ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
3886/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(αρ. έκθ. κατ. κλήσης: 3112/1626/2020)
(αρ. έκθ. κατ. αγωγής: 866/485/2019)
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Αντιγόνη – Καλλιόπη Αδάμ, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 20 Απριλίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1. … για τους οποίους προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος Δικηγόρος Δημήτριος Χριστόπουλος (ΑΜ/ΔΣΑ 017899), δυνάμει του, από 05.10.2020, πληρεξούσιου εγγράφου κατά το άρθρο 96 ΚΠολΔ και δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ- ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1.Εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στην Παραλία … και εκπροσωπείται νόμιμα, 2. …, κατοίκου …, 3. …, κατοίκου … και 4. …, συζύγου …, κατοίκου …, για τους οποίους προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος Δικηγόρος Παναγιώτης Αρμαμέντος (ΑΜ/ΔΣΑ 020164), δυνάμει των, από 07.10.2020, πληρεξούσιων εγγράφων κατά το άρθρο 96 ΚΠολΔ και δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Οι καλούντες-ενάγοντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την τακτική διαδικασία, την από 30.01.2019, με γενικό αριθμό κατάθεσης 966/2019 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 485/2019, αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 4072/2019 απόφαση, με την οποία το Δικαστήριο κρίνοντας ότι φέρεται ενώπιόν του ναυτική διαφορά κηρύχθηκε αναρμόδιο και παρέπεμψε την αγωγή στο Ναυτικό Τμήμα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως δικαστήριο αποκλειστικής δικαιοδοσίας κατά τις διατάξεις των άρθρων 51 παρ. 2 και παρ. 3 Α και Β περ. β΄ του Ν. 2172/1993. Ήδη δε η αγωγή φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με την, από 01.06.2020, με γενικό αριθμό κατάθεσης 3312/2020 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 1626/2020, κλήση των εναγόντων, η συζήτηση της οποίας, μετά το πέρας των προθεσμιών των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, προσδιορίστηκε, δυνάμει της, από 19.01.2021, Πράξης ορισμού Δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, στη δικάσιμο της 23.02.2021, οπότε ματαιώθηκε συνεπεία της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω των έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από την πανδημία του Covid-19, ήδη δε η συζήτησή της επαναπροσδιορίστηκε οίκοθεν για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο με την υπ`αριθ. 1294/2021 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, δυνάμει του άρθρου 21 του Ν. 4786/2021 και γράφτηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα εισάγεται προς συζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, με την από 01.06.2020, με γενικό αριθμό κατάθεσης 3312/2020 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 1626/2020, κλήση των εναγόντων, η από 30.01.2019, με γενικό αριθμό κατάθεσης 966/2019 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 485/2019, αγωγή, που είχε κατατεθεί στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, κατά την τακτική διαδικασία, κατόπιν έκδοσης της υπ’ αριθ. 4072/2019 απόφασης με την οποία το παραπάνω Δικαστήριο κηρύχθηκε αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς. Κατά το άρθρο 681 ΑΚ, με τη σύμβαση έργου ο μεν εργολάβος έχει υποχρέωση να εκτελέσει το έργο, ο δε εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή, ενώ από τον συνδυασμό της παραπάνω διάταξης με εκείνες των άρθρων 374, 687 έως 690 και 694 του ΑΚ προκύπτει ότι, αν το έργο που εκτελέστηκε έχει ελλείψεις συμφωνημένων ιδιοτήτων ή πραγματικά ελαττώματα, ο εργοδότης έχει τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 687 έως 690 δικαιώματα, μεταξύ των οποίων η κατ’ άρθρο 690 ΑΚ αξίωση για αποζημίωση. Η αποζημίωση αυτή περιλαμβάνει κατ’ αρχήν τη δαπάνη στην οποία πρέπει να υποβληθεί για να αποκαταστήσει τις ελλείψεις, καθώς και το διαφυγόν κέρδος και κάθε παραπέρα ζημία του εργοδότη που συνδέεται αιτιωδώς με την ύπαρξη των ελλείψεων (ΑΠ 286/2020, 1654/2005, 156/2001 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠατρ 658/2004 ΑρχΝ 2005. 81). Την υπαιτιότητα δεν υποχρεούται να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο εργοδότης, αλλά ο εργολάβος επικαλούμενος έλλειψη υπαιτιότητας του ίδιου ή των προσώπων που χρησιμοποίησε για να εκτελέσει το έργο (ΑΠ 985/2015, ΑΠ 361/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 162/2014 Δικογραφία 2014.724, ΕφΠειρ 589/2013 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, η αποζημίωση του άρθρ. 690 ΑΚ συνιστά θετικό διαφέρον, δηλαδή συνίσταται σε ό,τι θα είχε ο εργοδότης αν είχε παραλάβει το έργο χωρίς πραγματικά ελαττώματα ή με τις συνομολογημένες ιδιότητες. Για το ζήτημα αυτό ενδιαφέρει αν ο εργοδότης κρατήσει το έργο, όποτε θα δικαιούται την καλούμενη «μικρή» αποζημίωση, ή αν αποδώσει το έργο, οπότε θα δικαιούται την καλούμενη «μεγάλη» αποζημίωση. Στα πλαίσια της «μικρής» αποζημίωσης ο εργοδότης μπορεί να ζητήσει: α. Την αντικειμενική μείωση της αγοραίας αξίας την οποία επιφέρει το ελάττωμα στο έργο. β. Την πλήρη δαπάνη διόρθωσης του πραγματικού ελαττώματος ή την αποκατάσταση της συνομολογημένης ιδιότητας ή τη δαπάνη επανεκτέλεσης του έργου. Σωρευτικά με τα κονδύλια αυτά ο εργοδότης μπορεί να ζητήσει την αποκατάσταση των έμμεσων ζημιών του (διαφυγόν κέρδος, ζημίες που υφίσταται σε άλλα πέρα από το έργο απόλυτα δικαιώματα ή έννομα αγαθά του. βλ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ. I., σε ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ, I. – ΚΟΡΝΗΛΑΚΗΣ, Π., Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, έκδ. 1992, τόμ. II, σελ. 258-259). Εξάλλου, η αθέτηση της σύμβασης καθεαυτή δεν συνιστά αδικοπραξία (ΑΠ 1501/2005 ΝΟΜΟΣ). Βέβαια αποτελεί πράξη παράνομη, όμως οι έννομες συνέπειες της παράβασης ρυθμίζονται όχι από τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, αλλά από τις διατάξεις για τη μη εκπλήρωση της παροχής (αδυναμία παροχής, υπερημερία οφειλέτη, πλημμελής εκπλήρωση της σύμβασης κλπ). Μερικές φορές είναι δυνατό ένα και το αυτό βιοτικό γεγονός να συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις τόσο της αθέτησης της σύμβασης, όσο και της αδικοπραξίας (π.