ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός απόφασης
1559/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
——————————————————–
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Χρυσάνθη Μάντη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και τη Γραμματέα Ελένη Κατιρτζόγλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Δεκεμβρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Της ενάγουσας : Εταιρείας με την επωνυμία «….» που εδρεύει κατά το καταστατικό της στον … και έχει εγκαταστήσει γραφείο στον ….., επί της οδού …, σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 89/1967, με Α.Φ.Μ. …, νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία προκατέθεσε νόμιμα και εμπρόθεσμα, στις 21-4-2021 τις από 31-3-2021 προτάσεις της δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Ελλάς – Έλλης Τζούρου (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 30567), δυνάμει του από 30-3-2021 δικαστικού πληρεξουσίου του νομίμου εκπροσώπου της … (εξουσιοδοτημένου προς τούτο δυνάμει του από 29-3-2021 πρακτικού συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου της), στο οποίο βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής του, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ως άνω πληρεξούσια δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθμό …/20-4-2021 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του ΔΣΠ.
Της εναγόμενης : Ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει κατά το καταστατικό της στον … και έχει εγκαταστήσει γραφείο στον …, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 27/1975, με Α.Φ.Μ. …, νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία δεν προκατέθεσε προτάσεις και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 21-12-2020 αγωγή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 9890/21-12-2020 και 4722/21-12-2020 αντίστοιχα, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, δυνάμει της από 21-10-2021 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την υπ’ αριθμό …/18-1-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …, με την κάτωθι αυτής από ίδιας ημερομηνίας απόδειξη παράδοσης αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου στα χέρια του αρμόδιου αξιωματικού υπηρεσίας του Α.Τ. Δημοτικού Θεάτρου, …, απόντος του προϊστάμενου αυτού, και την από 18-1-2021 βεβαίωση του ως άνω δικαστικού επιμελητή περί ταχυδρομικής αποστολής αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου, που υπογράφεται από τον υπάλληλο των ΕΛΤΑ του Ταχυδρομείου Αθηνών …, που νόμιμα προσκομίζει με επίκληση η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην εναγόμενη, στην προαναφερόμενη διεύθυνσή της, στον ….. (άρθρα 122 § 1, 123, 124, 126 § 1 εδ. γ΄, 129 § 2 και 215 § 2 ΚΠολΔ), η δε εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επέχει θέση νόμιμης κλήτευσης της εναγόμενης (άρθρο 237 § 4 εδ. ε΄ ΚΠολΔ). Η τελευταία, όμως, δεν έλαβε κανονικά μέρος στη δίκη κατά την παραπάνω δικάσιμο, καθώς δεν κατέθεσε προτάσεις, κατ’ άρθρο 237 §§ 1-3, και επομένως, πρέπει να δικασθεί ερήμην (άρθρα 115 § 3 και 271 §§ 1 και 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ).
Με την υπό κρίση αγωγή της, η ενάγουσα εκθέτει ότι δραστηριοποιείται στο χώρο των διεθνών μεταφορών εμπορευμάτων τρίτων, προσφέροντας υπηρεσίες διαχείρισης της εφοδιαστικής αλυσίδας, που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την επιμέλεια της διαμεταφοράς φορτίων και εμπορευμάτων από και προς οποιοδήποτε σημείο στον κόσμο, με ιδιαίτερη εξειδίκευση στο χειρισμό φορτίων που αφορούν στον κλάδο της ναυτιλίας και εν γένει της διαχείρισης της εφοδιαστικής αλυσίδας των ναυτιλιακών επιχειρήσεων, διατηρώντας προς τούτο, εκτός των κεντρικών της γραφείων στον …, υποκατάστημα στην …, ενώ έχει ιδρύσει γραφείο και στην Ελλάδα, με βάση τις διατάξεις του Α.