ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ – ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
1560/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
——————————————————–
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Χρυσάνθη Μάντη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 28 Σεπτεμβρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Του εκκαλούντος : …, με Α.Φ.Μ. …, κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του Ελένης Μπιθαρά – Κούκη (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 7618), που προσκόμισε το υπ’ αριθμό …/29-9-2021 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π.
Των εφεσίβλητων : 1) Εταιρείας με την επωνυμία «…», 2) Εταιρείας με την επωνυμία «…» και 3) Εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύουν στο … και εκπροσωπούνται νόμιμα από την Κοινοπραξία με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο …, επί της λεωφόρου …, νόμιμα εκπροσωπούμενης, μέλους του ομίλου εταιρειών «…», με έδρα το … (οδός …), άπασες οι οποίες παραστάθηκαν στο ακροατήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Μαρίας Φλωροπούλου (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 1841), που προσκόμισε το υπ’ αριθμό …/1-10-2021 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π.
Ο ενάγων και ήδη εκκαλών άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά την από 25-11-2019, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 12647/126/2019, αγωγή του κατά των εφεσίβλητων και ζήτησε να γίνει δεκτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμό 92/2020 απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως προς την δεύτερη εναγόμενη – εφεσίβλητη και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως προς τις υπόλοιπες εναγόμενες – εφεσίβλητες ως ουσιαστικά βάσιμη. Ήδη, την απόφαση αυτή προσβάλλει ο ενάγων – εκκαλών με την από 27-5-2021 έφεσή του, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 7514/85/4-6-2021 και στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, προς προσδιορισμό δικασίμου, με γενικό και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 3891/7-6-2021 και 1801/7-6-2021 αντίστοιχα, η οποία προσδιορίσθηκε να συζητηθεί για την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος κατά της υπ’ αριθμό 92/2020 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε ερήμην των εναγόμενων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 591 και 614 σε συνδυασμό με και 621 επ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 § 1, 499, 511, 513 § 1 περ. β’, 516, 517 και 518 § 2 ΚΠολΔ) με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση στις 4-6-2021, προ πάσης επίδοσης της εκκαλουμένης, καθόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, επιμελεία του ενάγοντος, στις 7-6-2021 (βλ. την προσκομιζόμενη με επίκληση από τον εκκαλούντα υπ’ αριθμό …΄/7-6-20201 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά …), ενώ για το παραδεκτό της δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, καθώς πρόκειται για εργατική διαφορά (άρθρα 495 § 3 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με 614 § 3 εδ. α΄ ΚΠολΔ). Εισάγεται δε αρμόδια ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προς εκδίκαση κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη (άρθρα 17 Α και 524 § 1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 §§ 1 περ. γ΄, 2, 3Α και 3Β περ. ε΄ Ν. 2172/1993 λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ).
Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 25-11-2019 αγωγή, ο ενάγων και ήδη εκκαλών εξέθετε ότι τα τελευταία χρόνια υπηρετούσε ως ανθυποπλοίαρχος στα ρυμουλκά πλοία της Κοινοπραξίας με την επωνυμία «…», στα οποία ναυτολογούνταν εναλλάξ, με εντολή πάντοτε του νόμιμου εκπροσώπου της Κοινοπραξίας και ανάλογα με τις ανάγκες των πλοίων που ανήκαν σε αυτήν. Ότι ειδικότερα, το έτη 2018 και 2019, με συμβάσεις ατομικής ναυτικής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που κατήρτισε στον Πειραιά με το νόμιμο εκπρόσωπο της Κοινοπραξίας, ναυτολογήθηκε ως Ανθυποπλοίαρχος στα υπό ελληνική σημαία ρυμουλκά – ναυαγοσωστικά πλοία «…», με αριθμό νηολογίου …, …», με αριθμό νηολογίου …, και …», με αριθμό νηολογίου …, πλοιοκτησίας της πρώτης, δεύτερης και τρίτης εναγόμενης αντίστοιχα, για τα αναφερόμενα σε αυτήν διαστήματα, με βάση τους όρους και τις διατάξεις του Κ.Ι.Ν.Δ. και της ισχύουσας κατά τα ανωτέρω έτη Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ρυμουλκών. Ότι, ωστόσο, οι εναγόμενες, σε όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας του στα ανωτέρω πλοία δεν του κατέβαλαν ποτέ την πραγματική κατά μήνα οφειλόμενη αμοιβή του για βασικό μισθό, επιδόματα, υπερωριακή αμοιβή, αμοιβή για εργασία κατά τα Σάββατα, Κυριακές και εορτές, επίδομα Κυριακών και άδεια. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να του καταβάλουν : α) η μεν πρώτη το συνολικό ποσό των 7.396,67 ευρώ ως διαφορές αποδοχών, αμοιβής πληρωμάτων βάσεων, αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης, επίδομα ταξιδιού και αποζημίωσης απόλυσης κατά τις ημερομηνίες της 12ης-2-2018 (όπως παραδεκτά διορθώθηκε η αγωγή ως προς την εν λόγω ημερομηνία με τις προτάσεις και με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης) και 17ης-3-2019, β) η δε δεύτερη το συνολικό ποσό των 525,32 ευρώ ως διαφορές αποδοχών, αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης και επιφυλακής και αμοιβής αργιών, και γ) η τρίτη το συνολικό ποσό των 4.815,79 ευρώ ως διαφορές αποδοχών, αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης και επιφυλακής, αμοιβής αργιών, επίδομα ταξιδιού και αποζημίωσης απόλυσης κατά την ημερομηνία της 24ης-5-2018, άπαντα τα ανωτέρω, με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία της απόλυσής του από κάθε εναγόμενη, άλλως από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη, δικάζοντας ερήμην των εναγόμενων, αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, την δέχθηκε εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς την πρώτη και την τρίτη εναγόμενη, υποχρεώνοντάς τες να του καταβάλουν τα συνολικά ποσά των 2.280,05 ευρώ και 138,01 ευρώ αντίστοιχα, ως διαφορά αποδοχών και αμοιβή επιδόματος ταξιδιού, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της απόλυσης του ενάγοντος από το πλοίο εκάστης, και καταδικάζοντας τες στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του, ενώ την απέρριψε ως προς τα υπόλοιπα κονδύλια ως προς τις παραπάνω εναγόμενες και στο σύνολό της ως προς τη δεύτερη εναγόμενη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο ενάγων, με την υπό κρίση έφεσή του, για τους ειδικότερα διαλαμβανόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, και ζητεί τη μεταρρύθμισή της, κατά το μέρος που απέρριψε την αγωγή του, ώστε να γίνει δεκτή αυτή στο σύνολό της, καθώς και την καταδίκη των εφεσίβλητων στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας. Σημειωτέον ότι η αγωγή με το ανωτέρω περιεχόμενο είναι ορισμένη, απορριπτομένου του περί αντιθέτου ισχυρισμού της εναγόμενης για το λόγο ότι ο ενάγων από τις επικαλούμενες καταβολές δεν αφαιρεί αφενός τις παρακρατηθείσες εισφορές αλληλεγγύης και ΝΑΤ και τον παρακρατηθέντα φόρο 15% ετησίως και αφετέρου το ποσό των 1.400,00 ευρώ που του κατεβλήθη στις 25-5-2019. Και τούτο διότι τα ανωτέρω ποσά, που ο εργοδότης υποχρεούται από το νόμο να παρακρατεί από το μισθό για την καταβολή τους στους ασφαλιστικούς οργανισμούς, δεν αποτελούν αντικείμενο της δίκης για τις αποδοχές και δεν αφαιρούνται από το Δικαστήριο που επιδικάζει οφειλόμενες, στο σύνολό τους ή κατά ένα μέρος, δεδουλευμένες αποδοχές ή μισθούς υπερημερίας, αλλά παρακρατούνται από τον εργοδότη κατά την εκτέλεση της απόφασης και αποδίδονται στους τρίτους δικαιούχους (ΑΠ 346/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟS, ΑΠ 1171/2007 ΕΕργΔ 2009, σελ. 258, ΑΠ 135/2003, ΕφΘεσ 712/2017, ΕφΠειρ 25/2015 δημοσιευθείσες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Επομένως, για να είναι ορισμένη η αγωγή δεν χρειάζεται να αναφέρονται σε αυτήν οι νόμιμες κρατήσεις που έγιναν ή πρέπει να γίνουν επί των αξιούμενων οικείων χρηματικών ποσών ενώ, πλέον τούτου, δεν χρειάζεται να αναφέρονται τα σχετικώς στον ίδιο τον ενάγοντα καταβληθέντα έναντι των αξιώσεών του χρηματικά ποσά, εφόσον το γεγονός αυτό πρέπει να επικαλεστεί κατ’ ένσταση (άρθρο 416 ΑΚ) ο εναγόμενος, κατά του οποίου προβάλλεται με την αγωγή η σχετική αξίωση (ΑΠ 1171/2007 ό.π.).
