ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 2822 /2015
Αριθμός Κατάθεσης Έφεσης: …
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Αγγελική Δαμασιώτου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Οκτωβρίου 2014, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΑΝΤΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Στέφα.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΑΝΤΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Σ. Κ. του Σ., κατοίκου Λ., ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του Μαρίας Ανδρουλάκη.
Ο εφεσίβλητος ζήτησε να γίνει δεκτή η απευθυνόμενη στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς από 8-12-2012 και με αριθμό κατάθεσης … αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 93/2013 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής, η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα άσκησε την από 14-1-2014 έφεσή της (αριθμός κατάθεσης στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς … και στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού …), η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. Ο εφεσίβλητος, με την ασκηθείσα διά των από 6-10-2014 προτάσεων του, που κατατέθηκαν στις 7-10-2014 ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αντέφεση, προσβάλλει την εν λόγω απόφαση.
Κατά τη δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
(Α) Η από 14-1-2014 (αριθμός κατάθεσης στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς … και στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού …) έφεση, καθώς και η δια των προτάσεων ασκηθείσα αντέφεση πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 246 ΚΠολΔ, να ενωθούν και συνεκδικασθούν, αφού ασκούνται από τους διαδίκους της πρωτοβάθμιας δίκης, στρέφονται κατά της αυτής απόφασης (93/2013 Ειρηνοδικείου Πειραιώς) και δικάζονται κατά την αυτή διαδικασία εργατικών διαφορών, με την συνεκδίκαση δε αυτή επιτυγχάνεται η επιτάχυνση της διαδικασίας και η μείωση των εξόδων.
(Β) Η υπό κρίσιν από 14-1-2014 (αριθμός κατάθεσης στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς … και στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού …) έφεση της εκκαλούσας – εναγομένης κατά του εφεσίβλητου – ενάγοντος και κατά της υπ’ αριθ. 93/2013 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, νομοτύπως και εμπροθέσμως έχει ασκηθεί, καθώς από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης, δεν έχει δε παρέλθει τριετία από την έκδοσή της, οπότε εφαρμογή έχει η διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ (η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 7-10-2013 και η υπό κρίσιν έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 17-1-2014), αρμοδίως δε φέρεται στο παρόν Δικαστήριο προς εκδίκαση κατά την ίδια ως άνω διαδικασία. Ενόψει τούτων, η υπό κρίσιν έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων. Επίσης, η αντέφεση είναι παραδεκτή, αφού ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα με τις προτάσεις που κατατέθηκαν επί της έδρας του Δικαστηρίου και αναφέρεται σε κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση (άρθρα 523, 533§1 και 674§1, 681Α ΚΠολΔ), ήτοι αυτά που αφορούν αμοιβή λόγω παροχής υπερωριακής εργασίας και επιδόματα εορτών και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί και αυτή περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ) (βλ. σχ. Σ. Σαμουήλ «Η έφεση», 2003, παρ. 634, 637, σ. 263-264).
(Γ) Κατά το άρθρο 33 παρ. 5, 6 και 7 της ΣΣΝΕ «για τους όρους αμοιβής και εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων» έτους 2011, η οποία κυρώθηκε με την Υ.Α. 3.525/1.5.2/01/2011 (Φ.Ε.Κ. Β 1070/31.5.2011), το οποίο άρθρο τιτλοφορείται “Δρομολόγια Εξπρές”, ορίζεται ότι σε κάθε περίπτωση, κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται από την αρμόδια υπηρεσία του YEN και από τους πλοιοκτήτες, η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης, καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ’ εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου τέτοια δρομολόγια (Express), για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου, η κατά την παρ. 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα, για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αυτής αμοιβής, αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. Όμως, σύμφωνα με την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ειδικά προκειμένου περί πλοίων, τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των 5 δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του κατά την προαναφερθείσα παρ. 2 προσδιορισμού. Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στο λιμάνι ή τους λιμένας προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7α). Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών, είναι ίση προς το ήμισυ της ως άνω προβλεπόμενης (παρ. 7β). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, καθόσον αφορά την προβλεπόμενη απ’ αυτές πρόσθετη αμοιβή, ότι αυτή καταβάλλεται, εφόσον σε κάθε δρομολόγιο το πλοίο δεν παραμείνει τουλάχιστον έξι ώρες στο λιμάνι αφετηρίας πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο. Κατά τη σαφή δε έννοια της παρ. 1 του άρθρου αυτού, δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση δε εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Με τη διάταξη δε της παρ. 3 του ίδιου άρθρου δίδεται δυνατότητα παραμονής του πλοίου στο λιμένα προορισμού για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1 αυτού, οπότε στην περίπτωση αυτή δρομολόγιο, για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7, θεωρείται εκείνο, για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού, πριν περάσουν έξι τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, πρόσθετη επίσης αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολογίων κάθε εβδομάδα, προκειμένου περί πλοίων, τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, “ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά του κατά την παρ. 2 προσδιορισμού”. Δηλαδή, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοία που εκτελούν καθημερινώς και περισσότερα από πέντε (5) (κυκλικά) δρομολόγια την εβδομάδα (δηλαδή 6, 7 …), είτε παραμένουν στο λιμάνι 6 ώρες είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην παρ. 7, για τον καθορισμό της οποίας δεν γίνεται ο υπολογισμός που προβλέπεται από την προαναφερθείσα παρ. 4 του άρθρου αυτού, αλλά εφόσον η διάρκεια του κάθε δρομολογίου (κυκλικού ταξιδιού) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η πρόσθετη αυτή αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών για κάθε δρομολόγιο, εφόσον δε είναι μικρότερη των 12 ωρών, είναι ίση προς το ήμισυ αυτής, κατά τα προεκτεθέντα. Δηλαδή, αν εκτελούν 6 τακτικά δρομολόγια την εβδομάδα διάρκειας μεγαλύτερης των 12 ωρών το καθένα, λαμβάνουν ως πρόσθετη αμοιβή το 1/30 των ως άνω αποδοχών, εάν δε εκτελούν 7 τακτικά δρομολόγια, τα 2/30 αυτών. Αν όμως εβδομαδιαίως εκτελούν μόνο πέντε (5) δρομολόγια Express ή λιγότερα των πέντε, τότε έχει εφαρμογή η παρ. 4 του ως άνω άρθρου, οπότε η δικαιουμένη για την εκτέλεση δρομολογίων “Express” πρόσθετη αμοιβή υπολογίζεται κατά το διαγραφόμενο από την παράγραφο αυτή τρόπο, κατά τον οποίον το προκύπτον πηλίκον από τη διαίρεση του αθροίσματος των ωρών πρόωρης αναχωρήσεως του πλοίου δια του αριθμού 8 αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων αυτών. Εξάλλου, τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη για κάθε ημέρα ώρα, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή για το χαρακτηρισμό του δρομολογίου ως τακτικού η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων κατά την εκτέλεσή του. Τέλος, με τη διάταξη της παρ. 6 του ίδιου άρθρου 33 ορίζεται ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια, καθώς και σε πλοία δευτερευουσών και τοπικών γραμμών, εκτός εάν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυχτερινές ώρες, δηλαδή από ώρα 23.00 μέχρι ώρα 7.00. Από το περιεχόμενο της διατάξεως αυτής προκύπτει σαφώς ότι μ’ αυτήν εισάγεται καταρχήν εξαίρεση, όσον αφορά τα ημερόπλοια, επί των οποίων συμφωνήθηκε με την ως άνω ΣΣΝΕ να μην ισχύουν και να μην εφαρμόζονται οι προαναφερθείσες διατάξεις για καταβολή πρόσθετης αμοιβής σε περίπτωση εκτελέσεως δρομολογίων “Express”. Ως ημερόπλοια, νοούνται τα πλοία που εκτελούν ημερινούς πλόες. Σύμφωνα δε με το άρθρο 1 του Κανονισμού “περί ενδιαιτήσεως και καθορισμού αριθμού επιβατών των επιβατηγών πλοίων”, ως ημερινοί πλόες νοούνται οι εκτελούμενοι μεταξύ των ωρών 05.00 έως 22.00 κατά τη θερινή περίοδο και των οποίων η συνολική διάρκεια δεν υπερβαίνει τις 12 ώρες. Όμως και για τα ημερόπλοια, κατά το τελευταίο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 33, εισάγεται εξαίρεση της ως άνω εξαιρέσεως, σύμφωνα με την οποία και επί των πλοίων αυτών έχουν εφαρμογή όλες οι προαναφερθείσες διατάξεις, εφόσον όμως τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή από ώρα 23.00 μμ μέχρι ώρα 07.00 πμ, όπως ειδικότερα ορίζεται με τη ΣΣΝΕ αυτή. Επομένως, καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή και στους απασχολουμένους στα ημερόπλοια, τα οποία όμως εκτελούν τα παραπάνω δρομολόγια (Express) μόνον τις νυκτερινές ώρες ή επεκτείνουν τα δρομολόγια τους αυτά, τις ώρες αυτές, δηλαδή από ώρα 23.00 μέχρι ώρα 07.00 (βλ. σχ. ΕφΠειρ 207/2001, ΕφΠειρ 1055/2000, ΕφΠειρ 1056/2000, ΕφΠειρ 1206/2000 αδημ, ΜΠρ Πειρ 5655/2013 προσκομιζόμενη).