χ. ο εργολάβος καταστρέφει από αμέλεια την ύλη που του χορηγεί ο εργοδότης). Στην περίπτωση αυτή το πραγματικό γεγονός υπόκειται σε πολλαπλή αξιολόγηση και αντιμετωπίζεται από διαφορετικές απόψεις. Πρόκειται για συρροή δικαιοπρακτικής και αδικοπρακτικής ευθύνης ή κατ` ορθότερη άποψη για μία ενιαία αξίωση αποζημίωσης με πολλαπλή νομική θεμελίωση (ΕφΠειρ 589/2013 ό.π., με περαιτέρω παραπομπές σε ΕφΑθ 108/1998 ΕλλΔνη 1998.1682, ΕφΑθ 5146/1998 ΕλλΔνη 1999.1192 και ΕφΑθ 1324/1993 ΕλλΔνη 1996.1672). Ειδικότερα, η επιλήψιμη συμπεριφορά του εργολάβου, που συνίσταται στην παράβαση των παρεπόμενων συμβατικών υποχρεώσεων του προστασίας (άρθρ. 288 ΑΚ) ή επιμέλειας ως προς τη χρήση της ύλης του εργοδότη (άρθρ. 685 § 1 ΑΚ) και που αποτελεί τη δικαιολογητική βάση για τη γέννηση της αξίωσης του τελευταίου προς αποκατάσταση της «περαιτέρω» ζημίας του μπορεί να συνθέτει παράλληλα και το «πραγματικό» της αδικοπραξίας, ώστε να γεννιέται από αυτήν αξίωση του εργοδότη για την κάλυψη της ίδιας ζημίας του με βάση τις σχετικές διατάξεις του ΑΚ. Και αυτό είτε η συμβατική αξίωση για την κάλυψη της «περαιτέρω» ζημίας του εργοδότη συγχωνεύεται με την αξίωση αποκατάστασης της περαιτέρω ζημίας του που βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια με την εκτέλεση του έργου που βαρύνεται με ελλείψεις -άρα με την μη προσήκουσα εκπλήρωση της σύμβασης- καθαυτήν (άρθρ. 690 ΑΚ) είτε ασκείται αυτοτελώς, παράλληλα και σωρευτικά με την άσκηση άλλου δικαιώματος του εργοδότη (όπως της υπαναχώρησης ή της μείωσης του τιμήματος). Πρόκειται σε όλες αυτές τις περιπτώσεις για συρροή αξιώσεων από σύμβαση και αδικοπραξία στην κυριολεξία. Για να υπάρχει όμως το φαινόμενο της συρροής αξιώσεων στην κυριολεξία είναι απαραίτητη η συνύπαρξη εδώ, της αξίωσης από την αδικοπραξία με τη συμβατική αξίωση για την κάλυψη της «περαιτέρω» ζημίας. Μόνον τότε πληρούνται πράγματι οι όροι της μορφής αυτής συρροής, που είναι, να υπάρχουν περισσότερες αξιώσεις, οι οποίες, παρ` όλο που καθεμιά τους πηγάζει από διαφορετική διάταξη νόμου, έχουν εντούτοις το ίδιο περιεχόμενο ως την έννομη συνέπεια του ίδιου βιοτικού συμβάντος, που συμβαίνει να αποτελεί στοιχείο της ίδιας νομοτυπικής υπόστασης όλων των διατάξεων που παράγουν αυτές τις αξιώσεις. Αντίθετα, η μη προσήκουσα (λόγω των ελλείψεων) εκτέλεση του έργου καθ` αυτήν (όπως λ.χ. η ελαττωματική εκτύπωση ελληνικών υπότιτλων σε ξενόγλωσσες κινηματογραφικές ταινίες, εφόσον δεν υπέστησαν οι ίδιες βλάβη, αλλά απλώς προέκυψε ζημία από την ματαίωση, εξαιτίας της κακής εκτέλεσης του έργου, της προγραμματισμένης προβολής τους, ή η ελαττωματική στεγανοποίηση του δώματος οικοδομής, όσον αφορά ειδικότερα τη ζημία που υπέστη ο εργοδότης εξαιτίας της δαπάνης του για τη διόρθωση του ελαττώματος ή της μείωσης της αξίας του διαμερίσματος) δεν προσφέρεται κατά κανόνα ως κοινό βιοτικό συμβάν για τη στοιχειοθέτηση παράλληλης αξίωσης από αδικοπραξία με το ίδιο περιεχόμενο. Είναι βέβαια αλήθεια ότι ο νόμος αποδοκιμάζει κάθε παράβαση, ενοχικής υποχρέωσης, με αποτέλεσμα η παράβαση αυτή να συνιστά, υπ`αυτή την έννοια, πράξη «παράνομη» (άδικη). Εντούτοις η «παρανομία» αυτή δεν εμπίπτει στην έννοια της παρανομίας του άρθρ. 914 ΑΚ, ώστε να είναι δυνατό να θεμελιώσει (παράλληλη) ευθύνη και με βάση αυτή τη διάταξη, άρα συρροή αξιώσεων στην κυριολεξία. Πρέπει με τη συμπεριφορά του οφειλέτη να παραβιάζεται παράλληλα, εκτός από τον συμβατικό – ατομικό, και άλλος γενικός κανόνας δικαίου, έτσι που να στοιχειοθετείται η κατ` άρθρ. 914 ΑΚ παρανομία και να ιδρύεται αυτοτελώς αδικοπρακτική ευθύνη, ακόμα και αν δεν υπήρχε ο συμβατικός κανόνας. Ενώ εξάλλου, για να συνιστά η παράλληλη ύπαρξη των δύο αξιώσεων το φαινόμενο της συρροής αξιώσεων στην κυριολεξία, πρέπει επιπλέον, το ίδιο βιοτικό συμβάν να πληροί, όπως προαναφέρθηκε, το «πραγματικό», τόσο της διάταξης που ιδρύει τη συμβατική ευθύνη, όσο και εκείνης που θεμελιώνει την αδικοπραξία (βλ. ΚΑΡΔΑΡΑ, ΑΘ., σε ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ, ΑΠ. – ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟ, Μ., Αστικός Κώδιξ, τόμ. III. άρθρ. 688-690. αριθμ. 29). Το τελευταίο όμως αυτό δεν συμβαίνει κατά κανόνα στην περίπτωση της αντισυμβατικής συμπεριφοράς, που συνίσταται στο βιοτικό περιστατικό της μη προσήκουσας (λόγω ελλείψεων) εκτέλεσης του έργου καθεαυτήν (ΑΠ 985/2015 ό.π., ΕφΠειρ 589/2013 ό.π.). Συμβαίνει αντίθετα, στην περίπτωση που συντρέχει -παράλληλα και σε αλληλουχία έστω με την μη προσήκουσα εκτέλεση- το βιοτικό περιστατικό της αθέτησης, από τον εργολάβο, της υποχρέωσης προστασίας που του επιβάλλουν οι κανόνες της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών κατ` άρθρ. 288 ΑΚ ή της ειδικής υποχρέωσης, στην περίπτωση της σύμβασης έργου, επιμελούς μεταχείρισης της ύλης του εργοδότη που βαρύνει τον εργολάβο δυνάμει του άρθρ. 685 §1 ΑΚ. Το βιοτικό αυτό περιστατικό συνιστά πράγματι ταυτόχρονα και παράβαση του γενικού κανόνα επιμέλειας που επιβάλλουν στον εργολάβο, όχι ως αντισυμβαλλόμενο του εργοδότη στη συγκεκριμένη σύμβαση έργου, αλλά με την ιδιότητά του ως υποκειμένου του δικαίου εν γένει, οι ίδιοι αυτοί κανόνες, ως περιορισμό της, γενικής ελευθερίας προς δράση (άρθρ. 281 ΑΚ). Επομένως συνιστά και παρανομία κατ` άρθρ. 914 ΑΚ (βλ. ΔΕ- ΛΗΓΙΑΝΝΗ, I., ό.π. σελ. 264-266). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, με ποινή το απαράδεκτο, εκτός από άλλα στοιχεία και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν κατά νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, με ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο ώστε να παρέχεται στον μεν εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα έλεγχου του βάσιμου κατά το νόμο της αγωγής. Ειδικά, για τη θεμελίωση και το ορισμένο της αγωγής του εργοδότη κατά του εργολάβου, με την οποία επιδιώκεται αποζημίωση λόγω ελλείψεων και κακοτεχνιών του εκτελεσθέντος έργου από υπαιτιότητα του τελευταίου, πρέπει να εκτίθενται σ’ αυτή, εκτός των άλλων, οι ελλείψεις οι οποίες θεμελιώνουν, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις, την αγόμενη προς κρίση αξίωση του ενάγοντος εργοδότη, χωρίς ν’ απαιτείται επίκληση και της υπαιτιότητας του εργολάβου, η ζημία και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αυτής και των ελλείψεων και κακοτεχνιών του εκτελεσθέντος έργου, καθώς και τα αναγκαία στοιχεία για τον προσδιορισμό της θετικής και αποθετικής ζημίας του ζημιωθέντος (ΑΠ 926/2004 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΛαρ 23/2004 ΕλλΔνη 45. 