Ι. Σύμφωνα με το άρθρο 14 περ. α΄, β΄ και γ΄ εδ. α΄ της κυρωθείσας με την υπ’ αριθμό 2242.5-1.9/16572/2017 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β΄907/20-3-2017) από 13-12-2016 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ρυμουλκών, η ισχύς της οποίας αρχίζει από 1η-1-2017 και λήγει την 31η-12-2018, περί όρων εργασίας και έξτρα αμοιβών πληρωμάτων βάσεων : « α) Τα πληρώματα των Ρυμουλκών τα εργαζόμενα στις βάσεις (όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 5 της παρούσης) εάν η εταιρεία στη βάση που εργάζεται έχει ένα μόνο Ρυμουλκό χωρίς βάρδιες έχουν υποχρέωση να διατηρούν επαφή με αυτό μετά τη λήξη της κανονικής ημερήσιας εργασίας και να επανέρχονται όποτε τους ζητηθεί για την εξυπηρέτηση των αναγκών και του σκοπού των Ρυμουλκών. β) Οι κατά τα ανωτέρω απασχολούμενοι δικαιούνται πέραν του βασικού μισθού του άρθρου 1, τα επιδόματα, και κατ’ αποκοπή αμοιβή που θα υπολογίζεται στα 13/24 του βασικού μισθού για τον Πλοίαρχο ή Κυβερνήτη Ρ/Κ και τον Μηχανικό και στα 17/24 του βασικού μισθού για το υπόλοιπο πλήρωμα. γ) Διευκρινίζεται ότι η αμοιβή αυτή δεν είναι εκτός έδρας επίδομα, αλλά κατ’ αποκοπή αμοιβή για υπερωριακή εργασία, εργασία κατά Σάββατα, αργίες, (τις Κυριακές πέραν του δώρου) και νυκτερινή ως και κάθε άλλη έξτρα αμοιβή προβλεπομένη από τη παρούσα Συλλογική Σύμβαση…». Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό και προς εκείνες των άρθρων 1, 2 , 3, 4 και 5 της προαναφερόμενης ΣΣΕ συνάγεται : α) ότι το μέλος του πληρώματος, που ανήκει σε ελληνικό ρυμουλκό ιδιωτικής επιχείρησης, το οποίο έχει τη βάση του σε λιμάνι άλλο εκτός του Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, έχει υποχρέωση, εφόσον η ανωτέρω επιχείρηση διαθέτει στη βάση ένα μόνο ρυμουλκό χωρίς βάρδιες, να διατηρεί επαφή με αυτό μετά τη λήξη της κανονικής ημερησίας εργασίας και να επανέρχεται όποτε του ζητηθεί για την εξυπηρέτηση των αναγκών και του σκοπού του ρυμουλκού, β) ότι το απασχολούμενο κατά τον ανωτέρω τρόπο μέλος του πληρώματος, στο οποίο διαλαμβάνεται και ο ναύτης, δικαιούται, πέραν του βασικού μισθού του άρθρου 1, επί πλέον κατ’ αποκοπή αμοιβή, η οποία ισούται με τα 17/24 του βασικού μισθού και γ) ότι η προαναφερόμενη κατ’ αποκοπή αμοιβή, μη θεωρουμένη ως εκτός έδρας επίδομα, καλύπτει τις αξιώσεις του ναυτικού, που απορρέουν από παροχή κατά το αυτό εικοσιτετράωρο υπερωριακής εργασίας και εργασίας κατά τη νύκτα και από προσφορά εργασίας κατά τις ημέρες των Σαββάτων, των Κυριακών και των αργιών και κάθε άλλη έκτακτη (έξτρα) αμοιβή, προβλεπόμενη από τη ΣΣΕ (βλ. ΑΠ 1208/1998 ΕΕΝ 2000, σελ. 56, ΕφΠειρ 458/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). ΙΙ. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι η ενοχή αποσβέννυται με καταβολή, συνάγεται ότι στοιχεία της ένστασης εξόφλησης είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Επομένως, για να είναι ορισμένη, ειδικότερα, η υποβαλλομένη από τον εναγόμενο εργοδότη ένσταση εξόφλησης των πάσης φύσης αποδοχών και αξιώσεων του εργαζομένου από την σχέση εργασίας, με την επίκληση σχετικής έγγραφης απόδειξης του μισθωτού περί πληρωμής όλων των απαιτήσεών του, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στον μισθωτό για την παρεχόμενη εργασία του, εκτός εάν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά πρέπει να διαλαμβάνονται και τα επί μέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών (ΑΠ 836/2019, ΑΠ 1688/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). ΙΙΙ. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 440, 441 και 442 ΑΚ προκύπτει ότι ο συμψηφισμός, ο οποίος επιφέρει την δια συνυπολογισμού απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων υφιστάμενων αμοιβαίων, ομοειδών κατ’ αντικείμενο, και ληξιπροθέσμων απαιτήσεων, συντελείται με δήλωση μονομερή απευθυντέα προς τον άλλον, η οποία δεν υποβάλλεται σε συστατικό τύπο και δεν υπόκειται σε ανάκληση. Το αποσβεστικό αποτέλεσμα του συμψηφισμού επέρχεται είτε η σχετική δήλωση προβληθεί στο δικαστήριο είτε εξωδίκως. Κατά το χρόνο επίκλησης του συμψηφισμού πρέπει να υφίσταται κατά νόμο η απαίτηση, ήτοι να είναι έγκυρη και να μην υπόκειται σε κάποια ουσιαστική ένσταση, αναβλητική ή ανατρεπτική, χωρίς να εξετάζεται ο μετέπειτα διαρρέων χρόνος από την άποψη του αποτελέσματος που ήδη επήλθε. Βασικό, δηλαδή, στοιχείο του συμψηφισμού είναι η ύπαρξη και η εγκυρότητα των συμψηφιζόμενων απαιτήσεων. Έτσι, αν μία από τις απαιτήσεις δεν υπάρχει ή η σχετική σύμβαση από την οποία πηγάζει είναι άκυρη, ο συμψηφισμός δεν επιφέρει απόσβεση της άλλης απαίτησης. Η πρόταση του συμψηφισμού μπορεί να λάβει χώρα είτε εξώδικα, είτε ενώπιον του δικαστηρίου με τη μορφή ένστασης, με την οποία και μόνον ενεργεί (άρθρο 442 ΑΚ). Όταν ο εναγόμενος επικαλείται, κατά τη διάρκεια της δίκης, συμψηφισμό που έχει λάβει χώρα εξώδικα, πριν από την έναρξη της δίκης, δεν υπάρχει ουσιαστικά ένσταση συμψηφισμού, αλλά απλή ένσταση εξόφλησης διά του συμψηφισμού, η οποία υπάγεται στη ρύθμιση των κοινών ενστάσεων κατά το δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 132/2017, ΑΠ 450/2013 ΤΝΠ NOMOS). IV. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 62, 64 § 2, 339, 409 §§ 1 και 2, 410, 415 έως 420 ΚΠολΔ, 61, 65, 67 και 70 ΑΚ, συνάγεται ότι δεν μπορεί να είναι μάρτυρας, αφού δεν είναι τρίτος και δεν μπορεί γι’ αυτό να έχει, καταρχήν τουλάχιστον, την αντικειμενικότητα του τρίτου, ο διάδικος και, για την ταυτότητα του λόγου, ο αντιπρόσωπος ανικάνου φυσικού προσώπου, ο νόμιμος εκπρόσωπος διαδίκου νομικού προσώπου, ή το μέλος της διοίκησης αυτού. Τούτο συνάγεται κυρίως από το ως άνω άρθρο 415 ΚΠολΔ, που προβλέπει ως αποδεικτικό μέσο την εξέταση των διαδίκων ή των νομίμων εκπροσώπων των εκ των διαδίκων νομικών προσώπων ή των μελών της διοίκησης τους, η εξέταση όμως αυτή δεν αποτελεί μαρτυρία, αλλά ίδιο (επώνυμο) αποδεικτικό μέσο, καθόσον υπό την αντίθετη εκδοχή θα ήταν δυνατό να εξετάζεται το ίδιο πρόσωπο, ως μάρτυρας και στην συνέχεια, ως διάδικος, ή ως εκπρόσωπος ή ως μέλος της διοίκησης διαδίκου νομικού προσώπου, λύση προδήλως άτοπη (ΟλΑΠ 745/2007). Κατά συνέπεια, η ένορκη κατάθεση, ως μάρτυρα, του ίδιου του διαδίκου ή του νομίμου εκπροσώπου νομικού προσώπου ή μέλους της διοίκησης αυτού, είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, το αυτό δε ισχύει για την ταυτότητα του νομικού λόγου και για την ένορκη βεβαίωση ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, κατ’ άρθρο 671 § 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 1353/2019, ΑΠ 1274/2019, ΑΠ 1192/2018, ΕφΠειρ 47/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση της υπ’ αριθμό … ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα …, που δόθηκε με επιμέλεια του εκκαλούντος, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά Μαρίας Παντελή, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εφεσίβλητων (βλ. την υπ’ αριθμό …΄/7-6-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά …, σε συνδυασμό με την από 7-6-2021 κλήση του πληρεξούσιου δικηγόρου του εκκαλούντος, για την οποία βεβαίωση οι εφεσίβλητες υποστηρίζουν ότι πρέπει να σταθμισθεί, διότι ο εν λόγω μάρτυρας έχει ασκήσει εναντίον τους αγωγή, όμοια με την ένδικη και ως εκ τούτου, προσδοκά συμφέρον από την έκβαση της προκείμενης δίκης, ωστόσο, ο εν λόγω ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, καθώς η περίπτωση αυτή των εξαιρετέων κατ’ άρθρο 400 αριθ. 3 ΚΠολΔ μαρτύρων, δηλαδή προσώπων που μπορεί να έχουν συμφέρον από την έκβαση της δίκης, καταργήθηκε από 1-1-2016 με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 Ν. 4335/2015) και της υπ’ αριθμό …/28-9-2021 ένορκης βεβαίωσης του …, που δόθηκε με επιμέλεια των εφεσίβλητων, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Μαρίας Κολοβού μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εφεσίβλητων (βλ. την υπ’ αριθμό …/23-9-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά …, σε συνδυασμό με την από 19-9-2021 γνωστοποίηση μαρτύρων και κλήση σε εξέταση αυτών του πληρεξούσιου δικηγόρου των εφεσίβλητων), η οποία, όμως, δεν λαμβάνεται υπόψη αναφορικά με την τρίτη εναγόμενη, καθόσον αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, διότι κατά το χρόνο λήψης της ο ανωτέρω ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της τρίτης εναγόμενης ναυτικής εταιρίας, κατέχοντας τη θέση του Γραμματέα, όπως προκύπτει από το ίδιο το περιεχόμενο της ένορκης βεβαίωσης και επομένως, δεν μπορεί να είναι μάρτυρας, ως ανυπόστατο δε δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ούτε και ως μη πληρούν τους όρους του νόμου αποδεικτικό μέσο, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο ΙV μείζονα σκέψη, οι οποίες (ένορκες βεβαιώσεις) προσάγονται για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και παραδεκτά, κατ’ άρθρο 529 § 1 ΚΠολΔ, λαμβάνονται υπόψη ως νέα αποδεικτικά μέσα, και από όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 671 § 1 εδ. α’ ΚΠολΔ), τις ομολογίες των διαδίκων, που είτε προκύπτουν ευθέως, είτε συνάγονται εμμέσως από τις προτάσεις τους και επισημαίνονται ειδικότερα κατωτέρω (άρθρα 261 εδ. β΄ και 352 § 1 ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκαν στον Πειραιά, κατά τους κατωτέρω αναφερομένους χρόνους, μεταξύ του ενάγοντος, απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου του υπ’ αριθμό … ναυτικού φυλλαδίου, και του νόμιμου εκπροσώπου της Κοινοπραξίας με την επωνυμία «…», μέλη της οποίας είναι οι εναγόμενες εταιρείες, ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του Ανθυποπλοίαρχου, στα κάτωθι υπό Ελληνική σημαία, ρυμουλκά – ναυαγοσωστικά πλοία : 1) «…», με αριθμό νηολογίου …, με κ.ο.χ. 244, πλοιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης, κατά τα εξής χρονικά διαστήματα : α. από 8-1-2018 μέχρι 12-2-2018, οπότε απολύθηκε λόγω κλεισίματος ναυτολογίου, β. από 17-9-2018 μέχρι 8-10-2018, οπότε απολύθηκε με αμοιβαία συναίνεση, γ. από 12-11-2018 μέχρι 23-1-2019, οπότε απολύθηκε με αμοιβαία συναίνεση, και δ. από 18-2-2019 μέχρι 17-3-2019, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας, ήτοι συνολικά επί 159 ημέρες, 2) «…», με αριθμό νηολογίου …, με κ.ο.χ. 138,81, πλοιοκτησίας της δεύτερης εναγόμενης, κατά τα εξής χρονικά διαστήματα : α. από 26-2-2018 μέχρι 16-4-2018, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας, β. από 11-6-2018 μέχρι 10-7-2018, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας, και γ. από 30-7-2018 μέχρι 27-8-2018, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας, ήτοι συνολικά επί 81 ημέρες, και 3) «…», με αριθμό νηολογίου …, με κ.ο.χ. 156,55, πλοιοκτησίας της τρίτης εναγόμενης, κατά το χρονικό διάστημα από 30-4-2018 μέχρι 24-5-2018, οπότε απολύθηκε λόγω κλεισίματος ναυτολογίου, ήτοι επί 25 ημέρες. Καθ’ όλο το χρονικό διάστημα των ως άνω ναυτολογήσεών του, οι όροι εργασίας του, όπως και το ύψος των καταβαλλόμενων σε αυτόν αποδοχών, διέπονταν από τους όρους της από 13-12-2016 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ρυμουλκών των ετών 2017 και 2018, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμό 2242.5-1.9/16572/2017 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β΄ 907/20-3-2017). Η ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. ήταν εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση, δοθέντος ότι οι κανονιστικοί όροι των συλλογικών συμβάσεων εργασίας έχουν άμεση και αναγκαστική ισχύ, ενεργούν δε στην ατομική σχέση εργασίας αμέσως και αυτοδικαίως, χωρίς να απαιτείται σχετική συμφωνία των μερών ή οποιαδήποτε άλλη διατύπωση (άρθρο 3 § 1 Ν. 3239/1955 και ήδη 7 § Ι Ν. 1876/90, βλ. ΕφΠειρ 637/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Άλλωστε, καίτοι η συμβατική διάρκεια της ανωτέρω συλλογικής σύμβασης φέρεται να έχει λήξει κατά το τέλος του έτους υπογραφής της, αυτή εξακολούθησε να ισχύει και να εφαρμόζεται από όλους τους εμπλεκόμενους (εργαζόμενους, εφοπλιστές κ.