ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Αποφάσεως 2539/2015
(Αριθμός καταθέσεως κλήσης: …)
(Αριθμός καταθέσεως ανακοπής: …
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δαμασιώτου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ, δημόσια, στο ακροατήριο του, στις 7 Οκτωβρίου 2014, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: 1) Μ. … του Π., Πλοιάρχου Ε.Ν., κατοίκου … …., 2) Δ. … του Ι., Μηχανικού Α΄ Ε.Ν., κατοίκου … …., 3) …. του Α., Μηχανοδηγού Α΄ Ε.Ν., κατοίκου Α. Α., 4) Κ. … του Μ., Ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου Γ. Α., 5) Σ. … του Ι., ναυτικού Ε.Ν., κατοίκου Π. Κ. Ε., οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Γ. Κοντοσέα.
ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ – ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: Του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ., Ν. 3029/2002, άρθρο 5), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από το Διοικητή του και στην προκειμένη περίπτωση από το Διευθυντή του Υποκαταστήματος ΙΚΑ – ΕΤΑΜ Ελευσίνας, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Συμιακό.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΚΑΘ’ ΩΝ ΑΝΑΚΟΠΗ: 1) Γ. … του Α., κατοίκου Γ. Α., 2) Π. … του Ι., κατοίκου Γ. Α., οι οποίοι παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Ελένης Κούκη – Μπιθαρά, 3) της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη Γ. Α., νομίμως εκπροσωπουμένης, ως επισπεύδουσας τον πλειστηριασμό, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και ήταν απούσα, 4) Α. Γ., Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, κατοίκου Αθηνών, ο οποίος δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και ήταν απών.
Το ανακόπτον ζήτησε να γίνει δεκτή η από 7-1-2014 ανακοπή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό … και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 13-5-2014, κατά την οποία η συζήτησή της ματαιώθηκε. Εν συνεχεία, με την από 13-5-2014 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … κλήση των ως άνω καθ’ ων η ανακοπή, η ανακοπή προσδιορίστηκε εκ νέου προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των ως άνω παρόντων διαδίκων, που παραστάθηκαν όπως αναφέρεται παραπάνω, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
(Α) Νομίμως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 7-1-2014 και με αριθμό καταθέσεως δικογράφου … ανακοπή, με αντικείμενο τη μεταρρύθμιση του υπ’ αρ. … πίνακα κατάταξης δανειστών της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Μπαβέα. (Β) 1. Στο αρ. 271 ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το αρ. 29 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α` 165/25.07.2011), διαλαμβάνονται τα εξής: «1. Αν ο εναγόμενος δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση ή εμφανιστεί και δεν λάβει μέρος σε αυτή κανονικά, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή και η κλήση για
2ο φύλλο της με αριθμό ………/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία)
συζήτηση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα. 2 Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκαν εμπρόθεσμα, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Διαφορετικά συζητεί την υπόθεση ερήμην του εναγόμενου. 3. Στην περίπτωση ερημοδικίας του εναγόμενου, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι, εκτός αν πρόκειται για γεγονότα για τα οποία δεν επιτρέπεται ομολογία, και η αγωγή γίνεται δέκτη, εφόσον κρίνεται νομικά βάσιμη και δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως». Η ισχύς του ως άνω αναφερόμενου ν. 3994/2011, ο οποίος τροποποίησε εκτεταμένως τον ΚΠολΔ, άρχισε εν γένει, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του αρ. 77 αυτού, από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, δηλαδή από την 25.07.2011 (ΦΕΚ Α5 165/25.07.2011). Εξάλλου, από την ως άνω τροποποιηθείσα διάταξη του αρ. 271 ΚΠολΔ συνάγονται τα ακόλουθα: Αν ο εναγόμενος δεν παρασταθεί κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο ή δεν παρασταθεί σε αυτή κανονικά, το δικαστήριο εξετάζει το νόμιμο και εμπρόθεσμο της σε αυτόν επίδοσης της αγωγής και της κλήσης προς συζήτηση και εφόσον διαπιστωθεί ότι η επίδοση δεν πάσχει, δικάζει το συγκεκριμένο απολιπόμενο διάδικο ερήμην (διαφορετικά, σε περίπτωση μη νόμιμης ή μη εμπρόθεσμης κλήτευσης, κηρύσσει τη συζήτηση απαράδεκτη), στη συνέχεια δε το δικαστήριο, αφού ελέγξει αυτεπαγγέλτως το παραδεκτό και το νόμω βάσιμο της αγωγής (βλ. ΕφΠειρ 444/1987 ΠειρΝ 1987/106) και εφόσον δεν συντρέχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, τεκμαίρει από την (πραγματική ή πλασματική) ερημοδικία του εναγόμενου, δικαστική εκ μέρους του ομολογία, η οποία αποτελεί πλήρη απόδειξη μόνο για τα ερείδοντα τους πραγματικούς αγωγικούς ισχυρισμούς πραγματικά περιστατικά, για τα οποία επιτρέπεται ομολογία, με αυτόθροη συνέπεια την κατ` ανάλογο μέρος αποδοχή της αγωγής ως ουσία βάσιμης [πρβλ. Μακρίδου, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ Ι, 2000, άρθρο 271 (υπό τη μορφή που είχε προ της εφαρμογής του ν. 2915/2001), παρ. 1 και 5, σελ. 561-562]. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του 585 παρ. 1 ΚΠολΔ, το άρθρο 271 ΚΠολΔ, όπως επανεισάχθηκε κατά ανωτέρω, εφαρμόζεται και κατά την εκδίκαση της ανακοπής του αρ. 979 ΚΠολΔ, με αποτέλεσμα, ως προς τις συνέπειες της ερημοδικίας του καθ` ου η ανακοπή, η θέση αυτού να ταυτίζεται με τη θέση του εναγόμενου (ΜΠρΑθ 2321/2013 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). 2. Περαιτέρω, κατά το άρθρ. 932 του ΚΠολΔ, τα έξοδα της αναγκαστικής εκτέλεσης βαρύνουν εκείνον, κατά του οποίου αυτή στρέφεται και προκαταβάλλονται από εκείνον που την επισπεύδει, ενώ κατά το άρθρ. 975 του ίδιου Kώδικα, η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα γίνεται, αφού αφαιρεθούν τα έξοδα της εκτέλεσης, που ορίζονται αιτιολογημένα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Όπως προκύπτει από τις διατάξεις αυτές, στη δεύτερη των οποίων γίνεται διάκριση μεταξύ αφαίρεσης των εξόδων και κατάταξης των προνομιακών απαιτήσεων, υπέγγυο στους δανειστές είναι το ποσό του πλειστηριάσματος, που απομένει μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, τα οποία δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των προνομίων ούτε κατατάσσονται στον πίνακα, αλλά προαφαιρούνται, προκειμένου να γίνει η κατάταξη των δανειστών, ορίζονται δε με τον πίνακα κατάταξης ή με ιδιαίτερη πράξη, με την οποία ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δικαιολογεί τα σχετικά κονδύλια, προκειμένου να τα προαφαιρέσει από το πλειστηρίασμα. Δικαιούχος των εξόδων εκτέλεσης είναι καταρχήν ο δανειστής που επέσπευσε την εκτέλεση, όμως, ως δικαιούχοι νοούνται και τα όργανα της εκτέλεσης και ειδικότερα ο δικαστικός επιμελητής και ο υπάλληλος του πλειστηριασμού (συμβολαιογράφος), καίτοι τα πρόσωπα αυτά δεν νομιμοποιούνται να αναζητήσουν τα σχετικά έξοδα από τον καθ` ου η εκτέλεση, αφού μ` αυτόν δεν συνδέονται με κατάλληλη έννομη σχέση. Έτσι, τα πρόσωπα αυτά, με βάση τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό και με αυτές των άρθρ. 971 και 1007 του ΚΠολΔ, λαμβάνουν τα έξοδα της εκτέλεσης από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, ο οποίος, αφού τα αφαιρέσει από το πλειστηρίασμα, ακολούθως, διανέμει το υπόλοιπο του πλειστηριάσματος μεταξύ των δανειστών του καθ` ου η εκτέλεση ή προβαίνει με σχετικό πίνακα στην κατάταξη των δανειστών σε περίπτωση ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος. Δηλαδή τα έξοδα της εκτέλεσης δεν κατατάσσονται στο συντασσόμενο από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού πίνακα, ωστόσο, η σχετική εκκαθαριστική πράξη του αποτελεί διανομή του πλειστηριάσματος και προσβάλλεται συνεπώς με την ανακοπή του άρθρ. 979 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1359/1998 ΕλλΔνη 40/307, ΑΠ 1578/1995 ΕλλΔνη 38/1087, ΕφΑθ 2984/1999 ΕλλΔνη 42/199, ΕφΑθ 2801/1998 ΕλλΔνη 40/395, ΕφΘεσ 342/1995 ΕΤΡΑΞΧΡΔ 1995/74). Κατά συνέπεια και στην περίπτωση αυτή, η άρνηση από τον ανακόπτοντα της απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή ή του μεγέθους της, που αφορά τα προαφαιρεθέντα έξοδα εκτέλεσης, αποτελεί παραδεκτό και ορισμένο λόγο ανακοπής, στον καθ’ ου δε εναπόκειται να αποδείξει τα παραγωγικά της απαίτησής του και του μεγέθους της περιστατικά. Δηλαδή και στην περίπτωση αυτή ο καθ’ ου η