827, ΕφΑθ 3534/2003 ΕλλΔνη 2004. 585). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 224 εδ. β του ΚΠολΔ είναι επιτρεπτή η από τον ενάγοντα συμπλήρωση, διευκρίνιση ή διόρθωση των ισχυρισμών του με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης ή με τις προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αρκεί να μην μεταβάλλεται η βάση της αγωγής. Από την τελευταία αυτή διάταξη, η οποία αποσκοπεί στο να αποτρέψει την απόρριψη αγωγών ως αορίστων, συνεπεία της ανεπαρκούς ή ασαφούς διατύπωσης των περιεχομένων στην αγωγή ισχυρισμών, πράγμα που αντιβαίνει στην αρχή της οικονομίας της δίκης, χωρίς όμως παράλληλα η δυνατότητα αυτή του ενάγοντος να εξικνείται και μέχρι την αναπλήρωση ελλειπόντων ισχυρισμών από την εκ τούτου αόριστη αγωγή, πράγμα που θα αιφνιδίαζε ανεπιτρέπτως τον εναγόμενο, σε συνδυασμό και με εκείνη του άρθρου 236 του ΚΠολΔ [που απευθύνεται προς τον διευθύνοντα τη συζήτηση δικαστή] συνάγεται ότι ο ενάγων μπορεί να συμπληρώσει με τις πρωτόδικες προτάσεις του ή με προφορική του δήλωση στο ακροατήριο την ατελή έκθεση των ισχυρισμών του, θεραπεύοντας έτσι την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής που αναφέρεται στη συγκεκριμενοποίηση των θεμελιωτικών αυτής γεγονότων, όχι όμως και τη νομική αοριστία αυτής (ΑΠ 556/2009, ΑΠ 273/2009, ΑΠ 184/2007, ΑΠ 842/2005, ΑΠ 1604/2002). Δηλαδή η ανωτέρω απαγόρευση, κατά τη διάταξη του άρθρου 224 εδ. α του ΚΠολΔ, της μεταβολής της ιστορικής βάσης της αγωγής, αναφέρεται μόνο σε ουσιώδες πραγματικό περιστατικό της ιστορικής βάσης της αγωγής, δηλαδή σε περιστατικό το οποίο, μόνο του ή από κοινού με άλλα, στηρίζει το αγωγικό αίτημα. Έτσι, δεν συνιστά απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής η συγκεκριμενοποίηση αόριστης νομικής έννοιας (όπως η αμέλεια, ο δόλος κλπ.) από τον ενάγοντα ή από το δικαστήριο με βάση τα ειδικότερα περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν τη σχετική αόριστη νομική έννοια, ούτε [σε περίπτωση αγωγής από αδικοπραξία] η εναλλαγή μεταξύ δόλου και αμέλειας, ως στοιχείου προσδιοριστικού της μορφής της υπαιτιότητας, στην οποία (μορφή υπαιτιότητας) προβαίνει το δικαστήριο από την εκτίμηση των αποδείξεων, χωρίς εντεύθεν να επέρχεται μεταβολή της βάσης της αγωγής (ΑΠ 1781/2006, ΑΠ 1013/2005), με την επιφύλαξη βεβαίως της περίπτωσης που η γέννηση της αξίωσης από αδικοπραξία προϋποθέτει κατά νόμο ορισμένη μορφή υπαιτιότητας, όπως δόλο, ούτε η επίκληση από τον ενάγοντα και η παραδοχή από το δικαστήριο για τη συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματός του και νέων γεγονότων, τα οποία διασαφηνίζουν ουσιώδεις αγωγικούς ισχυρισμούς ή συνιστούν μη αυτοτελή παραλλαγή της αρχικής ιστορικής αιτίας και δεν αναιρούν την ταυτότητα του βασικού βιοτικού συμβάντος, που στηρίζει το αίτημα της αγωγής (ΑΠ 837/2019, 1152/2017, ΑΠ 910/2017, ΑΠ 517/2017, ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 1404/2008). Στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγοντες, με την υπό κρίση αγωγή, όπως αυτή παραδεκτά διορθώνεται και συμπληρώνεται με τις προτάσεις τους (224 εδ. β ΚΠολΔ), εκθέτουν ότι, δυνάμει της από 04.05.2018, σύμβασης έργου που καταρτίστηκε στη … Αττικής μεταξύ του πρώτου εξ αυτών και του δεύτερου και τρίτου των εναγομένων, ομορρύθμων εταίρων της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, οι τελευταίοι ανέλαβαν, στο πλαίσιο της δραστηριότητάς τους ως ναυπηγοί και επισκευαστές θαλασσίων σκαφών, εκμεταλλευόμενοι το ναυπηγείο …, τη συντήρηση και παράδοση, έτοιμου προς πλου, ενός ξύλινου σκάφους, τύπου τρεχαντήρι, με το όνομα «Τ/Ρ – Α/Ψ …», ΝΠ …, ιδιοκτησίας του, αντί συνολικής αμοιβής ποσού 6.250,00€. Ότι, ενώ ο ίδιος εξόφλησε πλήρως την εργολαβική αμοιβή των εναγομένων, αυτοί του παρέδωσαν το έργο με ελλείψεις και συγκεκριμένα χωρίς να έχουν στεγανοποιήσει αυτό με τεχνικά πρόσφορη προς τούτο μέθοδο. Ότι οι ως άνω ελλείψεις του έργου είχαν ως αποτέλεσμα την εισροή υδάτων στα στεγανά του σκάφους και εν συνεχεία στη μηχανή του κατά τη διάρκεια που αυτό εκτελούσε πλου προς την Αρχαία Επίδαυρο, με κυβερνήτη τον ίδιο και επιβαίνουσα τη σύζυγό του, συνεπεία της οποίας η ζωή αμφοτέρων τέθηκε σε άμεσο και σοβαρό κίνδυνο. Ότι παρά το γεγονός ότι οι εναγόμενοι γνώριζαν ότι το σκάφος δεν ήταν ακόμη αξιόπλοο και όφειλαν να μην παραδώσουν αυτό μέχρι να αποκαταστήσουν το πρόβλημα της εισροής των υδάτων, εντούτοις προέτρεψαν τον πρώτο να ταξιδέψει με αυτό διαβεβαιώνοντάς τον ότι ήταν αξιόπλοο και ασφαλές. Ότι η ως άνω αντισυμβατική συμπεριφορά των εναγομένων συνιστά παράλληλα και αδικοπραξία και δη την αξιόποινη πράξη της απάτης, καθώς οι εναγόμενοι, προκειμένου να εισπράξουν παράνομο περιουσιακό όφελος και δη τη συμφωνηθείσα εργολαβική αμοιβή, διαβεβαίωσαν εν γνώσει τους ψευδώς τον ενάγοντα ότι το έργο είχε πλήρως και προσηκόντως αποπερατωθεί και έθεσαν εν γνώσει τους σε κίνδυνο τη ζωή του ίδιου και της συζύγου του, περαιτέρω δε διέπραξαν το αδίκημα της διακεκριμένης φθοράς ξένης ιδιοκτησίας (απρόκλητη φθορά – 38 παρ. 2 περ. β ΠΚ) προξενώντας φθορές στο σκάφος του, το οποίο αποτελεί αντικείμενο μεγάλης αξίας. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, οι ενάγοντες ζητούν, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού της αγωγής τους, με δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου τους δια των προτάσεών τους (άρθ. 223, όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, ΦΕΚ Α΄87/23.07.2015, 295§1 Κ.Πολ.