ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 3044/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 5121/2295/09-07-2021 Ανακοπή)
………………………………………
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Πίννα, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 21 Σεπτεμβρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α) ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: Ναυτιλιακής εταιρείας πλοίων αναψυχής με την επωνυμία «… που εδρεύει στην … του Δήμου … του Νομού Κυκλάδων και εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. … Δ.Ο.Υ. …, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μιχαήλ Νταλάκο (Α.Μ./Δ.Σ.Π. 1822).
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: 1) Ναυτιλιακής Εταιρείας πλοίων αναψυχής με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στο …) και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, 2) … του …, κατοίκου … …, με ΑΦΜ …, 3) … του …, κατοίκου … … (Τ.Κ. …), με Α.Φ.Μ. … Δ.Ο.Υ. … και 4) … του …, κατοίκου … … (Τ.Κ. …), με ΑΦΜ … Δ.Ο.Υ. …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Μάρκο Δάρα (Α.Μ./Δ.Σ.Α. 11476).
Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 09-07-2021 ανακοπή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 5121/2295/09-07-2020 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η ανακόπτουσα, με την υπό κρίση ανακοπή της, ζητεί, για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους να ακυρωθεί: 1) η από 02-06-2021 επιταγή προς εκτέλεση, που έχει συνταχθεί παρά πόδας του α΄ εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. 1/2020 Διαιτητικής Απόφασης του Διαιτητικού Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε για απαίτηση των καθ’ ων σε βάρος της, με την οποία επιτάσσεται να καταβάλει σε αυτούς τα εκεί αναφερόμενα αναλυτικώς ποσά και 2) η υπ’ αριθ. … Έκθεση Αναγκαστικής Κατάσχεσης Πλοίου του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά και με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά … και η δυνάμει αυτής επιβληθείσα κατάσχεση. Τέλος ζητεί να καταδικασθούν οι καθ’ ων στη δικαστική της δαπάνη. Η ως άνω ανακοπή, στο δικόγραφο της οποίας παραδεκτά σωρεύονται αντιρρήσεις κατά περισσοτέρων πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπον Δικαστηρίου [άρθρο 933 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ (όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015), σε συνδυασμό με το άρθρο 14 παρ. 2 του ιδίου ως άνω Κώδικα και 51 του Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς], κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 937 παρ. 3, 614 επ ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, διότι αυτή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού στις 09-07-2021 και επιδόθηκε στους καθ’ ων αυθημερόν (βλ. την υπ’ αριθ. …/09-07-2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …), ήτοι εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών του άρθρου 1011Α παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδ. με το άρθρο 934 παρ. 1 περ. α΄ ΚΠολΔ, από την ημέρα επίδοσης της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης στην ανακόπτουσα, στις 10-06-2021 (βλ. την υπ’ αριθ. …΄/10-06-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά …). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το νόμω και ουσία βάσιμο των προβαλλόμενων λόγων της.
Ι) Από τον συνδυασμό των άρθρων 904, 918, 924, 926 και 927 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο δανειστής που με βάση εκτελεστό τίτλο επιθυμεί να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση κατά του οφειλέτη του πρέπει να έχει ζητήσει και λάβει απόγραφο από τον τίτλο αυτό, δηλαδή αντίγραφο του πρωτότυπου εκτελεστού τίτλου επί του οποίου έχει γίνει περιαφή του εκτελεστήριου τύπου. Η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης αρχίζει με την επίδοση στον φερόμενο βάσει του εκτελεστού τίτλου υπόχρεο αντιγράφου του απογράφου κάτω από το οποίο περιέχεται επιταγή προς εκτέλεση. Η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση αποτελεί την πρώτη πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης, με την οποία ο δανειστής λαμβάνει τη θέση του επισπεύδοντος και ο οφειλέτης τη θέση του καθ’ ου η εκτέλεση και, επιπλέον, αποτελεί την προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η επιταγή προς εκτέλεση αποτελεί έγγραφη πρόσκληση του δανειστή, απευθυνόμενη προς τον οφειλέτη του, για την εκπλήρωση της περιεχόμενης στον εκτελεστό τίτλο της υποχρέωσής του, συγχρόνως δε και προειδοποίηση για τις συνέπειες της μη συμμόρφωσής του προς το περιεχόμενο της επιταγής. Συνέπεια του γεγονότος ότι η επίδοση της επιταγής επιφέρει το δικονομικό αποτέλεσμα της δημιουργίας εκκρεμούς εκτελεστικής διαδικασίας, ευρισκόμενης στο στάδιο της προδικασίας της, είναι ότι η προσβολή της επιταγής προς εκτέλεση γίνεται με την κατ’ άρθρο ανακοπή και με τους κανόνες των λεγόμενων δικών περί την εκτέλεση. Η επίδοση της επιταγής θέτει σε κίνηση την τριήμερη προθεσμία μέσα στην οποία ο καθ’ ου η εκτέλεση έχει τη δυνατότητα να συμμορφωθεί εκουσίως και μετά την άπρακτη παρέλευση της οποίας ο επισπεύδων να επιχειρήσει εναντίον του καθ’ ου τις προβλεπόμενες από τον νόμο πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης. Οι πράξεις αυτές πραγματοποιούνται μόνο μετά από εντολή του επισπεύδοντος, που δίνεται επί του απογράφου προς τον δικαστικό επιμελητή. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 124 παρ. 2, 126 παρ. 1 εδ. δ’ , 128, 129 και 139 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι για είναι έγκυρη η επίδοση εγγράφου σε νομικό πρόσωπο πρέπει τούτο να παραδοθεί στον κατά νόμο ή το καταστατικό εκπρόσωπο του, είτε στην κατοικία του, είτε στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο του νομικού προσώπου. Αν ο άνω εκπρόσωπος του νομικού προσώπου δεν βρίσκεται στην κατοικία του ή στο κατάστημα κλπ. του νομικού προσώπου, το έγγραφο παραδίνεται στην πρώτη περίπτωση σε ένα από τους συγγενείς, υπηρέτες ή άλλους που συνοικούν με τον παραλήπτη και στη δεύτερη περίπτωση στο διευθυντή του καταστήματος, του γραφείου ή του εργαστηρίου ή σε ένα από τους συνεταίρους, συνεργάτες, υπαλλήλους ή υπηρέτες. Αν κανένα από τα προαναφερόμενα πρόσωπα δεν βρίσκεται στην κατοικία ή το κατάστημα κ.λ.π. γίνεται θυροκόλληση του προς επίδοση εγγράφου και τηρούνται περαιτέρω οι διατυπώσεις της παρ. 4 του άρθρου 128 ΚΠολΔ (ΑΠ 1432/2015, ΝΟΜΟΣ). Γραφείο, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 124 παρ. 2 και 129 παρ. 1 του ΚΠολΔ, είναι ο χώρος στον οποίο εκείνος που αφορά η επίδοση ασκεί το επάγγελμά του ή προσφέρει πράγματι, κατά το χρόνο της επιδόσεως τις υπηρεσίες του ως υπάλληλος, εργάτης ή υπηρέτης. Από μόνη δε την αναφορά στην έκθεση επίδοσης της ιδιότητας του νομίμου εκπροσώπου νομικού προσώπου, δεν αποδεικνύεται η διατήρηση από αυτόν γραφείου στην έδρα της εταιρείας, με την έννοια ότι ασκεί εκεί το επάγγελμά του, ή ότι παρείχε πράγματι τις υπηρεσίες του στην έδρα της εταιρίας κατά το χρόνο της επιδόσεως (ΟλΑΠ 3/2001). Πιο συγκεκριμένα δεν έχει σημασία ο τόπος ο οποίος κατά το καταστατικό φέρεται ως έδρα της εταιρίας, αλλά σημασία έχει ο τόπος της εργασίας ή κατοικίας του εκπροσωπούντος το νομικό πρόσωπο φυσικού προσώπου που δεν είναι κατά νόμο απαραίτητο να βρίσκεται στον τόπο της κατά το καταστατικό έδρας της εταιρίας. Συνεπώς, είναι κατά νόμο δυνατό το γραφείο του νομίμου εκπροσώπου να είναι σε διαφορετικό τόπο από τον αναφερόμενο στο καταστατικό τόπο ως έδρα της εταιρίας (ΑΠ 74/2008, ΝΟΜΟΣ). Τέλος, η θυροκόλληση του προς επίδοση εγγράφου, κατ’ άρθρο 128 παρ. 4 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνεται στο χώρο που βρίσκεται πράγματι το γραφείο κτλ του νομίμου εκπροσώπου του νομικού προσώπου και να βεβαιώνεται αυτό στην έκθεση επίδοσης (ΑΠ 129/1996, ΝΟΜΟΣ). Η ανακόπτουσα με τον πρώτο λόγο της ανακοπής της ισχυρίζεται ότι η αναγκαστική κατάσχεση που επιβλήθηκε, όπως και οποιαδήποτε επόμενη πράξη εκτέλεσης πάσχει ακυρότητας διότι α) η από 02-06-2021 επιταγή προς πληρωμή που έχει καταχωρηθεί παρά πόδας του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. 1/2020 διαιτητικής απόφασης του διαιτητικού δικαστηρίου, δεν της επιδόθηκε ποτέ, άλλως δεν της επιδόθηκε νομότυπα και δη στην έδρα της εταιρίας της και στον νόμιμο εκπρόσωπό της, ούτε σε άλλο κατά νόμο προβλεπόμενο υπάλληλο, καθώς και ότι η κατά το άρθρο 1011 παρ. 2 ΚΠολΔ επίδοση της κατασχετήριας έκθεσης προς τον πλοίαρχο του πλοίου επιχειρήθηκε στην φερόμενη ως εν τοις πράγμασι διεύθυνσή της στον Πειραιά, οδός Χαριλάου Τρικούπη αρ. 6 και όχι κατά τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του άρθρου 132 ΚΠολΔ, β) ενώ στην έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης αναφέρεται ότι ο δικηγόρος Μάρκος Δάρας έδωσε στον δικαστικό επιμελητή Σπύρο Αλεξίου την από 08-06-2021 έγγραφη εντολή και πληρεξουσιότητα επί του πρώτου εκτελεστού απογράφου, προκειμένου να προβεί αυτός σε αναγκαστική εκτέλεση, ωστόσο στην έκθεση επίδοσης, που έχει κατατεθεί στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο Συμβολαιογράφο Πειραιά Μηνά Σαφεριάδη, αναφέρεται ότι η εντολή αυτή δόθηκε από έτερο δικηγόρο και δη από τον Μηνά Δάρα, με αποτέλεσμα να μην επιβεβαιώνεται η παρασχεθείσα εντολή και πληρεξουσιότητα του δικαστικού επιμελητή, κατά τα διαλαμβανόμενα στην έκθεση κατάσχεσης, γεγονός που της προκαλεί δικονομική βλάβη, ήτοι αδυναμία προβολής των αμυντικών της ισχυρισμών και γ) από τη διαλαμβανόμενη στην έκθεση κατάσχεσης περιγραφή του πλοίου προκύπτει ότι αυτή επιβλήθηκε από απόσταση και όχι μετά από επιτόπια επιθεώρηση του κατασχεθέντος πλοίου. Ο υπό κρίση λόγος ανακοπής ως προς το πρώτο μέρος του πρώτου σκέλους του είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις που αναφέρονται στην ανωτέρω μείζονα σκέψη υπό στοιχείο Ι μείζονα σκέψη, ενώ ως προς το δεύτερο μέρος του πρώτου σκέλους του τυγχάνει απορριπτέος ως αόριστος, καθόσον η ανακόπτουσα δεν επικαλείται (ούτε άλλωστε αποδεικνύει) τη δικονομική βλάβη που υπέστη από τη μη νομότυπη επίδοση στον πλοίαρχο, δεδομένου ότι η τελευταία άγει σε ακυρότητα της κατάσχεσης μόνο με τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης (βλ. ΜΠΠ 3766/2020, δημ. στην ιστοσελίδα του Πρωτοδικείου Πειραιά, Ρεντούλη σε Χ. Απαλαγάκη, ΕρμΚΠολΔ, εκδ. 2019, άρθρο 1011, σελ. 3314). Περαιτέρω, ο υπό κρίση λόγος ανακοπής ως προς τον δεύτερο σκέλος του είναι νόμιμος, στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρων 927 ΚΠολΔ, ενώ ως προς το τρίτο σκέλος του τυγχάνει απορριπτέος ως αόριστος, καθόσον η ανακόπτουσα δεν επικαλείται (ούτε αποδεικνύει) τη δικονομική της βλάβη, που απορρέει από την εν λόγω παράλειψη, αφού στην έκθεση κατασχέσεως η ατελής περιγραφή του κατασχεμένου ή η έλλειψη ή ανακρίβεια οποιουδήποτε από τα στοιχεία του άρθρου 993 παρ. 2 εδ. β΄, εφόσον γεννά αμφιβολία για την ταυτότητα του κατασχεμένου, άγει σε ακυρότητα εκθέσεως, μόνο όταν συντρέχει και το στοιχείο της βλάβης, δηλαδή όταν η παράβαση της πιο πάνω διατάξεως, προκάλεσε στον καθ’ ου η εκτέλεση βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας, κατ’ άρθρο 159 αριθ. 3 ΚΠολΔ (ΕφΑθ 496/2020, ΝΟΜΟΣ). Πρέπει, συνεπώς, ο υπό κρίση λόγος ανακοπής κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμος, να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν.