Ν. 89/1967. Ότι με την εναγόμενη, η οποία είναι ναυτιλιακή εταιρεία, που δραστηριοποιείται στη διαχείριση πλοίων για λογαριασμό πλοιοκτητριών εταιρειών και έχει εγκατεστημένο γραφείο στην Ελλάδα, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 27/1975, είχαν συνεργασία από τον Ιούνιο του 2015, στο πλαίσιο της οποίας είχε αναλάβει να της παρέχει υπηρεσίες μεταφοράς εμπορευμάτων, κυρίως ανταλλακτικά πλοίων και συναφή εξαρτήματα ή εξοπλισμό, που ήταν απαραίτητα για τα πλοία που η εναγόμενη διαχειριζόταν. Ότι οι εν λόγω υπηρεσίες προσφέρονταν είτε από τα κεντρικά της γραφεία στον …, ή από το υποκατάστημά της στην …, οι εντολές δε προς αυτήν (την ενάγουσα) σχετικά με τη μεταφορά των εμπορευμάτων της εναγόμενης και όλες οι συνεννοήσεις γίνονταν αποκλειστικά με το προσωπικό του εγκατεστημένου στην Ελλάδα γραφείου της εναγόμενης, όπως και οι επικοινωνίες σχετικά με την ενημέρωση για την έκδοση των τιμολογίων και την εξόφλησή τους. Ότι στα τιμολόγια που εξέδιδε ως πελάτης αναγραφόταν, κατόπιν κάθε φορά προηγούμενης υπόδειξης της εναγόμενης, είτε η ίδια η εναγόμενη είτε η εκάστοτε πλοιοκτήτρια εταιρεία, και ακολούθως, τα παρέδιδε κάθε μήνα στο λογιστήριο της εναγόμενης, ενώ σε τακτά διαστήματα της έστελνε καρτέλα πελάτη – συναλλασσόμενου, στην οποία αναγραφόταν όλα τα στοιχεία των τιμολογίων που είχε εκδώσει, τα ποσά που είχε καταβάλει προς εξόφληση η εναγόμενη, καθώς και τα τυχόν υπόλοιπα της οφειλής της. Ότι, καθώς η εναγόμενη διαχειριζόταν πλήθος πλοίων διαφόρων πλοιοκτητριών εταιρειών, με τις οποίες αυτή (η ενάγουσα) δεν είχε καμία σχέση, κύριος όρος της μεταξύ τους συμφωνίας ήταν ότι για την πληρωμή των τιμολογίων θα ήταν υπεύθυνη τόσο η εναγόμενη, ως διαχειρίστρια των πλοίων, όσο και η πλοιοκτήτρια. Ότι ο όρος αυτός, με τον οποίο ρητά συμφώνησε η εναγόμενη, αναγραφόταν ρητά σε όλα τα τιμολόγια που αυτή εξέδιδε. Ότι μετά από τρία έτη, τον Σεπτέμβριο του 2018, η εναγόμενη της γνωστοποίησε την πρόθεσή της να σταματήσει η συνεργασία τους, κατά την περίοδο δε εκείνη υπήρχε ανεξόφλητο υπόλοιπο από ήδη παρασχεθείσες υπηρεσίες προς αυτήν, ύψους 360.000,00 ευρώ, το οποίο, κατόπιν διαπραγματεύσεων, συμφωνήθηκε να εξοφληθεί τμηματικά με την εκ μέρους της εναγόμενης καταβολή ποσού 60.000,00 ευρώ μηνιαίως μέχρι την πλήρη εξόφληση. Ότι, όμως, η συμφωνία αυτή δεν τηρήθηκε, καθώς εναγόμενη κατέβαλε μικρότερα ποσά, σε άτακτα χρονικά διαστήματα, με αποτέλεσμα η αποπληρωμή να μην ολοκληρωθεί. Ότι παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της και εξαιτίας της άρνησης εξόφλησης των εναπομείναντων οφειλών της εναγόμενης, της απέστειλε την από 11-3-2020 εξώδικη διαμαρτυρία – πρόσκληση – δήλωσή της, με την οποία την κάλεσε να προβεί σε πλήρη εξόφληση των οφειλών της με το νόμιμο τόκο, μέχρι τις 20-3-2020, αλλά η εναγόμενη κώφευσε. Ότι οι οφειλές της εναγόμενης προς αυτήν ανέρχονται στα ποσά των 28.859,24 ευρώ και 855,95 δολαρίων ΗΠΑ, προερχόμενες από τριάντα δύο (32) τιμολόγια παροχής υπηρεσιών που είχαν εκδοθεί από το υποκατάστημά της στην …, ήτοι τα με αριθμούς : …-… … … 1… … … που είχε εκδοθεί από τα κεντρικά της γραφεία στον … αντίστοιχα, τα οποία ήταν πληρωτέα εντός προθεσμίας τριάντα (30) από την έκδοση ενός εκάστου και τα οποία επισυνάπτει σε αυτήν. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης να της καταβάλει : α) το ισόποσο σε ευρώ του ποσού των 855,95 δολαρίων ΗΠΑ, με βάση την επίσημη ισοτιμία ευρώ – δολαρίου ΗΠΑ κατά το χρόνο της πληρωμής και β) ποσό των 28.859,24 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα που το κάθε επιμέρους ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, δηλαδή από την επόμενη ημέρα της παρέλευσης της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία έκδοσης κάθε τιμολογίου, άλλως από την ημερομηνία επίδοσης της αγωγής και να καταδικασθεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, η οποία επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, όπως προεκτέθηκε, και για το αντικείμενό της δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου (άρθρο 7 § 3 του Ν.