Δ.) με την τροπή του καταψηφιστικού αιτήματός της σε έντοκο αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων, ως αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ευθυνόμενων, οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτη, ως ομόρρυθμοι εταίροι της πρώτης, να καταβάλουν στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 24.140,00€ για την αποκατάσταση της θετικής περιουσιακής του ζημίας λόγω της εισροής υδάτων στο σκάφος τους, ήτοι της δαπάνης διενέργειας των εκτιθέμενων στο αγωγικό δικόγραφο εργασιών και προμήθειας ανταλλακτικών, καθώς και το ποσό των 6.250,00€ που κατέβαλε στους εναγόμενους, ως εργολαβική αμοιβή και να αναγνωριστεί η υποχρέωσή τους, ευθυνομένων ως ανωτέρω, να καταβάλουν σε έκαστο των εναγόντων το ποσό των 75.000,00€, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν συνεπεία της σε βάρος τους αδικοπραξίας, λαμβανομένης υπόψην, πέραν των προαναφερθέντων, και της προσβολής της υπόληψης και της αξιοπρέπειάς τους, που προκλήθηκε από τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και την εξέτασή τους ως υπόπτων για τη διάπραξη σημαντικών ποινικών αδικημάτων (παρακώλυση υδάτινης συγκοινωνίας, πρόκληση με πρόθεση ναυαγίου), όλα δε τα ανωτέρω ζητούν νομιμότοκα από την 22.06.2018, ήτοι την ημέρα παράδοσης του έργου και τέλεσης των αναφερόμενων στην αγωγή αδικοπραξιών, άλλως από την επίδοση της αγωγής έως την ολοσχερή εξόφληση. Ζητούν, επίσης, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική τους δαπάνη. Με τα προεκτιθέμενα ως περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 8, 9, 10, 12 παρ. 1 και 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρο 51§2 εδ.α , §3 Α, Β περ. β Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) και είναι, σύμφωνα και με τα μνημονευόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου αιτιάσεων των εναγομένων, καθόσον αναφέρονται σ’ αυτή (αγωγή) οι οφειλόμενες σε υπαιτιότητα των δεύτερου και τρίτου των εναγομένων ελλείψεις του ένδικου έργου που θεμελιώνουν την αγωγική αξίωση προς αποζημίωση κατά τη συμβατική βάση, όλα τα αναγκαία στοιχεία για τον προσδιορισμό της επικαλούμενης θετικής ζημίας και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αυτής και των ελλείψεων και κακοτεχνιών του παραδοθέντος έργου, και νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 70, 71, 297, 298, 299, 330, 346, 481 επ., 681 επ., 690, 914, 922 και 932 ΑΚ, 68, 70, 74, 176, 191§2, 218 ΚΠολΔ και 249§1 Ν. 4072/2012. Ωστόσο, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη η αδικοπρακτική βάση της αγωγής κατά το μέρος που ερείδεται στην αξιόποινη πράξη της απάτης και σε αυτή της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, ως προς την πρώτη πράξη προεχόντως για τον λόγο ότι δεν συντρέχει ο σκοπός παράνομου περιουσιακού οφέλους δοθέντος ότι, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η παράδοση του έργου με ελλείψεις, είτε πρόκειται για έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων είτε για ουσιώδη ή επουσιώδη ελαττώματα του έργου, δεν απαλλάσσει τον εργοδότη από την υποχρέωση καταβολής της εργολαβικής αμοιβής, ακόμη και αν πρόκειται για έργο άχρηστο, ούτε ο εργοδότης μπορεί να αποποιηθεί το προσφερόμενο σ` αυτόν ελαττωματικό έργο, ώστε να αποφύγει έτσι την καταβολή αμοιβής, αλλά έχει μόνο τα προβλεπόμενα στα άρθρα 688-690ΑΚ δικαιώματα, ενώ όσον αφορά τη δεύτερη πράξη διότι η αξιόποινη πράξη της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, ως έγκλημα τέλεσης, προϋποθέτει για την πλήρωση της αντικειμενικής του υπόστασης ορισμένη πράξη, ήτοι θετική συμπεριφορά, που συνίσταται σε ορισμένη μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο και ειδικότερα στην καταστροφή ή βλάβη ξένου κινητού πράγματος, που δεν εκτίθεται εν προκειμένω, ούτε δε οι ενάγοντες εκθέτουν στην αγωγή τα αναγκαία στοιχεία θεμελίωσης της δια παραλείψεως τέλεση του εν λόγω αδικήματος. Επίσης, ως μη νόμιμο πρέπει να απορριφθεί το αγωγικό κονδύλιο αποζημίωσης ποσού 6.250,00€ για την εργολαβική αμοιβή που κατέβαλε ο πρώτος ενάγων, αφού, σύμφωνα με τα ανωτέρω, αυτός, ως εργοδότης, δεν απαλλάσσεται από τη σχετική υποχρέωση σε περίπτωση παράδοσης έργου με ελλείψεις, καθώς και το παρεπόμενο αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το οποίο κατέστη μη νόμιμο μετά τον ως άνω περιορισμό της αγωγής, αφού με προσωρινή εκτελεστότητα εξοπλίζονται οι καταψηφιστικές και όχι οι αναγνωριστικές αποφάσεις, η ενέργεια των οποίων εξαντλείται στο δεδικασμένο που απορρέει από αυτές (ΕφΠειρ 1014/1992 ΑρχΝ 1993.63, ΕφΑθ 3702/1986 ΕλλΔνη 1986.706). Επομένως, πρέπει η κρινόμενη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι μετά τον περιορισμό του αιτήματός της δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 692 ΑΚ, μετά την έγκριση του έργου από τον εργοδότη ο εργολάβος απαλλάσσεται από κάθε ευθύνη για τις ελλείψεις του, εκτός αν αυτές δεν μπορούσαν να διαπιστωθούν με κανονική εξέταση όταν έγινε η παραλαβή του έργου ή αν ο εργολάβος τις απέκρυψε με δόλο. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η έγκριση προϋποθέτει παράδοση του έργου και μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή. Ρητή είναι η έγκριση όταν ο εργοδότης επιδοκιμάζει το έργο και δηλώνει ότι αυτό είναι σύμφωνο με τις προδιαγραφές της εργολαβικής σύμβασης, ενώ σιωπηρή είναι η έγκριση που συνάγεται από την ανεπιφύλακτη παραλαβή του έργου από τον εργοδότη. Ως κανονική εξέταση νοείται η εξέταση που γίνεται είτε από τον ίδιο τον εργοδότη (ή από τον αντιπρόσωπο του εργοδότη ή από άλλο πρόσωπο που όρισε ο εργοδότης για αυτόν τον σκοπό), είτε από πρόσωπο που διαθέτει τις αναγκαίες ειδικές γνώσεις για την εξέταση του έργου, όταν πρόκειται για περιπτώσεις, όπου οι ελλείψεις του έργου, κατά τη συναλλακτική καλή πίστη, δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτές από άτομο που δεν διαθέτει τέτοιες γνώσεις. Παρά την έγκριση του έργου από τον εργοδότη, ο εργολάβος ευθύνεται για τις ελλείψεις του έργου α) εάν αυτές δεν μπορούσαν κατά την παραλαβή του έργου να διαγνωστούν με την προαναφερόμενη κανονική εξέταση (ανεξάρτητα αν αυτή έγινε ή όχι) και β) εάν κατά την παραλαβή ο εργολάβος απέκρυψε με δόλο τις ελλείψεις, δηλαδή εμφάνισε το έργο σαν άρτια εκτελεσμένο, αποσιωπώντας τις μη εμφανείς ελλείψεις του με συνείδηση ότι ο εργοδότης αγνοεί την ύπαρξή τους και αδυνατεί να τις εντοπίσει και με την απατηλή προαίρεση να επωφεληθεί ο ίδιος από τη σχετική άγνοια του εργοδότη και να αποκομίσει επιλήψιμα τη συμφωνημένη αμοιβή (ΑΠ 1129/2017, ΑΠ 447/2016, ΑΠ 1511/2014, ΑΠ 226/2012, ΑΠ 679/2010 ΝΟΜΟΣ). Από