3ο φύλλο της με αριθμό ………/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία)
ανακοπή οφείλει κατά την πρώτη ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου συζήτηση να επικαλεσθεί κατά τρόπο ορισμένο (και να αποδείξει) την ύπαρξη, το περιεχόμενο και το μέγεθος της απαίτησής του, για την οποία έχει καταταγεί. Αν ο καθ’ ου η ανακοπή δεν ανταποκριθεί στο βάρος αυτό (ΑΠ 1717/1999, ΑΠ 1722/1998), η ανακοπή γίνεται δεκτή (ΑΠ 658/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ανακόπτων μπορεί να είναι οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, όπως είναι οι δανειστές που αναγγέλθηκαν ή ο καθ` ου η εκτέλεση οφειλέτης, οπότε αν αυτοί αμφισβητούν τη νομιμότητα της σχετικής εκκαθαριστικής πράξης των εξόδων εκτέλεσης και ειδικότερα, αν προσβάλουν αυτή ως αόριστη ή αναιτιολόγητη ή αμφισβητούν ότι τα έξοδα έγιναν προς το συμφέρον όλων των δανειστών, ανακύπτει ιδιωτική διαφορά μεταξύ αυτών και του επισπεύδοντος δανειστή, που είναι ο μόνος νομιμοποιούμενος παθητικά στη σχετική δίκη, αφού αυτός είναι που χορήγησε στα παραπάνω πρόσωπα την εντολή για τη διενέργεια των απαιτούμενων πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης και θα ζημιωθεί αν ανατραπεί η εκκαθάριση των εξόδων, αφού τότε θα υποχρεωθεί να καταβάλει ο ίδιος τη διαφορά στα πρόσωπα αυτά με βάση τη μεταξύ τους σχέση εντολής (ΑΠ 1783/1998, 142/2004, 280/2004, πρβλ. και ΑΠ 1359/1998). Αντίθετα, όταν η αμφισβήτηση αφορά μόνο τη διενέργεια των πράξεων εκτέλεσης που έκανε ο δικαστικός επιμελητής ή το ύψος της σχετικής δαπάνης, δηλαδή όταν προβάλλεται ότι τα έξοδά του ή αναλόγως του συμβολαιογράφου ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού δεν είναι νόμιμα ή υπαρκτά ή υπερβαίνουν τα καθοριζόμενα από τις οικείες υπουργικές αποφάσεις όρια της αμοιβής τους, η ανακοπή κατά της πράξης εκκαθάρισης των εξόδων οφείλει να στραφεί όχι μόνο κατ` αυτού που επέσπευσε την εκτέλεση, αλλά και κατά των προσώπων, υπέρ των οποίων έγινε η προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης (βλ. σχ. ΑΠ 1777/2001, ΑΠ 1722/1998, ΕφΘεσ 668/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1634/2008 Αρμ 2008/1873, ΕφΠατρ 120/2007 ΑχΝομ 2008/333, ΕφΛαρ 66/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1313/2003 ΕλλΔνη 45/1472, ΜΠρΡοδ 49/2012 ΝΟΜΟΣ). Ως συνέπεια δε του ότι ο ανακόπτων μπορεί να στραφεί κατά συγκεκριμένων δανειστών, των οποίων προσβάλλει την κατάταξη, η νομική ενέργεια της δίκης και συνακόλουθα το δεδικασμένο, που θα προκύψει, περιορίζεται μόνο στους διαδίκους, χωρίς να ωφελεί ή να βλάπτει τους λοιπούς, δηλαδή περιορίζεται μέσα στα όρια του αιτήματος της ανακοπής και ερευνά την προσβαλλόμενη απαίτηση και την κατάταξη του καθ’ ου η ανακοπή, εφόσον δε η διαδικασία της κατάταξης είναι ενιαία όχι όμως και αδιαίρετη, η ισχύς και το δεδικασμένο της απόφασης περιορίζεται μόνο στους διαδίκους της ανακοπής, χωρίς να επηρεάζει τη θέση των μη μετασχόντων στη δίκη άλλων δανειστών, εκτός αν ομοδικούν αναγκαστικώς με τον ανακόπτοντα. Το δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή περιορίζεται στα όρια του αιτήματος του ανακόπτοντος και δεν έχει περαιτέρω εξουσία να προβεί αυτεπαγγέλτως σε διαμόρφωση του πίνακα κατάταξης υπέρ μη διαδίκων δανειστών με ισχυρότερα προνόμια από τον ανακόπτοντα. Επομένως, κατά την προκύπτουσα από τη διάταξη του άρθρου 979 ΚΠολΔ αρχή της πρόληψης, εάν ευδοκιμήσει η ανακοπή, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί μόνον ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελείται άλλος αναγγελθείς δανειστής, ο οποίος δεν άσκησε ανακοπή, έστω και αν οι απαιτήσεις τους είναι εξοπλισμένες με ισχυρότερα προνόμια, οι οποίοι, μετά την άπρακτη παρέλευση της σχετικής προθεσμίας εκπίπτουν οριστικά (άρθρο 151 ΚΠολΔ) από το δικαίωμα να ασκήσουν ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης ή να αμφισβητήσουν την κατάταξη με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο (ΟλΑΠ 27/2009, ΑΠ 1227/2014, ΑΠ 175/2011, ΑΠ 1159/1998 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το αυτό θα ισχύσει για την ταυτότητα του νομικού λόγου και στην περίπτωση που η ανακοπή πλήττει τον πίνακα για τα έξοδα εκτέλεσης, παρά το ότι δεν γίνεται κατάταξη γι` αυτά (ΑΠ 174/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 120/2005 ΕΕΝ 2005/476, ΑΠ 280/2004 ΕλλΔνη 46/429, ΑΠ 142/2004 ΕλλΔνη 45/1038, ΕφΘεσ 2042/2009 Αρμ 2010/109). Εάν, δηλαδή, η ανακοπή, με την οποία επιδιώκεται η μείωση των εξόδων της εκτέλεσης, που προαφαιρέθηκαν, γίνει δεκτή, ως βάσιμη στην ουσία της, στο επιπλέον ποσό, που προκύπτει (λόγω της μείωσης των εξόδων), θα καταταγεί μόνον ο ανακόπτων, χωρίς να μπορεί να ωφεληθεί άλλος δανειστής, ο οποίος και δεν άσκησε ανακοπή, ακόμη και αν προηγείται αυτού στην κατάταξη, σύμφωνα με τους ορισμούς των αρθρ. 975, 977, 1007 ΚΠολΔ και προκειμένου για απαιτήσεις του Δημοσίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο αρθρ. 61 του ΚΕΔΕ, όπως τροποποιήθηκε με το αρθρ. 24 παρ.1 του Ν. 2093/1992 (ΟλΑΠ 27/2009, ΑΠ 175/2012, ΑΠ 479/2012, ΕφΛαρ 103/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το δικαστήριο, δηλαδή, επί όλου του επιπλέον ποσού, που προκύπτει, κατατάσσει μόνο τον ανακόπτοντα (ΕφΘεσ 2683/2007 ΕΦΑΔ 2008/585). Εξάλλου, ως έξοδα εκτέλεσης, κατά τις παραπάνω διατάξεις, νοούνται όλες οι δαπάνες, που γίνονται από τον επισπεύδοντα την εκτέλεση δανειστή και αποβλέπουν στο γενικό συμφέρον όλων των δανειστών, εφόσον είναι αναγκαίες για τη διαδικασία της εκτέλεσης από την έναρξή της μέχρι και την περάτωσή της (ΑΠ 419/1998), δηλαδή
4ο φύλλο της με αριθμό ………/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία)
ανάγονται στην προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, στην κατάσχεση, στη συντήρηση του κατασχεθέντος πράγματος, στον πλειστηριασμό και στην κατάταξη των δανειστών. Αντίθετα, δεν περιλαμβάνονται τα έξοδα που έγιναν προς το αποκλειστικό συμφέρον είτε του επισπεύδοντος είτε των αναγγελθέντων δανειστών, ούτε επίσης όσα έγιναν από υπαιτιότητα του επισπεύδοντος, όπως είναι τα έξοδα πλειστηριασμού που ματαιώθηκε λόγω παρόδου προθεσμίας ή λόγω ακυρότητας των πράξεων (ΑΠ 300/2013 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1783/1998 Δ 30/1116, ΑΠ 1359/1998 ΕλλΔνη 1999/308, ΑΠ 1100/1996 ΕλλΔνη 1997/1094, ΕφΘεσ 2042/2009 Αρµ 2010/109, ΕφΠατρ 203/2006 ΑΧΑΝΟΜ 2007/278). Δηλαδή, έξοδα εκτελέσεως, τα οποία κατά τις παραπάνω διατάξεις προαφαιρούνται από το πλειστηρίασµα είναι εκείνα, µε τα οποία ήχθη σε πέρας η εκτέλεση µε πλειστηριασµό, αφού η προαφαίρεση γίνεται από το πλειστηρίασµα που προέκυψε από την εκτέλεση, όχι δε και τα έξοδα εκτελέσεως, η οποία δεν ολοκληρώθηκε µε πλειστηριασµό ή εγκαταλείφθηκε και έτσι δεν απέδωσε πλειστηρίασµα, από το οποίο και µόνο προαφαιρούνται τα έξοδα. Εποµένως και στην περίπτωση κατασχέσεως, με βάση ενιαία κοινή έκθεση περισσοτέρων ακινήτων, για ορισµένα από τα οποία δεν ολοκληρώθηκε η εκτέλεση µε πλειστηριασµό ελλείψει πλειοδοτών, τα έξοδα εκτελέσεως, που προσήκουν στα ακίνητα αυτά, δεν θα αφαιρεθούν από το πλειστηρίασµα που επιτεύχθηκε από τον πλειστηριασµό (ΑΠ 1515/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1498/2003 ΕλλΔνη 2004/435, ΕφΠατρ 204/2008 ΑΧΑΝΟΜ 2009/298, ΕφΠατρ 836/2007 ΑΧΑΝΟΜ 2008/414, ΜΠρΡοδ 49/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, δεν περιλαµβάνονται στα έξοδα εκτελέσεως εκείνα που προκλήθηκαν προς το αποκλειστικό συµφέρον του επισπεύδοντος δανειστή ή των αναγγελθέντων πιστωτών, όπως λ.