Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ   2200/2022

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 9168/4347/2020)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

(τακτική διαδικασία)

               Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 9η Νοεμβρίου 2021 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΥΣΩΝ: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…., …», που εδρεύει στο …, με ΑΦΜ …, νομίμως εκπροσωπούμενης, για την οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος της, δυνάμει του από 1.4.2021 πληρεξουσίου εγγράφου, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από την ίδια δικηγόρο, κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, Γαρουφαλιά Δάρρα του Ανδρέα (ΑΜ/ΔΣΠ 3407), κάτοικος … η οποία προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/13.4.2021 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, 2) Της εταιρείας με την επωνυμία «…, που εδρεύει στη …, στερούμενης ΑΦΜ στην Ελλάδα, νομίμως εκπροσωπούμενης, για την οποία δεν κατέθεσε προτάσεις πληρεξούσιος δικηγόρος και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη … και έχει νόμιμα εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στη …, με ΑΦΜ …, νομίμως εκπροσωπούμενης, για την οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, δυνάμει του από 24.2.2021 πληρεξουσίου εγγράφου, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από τον ίδιο δικηγόρο, κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, Φραγκίσκος Κοτσώνης του Αθανασίου (ΑΜ/ΔΣΑ 12663), κάτοικος … ο οποίος προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/12.4.2021 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Οι ενάγουσες ζητούν να γίνει δεκτή η από 24.11.2020 αγωγή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης 9168/4347/25.11.2020 και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 8.10.2021 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 294 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015), «ο ενάγων μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής χωρίς συναίνεση του εναγομένου πριν αυτός προχωρήσει στη συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 πριν από την κατάθεση προτάσεων από τον εναγόμενο. Η παραίτηση που γίνεται αργότερα είναι απαράδεκτη, εφόσον ο εναγόμενος προβάλλει αντίρρηση και πιθανολογεί ότι έχει έννομο συμφέρον η δίκη να περατωθεί με έκδοση οριστικής απόφασης», ενώ κατ’ άρθρο 295 παρ. 1 εδ. α΄ «η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, έχει ως αποτέλεσμα ότι η αγωγή θεωρείται πως δεν ασκήθηκε». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων σαφώς συνάγεται ότι στα πλαίσια της θεμελιώδους δικονομικής αρχής της διαθέσεως (106 ΚΠολΔ) αναγνωρίζεται στον ενάγοντα η δυνατότητα να παραιτηθεί από το αγωγικό δικόγραφο χωρίς να θίγεται το επίδικο ουσιαστικό δικαίωμα, εξαφανίζοντας το ίδιο το υπόβαθρο του δικαστικού αγώνα. Η παραίτηση αυτή αποτελεί μονομερή απευθυντέα προς τον αντίδικο του παραιτούμενου διαδικαστική πράξη, με την οποία δηλώνεται παραίτηση από τον ενάγοντα από τη δικονομική αξίωση που έχει προβάλει για παροχή έννομης προστασίας και η οποία καταλύει αναδρομικά τη διαδικαστική πράξη της αγωγής. Εξάλλου, κατ’ άρθρο 297 ΚΠολΔ, η παραίτηση κατά τα άρθρα 294 και 296 γίνεται ή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου ή με δήλωση στις προτάσεις. Εν κατακλείδι, ως την έναρξη της συζητήσεως για την ουσία της υπόθεσης ο ενάγων παραιτείται νομότυπα από το δικόγραφο της αγωγής χωρίς συναίνεση του εναγόμενου, ανεξαρτήτως της ερημοδικίας του τελευταίου. Στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος δεν δικαιούται να αντιλέξει, αλλά δύναται να ζητήσει την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη. Η έναρξη της συζήτησης (στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238) τοποθετείται στο χρονικό σημείο