύλωση με την παράδοση του φορτίου. Εξάλλου, αναφορικά με τις ψευδείς παραστάσεις των νομίμων εκπροσώπων και προστηθέντων της ναυλώτριας, ήτοι των πρώτου έως και τέταρτου αυτών, κατά το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο 2019 και εντεύθεν, ως προς τη φερεγγυότητα της ναυλώτριας, την οικονομική της κατάσταση και τη δυνατότητα αποπληρωμής των οφειλών της, αποκρύπτοντας την αλήθεια, ήτοι την ύπαρξη ληξιπρόθεσμων χρεών εκατομμυρίων ευρώ σε μεγάλο αριθμό εταιρειών και την αδυναμία της ν’ ανταποκριθεί στις οικονομικές της υποχρεώσεις, δεν αποδεικνύεται ότι υπήρξε εκ μέρους τους συμπεριφορά τέτοια που να στοιχειοθετεί το αδίκημα της απάτης, συνακόλουθα ούτε και αυτό της συκοφαντικής δυσφήμησης. Συγκεκριμένα, από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων προέκυψε ότι τρεις μήνες πριν τη σύναψη της ένδικης σύμβασης χρονοναύλωσης, η ως άνω ναυλώτρια είχε συνάψει με την πρώτη ενάγουσα πλοιοκτήτρια εταιρεία το από 17.4.2019 ναυλοσύμφωνο τύπου N.Y.P.E. (New York Produce Exchange Form, 1990 – TIMENAV), για τη μεταφορά χύδην σιτηρών / αγροπροϊόντων από την Αργεντινή προς τη Νοτιοανατολική Ασία με το ίδιο πλοίο, στο πλαίσιο του οποίου υπήρξε συνεπής σε όλες τις απορρέουσες από αυτό συμβατικές υποχρεώσεις της, εξοφλώντας ολοσχερώς τους οφειλόμενους ναύλους, συνολικού ποσού 1.307.750 δολ. ΗΠΑ, γεγονός που αποτέλεσε κίνητρο για τη σύναψη της ένδικης σύμβασης, ενώ και κατά τη διάρκεια της τελευταίας κατέβαλε, όπως προεκτέθηκε, έστω και με καθυστέρηση, τα ποσά που αντιστοιχούσαν στον πρώτο και τον δεύτερο ναύλο, στοιχείο που λειτουργεί αναιρετικά ως προς την ύπαρξη δόλιας συμπεριφοράς εκ μέρους των νομίμων εκπροσώπων και προστηθέντων της ναυλώτριας. Ο ισχυρισμός των εναγουσών ότι αποτελούσε μεθοδευμένη και πάγια τακτική της ναυλώτριας η καταβολή των πρώτων δόσεων των συναφθέντων από την ίδια ναυλοσυμφώνων και η μη αποπληρωμή των λοιπών δεν επιβεβαιώνεται από οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο, αναιρείται δε από την όλη εξέλιξη και την προσήκουσα εκτέλεση της προγενέστερης από 17.4.2019 σύμβασης χρονοναύλωσης. Σημειώνεται ότι, προκειμένου να συναφθεί η εν λόγω (πρώτη) ναύλωση είχε μεσολαβήσει η προαναφερθείσα ναυλομεσιτική εταιρεία («…»), στην οποία το τμήμα ναυλώσεων της “…” είχε αποστείλει μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου λίστα με τις προηγούμενες ναυλώσεις πλοίων που είχε επιτυχώς εκτελέσει, η οποία δεν αποδείχθηκε ότι ήταν ψευδής ούτε ανακριβής. Επιπρόσθετα, η προείσπραξη του συνόλου του ναύλου από τη σύμβαση υποναύλωσης στην οποία είχε προβεί η ναυλώτρια δεν άγει το παρόν Δικαστήριο σε αντίθετη κρίση, περί ύπαρξης δόλου εκ μέρους των εναγόμενων φυσικών προσώπων για τη μη ικανοποίηση της πρώτης ενάγουσας μέσω της άσκησης του δικαιώματος lien επ’ αυτού, καθόσον ο όρος προπληρωμής του ναύλου (freight prepaid) είναι συνήθης στις ναυλώσεις και πρακτική γνωστή στους δραστηριοποιούμενους στον τομέα της ναυτιλίας, ενώ δεν απαγορευόταν βάσει του από 26.7.2019 ναυλοσυμφώνου. Περαιτέρω, κατά το χρονικό εκείνο διάστημα, όπως προεκτέθηκε, η ναυλώτρια ήταν συνεπής στις υποχρεώσεις της εκ της συμβάσεως, καταβάλλοντας τις ληξιπρόθεσμες δόσεις, οι όποιες δε οφειλές της επιβαρύνθηκαν υπέρμετρα μετά τον Ιούλιο 2019 και είχαν ως αποτέλεσμα τη ραγδαία επιδείνωση της οικονομικής της κατάστασης περί τα τέλη του ίδιου μήνα και την επιγενόμενη αδυναμία της, μετά τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, ν’ ανταπεξέλθει στις οικονομικές της υποχρεώσεις εκ της επίδικης