χ. τα έξοδα για τη δικαστική επιδίωξη της απαιτήσεως, για την απόκτηση εκτελεστού τίτλου, την απόκτηση διαταγής πληρωµής, για την κατάθεση τίτλων, την απόκτηση προνοµίου µε προσηµείωση υποθήκης (βλ. σχετ. ΕφΘεσ 670/2009 ΕΦΑΔ 2009/837, ΕφΔωδ 191/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή από υπαιτιότητα του επισπεύδοντος, διότι τα έξοδα αυτά δεν ήταν απαραίτητα, για να αχθεί σε πέρας η εκτέλεση (ΑΠ 1359/1998 ό.π., ΕφΠατρ 204/2008 ΑΧΑΝΟΜ 2009/298, ΜΠρΡοδ 49/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). 3. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των αρ. 1012 παρ. 1 και 4 και 205 του ΚΙΝΔ προκύπτει ότι επί κατεσχημένου πλοίου, το οποίο εκπλειστηριάστηκε, η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα κατατάξεως γίνεται κατά πρώτο λόγο, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΙΝΔ. Προηγούνται οι κατ` αρ. 205 του ΚΙΝΔ προνομιούχες απαιτήσεις, οι οποίες κατατάσσονται σε τέσσερις κατηγορίες. Τα προνόμια του άρθρου αυτού είναι ειδικά και έχουν ως αντικείμενο ορισμένο πλοίο ή το ναύλο, εκτοπίζουν δε κάθε άλλο προνόμιο του κοινού δικαίου ή του ΚΠολΔ, όταν αντικείμενο του πλειστηριασμού είναι το πλοίο. Κατά ταύτα, κατατάσσονται κατά πρώτο λόγο οι κατά το αρ. 205 προνομιούχες απαιτήσεις, ακολουθούν οι ενυπόθηκες επί του πλοίου και μετά την πλήρη ικανοποίηση των απαιτήσεων αυτών, επί του τυχόν υπολοίπου του εκπλειστηριάσματος, γίνεται η κατάταξη των κατά τα αρ. 975 και 976 ΚΠολΔ προνομιούχων απαιτήσεων, κατά την έκταση, κατά την οποία οι τελευταίες δεν καλύπτονται υπό του αρ. 205 του ΚΙΝΔ (βλ. σχ. ΑΠ 466/1996 ΕλλΔνη 39/347, ΑΠ 1536/1998 ΕλλΔνη 40/1326, ΕφΠειρ 497/2003 ΕΝΔ 31/447, ΕφΠειρ 78/2006 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΠειρ 2154/2011 ΕΕΜΠΔ 2012/432). Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, καθιερώνεται ειδική σειρά κατάταξης και προσδιορίζονται τα ναυτικά προνόμια σε τέσσερις κατηγορίες, που αποκαλούνται τάξεις, στις οποίες εντάσσονται και κατατάσσονται: 1) Στην πρώτη τάξη και κατά την οριζόμενη σειρά: α) τα προς το κοινό συμφέρον των δανειστών γενόμενα δικαστικά έξοδα, β) τα τέλη και δικαιώματα που βαρύνουν το πλοίο, γ) οι συναφείς προς τη ναυσιπλοΐα φόροι και δ) τα έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου από τον κατάπλου του στο τελευταίο λιμάνι. 2) Στη δεύτερη τάξη κατατάσσονται: α) οι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος από τη σύμβαση εργασίας και β) τα δικαιώματα υπέρ του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου. 3) Στην τρίτη τάξη κατατάσσονται τα έξοδα και οι αμοιβές λόγω επιθαλάσσιας αρωγής διάσωσης και ναυαγιαίρεσης και 4) στην τέταρτη τάξη κατατάσσονται οι λόγω σύγκρουσης ή πρόσκρουσης πλοίων οφειλόμενες αποζημιώσεις για ζημίες σε πλοία, επιβάτες και φορτία. Τα προνόμια, κατά ρητή διάταξη του ίδιου άρθρου, προηγούνται της υποθήκης, ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 206 του ΚΙΝΔ, “αι προνομιούχοι απαιτήσεις της αυτής τάξεως κατατάσσονται συμμέτρως, επί δε απαιτήσεων εξ επιθαλασσίου αρωγής, διασώσεως και ναυαγιαιρέσεως, αι μεταγενέστεροι απαιτήσεις προηγούνται των προγενεστέρων”. Τα παραπάνω προνόμια, είναι ειδικά, έχουν ως αντικείμενο ορισμένο πλοίο (ή το ναύλο) και εκτοπίζουν κάθε άλλο προνόμιο του κοινού δικαίου ή του ΚΠολΔ. Στη συνέχεια, κατατάσσονται οι ενυπόθηκες
5ο φύλλο της με αριθμό ………/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία)
απαιτήσεις επί του πλοίου, απλές ή προτιμώμενες. Μετά την ικανοποίηση και των απαιτήσεων αυτών, στο τυχόν απομένον πλειστηρίασμα κατατάσσονται οι απαιτήσεις των άρθρων 975 και 976 του ΚΠολΔ, μεταξύ των οποίων και αυτές των εργαζομένων με σύμβαση χερσαίας εργασίας (βλ. ΕφΠειρ 131/2012 ΕΝΑΥΤΔ 2012/2009, ΕφΠειρ 808/2009, ΑΠ 1556/1998 ΕλλΔνη 40/1326, ΑΠ 466/1996 ΕλλΔνη 39/347, ΕφΠειρ 501/2008 ΕΝΔ 36/424, ΕφΠειρ 587/2007 ΔΕΕ 2008/60, ΕφΠειρ 150/2005 ΕΝΔ 33/206, ΕφΠειρ 497/2003 ΕΝΔ 31/447, Α. Αντάπαση «Απαιτήσεις απολαύουσαι ναυτικών προνομίων», έκδ. 1976, σελ. 11 επ., 28 επ., 69 επ., 133,140,161, 191, 205 επ.). Περαιτέρω, δικαιούχοι των προνομίων αυτών είναι τα (υπό στενή και ευρεία έννοια) μέλη του πληρώματος ανεξάρτητα από την εργασία που παρέχουν στο πλοίο. Ο όρος δηλαδή πλήρωμα εκλαμβάνεται ευρέως και περιλαμβάνει όλα τα πρόσωπα, ανεξάρτητα από το βαθμό και την ειδικότητα, που επιβαίνουν και εργάζονται στο πλοίο, παρέχοντας οποιασδήποτε φύσεως διαρκείς υπηρεσίες σε οργανωμένη κοινότητα προς το συμφέρον της ασκούμενης με το πλοίο επιχείρησης. Έτσι, περιλαμβάνονται, εκτός από τον πλοίαρχο και τους αξιωματικούς, ναύτες, θερμαστές κλπ. που παρέχουν στο πλοίο ναυτική εργασία, και όσοι άλλοι εργάζονται στο πλοίο, όπως γιατροί, νοσοκόμοι, θαλαμηπόλοι κλπ., εφόσον συνδέονται με τον εφοπλιστή ή τον πλοιοκτήτη με σύμβαση ναυτική εργασίας και γενικά με σχέση εργασίας (de facto, άκυρη ή ακυρώσιμη σύμβαση), αφού κριτήριο της προνομιακής μεταχείρισης τους αποτελεί η παροχή της εργασίας τους στο πλοίο (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 444/2008 ΕΝΑΥΤΔ 2008/426, ΕφΠειρ 1135/2005, ΕφΠειρ 330/2005 και 150/2005 ΕΝΔ 456, 204 και 206 αντίστοιχα, Μπρίνια «Αναγκ. Εκτέλεση» Έκδοση Β` παρ. 630 και 632 Θ και Σταυρόπουλο Ερμ.Εμπ. και Ναυτ. Δ Β` έκδοση σελ. 466 παρ. 8η). 4. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 216 παρ. 1, 585, 933 και 979 παρ. 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο λόγος της ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης, που ασκεί ο μη καταταγείς δανειστής, προς το σκοπό αποβολής άλλου καταταγέντος και αντίστοιχης κατάταξης αυτού, μπορεί να συνίσταται και σε μόνη την απλή αμφισβήτηση και άρνηση της απαίτησης του καταταγέντος ή του προνομιακού χαρακτήρα αυτής, αρκεί δε μόνη η άρνηση αυτή για το ορισμένο του λόγου ανακοπής. Στην περίπτωση αυτή, στον καταταγέντα και καθ’ ου η ανακοπή δανειστή ανήκει το βάρος της επίκλησης και της απόδειξης των παραγωγικών της απαίτησης ή του προνομίου της πραγματικών γεγονότων. Δηλαδή, ο καθ’ ου η ανακοπή οφείλει, κατά την πρώτη ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου συζήτηση, να επικαλεσθεί με τις προτάσεις του κατά τρόπο ορισμένο (και να αποδείξει) την ύπαρξη, το μέγεθος και τον προνομιακό χαρακτήρα της απαίτησης, για την οποία έχει καταταγεί, εν είδει οιονεί αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής. Αν, επομένως, ο καθ’ ου η ανακοπή δανειστής δεν ανταποκριθεί στο βάρος αυτό, η ανακοπή γίνεται δεκτή (ΑΠ 1460/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1907/2011, ΑΠ 1311/2009 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 1052/2005 ΕλλΔνη 2005/1086, ΑΠ 404/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1783/2001 ΕλλΔνη 2002/1390, ΑΠ 1717/1999 ΕλλΔνη 2000/1000, ΑΠ 1722/1998 ΕλλΔνη 1999/602, ΕφΔυτΜακ 18/2011 Αρμ 2012/736, ΕφΠειρ 147/2010 ΕΝΑΥΤΔ 2010/241, Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Ειδικό Μέρος, σελ. 650 στην υποσ. 395, της ιδίας, Δίκαιο αποδείξεως, 1985, στον αριθμό 94). Η ανωτέρω άρνηση ή αμφισβήτηση της ύπαρξης της απαίτησης, για την οποία έγινε η κατάταξη, μπορεί να γίνει και στην περίπτωση ακόμη που αυτή αποδεικνύεται έναντι του καθού η εκτέλεση οφειλέτη, από έγγραφα τα οποία έχουν, έναντι αυτού, αποδεικτική δύναμη, γιατί η αποδεικτική αυτή δύναμή τους δεν δεσμεύει και τους δανειστές που αναγγέλθηκαν (ΑΠ 313/1993). Οι τελευταίοι, μαχόμενοι κατά του κύρους του πίνακα κατάταξης, στο πλαίσιο της διεξαγόμενης κατόπιν ανακοπής του άρθρου 979 παρ.2 ΚΠολΔ δίκης, είναι τρίτοι έναντι του καθού και δεν δεσμεύονται ούτε οφελούνται από το μεταξύ αυτού και του οποιουδήποτε δανειστή δεδικασμένο (ΑΠ 387/2001). Επομένως, ο ανακόπτων δεν δεσμεύεται από το δεδικασμένο απόφασης μεταξύ του καθού η ανακοπή και του καθού η εκτέλεση (ΑΠ 1501/2006 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1666/2003 ΑΠ 404/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). (Γ) Από τις υπ’ αρ. … και … εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά Α. Ν. Α., οι οποίες νομίμως προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως εκ μέρους των ως άνω καλούντων – καθ’ ων η ανακοπή, με επιμέλεια των οποίων επισπεύδεται η συζήτηση, αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης κλήσης, µε πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στους όγδοη και ένατο των καθ’ ων, ήτοι στην εταιρεία με την επωνυμία «…» και στον Α. Γ. (ά. 122 επ., 126 παρ. 1 περ. α και δ, 127 παρ. 1, 129 παρ. 1, 139, 228, 229, 979 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, από τις υπ’ αρ. 1539Γ΄/7-1-2014 και 1541Γ΄/7-1-2014 εκθέσεις