ΙΙ) Περαιτέρω, η διαιτησία, ως συμβατικά επιλεγμένη δεσμευτική εκδίκαση ορισμένης διαφοράς από διαιτητές, αντί των κρατικών δικαστηρίων, είναι ιδιαίτερη μορφή οργάνωσης, ακολουθητέας διαδικασίας και απαιτούμενων δικονομικών προϋποθέσεων για την παροχή δικαστικής προστασίας, με την έννοια ότι η προστασία αυτή δεν παρέχεται από κρατικά δικαστήρια, αλλά κατά την ελεύθερη επιλογή των διαδίκων από όργανα ή πρόσωπα της επιλογής τους. Η σχέση της διαιτησίας προς την τακτική δικαιοσύνη, υπό την ισχύ του ΚΠολΔ, διαμορφώθηκε ως σχέση δύο παράλληλων δικαιοδοτικών τάξεων, που αποκλείονται αμοιβαία. Ως γνήσια δικαιοδοτική πράξη, η διαιτητική απόφαση, από την έκδοσή της, παράγει δεδικασμένο υπό τις διαγραφόμενες στο άρθρο 896 ΚΠολΔ, προϋποθέσεις, (εφαρμοζόμενων προς τούτο των διατάξεων των άρθρων 322, 324 έως 330, 332 έως 334 ΚΠολΔ) και εξοπλίζεται με εκτελεστότητα κατ’ άρθρο 904 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ. Για την τήρηση όμως των στοιχειωδών δικαιοδοτικών εγγυήσεων εκ μέρους των διαιτητών και τη συμμόρφωσή τους προς τη βασική αυτή επιταγή, θεματοφύλακας παραμένει το κράτος μέσω των πολιτειακών (τακτικών) δικαστηρίων. Η ενεργός ανάμειξη των τελευταίων εκδηλώνεται με τον έλεγχο της διαιτητικής αποφάσεως, μέσω κυρίως της αγωγής ακυρώσεως, κατ’ άρθρο 897 επ. ΚΠολΔ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 897 ΚΠολΔ η διαιτητική απόφαση μπορεί να ακυρωθεί ολικά ή εν μέρει μόνο με δικαστική απόφαση, για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν και ειδικότερα, εκτός άλλων, αν η συμφωνία για τη διαιτησία είναι άκυρη (§ 1) (ΑΠ 360/2018). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 901 παρ. 1 στοιχείο α΄ του ΚΠολΔ, μπορεί να επιδιωχθεί με αγωγή ή ένσταση η αναγνώριση της ανυπαρξίας διαιτητικής απόφασης, πλην άλλων περιπτώσεων, και αν δεν συνομολογήθηκε συμφωνία διαιτησίας. Με τις ανωτέρω δύο διατάξεις θεσπίζεται αφενός μεν η ακυρωσία και αφετέρου η ανυπαρξία διαιτητικής απόφασης, όταν η διαφορά για την οποία αποφάνθηκαν οι διαιτητές δεν έχει υπαχθεί στη δικαιοδοσία τους (ΑΠ 1281/2019, ΑΠ 539/2013, ΑΠ 543/2017). Επιπλέον, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 440 και 441 ΑΚ, το διαπλαστικό δικαίωμα της προτάσεως συμψηφισμού δημιουργείται από τότε που δύο αντίθετες απαιτήσεις, οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού, θα συνυπάρξουν. Από το χρονικό αυτό σημείο, παρέχεται κατά νόμο η δυνατότητα αφενός στο δικαιούχο της (αντ)απαιτήσεως να αποσβέσει μονομερώς την απαίτηση του δανειστή του, προτείνοντας την ανταπαίτησή του σε συμψηφισμό, αφετέρου στους δανειστές και οφειλέτες να προβούν σε συμβατικό συμψηφισμό. Η πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων αναδρομικά, δηλαδή από τότε που συνυπήρξαν. Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 262 παρ.1 και 221 παρ. 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για να είναι ορισμένος ο ισχυρισμός περί μονομερούς συμψηφισμού πρέπει να διαλαμβάνεται σαφής έκθεση των δικαιοπαραγωγικών της ανταπαίτησης γεγονότων, δηλαδή ιστορική περιγραφή, χρόνος γένεσης και το ποσό της αμοιβαίας απαίτησης, που προτείνεται σε συμψηφισμό (ΑΠ 1057/2019, ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου δεν είναι απαραίτητο οι συμψηφιζόμενες απαιτήσεις να έχουν κοινή γενεσιουργό αιτία, ούτε να είναι συναφείς, ισόποσες ή εκκαθαρισμένες. Το εκκαθαρισμένο ασκεί επιρροή μόνο ως προς τον χρόνο πρότασης της προς τούτο ένστασης. Έτσι κατά τη σαφή έννοια των ανωτέρω διατάξεων, η συνάντηση των αμοιβαίων απαιτήσεων, εφόσον είναι ομοειδείς και ληξιπρόθεσμες, παρέχει σε κάθε έναν δικαιούχο το διαπλαστικό δικαίωμα να δηλώσει συμψηφισμό, ενώ μέχρι να γίνει η περί τούτου δήλωση, οι αμοιβαίες απαιτήσεις διατηρούν τη νομική τους υπόσταση, υποκείμενες αυτοτελώς σε κάθε αλλοίωση, όπως μεταβίβαση, άφεση, παραγραφή, υπερημερία, απόσβεση κλπ. Όταν όμως προταθεί ο συμψηφισμός, οι απαιτήσεις αυτές αποσβέννυνται από το χρόνο που συνυπήρξαν. Λόγω δε της αναδρομικής ενέργειας της αποσβέσεως, όλες οι ανωτέρω αλλοιώσεις ανατρέπονται αυτοδικαίως και αναδρομικώς με αποτέλεσμα να αναιρείται η τυχόν υπερημερία, οι παραχθέντες τόκοι κλπ. Αλλοιώσεις όμως που έλαβαν χώρα πριν το ανωτέρω χρονικό σημείο, δηλαδή πριν οι αμοιβαίες απαιτήσεις συναντηθούν, δεν θίγονται, με αποτέλεσμα να διατηρούνται οι συνέπειες της υπερημερίας για το χρονικό διάστημα που προηγήθηκε (ΑΠ 363/2014, ΝΟΜΟΣ). Η παροχή δε είναι ληξιπρόθεσμη, όταν ο δανειστής δικαιούται να αξιώσει την εκπλήρωσή της, δηλαδή όταν επήλθε η ημέρα της εκπλήρωσής της. Τέλος, σε συμψηφισμό προτείνεται και ανταπαίτηση που έχει παραγραφεί, αν κατά το χρόνο που οι απαιτήσεις συνυπήρξαν δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής (άρθρο 443 ΑΚ) (ΕφΠειρ 342/2021, ΝΟΜΟΣ). Η ανακόπτουσα με τον δεύτερο λόγο ανακοπής της δηλώνει ότι προτείνει σε συμψηφισμό αξίωσή της κατά της πρώτης των καθ’ ων ως ναυλώτριας και των λοιπών καθ’ ων ως εγγυητών, ποσού 123.270,54 ευρώ για μη καταβληθέντες ναύλους, λόγω της ανώμαλης, από υπαιτιότητα της πρώτης των καθ’ ων, εξέλιξης της σύμβασης ναύλωσης για το χρονικό διάστημα έως 04-11-2017 (οπότε και επαναπαραδόθηκε το πλοίο), καθώς και αξίωσή της ποσού 2.500 ευρώ για έξοδα μεταφοράς του σκάφους από τον τόπο επαναπαράδοσης (Σαντορίνη) στον συμβατικά συμφωνημένο τόπο επαναπαράδοσης (Λαύριο). Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι η εν λόγω αξίωσή της αν και βάσει της υπ’ αριθ. 1/2020 απόφασης του διαιτητικού δικαστηρίου έχει υποπέσει στην ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 289 Κ.Ι.Ν.Δ. (γεγονός που η ίδια αρνείται και για το λόγο αυτό έχει ασκήσει αγωγή ακύρωσης της εν λόγω απόφασης) προτείνεται σε συμψηφισμό, αφού προϋπήρχε της απαίτησης των καθ’ ων, ενώ κατά το χρόνο που οι απαιτήσεις συνυπήρξαν δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής. Ο υπό κρίση λόγος ανακοπής είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις που αναφέρονται στην ανωτέρω υπό στοιχεία ΙΙ μείζονα σκέψη και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν.