και των λοιπών συμβάσεων χρονοναύλωσης που είχε συνάψει με άλλες πλοιοκτήτριες εταιρείες και οι οποίες αποπληρώνονταν μέχρι τότε κανονικά. Οι κατά τον Σεπτέμβριο του 2019, άλλωστε, διαβεβαιώσεις από τον τέταρτο εναγόμενο, υπεύθυνο για την παρακολούθηση της ναύλωσης, ότι θα καταβαλλόταν άμεσα η τρίτη δόση, που ουδέποτε αμφισβητήθηκε ως προς την ύπαρξη και το ύψος της ως οφειλής, δεν έγιναν με σκοπό εξαπάτησης των εναγουσών, αλλά λόγω της πεποίθησής του, βάσει των όσων του μεταφέρονταν από τους υπεύθυνους του λογιστηρίου, ότι οι οικονομικές δυσκολίες της ναυλώτριας θα ξεπερνούνταν. Σημειώνεται ότι η “….” αποτελούσε μία από τις πλέον αναγνωρίσιμες εταιρείες στον χώρο της ναυτιλίας για πολλά έτη, έχοντας στο ενεργητικό της πληθώρα επιτυχημένων ναυλώσεων. Από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι γνώριζαν οι εναγόμενοι, νόμιμοι εκπρόσωποι και προστηθέντες της ναυλώτριας, εξαρχής, κατά τις διαπραγματεύσεις και τη σύναψη της ένδικης σύμβασης, ότι η τελευταία δεν θα μπορούσε ν’ ανταπεξέλθει στις οικονομικές της υποχρεώσεις και παρόλ’ αυτά έπεισαν με ψευδείς παραστάσεις τους νομίμους εκπροσώπους της πλοιοκτήτριας να καταρτίσουν την ένδικη σύμβαση, επί ζημία της και με σκοπό δικού τους οφέλους. Άλλωστε, στην ένδικη σύμβαση και κυρίως στην προγενέστερη αυτής (από Απριλίου 2019) υπήρξε η διαμεσολάβηση του έμπειρου μεσίτη ναυλώσεων …, για λογαριασμό των εναγουσών, ο οποίος και δεν διατύπωσε οποιαδήποτε επιφύλαξη για την κατά το στάδιο εκείνο οικονομική κατάσταση της ναυλώτριας και τη φερεγγυότητά της. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή, στον βαθμό που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθόσον δεν αποδείχθηκαν τέτοια πραγματικά περιστατικά που να στοιχειοθετούν αδικοπρακτική συμπεριφορά και δη απάτη, συκοφαντική δυσφήμηση ή / και συμπεριφορά αντίθετη προς τα χρηστά ήθη και την καλή πίστη στο πρόσωπο των εναγόμενων, η οποία αποτελεί γενεσιουργό αιτία για τις προβαλλόμενες αξιώσεις της 1ης ενάγουσας. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 205 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4335/2015, «το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, με την οριστική απόφασή του, επιβάλλει στο διάδικο ή στο νόμιμο αντιπρόσωπό του ή στο δικαστικό του πληρεξούσιο, ανάλογα με την ευθύνη καθενός, χρηματική ποινή από χίλια (1.000) ευρώ έως δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ, που περιέρχονται στο δημόσιο ως δημόσιο έσοδο, αν προκύψει από τη δίκη που έγινε ότι, αν και το γνώριζαν 1) άσκησαν προφανώς αβάσιμη αγωγή, ανταγωγή ή παρέμβαση ή προφανώς αβάσιμο ένδικο μέσο ή 2) διεξήγαγαν τη δίκη παρελκυστικά ή δεν τήρησαν τους κανόνες των χρηστών ηθών ή της καλής πίστης ή το καθήκον της αλήθειας. Αντίγραφο της απόφασης αυτής γνωστοποιείται αμέσως στο Υπουργείο Οικονομικών με επιμέλεια της γραμματείας». Με τη διάταξη αυτή, η οποία εναρμονίζεται με το άρθρο 116 ΚΠολΔ, καθιερώνεται αποκλειστικά για την εξασφάλιση της διαδικαστικής τάξης, χωρίς καμία επίδραση στο περιεχόμενο της απόφασης, η υποχρέωση του δικαστηρίου και όχι η διακριτική ευχέρεια αυτού, για την επιβολή χρηματικής ποινής, που περιέρχεται στο Ελληνικό Δημόσιο, εφόσον διαπιστωθεί δικονομική συμπεριφορά, η οποία έχει αρνητική επενέργεια στην απονομή δικαιοσύνης. Η απαρίθμηση περί προφανώς αβάσιμης αγωγής, ανταγωγής ή παρέμβασης ή προφανώς αβάσιμου ενδίκου μέσου είναι ενδεικτική και πρέπει να γίνει δεκτό ότι από το όλο πνεύμα και το σκοπό της διάταξης καταλαμβάνει κάθε μορφής αίτηση