6ο φύλλο της με αριθμό ………/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία)
επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Θεόδωρου Εμμ. Αναστασιάδη, οι οποίες νομίμως προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως εκ μέρους του καθ’ ου η κλήση – ανακόπτοντος, αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης ανακοπής, µε πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 13-5-2014, κατά την οποία η συζήτησή της ματαιώθηκε, επιδόθηκαν νομίμως και εμπροθέσμως στους όγδοη και ένατο των καθ’ ων, ήτοι στην εταιρεία με την επωνυμία «…» και στον Α. Γ. (ά. 122 επ., 126 παρ. 1 περ. α΄ και δ, 127 παρ. 1, 129 παρ. 1, 139, 228, 229, 979 ΚΠολΔ). Επομένως, οι ως άνω καθ’ ων η κλήση – καθ’ ων ανακοπή, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στην παρούσα δικάσιμο, όταν εκφωνήθηκε και συζητήθηκε η υπόθεση με τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο (βλ. τα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως), πρέπει να δικαστούν ερήμην, κατά τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 271 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 29 του ν. 3994/2011. (Δ) 1. Στην προκειμένη περίπτωση, εισάγεται προς εκδίκαση η υπό κρίση ανακοπή, με την οποία το ανακόπτον ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «ΙΚΑ – ΕΤΑΜ» εκθέτει ότι από τις αναφερόμενες στα ανωτέρω δικόγραφα αιτίες (μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές των ετών 1-12-1990 έως 31-12-2011) έχει έναντι της οφειλέτιδος ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία … ληξιπρόθεσμες και προνομιακές χρηματικές απαιτήσεις, συνολικού ύψους 14.186.014,72 ευρώ. Ότι επισπεύσθηκε αναγκαστική εκτέλεση από την όγδοη καθ’ ης σε βάρος της ως άνω οφειλέτιδος ανώνυμης εταιρείας και εκπλειστηριάσθηκαν στις 6-11-2013 τα αναλυτικά περιγραφόμενα στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης δανειστών ρυμουλκό πλοίο μετονομασθέν «…» και ένα φορτηγό πλοίο ονομασθέν «…», κυριότητας της ως άνω οφειλέτιδος εταιρείας, τα οποία κατακυρώθηκαν υπέρ της τελευταίας υπερθεματίστριας ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «….», το πρώτο στην τιμή των 70.100,00 ευρώ και το δεύτερο στην τιμή των 200.500,00 ευρώ, αντί του συνολικού ποσού των 270.600,00 ευρώ, συνταχθείσης της υπ’ αρ. … εκθέσεως αναγκαστικού πλειστηριασμού της υπαλλήλου του πλειστηριασμού – συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Μπαβέα. Ότι στη συνέχεια, επειδή το εν λόγω εκπλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση τόσο των ως άνω απαιτήσεων αυτού (ανακόπτοντος), που τις είχε αναγγείλει νομίμως και εμπροθέσμως στην εκτελεστική διαδικασία δια του Διευθυντή του Υποκαταστήματος Ελευσίνας του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, με την υπ’ αρ. 13788/7/20-11-2013 αναγγελία, όσο και των λοιπών αναγγελθέντων δανειστών, η ανωτέρω επί του πλειστηριασμού υπάλληλος συνέταξε τον προσβαλλόμενο υπ` αρ. 472/2.12.2013 πίνακα κατάταξης δανειστών, στον οποίο, έκανε την κάτωθι κατάταξη για το κάθε πλοίο και δη Α) στο επιτευχθέν πλειστηρίασμα για το ρυμουλκό πλοίο «…», ύψους 70.100 ευρώ, μετά την αφαίρεση ποσού 4.960,33 ευρώ για δικαστικά έξοδα που έγιναν υπέρ του συμφέροντος των δανειστών, κατέταξε προνομιακά και οριστικά το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο για ποσό 30.805,00 ευρώ, προνομιακά και τυχαία τον πρώτο καθ’ ου για ποσό 16.643,80 ευρώ και το δεύτερο καθ’ ου για ποσό 16.896,85 ευρώ και Β) στο επιτευχθέν πλειστηρίασμα για το φορτηγό πλοίο «ΠΗΓΑΣΟΣ», ύψους 200.500 ευρώ, μετά την αφαίρεση ποσού 14.187,53 ευρώ για δικαστικά έξοδα που έγιναν υπέρ του συμφέροντος των δανειστών, κατέταξε προνομιακά και οριστικά το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο για ποσό 96.514,00 ευρώ, προνομιακά και τυχαία τον τρίτο καθ’ ου για ποσό 27.838,00 ευρώ, τον τέταρτο καθ’ ου για ποσό 26.186,55 ευρώ, τον πέμπτο καθ’ ου για ποσό 13.505,82 ευρώ, τον έκτο καθ’ ου για ποσό 12.827,49 ευρώ και τον έβδομο καθ’ ου για ποσό 7.168,94 ευρώ. Ότι το ίδιο (ανακόπτον) αρνείται την ύπαρξη, το μέγεθος και τον προνομιακό χαρακτήρα των καταταγεισών απαιτήσεων των ως άνω καθ’ ων (πρώτου έως και έβδομου) έναντι της όγδοης καθ’ ης, που κατατάχθηκαν προνομιακά και τυχαία στο συνολικό ποσό των 121.068,06 ευρώ, στο οποίο πρέπει να καταταγεί το ίδιο (ανακόπτον) για μέρος της αναγγελθείσας απαίτησής του. Ότι περαιτέρω είναι μη νόμιμη η προαφαίρεση των εξόδων της εκτελεστικής διαδικασίας, ύψους 19.147,86 ευρώ για έξοδα υπέρ της όγδοης καθ’ ης – επισπεύδουσας άλλως υπέρ του ένατου καθ’ ου – δικαστικού επιμελητή, καθόσον εσφαλμένα αφαιρέθηκε για τα έξοδα εκτέλεσης το ως άνω συνολικό ποσό, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται το ποσό των 5.189,29 ευρώ, που αναλύεται στα επιμέρους ποσά των 1.868,25 ευρώ και των 3.321,00 ευρώ, εκ των οποίων το πρώτο αντιστοιχεί σε έξοδα για δικαιώματα κατάσχεσης και το δεύτερο σε έξοδα για αμοιβή συμβούλου – εκτιμητή για πέντε πλοία που κατασχέθηκαν, ενώ εντέλει εκπλειστηριάσθηκαν μόνο τα δύο, όπως
7ο φύλλο της με αριθμό ………/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία)
ειδικότερα εκτίθεται στο δικόγραφο της ανακοπής. Με βάση τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, το ανακόπτον, επικαλούμενο έννομο συμφέρον, ζητεί τη μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου υπ` αριθμ. 472/2.12.2013 πίνακα κατάταξης δανειστών της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Μπαβέα, ώστε να καταταγεί το ίδιο προνομιακά και οριστικά στο συνολικό ποσό των (121.068,06 + 5.189,29 =) 126.257,35 ευρώ, κατά τα προαναφερθέντα και να καταδικασθούν οι αντίδικοι του στη δικαστική του δαπάνη. 2. Με αυτό το περιεχόμενο και με αυτά τα αιτήματα, η υπό κρίση ανακοπή παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του καθ` ύλη και κατά τόπον αρμοδίου παρόντος Δικαστηρίου, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία (άρθρα 584, 933 παρ. 1 και 2, 937 και 979 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 1, 2 και 3Β του ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της επίδικης διαφοράς), εφόσον ασκήθηκε εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της προθεσμίας των 30 ημερών σύμφωνα με το άρθρο 10 του Διατάγματος της 26.6-10.7.1944 “περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου”, καθόσον το ΙΚΑ, κατά τα άρθρα 5 του Ν. 3210/1955 και 19 παρ. 1 α ν. 1846/1951, απολαμβάνει των διαδικαστικών προνομίων του Δημοσίου και ειδικότερα, η ανακοπή ασκήθηκε εντός τριάντα ημερών από την επίδοση στο ανακόπτον της πρόσκλησης εκ μέρους της υπαλλήλου του πλειστηριασμού, αφού αυτή έλαβε χώρα στις 5-12-2013 (βλ. την από 5-12-2013 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή Α. Γ., που έχει τεθεί, κατ’ άρθρο 139§3 ΚΠολΔ επί του προσκομιζόμενου μετ’ επικλήσεως υπ’ αρ. … πίνακα κατάταξης και πρόσκλησης δανειστών της ανωτέρω συμβολαιογράφου) και η ανακοπή ασκήθηκε, ήτοι κατατέθηκε στις 7-1-2014 και επιδόθηκε στους καθ’ ων στις 7-1-2014 (βλ. τις υπ’ αρ. 1539Γ΄/7-1-2014, 1541Γ΄/7-1-2014, 1540Γ΄/7-1-2014, 1538Γ΄/7-1-2014, 1537Γ΄/7-1-2014 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Θεόδωρου Εμμ. Αναστασιάδη), σημειωτέον δε ότι αντίγραφο της ανακοπής επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και στην υπάλληλο του πλειστηριασμού, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 979 παρ. 2β του ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθμ. 1540Γ/7-1-2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Θεόδωρου Εμμ. Αναστασιάδη). Περαιτέρω, η ένδικη ανακοπή είναι παραδεκτή από πλευράς ενεργητικής νομιμοποίησης και εννόμου συμφέροντος του ανακόπτοντος, καθώς αυτό έχει την ιδιότητα του