ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ – ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
2511/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
——————————————————–
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Χρυσάνθη Μάντη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 9 Νοεμβρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Του εκκαλούντος : … του …, με Α.Φ.Μ. …, κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Σαξώνη (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 1600), βάσει της από 8-11-2021 δήλωσής του, κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, που προσκόμισε το υπ’ αριθμό …/8-11-2021 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Π.
Της εφεσίβλητης : Εταιρείας με την επωνυμία …”, που εδρεύει στη …, νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παύλο Σιούφα (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 2429), βάσει της από 8-11-2021 δήλωσής του, κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, που προσκόμισε το υπ’ αριθμό …/5-11-2021 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Π.
Ο ενάγων και ήδη εκκαλών άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά την από 27-8-2018, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 8481/89/2019, αγωγή του κατά της εφεσίβλητης και ζήτησε να γίνει δεκτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμό 27/2021 απόφασή του απέρριψε την αγωγή. Ήδη, την απόφαση αυτή προσβάλλει ο ενάγων – εκκαλών με την από 16-7-2021 έφεσή του, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 9404/128/19-7-2021 και στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, προς προσδιορισμό δικασίμου, με γενικό και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 5486/19-7-2021 και 2438/19-7-2021 αντίστοιχα, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί για την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος κατά της υπ’ αριθμό 27/2021 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 591 και 614 σε συνδυασμό με και 621 επ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 § 1, 499, 511, 513 § 1 περ. β’, 516, 517 και 518 § 2 ΚΠολΔ) με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση στις 19-7-2021, καθόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ενώ για το παραδεκτό της δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, καθώς πρόκειται για εργατική διαφορά (άρθρα 495 § 3 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με 614 § 3 εδ. α΄ ΚΠολΔ). Εισάγεται δε αρμόδια ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προς εκδίκαση κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη (άρθρα 17 Α και 524 § 1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 §§ 1 περ. γ΄, 2, 3Α και 3Β περ. ε΄ Ν. 2172/1993 λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ).
Mε την από 27-8-2018 αγωγή του, όπως παραδεκτά διορθώθηκε με τις προτάσεις του (άρθρο 224 εδ. β΄ ΚΠολΔ), ο ενάγων και ήδη εκκαλών εξέθετε ότι με εκπρόσωπο της εναγόμενης, πλοιοκτήτριας εταιρείας του με Ελληνική σημαία, επαγγελματικού – τουριστικού πλοίου «…», με αριθμό νηολογίου …, κατήρτισε στη …, στις 3-6-2018, προσύμφωνο ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου και σε εκτέλεσή του ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο λιμάνι της …, με την ειδικότητα του Κυβερνήτη