Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

 

Αριθμός απόφασης

1466/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

——————————————————–

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Χρυσάνθη Μάντη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 12 Απριλίου 2022, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ :

Α. Της αιτούσας : …, με Α.Φ.Μ. …, κατοίκου …, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Πάρι Καραμήτσιου (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 22965), ο οποίος κατέθεσε το υπ’ αριθμό …/15-4-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π.

Των προς ων η κοινοποίηση της αίτησης : 1) … 2) …, 3) …, κατοίκων (ως εκ της επαγγελματικής τους εγκατάστασης) Πειραιά, … 4) …, κατοίκου …, και 5) … κατοίκου ……., … εκ των οποίων ο πρώτος παραστάθηκε δια των πληρεξούσιων δικηγόρων του Γρηγόριου Τιμαγένη (Α.Μ. Δ.Σ.Π. … και Αρσενίας – Ευαγγελίας – Χλόης Ιορδανίδου (Α.Μ. Δ.Σ.Α …), οι οποίοι κατέθεσαν τα με αριθμούς … αντίστοιχα γραμμάτια προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π., ενώ οι λοιποί δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Β. Του κυρίως παρεμβαίνοντος : … με Α.Φ.Μ. …, κατοίκου (ως εκ της επαγγελματικής του εγκατάστασης) ………, … ο οποίος παραστάθηκε δια των πληρεξούσιων δικηγόρων του Γρηγόριου Τιμαγένη (Α.Μ. Δ.Σ.Π. … και Αρσενίας – Ευαγγελίας – Χλόης Ιορδανίδου (Α.Μ. Δ.Σ.Α …), οι οποίοι κατέθεσαν τα με αριθμούς …/8-4-2022 και …/8-4-2022 αντίστοιχα γραμμάτια προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π.

Των καθ’ ων η κύρια παρέμβαση : 1) …, με Α.Φ.Μ. …, κατοίκου …, 2) …, 3) …, κατοίκων (ως εκ της επαγγελματικής τους εγκατάστασης) Πειραιά, … 4) …, κατοίκου …, και 5) … κατοίκου ……. … εκ των οποίων η πρώτη παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Πάρι Καραμήτσιου (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 22965), ο οποίος κατέθεσε το υπ’ αριθμό …/15-4-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π., ενώ οι λοιποί δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η αιτούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 29-3-2022 αίτησή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 2792/29-3-2022, ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 1382/29-3-2022, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Ο κυρίως παρεμβαίνων ζητεί να γίνει δεκτή η από 5-4-2022 κύρια παρέμβασή του, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 3072/5-4-2022, ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 1523/5-4-2022, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις προτάσεις τους.

 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 29-3-2022, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 2792/1382/29-3-2022, αίτηση και η από 5-4-2022, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 3072/1523/5-4-2022, κύρια παρέμβαση, η εκδίκαση των οποίων εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθόσον έχουν μεταξύ τους σχέση κύριου και παρεπόμενου και υπάγονται στην ίδια διαδικασία, αλλά και διότι έτσι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επιπλέον δε επέρχεται και μείωση των εξόδων της (άρθρα 31 § 1, 246 και 741 ΚΠολΔ).

Ι. Από τη διάταξη του άρθρου 758 § 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι εκδοθείσες κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας οριστικές αποφάσεις, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, μπορούν με αίτηση διαδίκου μετά τη δημοσίευση τους να ανακληθούν ή να μεταρρυθμιστούν από το Δικαστήριο το οποίο τις εξέδωσε, αν προκύψουν νέα πραγματικά περιστατικά ή μεταβληθούν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδόθηκαν. Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι παρέχεται η δυνατότητα ανάκλησης ή μεταρρύθμισης της οριστικής απόφασης που εκδόθηκε κατά την εκούσια δικαιοδοσία, από το Δικαστήριο που την εξέδωσε και μετά από αίτηση διαδίκου, αν προκύψουν νέα πραγματικά περιστατικά ή μεταβληθούν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδόθηκε η απόφαση. Τούτο δε διότι στις δίκες της εκούσιας δικαιοδοσίας δεν γίνεται δεσμευτική διάγνωση εννόμων σχέσεων, όπως ισχύει στις διαγνωστικές δίκες της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, αλλά διατάσσονται τα κατάλληλα ρυθμιστικά μέτρα σε σχέση με τη νομική κατάσταση και λειτουργία φυσικού ή νομικού προσώπου. Συνεπώς, ο σκοπός της ρύθμισης αυτής είναι η προσαρμογή των ρυθμιστικών μέτρων στις εκάστοτε μεταβαλλόμενες πραγματικές καταστάσεις προς πραγμάτωση του σκοπού των ρυθμιστικών μέτρων, δηλαδή για την επέλευση του ρυθμιστικού αποτελέσματος. Ως νέα πραγματικά περιστατικά νοούνται και γεγονότα τα οποία αν και υπήρχαν κατά την προηγούμενη δίκη δεν τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου, ενώ αντίθετα, νέα πραγματικά περιστατικά ή μεταβολή των συνθηκών δεν συνιστούν οι τυχόν πραγματικές ή νομικές πλημμέλειες της απόφασης για τις οποίες αυτή δύναται να προσβληθεί μόνον με ένδικα μέσα, αν αυτά επιτρέπονται από το νόμο. Ο όρος μεταβολή των συνθηκών είναι ευρύτερος γιατί η μεταβολή μπορεί να προκύπτει όχι μόνο από την επιγένεση νέων περιστατικών, αλλά και από άλλες αφορμές ή αιτίες, όπως από την εξέλιξη ενός θεσμού, την εμφάνιση νέων αναγκών κ.λ.