λ.π.) σε όλη την έκτασή της ως διοικητική – κανονιστική πράξη, μέχρι τη ρητή κατάργηση ή τροποποίησή της από νέα κανονιστική πράξη, ήτοι νέα Σ.Σ.Ε., η οποία, εν προκειμένω, δεν είχε λάβει χώρα κατά το επίδικο χρονικό διάστημα της κατάρτισης των συμβάσεων ναυτικής εργασίας του ενάγοντος. Έτσι, ο μισθός του ενάγοντος ανερχόταν, με βάση την προαναφερόμενη Σ.Σ.Ε. στο ποσό των [1.824,66€ (βασικός μισθός ανθυποπλοίαρχου, κατ’ άρθρο 1) + 401,43€ (επίδομα Κυριακών 22%, κατ’ άρθρο 7) + 91,23€ (επίδομα μερικής τροφοδοσίας 5%, κατ’ άρθρο 2 § 1) + 91,23€ (επίδομα εξειδικευμένης εργασίας 5%, κατ’ άρθρο 2 § 2) + 642,24€ (αναλογία αδείας, υπολογιζόμενη με βάση το άρθρο 8 εδ. β΄ ως εξής : 1,824,66+ 91,23€ + 91,23€ /25 χ 8)=] 3.050,79 ευρώ. Ως εκ τούτου, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη και η ορθότητα της κρίσης της δεν πλήττεται με ειδικό λόγο έφεσης, για το διάστημα των 159 ημερών που είχε ναυτολογηθεί στην πρώτη εναγόμενη δικαιούνταν το ποσό των (3.050,79€ /30 ημέρες = 101,69€ χ 159 ημέρες =) 16.169,18 ευρώ. Επίσης, με την εκκαλουμένη έγινε δεκτό το αγωγικό κονδύλιο για επίδομα ταξιδιού και τροφοδοσίας για ένα ταξίδι 107 ωρών, για το ποσό των 943,65 ευρώ, χωρίς η σχετική κρίση να προσβάλλεται ειδικά με λόγο έφεσης. Συνεπώς, το παρόν Δικαστήριο δεν δύναται να επανακρίνει τα ανωτέρω θέματα ως προς τα οποία η υπόθεση δεν μεταβιβάζεται στο δεύτερο βαθμό και η εκκαλουμένη είναι δεσμευτική για το Δικαστήριο αυτό. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι το ρυμουλκό της πρώτης εναγόμενης «…», κατά τα χρονικά διαστήματα από 17-9-2018 μέχρι και 8-10-2018, από 13-11-2018 μέχρι και 24-11-2018 και από 18-2-2019 μέχρι και 10-3-2019, ήτοι για συνολικά 55 ημέρες, παρέμεινε στο λιμάνι της Μυκόνου, όπου πραγματοποιούσε εργασίες, χωρίς να υπάρχουν βάρδιες, και ο ενάγων, όπως και το υπόλοιπο πλήρωμα, είχε υποχρέωση να διατηρεί επαφή με αυτό και μετά τη λήξη της κανονικής ημερήσιας εργασίας του και να επανέρχεται όποτε του ζητηθεί για την εξυπηρέτηση των αναγκών και του σκοπού του ρυμουλκού, γιατί αυτό ήταν το μοναδικό στο λιμένα της Μυκόνου και η ως άνω εναγόμενη δεν διέθετε άλλο. Συνεπώς, ο ενάγων δικαιούνταν να λάβει για κατ’ αποκοπή αμοιβή για υπερωριακή εργασία, σύμφωνα με το προαναφερόμενο, στην υπό στοιχείο Ι μείζονα σκέψη της παρούσας, άρθρο 14 της ως άνω Σ.Ν.Ε., το ποσό των [1.824,66€ (βασικός μισθός) x 17/24 = 1.292,47€ /30 ημέρες = 43,08€ χ 55 ημέρες=] 2.369,40 ευρώ. Η εκκαλουμένη, επομένως, που έκρινε ότι ο ενάγων δεν δικαιούται το παραπάνω ποσό έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων και άρα, ο πρώτος λόγος έφεσης του εκκαλούντος πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων, κατά τα ανωτέρω διαστήματα της ναυτολόγησής του στο πλοίο της πρώτης εναγόμενης, εκτελούσε στην πραγματικότητα κυρίως καθήκοντα συναφή με την ειδικότητα του ναύτη (βλ. τις από 12-11-2018, 18-2-2019 και 17-3-2019 σχετικές εγγραφές από το προσκομιζόμενο από τους διαδίκους επίσημο ημερολόγιο του πλοίου, στις οποίες ρητά αναγράφεται ότι ο ενάγων ασκούσε τα καθήκοντα του ναύτη μόνο), απαιτούνταν δε, ενόσω το πλοίο εκτελούσε εργασίες, να απασχολείται πέραν του νόμιμου ωραρίου του. Το πλήρωμα του εν λόγω ρυμουλκού ήταν πενταμελές, όπως τούτο συνάγεται από την από 12-11-2018 εγγραφή στο ημερολόγιο του πλοίου, αποτελούμενο προφανώς από τον πλοίαρχο, τον μηχανικό, δύο ναύτες και έναν λιπαντή, δεδομένου ότι σε κανένα από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν αναφέρεται η οργανική σύνθεση του πληρώματος, αλλά ούτε και η ιπποδύναμη των μηχανών του ρυμουλκού, ώστε να προκύψει αυτή βάσει του Π.Δ. 232/2005 (ΦΕΚ Α΄280/15-11-2005). Ειδικότερα, ενόψει : α) των επικρατουσών συνθηκών και περιστάσεων, κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του ρυμουλκού, β) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του ενάγοντος, γ) της σταθερής καταβολής κάθε μήνα χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, όπως συνομολογείται εκατέρωθεν και δ) των διδαγμάτων της κοινής πείρας, που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), κρίνεται ότι ο ενάγων, κατά τα προαναφερόμενα χρονικά διαστήματα, απασχολούνταν στο πλοίο της εναγόμενης επί δέκα (10) ώρες ημερησίως, κατά μέσο όρο, συμπεριλαμβανομένων των Σαββάτων και των Κυριακών, εκτός των κάτωθι ημερομηνιών : α) από 17-9-2018 μέχρι και 8-10-2018, από 13-11-2018 μέχρι και 24-11-2018 και από 18-2-2019 μέχρι και 10-3-2019, οπότε ο ενάγων δικαιούνταν κατ’ αποκοπή αμοιβή για υπερωριακή εργασία, όπως προεκτέθηκε, β) 12-1-2018, οπότε το πλοίο παρέμεινε ακινητοποιημένο λόγω απεργίας, γ) 9-1-2018, 16-1-2018, 26-1-2018, 31-12-2018 και 13-3-2019, οπότε ο ενάγων έλαβε εργάσιμη ημέρα ανάπαυσης (ρεπό), δ) 27-11-2018 έως και 16-12-2018, οπότε το πλοίο βρισκόταν προς επισκευή στο Ναυπηγείο Χαλκιά και ε) 3-2-2018, 4-2-2018, 22-12-2018, 23-12-2018, 25-12-2018, 26-12-2018, 30-12-2018, 1-1-2019, 5-1-2019, 6-1-2019, 12-1-2019 και 13-1-2019 λόγω αργιών του ρυμουλκού. Αντίθετη κρίση ως προς την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ως άνω ρυμουλκό δεν μπορεί να συναχθεί από τις ώρες έναρξης και παύσης εργασιών που αναγράφονται στο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου, διότι δεν μπορούν να ταυτισθούν οι ώρες εργασίας του πλοίου με την απασχόληση του ίδιου του ενάγοντος, όπως αβασίμως επικαλείται ο εκκαλών και ο μάρτυράς του, …, ναυτικός, ο οποίος συνυπηρέτησε με αυτόν στην ίδια Κοινοπραξία και κατέθεσε ότι οι ώρες απασχόλησης των πληρωμάτων προκύπτουν από τα ημερολόγια γέφυρας και είναι ίδιες για όλους, αφού όσες ώρες τα πλοία είναι σε κίνηση εργάζεται όλο το πλήρωμά τους. Χαρακτηριστικά μάλιστα αναφέρεται ότι ο ενάγων ισχυρίζεται με την αγωγή του ότι εργαζόταν από τις 6:00 π.