Α΄, με μηνιαίο κλειστό καθαρό μισθό 2.600,00 ευρώ, και κατά τα λοιπά σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες της ελληνικής ΣΣΝΕ για τα πληρώματα των επιβατηγών επαγγελματικών τουριστικών σκαφών του Ν. 4256/2014. Ότι το πλοίο είχε τετραμελές πλήρωμα, σε κάθε ναύλο επέβαιναν 16 με 20 επιβάτες και πραγματοποιούσε τους ειδικότερα αναφερόμενους σε αυτήν εβδομαδιαίους πλόες αναψυχής. Ότι την 29η-9-2018, στη διαδρομή από Σέριφο προς Κύθνο, παρατηρήθηκε εισροή υδάτων στο κύτος του πλοίου, λόγω αποκόλλησης ενός σανιδιού από την πλώρη, η οποία είχε ως αποτέλεσμα, κατά την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι της Κύθνου, να απαγορευθεί ο απόπλους του μέχρι την αποκατάσταση της βλάβης και την προσκόμιση σχετικής βεβαίωσης αξιοπλοΐας από τον παρακολουθούντα το πλοίο νηογνώμονα. Ότι το πλοίο παρέμεινε στο λιμάνι της Κύθνου μέχρι την ημέρα της απόλυσής του την 12η-10-2018, με την αντλία πρύμνης να λειτουργεί καθημερινά επί 24ώρου, για να έχει σε ισορροπία τα ύδατα των σεντινών και να μην επιβαρυνθεί άλλο το πλοίο. Ότι την 1η-10-2018 κατήγγειλε μονομερώς και αιτιολογημένα τη σύμβαση ναυτικής εργασίας του στην Κύθνο, λόγω βαρέων παραβάσεων των καθηκόντων της εναγόμενης απέναντί του, συνιστάμενων στο γεγονός ότι δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα για την άμεση αποκατάσταση της ζημίας στο πρωραίο τμήμα του πλοίου, που είχε ως συνέπεια την εισροή υδάτων στο κύτος του, καθιστώντας το σκάφος αναξιόπλοο και ανασφαλές για τη συνέχεια του ταξιδιού, πλην, όμως, η εναγόμενη, παρά την καταγγελία του, δεν προχώρησε άμεσα στην αντικατάστασή του, γι’ αυτό και παρέμεινε στο πλοίο μέχρι τις 12-10-2018 όταν πλέον δέχθηκε να παραλάβει την πλοιαρχία του πλοίου. Ότι καθ’ όλο το διάστημα της εργασίας του, ήτοι από 3-6-2018 έως 12-10-2018, εργαζόταν καθημερινά, στα πλαίσια των καθηκόντων της ειδικότητάς του επί 16 ώρες, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, μετά από σχετική εντολή της εναγόμενης, αλλά η τελευταία δεν του κατέβαλε, ως όφειλε σύμφωνα με την ισχύουσα ΣΣΝΕ, τις πλήρεις νόμιμες δεδουλευμένες αποδοχές του. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλει : α) το ποσό των 675,89 ευρώ για διαφορές αποδοχών, β) το ποσό των 9.623,95 ευρώ για διαφορές αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης, γ) το ποσό των 1.762,90 ευρώ για τα αναφερόμενα σε αυτήν έξοδα του πλοίου που κατέβαλε για λογαριασμό της εναγόμενης και δ) το ποσό των 2.720,69 ευρώ για αποζημίωσης απόλυσης, άπαντα τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την ημέρα της απόλυσής του, στις 12-10-2018, καθώς και να καταδικασθεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη αναφορικά με τα αιτήματα για καταβολή διαφορών αποδοχών, υπερωριών και αποζημίωσης απόλυσης, λόγω του ότι κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του δεν υφίστατο σε ισχύ ΣΣΕ των Πληρωμάτων Επιβατηγών Επαγγελματικών Τουριστικών σκαφών του Ν. 4256/2014, και κατά τα λοιπά, ήτοι ως προς το αίτημα για απόδοση εξόδων του πλοίου, ως αόριστη, συμψηφίζοντας τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο ενάγων, με την υπό κρίση έφεσή του, για τους ειδικότερα διαλαμβανόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή του στο σύνολό της, καθώς και την καταδίκη της εφεσίβλητης στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.