π, σ’ αυτήν δε (μεταβολή) των συνθηκών μπορεί να εντάσσεται και η μεταβολή του νομοθετικού καθεστώτος, υπό την ισχύ του οποίου εκδόθηκε η απόφαση ή και η μεταστροφή της νομολογίας σε σχέση με νομικό ζήτημα που τέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου (ΑΠ 353/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟS, ΕφΠειρ 441/2018 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Θεσπίζεται έτσι, σύμφωνα με την έννοια, τη φύση και τη λειτουργία της εκούσιας δικαιοδοσίας, η δυνατότητα ανάκλησης ή μεταρρύθμισης των, κατά τη διαδικασία αυτή, εκδιδομένων αποφάσεων, η οποία αναγορεύεται στο θεμελιώδες δόγμα του κατ’ αρχήν μεταβλητού αυτών και της κατ’ εξαίρεση μόνο απαγόρευσης μεταβολής τους, η δε αιτία που επιβάλλει τη μεταβολή των πραγμάτων, μπορεί να συνίσταται, επί διαρκούς ρύθμισης, στη μη εκπλήρωση των όρων, που τάχθηκαν με αυτή, ώστε η ρύθμιση να μη δικαιολογείται πλέον. Ως μεταβολή των συνθηκών, κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης, νοείται δηλαδή η μεταγενέστερη επίκληση νέων πραγματικών γεγονότων, τα οποία ανατρέπουν ή διαφοροποιούν σημαντικώς τη βάση επί της οποίας στηρίχθηκε η απόφαση, διότι ήδη διαφοροποιείται με το ρυθμιστικό μέτρο που διατάχθηκε η εξυπηρέτηση είτε του συμφέροντος του αιτούντος είτε και του γενικότερου συμφέροντος, ενώ είναι πρόδηλο ότι στην έννοια της εμφάνισης νέων πραγματικών περιστατικών ή της μεταβολής των συνθηκών δεν συμπεριλαμβάνεται και η διαφορετική στάθμιση ή αξιολόγηση εκ μέρους των ενδιαφερομένων της πραγματικής κατάστασης βάσει της οποίας εκδόθηκε η απόφαση, της οποίας ζητείται η ανάκληση. Εξάλλου, δεν αποκλείεται η επίκληση και γεγονότων, τα οποία υπήρχαν κατά το χρόνο της πρώτης δίκης, πλην δεν προβλήθηκαν κατ’ αυτήν, χωρίς να ενδιαφέρει η τυχόν υπαιτιότητα του αιτούντος στην έγκαιρη προβολή αυτών (ΕφΠειρ 441/2018 ό.π. με περαιτέρω παραπομπές σε νομολογία και θεωρία). ΙΙ. Κατά το άρθρο 10 του ΑΚ, η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του. Κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής, ως έδρα του νομικού προσώπου από την οποία, κατ’ άρθρο 3 § 1 του ΚΠολΔ (το οποίο εφαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο 741 του ίδιου κώδικα και στις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας) προσδιορίζεται, εκτός άλλων, η αρμοδιότητα και η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου, νοείται η πραγματική έδρα, δηλαδή ο τόπος όπου πράγματι ασκείται η Διοίκηση του και όχι ο τυχόν διάφορος τόπος που κατονομάζεται απλώς ως έδρα στο καταστατικό του (καταστατική έδρα). Επομένως, και αλλοδαπή τυπικά εταιρεία της οποίας η Διοίκηση ασκείται στην Ελλάδα, όπου βρίσκεται η πραγματική της έδρα αρμοδίως ενάγεται ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων, η αρμοδιότητα και η διεθνής δικαιοδοσία των οποίων καθορίζεται βάσει του τόπου της πραγματικής έδρας της εναγόμενης εταιρείας (ΟλΑΠ 2/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟS, ΟλΑΠ 2/1999 ΕλλΔνη 1999, σελ. 271). Τον ως άνω, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, καθορισμό της έδρας των νομικών προσώπων δεν μετέβαλε ο Ν. 791/1978 ο οποίος, με το μοναδικό του άρθρο ορίζει ότι “ναυτιλιακοί εταιρίαι, αίτινες συνεστήθησαν κατά τους νόμους αλλοδαπής Πολιτείας εφ’ όσον είναι ή ήσαν πλοιοκτήτρια ή διαχειρίστρια πλοίων υπό ελληνικήν σημαίαν, ή είναι εγκατεστημέναι ή ήθελον εγκατασταθή εν Ελλάδι, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του ν. 27/1975 ή των αν.ν. 89/1967 και 378/1968, διέπονται, ως προς την σύσταση και την ικανότητα δικαίου, υπό του δικαίου της Χώρας της εν τω καταστατικώ έδρας των, αδιαφόρως του τόπου όθεν διευθύνονται ή διηυθύνοντο εν όλω ή εν μέρει αι υποθέσεις των”. Διότι η διάταξη αυτή εισάγει, κατ’ απόκλιση από το γενικό κανόνα του ως άνω άρθρου 10 του ΑΚ, διαφορετική ρύθμιση, ειδικά ως προς τις ναυτιλιακές εταιρείες και μόνον “ως προς τα θέματα της σύστασης και της ικανότητας δικαίου αυτών” ορίζοντας ότι αυτά θα διέπονται από το Δίκαιο της Πολιτείας στην περιοχή της οποίας βρίσκεται κατά το καταστατικό η έδρα τους, και ότι είναι αδιάφορος ο τόπος στον οποίο βρίσκεται η πραγματική έδρα τους (ΟλΑΠ 2/1999 ό.π.). Δηλαδή ο Ν. 791/1978 δεν ασχολείται με δικονομικά θέματα, όπως η δωσιδικία των πιο πάνω αλλοδαπών ναυτιλιακών εταιρειών, βάσει της οποίας το Δικαστήριο είναι αρμόδιο, εάν αυτές έχουν την πραγματική τους έδρα στη δικαιοδοτική περιφέρεια του αλλά η πιο πάνω θεσμοθέτηση του έγινε χάρη της διαφύλαξης του κύρους των πιο πάνω αλλοδαπών ναυτιλιακών εταιρειών, για να μη μετασχηματιστούν αυτές σε “εν τοις πράγμασι” ομόρρυθμες εταιρείες, λόγω μη τήρησης των υπό του Ελληνικού νόμου προβλεπόμενων διατυπώσεων σύστασης και απόκτησης ικανότητας δικαίου αυτών. Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι η προαναφερόμενη ρύθμιση του άρθρου μόνου του Ν. 791/1978 περιορίζεται, ως προς την έκταση εφαρμογής της, μόνο ως προς τη “σύσταση και τη δικαιοπρακτική και δικαιοκτητική ικανότητα” των ναυτιλιακών εταιρειών, οι οποίες έχουν μεν καταστατική έδρα στην αλλοδαπή, πλην όμως είναι νομίμως εγκατεστημένες στην Ελλάδα (ΕφΠειρ 1633/1989 ΕΝαυτΔ 18, σελ. 52 επ.). Έτσι, λοιπόν, δεν υπάγεται στο παραπάνω περιορισμένο πεδίο εφαρμογής του Ν. 791/1978 το ζήτημα του “διορισμού προσωρινής διοίκησης” μίας τέτοιας εταιρείας, καθόσον τούτο είναι δικονομικής φύσης. Πλέον συγκεκριμένα, από το σύνολο των διατάξεων του άρθρου 786 ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι : α) παρέχεται ευρύτατη εξουσία στο Δικαστήριο της εκούσιας δικαιοδοσίας να μεριμνά για την ομαλή, κατά τις περιστάσεις, λειτουργία οποιουδήποτε νομικού προσώπου, διορίζοντας ή αντικαθιστώντας την προσωρινή τους διοίκηση και β) γίνεται έμμεση παραπομπή στην εφαρμοστέα ρύθμιση του άρθρου 69 ΑΚ, στην οποία, υπό τον τίτλο “έλλειψη προσώπων διοίκησης” ορίζεται ότι “αν λείπουν τα πρόσωπα που απαιτούνται για τη διοίκηση του νομικού προσώπου ή αν τα συμφέροντα τους συγκρούονται προς εκείνα του νομικού προσώπου..» διορίζεται προσωρινή διοίκηση ύστερα από αίτηση όπου έχει έννομο συμφέρον. Συνακόλουθα, για το “διορισμό προσωρινής