μ. της 17ης-1-2018 έως τις 15:00 μ.μ. της 19ης-1-2018, ήτοι για 57 ώρες συνεχόμενα, και από τις 6:00 π.μ. της 24ης-1-2019 έως τις 19:40 μ.μ. της 24ης-1-2019, ήτοι για 38 ώρες συνεχόμενα, οι ισχυρισμοί, όμως, αυτοί δεν κρίνονται αληθινοί, καθόσον αντιβαίνουν στους κανόνες της κοινής λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, δοθέντος ότι η εξακολουθητική απασχόληση του ενάγοντος επί τόσες πολλές ώρες θα επέφερε οπωσδήποτε την φυσική του εξάντληση. Επομένως, ο ενάγων δικαιούνταν για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, για την ειδικότητα του Ανθυποπλοίαρχου, με βάση την οποία είχε ναυτολογηθεί, με βάση το άρθρο 4 της προαναφερόμενης Σ.Σ.Ε., σύμφωνα με το οποίο η αποζημίωση για κάθε ώρα υπερωριακής εργασίας ορίζεται σε 1/173 του βασικού μισθού, προσαυξημένου κατά 32,5% για τις ώρες υπερωριακής εργασίας από Δευτέρα έως Παρασκευή και κατά 57,5% για όλες τις ώρες εργασίας του Σαββάτου και για τις ώρες μετά τη λήξη της οκτάωρης εργασίας της Κυριακής, ήτοι για πενήντα τρείς (53) καθημερινές το ποσό των [13,97€ (βασικό ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 32,5%) χ 2 ώρες χ 53 ημέρες =] 1.480,82 ευρώ, για επτά (7) Σάββατα το ποσό των [16,61€ (βασικό ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 57,5%) χ 10 ώρες χ 7 ημέρες =] 1.162,70 ευρώ και για επτά (7) Κυριακές το ποσό των [16,61€ (βασικό ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 57,5%) χ 2 ώρες χ 7 ημέρες =] 232,54 ευρώ και συνολικά για την αιτία αυτή το ποσό των 2.876,06 ευρώ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε στο σύνολό του το εν λόγω κονδύλιο ως ουσιαστικά αβάσιμο έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός κατ’ ουσίαν ο δεύτερος λόγος έφεσης του εκκαλούντος. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων στις 12-2-2018 απολύθηκε στο … λόγω κλεισίματος ναυτολογίου, όπως αναφέρεται στο ναυτικό του φυλλάδιο, πλην, όμως, στην πραγματικότητα επρόκειτο για μετάθεση, κατόπιν κοινής συμφωνίας των μερών, σε άλλο πλοίο, άλλης εταιρείας – μέλος της κοινοπραξίας στην οποία εργαζόταν, καθώς το ως άνω ρυμουλκό «…» παρέμεινε παροπλισμένο, όπως ο ίδιος εκθέτει στην έφεσή του, και για το λόγο αυτό επαναυτολογήθηκε στις 26-2-2018 στο ρυμουλκό «…» της δεύτερης εναγόμενης. Ο ίδιος ο ενάγων, άλλωστε, με την αγωγή του, σχετικά με την κατάρτιση των συμβάσεων ναυτικής εργασίας του, εξέθετε ότι κατά τα έτη 2018 και 2019 υπηρετούσε στα ρυμουλκά πλοία της Κοινοπραξίας «…», στα οποία ναυτολογούνταν εναλλάξ, με εντολή πάντοτε του νόμιμου εκπροσώπου αυτής και ανάλογα με τις ανάγκες των πλοίων, που ανήκαν σε αυτήν. Άρα, από το περιεχόμενο της αγωγής του προκύπτει σαφώς ότι εργοδότριά του ήταν η Κοινοπραξία, με την οποία κατήρτιζε τις επιμέρους συμβάσεις ναυτικής εργασίας σε κάθε πλοίο μέλος της. Ως εκ τούτου, ορθά κατ’ αποτέλεσμα, αλλά με αιτιολογία που αντικαθίσταται από την αιτιολογία της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ), το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το αγωγικό κονδύλιο περί αποζημίωσης απόλυσης για την ημερομηνία της 12ης-2-2018, που επαναφέρεται με τον τέταρτο λόγο της κρινόμενης έφεσης. Τέλος, με την εκκαλουμένη κρίθηκε ως ουσιαστικά βάσιμο το αγωγικό κονδύλιο περί αποζημίωσης απόλυσης του ενάγοντος από την πρώτη εναγόμενη κατά την ημερομηνία της 17ης-3-2019, οπότε απολύθηκε στο … λόγω αδείας μέχρι τις 14-4-2019 και δεν επαναπροσλήφθηκε, η οποία βάλλεται με τον πέμπτο λόγο της υπό κρίση έφεσης ως προς την ορθότητα του υπολογισμού του επιδικασθέντος ποσού. Με βάση, λοιπόν, τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος [1.824,66€ (βασικός μισθός ανθυποπλοίαρχου) + 401,43€ (επίδομα Κυριακών) + 91,23€ (επίδομα μερικής τροφοδοσίας 5%) + 91,23€ (επίδομα εξειδικευμένης εργασίας 5%) + 642,24€ (αναλογία αδείας) + 542,70€ (μέσο όρο τακτικά παρεχόμενης υπερωριακής εργασίας, ήτοι 2.876,06€/159 ημέρες = 18,09€ χ 30 ημέρες) =] 3.593,49 ευρώ, δικαιούνταν για αποζημίωση απόλυσης, κατ’ άρθρο 76 εδ. α΄ Κ.Ι.Ν.Δ. το ποσό των (3.593,49€ /30 ημέρες χ 15 ημέρες=) 1.796,74 ευρώ. Ως εκ τούτου, η εκκαλουμένη που επιδίκασε για την ίδια ως άνω αιτία το ποσό των 1.525,39 ευρώ έσφαλε, δεκτού εν μέρει γενομένου ως ουσιαστικά βάσιμου του σχετικού λόγου έφεσης του εκκαλούντος. Ο ισχυρισμός των εφεσίβλητων, με τις προτάσεις τους και με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου τους, που καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, ότι οι επίδικες απαιτήσεις του εκκαλούντος έχουν πλήρως εξοφληθεί, άλλως συμψηφισθεί με τα αναφερόμενα σε αυτές ποσά που του έχουν ήδη καταβληθεί, όπως προκύπτει και από τις προσαγόμενες με επίκληση αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας και αναλυτικές καρτέλες καταβολών, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, μη δυνάμενος να θεμελιώσει ένσταση εξόφλησης ή ένσταση εξόφλησης δια συμψηφισμού, όπως ορθά εκτιμάται ο ισχυρισμός περί συμψηφισμού, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στις υπό στοιχεία ΙΙ και ΙΙΙ νομικές σκέψεις, αφού δεν αναφέρονται τα ποσά, που κάθε συγκεκριμένη ημεροχρονολογία καταβλήθηκαν, ενώ αλυσιτελώς επιχειρείται η αναπλήρωση της παράλειψης αυτής με την παραπομπή σε έγγραφα. Κατόπιν δε τούτου, μετά την απόρριψη των ως άνω ενστάσεων είναι απορριπτέο ως αλυσιτελώς προβαλλόμενο και το αίτημα περί προσκόμισης εκ μέρους του εκκαλούντος αντιγράφων των φορολογικών του δηλώσεων των ετών 2018 και 2019, διότι δεν θα συνεισφέρουν