- I. Με το άρθρο 1 § 1 του ΑΝ. 3276/1944 «Περί Συλλογικών Συμβάσεων εν τη Ναυτική Εργασία», που εκδόθηκε στο Κάιρο και αναδημοσιεύθηκε στην Ελλάδα με τη Συντακτική Πράξη 21/1945, που κυρώθηκε με το Ν. 32/1945, ο οποίος δεν τον κατάργησε ρητώς με αποτέλεσμα να εξακολουθεί, όπως συνάγεται έμμεσα, να ισχύει, ορίζεται ότι «Δύνανται να συνάπτωνται συλλογικαί συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινομένων ελευθέρως υπό του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολιτικά επιδόματα…», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 5 § 1 εδαφ. α΄ του ίδιου νόμου «Συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφόσον ήθελον κυρωθή δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν άλλας υφισταμένας εργοδοτικάς ή εργατικάς οργανώσεις ως και άπαντας εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν, ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτουν τα κάτωθι : 1) ο Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας εξουσιοδοτήθηκε, όπως με απόφασή του, η οποία έχει χαρακτήρα κανονιστικής διοικητικής πράξης και χρήζει, για το λόγο αυτό, δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, επεκτείνει την ισχύ των συλλογικών συμβάσεων που έχουν συναφθεί κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού, και σε μέλη οργανώσεων, οι οποίες δεν έχουν συμβληθεί ή και σε άλλα πρόσωπα, δηλαδή σε τρίτους, 2) η ισχύς της συλλογικής σύμβασης, που κυρώθηκε, για να δεσμεύονται οι τρίτοι, αρχίζει γι’ αυτούς από της κύρωσης, έστω και αν η επικυρούμενη συλλογική σύμβαση καθορίζει χρόνο έναρξης της ισχύος της προγενέστερο, γιατί η κανονιστική διοικητική πράξη ορίζει για το μέλλον, εκτός αν υπάρχει νομοθετική για το λόγο αυτό εξουσιοδότηση. Από την προπαρατεθείσα όμως διάταξη του άρθρου 5 § 1, που ορίζει ότι οι κυρούμενες συλλογικές συμβάσεις δεσμεύουν τους τρίτους «κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν», δεν συνάγεται ότι παρασχέθηκε νομοθετική εξουσιοδότηση αναδρομικής επέκτασης των κυρουμένων συλλογικών συμβάσεων, αλλά προσδιορίζεται, με αυτή, η χρονική διάρκεια της δέσμευσης των τρίτων, η οποία αρχίζει από της επέκτασης και συνεχίζεται μέχρι λήξης της χρονικής διάρκειας της επεκτεινόμενης συλλογικής σύμβασης και 3) οι επεκτεινόμενες συλλογικές συμβάσεις καταλαμβάνουν και αποτελούν περιεχόμενο εκείνων των ατομικών συμβάσεων, που υφίσταντο και δεν είχαν λυθεί κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος τους (ΑΠ 350/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟS, ΑΠ 1267/1987 ΕΕΝ 1988, σελ. 673). Οι ανωτέρω δε νομοθετικές διατάξεις αποτελούν το κανονιστικό πλαίσιο που ρυθμίζει τη σύναψη των συλλογικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας (ΕφΠειρ 739/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟS), επί των οποίων δεν εφαρμόζεται ο Ν. 1876/1990 «Ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 27/8.3.1990), όπως προκύπτει από την όλη διατύπωση και το πνεύμα του, μολονότι ο ίδιος δεν περιέχει σχετική ρητή διάταξη, όπως συνέβαινε με τον προϊσχύσαντα Ν. 3239/1955 «Περί του τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας (ΦΕΚ Α 125/18.5.1955), ο οποίος στο άρθρο 42 § 3 όριζε ρητά ότι οι διατάξεις του δεν εφαρμόζονται επί της ρύθμισης των όρων, των συνθηκών και της αμοιβής της εργασίας των πληρωμάτων των πλοίων της εμπορικής ναυτιλίας (ΑΠ 87/2000 ΕλλΔνη 2000, σελ. 967). Επομένως, στις ΣΣΝΕ δεν εφαρμόζονται ούτε οι διατάξεις των §§ 4 και 5 