ΙΙΙ) Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 ν. 4194/2013 «Για τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση τίτλων εκτελεστών, η αμοιβή του δικηγόρου ορίζεται στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης, όπως αυτή επιδικάστηκε από το δικαστήριο». Από τη γραμματική διατύπωση της παραπάνω διάταξης, προκύπτει ότι ο νομοθέτης στόχευε να καθορίσει την εν λόγω αμοιβή ως διακριτό κονδύλιο στην επιταγή προς πληρωμή, το οποίο ισούται με την επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη. Γι΄ αυτό άλλωστε χρησιμοποιείται το ρήμα «ορίζεται» και η φράση «στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης», ώστε να καθίσταται σαφές ότι ο προσδιορισμός του ποσού που γίνεται άμεσα και ευθέως από το νόμο, ανέρχεται στο ύψος της δικαστικής δαπάνης που επιδικάστηκε και ταυτίζεται με το ποσό αυτό (πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ). Ο τρόπος καθορισμού της δικαστικής δαπάνης σύμφωνα με το ν. 4194/2013 που εφαρμόζεται εν προκειμένω, έχει μεταβληθεί σε σχέση με τον παλαιότερα ισχύοντα Δικηγορικό Κώδικα (άρθρο 127 ν. 3026/1954) κατά τον οποίο, η ελάχιστη οφειλόμενη αμοιβή «κανονιζόταν» σε (μεταλλικές) δραχμές ανάλογα με το δικαστήριο που είχε εκδώσει τον εκτελεστό τίτλο και σε κάθε περίπτωση δεν μπορούσε να υπερβαίνει το 1/4 του ποσού της οφειλής που αφορούσε τον εκτελεστό τίτλο. Αντίθετα, με το ν. 4194/2013, δεν καθορίζεται περιθώριο μεταξύ ελάχιστης και ανώτατης αμοιβής την οποία δεν μπορεί να υπερβεί ο δικηγόρος του επισπεύδοντος, αλλά ορίζεται αποκλειστικά ως ταυτόσημη με το ποσό της επιδικασθείσας δικαστικής δαπάνης (Εφ Δυτ Μακ 102/2018 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, στο ν. 4194/2013, η ελάχιστη αμοιβή για σύνταξη επιταγής δεν συναρτάται με παράγοντες όπως επιστημονική εργασία, πολυπλοκότητα, αξία αντικειμένου, σπουδαιότητα, περιστάσεις, κλπ. Στη νομολογία διατυπώθηκε προεχόντως η άποψη (βλ. ιδίως ΕφΘεσ 22/2020, ΝΟΜΟΣ), ότι η ρύθμιση του άρθρου 72 του ν. 4194/2013 είναι πρόσφορη για την επίτευξη του στόχου της περιστολής των καθυστερήσεων και της δυστροπίας στις οικονομικές συναλλαγές, αφού ο ηττηθείς – καθ΄ ου η εκτέλεση διάδικος έχει τη δυνατότητα να συμμορφωθεί εκούσια προς το περιεχόμενο της απόφασης που συνιστά τον εκτελεστό τίτλο και ν΄αποφύγει κάθε περαιτέρω επιβάρυνση από την επίσπευση της εναντίον του εκτέλεσης. Κατά την κρίση δε του δικαστηρίου αυτού, από τη σαφή διατύπωση του άρθρου 72 ν. 4194/2013, αντλείται το επιχείρημα ότι με τον τρόπο αυτόν ο νομοθέτης επιθυμεί να διαλύσει κάθε πιθανή αμφιβολία για το νόημα της σχετικής διάταξης και έτσι να αποφύγει ερμηνευτικά ζητήματα που είχαν ανακύψει στο παρελθόν από το προαναφερθέν άρθρο 127 του ν. 3026/1954, όπου για τη σχετική αμοιβή προβλεπόταν ελάχιστο και ανώτατο όριο, όπως προεκτέθηκε και είχε σαν αποτέλεσμα τον καθορισμό από τα δικαστήρια με βάση την επιστημονική εργασία, το χρόνο που καταναλώθηκε, κλπ. (ΕφΘες 187/2018, ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, η σύνδεση του ύψους της αμοιβής για τη σύνταξη επιταγής προς πληρωμή με τα ανωτέρω κριτήρια δεν μπορεί να θεμελιωθεί σε καμία διάταξη νόμου. Το ανωτέρω συμπέρασμα δεν διαφοροποιείται ούτε με βάση το άρθρο 58 παρ. 5 του ν. 4194/2013, σύμφωνα με το οποίο «Οι αμοιβές μπορούν να αυξηθούν και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, ανάλογα με την επιστημονική εργασία, την αξία και το είδος της υπόθεσης, του χρόνου που απαιτήθηκε, τις εκτός έδρας μεταβάσεις, τη σπουδαιότητα της διαφοράς, των ειδικότερων περιστάσεων και κάθε είδους δικαστικών ή εξώδικων ενεργειών. Αντίθετα, σε περίπτωση που το αίτημα της αγωγής κριθεί υπέρογκο, αλλά δεν μπορούσε να έχει αξιολογηθεί από το δικηγόρο ελλείψει πραγματικών στοιχείων, ο δικαστής ή το δικαστήριο και αυτεπάγγελτα μπορεί να προσδιορίσει τη νόμιμη αμοιβή με βάση το ποσό που έπρεπε να ζητηθεί με την αγωγή είτε κατά την εκτίμησή του είτε λόγω περιορισμού του αιτήματος της αγωγής κατά συμμόρφωση του δικηγόρου προς έγγραφη εντολή του εντολέα του ή του αντιπροσώπου του», καθόσον η ανωτέρω διάταξη δεν αφορά την αμοιβή για σύνταξη επιταγής προς πληρωμή, για την οποία προβλέπει ειδικότερα η διάταξη του άρθρου 72 του ίδιου νόμου. Το ίδιο ισχύει και για τη διάταξη του άρθρου 59 περί συμφωνίας και λήψης αμοιβής με χρονοχρέωση. Εξάλλου, δεν μπορεί να συναχθεί από τη γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 72 του ν. 4194/2013 το συμπέρασμα ότι με αυτήν εννοείται ότι η αμοιβή για τη σύνταξη επιταγής προς πληρωμή έχει ήδη συμπεριληφθεί στην επιδικαζόμενη δικαστική δαπάνη, αφενός μεν διότι η δικαστική δαπάνη περιλαμβάνει όσα ορίζονται στα άρθρα 176 επ. ΚΠολΔ και αφορούν τις μέχρι τότε πραγματοποιηθείσες ενέργειες, αφετέρου δε διότι δεν είναι δυνατόν το δικαστήριο να καθορίζει αμοιβή για δικηγορικές ενέργειες που έπονται της έκδοσης της απόφασης μετά την οποία απεκδύεται της σχετικής εξουσίας, από μόνο το εικαζόμενο ενδεχόμενο της διενέργειάς τους, καθώς τυχόν μεταγενέστερες ενέργειες μόνο ενδεχόμενο είναι να λάβουν χώρα και το δικαστήριο, στο πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων 106 και 108 ΚΠολΔ, δεν μπορεί εκ των προτέρων ούτε να τις