κατάθεσης των προτάσεων εκ μέρους των διαδίκων. Αντιθέτως, μετά την κατάθεση των προτάσεων, ακόμη και κατά την «τυπική» συζήτηση η παραίτηση είναι απαράδεκτη αν ο εναγόμενος αντιλέγει και πιθανολογεί το έννομο συμφέρον του για περάτωση της δίκης με δικαστική απόφαση. Περαιτέρω, η παραίτηση έχει ως αποτέλεσμα την αναδρομική κατάργηση της δίκης, χωρίς να είναι αναγκαία η έκδοση απόφασης βεβαιωτικής της κατάργησης. Δεν αποκλείεται όμως και η έκδοση απόφασης του δικαστηρίου που να αναγνωρίζει το κύρος της παραίτησης και να κηρύσσει καταργημένη τη δίκη, οπότε με την απόφαση αυτή γίνεται και η εκκαθάριση των δικαστικών εξόδων, εφόσον υποβλήθηκε σχετικό αίτημα (ΑΠ 437/2016, ΑΠ 378/2016, ΑΠ 1377/2015, ΕφΠειρ 136/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η δεύτερη ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία «…, πριν την κατάθεση προτάσεων από την εναγόμενη, παραιτήθηκε από το δικόγραφο της ένδικης αγωγής με το από 2.4.2021 δικόγραφο παραίτησης, νομίμως υπογεγραμμένο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Γαρυφαλιά Δάρρα (ΑΜ/ΔΣΠ 3407), που κατατέθηκε αυθημερόν στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. 1588/54/2021 και επιδόθηκε στην εναγόμενη στις 2.4.2021, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …/2.4.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …, σε συνδυασμό με την από 2.4.2021 απόδειξη παράδοσης αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου εις χείρας του αξιωματικού υπηρεσίας του αρμόδιου Α.Τ. και την από 5.4.2021 βεβαίωση αποστολής έγγραφης ειδοποίησης, που ευρίσκεται εντός του φακέλου της δικογραφίας. Επομένως, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, επειδή η δεύτερη ενάγουσα προέβη με τον προαναφερόμενο παραδεκτό και νόμιμο τρόπο σε παραίτηση από το δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής της, η ένδικη αγωγή θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε ως προς αυτήν και πρέπει να κηρυχθεί καταργημένη η δίκη επί αυτής (άρθρα 294 εδ. α΄, 295 παρ.1 εδ. α΄, 297 ΚΠολΔ), πλην όμως δεν θα συμπεριληφθεί διάταξη περί καταβολής δικαστικής δαπάνης σε βάρος της δεύτερης ενάγουσας που παραιτήθηκε, ελλείψει ειδικού σχετικού αιτήματος, ενόψει και του ότι η εναγόμενη δεν υποβλήθηκε σε πρόσθετα δικαστικά έξοδα για την αντίκρουση της αγωγής ως προς αυτήν (άρθρα 188 παρ. 1, 191 παρ. 2, 192 ΚΠολΔ).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ν. 3816/1958) προκύπτει ότι γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε, όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται, να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 105 ΚΙΝΔ «ο εκμεταλλευόμενος πλοίο δι’ εαυτόν ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι’ εαυτόν». Aπό τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου απ’ αυτόν, που γίνεται στο λιμάνι νηολόγησης του πλοίου από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου, αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, αφού σε περίπτωση έλλειψης της δήλωσης τίθεται μαχητό τεκμήριο, ήτοι τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται τούτο για ίδιο λογαριασμό, είναι δηλαδή πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, ήτοι μπορεί ν’ αποδειχθεί ότι ο τρίτος που δεν αναγγέλθηκε στην ανωτέρω λιμενική αρχή είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής. Για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριόριστα ο εφοπλιστής, ο δε κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, δηλαδή η ευθύνη αυτού είναι περιορισμένη και πραγματοπαγής. Περαιτέρω, ως εκμετάλλευση, η οποία πάντως δεν ταυτίζεται με τη διαχείριση του πλοίου, νοείται η διενέργεια ναυτιλιακών εργασιών (όπως μεταφορά προσώπων και πραγμάτων, αλιεία, ρυμούλκηση) με σκοπό το κέρδος, ενώ στοιχεία αυτής (εκμετάλλευσης) είναι η ναυτική διεύθυνση του πλοίου από τον εφοπλιστή. Βασική προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκήσει και ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση του πλοίου και, εκτός από την απολαβή των κερδών, επωμίζεται απεριορίστως και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του (ΑΠ 477/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ο διαχειριστής πλοίου έχει ευρύτατες εξουσίες, οι οποίες αφορούν τόσο την τεχνική, όσο και την εμπορική διαχείριση τούτου (πλοίου). Ειδικότερα, αυτός, μεταξύ άλλων, προσλαμβάνει τον πλοίαρχο και τα μέλη του πληρώματος, διαθέτει το αναγκαίο τεχνικό προσωπικό για τον έλεγχο του πλοίου και τη διατήρησή του σε κατάσταση αξιοπλοΐας, μεριμνά για την επιθεώρηση τακτική ή έκτακτη του πλοίου και την εκτέλεση των απαραίτητων επισκευών για τη διατήρηση της κλάσεώς του, συνάπτει συμβάσεις εφοδιασμού του πλοίου με καύσιμα, τρόφιμα, ανταλλακτικά και άλλα αναγκαία υλικά και προβαίνει στην εκναύλωση του πλοίου σύμφωνα με τις οδηγίες του πλοιοκτήτη. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερόμενους για το πλοίο τρίτους επ’ ονόματι και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι άμεσος αντιπρόσωπός του. Συνεπώς τα έννομα αποτελέσματα εκάστης υπ’ αυτού επιχειρούμενης πράξης εντός των πλαισίων της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη. Ο τελευταίος είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, οι οποίες απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής υπό αυτή του την ιδιότητα, και αυτός (πλοιοκτήτης) ενέχεται έναντι των δανειστών. Εφόσον ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη δεν καθίσταται υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας που συνάπτει υπό την ιδιότητά του αυτή και κατ’ επέκταση δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωσή της. Έχει προσωπική ευθύνη μόνον όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν προκύπτει εκ των περιστάσεων ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία γι’ αυτόν, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του. Προκύπτει, συνεπώς, ότι ο διαχειριστής διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην εκμετάλλευση του πλοίου, δεν έχει όμως τη βούληση να ασκήσει και δεν ασκεί την εκμετάλλευσή του για δικό του λογαριασμό. Ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο, πλοιοκτήτης ή μη, επωμίζεται τους οικονομικούς κινδύνους και απολαύει τα κέρδη. Οι δανειστές, οι οποίοι δημιουργούνται εκ της δράσεως του διαχειριστή, δύνανται να στραφούν κατά του εκμεταλλευομένου το πλοίο και ν’ αξιώσουν από αυτόν την εκτέλεση της σχετικής συμβάσεως ή την καταβολή αποζημιώσεως για τη μη εκτέλεσή της, δεν δικαιούνται όμως να ζητήσουν από τον διαχειριστή την ικανοποίηση αυτής τους της απαίτησης. Κατ’ επέκταση, όταν το πλοίο εκμεταλλεύεται ο κύριος, οι δανειστές αυτοί έχουν υπέγγυο κάθε περιουσιακό στοιχείο αυτού, θαλάσσιο και χερσαίο, επομένως και το πλοίο (ΕφΠειρ 832/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, εκ του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 211, 212 και 216 του ΑΚ – οι οποίες εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, λόγω ελλείψεως ειδικών διατάξεων στον Εμπορικό Νόμο (ΕφΠειρ 63/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 832/2008 ό.π.) – συνάγεται ότι, για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών, πρέπει, προκειμένου η δήλωση βουλήσεως να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο σ’ εκείνον, προς τον οποίον γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Απαιτείται, δηλαδή, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, δοθέντος ότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την «αρχή του εμφανούς». Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση επ’ ονόματι άλλου, υπάρχει όχι μόνον όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν εκ των περιστάσεων προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε επ’ ονόματι του αντιπροσωπευομένου (σιωπηρή αντιπροσώπευση), εξαιρέσει βεβαίως της περιπτώσεως κατά την οποία η δικαιοπραξία υπόκειται σε έγγραφο συστατικό τύπο. Πότε συνάγεται σαφώς εκ των περιστάσεων ότι η δήλωση βουλήσεως επιχειρείται στο όνομα άλλου, είναι ζήτημα που πρέπει να επιλύεται με τη μέθοδο και τα κριτήρια της ερμηνείας δηλώσεως βουλήσεως, δηλ. δια της προσφυγής σε αντικειμενικά κριτήρια και όχι σε υποκειμενικές εντυπώσεις των συναλλασσομένων, κατά τρόπο ώστε η λειτουργία της αμέσου αντιπροσωπεύσεως να αποκλείεται, χάριν της σταθερότητας των συναλλαγών, μόνον εάν τα περιστατικά, που υφίσταντο κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας ήταν τέτοια, ώστε σε κάθε συνετό άνθρωπο να ήταν επιτρεπτή η γένεση αμφιβολίας ως προς την ιδιότητα υπό την οποία ενήργησε ο αντισυμβαλλόμενός του (ΕφΠειρ 63/2013, ΕφΠειρ 832/2008 ό.π., ΜΠρΠειρ 491/2017 προσκομ.). Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή η πρώτη ενάγουσα εταιρεία εκθέτει ότι, στο πλαίσιο της εμπορικής δραστηριότητάς της κατασκευής και επισκευής λεβήτων (boilers) πλοίων, παρείχε στο υπό σημαία Μπαχάμες πλοίο «…» τις αναλυτικά αναφερόμενες στο αγωγικό δικόγραφο υπηρεσίες και προϊόντα, κατόπιν συμφωνίας με την εναγόμενη εταιρεία, που εμφανίζεται τυπικά ως διαχειρίστρια, στην πραγματικότητα όμως είναι εφοπλίστρια του πλοίου αυτού. Ότι σε βάρος της εναγόμενης διατηρεί απαίτηση ύψους 27.059,80 ευρώ, για την οποία εξέδωσε το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών στο όνομα της υποδειχθείσας από την εναγόμενη εταιρείας «…», κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα, και το οποίο ποσό η εναγόμενη εξακολουθεί να τής οφείλει παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της ενάγουσας. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενη την ιδιότητα της εναγόμενης – αντισυμβαλλόμενής της στην επίδικη σύμβαση έργου ως εφοπλίστριας, καθόσον εκμεταλλεύεται το ανωτέρω πλοίο, λαμβάνοντας όλες τις αποφάσεις για τη διοίκηση και τη ναυτική διεύθυνσή του, και σε κάθε περίπτωση, αν ήθελε θεωρηθεί ως διαχειρίστρια του πλοίου, επικαλούμενη ότι ουδέποτε την ενημέρωσε με οποιονδήποτε τρόπο ότι συναλλάσσεται στο όνομα και για λογαριασμό άλλου, αντίθετα εξαρχής αναγνώρισε την οφειλή και την ευθύνη της και δεσμεύθηκε να εξοφλήσει, η πρώτη ενάγουσα ζητεί, κυρίως μεν κατά τις διατάξεις περί σύμβασης έργου, επικουρικά δε κατά τις διατάξεις περί εφοπλισμού, να υποχρεωθεί, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, η εναγόμενη να τής καταβάλει το ποσό των 27.059,80 ευρώ, πλέον τόκων από τις 4.12.2019, οπότε εκπλήρωσε τις συμβατικές της υποχρεώσεις, άλλως από τις 10.1.2020, οπότε εξέδωσε το επίδικο τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, άλλως από την επίδοση της αγωγής και έως την πλήρη εξόφληση, καθώς και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αγωγή, που εγέρθηκε εντός της προβλεπόμενης με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας, καθώς αυτή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 25.11.2020 (βλ. τη συνημμένη στο αγωγικό δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου) και επιδόθηκε στην εναγόμενη αυθημερόν, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. 8982Β/25.11.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά …, σε συνδυασμό με την από 25.11.2020 απόδειξη παράδοσης αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου εις χείρας του αξιωματικού υπηρεσίας του αρμόδιου Α.