του άρθρου 9 του Ν. 1876/1990 για την επιβίωση των κανονιστικών όρων της συλλογικής σύμβασης που έληξε ή καταγγέλθηκε υπό τη μορφή αρχικώς της παράτασης της ισχύος τους για ένα διάστημα και ακολούθως, μετά την παρέλευσή του, της μετενέργειάς τους επί των ατομικών συμβάσεων εργασίας (ΑΠ 1107/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟS, ΕφΠειρ 120/2019 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα www.efeteio-peir.gr). Συνεπώς, με τη λήξη της χρονικής διάρκειας της ΣΣΝΕ παύει ευθύς αυτή να ισχύει και τις συνθήκες παροχής και τις αμοιβές της ναυτικής εργασίας ρυθμίζουν στο εξής οι όροι της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας για την υπόλοιπη συμφωνημένη διάρκειά της. Συναφώς, αν ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας συναφθεί σε χρόνο μεταγενέστερο της λήξης της ισχύος της τελευταίας σχετικής ΣΣΝΕ το εργασιακό καθεστώς δεν διέπεται πλέον από τη λήξασα ΣΣΝΕ, αλλά προσδιορίζεται αυτοτελώς από τους όρους της ατομικής σύμβασης. Το αντίθετο, βέβαια, θα συμβεί αν οι συμβαλλόμενοι στην ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας συμφωνήσουν να καταστούν περιεχόμενο της σύμβασης αυτής οι όροι κάποιας ΣΣΝΕ ή και αυτής που έληξε. Τούτο είναι σύμφωνο με τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, από την οποία συνάγεται ότι είναι δυνατόν να συμφωνηθεί εγκύρως λ.χ. το ύψος του μισθού με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός (ΕφΠειρ 120/2019 με περαιτέρω παραπομπές σε νομολογία και θεωρία). ΙΙ. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 74, 75 § 1 εδ. β΄ και 76 § 1 του ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολόγησης ορισμένου ή αορίστου χρόνου δύναται να καταγγελθεί υπό του ναυτικού κατά πάντα χρόνο, εάν ο πλοίαρχος υποπέσει σε βαριά παράβαση των έναντι του ναυτικού καθηκόντων του. Τα άρθρα δε 74 και 75 ΚΙΝΔ εφαρμόζονται αναλόγως, κατ’ άρθρο 52 του ίδιου Κώδικα, και επί της σύμβασης ναυτολόγησης του πλοιάρχου, όταν καταγγείλει ο ίδιος τη σύμβαση ναυτολόγησης του για βαριά παράβαση των έναντι αυτού καθηκόντων του πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή, όταν το πλοίο τελεί υπό εφοπλισμό, ή των αντιπροσώπων τους. Τέτοια παράβαση αποτελεί κάθε πράξη ή παράλειψη των ανωτέρω προσώπων, με την οποία παραβιάζονται οι υποχρεώσεις αυτών από τη σύμβαση ή το νόμο και εξ αιτίας της οποίας όχι μόνο δεν μπορεί να αξιωθεί από τον πλοίαρχο, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, η εμμονή του στη σύμβαση, αλλά επιβάλλεται η άμεση λύση της σύμβασης αυτής (βλ. ΑΠ 883/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Εξάλλου, η βαριά παράβαση, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, δεν απαιτείται να υπάρχει αποκλειστικώς στο πρόσωπο του πλοιάρχου, στον οποίο αναφέρεται η ως άνω διάταξη του άρθρου 74 ΚΙΝΔ. Αρκεί να υπάρχει στο πρόσωπο του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή ή άλλου που σχετίζεται με το πλοίο, εφόσον βεβαίως η παράβαση συνιστά αθέτηση βασικών υποχρεώσεων απέναντι στο ναυτικό (ΕφΠειρ 19/2016, ΕφΠειρ 625/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Γίνεται δε δεκτό από τη νομολογία και την επιστήμη ότι στην έννοια της βαριάς παράβασης περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η καθυστέρηση καταβολής αποδοχών, η παράλειψη παροχής κατάλληλων συνθηκών διαβίωσης, η παράβαση στη μέριμνα για την ασφάλεια, με κίνδυνο για τη ζωή και την υγεία του ναυτικού, η κακή μεταχείριση του ναυτικού κ.