παροχής έννομης προστασίας. Ως προφανώς αβάσιμο, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοείται το μέσο προστασίας που ασκήθηκε ενώ ήταν απαράδεκτο ή νομικώς ή ουσιαστικώς αβάσιμο ή ο ισχυρισμός που προτάθηκε ήταν αναληθής. Η απόρριψη της αίτησης παροχής προστασίας ως νόμω ή κατ’ ουσίαν αβάσιμης δεν υποδηλώνει και παράβαση της διάταξης αυτής. Πρέπει η αίτηση να μην έχει κανένα νομικό έρεισμα, τα θεμελιωτικά αυτής περιστατικά να είναι αναληθή και τα ως άνω πρόσωπα να τελούν εν γνώσει της αναλήθειας (ΕφΑθ 3978/2018 ΝοΒ 2018.1445, με σχόλια Β. Χατζηιωάννου, ΕφΑθ 222/2005 ΕλλΔνη 2005.912). Κύρια προϋπόθεση για την επιβολή της ποινής τάξης του άρθρου 205 ΚΠολΔ, αποτελεί το στοιχείο της υπαιτιότητας με τη μορφή άμεσου δόλου, χωρίς να αρκεί ενδεχόμενος δόλος ή βαριά αμέλεια (ΑΠ 602/2016, ΑΠ 1443/2014, ΑΠ 738/2012, ΜονΕφΔωδ 98/2020, ΕφΑθ 2103/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, ο πρώτος, η δεύτερη και ο τέταρτος των εναγόμενων ζητούν να επιβληθεί σε βάρος των εναγουσών ποινή τάξης, λόγω παράβασης του καθήκοντος αληθείας και της εν γένει καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης. Το Δικαστήριο, ωστόσο, κρίνει ότι δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την επιβολή τέτοιας χρηματικής ποινής κατ’ άρθρο 205 ΚΠολΔ, καθόσον η υπό κρίση αίτηση παροχής έννομης προστασίας αποτελεί το πρώτο ένδικο βοήθημα που ασκήθηκε για την παρούσα διαφορά κατά την τακτική διαδικασία, προκειμένου να εκδοθεί οριστική απόφαση, ενώ δεν προέκυψε από την αποδεικτική διαδικασία ενσυνείδητη παρελκυστική διεξαγωγή της δίκης, με άμεσο δόλο, ούτε διεξαγωγή της κατά παράβαση των κανόνων της καλής πίστης και των χρηστών ηθών ή του καθήκοντος αλήθειας, μη αρκούσης προς τούτο της υπερβαίνουσας το εύλογο μέτρο έκτασης των κατατεθέντων στο πλαίσιό της δικογράφων. Ομοίως πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμο το σχετικό αίτημα των εναγουσών, που υποβλήθηκε με την προσθήκη στις προτάσεις τους, καθόσον αποδείχθηκε η αλήθεια των ισχυρισμών των εναγόμενων. Τέλος, η δικαστική δαπάνη πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των εναγουσών, λόγω της ήττας τους [άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ και 63 παρ. 1 iγ, 68 παρ. 1 ΚώδΔικηγ (Ν. 4194/2013)], επειδή δε οι νικητές ομόδικοι εκπροσωπήθηκαν από περισσότερους δικηγόρους, τα δικαστικά έξοδα θα επιδικαστούν ακέραια στον καθένα, καθόσον ο κάθε ομόδικος είχε ίδιο συμφέρον για χωριστή εκπροσώπηση, διάφορο από αυτό των υπόλοιπων ομοδίκων [άρθρο 180 παρ. 1, 3 ΚΠολΔ, που ισχύει κατ’ αναλογία και για τη μη προβλεπόμενη στο νόμο περίπτωση που περισσότεροι διάδικοι νικούν – βλ. σχετ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Ορφανίδη), ΚΠολΔ Ι (2000), 180 αριθ. 5], όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τη δια των προτάσεων των εναγουσών υποβληθείσα αίτηση ανάκλησης της υπ’ αριθμ. 1967/2019 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τη δικαστική δαπάνη των εναγόμενων σε βάρος των εναγουσών, την οποία ορίζει στο ποσό των εννιά χιλιάδων τετρακοσίων (9.400) ευρώ για τον πρώτο και τη δεύτερη, στο ποσό των εννιά χιλιάδων τετρακοσίων (9.400) ευρώ για τον τρίτο και στο ποσό των εννιά χιλιάδων τετρακοσίων (9.400) ευρώ για τον τέταρτο των εναγόμενων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 31 Μαΐου 2022 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον … χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 14 Ιουνίου 2022. 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