περιορίσει αλλά ούτε και να τις διατάξει ή να τις καθορίσει. Αλλά, επιπλέον, εάν ήθελε υποτεθεί ότι η αμοιβή για την επιταγή συμπεριλαμβάνεται στη δικαστική δαπάνη, αυτό θα σήμαινε ότι η αμοιβή αυτή θα επιβάρυνε τελικώς το δανειστή ή, αλλιώς, τον ίδιο το συντάξαντα δικηγόρο. Τέλος, η δυνατότητα αύξησης της αμοιβής ή μείωσης αυτής (άρθρα 98 παρ. 1 και 102 αντίστοιχα), προβλέπεται μεν στο ν. 4194/2013, αλλά η μείωση της αμοιβής συγχωρείται μόνο στην περίπτωση διογκωμένου αιτήματος της αγωγής (ΕφΠειρ 362/2021, ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6/17.4.2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι: «οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Με την νέα αυτή διάταξη ο αναθεωρητικός νομοθέτης επέλεξε να κατοχυρώσει ρητά, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα νομοθετικών περιορισμών, την εγγύηση εκείνη που είναι γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Απέκτησε έτσι ρητή συνταγματική υφή η αρχή αυτή, η οποία, ωστόσο, και προηγουμένως αναγνωριζόταν ως αρχή συνταγματικής ισχύος, που απορρέει από την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου, αλλά και από την ουσία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία, ως έκφραση της γενικότερης ελευθερίας του ατόμου, δεν πρέπει να περιορίζονται από την κρατική εξουσία περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για την προστασία των δημόσιων συμφερόντων. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, που αποτελεί κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αφού η έκταση της αρχής αυτής δεν περιορίζεται μόνο σε ορισμένες περιοχές του δικαίου, αλλά, και πριν από την ρητή συνταγματική της κατοχύρωση, διέτρεχε το σύνολο της έννομης τάξης και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Άλλωστε, με ρητή διατύπωση στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος η θεσπιζομένη από αυτήν προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου ισχύει και «στις σχέσεις των ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζει», επιλαμβάνονται της επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, να τις επιλύουν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα ανατιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα πρέπει, τα λαμβανόμενα μέτρα και οι έννομες συνέπειες, να είναι πρόσφορα (κατάλληλα) για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, αναγκαία, υπό την έννοια να συνιστούν μέτρο, το οποίο σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα, να επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον διάδικο, σε βάρος του οποίου απαγγέλλονται, και αναλογικά υπό στενή έννοια, δηλαδή να τελούν σε ανεκτή σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, προκειμένου η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν. Ενόψει τούτων, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ’ αυτήν, απευθύνεται και στον δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτήν ως δεσμευτική δικαιική αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές που διατρέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές (αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης κ.λπ.). Εξάλλου, η αρχή αυτή, ως διάχυτη στην έννομη τάξη, υπερβαίνει τα όρια της ρητής συνταγματικής κατοχύρωσής της, με την οποία πάντως αναδείχθηκε η σημασία της ως βασικής εγγύησης για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οφείλει δε ο δικαστής κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας, που άπτονται των δικαιωμάτων αυτών, να προστρέχει στο κρίσιμο για την όλη έννομη τάξη περιεχόμενο της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, που απορρέει από την αρχή της ισότητας και την αρχή του κράτους δικαίου. Αποτελεί την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος, όταν το ασκούμενο δικαίωμα υπερβαίνει τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλ. το ασκούμενο δικαίωμα έχει απολέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκησή του είναι απαγορευμένη. Επομένως, όπως και η κατάχρηση δικαιώματος, που αποτελεί απαγορευτικό κανόνα, και οριοθετεί αρνητικά την άσκηση των δικαιωμάτων, έτσι και η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κανόνα δικαίου (γενική νομική αρχή), η οποία προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πόσης φύσεως δικαιωμάτων και του ιδιωτικού δικαίου. Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλ. να μην υπερβαίνει τα όρια, όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με την συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί, γενική αρχή του δικαίου και μέσο ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας (ΑΠ 211/2017, ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 72 του ν. 4194/2013 εμφαίνεται ότι η βούληση του νομοθέτη ήταν να λειτουργήσει η διάταξη αυτή ως κίνητρο προς τον οφειλέτη να ικανοποιήσει τις αξιώσεις του δανειστή χωρίς την παρεμβολή της εκτελεστικής διαδικασίας και να αποφύγει την καταβολή σημαντικών ποσών ως αμοιβή της σύνταξης επιταγής προς εκτέλεση. Ουδόλως δε πρόκειται περί «διπλοπληρωμής» του ιδίου κονδυλίου, καθώς η δικαστική δαπάνη αφορά τα δικαστικά έξοδα και αμοιβή του δικηγόρου μέχρι τη στιγμή (συζήτησης και) έκδοσης της απόφασης ενώ η αμοιβή για σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση αφορά αμοιβή μεταγενέστερης δικηγορικής ενέργειας. Ούτε βεβαίως μπορεί να υποστηριχθεί ότι εφόσον συνταχθεί επιταγή προς εκτέλεση δεν εισπράττεται πλέον δικαστική δαπάνη αλλά μόνο η ισόποση αμοιβή για σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση, καθώς κάτι τέτοιο θα αποτελούσε ευθέως παραβίαση του διατακτικού της εκτελουμένης αποφάσεως αλλά και ζημία του επισπεύδοντος που δεν θα εισέπραττε τα καταβληθέντα δικαστικά έξοδα. Είναι προφανές, επομένως ότι η ρύθμιση του άρθρου 72 του ν. 4194/2013 υπηρετεί τον εύλογο νομοθετικό σκοπό της περιστολής των καθυστερήσεων και της δυστροπίας στις οικονομικές συναλλαγές, είναι πρόσφορη για την επίτευξη του στόχου αυτού και επιπρόσθετα τελεί σε εύλογη αναλογία προς αυτή, αφ’ ης στιγμής ο ηττηθείς διάδικος έχει πάντοτε τη δυνατότητα να συμμορφωθεί εκούσια προς το επιδικασθέν σε βάρος του ποσό εκουσίως, αποφεύγοντας την επιβάρυνση (ΕφΠειρ. 22/2020, ΝΟΜΟΣ, Σ. Σταματόπουλος, Ερμηνευτικά ζητήματα για τα όρια της εξουσίας του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται ανακοπής κατά της εκτέλεσης προς αναπροσαρμογή της δικηγορικής αμοιβής ως προς τη σύνταξη επιταγής προς πληρωμή, ΕλλΔνη 2018. 389 επ.). Η ανακόπτουσα με τον τρίτο λόγο ανακοπής της εκθέτει ότι με την ανακοπτόμενη από 02-06-2021 επιταγή προς εκτέλεση επιτάχθηκε να καταβάλει στους καθ’ ων, μεταξύ άλλων, για αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου τους για τη σύνταξη της ως άνω επιταγής τα ποσά των 26.200 ευρώ και 27.200 ευρώ, τα οποία ισούνται με το σύνολο των δικαστικών εξόδων που επιβλήθηκαν σε βάρος της με την υπ’ αριθ. 1/2020 διαιτητική απόφαση. Επίσης επικαλείται ότι το δικαίωμα των καθ’ ων να αξιώσουν την απόδοση της ως άνω αμοιβής ασκείται καταχρηστικά, διότι υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλονται από την αρχή της αναλογικότητας, την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό των διατάξεων των άρθρων 924, 932 και 975 ΚΠολΔ και για το λόγο αυτό ζητεί να μειωθεί η ως άνω αμοιβή στο προσήκον μέτρο, ήτοι στο ποσό των 100 ευρώ για κάθε επιταγή-αμοιβή που είναι ανάλογη με την επιστημονική εργασία, την αξία και το είδος της υπόθεσης, το χρόνο που απαιτήθηκε, τη σπουδαιότητα της διαφοράς και τις ειδικότερες περιστάσεις της υπόθεσης- και συνακόλουθα να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη επιταγή προς εκτέλεση κατά το υπερβάλλον συνολικό ποσό, δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 του ν. 4194/2013 που ορίζει ότι «Για τη σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση τίτλων εκτελεστών η αμοιβή του δικηγόρου ορίζεται στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης, όπως αυτή επιδικάστηκε από το δικαστήριο» αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Ο λόγος τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω υπό στοιχεία ΙΙΙ μείζονα σκέψη, η παραπάνω διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 του ν. 4194/2013, η οποία μετέβαλε τα μέχρι τη δημοσίευση του ως άνω νόμου (νέος Κώδικας Δικηγόρων) ισχύοντα σχετικά με την αμοιβή δικηγόρου για σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση [άρθρο 127 ν.δ. 3026/1954, όπως η διάταξη αυτή ερμηνεύτηκε και μετά την προσθήκη στην § 1 αυτού, που έγινε με το άρθρο 23 ν.δ. 3790/1957 (βλ. ΕφΘεσ 1826/2009 ΤΝΠ-Νόμος με τις εκεί παραπομπές)], δεν συναρτά το ύψος της αμοιβής του δικηγόρου από τη δυσχέρεια σύνταξης της επιταγής, αλλά καθορίζει αυτή σε συγκεκριμένο ποσό και θέτει ουσιαστικά, για πρώτη φορά, ένα συγκεκριμένο ανώτατο όριο αυτής, συναρτώμενο με την ήδη υπολογισθείσα από το δικαστήριο, κατ’ αναλογία με το αντικείμενο της εκάστοτε ένδικης υπόθεσης, δικαστική δαπάνη, αποτρέποντας ακριβώς τον αυθαίρετο και δυσανάλογο υπολογισμό της από τον συντάσσοντα αυτή δικηγόρο, ώστε δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας. Περαιτέρω, η παραπάνω διάταξη ουδόλως περιορίζει την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, καθόσον αποτελεί περαιτέρω συνέπεια της άσκησης από τον διάδικο, που ήδη προσέφυγε σε αυτή, μη βάσιμου ενδίκου μέσου ή βοηθήματος, ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι εν προκειμένω δεν τίθεται ζήτημα ούτε αναλογικής εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 59 παρ. 1 ν. 4194/2013 και συνακόλουθα αναπροσαρμογής του ύψους της αμοιβής του υπογράφοντος την επίδικη επιταγή προς πληρωμή πληρεξουσίου δικηγόρου για τη σύνταξη της και παροχή νομικής συμβουλής στο ελάχιστο νόμιμο όριο των 100 ευρώ, αφού η αναλογική εφαρμογή είναι επιτρεπτή, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, μόνο όταν διαπιστωθεί κενό νόμου, περίπτωση που δεν συντρέχει στην ένδικη υπόθεση, καθώς υπάρχει ρητή διάταξη η οποία ρυθμίζει επακριβώς τον τρόπο αμοιβής του πληρεξουσίου δικηγόρου του επισπεύδοντος για τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση, που ισούται όπως προαναφέρθηκε με το σύνολο της δικαστικής δαπάνης, όπως αυτή επιδικάσθηκε με την απόφαση του δικαστηρίου, εν προκειμένω δηλαδή με την υπ’ αριθ. 1/2020 απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου.