α. (ΕφΠειρ 83/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟS, ΕφΠειρ 951/2006 ΕΝαυτΔ 2007, σελ. 26, με περαιτέρω παραπομπές σε θεωρία). Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη σύναψη της σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, ήδη εκκαλούντος, που έλαβε χώρα στις 3-6-2018, δεν υπήρχε σε ισχύ ΣΣΝΕ για τη συγκεκριμένη κατηγορία πλοίου στο οποίο είχε ναυτολογηθεί, δεδομένου ότι η μεν ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Επαγγελματικών Τουριστικών Σκαφών ετών 2009-2010 και 2011 (ΦΕΚ Β΄ 1880/25-8-2011) έληξε, σύμφωνα με το άρθρο 30 αυτής, στις 31-12-2011, και έπαυσε να ισχύει σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο Ι μείζονα σκέψη, η δε επόμενη ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Επαγγελματικών Τουριστικών Σκαφών ετών 2018-2019 (ΦΕΚ Β΄ 4469/8-10-2018), βάσει της οποίας, παρότι δεν αναφέρεται ειδικά σε αυτήν, υπολογίζει ο ενάγων τις οφειλόμενες αποδοχές του, κυρώθηκε με την υπ’ αριθμό 2242.5-1.8/69740/24-9-2018 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ στις 8-10-2018, ήτοι επακολούθησε της λύσης της επίδικης σύμβασης, την 1η-10-2018, και συνεπώς, δεν δεσμεύονται εν προκειμένω οι διάδικοι, ενόψει του ότι ο ενάγων που έχει το βάρος απόδειξης δεν επικαλείται στην αγωγή του, ούτε αποδεικνύει, ότι ο ίδιος και η εναγόμενη ήταν μέλη των επαγγελματικών οργανώσεων που συμβλήθηκαν κατά τη σύναψη της Σ.Σ.Ν.Ε. αυτής, ώστε να κριθεί ότι εφαρμόζεται αναδρομικά από το χρόνο έναρξης ισχύς της, ήτοι από 1-1-2018 (βλ. ad hoc ΕφΠειρ 285/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟS), απορριπτομένου ως αλυσιτελώς προβαλλόμενου του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου της έφεσης, με το οποίο ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι οι συναφθείσες ΣΣΝΕ από την κύρωσή τους αποκτούν χαρακτήρα κανονιστικής διοικητικής πράξης, που δεσμεύει τις συμβληθείσες οργανώσεις και τα μέλη τους. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός του ενάγοντος που περιλαμβάνεται στην προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεών του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναφέρεται με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της κρινόμενης έφεσης ότι εφαρμοστέα σε κάθε περίπτωση είναι η ΣΣΝΕ του 2011, η οποία συμφωνήθηκε κατά την πρόσληψή του, όπως προκύπτει από το ναυτικό του φυλλάδιο, αλλά και το ναυτολόγιο, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον η σύμβαση ναυτολόγησής του δεν καταρτίσθηκε ατύπως, ώστε με βάση το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, όπως και το ναυτικό φυλλάδιο, να κριθεί το περιεχόμενο της σχετικής συμφωνίας των μερών (βλ. ΕφΠειρ 120/2019 ό.π.), αλλά από την επισκόπηση των προσκομιζόμενων με επίκληση εγγράφων της δικογραφίας αποδεικνύεται ότι μεταξύ των διαδίκων είχε υπογραφεί η από 3-6-2018 έγγραφη σύμβαση ναυτικής εργασίας, που έχει συνταχθεί εν μέρει στην αγγλική γλώσσα και το πρωτότυπο της οποίας προσκομίζεται από τον ενάγοντα σε νόμιμη, αποσπασματική μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, από την επισκόπηση των όρων της οποίας δεν προκύπτει παραπομπή στους όρους οποιασδήποτε ΣΣΕ. Επιπρόσθετα, ο εκκαλών, με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσής του, ισχυρίζεται ότι ναι μεν κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας την 1η-10-2018 λόγω βαριάς παράβασης των καθηκόντων της εναγόμενης, αλλά παρά την