δικονομική άποψη, ο ισχυρισμός που προβάλλει ο εναγόμενος εργολάβος, προς απόκρουση αγωγής που στηρίζεται στα άρθρα 688 – 690, ότι ο ενάγων εργοδότης ενέκρινε το έργο χωρίς επιφύλαξη και έτσι απαλλάσσεται αυτός από την ευθύνη για ελλείψεις του έργου, συνιστά ένσταση, ενώ ο ισχυρισμός του ενάγοντος εργοδότη ότι, παρά την έγκριση του έργου από αυτόν, εξακολουθεί να υπάρχει ευθύνη του εναγομένου εργολάβου, λόγω του ότι οι ελλείψεις του έργου δεν μπορούσαν να διαγνωσθούν με κανονική εξέταση κατά το χρόνο της παραλαβής ή ότι αυτές από τη φύση τους δεν μπορούσαν παρά να διαγνωσθούν βραδύτερα ή ότι ο εναγόμενος απέκρυψε τις ελλείψεις με δόλο, συνιστά αντένσταση κατά της σχετικής ενστάσεως του εναγομένου (ΑΠ 1309/2018, ΕφΑθ 77/2009, σε ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, επί της αγωγής από τη διάταξη του άρθρου 690 του ΑΚ εργοδότη περί αποζημίωσης που στηρίζεται στην ύπαρξη ελλείψεων του έργου, που εκτέλεσε ο εναγόμενος εργολάβος, ο ισχυρισμός του τελευταίου, ότι αποκλειστικά υπαίτιος της ζημίας του τυγχάνει ο ενάγων εργοδότης, γιατί οι ελλείψεις είναι αποτέλεσμα των οδηγιών του που έδωσε κατά την εκτέλεση του έργου, παρά τις αντιρρήσεις του εργολάβου, είτε κατ’ άλλο τρόπο, συνιστά ένσταση καταλυτική από τη διάταξη του άρθρου 691 του ΑΚ, ενώ ο ισχυρισμός του ίδιου (εργολάβου), ότι στην επέλευση της ζημίας συνετέλεσε και ίδιον πταίσμα του ενάγοντος εργοδότη, συνιστά επίσης αυτοτελή ισχυρισμό, που θεμελιώνει ένσταση από την διάταξη του άρθρου 300 του ΑΚ, καταλυτική εν όλω ή εν μέρει της αγωγής (ΑΠ 2238/2009). Εν προκειμένω οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι οι ίδιοι απαλλάσσονται από οποιαδήποτε ευθύνη για τυχόν ελλείψεις του συμφωνηθέντος με τον ενάγοντα έργου, καθώς ο τελευταίος παρέλαβε ανεπιφύλακτα το σκάφος του εγκρίνοντας αυτό με την υπογραφή και σχετικού σημειώματος, το οποίο επέχει θέση πρακτικού παράδοσης – παραλαβής και εξοφλώντας πλήρως τη συμφωνηθείσα εργολαβική αμοιβή. Ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει νόμιμος, κατ΄ άρθρο 692 του ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί και κατ’ ουσίαν. Προσέτι δε, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι αποκλειστικά υπαίτιος για το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα τυγχάνει ο πρώτος ενάγων, ισχυρισμός που συνιστά ένσταση ως προς την ερειδόμενη στη σύμβαση έργου βάση της αγωγής (691ΑΚ) και άρνηση ως προς την αδικοπρακτική της βάση, άλλως ότι αυτός είναι συνυπαίτιος κατά ποσοστό 95%, καθότι μολονότι παρατήρησε την εισροή θαλασσίου ύδατος στους εσωτερικούς χώρους του σκάφους, ωστόσο έλαβε την απόφαση να καθελκύσει και να θέσει αυτό εν πλω, χωρίς μάλιστα να αναθέσει σε ναυπηγό, δοθέντος ότι ο ίδιος δεν έχει τις απαιτούμενες ειδικές γνώσεις, την επιθεώρηση του σκάφους του. Ο ισχυρισμός αυτός περί συνυπαιτιότητας, τυγχάνει νόμιμος, κατ΄ άρθρο 300 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Τέλος, ο ισχυρισμός που προβάλουν οι εναγόμενοι περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθώς τα πραγματικά περιστατικά που εκθέτουν στο πλαίσιο αυτού και αληθή υποτιθέμενα δεν καθιστούν τις επίδικες αξιώσεις καταχρηστικές υπό την έννοια του άρθρου 281 του ΑΚ, αλλά λαμβάνονται υπόψην στο πλαίσιο του προηγούμενου ισχυρισμού, περί συνυπαιτιότητας του ενάγοντος.
Από όλα, ανεξαιρέτως, τα έγγραφα που προσκομίζουν, με επίκληση, οι διάδικοι, από την προσκομιζόμενη, με επίκληση, από τον ενάγοντα, υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που δόθηκε μετά από προηγούμενη νόμιμη κλήτευση των εναγομένων (βλ. τις υπ’ αριθ. …/06.05.2019 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …, σε συνδυασμό με την, από 06.05.2019, κλήση προς τους εναγόμενους) και από τις προσκομιζόμενες, με επίκληση, από τους εναγόμενους, υπ’ αριθ. … ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, οι οποίες δόθηκαν μετά από προηγούμενη νόμιμη κλήτευση των εναγόντων (βλ. τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …, σε συνδυασμό με την, από 25.04.2019 κλήση προς τους ενάγοντες), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: ο πρώτος ενάγων τυγχάνει ιδιοκτήτης ενός ξύλινου σκάφους, τύπου τρεχαντήρι, με το όνομα «Τ/Ρ-Α/Ψ …», με αριθμό Νηολογίου …, κ.ο.χ. 16.053, έτους ναυπήγησης 1992, το οποίο φέρει μία μηχανή τύπου ΜΕΚ PERKINS M 135, ιπποδύναμης 120 BHP. Συγκεκριμένα ο ενάγων, ο οποίος δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στον χώρο της εστίασης, αγόρασε το ως άνω σκάφος το έτος 2015 και αφού προηγουμένως το ανακαίνισε, χρησιμοποιούσε αυτό ερασιτεχνικά, για πλόες αναψυχής. Στις 04.05.2018 κατήρτισε με τον δεύτερο και τρίτο των εναγομένων, οι οποίοι τυγχάνουν αδέλφια και ομόρρυθμοι εταίροι -ο δεύτερος και διαχειριστής- της πρώτης εναγομένης, η οποία εκμεταλλεύεται το ναυπηγείο …, σύμβαση συντήρησης του ως άνω σκάφους του ενάγοντος, αντί συνολικής αμοιβής ποσού 6.250,00€. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την, από 04.05.2018, έγγραφη προσφορά του ναυπηγείου, την οποία αποδέχθηκε ο ενάγων, η εναγομένη ανέλαβε εργολαβικά τις ακόλουθες εργασίες: ανέλκυση-καθέλκυση (300€), υδροβολή γάστρας (50€), τρίψιμο βάψιμο μοράβια δύο χέρια + primer με υλικά (650€), καθάρισμα αξόνων – προπέλα (50€), αφαίρεση βερνίκι – επαναβαφή με υλικό πολυορεθανικό, κουπαστές – πλώρη – πρύμνη- μπαμπαδάκια (3.000€), εξωτερικές βαφές (με το υλικό να επιβαρύνει τον πελάτη) (1.200€), βαρδάρια και μάπες (υλικό-εργασία) (1.000€), τοποθέτηση μάτι (υλικό – εργασία) με την προϋπόθεση ότι κάνει για τρεχαντήρι – εργασία που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε- ως χρόνος δε αποπεράτωσης του έργου συμφωνήθηκε κατ’ ελάχιστον διάστημα 30 ημερών. Σε εκτέλεση της ως άνω σύμβασης ο ενάγων προκατέβαλε την ίδια ημέρα το ποσό των 2.000,00€, στις 09.05.2018 κατέβαλε ποσό 1.000,00€ και εξόφλησε την αμοιβή με την καταβολή ποσού 3.250,00€ στις 22.06.2018, οπότε και παρέλαβε το σκάφος. Συγκεκριμένα, η εναγομένη ειδοποίησε τον ενάγοντα στις 21.06.2018 να παραλάβει το σκάφος του το πρωί της επομένης ημέρας, κατά την οποία ο τελευταίος πράγματι μετέβη στις εγκαταστάσεις του ναυπηγείου και με τη συνδρομή του δεύτερου και τρίτου των εναγομένων, καθέλκυσαν το σκάφος