διοίκησης” μίας εταιρείας με τα πιο πάνω χαρακτηριστικά (καταστατική έδρα στην αλλοδαπή εγκατάσταση και πραγματική άσκηση διοίκησης στην Ελλάδα) συγκροτείται “αμάλγαμα” διατάξεων ουσιαστικού και δικονομικού περιεχομένου, που στενώς αλληλοεπηρεάζονται, ενώ ο κύριος σκοπός τούτου (“αμαλγάματος”) είναι η, κατά την καθοριστική λειτουργία του δικαίου, παροχή ένδικης προστασίας, κυρίως διαπλαστικής, αλλά και βεβαιωτικής μορφής, αποβλέποντας στην κατοχύρωση ή προστασία ιδιωτικού συμφέροντος (ΕφΠειρ 647/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟS, ΕφΠειρ 403/2004 ΠειρΝομ 2004, σελ. 213). ΙΙΙ. Περαιτέρω, από το άρθρο 10 ΑΚ προκύπτει, ότι από το δίκαιο της έδρας του νομικού προσώπου ρυθμίζονται τα επί μέρους ζητήματα, που αφορούν στην ίδρυση, την έναρξη, την έκταση της ικανότητας δικαίου, τη λύση, την επωνυμία και τη διαχείριση του νομικού προσώπου, καθώς και στην αντιπροσωπευτική εξουσία και την ευθύνη των οργάνων του. Ως “έδρα” δε στη διάταξη αυτή νοείται όχι η καταστατική, αλλά η πραγματική, ο τόπος, δηλαδή, όπου είναι εγκατεστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, ασκείται πραγματικά η διοίκηση και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία του αποφάσεις. Απόκλιση από τον θεσπιζόμενο με το άρθρο 10 ΑΚ κανόνα της πραγματικής έδρας του νομικού προσώπου εισάγεται με το άρθρο 1 του Ν.791/1978, σύμφωνα με το οποίο ναυτιλιακές εταιρείες, των οποίων η σύσταση έγινε κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας, εφόσον είναι ή ήσαν πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων υπό ελληνική σημαία ή είναι εγκατεστημένες ή ήθελαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του Ν 27/1975 ή των ΑΝ 89/1967 και 378/1968, διέπονται, ως προς τη σύσταση και ικανότητα δικαίου, από το δίκαιο της χώρας, στην οποία βρίσκεται κατά το καταστατικό τους η έδρα τους, ανεξαρτήτως του τόπου από τον οποίο διευθύνονται ή διευθύνονταν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει οι υποθέσεις τους. Η εφαρμογή των διατάξεων τούτων του άρθρου 1 του Ν.791/1978 επεκτάθηκε και στις αλλοδαπές εταιρείες πλοιοκτήτριες πλοίων υπό ξένη σημαία, εφόσον τα πλοία τους, διαχειρίζονταν γραφεία ή υποκαταστήματα εταιρειών του άρθρου 25 του Ν 27/1975. Οι παραπάνω αναφερθείσες δύο περιπτώσεις αποτελούν εξαιρετικό δίκαιο, κατ’ απόκλιση του άρθρου 10 ΑΚ, όπως η έννοιά του προσδιορίσθηκε παραπάνω, αφού ρητά συνδέουν την ικανότητα δικαίου αυτών στην Ελλάδα με το δίκαιο της χώρας της καταστατικής έδρας τους. Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 10 ΑΚ, εταιρείες των οποίων τα όργανα διοίκησης λειτουργούν πράγματι στην Ελλάδα, διέπονται γενικά, άρα και ως προς τη σύσταση και ικανότητα δικαίου, από το ελληνικό δίκαιο, έστω και αν στο καταστατικό τους προβλέπεται άλλη “εθνικότητα” ή η έδρα τους έχει ορισθεί με το καταστατικό εκτός Ελλάδος. Αν, συνεπώς, διαπιστωθεί, ότι η πραγματική έδρα της εταιρείας που φέρεται ως αλλοδαπή, βρίσκεται στην Ελλάδα και δεν έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις ίδρυσης (σύστασης και δημοσιότητας) που επιτάσσει το ελληνικό δίκαιο για το συγκεκριμένο εταιρικό τύπο, η εν λόγω εταιρεία είναι άκυρη και θεωρείται ως “εν τοις πράγμασι” ομόρρυθμη εταιρεία, οι δε εταίροι των εταιρειών αυτών ευθύνονται απεριορίστως και εις ολόκληρον μετά της εταιρείας, σύμφωνα προς τις διατάξεις των άρθρων 249 § 1 και 258 § 3 Ν. 4072/2012. Τούτο, όμως, δεν ισχύει, προκειμένου περί ναυτιλιακών εταιρειών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ελληνική σημαία ή πλοίων υπό ξένη σημαία, εφόσον είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα, δυνάμει αδείας ή τα πλοία αυτών διαχειρίζονται ή διαχειρίζονταν γραφεία ή υποκαταστήματα εταιρειών εγκατεστημένα εντός της ημεδαπής, δυνάμει ομοίως αδείας, καθόσον, κατά τα παραπάνω, διέπονται ως προς τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, όπου ευρίσκεται η καταστατική έδρα αυτών, ανεξαρτήτως του τόπου διεύθυνσης των εταιρικών υποθέσεων. Η άδεια εγκατάστασης των εταιρειών αυτών, των γραφείων ή των υποκαταστημάτων τους στην Ελλάδα, χορηγείται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, που δημοσιεύεται, κατά το άρθρο 25 του πιο πάνω νόμου (Ν. 27/1975) όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 28 Ν. 814/1978, 77 παρ. 5 Ν. 1892/1990 και 4 Ν. 2234/1994, στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης και έκτοτε επέρχονται και οι έννομες συνέπειές της. Σε περίπτωση, όμως, που ανακληθεί η άδεια εγκατάστασης των ως άνω εταιρειών, οι εταιρείες αυτές, από τη δημοσίευση ομοίως της σχετικής υπουργικής απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, εφόσον συνεχίζεται η λειτουργία τους, επειδή δεν έχουν συσταθεί κατά τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, θεωρούνται κατά τα ανωτέρω ως ομόρρυθμες “εν τοις πράγμασι” και τα μέλη της διοίκησης και οι μέτοχοι αυτών ευθύνονται απεριορίστως και εις ολόκληρον μετά της εταιρείας, σύμφωνα προς τις διατάξεις των άρθρων 249 § 1 και 258 § 3 Ν. 4072/2012 (ΟλΑΠ 2/2003 ό.π., ΟλΑΠ 2/1999, ΑΠ 1183/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Στην προκειμένη περίπτωση, η αιτούσα, με την υπό κρίση αίτησή της, εκθέτει ότι άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από 4-9-2019, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 7709/3889/2019, αίτησή της για διορισμό του υιού της …, άλλως οποιουδήποτε προσώπου έκρινε το Δικαστήριο κατάλληλου, στη θέση του ειδικού εκπροσώπου – αντιπροσώπου της ναυλομεσιτικής εταιρείας «…», η οποία τυπικά εδρεύει στις …, στην πραγματικότητα, όμως, στον Πειραιά, με εξουσία : α) να υποβάλει, για λογαριασμό της ως άνω εταιρείας, δήλωση ενώπιον του κ. Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά ότι επιθυμεί την πρόοδο της εκκρεμούς ποινικής διαδικασίας κατά του κατηγορούμενου … για το αδίκημα της υπεξαίρεσης, για το οποίο αυτός, δυνάμει του υπ’ αριθμό 113/2019 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά, το οποίο επικυρώθηκε με το υπ’ αριθμό 102/2019 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά, παραπέμπεται να δικασθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά και β) να ασκήσει, για λογαριασμό της ίδιας ως άνω εταιρείας, αγωγή ενώπιον των αρμόδιων πολιτικών Δικαστηρίων σε βάρος του ίδιου ως άνω προσώπου με αίτημα την καταβολή του ποσού των 480.004,59 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Ότι το έννομο συμφέρον για την υποβολή της παραπάνω αίτησης θεμελίωσε στο γεγονός ότι η ίδια είναι μέτοχος της εν λόγω εταιρείας σε ποσοστό 25%, ο δε … είναι νόμιμος μέτοχος σε ποσοστό 75%, ενώ την αίτηση κοινοποίησε στον ανωτέρω, στη σύζυγό του … και στην Παρασκευή Καϊρακτίδου, που ήταν τα τελευταία μέλη του Δ.Σ. της. Ότι επ’ αυτής της αίτησης, η οποία συνεκδικάσθηκε με την από 16-9-2019, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 8085/4067/2019, κύρια παρέμβαση που άσκησε ο ανωτέρω …, εκδόθηκε η υπ’ αριθμό 3566/2019 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αίτηση, απέρριψε την κύρια παρέμβαση και διόρισε τον Γεώργιο Αναγνωστόπουλο του Αλέξανδρου ως προσωρινό – ειδικό εκπρόσωπο της της ανωτέρω εταιρείας, με αρμοδιότητα την εκπροσώπησή της κατά την υποβολή έγκλησης σε βάρος του παραπάνω κατηγορούμενου, καθώς και στη δίκη που θα ανοιχθεί με την κατάθεση αγωγής σε βάρος του ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων. Ότι αφού ενημέρωσε τον Γεώργιο Αναγνωστόπουλο για τον διορισμό του, ο τελευταίος δεν αποδέχθηκε το διορισμό του επικαλούμενος ότι ήδη από τις 15-7-2019 είχε υποβάλει προς το Πρωτοδικείο Πειραιά αίτηση για τη διαγραφή του από τους καταλόγους πραγματογνωμόνων. Ότι, κατόπιν αυτού, άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού την από 30-10-2019, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 9797/4942/2019, αίτησή της, με την οποία ζήτησε την μεταρρύθμιση της παραπάνω υπ’ αριθμό 3566/2019 απόφασης και την αντικατάσταση του Γεώργιου Αναγνωστόπουλου με τον … του Ανδρέα, ο οποίος είναι εγγεγραμμένος στον κατάλογο πραγματογνωμόνων του Πρωτοδικείου Πειραιά, με τα ίδια καθήκοντα, ως αυτά ορίστηκαν στην προαναφερόμενη απόφαση. Ότι ακόμη, αιτήθηκε και την έκδοση προσωρινής διαταγής, αίτημα το οποίο έγινε δεκτό στις 30-10-2019 από τον Πρόεδρο Υπηρεσίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με τον όρο συζήτησης της αίτησης στις 31-10-2019, και ενόψει αυτού την 1η-11-2019 υποβλήθηκε από τον …, με την ειδικότητα του ειδικού αντιπροσώπου της …, η δήλωση της εν λόγω εταιρείας ότι επιθυμεί την πρόοδο της προαναφερόμενης εκκρεμούς ποινικής διαδικασίας κατά του …. Ότι επί της ανωτέρω, από 30-10-2019, αίτησής της εκδόθηκε η υπ’ αριθμό 148/2020 απόφαση, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση και ακολούθως, με την από 20-2-2020, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 1561/823/2020 κλήση της, προσδιορίσθηκε εκ νέου η από 30-10-2019 αίτησή της, η οποία συζητήθηκε στις 3-3-2020 και εκδόθηκε η υπ’ αριθμό 1402/2020 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, με την οποία αυτή έγινε δεκτή και διατάχθηκε η αντικατάσταση του Γεώργιου Αναγνωστόπουλου από τον …. Ότι, στη συνέχεια, ο ανωτέρω άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 13-8-2020 αγωγή της … κατά του …, με την οποία αιτήθηκε την επιστροφή του υπεξαιρεθέντος ποσού. Ότι κατόπιν άσκησης εφέσεων κατά των με αριθμούς 3566/2019 και 1402/2020 αποφάσεων από τον Αθανάσιο Καϊρακτίδη, οι οποίες συνεκδικάσθηκαν, εκδόθηκε η υπ’ αριθμό 647/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, με την οποία απορρίφθηκαν οι εφέσεις κατ’ ουσίαν, με αποτέλεσμα οι παραπάνω αποφάσεις να καταστούν πλέον τελεσίδικες. Ότι η εκδίκαση της αξιόποινης πράξης της υπεξαίρεσης κατ’ εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που υπερβαίνει το ποσό των 120.000,00 ευρώ, το οποίο είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, τελεσθείσας στον Πειραιά σε βάρος της …, καθώς και των αδικημάτων της απάτης κατ’ εξακολούθηση και της πλαστογραφίας μετά χρήσης που τέλεσε σε βάρος αυτής και άλλων, προσδιορίσθηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά, αρχικά στις 10-3-2010 και μετ’ αναβολή στις 16-3-2021 και στις 17-5-2022, εξαιτίας της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω του COVID-19. Ότι προκειμένου η … να υποστηρίξει την παραπάνω κατηγορία κατά τη δικάσιμο της 17ης-5-2022, ή σε όποια μετ’ αναβολή, συντρέχει περίπτωση υποβολής δήλωσης εκ μέρους του Διονύσιου Γιαννούτσου, με την οποία η … θα δηλώνει την παράστασή της ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά, καθώς και για το διορισμό πληρεξουσίων δικηγόρων για το σκοπό αυτό, η ανάγκη δε αυτή εμπίπτει στην έννοια της μεταβολής των συνθηκών, καθώς αποτελεί νέα ανάγκη που δεν τέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου πριν την έκδοση των με αριθμούς 3566/2019 και 1402/2020 αποφάσεών του. Ότι ενόψει των ανωτέρω άσκησε την από 21-2-2021, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 78/25/2021, αίτηση μεταρρύθμισης ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, με αίτημα την μεταρρύθμιση της υπ’ αριθμό 647/2020 απόφασής του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμό 169/2022 απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της ως απαράδεκτη με την αναγραφόμενη σε αυτήν ειδικότερα αιτιολογία. Ότι, τέλος, στην έννοια της μεταρρύθμισης του άρθρου 758 ΚΠολΔ περιλαμβάνεται προδήλως και η συμπλήρωση της απόφασης. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί : α) τη μεταρρύθμιση των με αριθμούς 3566/2019 και 1402/2020 αποφάσεων του παρόντος Δικαστηρίου, που εκδόθηκαν κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και β) τη χορήγηση στον ήδη διορισθέντα ειδικό εκπρόσωπο της εταιρείας «…» … της αρμοδιότητας όπως, ενεργώντας κατ’ εντολή και για λογαριασμό της εν λόγω εταιρείας, δηλώσει δια του κ. Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά, ενώπιον του Τριμελούς Κακουργημάτων Πειραιά, κατά τη δικάσιμο της 17ης-5-2022 και σε οποιαδήποτε μετ’ αναβολή ή ματαίωση δικάσιμο, ενώπιον του ίδιου ή άλλου Δικαστηρίου, καθώς και ενώπιον του Άρειου Πάγου, ότι εκπροσωπεί την εταιρεία και συγκεκριμένα, όπως : 1) δηλώσει ότι η ανωτέρω εταιρεία παρίσταται προς υποστήριξη της κατηγορίας κατά του …, κατηγορούμενου για το αδίκημα της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικού ποσού 490.004,59 ευρώ, που είχε εμπιστευθεί στον κατηγορούμενο υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας και ειδικότερα του Προέδρου/Διευθυντή του Δ.Σ. της και μεγαλομετόχου αυτής, όπως το αδίκημα αυτό περιγράφεται ειδικότερα στο διατακτικό του υπ’ αριθμό 113/2019 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά και 2) διορίσει συνηγόρους παριστάμενους προς υποστήριξη της κατηγορίας στους δικηγόρους Ιωάννα Μανέτα και Θεόδωρο Σούλιο, στους οποίους παρέχεται η εξουσία να διορίζουν και άλλους πληρεξούσιους προς υποστήριξη της κατηγορίας με αυτές τις εξουσίες. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αίτηση, όπως επιχειρείται να θεμελιωθεί στις διατάξεις του άρθρου 758 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη, καθώς η αιτούσα δεν επικαλείται νέα πραγματικά περιστατικά ή μεταβολή των συνθηκών υπό τις οποίες εκδόθηκαν οι εν λόγω αποφάσεις, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη της παρούσας, αλλά τα ίδια κρίσιμα εν προκειμένω πραγματικά περιστατικά, που η ίδια είχε θέσει υπόψη του Δικαστηρίου με την αρχική αίτηση της πριν την έκδοση της πρώτης εκ των ανωτέρω δύο απόφασης, ήτοι ότι ο μέτοχος – Πρόεδρος/Διευθυντής του Δ.Σ. της εταιρείας … … παραπέμφθηκε με τελεσίδικο βούλευμα ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά για την πράξη της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, τελεσθείσας σε βάρος της, επακόλουθο της οποίας ήταν, κατά την ποινική δικονομία, ο ορισμός δικασίμου για την εκδίκασή της, πλην, όμως, η αιτούσα δεν είχε υποβάλει το αίτημα (που ήδη με την κρινόμενη αίτησή της υπέβαλε) περί χορήγησης της αρμοδιότητας στον διορισθέντα ειδικό εκπρόσωπο δήλωσης παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας στην ποινική δίκη και διορισμού πληρεξούσιων δικηγόρων προς τούτο. Επομένως, τα εκτιθέμενα στην αίτηση περιστατικά δεν δικαιολογούν την μεταρρύθμιση των ανωτέρω αποφάσεων, ακόμη και υπό την επικαλούμενη μορφή της συμπλήρωσης αυτών. Ωστόσο, ενόψει του ότι από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 111 § 2, 216 § 1, 335, 337, 338 και 559 αριθ. 1, 8 και 10 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι έργο του Δικαστηρίου της ουσίας είναι να προβεί αυτεπαγγέλτως στην εφαρμογή του νόμου, ήτοι στην προσήκουσα υπαγωγή των εννόμων σχέσεων που αναδύονται εκ των επικαλουμένων στο δικόγραφο της αγωγής κατά τρόπο σαφή πραγματικών περιστατικών, και όπως αυτές στη συνέχεια προκύπτουν κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου από τις διεξαχθείσες αποδείξεις, στους κανόνες ουσιαστικού δικαίου που τις θεμελιώνουν, βάσει της αρχής jura novit curia, ενώ ο εκ μέρους των διαδίκων διδόμενος νομικός χαρακτηρισμός των επικαλουμένων περιστατικών, στα οποία θεμελιώνεται ή δεν θεμελιώνεται το προβαλλόμενο με την αγωγή αίτημα, δεν είναι δεσμευτικός για το Δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 133/2018, ΑΠ 318/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟS), η κρινόμενη αίτηση δύναται να εκτιμηθεί ότι στοιχειοθετεί αυτοτελή αίτηση διορισμού ειδικού εκπροσώπου με τις προαναφερόμενες αιτηθείσες αρμοδιότητες, καθόσον περιλαμβάνει τις απαιτούμενες κατ’ άρθρο 69 ΑΚ προϋποθέσεις του εννόμου συμφέροντος της αιτούσας ως μετόχου της παθούσας εταιρείας από την αξιόποινη σε βάρος της περιουσίας της πράξη του έτερου μετόχου της και της πρόδηλης σύγκρουσης συμφερόντων. Παραδεκτά δε εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ ύλη, λειτουργικά και κατά τόπο αρμόδιο, στην περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα της η εταιρεία, κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739, 740 § 1, 741 και 786 § 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 §§ 1 περ. β΄ και 3 Ν. 2172/1993 λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς), το οποίο έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς (άρθρα 3 § 1 και 4 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο ΙΙ μείζονα πρόταση της παρούσας. Είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 69 ΑΚ, 786 § 1 ΚΠολΔ και στο δίκαιο της καταστατικής έδρας της εταιρείας, δηλαδή των …, ως προς τα επιμέρους ζητήματα της σύστασης, λύσης, εκκαθάρισης και ικανότητας δικαίου της εταιρείας αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 10 του ΑΚ, δεδομένου ότι είχε εγκαταστήσει γραφείο στον Πειραιά με βάση τον ΑΝ 89/67 και το άρθρο 25 του Ν. 27/1975, η άδεια εγκατάστασής της, όμως, ανακλήθηκε το Δεκέμβριο του έτους 2010, χωρίς έκτοτε να συνεχίσει την επαγγελματική της δραστηριότητα στον Πειραιά, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο ΙΙΙ σκέψη, και συγκεκριμένα, στο άρθρο 105 (1) του εφαρμοστέου εν προκειμένω Νόμου περί Εμπορικών Επιχειρήσεων (Business Corporation Act) των …. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της τηρήθηκε η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 786 § 2 ΚΠολΔ υποχρεωτική προδικασία, καθώς και η ταχθείσα κλήτευση κατόπιν ρητής διάταξης του αρμοδίου Δικαστή προσδιορισμού (βλ. την από 29-3-2022 έκθεση κατάθεσης δικογράφου της κρινόμενης αίτησης), κατ’ άρθρο 748 § 3 ΚΠολΔ, με τη νόμιμη και εμπρόθεσμη επίδοση ακριβούς επικυρωμένου αντιγράφου της αίτησης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την παρούσα δικάσιμο, στους αναγραφόμενους στην αρχή της παρούσας προς ων η κοινοποίηση της αίτησης (βλ. τις προσκομιζόμενες με επίκληση από την αιτούσα με αριθμούς 395Δ΄/31-3-2022, 396Δ΄/31-3-2022, 397Δ΄/31-3-2022, 399Δ΄/31-3-2022 και 400΄Δ/31-3-2022 αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά Βασίλειου Χρήστου). Σημειώνεται ότι από τους ανωτέρω οι οποίοι κατέστησαν διάδικοι μόνο ο πρώτος, …, παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και κατέθεσε προτάσεις, ζητώντας την απόρριψη της αίτησης, ενώ οι λοιποί δεν παραστάθηκαν και συνεπώς, πρέπει να δικασθούν ερήμην, το Δικαστήριο, ωστόσο, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης, σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 754 ΚΠολΔ).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 761, 748 § 3, 753 § 1 και 752 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο καθ’ ου η αίτηση δεν προσλαμβάνει την ιδιότητά του διαδίκου με μόνη την απεύθυνση της αίτησης εναντίον του, αν δεν κλητεύθηκε ύστερα από διαταγή του Δικαστηρίου, δεν προσεπικλήθηκε ή δεν άσκησε παρέμβαση, ακόμη και όταν χωρίς πάντως να ασκήσει παρέμβαση, παραστεί στη δίκη (ΑΠ 41/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1305/1994 ΕλλΔ/νη 1996, σελ. 638, ΕφΑθ 171/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά δε το άρθρο 752 ΚΠολΔ, στις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, η μεν κύρια παρέμβαση ασκείται με δικόγραφο, η δε πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, χωρίς προδικασία. Σε οποιοδήποτε πάντως είδος παρέμβασης, ο παρεμβαίνων πρέπει να ήταν ως το χρονικό σημείο της παρέμβασής του τρίτος σε σχέση με την εκκρεμή δίκη. Επομένως, είναι απαράδεκτη η κύρια παρέμβαση που ασκεί εκείνος του οποίου την κλήτευση είχε διατάξει ο Δικαστής κατά την κατάθεση της αρχικής αίτησης, καθόσον αυτός ήταν έκτοτε διάδικος της δίκης της κύριας αίτησης και όχι τρίτος σε σχέση με αυτήν, ώστε να υπάρχει περιθώριο για την άσκηση παρέμβασης (βλ. ΜΠρΑθ 3235/2007 ΝοΒ 2007, σελ. 1358, ΜΠρΑθ 11439/2001 ΕλλΔνη 6, σελ. 616, Κ. Μπέη, Εκούσια Δικαιοδοσία, εκδ. 1991, άρθρο 752, σελ. 280-281). Στην προκειμένη περίπτωση, ο κυρίως παρεμβαίνων με την παρέμβασή του ζητεί την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη της αιτούσας στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Ωστόσο, η παρέμβαση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι κατά το χρόνο άσκησης της παρέμβασης ο παρεμβαίνων δεν ήταν τρίτος σε σχέση με την εκκρεμή δίκη, αλλά διάδικος αυτής, καθώς, όπως προεκτέθηκε και προκύπτει σαφώς από την έκθεση κατάθεσης δικογράφου και πράξης ορισμού συζήτησης της εν λόγω αίτησης, κατά την κατάθεσή της, είχε διαταχθεί από τη Δικαστή του Δικαστηρίου αυτού η κλήτευσή του. Διάταξη δε περί επιβολής δικαστικών εξόδων σε βάρος του δεν τίθεται ελλείψει σχετικού αιτήματος.

Κατά το άρθρο 778 ΚΠολΔ αν στις υποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 739 ΚΠολΔ γίνει δεκτή ή απορριφθεί με οριστική απόφαση αίτηση, δεν είναι δυνατόν να συζητηθεί νέα αίτηση των διαδίκων για το ίδιο αντικείμενο κατά τη διαδικασία των άρθρων 741 έως 788 ΚΠολΔ. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η αναφερόμενη σε αυτή δεσμευτική ισχύς, εκδηλώνεται τόσο αρνητικά, με την έννοια της αδυναμίας επανόδου του διαδίκου με την άσκηση παρόμοιας αίτησης, εκτός αν στηρίζεται σε διαφορετικά περιστατικά, όσο και θετικά με την έννοια της δέσμευσης κάθε τρίτου προσώπου ή αρχής, ως προς την επελθούσα διάγνωση ή διάπλαση, χωρίς η έναντι τρίτων δεσμευτική αυτής ισχύς να εμποδίζει όποιον δεν συμμετείχε στη διαδικασία, να προστατεύσει, αν δικαιολογεί έννομο συμφέρον, τυχόν προσβαλλόμενο δικαίωμα του, με την άσκηση τριτανακοπής. Εκτός από τη δεσμευτική ισχύ οι αποφάσεις που εκδίδονται στις γνήσιες υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, δεν αναπτύσσουν συγχρόνως δύναμη ουσιαστικού δεδικασμένου, γιατί δεν κρίνουν για δικαίωμα ή έννομη σχέση του ουσιαστικού δικαίου (βλ. ΑΠ 1395/2018, 260/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Υποστηρίζεται, δε, ότι οι αποφάσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας δημιουργούν περιορισμένο δεδικασμένο ως εξής : α) αποκλείουν την επανάληψη για τα δικονομικά ζητήματα που έκριναν οριστικά (322 § 1 ΚΠολΔ), και ιδίως για το απαράδεκτο της απορριπτόμενης αίτησης δικαστικής προστασίας, β) αποκλείουν την επανάληψη για το ουσιαστικό ζήτημα που έκριναν οριστικά (322 § 1 ΚΠολΔ), και ειδικότερα τόσο για τη βασιμότητα του αιτήματος που δέχονται ή απορρίπτουν, όσο και για το κύρος της νομικής κατάστασης που δημιουργείται με τη διάπλαση που προκαλεί το διατασσόμενο ρυθμιστικό μέτρο (βλ. ΕφΛαρ 733/2000 ΕλλΔνη 2003, σελ. 517), γ) δεν αποκλείουν τη μεταγενέστερη επίκληση πραγματικών περιστατικών που είχαν συντελεστεί πριν από την τελευταία συζήτηση στο ακροατήριο, μετά την οποία εκδίδεται η κρίσιμη απόφαση. Η επίκληση τούτη, εφόσον η αρχική αίτηση είχε απορριφθεί ως αβάσιμη, μπορεί να γίνει με νέα αυτοτελή αίτηση, ενώ αν είχε γίνει δεκτή η αρχική αίτηση, η επίκληση των νέων πραγματικών γεγονότων δεν μπορεί να γίνει με νέα αυτοτελή αίτηση, αλλά