αναγγελθέντος αλλά μη καταταγέντος δανειστή, όσο και από πλευράς παθητικής νομιμοποίησης των πρώτου έως και έβδομου των καθ` ων – αναγγελθέντων και καταταγέντων δανειστών, καθώς και της επισπεύδουσας – όγδοης καθ’ ης και του δικαστικού επιμελητή – ένατου καθ’ ου, αναφορικά με τους προαναφερόμενους λόγους ανακοπής, καθόσον με τον πρώτο εξ αυτών προβάλλεται εκ μέρους του ανακόπτοντος αμφισβήτηση και άρνηση της απαίτησης και του προνομιακού χαρακτήρα αυτής των πρώτου έως και έβδομου των καθ` ων, ενώ με το δεύτερο λόγο ανακοπής προσβάλλεται το ύψος των ως άνω δαπανών, που προαφαιρέθηκαν ως έξοδα της επίδικης εκτέλεσης από την υπάλληλο του πλειστηριασμού έναντι αμοιβής του ένατου των καθ’ ων, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Επίσης, η ανακοπή είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις αναφερόμενες στην προηγηθείσα νομική σκέψη διατάξεις, καθώς και σε εκείνες των άρθρων 974, 975, 979, 1012, 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ (βλ. σχ. Β. Βαθρακοκοίλη «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο», τ. Ε΄, 1997, άρθρο 979, αρ. 15, σελ. 973, με περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία) και συνεπώς, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της. (Ε) Από όλα τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι ως άνω παριστάμενοι διάδικοι, μερικά από τα οποία μνημονεύονται παρακάτω, αλλά τα οποία έλαβε υπόψη στο σύνολό τους το Δικαστήριο κατά την ουσιαστική διευρεύνηση της υπόθεσης, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ’ αρ. 575Β΄/10-7-2013 έκθεσης κατασχετήριας έκθεσης πλοίων του ένατου καθ’ ου – δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Α. Γ. (ένατου καθ’ ου) και με επίσπευση της όγδοης καθ’ ης – ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη Γ. Α. και εκπροσωπείται νομίμως, κατασχέθηκαν αναγκαστικά πέντε πλοία, μεταξύ άλλων δε α) το με Ελληνική σημαία ρυμουλκό πλοίο ναυπηγούμενο Νο 2898, ήδη μετονομασθέν δυνάμει της υπ’ αρ. 91344/125 από 22-4-1980 αποφάσεως ΥΕΝ/ΓΔ σε «…», νηολογημένο σε νηολόγια Α/Π κλάσεως Β΄ του λιμένος Πειραιώς, με αύξοντα αριθμό νηολόγησης 6385, με Διεθνές Σήμα SV4484, διακριτικό σταθμό πλοίου 237194900, AMYEN:GRC 100001840 και σύμφωνα με το πρωτόκολλο καταμετρήσεως της 29-4-1980 (ΚΕΕΠ), μέγιστου μήκους μέτρων 35,30, καθαρού μήκους 33,08 μέτρων, πλάτους 9,22 μέτρων, ολικής χωρητικότητας κόρων 317,92,
8ο φύλλο της με αριθμό ………/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία)
καθαρής χωρητικότητας κόρων 85,03, βάθους από του καταστρώματος καταμετρήσεως μέτρων 3,56, πλοιοκτησίας της εδρεύουσας στο Χαϊδάρι Αττικής ελληνικής εταιρείας με την επωνυμία «Ελληνικά Ναυπηγεία Α.Ε.» (Hellenic Shipyards Company) και β) το με Ελληνική σημαία Φ/Γ γενικού φορτίου πλοίο με την επωνυμία «… …, νηολογημένο στα νηολόγια Β΄ κλάσης Λιμένα Πειραιά, με αύξοντα αριθμό νηολόγησης 11682, με Διεθνές Σήμα SY 8534, IMO 6724713, διακριτικό σταθμό πλοίου 240714000 (δυνάμει του ΩΠ 0807 02/11-07 εγγράφου ΥΕΝ/ΚΕΣΠ), με AMYEN:GRC 10003534, σύμφωνα δε με πιστ/κο κλάσης 1969/13-12-2007 γερμανικού νηογνώμονα, μέγιστου μήκους 52,64 μέτρων, καθαρού μήκους 49,20 μέτρων, μέγιστου εξωτερικού πλάτους μέτρων 11,00, ολικής χωρητικότητας κόρων 590, καθαρής χωρητικότητας κόρων 177 και βάθους από του καταστρώματος καταμετρήσεως μέτρων 3,95, πλοιοκτησίας της εδρεύουσας στο Χαϊδάρι Αττικής ελληνικής εταιρείας με την επωνυμία «Ελληνικά Ναυπηγεία Α.Ε.» (Hellenic Shipyards Company). Τα προαναφερόμενα πλοία εκπλειστηριάστηκαν με αναγκαστικό πλειστηριασμό, στις 6-11-2013, με επίσπευση της ως άνω ανώνυμης εταιρείας – όγδοης καθ’ ης, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Μπαβέα και κατακυρώθηκαν αμφότερα στην τελευταία υπερθεματίστρια ναυτική εταιρεία με την επωνυμία «….», που εδρεύει στο Δήμο Α. Σ., αντί ποσού 70.100 ευρώ το πρώτο εξ αυτών «…») και αντί ποσού 200.500 ευρώ το δεύτερο εξ αυτών «… …, συνταχθείσης της με αριθμό … έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου. Η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, λόγω ανεπάρκειας του συνολικά επιτευχθέντος εκπλειστηριάσματος, ύψους 270.600 ευρώ, προς ικανοποίηση των αναγγελθέντων δανειστών με τις οκτώ (8) συνολικά αναγγελίες τους, συνέταξε τον ανακοπτόμενο με αριθμό … πίνακα κατάταξης κατάταξης δανειστών, από τον οποίο προκύπτει ότι αφαιρέθηκαν τα έξοδα της προδικασίας του πλειστηριασμού συνολικού ύψους 22.212,94 ευρώ, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και το ποσό των 19.147,86 ευρώ για έξοδα και αμοιβή του ένατου καθ’ ου – δικαστικού επιμελητή. Ειδικότερα, η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, κατέταξε τους παρακάτω αναγγελθέντες δανειστές ως εξής: Α) Στο επιτευχθέν πλειστηρίασμα για το ως άνω ρυμουλκό πλοίο «…», ύψους 70.100 ευρώ: Στην πρώτη τάξη, κατά το άρθρο 205 περ. α΄ του ΚΙΝΔ: 1) Αφαιρέθηκε το ποσό των 5.754,35 ευρώ ως δικαστικά έξοδα που έγιναν προς το συμφέρον των δανειστών και αναλογούν σύμμετρα προς το επιτευχθέν πλειστηρίασμα του εν λόγω πλοίου (70.100 ευρώ) σε σχέση με το συνολικό πλειστηρίασμα ύψους 270.600 ευρώ, εκ των οποίων α) το ποσό των 462,53 ευρώ έλαβε η ίδια η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, ως αμοιβή και έξοδα κοινοποίησης του ανακοπτόμενου πίνακα κατάταξης β) το ποσό των 331,50 ευρώ έλαβε η επισπεύδουσα εφόσον τα προκατέβαλε, διαφορετικά ο εντολοδόχος πληρεξούσιος δικηγόρος της και γ) το ποσό των 4.960,33 ευρώ έλαβε η επισπεύδουσα εφόσον τα προκατέβαλε, διαφορετικά ο ένατος καθ’ ου – δικαστικός επιμελητής που ενήργησε την κατάσχεση. 2) Επίσης, στο επιτευχθέν πλειστηρίασμα για το ως άνω ρυμουλκό πλοίο «…», ύψους 70.100 ευρώ, κατατάχθηκε προνομιακά και οριστικά στην πρώτη τάξη, κατά το άρθρο 205 περ. α΄ του ΚΙΝΔ, το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο, για το ποσό των 30.805 ευρώ, για τα δικαιώματα του Ταμείου, που απορρέουν από τα οικεία ναυτολόγια του πλοίου σύμφωνα με το υπ’ αρ. 52/15-10-2013 Φ.Ε. της Διεύθυνσης Πόρων του Ν.Α.Τ. Τμήμα Εισφορών Ελληνικών Πλοίων σε ευρώ, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης. Εν συνεχεία, μετά την κατάταξη της πρώτης τάξεως, στο υπόλοιπο ποσό των 33.540,65 ευρώ από το επιτευχθέν πλειστηρίασμα για το ως άνω ρυμουλκό πλοίο «…» ύψους 70.100 ευρώ, στη δεύτερη τάξη, κατά το άρθρο 205 περ. β΄ του ΚΙΝΔ, κατατάχθηκαν προνομιακά, μερικά, σύμμετρα και τυχαία, υπό τον όρο της τελεσιδικίας της απαίτησής τους, για την οποία έχουν ασκήσει σχετικές αγωγές, οι κάτωθι αναγγελθέντες ναυτικοί – μέλη του πληρώματος του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, σε μερική εξόφληση των απαιτήσεων τους από τη σύμβαση ναυτολόγησής τους επί του πλοίου (κεφάλαιο και τόκους) και συγκεκριμένα: α) ο Γεώργιος Σταμούλης (πρώτος καθ’ ου) σε ποσοστό αναλογίας 49,62% για το ποσό 16.643,80 ευρώ, β) ο Π. Σ. (δεύτερος καθ’ ου) σε ποσοστό αναλογίας 50,38% για το ποσό των 16.896,55 ευρώ, σε μερική εξόφληση των αναγγελθεισών απαιτήσεων τους, μετά την κατάταξη των οποίων εξαντλήθηκε το πλειστηρίασμα και δεν απέμεινε υπόλοιπο για την κατάταξη των μη προνομιούχων κατά ΚΙΝΔ δανειστών επί του ως άνω πλειστηριάσματος. Περαιτέρω, από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού προέκυψε ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στο Σκαραμαγκά μεταξύ του πρώτου καθ’ ου και της οφειλέτιδος εταιρείας με την επωνυμία … νομίμως εκπροσωπούμενης,
9ο φύλλο της με αριθμό ………/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία)