στη θάλασσα, με σκοπό αυτός και η σύζυγός του, δεύτερη ενάγουσα, να αποπλεύσουν άμεσα με αυτό και να ταξιδέψουν στην Αρχαία Επίδαυρο. Ωστόσο, όταν το σκάφος βρέθηκε στη θάλασσα ο ενάγων διαπίστωσε μικρή ποσότητα νερού στις σεντίνες, αμέσως δε επισήμανε το πρόβλημα στους ως άνω εναγόμενους, οι οποίοι, αφού επιθεώρησαν πρόχειρα το σκάφος, καθησύχασαν τον ενάγοντα αναφέροντάς του ότι η εισροή υδάτων είναι σύνηθες φαινόμενο κατά την καθέλκυση ενός ξύλινου σκάφους που βρίσκεται έξω από το νερό για κάποιο χρονικό διάστημα, συνέστησαν δε σε αυτόν να παραλάβει το σκάφος αργότερα και δη μετά την πάροδο τριών ωρών, προκειμένου αυτό να «στανιάρει», ήτοι να γίνει «σύσφιξη» των αρμών μεταξύ των μαδεριών του εξωτερικού του περιβλήματος («πέτσωμα»). Ο ενάγων πράγματι αποχώρησε από τον χώρο του ναυπηγείου και όταν επέστρεψε αντιλήφθηκε έναν αλλοδαπό εργαζόμενο της εναγομένης να βυθίζει νάιλον σακούλες γεμισμένες με πριονίδι περιμετρικά του σκάφους και στο ύψος της ίσαλου γραμμής του, μέθοδος που όπως πληροφορήθηκε από τους δεύτερο και τρίτο των εναγομένων, συνέβαλε στο γρήγορο «στανιάρισμα» του σκάφους. Ακολούθως οι ως άνω εναγόμενοι συνέστησαν στον ενάγοντα να θέσει σε λειτουργία τις αντλίες του σκάφους προκειμένου να γίνει απάντληση των υδάτων που υπήρχαν εντός αυτού και αφού επανέλαβαν για μία ακόμη φορά τη μέθοδο με το πριονίδι για την πλήρωση τυχόν κενών μεταξύ των μαδεριών διαβεβαίωσαν αυτόν ρητώς ότι το σκάφος ήταν πλέον απολύτως ασφαλές για να ταξιδέψει. Βασιζόμενος στις διαβεβαιώσεις των εναγομένων και εμπιστευόμενος τις εξειδικευμένες γνώσεις και τη μακρόχρονη εμπειρία που επικαλούνταν οι τελευταίοι ο ενάγων απέπλευσε με το σκάφος του, μαζί με τη σύζυγό του, με προορισμό την Αρχαία Επίδαυρο. Ωστόσο, μετά την πάροδο 40 λεπτών από την αναχώρησή τους ο ενάγων αντιλήφθηκε εισροή υδάτων στα στεγανά του σκάφους, στις σεντίνες του μηχανοστασίου και προσπαθούσε να τα αποβάλει από αυτό, πλην όμως τούτο δεν κατέστη εφικτό, εν συνεχεία δε, καθώς νύχτωνε και επικρατούσε έντονος κυματισμός, ευρισκόμενος ανοιχτά της Νήσου Κυράς Σαρωνικού Κόλπου κάλεσε σε βοήθεια μέσω VHF, ενώ το σκάφος έμεινε ακυβέρνητο λόγω των υδάτων που εισέρευσαν στη μηχανή του. Κατόπιν της κλήσης του ενάγοντος κατέπλευσε στο σημείο, στις 21.15΄, το ΠΛΣ-704 της Λιμενικής Αρχής Αρχαίας Επιδαύρου, το οποίο είχε ενημερωθεί από τον Θάλαμο Επιχειρήσεων στις 20.20΄ και το οποίο περισυνέλλεξε τους ενάγοντες και τους μετέφερε στην περιοχή της Αρχαίας Επιδαύρου, παράλληλα δε μετέβησαν στο σημείο που βρισκόταν ακυβέρνητο το σκάφος το ΠΛΣ-120 του Λιμεναρχείου Αίγινας και το σκάφος «…», ιδιοκτησίας …, προς συνδρομή – παροχή βοήθειας. Ακολούθως, καθώς στο σκάφος του ενάγοντος είχε εισέλθει αρκετό θαλασσινό νερό λόγω του κυματισμού που υπήρχε, κλήθηκε το σκάφος «…», προκειμένου να συνδράμει στην απάντληση των υδάτων, η οποία ήταν απαραίτητο να προηγηθεί προκειμένου να ρυμουλκηθεί αυτό με ασφάλεια. Πράγματι μετά την ολοκλήρωση της απάντλησης των υδάτων, περί ώρα 01.20΄ της 23.06.2018, το σκάφος ρυμουλκήθηκε έως τη Μαρίνα της Αίγινας, όπου προσέδεσε ασφαλώς, περί ώρα 04.40΄, λόγω δε της συνεχιζόμενης εισροής υδάτων σε αυτό αφέθηκε σε λειτουργία η αντλία απάντλησης επ΄ αυτού, ενώ στη συνέχεια το σκάφος ανελκύθηκε προκειμένου να μην προκληθεί ναυάγιο και μεταφέρθηκε σε ναυπηγείο της περιοχής. Εκ των ανωτέρω, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψην αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, αποδεικνύεται ότι η εναγόμενη εργολάβος, μετά το πέρας των εργασιών συντήρησης/βαφής του ξύλινου σκάφους του ενάγοντος που είχε αναλάβει, παρέδωσε αυτό στον ενάγοντα με έλλειψη, η οποία συνίσταται στην ελλιπή στεγανότητα του σκάφους, που ανάγεται σε υπαιτιότητα (αμέλεια) των προστηθέντων της, δεύτερου και τρίτου των εναγομένων και λοιπών εργαζομένων που απασχολήθηκαν στο έργο. Ειδικότερα, η πολυήμερη παραμονή του ξύλινου σκάφους εκτός της θάλασσας (από 25.04.2018 έως 22.06.2018) και δη σε περίοδο που η θερμοκρασία περιβάλλοντος είναι σχετικώς αυξημένη, έχει ως αποτέλεσμα -σε συνάρτηση και με τα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά κάθε σκάφους- τα μαδέρια να «ανοίγουν» λόγω της συστολής της ξυλείας και στις μεταξύ τους ενώσεις να δημιουργούνται κενά, εφόσον δεν λαμβάνεται και μέριμνα για συχνό βρέξιμο του σκάφους κατά την παραμονή του στην ξηρά. Η εναγομένη, ως εργολάβος, δεν είχε την υποχρέωση να προβεί δια των προστηθέντων της σε «καλαφάτισμα» (πλήρωση των κενών με ξέφτια από κάβους εμποτισμένα με πίσσα), όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες με τις προτάσεις τους, αφού η εργασία αυτή δεν αποτέλεσε αντικείμενο της μεταξύ τους συμφωνίας, όπως προκύπτει άλλωστε και από την ως άνω εκτεθείσα προσφορά την οποία αποδέχθηκε ο πρώτος ενάγων, αλλά ούτε και αποδείχθηκε ότι με την υδροβολή που διενήργησαν οι εργαζόμενοι στο ναυπηγείο απομακρύνθηκε το υπάρχον στεγανωτικό/μονωτικό υλικό μεταξύ των μαδεριών, όφειλε ωστόσο αυτή να διασφαλίσει την παραμονή του σκάφους στη θάλασσα για διάστημα τριών ημερών και έπειτα, αφού δηλαδή το σκάφος είχε «στανιάρει», να καλέσει τον ενάγοντα για την παραλαβή του. Η δε μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για το «στανιάρισμα» του σκάφους, όπως εκ του αποτελέσματος αποδείχθηκε, ήταν ανεπαρκής και δεν επέφερε τη γρήγορη στεγανοποίηση αυτού, σε αντίθεση με τις ρητές διαβεβαιώσεις των προστηθέντων της εργολάβου προς τον ενάγοντα, αφού μόλις μετά την πάροδο 40 λεπτών από τον απόπλου του σκάφους άρχισε η εισροή σε αυτό θαλάσσιων υδάτων. Σημειωτέον δε ότι ο ενάγων είχε ξεκινήσει το ταξίδι προς την Αρχαία Επίδαυρο, με ομαλές καιρικές συνθήκες, συγκεκριμένα δε αποδείχθηκε ότι στη θαλάσσια περιοχή της Νήσου Κυρά Σαρωνικού Κόλπου κατά τον χρόνο που έμεινε ακυβέρνητο το σκάφος του, ο καιρός ήταν γενικά αίθριος, η ορατότητα καλή και οι άνεμοι έπνεαν από δυτικές διευθύνσεις, ασθενείς έως μέτριοι, 3-4 μποφόρ (βλ. το υπ’ αριθ. πρωτ. 2932/25.06.2018 πιστοποιητικό της Ε.Μ.