μόνο με ανακλητική ή μεταρρυθμιστική αίτηση κατά το άρθρο 758 ΚΠολΔ, δ) δεν δημιουργούν δέσμευση για τις έννομες σχέσεις του ιδιωτικού δικαίου που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως, ε) το περιορισμένο τούτο δεδικασμένο ισχύει με την επιφύλαξη της μεταγενέστερης μεταβολής των συνθηκών, με βάση τις οποίες έκρινε η απόφαση (758 § 1 ΚΠολΔ), και στ) από το προαναφερόμενο περιορισμένο δεδικασμένο των αποφάσεων εκούσιας δικαιοδοσίας δεσμεύονται ο αιτών και όσοι είχαν μετάσχει στη διαδικασία ως ενδιαφερόμενοι, έπειτα από κλήτευση τους κατά το άρθρο 748 § 3 ΚΠολΔ, ή ύστερα από προσεπίκληση τους κατά το άρθρο 753 ΚΠολΔ, ή αυθορμήτως με κύρια ή (αυτοτελή) πρόσθετη παρέμβαση (752 ΚΠολΔ), ή ύστερα από τριτανακοπή, ακόμη και αν δεν είχαν μετάσχει στη συζήτηση, καθώς και οι καθολικοί και οι ειδικοί διάδοχοι τους, στην έκταση που έχουν δικαίωμα να ασκήσουν ένδικα μέσα (βλ. Μπέης, Πολιτική Δικονομία, Ερμηνεία των άρθρων, Εκούσια Δικαιοδοσία, 1991, ερμηνευτικά σχόλια κάτω από το άρθρο 778, σελ. 429 – 430, Ε. Μπαλογιάννη σε Χ. Απαλαγάκη, Ερμηνεία κατ’ άρθρο ΚΠολΔ, 6η εκδ., τ. ΙΙ, άρθρο 778, σελ. 2472-2473). Στην προκειμένη περίπτωση, από όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν η αιτούσα και ο πρώτος των καθ’ ων η κοινοποίηση (δοθέντος ότι και υπό την ιδιότητα του παρεμβαίνοντος προσκομίζει τα ίδια έγγραφα) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η εταιρεία με την επωνυμία  «…» συστήθηκε στις 23-7-2003 σύμφωνα με τους νόμους των Nήσων Μάρσαλ ως επιχειρηματική ναυτιλιακή εταιρεία. Η εταιρεία αυτή έδρευε κατά το καταστατικό της στις …, στην πραγματικότητα, όμως, στον ……, όπου και εγκατέστησε γραφείο δυνάμει της υπ’ αριθμό 3122.1/3717/24055/21-8-2003 κοινής Απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας με βάση τον ΑΝ 89/67 και το άρθρο 25 του Ν. 27/1975. Μέτοχοι της εν λόγω εταιρείας ήταν η αιτούσα και ο πρώτος των προς ως η κοινοποίηση σε ποσοστά 25% και 75% αντίστοιχα, ενώ μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ήταν ο ανωτέρω …, η σύζυγός του … και η αδελφή του …. Η άδεια εγκατάστασης της εταιρείας αυτής στην Ελλάδα ανακλήθηκε τον Δεκέμβριο του έτους 2010 δυνάμει της  ΚΥΑ 3122.1/3717/14/24055/19-11-2010 (ΦΕΚ Β΄/1876/1-12-2010), χωρίς έκτοτε να συνεχισθεί η επαγγελματική της δραστηριότητα στον Πειραιά, ενώ στις 12-1-2011 διαγράφηκε από το μητρώο εταιρειών των … και ως εκ τούτου, λύθηκε και τέθηκε σε καθεστώς εκκαθάρισης. Περαιτέρω, η αιτούσα με την ιδιότητα της μετόχου της εν λόγω εταιρείας, κατέθεσε στις 30-11-2007 ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών μήνυση (ΑΒΜ Δ 2007/4900) κατά του ήδη … και παντός υπεθύνου, μεταξύ άλλων, και για το αδίκημα της υπεξαίρεσης σε βάρος της εν λόγω εταιρείας, στις δε 14-1-2008 κατέθεσε ενώπιον του ίδιου Εισαγγελέα την ΑΒΜ Β08/140 μήνυση κατά του ανωτέρω για το αδίκημα, μεταξύ άλλων, της υπεξαίρεσης σε βάρος της ως άνω εταιρείας. Οι δικογραφίες που σχηματίσθηκαν τόσο από τις ανωτέρω μηνύσεις όσο και από άλλες τρίτων ως προς την υπό κρίση υπόθεση προσώπων κατά του ανωτέρω συνενώθηκαν και διενεργήθηκε κύρια ανάκριση. Μετά το πέρας αυτής, η υπόθεση παραπέμφθηκε στα δικαστήρια του Πειραιά λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς και τελικά δυνάμει του υπ’ αριθμό 113/2019 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά, ήδη αμετάκλητου, ο … παραπέμφθηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά ως υπαίτιος, μεταξύ άλλων, του ότι εντός του χρονικού διαστήματος από τις 24-8-2005 έως τις 10-8-2007, με την ιδιότητα του Προέδρου/ Διευθυντή του Δ.Σ. και μεγαλομέτοχου (κατόχου του 75% του μετοχικού κεφαλαίου) της υπεράκτιας εταιρείας με την επωνυμία «…»  υπεξαίρεσε από το ταμείο της τελευταίας το συνολικό ποσό των 480.004,59 ευρώ, το οποίο ιδιοποιήθηκε παράνομα. Η σχετική δίκη έχει ήδη προσδιορισθεί μετ’ αναβολή για τη δικάσιμο της 17ης-5-2022. Ακολούθως, κατόπιν αίτησης της αιτούσας, λόγω άρνησης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου να υποβάλουν έγκληση και συνακόλουθα ύπαρξης περίπτωσης σύγκρουσης συμφερόντων των μελών με την εταιρεία, ενόψει του ότι απαιτούνταν η υποβολή έγκλησης από την παθούσα εταιρεία, κατ’ άρθρο 464 νέου ΠΚ, εντός τεσσάρων (4) μηνών από την 1η-7-2019, για την συνέχιση της εκκρεμούς ποινικής διαδικασίας, η οποία (αίτηση) συνεκδικάσθηκε με την ασκηθείσα κύρια παρέμβαση του ανωτέρω …, εκδόθηκε η υπ’ αριθμό 3566/2019 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού (εκούσια δικαιοδοσία), με την οποία διορίσθηκε από τον κατάλογο πραγματογνωμόνων του Πρωτοδικείου αυτού ο …, προσωρινός – ειδικός εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία «…», με αρμοδιότητα την εκπροσώπησή της κατά την υποβολή έγκλησης σε βάρος του …, καθώς και στη δίκη που θα ανοιχθεί με την κατάθεση αγωγής σε βάρος του ως άνω προσώπου ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, ενώ απορρίφθηκε η κύρια παρέμβαση. Στη συνέχεια, όμως, ο παραπάνω διορισθείς εκπρόσωπος με την από 29-10-2019 έγγραφη δήλωσή του προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αιτούσας της γνωστοποίησε ότι έχει παραιτηθεί εκ της ιδιότητας του πραγματογνώμονα και ως εκ τούτου, αποποιείται του διορισμού του, επισυνάπτοντας την υπ’ αριθμό πρωτ. …/15-7-2019 αίτησή του προς το Πρωτοδικείο Πειραιά, με την οποία αιτήθηκε τη διαγραφή του από τον πίνακα πραγματογνωμόνων. Κατόπιν αυτών, μετά από αίτηση της ίδιας ως άνω αιτούσας, εκδόθηκε η υπ’ αριθμό 1402/2020 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία αντικαταστάθηκε  λόγω αδυναμίας του να ασκήσει τα καθήκοντά του, ο διορισθείς ως άνω εκπρόσωπος, με τον …, ο οποίος στο μεταξύ, δυνάμει της από 30-10-2019 