Τ. και την από 26.11.2020 βεβαίωση αποστολής έγγραφης ειδοποίησης, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα, και για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 Ν. 4640/2019, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 65 Ν. 4647/2019 (ΦΕΚ Α΄ 204/16.12.2019), διαδικασία (βλ. σχετ. την από 23.11.2020 έγγραφη ενημέρωση για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση, νομίμως υπογεγραμμένη από το νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας και την πληρεξούσια δικηγόρο της), παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία ενώπιον του παρόντος αρμόδιου Δικαστηρίου (άρθρα 7, 9, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ και 51 παρ. 1 περ. α΄ – 2, 3 Α και Β περ. β΄, ε΄ του Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), λόγω της πραγματικής έδρας της εναγόμενης εταιρείας στην Ελλάδα και δη στη …, όπου βρίσκονται τα γραφεία της και ασκείται το σύνολο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας. Συνακόλουθα το Δικαστήριο αυτό έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της διαφοράς αυτής [άρθρα 4 παρ. 1 και 63 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12.12.2012 «Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις»]. Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, πρέπει να ερευνηθεί το εφαρμοστέο δίκαιο. Εν προκειμένω, ως προς την ιστορούμενη σύμβαση και την εξ αυτής απορρέουσα ευθύνη της εναγόμενης (αντισυμβαλλόμενης), εφόσον δεν γίνεται επίκληση συμφωνημένου τέτοιου από τα συμβαλλόμενα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές («Ρώμη Ι»), το οποίο ορίζει ότι οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα συμβαλλόμενα μέρη, εφαρμοστέο είναι, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 περ. β΄ και 2 του ως άνω Κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι η σύμβαση παροχής υπηρεσιών διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο πάροχος υπηρεσίας έχει τη συνήθη διαμονή του και ότι η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία το μέρος το οποίο οφείλει να εκπληρώσει τη χαρακτηριστική παροχή (characteristic performance) της σύμβασης έχει τη συνήθη διαμονή του, σε κάθε δε περίπτωση σύμφωνα με το τεκμήριο του άρθρου 4 παρ. 4 του ως άνω Κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι, σε περίπτωση ελλείψεως συμφωνίας, εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της χώρας με την οποία η σύμβαση συνδέεται στενότερα, το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο της χώρας στην οποία η πρώτη ενάγουσα εργολάβος, η οποία οφείλει και τη χαρακτηριστική παροχή, έχει την έδρα της, όπου, άλλωστε, καταρτίσθηκε η ένδικη σύμβαση. Περαιτέρω, το επιμέρους ζήτημα της ευθύνης της εναγόμενης ως αντιπροσώπου, το οποίο εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του ως άνω Κανονισμού 593/2008, κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. ζ΄, ρυθμίζεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο αντιπρόσωπος επιχείρησε τη δικαιοπραξία για την οποία του χορηγήθηκε η πληρεξουσιότητα, σύμφωνα με τη γενικώς αποδεκτή σχετική αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (πρβλ. ΑΠ 777/2015 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ), ήτοι εν προκειμένω το ελληνικό δίκαιο. Τέλος, η νομική βάση περί ευθύνης της εναγόμενης ως εφοπλίστριας του επιδίκου πλοίου, η οποία παραδεκτώς σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 παρ. 1 ΚΠολΔ), θα κριθεί με βάση τα προβλεπόμενα στο εφαρμοστέο ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο του τόπου πραγματικής έδρας αυτής, κατά τα ανωτέρω, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 25 εδ. β΄ ΑΚ  και του άρθρου 4 παρ. 4 του Κανονισμού 593/2008 (βλ. ΟλΑΠ 46/1987 ΕλλΔνη 1988.101, ΕφΠειρ 107/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, υπό τις αντίστοιχες διατάξεις της προγενέστερης Σύμβασης της Ρώμης 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, ΜΠρΠειρ 3410/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 211, 212, 216, 340, 345, 346, 361, 681 επ. ΑΚ, 105 και 106 ΚΙΝΔ, 907, 908 παρ. 1, 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσία, δεδομένου ότι καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το με κωδικό … e-παράβολο, σε συνδυασμό με το από 20.4.2021 αποδεικτικό πληρωμής της τράπεζας “…”).

Απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, καθώς και από την υπ’ αριθ. …/7.4.2021 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα … που λήφθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά Μηνά Σεφεριάδη με την επιμέλεια της ενάγουσας, ύστερα από εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου της, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 422 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθ. …/2.4.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά …), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη ενάγουσα είναι ομόρρυθμη εταιρεία με αντικείμενο την κατασκευή και επισκευή λεβήτων (boilers) πλοίων, η δε εναγόμενη εταιρεία, που εδρεύει κατά το καταστατικό της στη … και έχει εγκαταστήσει γραφεία στην Ελλάδα βάσει του άρθρου 25 του Ν. 27/1975, δυνάμει της υπ’ αριθ. 3122.1/4187/24563/18.4.2008 κοινής Απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών – Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β΄ 746/2008), δραστηριοποιείται στη διαχείριση και εκμετάλλευση πλοίων, μεταξύ των οποίων είναι το υπό σημαία Μπαχάμες πλοίο «…», νηολογίου …, με ΙΜΟ 6417097 και ΔΔΣ C6JZ7, που ανήκει κατά κυριότητα στη λιβεριανή εταιρεία με την επωνυμία «…». Το σύνολο των μετοχών της εναγόμενης εταιρείας ανήκει στην «….». Κατόπιν της από 19.9.2019 προσφοράς της ενάγουσας προς την «…» (Τεχνικό τμήμα / Τμήμα προσφορών), η εναγόμενη ανέθεσε στην πρώτη ενάγουσα την κατασκευή στο λεβητοποιείο της στο … και την αντικατάσταση δέκα (10) στοιχείων gas boiler στο ως άνω πλοίο «…», καθώς και την κατασκευή δύο (2) καινούργιων συλλεκτών, έναντι αμοιβής, συμπεριλαμβανομένης της αφαίρεσης δεκαεννιά (19) παλιών στοιχείων, του κόστους αγοράς των υλικών, της μεταφοράς με ξύλινα κιβώτια και της τοποθέτησης των στοιχείων και των συλλεκτών, 39.247,00 ευρώ, για το οποίο η ενάγουσα εξέδωσε το από 30.10.2019 προτιμολόγιο. Έναντι του ποσού αυτού, η εναγόμενη τής κατέβαλε στις 4.10.2019 το ποσό των 10.187,20 ευρώ και στις 17.10.2019 το ποσό των 2.000 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 12.187,20 ευρώ, απομένοντος υπολοίπου 27.059,80 ευρώ. Σε εκτέλεση, περαιτέρω, της συμφωνίας, κατόπιν έγκρισης του προτιμολογίου, έξι τεχνίτες της ενάγουσας αναχώρησαν στις 10.11.2019 από την Ελλάδα με προορισμό το ναυπηγείο …, όπου προέβησαν στις συμφωνηθείσες εργασίες στο gas boiler (αφαίρεση φοδρών, κοπή ελάσματος και κώνου, κοπή ρελιών, τοποθέτηση βαγονέτου, αφαίρεση 19 παλιών στοιχείων gas boiler, τοποθέτηση των 10 καινούργιων στοιχείων, μοντάρισμα και κόλλημα στους καινούργιους συλλέκτες), καθώς και στην κοπή των 2 παλιών συλλεκτών και την τοποθέτηση καινούργιων, όπως οι εργασίες αυτές περιλαμβάνονται στο από 4.12.2019 έγγραφο της ενάγουσας, που φέρει σφραγίδα του πλοίου και υπογραφή του Α΄ μηχανικού. Για τις ανωτέρω υπηρεσίες, η πρώτη ενάγουσα εξέδωσε το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, για το υπόλοιπο ποσό των 27.059,80 ευρώ, απαλλασσομένου ΦΠΑ, στο όνομα της κυρίας του πλοίου εταιρείας “…”, που της υπέδειξε η εναγόμενη για «λογιστικούς λόγους», όπως ανέφερε, με την οποία, ωστόσο, ουδέποτε είχε συναλλαγεί, καθόσον τόσο στην επίδικη σύμβαση όσο και σε προηγούμενες υπηρεσίες που είχε παράσχει η ενάγουσα σε άλλα πλοία (…) αντισυμβαλλόμενή της ήταν η εναγόμενη, που είχε καταβάλει και την οφειλόμενη αμοιβή. Το τιμολόγιο παρέλαβε η εναγόμενη χωρίς επιφύλαξη και χωρίς να παραπέμψει την ενάγουσα σε άλλο υπόχρεο προς πληρωμή, πλην όμως ουδέν τής κατέβαλε παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της. Η εναγόμενη ισχυρίζεται σχετικά ότι η ίδια είναι διαχειρίστρια του επίδικου πλοίου και, επομένως, συναλλάχθηκε ως άμεση αντιπρόσωπος στο όνομα και για λογαριασμό της προαναφερθείσας πλοιοκτήτριας εταιρείας, η οποία και μόνο ευθύνεται στην