αποδεικτικά στην προκειμένη δίκη. Επομένως, από το ανωτέρω συνολικό ποσό των (16.169,18 + 943,56 + 2.369,40 + 2.876,06 + 1.796,74 =) 24.155,03 ευρώ πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 16.358,17 ευρώ, που ο ενάγων ομολογεί ήδη με την αγωγή του ότι του κατέβαλε η πρώτη εναγόμενη και το οποίο καταλογίζεται στο σύνολο των εν λόγω αξιώσεων του ενάγοντος, αφού δεν προσδιορίζονται τα επιμέρους ποσά, που καταβλήθηκαν για έκαστη αιτία ξεχωριστά και συνεπώς, δεν είναι εφικτός ο καταλογισμός του κάθε επιμέρους ποσού, που καταβλήθηκε σε συγκεκριμένη αιτία, με αποτέλεσμα να του οφείλεται το ποσό των 7.796,86 ευρώ, πλην, όμως, θα του επιδικασθεί το μικρότερο αιτούμενο με την αγωγή ποσό των 7.396,67 ευρώ, κατ’ άρθρο 106 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι μετά την αποδοχή ως μερικά βάσιμου του αγωγικού κονδυλίου περί υπερωριακής απασχόλησης και εξαφάνισης της εκκαλουμένης ως προς το αντίστοιχο απορριπτικό κεφάλαιο παρέλκει η εξέταση του τρίτου λόγου της έφεσης του εκκαλούντος, με τον οποίο βάλλει κατά της εκκαλουμένης για το λόγο ότι εσφαλμένα αφαίρεσε από τα επιδικασθέντα κονδύλια ποσά που αφορούν, μεταξύ άλλων, και καταβολή υπερωριακής αμοιβής, ενώ απέρριψε το αντίστοιχο κονδύλιο. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων, κατά τα προαναφερόμενα διαστήματα της ναυτολόγησής του στο ρυμουλκό της δεύτερης εναγόμενης, αν και ναυτολογημένος υπό την ιδιότητα του Ανθυποπλοίαρχου, εκτελούσε κατ’ ουσίαν καθήκοντα ναύτη (βλ. τις από 26-2-2018, 11-6-2018 και 30-7-2019 σχετικές εγγραφές από το προσκομιζόμενο από τους διαδίκους επίσημο ημερολόγιο του πλοίου, στις οποίες ρητά αναγράφεται ότι ο ενάγων ασκούσε μόνο καθήκοντα ναύτη), απαιτούνταν δε, ενόσω το πλοίο εκτελούσε εργασίες, να απασχολείται πέραν του νόμιμου ωραρίου του. Το πλήρωμα του εν λόγω ρυμουλκού ήταν τριμελές, όπως τούτο συνάγεται από τις από 26-2-2018 και 31-8-2018 εγγραφές στο ημερολόγιο του πλοίου, αποτελούμενο προφανώς από τον πλοίαρχο, τον μηχανικό και έναν ναύτη, δεδομένου ότι σε κανένα από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν αναφέρεται η οργανική σύνθεση του πληρώματος, αλλά ούτε και η ιπποδύναμη των μηχανών του ρυμουλκού, ώστε να προκύψει αυτή βάσει του Π.Δ. 232/2005 (ΦΕΚ Α΄280/15-11-2005). Ειδικότερα, ενόψει των ίδιων ως άνω κριτηρίων, ήτοι : α) των επικρατουσών συνθηκών και περιστάσεων, κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του ρυμουλκού, β) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του ενάγοντος, γ) της σταθερής καταβολής κάθε μήνα χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, όπως συνομολογείται εκατέρωθεν και δ) των διδαγμάτων της κοινής πείρας, που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), κρίνεται ότι ο ενάγων, κατά τα προαναφερόμενα χρονικά διαστήματα, απασχολούνταν στο πλοίο της εναγόμενης επί δέκα (10) ώρες ημερησίως, κατά μέσο όρο, συμπεριλαμβανομένων των Σαββάτων και των Κυριακών, εκτός των κάτωθι εννέα (9) ημερομηνιών : 11-3-2018, 18-3-2018, 8-4-2018, 15-4-2018, 30-6-2018, 1-7-2018, 8-7-2018, 5-8-2018 και 26-8-2018 οπότε το πλήρωμα δεν εργάσθηκε λόγω αργιών του ρυμουλκού. Αντίθετη κρίση ως προς την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ως άνω ρυμουλκό δεν μπορεί να συναχθεί από τις ώρες έναρξης και παύσης εργασιών που αναγράφονται στο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου, διότι δεν μπορούν να ταυτισθούν οι ώρες εργασίας του πλοίου με την απασχόληση του ίδιου του ενάγοντος, όπως αβασίμως επικαλείται ο εκκαλών και ο ίδιος ως άνω μάρτυράς του, ο οποίος κατέθεσε ότι οι ώρες απασχόλησης των πληρωμάτων προκύπτουν από τα ημερολόγια γέφυρας και είναι ίδιες για όλους, αφού όσες ώρες τα πλοία είναι σε κίνηση εργάζεται όλο το πλήρωμά τους. Χαρακτηριστικά, δε, αναφέρεται ότι ο ενάγων ισχυρίζεται με την αγωγή του ότι εργαζόταν από τις 6:00 π.μ. της 11ης-4-2018 έως τις 16:40 μ.μ. της 12ης-4-2018, ήτοι για 35 ώρες συνεχόμενα, και από τις 6:00 π.μ. της 11ης-6-2019 έως τις 14:50 μ.μ. της 12ης-6-2019, ήτοι για 33 ώρες συνεχόμενα, ο ισχυρισμός, όμως, αυτός κρίνεται αβάσιμος, καθώς αντιβαίνει στους κανόνες της κοινής λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, όπως ήδη αναφέρθηκε. Επομένως, ο ενάγων δικαιούνταν για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, για την ειδικότητα του Ανθυποπλοίαρχου, με βάση την οποία είχε ναυτολογηθεί, με βάση το άρθρο 4 της προαναφερόμενης Σ.Σ.Ε., για πενήντα σαράντα εννέα (49) καθημερινές το ποσό των [13,97€ (βασικό ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 32,5%) χ 2 ώρες χ 49 ημέρες =] 1.369,06 ευρώ, για δεκαπέντε (15) Σάββατα το ποσό των [16,61€ (βασικό ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 57,5%) χ 10 ώρες χ 15 ημέρες =] 2.491,50 ευρώ και για οκτώ (8) Κυριακές το ποσό των [16,61€ (βασικό ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 57,5%) χ 2 ώρες χ 8 ημέρες =] 265,76 ευρώ και συνολικά για την αιτία αυτή το ποσό των 4.126,32 ευρώ. Ενόψει δε του ότι ο ενάγων εργάσθηκε τρείς αργίες της 25-3-2018, 6ης-4-2018 (Μεγάλη Παρασκευή) και 9ης-4-2018 (δεύτερη ημέρα του Πάσχα) δικαιούνταν, κατ’ άρθρα 3 § 4 εδ. α΄ και 4 της Σ.Σ.Ε., έξτρα αμοιβής ποσού (54,74€ χ 3 ημέρες=) 164,22 ευρώ, ενώ επειδή δεν του δόθηκε ημέρα εργάσιμης ανάπαυσης (ρεπό) εντός των επόμενων δεκαπέντε (15) ημερών για κάθε ημέρα αργίας που εργάσθηκε δικαιούνταν, κατ’ άρθρα 3 § 4 εδ. α΄ και β΄ και 4 εδ. β΄ της Σ.Σ.Ε., το ποσό των (21,89€ χ 3 ημέρες χ 8 ώρες=) 525,36 ευρώ. Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε σε βαθμό σχηματισμού σαφούς και πλήρους δικανικής πεποίθησης σε τι συνίστατο η επικαλούμενη επιφυλακή του ενάγοντος και ιδίως αν αυτός τελούσε σε γνήσια ή μη γνήσια ετοιμότητα προς εργασία, ενώ ούτε ο μάρτυράς του κατέθεσε κάτι ειδικότερο σχετικά και ως εκ τούτου, το σχετικό κονδύλιο πρέπει να απορριφθεί ως αναπόδεικτο, απορριπτομένου του σχετικού δεύτερου λόγου έφεσης κατά το παραπάνω σκέλος του. Επομένως, η εκκαλουμένη εσφαλμένα απέρριψε στο σύνολό του το κονδύλιο περί υπερωριακής αμοιβής και αμοιβής επιφυλακής, δεκτού γενομένου ως εν μέρει βάσιμου του σχετικού δεύτερου λόγου της έφεσης. Εντούτοις, από το ανωτέρω συνολικό ποσό των (4.126,32 + 164,22 + 525,36 =) 4.815,90 ευρώ, καθώς και από το ποσό των 8.236,89 ευρώ, το οποίο κρίθηκε με την εκκαλουμένη ότι δικαιούνταν για δεδουλευμένες αποδοχές και δεν πλήττεται με λόγο έφεσης, πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 15.905,35 ευρώ, που ο ενάγων συνομολογεί με την αγωγή του ότι του κατέβαλε η δεύτερη εναγόμενη και ως εκ τούτου, ουδέν του οφείλεται. Συνεπώς, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως προς τη δεύτερη εναγόμενη ως ουσιαστικά αβάσιμη. Εξ ετέρου, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων ναυτολογήθηκε κατά το ανωτέρω αναφερόμενο διάστημα στο ρυμουλκό της τρίτης εναγόμενης, υπό την ιδιότητα του Ανθυποπλοίαρχου, κατά το οποίο κρίθηκε με την εκκαλουμένη ότι δικαιούνταν για δεδουλευμένες αποδοχές και επίδομα ταξιδιού τα ποσά των 2.542,25 ευρώ και 318,76 ευρώ αντίστοιχα, τα σχετικά δε κεφάλαια δεν πλήττονται με σχετικό λόγο έφεσης, μη μεταβιβασθείσας της υπόθεσης στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ως προς αυτά. Στην πραγματικότητα, όμως, εκτελούσε καθήκοντα ναύτη (βλ. την από 30-4-2018 σχετική εγγραφή από το προσκομιζόμενο από τους διαδίκους επίσημο ημερολόγιο του πλοίου, στην οποία ρητά αναγράφεται ότι ο ενάγων εκτελούσε χρέη ναύτη μόνο), απαιτούνταν δε, ενόσω το πλοίο εκτελούσε εργασίες, να απασχολείται πέραν του νόμιμου ωραρίου του. Το πλήρωμα του ως άνω ρυμουλκού ήταν τετραμελές, όπως τούτο συνάγεται από την από 24-5-2018 εγγραφή στο ημερολόγιο του πλοίου, αποτελούμενο από τον πλοίαρχο, τον μηχανικό και δύο ναύτες, δοθέντος του ότι από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτει η οργανική σύνθεση του πληρώματος, αλλά ούτε και η ιπποδύναμη των μηχανών του ρυμουλκού, ώστε να διαπιστωθεί αυτή με βάση το Π.Δ. 232/2005 (ΦΕΚ Α΄280/15-11-2005). Ειδικότερα, ενόψει των ίδιων προαναφερόμενων κριτηρίων, ο ενάγων, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, κατά το διάστημα απασχολήθηκε στο ρυμουλκό της τρίτης εναγόμενης επί δέκα (10) ώρες ημερησίως, κατά μέσο όρο, συμπεριλαμβανομένων των Σαββάτων και των Κυριακών, εκτός των κάτωθι έξι (6) ημερομηνιών : α) 30-4-2018 έως 2-5-2018, οπότε το ρυμουλκό πραγματοποίησε ταξίδι και ο ενάγων δικαιούμενος ειδικού επιδόματος ταξιδιού δεν δικαιούται οποιασδήποτε άλλης υπερωριακής αμοιβής, κατ’ άρθρο 13 της Σ.Σ.Ε. και β) 13-5-2018, 19-5-2018 και 20-5-2018 οπότε το πλήρωμα δεν εργάσθηκε λόγω αργιών του ρυμουλκού. Διαφορετική κρίση ως προς την έκταση της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος στο εν λόγω ρυμουλκό δεν μπορεί να συναχθεί από τις ώρες έναρξης και παύσης εργασιών που αναγράφονται στο ημερολόγιο γέφυρας αυτού, διότι δεν μπορούν να ταυτισθούν οι ώρες εργασίας του πλοίου με την απασχόληση του ενάγοντος, όπως αβασίμως αυτός επικαλείται και ενισχύεται από την κατάθεση του μάρτυρά του. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ενάγων εκθέτει στην αγωγή του ότι εργαζόταν από τις 6:00 π.μ. της 21ης-5-2018 έως τις 14:00 μ.μ. της 22ας-5-2018, ήτοι για 32 ώρες ακατάπαυστα, ο ισχυρισμός, όμως, αυτός κρίνεται αβάσιμος, καθώς αντιβαίνει στους κανόνες της κοινής λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω. Συνεπώς, ο ενάγων δικαιούνταν για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, για την ειδικότητα του Ανθυποπλοίαρχου, με βάση το άρθρο 4 της προαναφερόμενης Σ.Σ.Ε., για δεκαέξι (16) καθημερινές το ποσό των [13,97€ (βασικό ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 32,5%) χ 2 ώρες χ 16 ημέρες =] 447,04 ευρώ, για δύο (2) Σάββατα το ποσό των [16,61€ (βασικό ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 57,5%) χ 10 ώρες χ 2 ημέρες =] 332,20 ευρώ και για μία (1) Κυριακή το ποσό των [16,61€ (βασικό ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 57,5%) χ 2 ώρες =] 33,22 ευρώ και συνολικά για την αιτία αυτή το ποσό των 812,46 ευρώ. Ενόψει δε του ότι ο ενάγων εργάσθηκε μια αργία της 17ης-5-2018 (Αναλήψεως) δικαιούνταν, κατ’ άρθρα 3 § 4 εδ. α΄ και 4 της Σ.Σ.Ε., έξτρα αμοιβής ποσού 54,74 ευρώ, ενώ επειδή δεν του δόθηκε ημέρα εργάσιμης ανάπαυσης (ρεπό) εντός των επόμενων δεκαπέντε (15) ημερών δικαιούνταν, κατ’ άρθρα 3 § 4 εδ. α΄ και β΄ και 4 εδ. β΄ της Σ.Σ.Ε., το ποσό των (21,89€ χ 8 ώρες=) 175,12 ευρώ. Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε σε βαθμό σχηματισμού σαφούς και πλήρους δικανικής πεποίθησης σε τι συνίστατο η επικαλούμενη επιφυλακή του ενάγοντος και ιδίως αν αυτός τελούσε σε γνήσια ή μη γνήσια ετοιμότητα προς εργασία, ενώ ούτε ο μάρτυράς του κατέθεσε κάτι ειδικότερα και ως εκ τούτου, το σχετικό κονδύλιο πρέπει να απορριφθεί ως αναπόδεικτο, απορριπτομένου του σχετικού δεύτερου λόγου έφεσης κατά το ανωτέρω σκέλος του. Επομένως, η εκκαλουμένη εσφαλμένα απέρριψε στο σύνολό του το κονδύλιο περί υπερωριακής αμοιβής και αμοιβής επιφυλακής, δεκτού γενομένου ως εν μέρει βάσιμου του σχετικού δεύτερου λόγου της έφεσης. Μετά δε την αποδοχή ως μερικά βάσιμου του αγωγικού κονδυλίου περί υπερωριακής απασχόλησης και εξαφάνισης της εκκαλουμένης ως προς το αντίστοιχο απορριπτικό κεφάλαιο παρέλκει η εξέταση του τρίτου λόγου της έφεσης του εκκαλούντος, με τον οποίο βάλλει κατά της εκκαλουμένης για το λόγο ότι εσφαλμένα αφαίρεσε από τα επιδικασθέντα κονδύλια ποσά που αφορούν, μεταξύ άλλων, και καταβολή υπερωριακής αμοιβής, ενώ απέρριψε το αντίστοιχο