Υ.). Επίσης πρέπει να επισημανθεί ότι το συγκεκριμένο σκάφος δεν είχε αντιμετωπίσει στο παρελθόν οιοδήποτε πρόβλημα με τη στεγανότητά του, γεγονός που αποδεικνύεται τόσο από την ένορκη βεβαίωση του …, όσο και εμμέσως από το ότι, σε αντίθετη περίπτωση, ο ενάγων, στο πλαίσιο συντήρησης του σκάφους του, θα είχε αναθέσει στην εναγομένη, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, και εργασίες αποκατάστασης της μόνωσης-στεγανοποίησης του σκάφους του. Εξάλλου, ο ενάγων κατά την ημέρα που προέβη στη σύναψη της επίδικης σύμβασης έργου είχε ταξιδέψει με το σκάφος από τον Πειραιά μέχρι το ναυπηγείο των εναγομένων στη …, χωρίς να εμφανιστεί τότε οιαδήποτε εισροή υδάτων. Ούτε, άλλωστε, αποδείχθηκε ότι κατά την παραμονή του σκάφους στο ναυπηγείο διενεργήθηκαν εργασίες σε αυτό και από τον ορισθέντα από τον ενάγοντα ξυλουργό …, στον οποίον ο ενάγων ισχυρίζεται ότι οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων απαγόρευσα την είσοδο στο ναυπηγείο, ενώ οι τελευταίοι αορίστως και ασαφώς αναφέρονται σε διενέργεια ξυλουργικών εργασιών από τον συγκεκριμένο τεχνίτη στο σκάφος, χωρίς να προσδιορίζουν το είδος των εργασιών που αυτός εκτέλεσε, πολλώ δε μάλλον τον τρόπο που οι εργασίες που εκτέλεσε συνετέλεσαν αιτιωδώς στην εισροή υδάτων στο σκάφος. Περαιτέρω οι εναγόμενοι ισχυρίζονται, όπως προεκτέθηκε, ότι ο πρώτος ενάγων ενέκρινε το παραδοθέν έργο και συνεπώς οι ίδιοι απαλλάσσονται της ευθύνης τους για τυχόν ελλείψεις του έργου, ισχυρισμός που πρέπει, ωστόσο, να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος, καθώς αποδείχθηκε ότι όταν ο ενάγων αντιλήφθηκε το πρώτον την εισροή υδάτων στα στεγανά του σκάφους, κατά τον χρόνο που αυτό ήταν ακόμη ελλιμενισμένο στην κοινόχρηστη προβλήτα του ναυπηγείου, αρνήθηκε να παραλάβει αυτό μέχρις αποκατάστασης της στεγανότητάς του, παρέλαβε δε εν τέλει αυτό όταν οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων επικαλούμενοι και τη μακρόχρονη πείρα τους στον τομέα επισκευής ξύλινων σκαφών, τον διαβεβαίωσαν ότι επίλυσαν οριστικά το πρόβλημα της εισροής υδάτων με τη διαδικασία που αναφέρθηκε ανωτέρω και στην οποία ήταν παρών και ο ίδιος ο ενάγων και ότι το σκάφος ήταν πλέον ασφαλές για να πραγματοποιήσει πλου μέχρι την Αρχαία Επίδαυρο. Κατά τον χρόνο δε εκείνον οι μετέπειτα αποκαλυφθείσες ελλείψεις του έργου, οι οποίες κατά τη συναλλακτική καλή πίστη δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτές από άτομο που δεν διαθέτει τις αναγκαίες ειδικές γνώσεις για την εξέταση του έργου, δεν ήταν δυνατό να διαγνωστούν από τον ενάγοντα, ο οποίος δεν είχε τις γνώσεις αυτές για την «κανονική» εξέταση του έργου, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, ούτε δε είχε την υποχρέωση κατά την καλή πίστη και τη συναλλακτική πρακτική, να ορίσει ναυπηγό για την επιθεώρηση του σκάφους, δοθέντος ότι αυτό είχε συντηρηθεί και επιθεωρηθεί κατόπιν την συντήρησής του από εξειδικευμένους τεχνίτες του ναυπηγείου της εναγομένης. Επομένως, κατά παραδοχήν της σχετικής αντένστασης που προέβαλαν οι ενάγοντες, κρίνεται εν προκειμένω ότι δεν έλαβε χώρα έγκριση του έργου εκ μέρους του ενάγοντος υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 692 του ΑΚ και ως εκ τούτου την ευθύνη για τις επίδικες ελλείψεις και δη για την πλημμελή στεγανοποίηση του σκάφους υπέχει η εναγόμενη εταιρεία, ως εργολάβος του έργου, η υπογραφή δε από τον πρώτο ενάγοντα του, από 22.06.2018, σημειώματος εξόδου/παράδοσης σκάφους, στο οποίο περιλαμβάνεται ο προδιατυπωμένος από την εναγομένη όρος κατά τον οποίον «ο παραλαβών του σκάφους δηλώνει ότι εξέτασε το σκάφος και τον εξοπλισμό αυτού, είναι της απολύτου αρεσκείας του και απαλλαγμένο πραγματικών ελαττωμάτων», υπό τα ανωτέρω δεδομένα, δεν παράγει έννομες συνέπειες. Τέλος, απορριπτέος, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος, τυγχάνει και ο ισχυρισμός των εναγομένων περί συνυπαιτιότητας του πρώτου ενάγοντος, καθώς αυτός όφειλε μεν καταρχήν, ως μέσος συνετός και επιμελής ιδιοκτήτης ξύλινου σκάφους, να γνωρίζει την ανάγκη παραμονής του σκάφους μέσα στο νερό προκειμένου να επιτευχθεί «σύσφιξη» των αρμών του και να αποφύγει την πραγματοποίηση ταξιδιού την ίδια ημέρα της καθέλκυσης του σκάφους, πλην όμως η ρητή διαβεβαίωση των εναγομένων, ως έμπειρων καραβομαραγκών, ότι με την προεκτεθείσα μέθοδο «στανιαρίσματος» που χρησιμοποίησαν επιτυγχάνεται σε σύντομο χρονικό διάστημα το «στανιάρισμα» του σκάφους δημιούργησαν σε αυτόν δικαιολογημένα, λόγω της εξειδικευμένης εμπειρίας των εναγομένων, την πεποίθηση ότι έχει επέλθει στεγανοποίηση του σκάφους και προκάλεσαν την απόφασή του να πραγματοποιήσει το προγραμματισμένο θαλάσσιο ταξίδι. Συνεπεία της ως άνω αντισυμβατικής συμπεριφοράς της εναγομένης ο πρώτος ενάγων υπέστη θετική περιουσιακή ζημία, που συνίσταται στη δαπάνη διενέργειας εργασιών και προμήθειας ανταλλακτικών που είναι αναγκαία προκειμένου να αποκατασταθούν οι προκληθείσες σε αυτό βλάβες λόγω της εισροής των υδάτων. Συγκεκριμένα, με βάση την, από 26.09.2018, έγγραφη προσφορά της εταιρείας …, την οποία επέλεξε ο ενάγων προς επισκευή του σκάφους του και δοθέντος ότι οι εναγόμενοι δεν αμφισβητούν το είδος και το κόστος των επί μέρους εργασιών που προβάλλονται από τον ενάγοντα ως αναγκαίες για την αποκατάσταση των ζημιών του σκάφους του, η θετική ζημία του ανέρχεται σε : 1. Ποσό 3.700,00€ για μηχανολογικές εργασίες: μετάβαση συνεργείου της ως άνω εταιρείας στην Αίγινα, εξάρμωση σωληνώσεων εξάτμισης, ψύξης, παροχής καυσίμου από τον κινητήρα και τη γεννήτρια, εξάρμωση μηχανής και μειωτήρα για μεταφορά, αφαίρεση και μεταφορά κύριας μηχανής και ζεύγους (1 ημέρα εξάρμωση και φόρτωση πάνω στον παπαγάλο 3 άτομα), τοποθέτηση μηχανής. 2. Ποσό 2.500€ για εργασίες στο μηχανουργείο: εξάρμωση μοιρών, μειωτήρα, καπακιού (βαλβίδες κλπ), εμβόλων, χιτωνίων, στροφάλου, εξαρτημένων αντλιών, άνοιγμα μειωτήρα, έλεγχος αντλίας – ρουλεμάν, άρμωση των παραπάνω. 3. Ποσό 1.000,00€ για γενικό έλεγχο ηλεκτρομηχανής, χωρίς μηχανουργικές εργασίες και ανταλλακτικά. 