καταβολή της αμοιβής, χωρίς η ίδια να το εκμεταλλεύεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Ωστόσο, από το σύνολο της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που αντηλλάγη μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών και προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα αποδεικνύεται ότι ουδέποτε φανερώθηκε προς την ενάγουσα ρητά ή σιωπηρά, με βάση το σύνολο των περιστάσεων, από την εναγόμενη ότι η τελευταία ενεργούσε για την πλοιοκτήτρια εταιρεία, ώστε να είναι αυτή (πλοιοκτήτρια) αντισυμβαλλόμενη στην επίδικη σύμβαση και, κατ’ επέκταση, ευθυνόμενη για την εκπλήρωσή της. Το Δικαστήριο δεν δύναται να αχθεί σε αντίθετη κρίση εκ μόνου του γεγονότος ότι σε χρόνο μεταγενέστερο της σύναψης και εκτέλεσης της επίδικης σύμβασης, πλέον του ενός μήνα μετά την ολοκλήρωση των εργασιών και την ανεπιφύλακτη παραλαβή του έργου, αναγράφηκε στο ως άνω τιμολόγιο η επωνυμία της εταιρείας «…», με τη σημείωση c/o, ήτοι “care off”, με τη φροντίδα της εναγόμενης. Αντίθετα, κατά τη μακρόχρονη (από το 2016) συνεργασία της πρώτης ενάγουσας με την εναγόμενη η τελευταία παραλάμβανε, αποδεχόταν και εξοφλούσε, με εμβάσματα μέσω τραπέζης, τα εκάστοτε εκδιδόμενα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, της επίδικης δε σύμβασης επιλήφθηκαν υπάλληλοί της (…. Αρχιμηχανικός, κ.ά.), που ζήτησαν την προσφορά, την ενέκριναν και έδωσαν οδηγίες για την εκτέλεση του έργου, ενώ από το λογιστικό τμήμα της απασχολήθηκε η υπάλληλός της …. Ουδέποτε δηλώθηκε ρητά ότι η εναγόμενη συμβαλλόταν υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας του πλοίου (“as agents only”, “as managers only ” ή “on behalf of”) και ότι αντισυμβαλλόμενη στη σύμβαση είναι η «…» ούτε γνώριζε το γεγονός αυτό η ενάγουσα από τις συντρέχουσες περιστάσεις, που προεκτέθηκαν, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στον χώρο της ναυτιλίας είναι γνωστό ότι η εναγόμενη εταιρεία εκμεταλλεύεται πλοία. Σύμφωνα με τα παραπάνω, τα συμβατικά δικαιώματα και οι υποχρεώσεις από το έργο έχουν παραχθεί απευθείας στο πρόσωπο της εναγόμενης, που θεωρείται ότι ενήργησε ως αντισυμβαλλομένη της ενάγουσας στη συναπτόμενη σύμβαση, αφού δεν απέδειξε τους αντίθετους ισχυρισμούς της, με αποτέλεσμα να ευθύνεται η ίδια για την εκπλήρωσή της. Μετά από αυτά, πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη η υπό κρίση αγωγή κατά την κύρια βάση της και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 27.059,80 ευρώ, πλέον νομίμων τόκων από τις 4.12.2019, οπότε παραδόθηκε το έργο (άρθρο 694 παρ. 1 εδ. β΄ ΑΚ). Το παρεπόμενο αίτημα για κήρυξη της παρούσας προσωρινά εκτελεστής πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, διότι δεν προέκυψε ότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι γι’ αυτό ούτε ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση θα προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα. Τέλος, η εναγόμενη, λόγω της ήττας της, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας [άρθρα 176, 189, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με 63 παρ. 1 i α, 68 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013)], κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Θεωρεί ως μη ασκηθείσα την από 24.11.2020 υπ’ αριθ. κατάθεσης 9168/4347/25.11.2020 αγωγή, που εκκρεμεί ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, ως προς τη δεύτερη ενάγουσα και κηρύσσει καταργημένη τη δίκη ως προς αυτήν.

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των είκοσι επτά χιλιάδων πενήντα εννιά ευρώ και ογδόντα λεπτών (27.059,80 €), νομιμοτόκως από τις 4.12.2019 μέχρι την εξόφληση.

Καταδικάζει την εναγόμενη στη δικαστική δαπάνη της πρώτης ενάγουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους, στις …

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