Δ. 1544/1942, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 42 § 1 Ν. 4640/2019, ΦΕΚ Α 190/30-11-2019), παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, που είναι καθ’ ύλη, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς (άρθρα 7, 9, 10, 25 § 2, 33 ΚΠολΔ και 51 §§ 1 περ. α΄, 2, 3Α και Β εδ. ε΄ και ι΄ Ν. 2172/1993), το οποίο έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς [άρθρα 3 § 1 και 4 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1 § 1, 4 § 1, 62, 63 § 1, 66 § 1 και 81 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», ο οποίος εφαρμόζεται εφόσον ο εναγόμενος έχει την κατοικία ή την έδρα του σε κράτος μέλος, ανεξαρτήτως του που βρίσκεται η κατοικία του ενάγοντος (βλ. Ι. Δεληκωστόπουλο, Ζητήματα από την εφαρμογή του Κανονισμού 1215/2012 για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την Εκτέλεση Αποφάσεων, β΄ έκδ, § 2.37, σελ. 64-65)], δοθέντος ότι η εναγόμενη, σύμφωνα με το δικόγραφο της αγωγής, έχει εγκαταστήσει γραφείο, δυνάμει του Ν. 27/75 στον Πειραιά, όπου και εδρεύει πραγματικά, αφού εκεί λειτουργεί η κεντρική της διοίκηση (βάσει δε της πραγματικής έδρας καθορίζεται η αρμοδιότητα και η διεθνής δικαιοδοσία, βλ. ΕφΠειρ 83/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)]. Περαιτέρω, ενόψει του ότι με την ένδικη αγωγή εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, λόγω της καταστατικής έδρας των διαδίκων στην αλλοδαπή, τίθεται θέμα εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου, που διέπει την επίδικη διαφορά. Εν προκειμένω, ως προς τη διερεύνηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοσης απόφασης κατ’ ουσίαν, οι οποίες εξετάζονται πριν από τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο (lex fori), το δίκαιο, δηλαδή, της έδρας του δικάζοντος Δικαστηρίου, ως προς την ενδοσυμβατική δε ευθύνη της εναγόμενης από την επικαλούμενη στην αγωγή σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους (η οποία σημειωτέον έχει τη δική της lex contractus, που δεν εμπίπτει κατ’ ανάγκη με αυτή της βασικής έννομης σχέσης, βλ. Σπ. Βρέλλη Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, Γ’ έκδ., σελ. 217), εφαρμοστέο είναι, ελλείψει επιλογής εφαρμοστέου δικαίου, επίσης, το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 § 1, 2, 4 § 2 και 19 § 1 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές [(Ρώμη Ι), ο οποίος αντικατέστησε τη Σύμβαση του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Σύμβαση της Ρώμης), που είχε με τη σειρά της αντικαταστήσει το άρθρο 25 ΑΚ στις συμβατικές ενοχές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της (βλ. Χ. Μεϊδάνη, Η εμφανιζόμενη στη νομολογία σωρευτική εφαρμογή της Σύμβασης της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές και του άρθρου 25 ΑΚ, ΝοΒ 2005, σελ. 996 επ., Ζ. Παπασιώπη-Πασιά, Η εφαρμογή της Σύμβασης της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές από τα ελληνικά δικαστήρια. Προβλήματα μεθοδολογικής προσέγγισης και σημεία τριβής με το άρθρο 25 του ελλΑΚ, ΕπισκΕΔ 1998, σελ. 298), ως το δίκαιο της χώρας όπου η εναγόμενη, που οφείλει να εκπληρώσει τη χαρακτηριστική παροχή (καταβολή χρέους), έχει τη συνήθη διαμονή της, ήτοι τον τόπο της κεντρικής της διοίκησης. Το ελληνικό δίκαιο, άλλωστε, η ενάγουσα ρητά επικαλείται με την αγωγή και τις προτάσεις της και η εναγόμενη αποδέχεται σιωπηρά λόγω της ερημοδικίας της, υφιστάμενης έτσι σιωπηρής μετασυμβατικής συμφωνίας αυτών σχετικά με την εφαρμογή του (άρθρο 3 § 2 της Σύμβασης, βλ. ΑΠ 1091/2010, ΕφΠειρ 89/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟS, Γραμματικάκη–Αλεξίου/Παπασιώπη-Πασιά/ Βασιλακάκης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, έκδ. 2017, σελ. 308-309). Με βάση, επομένως, το ελληνικό δίκαιο, η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 291, 292, 341, 345, 346, 361, 477 ΑΚ, 6 § 1 Ν. 5422/1932 (που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, κατ’ άρθρο 20 ΕισΝΑΚ), 1 Ν. 2842/2000 και 176 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της προσκομίζεται η από 28-12-2021 έγγραφη ενημέρωση του νόμιμου εκπροσώπου της ενάγουσας από την πληρεξούσια δικηγόρο της για τη δυνατότητα επίλυσης διαφοράς με διαμεσολάβηση, κατ’ άρθρο 3 § 2 Ν. 4640/2019, ενώ δεν υπάρχει υποχρέωση προσφυγής της διαφοράς σε υποχρεωτική αρχική συνεδρία, κατ’ άρθρο 6 § 1 εδ. β΄ του ως άνω νόμου, δοθέντος ότι η αξία του αντικειμένου της προκείμενης διαφοράς δεν υπερβαίνει το ποσό των 30.000,00 ευρώ.