πλοιοκτήτριας εταιρίας του προπεριγραφόμενου εκπλειστηριασθέντος πλοίου, με το όνομα «…», ο πρώτος καθ’ ου προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε επί του ως άνω πλοίου, κατά τις κατωτέρω αναφερόμενες περιόδους, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του με την ειδικότητα του Α’ Μηχανικού, σύμφωνα με τις αποδοχές και υπό τους ειδικότερους όρους που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας πληρωμάτων Ρυμουλκών Βιομηχανικών Επιχειρήσεων και ότι δυνάμει των ανωτέρω συμβάσεων, ο πρώτος καθ’ ου υπηρέτησε στο ως άνω πλοίο κατά τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα: α) Από τις 23-12-2010 που ναυτολογήθηκε στο λιμάνι του Σκαραμαγκά μέχρι τις 2-5-2011 που απολύθηκε στο ίδιο λιμάνι «λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου», β) από τις 2-5-2011 που ναυτολογήθηκε στο λιμάνι του Σκαραμαγκά μέχρι την 1-11-2011 που απολύθηκε στο ίδιο λιμάνι «λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου», γ) από την 1-11-2011 που ναυτολογήθηκε στο λιμάνι του Σκαραμαγκά μέχρι τις 04.05.2012 που απολύθηκε στο ίδιο λιμάνι «λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου» και δ) από τις 04.05.212 που ναυτολογήθηκε στο λιμάνι του Σκαραμαγκά μέχρι τις 22.01.2013 που κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του στο ίδιο λιμάνι λόγω «ληξιπροθέσμου ναυτολογίου», καθώς και λόγω «μη εκπλήρωσης οικονομικών υποχρεώσεων εκ μέρους της πλοιοκτήτριας εταιρίας». Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ήδη μέχρι και τον χρόνο καταγγελίας της τελευταίας εκ των ανωτέρω συμβάσεων εργασίας του πρώτου καθ’ ου, η ως άνω οφειλέτιδα εταιρεία όφειλε σ’ αυτόν τους μηνιαίους μισθούς του χρονικού διαστήματος από 19.04.2012 μέχρι 22.01.2013 και τα επιδόματα εορτών και αδείας, καθώς και τις αποδοχές αδείας των ετών 2012 και 2013. Κατόπιν τούτων και σε συνδυασμό με το ότι κατά τη διάρκεια της ένδικης περιόδου ναυτολογήσεως του πρώτου καθ’ ου ίσχυσε η Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ρυμουλκών Βιομηχανικών Επιχειρήσεων του έτους 2011, η οποία, ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής, καταλαμβάνει και τον πρώτο καθ’ ου, ο τελευταίος εκ της εργασίας του στο ως άνω πλοίο με την ως άνω ειδικότητα, είχε κατά της ως άνω οφειλέτιδας εταιρείας τις ακόλουθες αξιώσεις: α) Για δεδουλευμένες αποδοχές του χρονικού διαστήματος από 19.04.2012 έως 22.01.2013, το ποσό των 27.058,31 ευρώ (ήτοι 2.963,67 ευρώ μηνιαίες αποδοχές X 9,13 μήνες = 27.058,31 ευρώ), β) για επιδόματα εορτών Χριστουγέννων 2012 (χρονικό διάστημα από 01.05.2012 έως 31.12.2012), το ποσό των 2.963,67 ευρώ, όσο δηλαδή και το σύνολο των μηνιαίων αποδοχών του, γ) Για αναλογία επιδόματος εορτών Πάσχα 2013 (χρονικό διάστημα από 01.01.2013 έως 22.01.2013), το ποσό των 271,67 ευρώ (ήτοι 2.963,67 ευρώ μηνιαίες αποδοχές : 2 = 1.481,83 ευρώ X 1/15 = 98,79 ευρώ για κάθε οκταήμερο εργασίας X 2,75 οκταήμερα του ως άνω χρονικού διαστήματος = 271,67 ευρώ). γ) Για επιδόματα και αποδοχές αδείας και δη για αποδοχές αδείας έτους 2012, το ποσό των 1.679,43 ευρώ (ήτοι 2.963,67 ευρώ μηνιαίες αποδοχές : 30 = 98,79 ευρώ X 17 ημέρες άδειας που δεν έλαβε = 1.679,43 ευρώ), για επίδομα αδείας έτους 2012, το ποσό των 1.481,84 ευρώ (ήτοι 2.963,67 ευρώ μηνιαίες αποδοχές : 30 = 98,79 ευρώ X 15 ημέρες = 1.481,84 ευρώ), για αναλογία αποδοχών αδείας έτους 2013, το ποσό των 197,58 ευρώ (ήτοι 2.963,67 ευρώ μηνιαίες αποδοχές : 30 = 98,79 ευρώ X 2 ημέρες άδειας μηνιαίως = 197,58 ευρώ), για αναλογία επιδόματος αδείας έτους 2013, το ποσό των 246,97 ευρώ (ήτοι 2.963,67 ευρώ μηνιαίες αποδοχές : 30 = 98,79 ευρώ X 2,5 ημέρες = 246,97 ευρώ) και συνολικά για όλες τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των (27.058,31 + 2.963,67 + 271,67 + 1.679,43 + 1.481,84 + 197,58 + 246,97 =) 33.899,47 ευρώ, το οποίο και καταψηφίστηκε υπέρ του πρώτου καθ’ ου με την με αριθ. 2601/2014 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Ειδική Διαδικασία Εργατικών Διαφορών), με το νόμιμο τόκο από κατά τους αναφερόμενους στο σκεπτικό της ως άνω απόφασης χρόνους, κατόπιν της από 18-2-2013 και με αριθμό κατάθεσης … αγωγής του πρώτου καθ’ ου σε βάρος της οφειλέτιδας – καθ’ ης η εκτέλεση εταιρείας με την επωνυμία … Περαιτέρω, από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού προέκυψε ότι δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στον Σκαραμαγκά στις 31.07.2008, μεταξύ του δεύτερου καθ’ ου και της ως άνω οφειλέτιδος εταιρείας – καθ’ ης η εκτέλεση, πλοιοκτήτριας εταιρίας του προπεριγραφόμενου πλοίου, με το όνομα «…», ο δεύτερος καθ’ ου προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν επί του ως άνω πλοίου, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του με την ειδικότητα του Α’ Μηχανικού, σύμφωνα με τις αποδοχές και υπό τους ειδικότερους όρους που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας πληρωμάτων Ρυμουλκών Βιομηχανικών Επιχειρήσεων, έκτοτε δε παρείχε την εργασία του υπό την παραπάνω ειδικότητα μέχρι τις 22.01.2013, οπότε αναγκάστηκε να καταγγείλει την σύμβαση εργασίας του «λόγω ληξιπροθέσμου ναυτολογίου», καθώς και λόγω «μη εκπλήρωσης οικονομικών υποχρεώσεων εκ μέρους της πλοιοκτήτριας εταιρίας», γεγονός που
10ο φύλλο της με αριθμό ………/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία)
αναγράφηκε στο ναυτικό του φυλλάδιο. Εξάλλου, ήδη μέχρι και το χρόνο αποχώρησής του, η ως άνω οφειλέτιδα εταιρεία όφειλε στο δεύτερο καθ’ ου τους μηνιαίους μισθούς του χρονικού διαστήματος από 19.04.2012 μέχρι 22.01.2013, τα επιδόματα εορτών και αδείας, καθώς και τις αποδοχές αδείας των ετών 2012 και 2013, η σχετική δε απαίτηση του δεύτερου καθ’ ου, σε συνδυασμό με το ότι κατά τη διάρκεια της ένδικης περιόδου ναυτολογήσεως ίσχυσε η Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ρυμουλκών Βιομηχανικών Επιχειρήσεων του έτους 2011, η οποία, ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής, καταλαμβάνει και αυτόν, ως εκ της εργασίας του στο ως άνω πλοίο με την ως άνω ειδικότητα, ανέρχεται στα εξής ποσά: α) Για δεδουλευμένες αποδοχές του χρονικού διαστήματος από 19-4-2012 έως 22.01.2013, στο ποσό των 22.925,43 ευρώ (ήτοι 2.511,00 ευρώ μηνιαίες αποδοχές X 9,13 μήνες = 22.925,43 ευρώ). β) Για επιδόματα εορτών και δη 1) για επίδομα Χριστουγέννων 2012 (χρονικό διάστημα από έως 31.12.2012), στο ποσό των 2.511,00 ευρώ, όσο δηλαδή και το σύνολο των μηνιαίων αποδοχών του δεύτερου καθ’ ου, 2) για αναλογία επιδόματος Πάσχα 2013 (χρονικό διάστημα από 01.01.2013 έως 22.01.2013), στο ποσό των 230,17 ευρώ (ήτοι 2.511,00 ευρώ μηνιαίες αποδοχές : 2 = 1.255,50 ευρώ X 1/15 = 83,70 ευρώ για κάθε οκταήμερο εργασίας X 2,75 οκταήμερα του ως άνω χρονικού διαστήματος = 230,17 ευρώ). γ) Για επιδόματα και αποδοχές αδείας και δη 1) για αποδοχές αδείας έτους 2012, στο ποσό των 1.422,90 ευρώ (ήτοι 2.511,00 ευρώ μηνιαίες αποδοχές : 30 = 83,7 ευρώ X 17 ημέρες άδειας που δεν έλαβε = 1.422,90 ευρώ), 2) για επίδομα αδείας έτους 2012, στο ποσό των 1.255,50 ευρώ (ήτοι 2.511,00 ευρώ μηνιαίες αποδοχές : 30 = 83,7 ευρώ X 15 ημέρες = 1.255,50 ευρώ), 3) για αναλογία αποδοχών αδείας έτους 2013, στο ποσό των 167,40 ευρώ (ήτοι 2.511,00 ευρώ μηνιαίες αποδοχές : 30 = 83,7 ευρώ X 2 ημέρες άδειας μηνιαίως = 167,40 ευρώ), 4) για αναλογία επιδόματος αδείας έτους 2013, στο ποσό των 209,25 ευρώ (ήτοι 2.511,00 ευρώ μηνιαίες αποδοχές : 30 = 83,7 ευρώ X 2,5 ημέρες = 209,25 ευρώ). δ) Για αποζημίωση απόλυσης, στο ποσό των 1.412,40 ευρώ, η οποία ισούται με το μισθό 15 ημερών, με βάση τις τακτικές αποδοχές, κατά τον τελευταίο μήνα πλήρους απασχόλησης, διότι η ένδικη σύμβαση ναυτολόγησής του λύθηκε λόγω καταγγελίας εκ μέρους του, επειδή δεν του καταβλήθηκαν οι ως άνω δεδουλευμένες αποδοχές του, ήτοι λόγω βαρείας παράβασης των καθηκόντων του πλοιάρχου έναντι του [ήτοι 2.511,00 ευρώ μηνιαίες αποδοχές + 104,62 ευρώ αναλογία επιδόματος εορτής Πάσχα (1.255,50 ευρώ : 12 μήνες) + 209,25 ευρώ αναλογία επιδόματος εορτής Χριστουγέννων (2.511,00 ευρώ : 12 μήνες) = 2.824,87 ευρώ : 30 X 15 ημέρες = 1.412,40 ευρώ] και συνολικά για όλες τις ανωτέρω αιτίες, το ποσό των (22.925,43 + 2.511,00 + 230,12 + 1.422,90 + 1.255,50 + 167,40 + 209,25 + 1.255,50 ως αιτηθέν ποσό =) 29.977,10 ευρώ, το οποίο και καταψηφίστηκε υπέρ του δεύτερου καθ’ ου με την με αριθ. 2593/2014 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Ειδική Διαδικασία Εργατικών Διαφορών), με το νόμιμο τόκο από κατά τους αναφερόμενους στο σκεπτικό της ως άνω απόφασης χρόνους, κατόπιν της από 18-2-2013 και με αριθμό κατάθεσης … αγωγής του δεύτερου καθ’ ου σε βάρος της οφειλέτιδας – καθ’ ης η εκτέλεση εταιρείας με την επωνυμία … Από τα παραπάνω συνάγεται ότι οι αναγγελθείσες με τις από 13-11-2013 αναγγελίες αξιώσεις του πρώτου και δεύτερου των καθ` ων η ανακοπή προς την υπάλληλο του πλειστηριασμού (βλ. σχ. τις υπ’ αρ. … της … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Ν. Τ. και τις υπ’ αρ. … και … πράξεις κατάθεσης εγγράφων αναγγελίας της συμβολαιογράφου Μαρίας Μπαβέα) πηγάζουν από σύμβαση ναυτικής εργασίας, που παρείχαν αυτοί στο προπεριγραφόμενο εκπλειστηριασθέν πλοίο με το όνομα «…» με την ειδικότητα του Α΄ Μηχανικού, για τα προαναφερόμενα χρονικά διαστήματα, ποσού 33.899,47 ευρώ τον πρώτο καθ’ ου και 29.977,10 ευρώ για το δεύτερο καθ’ ου. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της ένδικης ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, κατά το μέρος που στρέφεται κατά των πρώτου και δεύτερου των καθ’ ων η ανακοπή, καθόσον οι κρινόμενες απαιτήσεις τους φέρουν χαρακτήρα προνομιακό, δεδομένου ότι αποτελούν απαιτήσεις των ναυτικών που πηγάζουν από σύμβαση ναυτικής εργασίας, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, είναι βάσιμες και ορθώς κατατάχθηκαν ως προνομιακές, υπό την αίρεση της τελεσιδικίας των αποφάσεων, με τις οποίες έγιναν δεκτές οι απαιτήσεις τους. Σημειώνεται ότι τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά προκύπτουν με σαφήνεια από τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από τους πρώτο και δεύτερο των καθ’ ων έγγραφα, οι σχετικές δε απαιτήσεις τους προσδιορίζονται κατά τα ουσιώδη και κρίσιμα στοιχεία τους (γενεσιουργός αιτία, ποσό, χρονικά διαστήματα) στις έγγραφες προτάσεις τους, που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου υποστηριζόμενων από το ανακόπτον και
11ο φύλλο της με αριθμό ………/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία)
συνεπώς, η υπό κρίση ανακοπή είναι απορριπτέα ως προς τον πρώτο και το δεύτερο των καθ’ ων. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στο επιτευχθέν πλειστηρίασμα για το προπεριγραφόμενο Φ/Γ φορτηγό πλοίο «… …, ύψους 200.500 ευρώ, στην πρώτη τάξη, κατά το άρθρο 205 περ. α΄ του ΚΙΝΔ: 1) Αφαιρέθηκε το ποσό των 16.458,59 ευρώ ως δικαστικά έξοδα που έγιναν προς το συμφέρον των δανειστών και σύμμετρα προς το επιτευχθέν πλειστηρίασμα του εν λόγω πλοίου (20.500 ευρώ) σε σχέση με το συνολικό πλειστηρίασμα ύψους 270.600 ευρώ, εκ των οποίων α) το ποσό των 1.322,91 ευρώ έλαβε η ίδια η επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, ως αμοιβή και έξοδα κοινοποίησης του ανακοπτόμενου πίνακα κατάταξης, β) το ποσό των 948,14 ευρώ έλαβε η επισπεύδουσα, εφόσον τα προκατέβαλε, διαφορετικά ο εντολοδόχος πληρεξούσιος δικηγόρος της και γ) το ποσό των 14.187,53 ευρώ έλαβε η επισπεύδουσα, εφόσον τα προκατέβαλε, διαφορετικά ο ένατος καθ’ ου – δικαστικός επιμελητής που ενήργησε την κατάσχεση. 2) Επίσης, στο επιτευχθέν πλειστηρίασμα για το ως άνω φορτηγό πλοίο «… …, ύψους 200.500 ευρώ, κατατάχθηκε προνομιακά και οριστικά στην πρώτη τάξη, κατά το άρθρο 205 περ. α΄ του ΚΙΝΔ, το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο, για το ποσό των 96.514 ευρώ, για τα δικαιώματα του Ταμείου, που απορρέουν από τα οικεία ναυτολόγια του πλοίου σύμφωνα με το υπ’ αρ. … Φ.Ε. της Διεύθυνσης Πόρων του Ν.Α.Τ. Τμήμα Εισφορών Ελληνικών Πλοίων σε ευρώ, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στον ως άνω πίνακα κατάταξης. Εν συνεχεία, στο επιτευχθέν πλειστηρίασμα για το ως άνω ρυμουλκό πλοίο φορτηγό πλοίο «… …, ύψους 200.500 ευρώ, μετά την κατάταξη της πρώτης τάξεως και στο υπόλοιπο ποσό των 87.527,41 ευρώ, στη δεύτερη τάξη, κατά το άρθρο 205 περ. β΄ του ΚΙΝΔ, κατατάχθηκαν προνομιακά, μερικά, σύμμετρα και τυχαία, υπό τον όρο της τελεσιδικίας της απαίτησής τους, για την οποία έχουν ασκήσει σχετικές αγωγές, οι κάτωθι αναγγελθέντες ναυτικοί – μέλη του πληρώματος του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, σε μερική εξόφληση των αναγγελθεισών απαιτήσεων τους από τη σύμβαση ναυτολόγησής τους επί του πλοίου (κεφάλαιο και τόκους) και συγκεκριμένα: α) ο Μ.ς Κ. (τρίτος καθ’ ου) για το ποσό των 27.838,61 ευρώ και σε ποσοστό αναλογίας 31,81%, β) ο Δ. Μ. (τέταρτος καθ’ ου) για το ποσό των 26.186,55 ευρώ και σε ποσοστό αναλογίας 29,92%, γ) ο Ρ. Λ. (πέμπτος καθ’ ου) για το ποσό των 13.505,82 ευρώ και σε ποσοστό αναλογίας 15,43%, δ) ο Κ. Π. (έκτος καθ’ ου) για το ποσό των 12.827,49 ευρώ και σε ποσοστό αναλογίας 14,66%, ε) ο Σ. Γ. (έβδομος καθ’ ου) για το ποσό των 7.168,94 ευρώ και σε ποσοστό αναλογίας 8,19%, μετά την κατάταξη των οποίων εξαντλήθηκε το πλειστηρίασμα και δεν απέμεινε υπόλοιπο για την κατάταξη των μη προνομιούχων κατά ΚΙΝΔ δανειστών επί του ως άνω πλειστηριάσματος. Περαιτέρω, αναφορικά με τους τρίτο έως και έβδομο των καθ’ ων, επισημαίνεται ότι αυτοί, για την απόδειξη των κρινόμενων απαιτήσεων τους επικαλέσθηκαν με τις έγγραφες κατατεθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προτάσεις τους, διάφορες αγωγές, εκθέσεις επίδοσης, δικαστικές αποφάσεις και πιστοποιητικά, για τα οποία σημειώνουν μόνο τους αριθμούς, χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση των απαιτήσεων αυτών, παρά μόνον αναφέρουν ότι ναυτολογήθηκαν με τις αναφερόμενες στις προτάσεις τους ιδιότητες στο ως άνω πλοίο, όπου και εργάσθηκαν κατά τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα, λαμβάνοντας διάφορα ποσά έναντι των οφειλόμενων δεδουλευμένων αποδοχών τους, ενώ για τα υπόλοιπα αναγγέλθηκαν ενώπιον της ως άνω επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, πλην όμως, παρόλο που επικαλέστηκαν τον προνομιακό χαρακτήρα της απαίτησής τους, ουδόλως αναφέρουν τα δικαιούμενα από αυτούς και οφειλόμενα από την καθ’ ης η εκτέλεση ως άνω εταιρεία ποσά για έκαστο εξ αυτών (τρίτο έως και έβδομο των καθ’ ων), αλλά μόνον παραπέμπουν στα προαναφερόμενα έγγραφα, τα οποία προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως. Εντούτοις, τα ανωτέρω εκτιθέμενα από τους τρίτο έως και έβδομο των καθ’ ων, τα οποία δεν μπορούν να συμπληρωθούν παραδεκτώς, με παραπομπή σε άλλα έγγραφα (ΑΠ 1501/2006, ΑΠ 404/2003 ό.π.), όπως οι αναγγελίες, οι αγωγές ή οι δικαστικές αποφάσεις, δεν συνιστούν σαφή και ορισμένη επίκληση των παραγωγικών γεγονότων των απαιτήσεων τους και του προνομιακού χαρακτήρα αυτών και τούτο, διότι δεν εκτίθεται ποια είναι η απαίτηση του καθενός κατά ποσό, αφού απλά γίνεται επίκληση των εν λόγω αποφάσεων και εγγράφων, χωρίς ν` αναγράφεται το περιεχόμενό τους (ούτε καν αναφέρονται τα ποσά που επιδικάσθηκαν στους ως άνω καθ’ ων), το γεγονός δε ότι για τις απαιτήσεις τους εκδόθηκαν οι επικαλούμενες τελεσίδικες καταψηφιστικές αποφάσεις δεν οδηγεί σε διαφορετικό αποτέλεσμα, διότι η επίκληση των αριθμών μόνο των αποφάσεων, χωρίς σαφή και ορισμένο προσδιορισμό της απαίτησής τους, δεν αίρει την αοριστία του ισχυρισμού τους, πέραν του ότι το τυχόν δεδικασμένο που δημιουργήθηκε από τις εν λόγω δικαστικές αποφάσεις μεταξύ αυτών (τρίτο έως και έβδομο των καθ’ ων) και
12ο φύλλο της με αριθμό ………/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία)