(Δ) Με την από 13-12-2012 και με αριθμό κατάθεσης … αγωγή του, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ισχυρίσθηκε ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε την 1-12-2010 με την εναγομένη και ήδη εκκαλούσα – πλοιοκτήτρια εταιρεία του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου «…», ναυτολογήθηκε σε αυτό, αυθημερόν, στον Πειραιά, υπό την ειδικότητα του Β Μηχανοδηγού, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονταν στην οικεία Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων. Ότι στο ανωτέρω πλοίο εργάσθηκε από την ως άνω ημερομηνία ναυτολογήσεώς του έως και τις 9-1-2012, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά λόγω καταγγελίας της συμβάσεως του από τον πλοίαρχο. Ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του, εργάσθηκε υπερωριακά κατά τις αναφερόμενες στο δικόγραφο της αγωγής ημέρες και ώρες, από την ανωτέρω δε σύμβαση ναυτικής εργασίας του διατηρεί, σύμφωνα και με τα ειδικώς διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο της αγωγής πραγματικά περιστατικά, αξιώσεις για διαφορές επί της αμοιβής της υπερωριακής εργασίας του, επί της αμοιβής για εργασία που παρείχε κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, επί της αμοιβής δρομολογίων εξπρές και διαφορές επί των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων και αδείας, καθώς και για αποζημίωση απόλυσης. Με βάση αυτό το ιστορικό, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ζήτησε, με βάση την εκ της συμβάσεως ναυτολογήσεως ευθύνη της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, να υποχρεωθεί η τελευταία να του καταβάλει για τις ανωτέρω αιτίες το συνολικό ποσό των 13.747,11 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της απολύσεώς του (9-1-2012), άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 93/2013 οριστική απόφασή του, έκανε εν μέρει δεκτή την ως άνω αγωγή ως νόμω και ουσία βάσιμη, υποχρεώνοντας την εναγομένη και ήδη εκκαλούσα να καταβάλει στον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο το συνολικό ποσό των 10.637 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 9-1-2012 μέχρι την εξόφληση, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 4.000 ευρώ και επέβαλε σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, ποσού 350 ευρώ. Ήδη με την υπό κρίσιν έφεσή της, η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της και την καταδίκη του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου στη δικαστική δαπάνη της και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.
(Ε) Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίζονται και ειδικότερα από τις υπ’ αριθ. … και … ένορκες βεβαιώσεις των … του … και … του … ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, που δόθηκαν νομότυπα επιμελεία του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου – αντεκκαλούντος ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, κατόπιν νομοτύπου κλητεύσεως της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης (βλ. σχ. την υπ’ αρ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …) και από τις υπ’ αριθ. …, … και … ένορκες βεβαιώσεις των … …, … και …, που δόθηκαν νομότυπα επιμελεία της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Ιωάννας Κανελλοπούλου, κατόπιν νομοτύπου κλητεύσεως του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου – αντεκκαλούντος (βλ. σχ. την υπ’ αρ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Β. …), καθώς και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται από τους διαδίκους και τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν, έστω και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 671 παρ. 1 ΚΠολΔ), είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε την 1-12-2010, στον Πειραιά, μεταξύ του ενάγοντος (εφεξής εφεσίβλητου – αντεκκαλούντος) και της εναγομένης (εφεξής εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης), ο εφεσίβλητος – αντεκκαλών ναυτολογήθηκε αυθημερόν, ως μηχανοδηγός Β΄, στο υπό ελληνική σημαία και με αριθμό νηολογίου Πειραιώς … Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «…», κοχ 4935,37, πλοιοκτησίας της εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης, όπου και εργάστηκε μέχρι τις 9-1-2012, οπότε και απολύθηκε λόγω διακοπής των δρομολογίων πέραν των 60 ημερών, καθ’ όλη δε τη διάρκεια της ένδικης ναυτολογήσεώς του, οι αποδοχές και οι όροι εργασίας του διέπονταν από την οικεία Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων του έτους 2011, η οποία κυρώθηκε με την Υ.Α. 3525.1.5.2/01/2011 (Φ.Ε.Κ. Β΄ 1070/31.5.2011, με βάση τα συμφωνηθέντα μεταξύ των διαδίκων. Κατά την περίοδο της ναυτολογήσεως του εφεσίβλητου – αντεκκαλούντος, από τις 12-1-2011 και μέχρι τις 7-2-2011, το ανωτέρω πλοίο υποβαλλόταν σε εργασίες ετήσιας επιθεώρησης και στη συνέχεια εκτελούσε καθημερινά δρομολόγια από τη Ραφήνα για Άνδρο – Τήνο – Μύκονο και επιστροφή, που διαρκούσαν πάνω από 12 ώρες ημερησίως. Κατά την ως άνω διάρκεια των εργασιών συντήρησης, ο εφεσίβλητος – αντεκκαλών ασχολείτο με τις επισκευαστικές εργασίες του μηχανοστασίου περί τις δέκα (10) ώρες ημερησίως, προκειμένου το πλοίο να ξεκινήσει τα τακτικά δρομολόγια του. Περαιτέρω, κατά τη χρονική περίοδο από έως 1-1-2011 έως 11-1-2011, από 8-2-2011 έως 30-4-2011 και από 16-9-2011 έως 9-1-2012, ο εφεσίβλητος – αντεκκαλών απασχολείτο καθημερινά, κατά τη διάρκεια της 8ωρης βάρδιας του, σε εργασίες της ειδικότητάς του και επιπλέον δύο (2) ώρες (ήτοι 10 ώρες ημερησίως), συμπεριλαμβανομένων των Σαββάτων και αργιών, σε επισκευαστικές εργασίες των μηχανών μαζί με τους υπόλοιπους μηχανοδηγούς στους χώρους του μηχανοστασίου. Συγκεκριμένα, η καθημερινή διάρκεια της απασχόλησης του εφεσίβλητου – αντεκκαλούντος δεν ήταν επακριβώς καθορισμένη, ενόψει του είδους αυτής και της ιδιαιτερότητας εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων προς τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου, της εξυπηρέτησης συγκεκριμένης γραμμής και της παρουσιαζόμενης κίνησης. Εντούτοις, αφενός βάσει του είδους της εργασίας του εφεσίβλητου – αντεκκαλούντος, ο οποίος είχε τοποθετηθεί στο ως άνω πλοίο με την ειδικότητα του μηχανοδηγού Β΄ και εκτελούσε εργασίες συντήρησης και επισκευής των μηχανών και παρακολούθησης των μηχανών και επισκευών στο χώρο του μηχανοστασίου (όπως λύσιμο φίλτρων ελαίου κύριων μηχανών, φίλτρων πετρελαίου κύριων μηχανών και ηλεκτρομηχανών, καθώς και στους καυστήρες κύριων μηχανών και ηλεκτρομηχανών, όπου εκτελούσε χειρωνακτικές εργασίες καθαρισμών) και αφετέρου βάσει της οργανικής σύνθεσης του πληρώματος, των κάτωθι αναλυτικά περιγραφόμενων χρονικών ορίων των εκτελεσθέντων δρομολογίων, των συνθηκών και περιστάσεων που επικρατούσαν κατά την απασχόλησή