καταγγελία του η εναγόμενη δεν προχώρησε άμεσα στην αντικατάστασή του, γι’ αυτό και παρέμεινε σε αυτό μέχρι τις 12-10-2018, οπότε απολύθηκε και λύθηκε η σύμβασή του. Κατά το σκέλος αυτό, όμως, ο σχετικός λόγος της έφεσης (με τον οποίο επιχειρείται να θεμελιωθεί ο ισχυρισμός του περί εφαρμογής της προαναφερόμενης ΣΣΝΕ των ετών 2018-2019) είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, καθότι, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο ΙΙ μείζονα πρόταση, η σύμβαση ναυτολόγησης ορισμένου ή αορίστου χρόνου δύναται να καταγγελθεί μονομερώς από τον πλοίαρχο κατά πάντα χρόνο, δηλαδή, οποτεδήποτε, χωρίς τήρηση προθεσμίας, εάν ο πλοιοκτήτης υποπέσει σε βαριά παράβαση των έναντι αυτού καθηκόντων (χωρίς να τίθεται θέμα εν προκειμένω να εξετασθεί η βασιμότητα ή μη του λόγου της καταγγελίας), παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα περί τήρησης εννιαήμερης προθεσμίας από την καταγγελία ή προηγούμενης αντικατάστασής του από άλλον ναυτικό, τα οποία δεν στηρίζονται ούτε στη γραμματική ούτε στην τελολογική ερμηνεία του άρθρου 74 του ΚΙΝΔ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε την αγωγή ως προς τα αιτήματα επιδίκασης διαφοράς δεδουλευμένων και άδειας και υπερωριακής αμοιβής ως μη νόμιμη, αφού ο ενάγων επικαλείται για τον καθορισμό και υπολογισμό των οφειλομένων σε αυτόν ως άνω αποδοχών του τις διατάξεις της ισχύουσας ΣΣΝΕ, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε το νόμο, έστω και με συνοπτικότερη αιτιολογία, που συμπληρώνεται από την ανωτέρω, κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, και πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος κατά το σκέλος αυτό ο πρώτος λόγος έφεσης. Ως προς την αποζημίωση απόλυσης, όμως, η οποία οφείλεται σύμφωνα με τα άρθρα 74, 75 και 76 του ΚΙΝΔ όταν η σύμβαση λύεται από το ναυτικό για βαριά παράβαση των καθηκόντων του πλοιοκτήτη, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, απορρίπτοντας την αγωγή κατά το μέρος αυτό ως μη νόμιμη. Επομένως, κατά παραδοχή ως βάσιμου του τέταρτου σκέλους του πρώτου λόγου της έφεσης, με βάση το οποίο ο εκκαλών εκθέτει ότι η αποζημίωση απόλυσης έπρεπε να υπολογισθεί σύμφωνα με τον ΚΙΝΔ και τις συνομολογηθείσες αποδοχές του, ως προς το συγκεκριμένο κονδύλιο της αποζημίωσης απόλυσης, το οποίο είναι ορισμένο και νόμιμο, στηριζόμενο στις ανωτέρω διατάξεις, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη κατά το αντίστοιχο κεφάλαιό της και ακολούθως, αφού κρατηθεί από το παρόν Δικαστήριο, να εξετασθεί περαιτέρω (άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ) ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
Από την εκτίμηση της ανωμοτί εξέτασης του ενάγοντος, που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, της υπ’ αριθμό …/14-4-2021 ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρος …, που δόθηκε με επιμέλεια της εναγόμενης, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Μαρίας Κολοβού, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθμό …/6-4-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά …, σε συνδυασμό με την από 5-4-2021 κλήση του πληρεξούσιου δικηγόρου της εναγόμενης), και από όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι, ακόμη και αυτών που παραδεκτά, κατ’ άρθρο 529 § 1 ΚΠολΔ, προσάγονται για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και λαμβάνονται υπόψη ως νέα αποδεικτικά μέσα, και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 671 § 1 