Από τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, από την υπ’ αριθ. …/20-06-2019 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος … ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ευαγγελίας Λεοντοπούλου, η οποία ελήφθη με πρωτοβουλία των καθ΄ ων και η οποία στην παρούσα δίκη λαμβάνεται υπόψη ως δικαστικό τεκμήριο, αφού δόθηκε στο πλαίσιο άλλης δίκης (ΑΠ 777/2020, ΝΟΜΟΣ) και από όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Μεταξύ της ανακόπτουσας ναυτιλιακής εταιρείας πλοίων αναψυχής με την επωνυμία «… και της πρώτης των καθ’ ων η ανακοπή ναυτιλιακής εταιρείας πλοίων αναψυχής με την επωνυμία «…» συνάφθηκε στις 12-06-2017 σύμβαση ναύλωσης γυμνού σκάφους και συγκεκριμένα του Ε/Γ-Τ/Ρ σκάφους «…» με ελληνική σημαία και αριθμό νηολογίου … και ειδικότερα η πρώτη των καθ’ ων ανέλαβε έκτοτε και έως την 10-05-2018 την εκμετάλλευση του πλοίου, σύμφωνα με τους διαλαμβανόμενους στο ναυλοσύμφωνο όρους, για την τήρηση των οποίων εγγυήθηκαν οι λοιποί των καθ’ ων … του …, … του … και … του …. Η σύμβαση αυτή δεν εξελίχθηκε ομαλά και στις 17-08-2017 η ανακόπτουσα – εκναυλώτρια κατήγγειλε αυτήν επικαλούμενη παράβαση των όρων του ναυλοσυμφώνου από την πρώτη των καθ’ ων και συγκεκριμένα τη μη καταβολή της πρώτης δόσης του συμφωνηθέντος ναύλου και τη μη προσκόμιση των αποδείξεων εξόδων του πλοίου. Τα μέρη προσέφυγαν στο διαιτητικό δικαστήριο, που συγκροτήθηκε σύμφωνα με τον όρο 17 του ναυλοσυμφώνου, ασκώντας η μεν πρώτη των καθ’ ων (ναυλώτρια) την από 17-05-2019 αγωγή κατά της ανακόπτουσας (εκναυλώτριας), η δε ανακόπτουσα την από 06-06-2019 αγωγή της κατά απάντων των καθ’ ων η ανακοπή. Επί των αγωγών εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1/2020 διαιτητική απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου (κατατεθείσα με την υπ’ αριθ. 1/03-12-2020 έκθεση στο Βιβλίο διαιτητικών αποφάσεων του Πρωτοδικείου Πειραιά) με την οποία α) έγινε εν μέρει δεκτή η από 17-05-2019 αγωγή της πρώτης των καθ’ ων, αναγνωρίστηκε η ακυρότητα της γενόμενης από 17-08-2017 καταγγελίας της σύμβασης και υποχρεώθηκε η ανακόπτουσα να καταβάλει στην πρώτη των καθ’ ων το ποσό των 53.177,91 ευρώ, λόγω αξίωσης αδικαιολογήτου πλουτισμού, το ποσό των 87.952,58 ευρώ, ως διαφυγόντα κέρδη και το ποσό των 26.200 ευρώ για δικαστικά έξοδα και β) απορρίφθηκε η από 06-06-2019 αγωγή της ανακόπτουσας κατά απάντων των καθ’ ων, υποχρεώνοντάς την να καταβάλει σε αυτούς το ποσό των 27.200 ευρώ ως δικαστικά έξοδα. Ακολούθως, αφού εκδόθηκε πρώτο εκτελεστό απόγραφο, οι καθ’ ων επέδωσαν στην ανακόπτουσα αντίγραφο αυτού με την κάτω από αυτό από 02-06-2021 επιταγή προς εκτέλεση, επιτάσσοντάς την να καταβάλει: α) στην πρώτη των καθ’ ων το συνολικό ποσό των 224.362,89 ευρώ και ειδικότερα 141.130,49 ευρώ για επιδικασθείσα απαίτηση, 24.815 ευρώ για τόκους, 26.200 για επιδικασθέντα δικαστικά έξοδα, 5.974 ευρώ για τέλη απογράφου, 26.200 ευρώ για αμοιβή του συντάξαντος την επιταγή δικηγόρου (κατ’ άρθρο 72 του Ν. 4194/2013) και 43,40 ευρώ για επίδοση αντιγράφου εξ απογράφου και β) σε άπαντες των καθ’ ων το συνολικό ποσό των 54.400 ευρώ και ειδικότερα 27.200 ευρώ για επιδικασθέντα δικαστικά έξοδα και 27.200 ευρώ για αμοιβή του συντάξαντος την επιταγή δικηγόρου (κατ’ άρθρο 72 του Ν. 4194/2013). Το ανωτέρω επικυρωμένο αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου με την από 02-06-2021 επιταγή προς εκτέλεση επιδόθηκε στην ανακόπτουσα με θυροκόλληση στο επί της οδού … στον γραφείο της, λόγω της μη ανεύρεσης σε αυτό του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας, ούτε του διευθυντή, υποδιευθυντή ή κάποιου άλλου υπαλλήλου ή εργαζόμενου (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών …). Ο ισχυρισμός της ανακόπτουσας ότι η από 02-06-2021 επιταγή προς πληρωμή που έχει καταχωρηθεί παρά πόδας του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. 1/2020 διαιτητικής απόφασης του διαιτητικού δικαστηρίου, δεν της επιδόθηκε ποτέ, άλλως δεν της επιδόθηκε νομότυπα, διότι αυτή έλαβε χώρα σε οίκημα στον Πειραιά, το οποίο δεν αποτελούσε γραφείο της δεν αποδεικνύεται από την ίδια που βαρύνεται με την απόδειξη του γεγονότος αυτού (χωρίς να είναι ανάγκη να προσβάλλει την έκθεση επίδοσης ως πλαστή, βλ. ΑΠ 1019/2009, ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, αναφορικά με τον ισχυρισμό της ότι η επίδοση έπρεπε, σε κάθε περίπτωση, να γίνει στην έδρα της εταιρείας της, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην ανωτέρω υπό στοιχείο Ι μείζονα σκέψη, σημασία για το νομότυπο της επίδοσης εγγράφων σε νομικά πρόσωπα δεν έχει ο τόπος ο οποίος, κατά το καταστατικό, φέρεται ως έδρα τους, αλλά σημασία έχει ο τόπος της εργασίας του εκπροσωπούντος το νομικό πρόσωπο φυσικού προσώπου που δεν είναι, κατά νόμο, απαραίτητο να βρίσκεται στον τόπο της, κατά το καταστατικό, έδρας της εταιρίας. Συνεπώς, είναι κατά νόμο δυνατό το γραφείο του νομίμου εκπροσώπου να είναι σε διαφορετικό τόπο από τον αναφερόμενο στο καταστατικό τόπο ως έδρα της εταιρίας. Κατόπιν αυτών, η ανωτέρω επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση έγινε νομότυπα στην ανωτέρω διεύθυνση, σύμφωνα με τις διατάξεις περί επιδόσεως εγγράφων σε νομικά πρόσωπα, με αποτέλεσμα οι επακολουθήσασες αυτής πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης να μην πάσχουν ακυρότητας. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της υπό κρίση ανακοπής ως προς το πρώτο μέρος του πρώτου σκέλους του πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν. Στη συνέχεια οι καθ’ ων προέβησαν σε αναγκαστική κατάσχεση του ως άνω σκάφους με την υπ’ αριθ. … έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά …, ορίστηκε δε ως ημερομηνία πλειστηριασμού με ηλεκτρονικά μέσα η 21η-07-2021. Από την υπ’ αριθ. …΄/10-07-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά … προκύπτει ότι ο δικηγόρος Μηνάς Δάρας έδωσε (μόνο) γραπτή παραγγελία για την επίδοση στην ανακόπτουσα-καθ’ ης η εκτέλεση αντιγράφου της ανωτέρω υπ’ αριθ. … έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου και όχι της απαιτούμενης από το άρθρο 927 ΚΠολΔ από 08-06-2021 εντολής προς εκτέλεση που συντάχθηκε παρά πόδας του πρωτοτύπου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της διαιτητικής απόφασης, η οποία υπογράφεται από τον δικηγόρο Μάρκο Δάρα. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της ανακοπής ως προς το δεύτερο σκέλος του τυγχάνει απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω, η ανακόπτουσα με την υπό κρίση ανακοπή προτείνει σε συμψηφισμό αξιώσεις της, ποσού 123.270,54 ευρώ για μη καταβληθέντες ναύλους, λόγω της ανώμαλης, από υπαιτιότητα της πρώτης των καθ’ ων, εξέλιξης της σύμβασης ναύλωσης για το χρονικό διάστημα έως 04-11-2017 (οπότε και επαναπαραδόθηκε το πλοίο), καθώς και ποσού 2.500 ευρώ για έξοδα μεταφοράς του σκάφους από τον τόπο επαναπαράδοσης (Σαντορίνη) στον συμβατικά συμφωνημένο τόπο επαναπαράδοσης (Λαύριο). Οι ανωτέρω προτεινόμενες, ωστόσο, σε συμψηφισμό αξιώσεις της ανακόπτουσας, κρίθηκαν με την υπ’ αριθ. 1/2020 διαιτητική απόφαση απορριπτέες ως παραγεγραμμένες. Σημειωτέον δε ότι στις αξιώσεις, που κρίθηκαν απορριπτέες ως παραγεγραμμένες, δυνάμει της ανωτέρω αποφάσεως, περιλαμβάνεται και η αξίωση της ανακόπτουσας για οφειλή ναύλων κατά το χρονικό διάστημα από την 12/06/2017 μέχρι την 18-08-2017, δεδομένου ότι το ποσό αυτό έχει συμπεριληφθεί στην αξίωση ναύλων του χρονικού διαστήματος από 12/06/2017 μέχρι και την 25/07/2017, συνολικού ποσού 126.905,14€ [το οποίο (ποσό) αναλύεται ως εξής: οφειλόμενος ναύλος που έπρεπε να πληρωθεί την 25-07-2017 ποσού 79.600 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 24% ποσού 19.400 και συνολικά ποσό 98.704 ευρώ + αναλογία της δεύτερης δόσης οφειλόμενου ναύλου για χρονικό διάστημα έως και την 18-08-2017 που έπρεπε να πληρωθεί στις 25-09-2017 ποσού (79.600χ18/63) 22.742,85 ευρώ, πλέον ΦΠΑ ποσού 5.458,28 και συνολικά ποσό 28.201,13 ευρώ). Επιπλέον, η πρώτη εκ των απαιτήσεων αυτών, που αφορά μη καταβληθέντες ναύλος του χρονικού διαστήματος έως 04-11-2017 απορρίφθηκε και ως νόμω αβάσιμη, με την επάλληλη αιτιολογία ότι δεν υφίσταται η αξίωση αυτή, διότι η πρώτη των καθ’ ων δεν βαρύνεται με υπαιτιότητα ως προς την ανώμαλη εξέλιξη της σύμβασης (βλ. σελ. 76 διαιτητικής απόφασης). Ειδικότερα, στην εν λόγω απόφαση αναφέρεται «ακόμη όμως και εάν γινόταν δεκτό ότι δεν είχαν υποπέσει στην ετήσια παραγραφή, οι εν λόγω αξιώσεις θα ετύγχαναν, εκτός από εκείνη που αφορά στις δαπάνες μετακίνησης του σκάφους από την Οία στο Λαύριο, απορριπτέες για τους ακόλουθους λόγους: Οι μεν απαιτήσεις i) για τη μη καταβολή δεδουλευμένων ναύλων από την 12/06/2017 μέχρι και την 25/07/2017 συνολικού ύψους 126.905,14€, ii) για αποζημίωση χρήσης του σκάφους (601 ΑΚ) για το χρονικό διάστημα από 18/08/2017 μέχρι και την 4η/11/2017, ημερομηνία επαναπαρόδοσης του σκάφους, συνολικού ύψους 75.965,40 ευρώ και iii) για αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η ενάγουσα εκναυλώτρια λόγω της πρόωρης λύσης της σύμβασης ναύλωσης γυμνού σκάφους συνολικού ύψους 25.537,45 €, το οποίο αντιστοιχεί στους ναύλους που θα εισέπραττε από την 25/09/2017 έως και την 10/05/2018, εάν δεν είχε προηγηθεί η καταγγελία της σύμβασης ναύλωσης γυμνού σκάφους, ως νόμω αβάσιμες, διότι σύμφωνα με την πλειοψηφική κρίση του Διαιτητικού Δικαστηρίου, όπως εκτίθεται αναλυτικώς κατά την εκτίμηση της υπό στοιχείο α΄ αγωγής (παρ. 38 έως 63 , ανωτέρω) η από 17 Αυγούστου 2017 καταγγελία της επίδικης σύμβασης ναύλωσης είναι άκυρη, αφού έλαβε χώρα χωρίς επίκληση σπουδαίου λόγου και καταχρηστική· επομένως η εναγομένη ναυλώτρια ουδέποτε παραβίασε την επίδικη σύμβαση ναύλωσης και ουδέποτε προκάλεσε υπαιτίως στην ενάγουσα εκναυλώτρια τις ως άνω ζημίες». Η απόφαση αυτή, παράγει δυσμενές δεδικασμένο ως την επάλληλη αυτή σκέψη που αυτοτελώς στηρίζει το διατακτικό της και ως εκ τούτου δεν δύναται η ανακόπτουσα να προτείνει σε συμψηφισμό την εν λόγω απαίτηση (ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 383/2017, ΤΝΠ Ισοκράτης). Όσον αφορά δε την αξίωση της ανακόπτουσας για τα έξοδα μεταφοράς του σκάφους, αυτή τυγχάνει απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθόσον από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε το ύψος αυτής. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος ανακοπής προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση ανακοπή κατά της επισπευδόμενης σε βάρος της ανακόπτουσας αναγκαστικής εκτέλεσης, που συντελέστηκε δια των ανωτέρω προσβαλλόμενων πράξεων. Τέλος, η ηττηθείσα ανακόπτουσα θα πρέπει να καταδικαστεί στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των καθ’ ων η ανακοπή, ενόψει της υποβολής οικείου αιτήματος από αυτούς, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63, 65, 66 και 68 του Ν. 4194/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ανακόπτουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των καθ’ ων η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων τετρακοσίων πενήντα (1.450) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις
H ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