της όγδοης καθ’ ής η εκτέλεση – οφειλέτριας, δεν δεσμεύει το ανακόπτον ν.π.δ.δ., που είναι τρίτο και δεν μετείχε στις σχετικές δίκες, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας (ΑΠ 1501/2006, ΑΠ 404/2003, ΑΠ 1316/2007 ό.π.). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, εφόσον οι τρίτος έως και έβδομος των καθ’ ων δεν ανταποκρίθηκαν στο βάρος που είχαν, κατά τα άρθρα 106, 335 και 338 παρ. 1 ΚΠολΔ, ενόψει της άρνησης της ανακόπτουσας, της επίκλησης με τις προτάσεις τους των προαναφερόμενων στοιχείων (βλ. ΑΠ 1297/2005 ΕΝΑΥΤΔ 2006/13, ΑΠ 1340/2004 ό.π,. ΜΠρΠειρ 6460/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), πρέπει να κηρυχθούν οι ως άνω ισχυρισμοί τους, που προβάλλονται προς αντίκρουση της ανακοπής, απαράδεκτοι λόγω της αοριστίας τους, να γίνει δεκτός στην ουσία του ο πρώτος λόγος της ένδικης ανακοπής, κατά το μέρος που στρέφεται κατά των τρίτου έως και έβδομου των καθ’ ων, να αποβληθούν αυτοί από τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης δανειστών για τα ανωτέρω ποσά, να μεταρρυθμιστεί ο προαναφερόμενος πίνακας κατάταξης και στη θέση τους να καταταγεί το ανακόπτον ν.π.δ.δ. «ΙΚΑ -ΕΤΑΜ», προνομιακά και οριστικά για το αποδεσμευόμενο συνολικό ποσό των (27.838,61 + 26.186,55 + 13.505,82 + 12.827,49 + 7.168,94 =) 87.527,41 ευρώ, αφού α) ανήγγειλε την απαίτησή του στον υπάλληλο του πλειστηριασμού δια του Διευθυντή του Υποκαταστήματος ΙΚΑ Ελευσίνας ως εκπροσώπου του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, με τη με αριθμό πρωτοκόλλου 13788/20.11.2013 αναγγελία του για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του από ασφαλιστικές εισφορές σε βάρος της εταιρείας με την επωνυμία ….» και των κατά νόμο υπεύθυνων αυτής, λόγω του ότι η καθ` ης η εκτέλεση οφειλέτιδα ευθυνόταν κατά νόμο για τις οφειλές αυτές από ασφαλιστικές εισφορές των ετών από 1-12-1989 έως 31-12-2011, συνολικού ποσού 14.186.014,72 ευρώ, οι οποίες προσδιορίζονται αναλυτικά στις αναφερόμενες στην αναγγελία του ΠΕΕ και συνεπώς, έχει γενικό προνόμιο κατάταξης στην τρίτη σειρά του άρθρου 975 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 41 παρ. 1 και 2 του ν. 3863/2010 και το άρθρο 56 του ν. 3994/2011, ενόψει του χρόνου διενέργειας του πλειστηριασμού και του χρόνου σύνταξης του πίνακα κατάταξης και β) από την ευδοκίμηση της ανακοπής δεν ωφελείται, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην αρχή της σκέψης αυτής, άλλος δανειστής που δεν άσκησε ανακοπή, έστω και αν έχει ισχυρότερο προνόμιο κατάταξης (βλ. σχ. ΑΠ 1311/2009 ό.π.,. ΕφΠατρ 27/2009 ΑΧΑΝΟΜ 2010/269, ΕφΑθ 1069/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, εκ της ερημοδικίας αμφότερων της όγδοης και του ένατου των καθ` ων, δεδομένου ότι αυτή αξιολογείται αυτοτελώς λόγω της απλής ομοδικίας που υφίσταται μεταξύ αυτών και των ως άνω παριστάμενων καθ’ ων και δεδομένου ότι εν προκειμένω, δεν συντρέχει αμυντικός ισχυρισμός των ιδίων που να λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, θεωρούνται ομολογημένοι οι περιεχόμενοι στην ανακοπή ισχυρισμοί του ανακόπτοντος που τους αφορούν, για τους οποίους άλλωστε δεν απαγορεύεται η ομολογία (πρβλ. ΜΠρΑθ 2321/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), με αντικείμενο τη μη νόμιμη αφαίρεση έναντι δικαστικών εξόδων του ένατου των καθ’ ων του συνολικού ποσού των 5.189,25 ευρώ, που αφαίρεσε η υπάλληλος του πλειστηριασμού υπέρ της όγδοης καθ’ ης η ανακοπή – επισπεύδουσας, το οποίο αναλύεται στο επιμέρους ποσό των 1.868,25 ευρώ και στο επιμέρους ποσό των 3.321,00 ευρώ, εκ των οποίων το πρώτο αντιστοιχεί σε έξοδα για δικαιώματα κατάσχεσης και το δεύτερο σε έξοδα για αμοιβή συμβούλου – εκτιμητή για πέντε πλοία που κατασχέθηκαν, ενώ εντέλει εκπλειστηριάσθηκαν μόνο τα δύο, κατ’ αναλογική εφαρμογή των αναφερόμενων στην προηγηθείσα νομική σκέψη διατάξεων (βλ. άρθρο 271 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 29 του ν. 3994/2011 σε συνδυασμό με το άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθώς και τη νομική σκέψη που παρατίθεται στην αρχή της παρούσας). Κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτός στην ουσία του ο δεύτερος λόγος της ένδικης ανακοπής, που στρέφεται κατά της όγδοης και του ένατου των καθ’ ων, να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης όσον αφορά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, συνολικού ποσού 19.147,86 ευρώ και αφού ελευθερωθεί από αυτό το συνολικό ποσό των 5.189,25 ευρώ, που αφορά σε δικαιώματα και έξοδα του ένατου των καθ` ων, κατά τα προαναφερθέντα, να καταταγεί σε αυτά το ανακόπτον προς ικανοποίηση της ως άνω αναγγελθείσας απαίτησής του. Επίσης, ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση ανακοπή ως προς τους πρώτο και δεύτερο των καθ’ ων και να γίνει δεκτή ως προς τους τρίτο έως και ένατο των καθ’ ων και να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά, κατά τα προαναφερθέντα, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας, κατά τα λοιπά δε ο ανακοπτόμενος πίνακας, κατά το μέρος που δεν θίγεται με λόγο ανακοπής που έγινε δεκτός, παραμένει ως έχει (ΕφΠειρ 519/2010 ΕΝΑΥΤΔ 2009/439).Τα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των τρίτου έως και ένατου των καθ’ ων η ανακοπή, λόγω της ήττας τους στη δίκη, ενώ τα δικαστικά έξοδα των πρώτου
13ο φύλλο της με αριθμό ………/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία)
και δεύτερου των καθ’ ων πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ανακόπτοντος, λόγω της ήττας του στη δίκη (άρθρα 106, 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), άπαντα μειωμένα, όμως, κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν.3693/1957, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την υπ’ αριθμό 134423/8-12-1992/20-1-1993 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5§ 12 του ν.1738/1987, δοθέντος ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 9 του Ν.Δ. 2698/1953, η νομική υπηρεσία του Ι.Κ.Α. διεξάγεται δια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και επομένως, οι διατάξεις του άρθρου 22 του Ν. 3693/1957 εφαρμόζονται, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου τούτου και σε δίκες, στις οποίες διάδικος είναι το Ι.Κ.Α. (ΑΠ 1655/2010 ΧΡΙΔ 2011/517, ΑΠ 675/2009 ΧΡΙΔ 2010/224, ΑΠ 157/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1351/1990 ΕλλΔνη 1992/326), ενώ εξάλλου το άρθρο 22 ν. 3693/1957 εφαρμόζεται ακόμη κι αν νικά το Δημόσιο (ΕφΑθ 10676/1998 Αρμ 2000/200, ΜΠρΡοδ 62/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, δεν πρέπει να ορισθεί παράβολο ερημοδικίας, καθόσον η απόφαση αυτή δε μπορεί να προσβληθεί με το ένδικο μέσο της ανακοπής ερημοδικίας (άρθρο 937§1 αρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της όγδοης και του ένατου των καθ’ ων η ανακοπή και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή ως προς τον πρώτο και δεύτερο των καθ’ ων η ανακοπή.
ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή ως προς τους τρίτο έως και ένατο των καθ’ ων η ανακοπή.
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΕΙ τον υπ’ αριθμ. … Πίνακα Κατάταξη Δανειστών της Συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Μπαβέα, αφενός (Α) αποβάλλοντας τον τρίτο των καθ’ ων η ανακοπή για το ποσό είκοσι επτά χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα οκτώ ευρώ και εξήντα ενός λεπτών του ευρώ (27.838,61 ευρώ), τον τέταρτο των καθ’ ων η ανακοπή για το ποσό των είκοσι έξι χιλιάδων εκατόν ογδόντα έξι ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών του ευρώ (26.186,55 ευρώ), τον πέμπτο των καθ’ ων η ανακοπή για το ποσό των δεκατριών χιλιάδων ευρώ και πεντακοσίων πέντε λεπτών του ευρώ (13.505,82 ευρώ), τον έκτο των καθ’ ων η ανακοπή για το ποσό των δώδεκα χιλιάδων οκτακοσίων είκοσι επτά ευρώ και σαράντα εννέα λεπτών του ευρώ (12.827,49 ευρώ) και τον έβδομο των καθ’ των η ανακοπή για το ποσό των επτά χιλιάδων εκατόν εξήντα οκτώ ευρώ και ενενήντα τεσσάρων λεπτών του ευρώ (7.168,94 ευρώ) και κατατάσσοντας προνομιακά και οριστικά για το συνολικά αποδεσμευόμενο ποσό των ογδόντα επτά χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι επτά ευρώ και σαράντα ενός λεπτών του ευρώ (87.527,41 ευρώ) το ανακόπτον νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ ΕΤΑΜ)» και αφετέρου (Β) μειώνοντας το ποσό των αφαιρεθέντων εξόδων εκτέλεσης, υπέρ της όγδοης των καθ’ ων η ανακοπή για τα έξοδα του ένατου των καθ’ ων η ανακοπή, κατά το ποσό των πέντε χιλιάδων εκατόν ογδόντα εννέα ευρώ και είκοσι πέντε λεπτών του ευρώ (5.189,25 ευρώ) και κατατάσσοντας προνομιακά και οριστικά στο εν λόγω αποδεσμευόμενο ποσό το ανακόπτον νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ ΕΤΑΜ)».
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του ανακόπτοντος τα δικαστικά έξοδα του πρώτου και δεύτερου των καθ’ ων η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των τρίτου έως και ένατου των καθ’ ων η ανακοπή ανακοπής τα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις …………………………………………. 2015, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