4. Ποσό 2.000€ για ηλεκτρολογικές εργασίες και ανταλλακτικά: πλύσιμο γεννήτριας (1) και αλλαγή ρουλεμάν ποσό 400€, έλεγχος μιζών (2) ποσό 200€, αλάρμς 700€, έλεγχος κλιματισμού κατόπιν επιθεώρησης, έλεγχος μετασχηματιστών 200€, έλεγχος δυναμό (2) 200€, έλεγχος σύνδεσης πίνακα ελέγχου οργάνων γέφυρας και μηχανής 300€. Προμήθεια και τοποθέτηση: φορτιστή MPATARIVN τύπου 12V 60W/3 DOLPHIN (1) ποσό 1.680€, μπαταρίας EXIDE MARINE DUAL AGM 110AH 395Χ7, ποσό 2.765€, μπαταρίας EXIDE MARINE DUAL AGM 75AH (1) ποσό 298€, ακροδεκτών μπαταριών 12Χ15=180€, καθαρισμός ακροδεκτών καλωδίων (1) ποσό 100€, αντικατάσταση πρίζας σούκο παροχής φορτιστή (1) ποσό 18,90€, καθαρισμός κόμβου αρνητικών (1) ποσό 100€, προμήθεια και σύνδεση αντλίας φρέσκου νερού (1) ποσό 360€, προμήθεια και σύνδεση αντλίας σεντίνας 2Χ220=440€, προμήθεια και σύνδεση φλοτέρ αυτοματισμού αντλίας σεντίνας, ποσό 2Χ68=136€, προμήθεια και τοποθέτηση INVERTER 12V 2000W RING (1) ποσό 1.180€, προμήθεια και τοποθέτηση ηλεκτρολογικού πίνακα αυτοματισμού INVERTER (1) ποσό 780€, καθαρισμός καλωδίων σύνδεσης INVERTER και αυτοματισμού (1) ποσό 100€, προμήθεια και τοποθέτηση ρελέ αυτοματισμού κίνησης (1) ποσό 380,00€, προμήθεια και τοποθέτηση φωτιστικού τύπου ράγας LED 3000K, ποσό 4X45,60=182,40€, προμήθεια και τοποθέτηση διακόπτη φωτισμού, ποσό 3Χ17,60=52,80€, προμήθεια και τοποθέτηση μπουτόν φωτισμού, ποσό 5Χ14,60=73,00€ και προμήθεια και τοποθέτηση πρίζας σούκο, ποσό 7Χ16,30=114,10€. 5. Ποσό 6.000€ για καλαφάτισμα: εξάρμωση παλιών αρμών μετά επιθεωρήσεως, κάψιμο – τρίψιμο, πέρασμα νέων αρμών, τρίψιμο-μουράγια-χρώμα, ήτοι συνολικά ο ενάγων υπέστη ζημία ποσού 24.140,00€ Περαιτέρω η ανωτέρω συμπεριφορά του δεύτερου και τρίτου των εναγομένων συνιστά και αδικοπραξία, δοθέντος ότι για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Ειδικότερα οι ως άνω εναγόμενοι, εκ των οποίων ο δεύτερος είχε την ιδιότητα κατά τον επίδικο χρόνο του διαχειριστή της πρώτης, η οποία συνεπώς υπέχει για τον λόγο αυτό ευθύνη για τις πράξεις και παραλείψεις του (71 ΑΚ), ευθυνόμενη και ως προστήσασα τον τρίτο εναγόμενο (922 ΑΚ), κατά παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και προστασίας που επιβάλλουν οι κανόνες της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών κατ` άρθρ. 288 ΑΚ, παρέδωσαν στον ενάγοντα το σκάφος διαβεβαιώνοντας αυτόν ρητώς για την αξιοπλοΐα του, χωρίς να έχουν λάβει, ως όφειλαν και μπορούσαν, τα απαιτούμενα κατά τα ανωτέρω μέτρα επιμέλειας για τη στεγανοποίηση του σκάφους (παραμονή σκάφους στη θάλασσα για διάστημα τριών ημερών, συχνό βρέξιμο του σκάφους κατά τη διάρκεια παραμονής του στο ναυπηγείο) και την παράδοσή του στην ίδια κατάσταση αξιοπλοΐας στην οποία τους είχε αυτό παραδοθεί, θεωρώντας από αμέλεια επαρκή τη μέθοδο πλήρωσης των κενών μεταξύ των μαδεριών του σκάφους με υγρό πριονίδι, από τη συμπεριφορά δε αυτή προκλήθηκε προσβολή στα έννομα αγαθά των εναγόντων και δη άμεσος κίνδυνος για τη ζωή τους, αφού το σκάφος εν τέλει έμεινε ακυβέρνητο, λόγω εισροής υδάτων στη μηχανή του, στο ανοιχτό πέλαγος. Επισημαίνεται δε ότι στο πρόσωπο του δεύτερου και τρίτου των εναγομένων συνέτρεχε αμέλεια και όχι δόλος όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες, κατ’ επιτρεπτή εναλλαγή από το Δικαστήριο της μορφής υπαιτιότητας που προβάλλεται με την αγωγή, σύμφωνα και με τα σχετικώς διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, από την ανωτέρω δε αδικοπραξία οι ενάγοντες υπέστησαν ηθική βλάβη. Λαμβανομένων υπόψην των περιγραφομένων ως άνω συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, του βαθμού του πταίσματος των υπαιτίων προσώπων, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, της διακινδύνευσης του εννόμου αγαθού της ζωής των εναγομένων, επιπλέον δε και του γεγονότος ότι εναντίον του ενάγοντος ασκήθηκε συνεπεία του ένδικου περιστατικού ποινική δίωξη για το αδίκημα της διατάραξης της ασφάλειας της υδάτινης συγκοινωνίας από αμέλεια, από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, συνυπολογίζοντας, ωστόσο και το γεγονός ότι οι ενάγοντες δεν φρόντισαν να προσεγγίσουν με το σκάφος σε ασφαλές σημείο πρόσδεσης το πρώτον όταν αντιλήφθηκαν εν πλω την εισροή υδάτων σε αυτό, αλλά συνέχισαν την πορεία τους επιχειρώντας, χωρίς αποτέλεσμα, την απάντληση των υδάτων επιτείνοντας έτσι την επικινδυνότητα της κατάστασης, το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτοί δικαιούνται ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν, το ποσό των δύο χιλιάδων ευρώ (2.000,00€) έκαστος, το οποίο κρίνεται εύλογο μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων (άρθρο 932 του ΑΚ). Μετά ταύτα πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει δεκτή, εν μέρει, ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, απορριπτομένου του αιτήματος περί αναβολής της δίκης κατ’ άρθρο 250 ΚΠολΔ και να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων, εκ των οποίων η πρώτη φέρει την επωνυμία «….», όπως παραδεκτά διορθώθηκε, υπό τις ιδιότητες και για τους λόγους που εκτέθηκαν ανωτέρω, η τέταρτη δε των εναγομένων υπό την ιδιότητά της ως ομορρύθμου εταίρου της πρώτης, να καταβάλουν στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 24.140,00€, ως αποζημίωση για τη θετική περιουσιακή του ζημία και το ποσό των 2.000,00€, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ήτοι συνολικά το ποσό των 26.140,00€ και στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 2.000,00€, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, όλα δε τα ανωτέρω νομιμότοκα από την επομένη επίδοσης της αγωγής, καθώς δεν αποδείχθηκε προγενέστερη όχληση των εναγομένων ως προς τις συγκεκριμένες επίδικες αξιώσεις, έως την ολοσχερή εξόφληση. Τέλος, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των εναγομένων μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων, κατά τον λόγο της νίκης και ήττας των διαδίκων (178§1, 191§2 ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση των εναγομένων, ευθυνόμενων αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, να καταβάλουν στον πρώτο ενάγοντα το χρηματικό ποσό των είκοσι έξι χιλιάδων εκατόν σαράντα ευρώ (26.140,00€) και στη δεύτερη ενάγουσα το χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων ευρώ (2.000,00€), νομιμότοκα από την επομένη επίδοσης της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων, το οποίο ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων πενήντα ευρώ (850,00€).
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 14 Δεκεμβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων Δικηγόρων των διαδίκων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