του επί του ως άνω πλοίου, το οποίο ήταν δρομολογημένο στην προαναφερόμενη ακτοπλοϊκή γραμμή, η οποία παρουσίαζε αυξημένη επιβατική κίνηση και η οποία επιβεβαιώνεται από την αναγκαιότητα παροχής υπερωριακής εργασίας, για την οποία η εκκαλούσα – αντεφεσίβλητη παρείχε αμοιβή στον εφεσίβλητο, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, κρίνεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του εφεσίβλητου στο ως άνω Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο της εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης, ήταν δέκα (10) ώρες, καθ’ όλη τη διάρκεια της ένδικης ναυτολογήσεώς του σε αυτό. Αυτό, όμως, δεν ισχύει για τις ημέρες που το πλοίο παρέμενε ακινητοποιημένο σε λιμάνι λόγω κακών καιρικών συνθηκών, βλάβης ή αργίας, όπως βάσιμα ισχυρίστηκε η εκκαλούσα – αντεφεσίβλητη και συνεπώς, ορθώς αφαιρέθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο οι αντίστοιχες αναφερόμενες στην αγωγή ημέρες, για τις οποίες δεν τίθεται θέμα υπερωριακής εργασίας του εφεσίβλητου – αντεκκαλούντος, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του με τον οικείο λόγο αντέφεσης. Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με τις εγγραφές στο ημερολόγιο του πλοίου, οι ημέρες αυτές ήταν: Τετάρτη 23-2-2011, Παρασκευή 25-2-2011, Τρίτη 8-3-2011, Τρίτη 22-3-2011, Κυριακή 24-4-2011, Δευτέρα 17-10-2011, Τρίτη 18-10-2011, Τετάρτη 19-10-2011, Πέμπτη 20-10-2011, Παρασκευή 21-10-2011, Σάββατο 22-10-2011, Κυριακή 23-10-2011, Παρασκευή-αργία 28-10-2011, Σάββατο 29-10-2011, Τετάρτη 2-11-2011, Σάββατο 12-11-2011, Κυριακή 13-11-2011, Δευτέρα 14-11-2011, Τρίτη 15-11-2011, Σάββατο 17-12-2011, Παρασκευή 23-12-2011, Σάββατο 24-12-2011, Κυριακή-αργία 25-12-2011, Δευτέρα-αργία 26-12-2011, Σάββατο 31-12-2011, Κυριακή-αργία 1-1-2012 και Παρασκευή-αργία 6-1-2012. Περαιτέρω, προέκυψε ότι κατά τη θερινή περίοδο (από 1-5-2011 έως 15-9-2011, εκτός από το διάστημα από 1-6-2011 έως 15-6-2011, οπότε ο εφεσίβλητος – αντεκκαλών βρισκόταν σε άδεια), αυτός εργαζόταν επί τέσσερις (4) ώρες ημερησίως πέραν του νομίμου 8ώρου, συμπεριλαμβανομένων των Σαββάτων και αργιών (12 ώρες ημερησίως), απασχολούμενος συνήθως με την αγωγή και αντικατάσταση στα καπάκια των κύριων μηχανών, όπου γινόταν διαρροή καυσαερίων, ώστε να μη γίνει μεγάλη ζημιά, λόγω και των συνεχών δρομολογίων που εκτελούσε το ως άνω πλοίο. Οι εργασίες αυτές γίνονταν μετά το πέρας των δρομολογίων και διαρκούσαν πολλές φορές μέχρι τις μεταμεσονύκτιες ώρες, σύμφωνα δε με το άρθρο 29 αρ. 26 της άνω ΣΣΝΕ, οι αντίστοιχες ώρες αμείβονται υπερωριακά και όχι με τις ειδικά προβλεπόμενες από το ίδιο άρθρο για άλλες εργασίες ιδιαίτερη αμοιβή, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα – αντεφεσίβλητη. Εξάλλου, επισημαίνεται ότι ο προβληθείς πρωτοδίκως ισχυρισμός της εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης, ότι έχει καταβάλει στον εφεσίβλητο – αντεκκαλούντα το συνολικό ποσό των 1.203 ευρώ για έξτρα εργασίες, προκειμένου να είναι ορισμένος ως ένσταση εξόφλησης, πρέπει να διαλαμβάνει αναλυτικά τις επιμέρους καταβολές, που απαρτίζουν το ανωτέρω συνολικό ποσό, καθώς και την αιτία της καταβολής τους (βλ. σχ. ΑΠ 1405/2006, ΑΠ 1086/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), πλην όμως, η εκκαλούσα – αντεφεσίβλητη δεν εκθέτει αναλυτικά στις προτάσεις της τα επιμέρους ποσά που κατέβαλε στον ενάγοντα αναφορικά με την εκτέλεση των εν λόγω εργασιών, ως εκ τούτου δε ο σχετικός ισχυρισμός της είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας (πρβλ. ΜΠρΑθ 720/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, στις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από την εκκαλούσα – αντεφεσίβλητη αποδείξεις δεν αναφέρεται η αιτία καταβολής των μη επικαλούμενων λεπτομερώς στις προτάσεις της επιμέρους ποσών που ισχυρίζεται αυτή ότι έχει καταβάλει στον ενάγοντα για έξτρα εργασίες, καθόσον δεν διευκρινίζεται με σαφήνεια το είδος των εργασιών, για τις οποίες έλαβε έξτρα αμοιβή ο εφεσίβλητος – αντεκκαλών, παρά μόνον υπάρχει η καταχώριση «extra αμοιβές», με συνέπεια να μην μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο καταβολής των οικείων ποσών για την εξόφληση άλλων αξιώσεων του εργαζόμενου και όχι για έξτρα εργασίες, όπως ισχυρίζεται η εκκαλούσα – αντεφεσίβλητη (πρβλ. σχ. ΑΠ 1405/2006 ό.π.). Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, που αφορούν την αναγκαία ημερήσια απασχόληση του εφεσίβλητου – αντεκκαλούντος κατά τις ως άνω περιόδους, προκύπτουν από τις ένορκες βεβαιώσεις των … του … και … του … – συναδέλφων του τελευταίου, που υπηρέτησαν μαζί του στο ως άνω πλοίο κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, οι οποίοι έχουν άμεση και προσωπική αντίληψη των συνθηκών εργασίας του. Οι ένορκες βεβαιώσεις τους νομίμως λαμβάνονται υπόψη, κατά το άρθρο 671 παρ.1 ΚΠολΔ), χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός, ότι αυτοί έχουν ασκήσει όμοια αγωγή κατά της εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης. Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα με τον πρώτο λόγο της εφέσεως, ότι δηλαδή κακώς ελήφθησαν υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο οι υπ’ αρ. … και … ένορκες βεβαιώσεις των … του … και … του … ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, άλλως ότι έπρεπε να εκτιμηθούν ανάλογα, επειδή αυτοί έχουν παρόμοιες με τον εφεσίβλητο – αντεκκαλούντα αξιώσεις κατά της εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης και έχουν ασκήσει επίσης κατ` αυτής πανομοιότυπες αγωγές, είναι απορριπτέα, καθόσον το ως άνω παράπονο δεν βρίσκει έρεισμα στο νόμο, διότι στη σχετική διάταξη του άρθρου 400 του ΚΠολΔ περί εξαιρετέων μαρτύρων δεν υπάγονται τα πρόσωπα, τα οποία ήγειραν αγωγή όμοια προς αυτή του εφεσίβλητου – αντεκκαλούντος (βλ. σχ. ΑΠ 171/1962 ΝοΒ 10/774, ΕφΠειρ 38/1995 ΕλλΔνη 36/1303, ΕφΑθ 3242/1986 ΕλλΔνη 27/958, ΕφΠειρ 1082/1986 ΕΝΔ 15/390, ΕφΑθ 7800/1982 ΕλλΔνη 24/807), καθόσον η ιδιότητα των μαρτύρων ως εναγόντων σε άλλες αγωγές που στρέφονται κατά της ίδιας εναγόμενης δεν αρκεί από μόνη της, για να θεμελιώσει την έννοια του συμφέροντος, κατ` άρθρο 400 του ΚΠολΔ, καθόσον ως τέτοιο συμφέρον θεωρείται οποιαδήποτε ωφέλεια, που εξαρτάται από την έκβαση της δίκης και αποτελεί αναγκαία συνέπεια αυτής (βλ. ΑΠ 1301/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η έκβαση της παρούσας δίκης δεν έχει ως αναγκαία συνέπεια την ωφέλεια των άνω μαρτύρων εκ μόνου του λόγου ότι έχουν ασκήσει άλλες αγωγές οι ίδιοι σε βάρος της εναγομένης για εργατικές διαφορές (βλ. ΕφΑθ 3879/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 698/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3242/1986 ό.π., ΕφΑθ 7800/1982 ό.