εδ. α’ ΚΠολΔ), τις ομολογίες των διαδίκων (άρθρα 261 εδ. β΄ και 352 § 1 ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο ενάγων, δυνάμει της από 3-6-2018 έγγραφης σύμβασης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, που κατήρτισε με την εναγόμενη, ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο σκάφος της «…», με αριθμό νηολογίου …, με την ειδικότητα του Κυβερνήτη. Το εν λόγω σκάφος, που είχε συνολικά τετραμελές πλήρωμα, αποτελούμενο από Κυβερνήτη, μηχανικό, μάγειρα και ναύτη, ναυλωνόταν, κατά το ένδικο διάστημα, από γκρουπ τουριστών για εβδομαδιαία συνήθως ταξίδια αναψυχής, σε νησιά του Αιγαίου Πελάγους. Την 29η-9-2018 και περί ώρα 2:00 π.μ., ενόσω το ανωτέρω πλοίο βρισκόταν αγκυροβολημένο στο λιμάνι Μέριχα της Κύθνου, διαπιστώθηκε εισροή θαλάσσιων υδάτων στο πρωραίο τμήμα του, οπότε ο ενάγων έθεσε σε λειτουργία αντλίες για την απάντλησή τους, ενώ ενημέρωσε την αρμόδια Λιμενική Αρχή και την πλοιοκτήτρια. Κατόπιν αυτού, απαγορεύθηκε ο απόπλους λόγω της αναφερόμενης ελεγχόμενης εισροής υδάτων μέχρι την αποκατάσταση της βλάβης και προσκόμισης σχετικού βεβαιωτικού αξιοπλοΐας από τον παρακολουθούντα το πλοίο νηογνώμονα, όπως προκύπτει από τη σχετική εγγραφή της Λιμενικής Αρχής Κύθνου στο ημερολόγιο του πλοίου. Παράλληλα, συνεχίσθηκε η διαχείριση της βλάβης με τη λειτουργία των αντλιών και η κατάσταση των υδάτων εντός του πλοίου ήταν ελεγχόμενη, όπως προκύπτει από τις από 29-9-2018 και 30-9-2018 εγγραφές του ίδιου του ενάγοντος – πλοιάρχου του πλοίου στο ημερολόγιο αυτού. Και ενώ έτσι έβαινε η κατάσταση, την επόμενη ημέρα, ήτοι την 1η-10-2018, ο ενάγων, με σχετικό έγγραφο που κατέθεσε στο Λιμεναρχείο Κύθνου με αριθμό πρωτ. …, αλλά και με επισημείωση στο ημερολόγιο του πλοίου, κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του με την εναγόμενη λόγω ζημιάς στο πρωραίο τμήμα του σκάφους, με συνέπεια την εισροή υδάτων στο κύτος, που είχε ως αποτέλεσμα να κρίνει ότι το σκάφος δεν είναι αξιόπλοο και ασφαλές για να συνεχίσει το ταξίδι του. Ωστόσο, από όλα όσα προαναφέρθηκαν αποδεικνύεται ότι η ζημία που υπέστη το σκάφος αντιμετωπίσθηκε επιτυχώς προσωρινά με χρήση αντλιών για την απάντληση των εισερχομένων υδάτων, ο απόπλους του πλοίου, το οποίο ήταν ελλιμενισμένο, είχε απαγορευθεί μέχρι την επισκευή του και κανένας κίνδυνος δεν προέκυψε ως προς την υγεία και ασφάλεια του πληρώματος και των επιβατών του. Συνεπώς, εφόσον δεν αποδεικνύεται βαριά παράβαση των καθηκόντων της εναγόμενης απέναντι στον ενάγοντα, ο τελευταίος δεν δικαιούται αποζημίωσης απόλυσης και το σχετικό κονδύλιο πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο. Δέον να σημειωθεί ότι η παρούσα απόφαση είναι μεν επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα – ενάγοντα, αφού απορρίπτεται το ως άνω κονδύλιο ως ουσιαστικά και όχι ως νομικά αβάσιμο, όπως κρίθηκε με την εκκαλουμένη, πλην, όμως, δεν παραβιάζεται η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του, που καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 536 § 1 ΚΠολΔ, αφού μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, γενομένου δεκτού σχετικού λόγου του εκκαλούντος, ως εν προκειμένω, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο μπορεί να εκδώσει κατά το εκκληθέν και εξαφανισθέν κεφάλαιο, επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα απόφαση, σύμφωνα με την § 2 του ίδιου Κώδικα (ΑΠ 158/2021, ΕφΘεσ 49/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟS).