Οι πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας, που δεν αναφέρονται σε γεγονότα για τα οποία απαγορεύεται η ομολογία, τεκμαίρονται ομολογημένοι λόγω της ερημοδικίας της εναγόμενης, εναντίον δε της αγωγής δεν υπάρχει κάποια ένσταση που να εξετάζεται αυτεπάγγελτα (άρθρο 271 § 3 ΚΠολΔ). Πρέπει, συνεπώς, η αγωγή να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στην ενάγουσα : α) το ισόποσο σε ευρώ των οκτακοσίων πενήντα πέντε δολαρίων ΗΠΑ και ενενήντα πέντε σεντς (855,95$), με βάση την επίσημη ισοτιμία ευρώ/δολαρίου ΗΠΑ κατά το χρόνο της πληρωμής, και β) το συνολικό ποσό των είκοσι οκτώ χιλιάδων οχτακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών (28.859,24€), με το νόμιμο τόκο για το οφειλόμενο ποσό κάθε τιμολογίου από την επόμενη ημέρα που αυτό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, ήτοι από την επόμενη ημέρα παρέλευσης της προθεσμίας πίστωσης των τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία έκδοσής του και μέχρι την πλήρη εξόφληση, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, λόγω της ερημοδικίας της εναγόμενης, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από αυτήν κατά της παρούσας (άρθρα 501, 502 § 1 και 505 § 2 ΚΠολΔ), και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας σε βάρος της εναγόμενης, λόγω της ήττας της (άρθρα 106, 176, 189 και 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην της εναγόμενης.
Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων ευρώ (200,00€).
Δέχεται την αγωγή.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στην ενάγουσα : α) το ισόποσο σε ευρώ των οκτακοσίων πενήντα πέντε δολαρίων ΗΠΑ και ενενήντα πέντε σεντς (855,95$), με βάση την επίσημη ισοτιμία ευρώ/δολαρίου ΗΠΑ κατά το χρόνο της πληρωμής, με το νόμιμο τόκο από τις 28-10-2018 μέχρι την εξόφληση, και β) το συνολικό ποσό των είκοσι οκτώ χιλιάδων οχτακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών (28.859,24€), με το νόμιμο τόκο ως εξής : 1) από τις 16-3-2018 για το επιμέρους ποσό των τριακοσίων ενενήντα δύο ευρώ και δώδεκα λεπτών (392,12€), 2) από τις 11-4-2018 για το επιμέρους ποσό των εννιακοσίων ενενήντα πέντε ευρώ (995,00€), 3) από τις 13-5-2018 για το επιμέρους ποσό των δύο χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα πέντε ευρώ και ογδόντα πέντε λεπτών (2.895,85€), 4) από τις 16-5-2018 για το επιμέρους ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων δεκατεσσάρων ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών (2.314,98€), 5) από τις 23-5-2018 για το επιμέρους ποσό των τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων δεκαέξι ευρώ και έντεκα λεπτών (4.816,11€), 6) από τις 27-5-2018 για το επιμέρους ποσό των τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα τεσσάρων ευρώ και ογδόντα οκτώ λεπτών (4.774,88€), 7) από τις 31-5-2018 για το επιμέρους ποσό των δύο χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα τριών ευρώ και εξήντα πέντε λεπτών (2.893,65€), 8) από τις 22-6-2018 για το επιμέρους ποσό των εννέα χιλιάδων εκατόν δύο ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (9.102,29€) και 9) από τις 23-6-2018 για το επιμέρους ποσό των εξακοσίων εβδομήντα τεσσάρων ευρώ και τριάντα έξι λεπτών (674,36€), και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
Επιβάλλει σε βάρος της εναγόμενης τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων ευρώ (1.200,00€).
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 16 Μαΐου 2022 με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