π.). Εξάλλου, επικουρικά σημειώνεται ότι στην τηρούμενη, εν προκειμένω, ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, κατά ρητή επιταγή του άρθρου 671 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του και μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, όπως είναι και οι εξαιρετέοι μάρτυρες (βλ. σχ. ΑΠ 198/1973 ΝoB 21/938, ΕφΔωδ 122/1997 ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 1999/774, ΕφΠειρ 1084/1989 ΕΝΑΥΤΔ 1990/117, ΕφΠειρ 1082/1986 ό.π., ΜΠρΠειρ 97/1990 ΕΝΑΥΤΔ 1991/238, Σινανιώτη «Ειδικές Διαδικασίες» εκδ. Β σελ. 328, Β. Βαθρακοκοίλη «Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας» τ. Γ΄ 1995 υπό το άρθρο 671 αρ. 8 σελ. 969, με παραπομπές στη θεωρία και στη νομολογία, Μπέης «Ειδ. Διαδικασίες» σελ. 388, Ντάσιος «Εργατ. δικον. Δίκαιο» παρ. 152). Πέραν τούτων, επισημαίνεται ότι οι προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις, που προσκομίζονται από τον εφεσίβλητο – αντεκκαλούντα εκτιμήθηκαν ανάλογα με την αξιοπιστία και το λόγο γνώσεως των ως άνω προσώπων τόσο από το πρωτοβάθμιο όσο και από το παρόν Δικαστήριο (βλ. σχ. ΕφΠειρ 901/2002 ΠΕΙΡΝΟΜΟΛ 2003/70). Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά δεν αναιρούνται από τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από την εκκαλούσα – αντεφεσίβλητη ένορκες βεβαιώσεις των … …, … και … – συναδέλφων του εφεσίβλητου – αντεκκαλούντος στο μηχανοστάσιο, οι οποίοι εξακολουθούν να εργάζονται στο ως άνω πλοίο της εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης και έτσι εξαρτούν έμμεσο οικονομικό συμφέρον από την έκβαση της δίκης, καθόσον τα όσα κατέθεσαν αυτοί περί μη χρείας οποιασδήποτε υπερωριακής εργασίας δεν κρίνονται πειστικά, διότι στους λογαριασμούς μισθοδοσίας του εφεσίβλητου – αντεκκαλούντος καταχωρήθηκαν διάφορα ποσά για υπερωρίες, προφανώς όχι χαριστικά, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα – αντεφεσίβλητη με τον οικείο λόγο έφεσης, αλλά διότι πράγματι παρεχόταν υπερωριακή εργασία από τον εφεσίβλητο – αντεκκαλούντα. Το γεγονός, ότι το πλοίο είχε την προβλεπόμενη από το νόμο σύνθεση του πληρώματος, δεν αποτελεί τεκμήριο ότι δεν απαιτείται η παροχή εκ μέρους του πληρώματος υπερωριακής εργασίας, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα – αντεφεσίβλητη (βλ.ΕφΠειρ 778/2001 αδημ.), διότι η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου, κατά τα άρθρα 87, 88 και 89 ΚΔΝΔ αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (βλ. ΕφΠειρ 1/2003 ΕΝΔ 31/123). Εξάλλου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, εάν δεν υπήρχε καμία ανάγκη υπερωριακής εργασίας λόγω της επαρκούς σύνθεσης του πληρώματος, η εκκαλούσα – αντεφεσίβλητη δεν θα προέβαινε στην καταχώριση χαριστικών ωριών υπερωριακής απασχόλησης για λόγους καλής θελήσεως στις προσκομιζόμενες από αυτή καταστάσεις, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της. Επισημαίνεται ότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά δεν αναιρούνται από το γεγονός, ότι ο εφεσίβλητος – αντεκκαλών δεν είχε απευθυνθεί προηγουμένως (ήτοι πριν την άσκηση της ένδικης αγωγής του) στις αρμόδιες Λιμενικές Αρχές ή στο συνδικαλιστικό σωματείο, στο οποίο ανήκει, με σχετική καταγγελία για μη καταβολή υπερωριών, ώστε να διεξαχθεί σχετικός έλεγχος, καθώς και από το ότι οι εγγραφές στο Βιβλίο Υπερωριών της εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης υπολείπονται αυτών που πραγματοποιήθηκαν από τον εφεσίβλητο – αντεκκαλούντα, κατά τα προαναφερθέντα, διότι οι παραπάνω εγγραφές δεν ήταν ακριβείς, όπως βασίμως ισχυρίζεται ο εφεσίβλητος – εκκαλών, ο οποίος πράγματι εργαζόταν υπερωριακώς, όπως πιο πάνω αναλυτικά εκτίθεται, αναγκαζόμενος να υπογράφει δίπλα από τις ανακριβείς εικονικές εγγραφές των ωρών υπερωρίας, υπό το φόβο της τυχόν απολύσεως του, σε περίπτωση διαμαρτυρίας του, για το λόγο δε αυτό άλλωστε δεν προέβη σε σχετική καταγγελία πριν από την άσκηση της ένδικης αγωγής (πρβλ. σχ. ΕφΠειρ 17/2013 ΠΕΙΡΝΟΜ 2013/167, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝΑΥΤΔ 2012/381, ΕφΠειρ 452/2010 αδημ., ΕφΠειρ 768/2003 αδημ., ΕφΠειρ 1/2003 ΕΝΑΥΤΔ 2003/124, ΕφΠειρ 778/2001 αδημ., ΕφΠειρ 609/1988 ΕΝΔ 12/492). Το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του εφεσίβλητου – αντεκκαλούντος δεν αναγραφόταν με ακρίβεια στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εκκαλούσα – αντεφεσίβλητη διά του οργάνου της και συγκεκριμένα του Υποπλοιάρχου του εν λόγω πλοίου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 107 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας Επιβατηγών Πλοίων και 19 των ως άνω ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων, καθώς και το γεγονός ότι αυτός (εφεσίβλητος – αντεκκαλών) υπέγραφε το εν λόγω βιβλίο για τις αναγραφόμενες σε αυτός ώρες υπερωριακής εργασίας χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών του, τούτο επειδή, όπως προκύπτει από τις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις των … και … ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, οποιαδήποτε διαμαρτυρία ή επιφύλαξη του ενάγοντος στο βιβλίο υπερωριών και πρόσθετων αμοιβών και στα δελτία των λογαριασμών μισθοδοσίας θα είχε ως συνέπεια την απόλυσή του, σε περίοδο μάλιστα υψηλού δείκτη ανεργίας των ναυτικών (βλ. σχ. ΕφΠειρ 1/2003 ό.π.). Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον εφεσίβλητο – εκκαλούντα δεν ενέχει άνευ άλλου τινός ούτε παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον εφεσίβλητο – εκκαλούντα των ως άνω δελτίων μισθοδοσίας και του βιβλίου υπερωριών ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του, που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (η παραίτηση) έλαβε χώρα μετά τη λύση της συμβάσεως εργασίας είναι άκυρη (βλ. ΟλΑΠ 173/1961 ΕΕΔ 20/531, ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ 2003/345, ΑΠ 123/2003 ΕΝΔ 2003/128, ΑΠ 928/2000 ΕΝΔ 29/144, ΑΠ 927/1997 ΔΕΝ 55/854, ΑΠ 978/1985 ΕΕΔ 35/88, ΑΠ 243/1985 ΕΕΔ 45/79, ΑΠ 1074/1984 ΕΕΔ 43/360, ΑΠ 1216/1983 ΔΕΝ 42/561, ΑΠ 435/1981 ΕΕΔ 20/531, ΑΠ 307/1977 ΕΕΔ 36/537, ΑΠ 304/1964 ΕΕΔ 23/648, ΕφΠειρ 660/2010 αδημ., ΕφΠειρ 1128/2006 αδημ., ΕφΠειρ 1117/2005 αδημ., ΕφΠειρ 1/2003 ό.π., ΕφΠειρ 768/1996 ΝομΝαυτΤμημΕφΠειρ 1996-97 σελ. 619, ΜΠρΠειρ 5999/2012 αδημ.), ούτε άλλωστε η υπογραφή του ναυτικού εφεσίβλητου – αντεκκαλούντος μπορεί να αποτελέσει δικαστικό τεκμήριο σε βάρος του (ΕφΠειρ 1/2003 ό.π., ΕφΠειρ 778/2001 αδημ., ΕφΠειρ 609/1983 ΕΝΔ 12/492). Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο εφεσίβλητος – αντεκκαλών έχει τις εξής αξιώσεις έναντι της εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης: (1) Κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του 1/1-30/4/2011 και 16/9/2011-9/1/2012 (χειμερινή περίοδος), εργάστηκε υπερωριακά 146 καθημερινές (20 τον Ιανουάριο, 18 τον Φεβρουάριο, 19 το Μάρτιο, 19 τον Απρίλιο, 11 το Σεπτέμβριο, 16 τον Οκτώβριο, 19 το Νοέμβριο, 19 το Δεκέμβριο και 5 τον Ιανουάριο 2012) και 25 Κυριακές (2/1, 9/1, 13/2, 20/2, 27/2, 6/3, 13/3, 20/3, 27/3, 3/4 , 10/4, 17/4, 18/9, 25/9, 2/10, 9/10, 16/10, 30/10, 6/11, 20/11, 27/11, 4/12, 11/12, 18/12/2011 και 8/1/2012) και συνολικά 171 ημέρες X 2 ώρες, δικαιούμενος το ποσό των 2.883,06 ευρώ (171 X 2 X 8,43 ωρομ.). Κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης του 1/5-15/9/2011 (θερινή περίοδος, αφαιρουμένου του διαστήματος 1/6-15/6 της άδειας του), εργάστηκε υπερωριακά 86 καθημερινές (22 το Μάιο, 11 τον Ιούνιο, 21 τον Ιούλιο, 22 τον Αύγουστο και 10 το Σεπτέμβριο) και 17 Κυριακές (28/5, 15/5, 22/5, 29/5, 19/6, 26/6, 3/7, 10/7, 17/7, 24/7, 31/7, 7/8, 14/8, 21/8, 28/8, 4/9 και 11/9), συνολικά 103 ημέρες X 4 ώρες, δικαιούμενος το ποσό των 3.473,16 € (103 X 4 X 8,43 ωρομ.). Ο εφεσίβλητος – αντεκκαλών έπρεπε να λάβει συνολικά το ποσό των 6.356,22 ευρώ (2.883,06 + 3.473,16), έλαβε, όμως, για την ως άνω αιτία, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα – αντεφεσίβλητη και προκύπτει από τους προσκομισθέντες από αυτή και μη αμφισβητούμενους λογαριασμούς μισθοδοσίας του, το ποσό των 3.758,47 € (από 213,46 τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο, από 328,40 τους μήνες Μάρτιο, Απρίλιο και Μάιο, 180,62 τον Ιούνιο, από 336,80 τους μήνες Ιούλιο έως και Δεκέμβριο, 101,04 τον Ιανουάριο 2012 και 43,89 αναδρομικά), συνεπώς, πρέπει να του καταβληθεί το υπόλοιπο των 2.597,75 ευρώ (6.356,22 – 3.758,47). (2). Κατά το ως άνω χρονικό διάστημα της χειμερινής περιόδου ναυτολόγησης του εκκαλούντος – εφεσίβλητου, αυτός εργάστηκε υπερωριακά 24 Σάββατα (8/1, 12/2, 19/2, 26/2, 5/3, 12/3, 19/3, 26/3, 2/4, 9/4, 16/4, 23/4, 30/4, 17/9, 24/9, 1/10, 8/10, 15/10, 5/11, 19/11, 26/11, 3/12, 10/12 και 7/1/2012) και 7 αργίες (Πρωτοχρονιά 2011, Θεοφάνεια, Καθαρά Δευτέρα, 25η Μαρτίου, Μεγάλη Παρασκευή, Δευτέρα του Πάσχα και Αγίου Νικολάου), συνολικά δηλαδή 31 Σάββατα και αργίες X 10 ώρες, δικαιούμενος το ποσό των 3.134,10 ευρώ (31 X 10 X 10,11 ωρομ.). Κατά το ως άνω χρονικό διάστημα της θερινής περιόδου ναυτολόγησης του εφεσίβλητου – αντεκκαλούντος, αυτός εργάστηκε υπερωριακά 17 Σάββατα (7/5, 14/5, 28/5, 18/6, 25/6, 2/7, 9/7, 23/7, 30/7, 6/8, 13/8, 20/8, 27/8, 3/9 και 10/9/2011) και 3 αργίες (Πρωτομαγιά, 15η Αυγούστου, 14η Σεπτεμβρίου) και συνολικά 20 Σάββατα και αργίες X 12 ώρες, δικαιούμενος το ποσό των 2.426,40 € (20 X 10 X 10,11 ωρομ.). Ο εφεσίβλητος – εκκαλών έπρεπε να λάβει συνολικά το ποσό των 5.560,50 € (3.134,10 + 2.426,40), έλαβε όμως για την ως άνω αιτία, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα – αντεφεσίβλητη και προκύπτει από τους προσκομιζόμενους απ’ αυτή και μη αμφισβητούμενους λογαριασμούς μισθοδοσίας του, το ποσό των 5.425,64 € (από 446,79 τους μήνες από Ιανουάριο έως και Μάιο, 238,29 τον Ιούνιο, από 458,03 τους μήνες από Ιούλιο έως και Δεκέμβριο, 137,41 τον Ιανουάριο 2012 και 67,81 αναδρομικά) και συνεπώς, πρέπει να του καταβληθεί το υπόλοιπο των 134,86 ευρώ (5.560,50 – 5.425,64), απορριπτομένων των οικείων λόγων των κρινόμενων έφεσης και αντέφεσης. (3). Για δώρο Πάσχα 2011 και για την περίοδο από 1/1/2011 έως 30/4/2011 (άρθρο 14 ΣΣΝΕ), ο εφεσίβλητος – αντεκκαλών έπρεπε να λάβει το ½ των μηνιαίων αποδοχών του, δηλαδή το ποσό των ([βασικός μισθός 1.166,39 + επίδομα Κυριακών 256,61 + τροφοδοσία 576,30 + επίδομα βαριάς ανθυγιεινής εργασίας 35,22 + επίδομα ιματισμού 56,50 + επίδομα καταστρώματος 56,49 + άδεια με τροφή 454,39 (β.μ. 1.166,39 + επ. Κυρ. 256,61 + τροφοδ. 576,30 = 1.999,30 : 22 = 90,88 Χ 5) + μέσος όρος υπερωρ. αμοιβής 1.083,30 (συνολ. υπερωρ. αμοιβ. 11.916,72 ευρώ δια 11 μήνες υπερωριακής αμοιβής απασχόλησης του εφεσίβλητου – αντεκκαλούντος) 3.685,20 ευρώ ο μηνιαίος μισθός : 2 =) 1.842,60 €, έλαβε όμως για την άνω αιτία, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα – εφεσίβλητη και προκύπτει από τον οικείο λογαριασμό μισθοδοσίας, το ποσό των 1289,70 € και συνεπώς, πρέπει να του καταβληθεί το υπόλοιπο των (1.842,60 -1.289,70 =) 552,90 ευρώ), απορριπτομένων των οικείων λόγων των κρινόμενων έφεσης και αντέφεσης. (4). Για δώρο Χριστουγέννων 2011 και για την περίοδο από 1/5/2011 έως 31/12/2011 (άρθρο 14 ΣΣΝΕ), ), ο εφεσίβλητος – αντεκκαλών έπρεπε να λάβει το μισθό ενός μηνός, δηλαδή ποσό 3.685,20 €, όπως αναλύθηκε ανωτέρω, έλαβε όμως για την άνω αιτία, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα – εφεσίβλητη και προκύπτει από τον οικείο λογαριασμό μισθοδοσίας, το ποσό των 2.719,63 ευρώ και συνεπώς, πρέπει να του καταβληθεί το υπόλοιπο των (3.685,20 – 2.719,63 =) 965,57 ευρώ, απορριπτομένων των οικείων λόγων των κρινόμενων έφεσης και αντέφεσης. (5). Για αναλογία δώρου Πάσχα 2012 για την περίοδο από 1/1/2012 έως 9/1/2012, ο εφεσίβλητος – αντεκκαλών έπρεπε να λάβει το ποσό των [(3.685,20 ευρώ ο μηνιαίος μισθός, όπως αναλύθηκε ανωτέρω : 2 X 0,075 (9 ημ.: 120)] 138,19 ευρώ, δεδομένου ότι δεν έλαβε κανένα ποσό για την άνω αιτία. (6). Για άδεια (άρθρο 15 της ΣΣΝΕ) κατά την ως άνω ναυτολόγησή του, ο εφεσίβλητος – αντεκκαλών, ως έχων υπερδιετή θαλάσσια υπηρεσία, δικαιούται το ποσό των 454,39 ευρώ μηνιαίως, όπως προαναφέρθηκε και για το άνω χρονικό διάστημα των 359 ημερών, το συνομολογούμενο ποσό των 5.437,54 ευρώ, έλαβε όμως για την άνω αιτία, όπως ομολογεί και προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του, το ποσό των 4.963,08 ευρώ (από 408,9 τους μήνες από Ιανουάριο έως Μάιο, 218,08 τον Ιούνιο, από 419,17 τους μήνες από Ιούλιο έως Δεκέμβριο, 125,76 τον Ιανουάριο του 2012 και 59,72 αναδρομικά) και συνεπώς, δικαιούνται τη διαφορά των (5.437,54 – 4.963,08 =) 474,46 ευρώ. (7). Τέλος, για μη καταβληθείσα αποζημίωση απόλυσης, λόγω διακοπής των πλόων για διάστημα άνω των 60 ημερών (άρθρο 27 ΣΣΝΕ, βλ. σχ. ΕφΠειρ 329/2003 ΔΕΕ 2004/82), ο ενάγων δικαιούται τις αποδοχές 22 ημερών, δηλαδή το ποσό των (3.685,20 € ο μηνιαίος μισθός, όπως προαναφέρθηκε, δια 30 X 22 =) 2.702,48 ευρώ. Περαιτέρω, από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού προέκυψε ότι κατά την περίοδο από 20-4-2011 έως και 30-4-2011, από 1/5 έως 31/5/2011 και από 1/6 έως και 15/9/2011, το πλοίο πραγματοποιούσε προγραμματισμένους κυκλικούς πλόες από το λιμάνι της Ραφήνας προς το λιμάνι της Μυκόνου, με ενδιάμεσες προσεγγίσεις στα λιμάνια της Άνδρου και της Τήνου, βάσει εβδομαδιαίου (επταήμερου) προγράμματος πλόων, καθοριζόμενου από υπουργικές αποφάσεις. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τους προσκομιζόμενους μετ’ επικλήσεως πίνακες ετήσιων δρομολογίων του πλοίου «…» για το χρονικό διάστημα από 1-1-2011 έως και 9-1-2012, το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε τους κάτωθι κυκλικούς πλόες: Την Τετάρτη 20-4-2011, αναχώρησε από τη Μύκονο την 7.25, κατέπλευσε στο λιμάνι της Τήνου στις 8.00, από αναχώρησε για το λιμάνι της Άνδρου στις 8.15, όπου και έφτασε στις 9.45 και από το οποίο αναχώρησε στις 10.00 για το λιμάνι της Ραφήνας, όπου έφτασε στις 11.55 και από το οποίο αναχώρησε εκ νέου στις 17.30 για το λιμάνι της Άνδρου, όπου κατέπλευσε στις 19.25 και από όπου αναχώρησε στις 19.40 για το λιμάνι της Τήνου, όπου κατέπλευσε στις 21.15 και από όπου αναχώρησε στις 21.30 για το λιμάνι της Μυκόνου, στο οποίο επέστρεψε στις 22.00 και από όπου αναχώρησε στις 22.30, επεκτείνοντας το δρομολόγιο προς Ραφήνα, όπου έφτασε την 2.00 της επομένης. Την Πέμπτη 21-4-2011, αναχώρησε από Ραφήνα την 7.05 και επέστρεψε στη Ραφήνα την 18.00, επεκτείνοντας το δρομολόγιο προς Μύκονο, κατέπλευσε στο λιμάνι της Άνδρου στις 9.00, από όπου αναχώρησε στις 9.15 για το λιμάνι της Τήνου, στο οποίο κατέπλευσε στις 10.45 και από το οποίο αναχώρησε στις 11.00 για το λιμάνι της Μυκόνου, όπου έφτασε στις 11.30 και αναχώρησε στις 12.00 για το λιμάνι της Ραφήνας, όπου έφτασε στις 15.30 και αναχώρησε και πάλι στις 18.00 για το λιμάνι της Άνδρου, στο οποίο κατέπλευσε στις 19.55, από όπου αναχώρησε στις 20.15 για το λιμάνι της Τήνου, όπου έφτασε στις 21.45 και από όπου αναχώρησε στις 22.00 για το λιμάνι της Μυκόνου, όπου κατέπλευσε στις 22.30 και αναχώρησε στις 23.00, επεκτείνοντας το δρομολόγιο προς Ραφήνα, όπου επέστρεψε εντέλει στις 2.30 της επομένης. Την Παρασκευή 22-4-2011, αναχώρησε από Ραφήνα την 7.05 και κατέπλευσε στο λιμάνι της Άνδρου στις 9.00, από όπου αναχώρησε στις 9.15 για το λιμάνι της Τήνου, όπου έφτασε στις 10.45 και από όπου αναχώρησε στις 11.00 για το λιμάνι της Μυκόνου όπου έφτασε στις 11.30 και από όπου αναχώρησε στις 12.00 για να επιστρέψει στη Ραφήνα, όπου έφτασε στις 15.30, από όπου αναχώρησε και πάλι στις 18.00 για το λιμάνι της Άνδρου, όπου κατέπλευσε στις 19.55, από όπου αναχώρησε στις 20.15 για το λιμάνι της Τήνου, όπου έφτασε στις 21.45 και από όπου αναχώρησε στις 22.00 για το λιμάνι της Μυκόνου, όπου έφτασε στις 22.30. Το Σάββατο 23-4-2011, αναχώρησε από Μύκονο την 7.25, κατέπλευσε στο λιμάνι της Τήνου στις 8.00, από όπου αναχώρησε στις 8.15 για το λιμάνι της Άνδρου, όπου έφτασε στις 9.45 και αναχώρησε στις 10.00 για το λιμάνι της Ραφήνας, όπου έφτασε στις 11.55 και από το οποίο αναχώρησε στις 16.00 για το λιμάνι της Άνδρου, στο οποίο κατέπλευσε στις 17.55, από όπου αναχώρησε στις 18.05 για το λιμάνι της Τήνου, όπου έφτασε στις 19.35 και αναχώρησε στις 19.45 για το λιμάνι της Μυκόνου, στο οποίο επέστρεψε την 20.15. Τη Δευτέρα 25-4-2011 και την Τρίτη 26-4-2011 αναχώρησε από Μύκονο την 12.00 για το λιμάνι της Τήνου, στο οποίο κατέπλευσε στις 12.305, από όπου αναχώρησε στις 12.45 για το λιμάνι της Άνδρου, όπου έφτασε στις 14.15, από το οποίο αναχώρησε στις 14.45 για το λιμάνι της Ραφήνας, στο οποίο κατέπλευσε στις 16.40, από το οποίο αναχώρησε και πάλι στις 17.30 για το λιμάνι της Άνδρου, όπου έφτασε στις 19.25, από όπου αναχώρησε στις 20.00 για το λιμάνι της Ραφήνας, στο οποίο κατέπλευσε στις 21.55, από όπου και αναχώρησε και πάλι στις 22.45 για το λιμάνι της Άνδρου, όπου έφτασε στις 00.40, από όπου αναχώρησε στις 11.50 για το λιμάνι της Τήνου, στο οποίο κατέπλευσε στις 2.20, από όπου αναχώρησε για το λιμάνι της Μυκόνου, όπου εντέλει επέστρεψε την 3.00 της επόμενης. Την Τετάρτη 27/4, Πέμπτη 28/4, Παρασκευή 29/4 και Σάββατο 30/4/2011, αναχώρησε από Μύκονο την 7.25 για το λιμάνι της Άνδρου, στο οποίο κατέπλευσε στις 8.00, από όπου αναχώρησε στις 8.15 για το λιμάνι της Τήνου, όπου έφτασε στις 9.45 και αναχώρησε στις 10.00 για το λιμάνι της Ραφήνας, όπου έφτασε στις 11.55 και αναχώρησε εκ νέου στις 17.30 για το λιμάνι της Άνδρου, στο οποίο κατέπλευσε στις 19.25, από όπου αναχώρησε στις 19.25 και αναχώρησε στις 19.40 για το λιμάνι της Τήνου, στο οποίο κατέπλευσε στις 21.15, από όπου αναχώρησε στις 21.30 για το λιμάνι της Μυκόνου, όπου επέστρεψε την 22.00. Κατά το διάστημα από 1/5 έως 31/5/2011, το ως άνω πλοίο πραγματοποιούσε κυκλικούς πλόες τις ημέρες Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο, κατά τις οποίες αναχωρούσε από Μύκονο την 7.25 για το λιμάνι της Τήνου, στο οποίο κατέπλεε στις 8.00, από όπου αναχωρούσε στις 8.15 για το λιμάνι της Άνδρου, όπου έφτανε στις 9.45 και από το οποίο αναχωρούσε στις 10.00 για το λιμάνι της Ραφήνας, όπου έφτανε στις 11.55 και από όπου αναχωρούσε στις 17.30 για το λιμάνι της Άνδρου, στο οποίο κατέπλεε στις 19.250, από όπου αναχωρούσε για το λιμάνι της Τήνου, όπου έφτανε στις 21.15 και από όπου αναχωρούσε στις 21.30 για το λιμάνι της Μυκόνου, στο οποίο εντέλει επέστρεφε την 22.00. Κατά το διάστημα από 1/5 έως 31/5/2011, την Κυριακή το ως άνω πλοίο αναχωρούσε από Μύκονο την 12.00 για το λιμάνι της Τήνου, στο οποίο κατέπλεε στις 12.00, από όπου αναχωρούσε στις 12.45 για το λιμάνι της Άνδρου, όπου έφτανε στις 14.15 και από το οποίο αναχωρούσε στις 14.45 για το λιμάνι της Ραφήνας, όπου έφτανε στις 16.40 και από όπου αναχωρούσε στις 17.30 για το λιμάνι της Άνδρου, στο οποίο κατέπλεε στις 19.25 για το λιμάνι της Τήνου, όπου έφτανε στις 21.55 και από όπου αναχωρούσε στις 22.45 για το λιμάνι της Μυκόνου, στο οποίο εντέλει επέστρεφε την 2.30 της επόμενης. Την περίοδο από 1/6 έως και 15/9/2011, το ως άνω πλοίο εκτελούσε κυκλικούς πλόες τις ημέρες Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη, κατά τις οποίες αναχωρούσε από Μύκονο την 7.25 για το λιμάνι της Τήνου, στο οποίο κατέπλεε στις 8.00, από όπου αναχωρούσε στις 8.15 για το λιμάνι της Άνδρου, όπου έφτανε στις 9.45 και από το οποίο αναχωρούσε στις 10.00 για το λιμάνι της Ραφήνας, όπου έφτανε στις 11.55 και από όπου αναχωρούσε στις 17.30 για το λιμάνι της Άνδρου, στο οποίο κατέπλεε στις 19.25 και από όπου αναχωρούσε στις 19.40 για το λιμάνι της Τήνου, όπου έφτανε στις 21.15 και από όπου αναχωρούσε στις 21.30 για το λιμάνι της Μυκόνου, στο οποίο εντέλει επέστρεφε την 22.00. Την περίοδο από 1/6 έως και 15/9/2011, την Πέμπτη αναχωρούσε από Μύκονο την 7.30, για το λιμάνι της Τήνου, στο οποίο κατέπλεε στις 8.00, από όπου αναχωρούσε στις 8.15 για το λιμάνι της Άνδρου, όπου έφτανε στις 9.45 και από το οποίο αναχωρούσε στις 10.00 για το λιμάνι της Ραφήνας, όπου έφτανε στις 11.55 και από όπου αναχωρούσε στις 17.30 για το λιμάνι της Άνδρου, στο οποίο κατέπλεε στις 19.25 και από όπου αναχωρούσε στις 19.40 για το λιμάνι της Τήνου, όπου έφτανε στις 21.15 και από όπου αναχωρούσε στις 21.30 για το λιμάνι της Μυκόνου, στο οποίο έφτανε στις 22.00 και από το οποίο αναχωρούσε και πάλι την 22.30, επεκτείνοντας το δρομολόγιο προς Ραφήνα, όπου επέστρεψε την 2.30 της επόμενης. Την Παρασκευή αναχωρούσε από Ραφήνα την 