προσωρινής διαταγής του Προέδρου Υπηρεσίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την 1η-11-2019 υπέβαλε, με την ειδικότητα του ειδικού αντιπροσώπου της …, δήλωση της τελευταίας ενώπιον του αρμόδιου Εισαγγελέα ότι επιθυμεί την πρόοδο της προαναφερόμενης εκκρεμούς ποινικής διαδικασίας κατά του …. Ακολούθως, ο τελευταίος, άσκησε εφέσεις κατά των ως άνω δύο αποφάσεων με αριθμούς 3566/2019 και 1402/2020, επί των οποίων, αφού συνεκδικάσθηκαν, εκδόθηκε η υπ’ αριθμό 647/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, με την οποία απορρίφθηκαν αυτές κατ’ ουσία. Κατά της απόφασης αυτής ο εκκαλών άσκησε την από 11-3-2021 αναίρεση ενώπιον του Άρειου Πάγου, η εκδίκαση της οποίας έχει προσδιορισθεί για τις 4-11-2022. Ωστόσο, από την προαναφερόμενη απόφαση με αριθμό 3566/2019 του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία συζητήθηκε με τη συμμετοχή των ίδιων διαδίκων με την παρούσα υπόθεση και με την οποία διορίσθηκε ειδικός εκπρόσωπος για την υποβολή, μεταξύ άλλων, έγκλησης για το προπεριγραφέν αδίκημα της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, ο οποίος, στη συνέχεια, αντικαταστάθηκε με την υπ’ αριθμό 1402/2020 απόφαση, καίτοι δεν παράγεται δεδικασμένο, αποκλείεται η επανάληψη για το ουσιαστικό ζήτημα που κρίθηκε οριστικά, και ειδικότερα τόσο για τη βασιμότητα του αιτήματος που δέχθηκε, όσο και για το κύρος της νομικής κατάστασης που δημιουργήθηκε με τη διάπλαση που προκάλεσε το διαταχθέν ρυθμιστικό μέτρο, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη. Επειδή, δε, στην προκειμένη περίπτωση η έχουσα το δικαίωμα έγκλησης εταιρεία ταυτίζεται με αυτήν που δύναται να δηλώσει στο ποινικό ακροατήριο παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας ως άμεσα παθούσα, τα σχετικά καθήκοντα δεν πρέπει αδικαιολογήτως να διασπασθούν, ανεξαρτήτως τυχόν υπαιτιότητας της ίδιας της αιτούσας, η οποία έναντι κάθε έννοιας οικονομίας της δίκης δεν συμπεριέλαβε το σχετικό αίτημα στην αρχική της αίτηση. Λαμβανομένου, λοιπόν, υπόψη του ότι η παθούσα εταιρεία έχει πρόδηλο έννομο συμφέρον να υποστηρίξει την κατηγορία από τη σε βάρος της τελεσθείσα ως άνω αξιόποινη πράξη, και να συνεισφέρει με την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων κατά την εκδίκαση της ποινικής δίκης, την τελολογία του θεσμού του ειδικού εκπροσώπου και τη θεώρηση της ποινικής δίκης ενιαίως, προσήκει να είναι αρμόδιος ο διορισθείς, με την υπ’ αριθμό 1402/2020 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, ειδικός εκπρόσωπος, και για τις αιτηθείσες ενέργειες της δήλωσης υποστήριξης της κατηγορίας και του διορισμού πληρεξούσιων δικηγόρων για την παράσταση της εταιρείας. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση, εκτιμηθείσα κατά την κρίση του Δικαστηρίου ως αυτοτελής αίτηση διορισμού ειδικού εκπροσώπου, ως ουσιαστικά βάσιμη και να διορισθεί ο Διονύσιος Γιαννούτσος του Ανδρέα, ειδικός εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία «…», προκειμένου, ενώπιον του Τριμελούς Κακουργημάτων Πειραιά, κατά τη δικάσιμο της 17ης-5-2022 και σε οποιαδήποτε μετ’ αναβολή ή ματαίωση δικάσιμο, ενώπιον του ίδιου ή άλλου Δικαστηρίου, καθώς και ενώπιον του Άρειου Πάγου, να δηλώσει, για λογαριασμό της εν λόγω εταιρείας, παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας κατά του …, κατηγορούμενου για το αδίκημα της κατ’ εξακολούθηση υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικού ποσού 480.004,59 ευρώ, που είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, και διορίσει συνηγόρους παριστάμενους προς υποστήριξη της κατηγορίας τους δικηγόρους Ιωάννα Α. Μανέτα (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 27889) και Θεόδωρο Δ. Σούλιο (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 2050), στους οποίους να παράσχει την εξουσία να διορίζουν και άλλους πληρεξούσιους προς υποστήριξη της κατηγορίας με αυτές τις εξουσίες, όπως ειδικότερα εκτίθεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την από 29-3-2022, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 2792/1382/29-3-2022, αίτηση και την από 5-4-2022, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 3072/1523/5-4-2022, κύρια παρέμβαση, αντιμωλία της αιτούσας – πρώτης καθ’ ης η κύρια παρέμβαση και του πρώτου των προς ως η κοινοποίηση της αίτησης – κυρίου παρεμβαίνοντος και ερήμην των υπολοίπων.

Απορρίπτει την κύρια παρέμβαση.

Δέχεται την αίτηση.

Διορίζει τον … του …., κάτοικο ….., … ως ειδικό εκπρόσωπο της εταιρείας με την επωνυμία «…», προκειμένου, ενώπιον του Τριμελούς Κακουργημάτων Πειραιά, κατά τη δικάσιμο της 17ης-5-2022 και σε οποιαδήποτε μετ’ αναβολή ή ματαίωση δικάσιμο, ενώπιον του ίδιου ή άλλου Δικαστηρίου, καθώς και ενώπιον του Άρειου Πάγου, να δηλώσει, για λογαριασμό της εν λόγω εταιρείας, παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας κατά του …, κατηγορούμενου για το αδίκημα της κατ’ εξακολούθηση υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικού ποσού 480.004,59 ευρώ, που είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, όπως το αδίκημα αυτό περιγράφεται ειδικότερα στο διατακτικό του υπ’ αριθμό 113/2019 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά, και διορίσει συνηγόρους παριστάμενους προς υποστήριξη της κατηγορίας τους δικηγόρους Ιωάννα Α. Μανέτα (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 27889) και Θεόδωρο Δ. Σούλιο (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 2050), στους οποίους να παράσχει την εξουσία να διορίζουν και άλλους πληρεξούσιους προς υποστήριξη της κατηγορίας με αυτές τις εξουσίες.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 9 Μαΐου 2022 με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