Περαιτέρω, με το δεύτερο λόγο έφεσης, ο εκκαλών παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου από την εκκαλουμένη, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας το αγωγικό κονδύλιο, με το οποίο ζητούσε την επιδίκαση συνολικού ποσού 1.762,90 ευρώ για τα αναφερόμενα στην αγωγή έξοδα του πλοίου που κατέβαλε για λογαριασμό της εναγόμενης. Ωστόσο, στις παρατιθέμενες στο παραπάνω κονδύλιο δαπάνες αναγράφεται ημερομηνία καταβολής εκάστου επιμέρους ποσού και γενικόλογη αναφορά έκαστης δαπάνης, όπως εκτέλεση τελωνειακών εργασιών, τέλη ελλιμενισμού, δέσιμο κάβων, παροχή υπηρεσιών, νερού και ρεύματος, αγορά χαρτικών, φαρμάκων, τροφίμων, αναλώσιμων ειδών, λιπαντικών, καυσίμων, ανταλλακτικών, ναυτιλιακών ειδών, έξοδα μετακίνησης και κινητής τηλεφωνίας κ.λ.π., χωρίς να εξειδικεύονται για το ορισμένο του σχετικού κονδυλίου οι εν λόγω δαπάνες κατ’ είδος, ποσότητα, εργασίες, τιμή μονάδας και αμοιβής, καθώς και διάστημα που αφορούν, ώστε να μπορεί να αμυνθεί η εναγόμενη και το Δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις. Η αοριστία δε αυτή από την ατελή έκθεση των πραγματικών περιστατικών, η οποία εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, ουδόλως συμπληρώθηκε με τις προτάσεις του ενάγοντος (βλ. ΑΠ 1363/1997 ΕλλΔνη 1998, σελ. 325, ΕφΑθ 2509/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟS), ο οποίος μάλιστα δεν προσκόμισε τα αντίστοιχα φορολογικά παραστατικά με τις προτάσεις του με επίκληση ενός εκάστου, αλλά συλλήβδην ως δέσμη. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εφεσιβαλλόμενη απόφαση του απέρριψε ως αόριστη την αγωγή ως προς το παραπάνω αίτημα, με την ίδια ως άνω αιτιολογία, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, συνακόλουθα η υπό κρίση έφεση ως προς το σχετικό λόγο της είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, ελλείψει εξέτασης άλλου λόγου, η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς το κεφάλαιο της αγωγής με το οποίο ζητείται η επιδίκαση αποζημίωσης απόλυσης, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη ως προς αυτό, το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, σύμφωνα με τα ανωτέρω ήδη εκτιθέμενα, και να απορριφθεί κατά τα λοιπά. Τέλος, εφόσον εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη, έστω και εν μέρει, εξαφανίζεται εν όλω και η διάταξη αυτής περί δικαστικών εξόδων, λόγω της αναγκαιότητας ενιαίου καθορισμού αυτών, και τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ τους στο σύνολό τους, ενόψει του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 εδ. β΄ ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα και στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την έφεση και εν μέρει κατ’ ουσίαν ως προς το κεφάλαιο της αγωγής με το οποίο ζητείται η επιδίκαση αποζημίωσης απόλυσης.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθμό 27/2021 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά, εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, ως προς τη διάταξη που αφορά το ανωτέρω κεφάλαιο.
Κρατεί και δικάζει την αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η παραπάνω απόφαση, κατά το μέρος που εξαφανίσθηκε.
Απορρίπτει την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς το παραπάνω κεφάλαιο.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την έφεση.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 2 Αυγούστου 2022 με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