7.05, επέστρεφε στη Ραφήνα, απ’ όπου αναχωρούσε και πάλι, επιστρέφοντας στη Ραφήνα την 2.30 της επομένης. Το Σάββατο αναχωρούσε από Ραφήνα την 7.05, επέστρεφε στη Ραφήνα απ’ όπου αναχωρούσε και πάλι, επιστρέφοντας στη Ραφήνα την 22.00. Την περίοδο από 1/6 έως και 15/9/2011, την Κυριακή, το ως άνω πλοίο αναχωρούσε από Μύκονο την 12.00 για το λιμάνι της Τήνου, στο οποίο κατέπλεε στις 12.30, από όπου αναχωρούσε στις 12.45 για το λιμάνι της Άνδρου, όπου έφτανε στις 14.15 και από το οποίο αναχωρούσε στις 14.45 για το λιμάνι της Ραφήνας, όπου έφτανε στις 16.40 και από όπου αναχωρούσε στις 17.30 για το λιμάνι της Άνδρου, στο οποίο κατέπλεε στις 19.25 και από όπου αναχωρούσε στις 20.00 για το λιμάνι της Ραφήνας, όπου έφτανε στις 21.55 και από όπου αναχωρούσε στις 22.45 για το λιμάνι της Τήνου, στο οποίο κατέπλεε στις 1.45 και από όπου αναχωρούσε στις 1.55 για το λιμάνι της Μυκόνου, στο οποίο εντέλει επέστρεφε την 2.30 της επομένης. Την 12/6/2011 και 14/8/2011, το πλοίο εκτέλεσε έκτακτα δρομολόγια, αναχωρώντας από Μύκονο την 12:00 για το λιμάνι της Τήνου, όπου έφτανε στις 12.30 και από το οποίο αναχωρούσε στις 12.45 για το λιμάνι της Άνδρου, όπου έφτανε στις 14.15 και από όπου αναχωρούσε στις 14.45 για το λιμάνι της Ραφήνας, στο οποίο κατέπλεε στις 16.40 και από όπου αναχωρούσε στις 17.30 για το λιμάνι της Άνδρου, όπου έφτανε στις 19.25 και από όπου αναχωρούσε στις 19.40 για το λιμάνι της Τήνου, στο οποίο κατέπλεε στις 21.15 και από όπου αναχωρούσε στις 21.45 για το λιμάνι της Μυκόνου, στο οποίο εντέλει επέστρεφε την 22.00. Την 13/6/2011 και 15/8/2011, το πλοίο εκτέλεσε έκτακτα δρομολόγια, αναχωρώντας από Μύκονο την 12:00 για το λιμάνι της Τήνου, όπου έφτανε στις 12.30 και από το οποίο αναχωρούσε στις 12.45 για το λιμάνι της Άνδρου, όπου έφτανε στις 14.15 και από όπου αναχωρούσε στις 14.45 για το λιμάνι της Ραφήνας, στο οποίο κατέπλεε στις 16.40 και από όπου αναχωρούσε στις 17.30 για το λιμάνι της Άνδρου, όπου έφτανε στις 19.25 και από όπου αναχωρούσε στις 19.40 για το λιμάνι της Ραφήνας, στο οποίο κατέπλεε στις 21.55 και από όπου αναχωρούσε στις 22.45 για το λιμάνι της Τήνου, στο οποίο κατέπλεε στις 1.45 και από όπου αναχωρούσε στις 1.55 για το λιμάνι της Μυκόνου, στο οποίο εντέλει επέστρεφε την 2.30 της επόμενης ημέρας. Κατά την περίοδο από 16/9 έως και 30/9/2011, το ως άνω πλοίο πραγματοποίησε κυκλικούς πλόες τις ημέρες Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη και Πέμπτη, αναχωρώντας από Μύκονο την 7.25 για το λιμάνι της Τήνου, όπου έφτανε στις 8.00 και από το οποίο αναχωρούσε στις 8.15 για το λιμάνι της Άνδρου, όπου έφτανε στις 9.45 και από όπου αναχωρούσε στις 10.00 για το λιμάνι της Ραφήνας, στο οποίο κατέπλεε στις 11.55 και από όπου αναχωρούσε στις 17.30 για το λιμάνι της Άνδρου, όπου έφτανε στις 19.25 και από όπου αναχωρούσε στις 19.40 για το λιμάνι της Τήνου, στο οποίο κατέπλεε στις 21.15 και από όπου αναχωρούσε στις 21.45 για το λιμάνι της Μυκόνου, στο οποίο εντέλει επέστρεφε την 22.00. Κατά την περίοδο από 16/9 έως και 30/9/2011, την Παρασκευή, αναχωρούσε από Μύκονο την 7.25 για το λιμάνι της Τήνου, όπου έφτανε στις 8.00 και από το οποίο αναχωρούσε στις 8.15 για το λιμάνι της Άνδρου, όπου έφτανε στις 9.45 και από όπου αναχωρούσε στις 10.00 για το λιμάνι της Ραφήνας, στο οποίο κατέπλεε στις 11.55 και από όπου αναχωρούσε στις 17.30 για το λιμάνι της Άνδρου, όπου έφτανε στις 19.25 και από όπου αναχωρούσε στις 19.40 για το λιμάνι της Τήνου, στο οποίο κατέπλεε στις 21.15 και από όπου αναχωρούσε στις 21.45 για το λιμάνι της Μυκόνου, στο οποίο έφτανε την 22.00 και εν συνεχεία αναχωρούσε την 22.30, επεκτείνοντας το δρομολόγιο προς Ραφήνα, όπου έφτανε την 2.30 της επόμενης. Κατά την περίοδο από 16/9 έως και 30/9/2011, το Σάββατο, το ως άνω πλοίο αναχωρούσε από Ραφήνα την 7.05, για το λιμάνι της Άνδρου, όπου έφτανε στις 9.00 και από όπου αναχωρούσε στις 9.15 για το λιμάνι για το λιμάνι της Τήνου, όπου έφτανε στις 10.45 και από όπου αναχωρούσε στις 11.00 για το λιμάνι της Μυκόνου, στο οποίο έφτανε την 11.30 και εν συνεχεία αναχωρούσε την 12.00 για το λιμάνι της Τήνου, στο οποίο κατέπλεε στις 12.30 και από όπου αναχωρούσε στις 12.45 για το λιμάνι της Άνδρου, όπου έφτανε στις 14.15 και από όπου αναχωρούσε στις 14.45 για το λιμάνι της Ραφήνας, όπου έφτανε στις 16.40 και αναχωρούσε και πάλι στις 17.30 για το λιμάνι της Άνδρου, στο οποίο κατέπλεε στις 19.25 και από όπου αναχωρούσε και πάλι στις 19.40 για το λιμάνι της Τήνου, όπου έφτανε στις 21.15 και αναχωρούσε στις 21.30 για το λιμάνι της Μυκόνου την 22.00. Κατά την περίοδο από 16/9 έως και 30/9/2011, την Κυριακή, το ως άνω πλοίο αναχωρούσε από Μύκονο την 12.00 για το λιμάνι της Τήνου, στο οποίο κατέπλεε στις 12.30, από όπου αναχωρούσε στις 12.45 για το λιμάνι της Άνδρου, όπου έφτανε στις 14.15 και από το οποίο αναχωρούσε στις 14.45 για το λιμάνι της Ραφήνας, όπου έφτανε στις 16.40 και από όπου αναχωρούσε στις 17.30 για το λιμάνι της Άνδρου, στο οποίο κατέπλεε στις 19.25 και από όπου αναχωρούσε στις 20.00 για το λιμάνι της Ραφήνας, όπου έφτανε στις 21.55 και από όπου αναχωρούσε στις 22.45 για το λιμάνι της Τήνου, στο οποίο κατέπλεε στις 1.45 και από όπου αναχωρούσε στις 1.55 για το λιμάνι της Μυκόνου, στο οποίο εντέλει επέστρεφε την 2.30 της επομένης. Με βάση τα ανωτέρω λεπτομερώς εκτεθέντα αναφορικά με τα δρομολόγια του ως άνω πλοίου, αποδείχθηκε ότι κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, το εν λόγω πλοίο εκτελούσε τα προκαθορισμένα ως άνω τακτικά καθημερινά δρομολόγια ακτοπλοΐας στην κύρια γραμμή Ραφήνας – Μυκόνου, στα οποία προεξέχουσα θέση κατείχαν οι ημερινοί πλόες, με την εκτεθείσα στην αρχή της παρούσας έννοια και επομένως, επρόκειτο περί ημεροπλοίου, σύμφωνα με τα υποστηριζόμενα με το σχετικό δεύτερο λόγο έφεσης της εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης. Επομένως, επί του πλοίου αυτού, εφαρμογή έχει η διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ, όπως λεπτομερώς στην αρχή της παρούσας αναφέρθηκε, σύμφωνα με την οποία, κατ’ εξαίρεση της εισαγομένης μ’ αυτήν εξαιρέσεως ως προς τα ημερόπλοια, καταβάλλεται στους απασχολούμενους στα πλοία αυτά πρόσθετη αμοιβή για εκτέλεση δρομολογίων «εξπρές» μόνον όταν τα πλοία αυτά εκτελούν τέτοια δρομολόγια κατά τις νυκτερινές ώρες (23.00-07.00) ή επεκτείνουν τα δρομολόγια αυτά, κατά τις ίδιες ώρες και όχι όταν εκτελούν τέτοια δρομολόγια τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας, για τα οποία δρομολόγια έχει αποκλεισθεί η ισχύς και η εφαρμογή των διατάξεων της ΣΣΝΕ περί καταβολής προσθέτου αμοιβής, κατά τα λεπτομερώς αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Ενόψει των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι το ως άνω