κονδύλιο. Τέλος, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων στις 24-5-2018 απολύθηκε στο … λόγω κλεισίματος ναυτολογίου, όπως αναφέρεται στο ναυτικό του φυλλάδιο, πλην, όμως, στην πραγματικότητα επρόκειτο για μετάθεση σε άλλο πλοίο, άλλης εταιρείας – μέλος της κοινοπραξίας στην οποία εργαζόταν, κατόπιν κοινής συμφωνίας των μερών, καθώς αυτός επαναυτολογήθηκε στις 11-6-2018 στο ρυμουλκό «…» της δεύτερης εναγόμενης. Ο ίδιος ο ενάγων, άλλωστε, με την αγωγή του, όπως ήδη προεκτέθηκε, εξέθετε ότι εργαζόταν στα ρυμουλκά πλοία της Κοινοπραξίας «…», στα οποία ναυτολογούνταν εναλλάξ, με εντολή πάντοτε του νόμιμου εκπροσώπου αυτής και ανάλογα με τις ανάγκες των πλοίων, που ανήκαν σε αυτήν. Άρα, από το περιεχόμενο της αγωγής του προκύπτει σαφώς ότι εργοδότριά του ήταν η Κοινοπραξία, με την οποία κατήρτιζε τις επιμέρους συμβάσεις ναυτικής εργασίας σε κάθε πλοίο μέλος της. Ως εκ τούτου, ορθά κατ’ αποτέλεσμα, αλλά με αιτιολογία που αντικαθίσταται από αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το αγωγικό κονδύλιο περί αποζημίωσης απόλυσης για την ημερομηνία της 24ης-5-2018, που επαναφέρεται με τον έκτο λόγο της κρινόμενης έφεσης. Από το ανωτέρω συνολικό ποσό των (2.542,25 + 318,76 + 812,46 + 54,74 + 175,12 =) 3.903,33 ευρώ, πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 2.723,00 ευρώ, που ο ενάγων συνομολογεί με την αγωγή του ότι του κατέβαλε η τρίτη εναγόμενη και το οποίο καταλογίζεται στο σύνολο των εν λόγω αξιώσεων του ενάγοντος, αφού δεν προσδιορίζονται τα επιμέρους ποσά, που καταβλήθηκαν για έκαστη αιτία ξεχωριστά, και ως εκ τούτου, του οφείλεται το ποσό των 1.180,33 ευρώ. Σημειώνεται ότι ο ισχυρισμός των εφεσίβλητων, με τις προτάσεις τους και με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου τους, που καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, ότι οι επίδικες απαιτήσεις του εκκαλούντος έχουν πλήρως εξοφληθεί, άλλως συμψηφισθεί με τα αναφερόμενα σε αυτές ποσά που του έχουν ήδη καταβληθεί, όπως προκύπτει και από τις προσαγόμενες με επίκληση αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας και αναλυτικές καρτέλες καταβολών, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, μη δυνάμενος να θεμελιώσει ένσταση εξόφλησης ή ένσταση εξόφλησης δια συμψηφισμού, όπως ορθά εκτιμάται ο ισχυρισμός περί συμψηφισμού, αφού, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στις υπό στοιχεία ΙΙ και ΙΙΙ νομικές σκέψεις, δεν αναφέρονται τα ποσά, που κάθε συγκεκριμένη ημεροχρονολογία καταβλήθηκαν, ενώ αλυσιτελώς επιχειρείται η αναπλήρωση της παράλειψης αυτής με την παραπομπή σε έγγραφα. Ως εκ τούτου, μετά την απόρριψη των ως άνω ενστάσεων είναι απορριπτέο ως αλυσιτελώς προβαλλόμενο και το αίτημα περί προσκόμισης εκ μέρους του εκκαλούντος αντιγράφων των φορολογικών του δηλώσεων των ετών 2018 και 2019, διότι δεν θα συνεισφέρουν αποδεικτικά στην προκειμένη δίκη. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς την δεύτερη εναγόμενη και να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς την πρώτη και τρίτη των εναγόμενων, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη ως προς αυτές ως προς όλες τις διατάξεις της, και ως προς τα μη πληγέντα, δηλαδή, κεφάλαια, για την δημιουργία ενιαίου τίτλου εκτέλεσης, και αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει την υπόθεση για να τη δικάσει κατ’ ουσίαν (άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ), να γίνει η αγωγή εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς την πρώτη και τρίτη των εναγόμενων, εκ των οποίων η πρώτη να υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 7.396,67 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της τελευταίας απόλυσής του από το πλοίο αυτής στις 17-3-2019, και η τρίτη να υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 1.180,33 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της απόλυσής του από το πλοίο αυτής στις 24-5-2018. Τέλος, εφόσον εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη, εξαφανίζεται και η διάταξη αυτής περί δικαστικών εξόδων και τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος – εκκαλούντος, κατόπιν σχετικού αιτήματός του με την αγωγή και τις προτάσεις του (άρθρο 106 ΚΠολΔ), για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της πρώτης και τρίτης των εναγόμενων – εφεσίβλητων, ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας καθενός (άρθρα 178 § 1, 180 § 1, εδ. β΄, 183, 189 και 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την έφεση.
Απορρίπτει αυτή κατ’ ουσίαν ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη.
Δέχεται αυτή εν μέρει κατ’ ουσίαν ως προς την πρώτη και τρίτη των εφεσίβλητων.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθμό 92/2020 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά, εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, αναφορικά με την πρώτη και τρίτη των εναγόμενων.
Κρατεί και δικάζει την αγωγή, αναφορικά με την πρώτη και τρίτη των εναγόμενων, επί της οποίας εκδόθηκε η παραπάνω απόφαση.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει την πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των επτά χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα έξι ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (7.396,67€), με το νόμιμο τόκο από 18-3-2019, και την τρίτη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των χιλίων εκατόν ογδόντα ευρώ και τριάντα τριών λεπτών (1.180,33€), με το νόμιμο τόκο από 25-5-2018.
Επιβάλλει σε βάρος της πρώτης και τρίτης των εναγόμενων – εφεσίβλητων μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στα ποσά των διακοσίων ευρώ (200,00€) και τετρακοσίων ευρώ (400,00€) αντίστοιχα.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 16 Μαΐου 2022 με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