πλοίο, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα από 20.04.2011 μέχρι 30.09.2011 πραγματοποίησε 32 συνολικά δρομολόγια «εξπρές», κατά τα οποία επέκτεινε τα δρομολόγιά του και μετά τις 23.00 την νύκτα, αφού σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, κάποιες φορές προσέγγιζε το λιμάνι της Ραφήνας στις 02.00 και στις 2.30 την νύκτα, ενώ κάποιες άλλες φορές προσέγγιζε το λιμάνι της Μυκόνου στις 02.00 και στις 02.30 τη νύχτα, για τα οποία (δρομολόγια) ο εφεσίβλητος – αντεκκαλών δικαιούται την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στα άρθρο 33 παρ. 6 και 7 της ως άνω ΣΣΝΕ, ανερχόμενη στο 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του, εφόσον το κάθε κυκλικό ταξίδι διαρκούσε πάνω από 12 ώρες (βλ. σχ. ΜΠρΠειρ 5655/2013 προσκομιζόμενη), στις οποίες θα συνυπολογιστεί, εκτός από το μέσο όρο των υπερωριών και το επίδομα καταστρώματος από 56,49 €, το οποίο του καταβαλλόταν ανελλιπώς κάθε μήνα, όπως προκύπτει από τους προσκομιζόμενους και από την εκκαλούσα – αντεφεσίβλητη λογαριασμούς μισθοδοσίας του και ως εκ τούτου, παρά τα όσα αντίθετα υποστηρίζει αυτή, υπάρχει αναγνώριση από την πλευρά της κατά το συγκεκριμένο κονδύλιο (361 ΑΚ). Κατόπιν τούτων, ο εφεσίβλητος – αντεκκαλών δικαιούται για την ανωτέρω αιτία το ποσό των [βασικός μισθός 1.166,39 + επίδομα Κυριακών 256,61 + τροφοδοσία 576,30 + επίδομα βαριάς ανθυγιεινής εργασίας 35,22 + επίδομα ιματισμού 56,50 + επίδομα καταστρώματος 56,49 + άδεια με τροφή 454,39 (β.μ. 1.166,39 + επ. Κυρ. 256,61 + τροφοδ. 576,30 = 1.999,30 : 22 = 90,88 Χ 5) + μέσος όρος υπερωρ. αμοιβής 1.083,30 (συνολ. υπερωρ. αμοιβ. 11.916,72 ευρώ δια 11 μήνες υπερωριακής αμοιβής απασχόλησης του εφεσίβλητου – αντεκκαλούντος) 3.685,20 ευρώ ο μηνιαίος μισθός δια 30 = 122,84 X 32 δρομολόγια =] 3.930,88 ευρώ, έλαβε όμως για την ως άνω αιτία,όπως ομολογεί και προκύπτει από τους άνω λογαριασμούς μισθοδοσίας, το συνολικό ποσό των [407,61 € (222,33 τον Απρίλιο και 185,28 το Μάιο) + 2.029,73 € (296,44 τον Ιούνιο, 590,89 τον Ιούλιο, 630,29 τον Αύγουστο και 512,11 το Σεπτέμβριο)=] 2.437,34 ευρώ και συνεπώς, πρέπει να του καταβληθεί το υπόλοιπο των (3.930,88 –2.437,34 =) 1.493,54 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε με την εκκαλουμένη ότι ο εφεσίβλητος – αντεκκαλών έπρεπε να λάβει πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων για τα ανωτέρω δρομολόγια εξπρές, κατά την προαναφερόμενη περίοδο, τα 2/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του εβδομαδιαίως και ότι δικαιούται να αξιώσει για την εν λόγω πρόσθετη αμοιβή το συνολικό ποσό των (820,79 + 2250 =) 3.070,79 ευρώ, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με το σχετικό αίτημα, γενομένου εν μέρει δεκτού ως νομικά και ουσιαστικά βάσιμου του δεύτερου λόγου έφεσης. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αντέφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, να γίνει δεκτή ως ουσιαστική βάσιμη η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της (ήτοι και για τα μη προσβληθέντα κεφάλαια αυτής, για τη δημιουργία ενιαίου τίτλου εκτέλεσης), περιλαμβάνοντος και τη διάταξη της εκκαλουμένης περί δικαστικών εξόδων (ΑΠ 103/2001 Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό (άρθρα 535 παρ. 1 ΚΠολΔ και 51 παρ. 3Α του ν. 2172/1993) και να δικαστεί η αγωγή, κατά την ίδια ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ), εφόσον είναι ορισμένη, καθόσον περιέχει τα απαιτούμενα στοιχεία του άρθρου 216 ΚΠολΔ, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εναγομένης και νόμιμη, στηριζόμενη στις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη της παρούσας διατάξεις, καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 53 επ., 60, 72, 75, 84 του ΚΙΝΔ, 341, 345, 346, 361, 648 επ., 653, 655, 680 του ΑΚ, ν. 1082/1980, 19040/1981 ΚΥΑ Οικονομικών και Εργασίας, άρθρο μόνο της Υ.Α. 70.109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82 «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιούμενους ναυτικούς» καθώς και στις διατάξεις της Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων για το έτος 2011, που κυρώθηκε με την ΥΑ 3525.1.5.2/01/201 1 ΕΝ (ΨΕΚ Β1070/31-5-2011) και ίσχυσε κατά το κρινόμενο διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος, καθώς και των άρθρων 176, 191 παρ. 2, 907 και 908 παρ. ε ΚΠολΔ. Μετά ταύτα, η αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (άρθρο 71 Εισαγ. Ν. ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του από την §17 του άρθρου 6 του Ν.2479/97 σε συνδυασμό με το άρθρο 14 ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3994/2011), πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Κατόπιν τούτων, οι προαναφερόμενες αξιώσεις του εφεσίβλητου – εκκαλούντος ανέρχονται στο συνολικό ποσό των (2.597,75 + 134,86 + 552,90 + 965,57 + 138,19 + 474,46 + 2.702,49 + 1.493,54 =) 9.059,76 ευρώ και συνεπώς, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η ένδικη αγωγή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 9.059,76, ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της απολύσεως του τελευταίου (9-1-2012), ήτοι από την 10-1-2012. Τέλος, η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα πρέπει να καταδικαστεί στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, ανάλογα με την έκταση της ήττας της (άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, σημειωτέον δε ότι δεν επιβάλλονται δικαστικά έξοδα σε βάρος του αντεκκαλούντος για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, αφού η αντεφεσίβλητη δεν υποβλήθηκε σε ιδιαίτερη δαπάνη προς απόκρουση της αντέφεσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 14-1-2014 (αριθμός κατάθεσης στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς … και στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού …) έφεση και τη δια των από 6-10-2014 προτάσεων του εφεσιβλήτου ασκηθείσα αντέφεση.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την αντέφεση.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθ. 93/2013 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ την από 8-12-2012 και με αριθμό καταθέσεως δικογράφου … αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ως άνω αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εννιά χιλιάδων πενήντα εννέα ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών του ευρώ (9.059,76 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την 10-1-2012.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης – εκκαλούσας μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εφεσίβλητου, τα οποία καθορίζει και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του, στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις……………
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
|
|